Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο αποστολος Παυλος προτυπο για τους ποιμενες της Εκ­κλησιας. Επειδη κ᾽ εγω κατα τις ανεξιχνιαστες βουλες του Θεου ειμαι ενας ποιμενας, εχω κ᾽ εγω αναγκη ενισχυσεως. Θα σας παρουσιασω, προς δοξαν Θεου, 4 – 5 στι­γμι­οτυπα, κατα τα οποια οι Χριστιανοι μου εδωσαν μεγαλο θαρρος, για να συνεχισω τον αγωνα μου.

date Ιούν 29th, 2019 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εορτολογιο

«Ιδων ο Παυλος τους αδελφους ευχαριστησας τω Θεω ελαβε θαρσος» (Πράξ. 28,15). Ο Παυλος προτυπο για τους ποιμενες της Εκ­κλησιας. Επειδη κ᾽ εγω κατα τις ανεξιχνιαστες βουλες του Θεου ειμαι ενας ποιμενας, εχω κ᾽ εγω αναγκη ενισχυσεως. Θα σας παρουσιασω, προς δοξαν Θεου, 4 – 5 στι­γμι­οτυπα, κατα τα οποια οι Χριστιανοι μου εδωσαν μεγαλο θαρρος, για να συνεχισω τον αγωνα μου. Ἂν δὲν ἦταν αὐτοί, δὲν ξέρω ἂν τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ βρισκόμουν ἐδῶ, ἢ θὰ εἶ­χα ἀποσυρθῆ στὸ Ἅγιο Ὄρος.

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2202

Τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων
Κυριακὴ 30 Ἰουνίου 2019 ἑσπέρας

ΕYXAΡΙΣΤΩ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ

π. Αυγουστ. Καντιωτης κηρυτ. Γρεβενα

Apst. Paulos«Ἰδὼν ὁ Παῦλος τοὺς ἀδελφοὺς εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ ἔλαβε θάρσος» (Πράξ. 28,15)

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου, μετὰ ἀ­πὸ μεγάλη τα­λαι­πωρία σωματικὴ καὶ ψυ­χι­κή, φτάνει στὰ πρόθυρα τῆς ῾Ρώμης. Ἔρχε­ται κρατού­μενος γιὰ νὰ δι­καστῇ. Βγαίνουν τότε καὶ τὸν ὑ­πο­δέχονται Χριστιανοί. Καὶ ὁ συνοδός του εὐαγγελιστὴς Λου­κᾶς σημειώνει γιὰ τὴ συν­άν­­τησι αὐτή· «Ἰ­δὼν ὁ Παῦλος τοὺς ἀ­δελφοὺς εὐ­χαρι­στήσας τῷ Θεῷ ἔλαβε θάρσος» (Πράξ. 28,15), πῆρε δηλαδὴ θάρρος ἀπὸ τοὺς πιστούς.

Ἂν ὅμως ὁ Παῦλος πῆρε θάρρος ἀπὸ τοὺς ἀ­­δελφοὺς τῆς ῾Ρώμης, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς ἔ­χου­­με τὴν ἀνάγκη αὐτή; Ὁ Παῦ­λος εἶ­νε πρότυπο γιὰ τοὺς ποιμένες τῆς Ἐκ­κλησί­ας· καὶ ἐπειδὴ κ᾽ ἐγὼ κατὰ τὶς ἀνεξιχνί­αστες βουλὲς τοῦ Θεοῦ εἶμαι ἕνας ποιμένας, ἔχω κ᾽ ἐγὼ ἀνάγκη ἐνισχύ­σεως. Ὅπως σ᾽ ἐ­κεῖ­­νον ἔ­τσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ποὺ ἐργαζόμεθα στὸν ἀ­γρὸ τοῦ Κυρίου, ποιός θὰ μᾶς δώσῃ θάρρος; Πρῶτα ὁ Θεὸς βέβαια. Ὄχι ὅ­μως μόνο ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοὶ ἀδελφοί.
Αὐτὸ ἔδωσε ὁ Κύριος νὰ τὸ δοκιμάσω κ᾽ ἐ­γώ. Ἐπιτρέψτε μου λοιπὸν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ σᾶς παρουσιάσω, πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ, 4 – 5 στι­γμι­ότυπα, κατὰ τὰ ὁποῖα οἱ Χριστιανοὶ μοῦ ἔ­δωσαν μεγάλο θάρρος, ὥστε νὰ συνεχίσω τὸν ἀγῶ­να μου. Ἂν δὲν ἦταν αὐτοί, δὲν ξέρω ἂν τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ βρισκόμουν ἐδῶ, ἢ θὰ εἶ­χα ἀποσυρθῆ στὸ Ἅγιο Ὄρος. Μὲ τὰ λόγια, τὴ στάσι καὶ τὴν στήριξί τους μὲ ἐνίσχυσαν νὰ κρα­τηθῶ. Γι᾽ αὐτὸ τὸ χωρίο αὐτό, ὅτι «ὁ Παῦ­λος ἰ­δὼν τοὺς ἀ­δελφοὺς εὐ­χαρι­στήσας τῷ Θε­ῷ ἔλαβε θάρσος», μὲ συγκινεῖ.

* * *

Ἂς θυμηθῶ κατ᾽ ἀρχὴν τὴν πρώτη πόλι ποὺ μ᾽ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ὑπηρετήσω, τὸ Μεσολόγ­γι. Νέος ἐγὼ τότε, τὸ 1935, μόλις 28 ἐτῶν, ἀνέβη­κα στὸν ἄμβωνα. Ἀπὸ τὶς πρῶτες προσπάθειές μου δὲν ἔβλεπα ἀποτελέσματα. Ἕνας νέ­ος ξέρετε ζητάει νὰ δῇ ἄμεσα ἀποτελέσματα. Γι᾽ αὐτὸ ἤ­­μουν κάπως ἀπογοητευμένος. Συνέχισα βέβαια τὴ διδασκαλία, εἶχα ὅμως ἀπορία· Καὶ τί ἔ­κανες, Αὐγουστῖνε, στὸ Μεσολόγγι; τό­σα κη­ρύ­γματα, κατηχητικά, φυλλάδια, κόποι· τί βγῆ­κε ἀπ᾽ ὅλη αὐτὴ τὴν περιπέτεια, ποὺ κάθησες ἑφτὰ χρόνια (1935-1941) στὸ Μεσολόγγι;… Πάντοτε τὸ σκεπτόμουν.
Πέρασαν εἴκοσι χρόνια καὶ γύρω στὸ 1960 τα­ξίδευα μιὰ μέρα μὲ τὸ σιδηρόδρομο· καθόμουν σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ διάβαζα τὸ Εὐαγγέλιο. Ἕνας ἐπιβάτης μὲ παρατηροῦσε ἀπὸ τὸν ἄ­κρο τοῦ συρμοῦ. Πλησίασε μὲ σεβασμὸ καὶ μοῦ λέει· –Εἶστε ὁ πάτερ Αὐγουστῖνος; –Ναί. –Ἐ­σεῖς δὲν κάνατε στὸ Μεσολόγγι; –Τί θέλετε; –Θὰ σᾶς πῶ κάτι· ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, ἐρχόμουν ἐκεῖ, στὴν Ἁγία Παρασκευή, καὶ ἄ­κουγα τὰ κηρύγματα. Μέχρι τότε ἤμουν ὁ πιὸ βλάστημος. Ἀλλ᾽ ὅταν ἄκουσα ἐκεῖ ἕνα κήρυγμά σου ἐναντίον τῆς βλαστήμιας, ἀπὸ τότε τὴν ἔκοψα. Λέω· –Δόξα σοι, ὁ Θεός.
Αὐτὸ ποὺ εἶπε, ὅτι ἀπὸ ἕνα κήρυγμα ἔκοψε τὴ βλαστήμια, μοῦ ᾽δωσε θάρρος. Σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε· Αὐγουστῖνε, βάδιζε! «ὁ κόπος ὑ­μῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 15,58).
Φεύγω ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, πάω στὰ Γιάννενα τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Κατοχῆς (1942;). Ἀ­φή­νω τὴν περιπέτεια· εἶνε μεγάλη ἱστορία αὐ­τή. Μὲ κατέβασαν κάτω ἀπὸ τὸν ἄμβωνα. Περπα­τοῦσα περίλυπος. Τί νὰ κάνω; Τυχαίως(;) βρίσκω στὸ δρόμο ἕναν εὐλαβέστατο γέροντα καὶ τοῦ λέω· –Τί νὰ κάνω, πάτερ; μὲ κατέβασαν κάτω οἱ Ἰταλοὶ συμφωνοῦντος τοῦ ἐπισκό­που· μοῦ ἔρχεται ν᾽ ἀνεβῶ πάλι στὸν ἄμ­βωνα… –Ὄχι, παιδάκι μου, λέει, ὄχι – αὐτὸ μὲ ἔ­σωσε. Ἄκουσε κ᾽ ἐμένα ποὺ εἶμαι γέρος 60 χρο­­νῶν. Εἶδες τί κάνουν τὰ σπουργιτάκια ὅταν φυσάῃ ἄνεμος σφοδρός; πᾶνε καὶ κρύβονται σὲ κάτι τρύπες μέσ᾽ στὰ βράχια· μένουν ἐκεῖ καὶ περιμένουν πότε θὰ κοπάσῃ ἡ θύελλα, καὶ τότε βγαίνουν πάλι ἔξω. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας· «Ἀποκρύβηθι μικρὸν ὅσον ὅσον, ἕως ἂν παρέλθῃ ἡ ὀργὴ Κυρίου» (Ἠσ. 26,20). Κρύψου, σπουργιτάκι μου, μέχρι νὰ περάσῃ ἡ μεγάλη θύελλα, καὶ τότε νὰ ξαναβγῇς. Κράτα· σὲ χρειάζεται ἡ ἐκκλησία καὶ ἡ πατρίδα, μὴν κάνῃς τέτοιο διάβημα, θὰ σὲ γραπώσουν καὶ θὰ σὲ ἀποτελειώσουν…
Τὸν ἄκουσα. Πέρασαν ἀπὸ τότε 25 χρόνια. Μετὰ τὸ 1967 ἦρθαν στὴ Φλώρινα ἐκδρομὴ μ᾽ ἕνα πούλμαν σπουδάστριες τῆς Ἀκαδημί­­­ας Ἰ­ωαννίνων. Μία ἀπ᾽ αὐτὲς πλησι­άζει καὶ μοῦ λέει· –Μοῦ εἶπε ὁ παπποῦς μου νὰ ἔρ­θω νὰ σᾶς βρῶ. –Ποιός εἶνε ὁ παπποῦς σου; –Ὁ παπα-Γιώργης τοῦ Ἀρχιμανδρείου. –Εἶσαι ἐγ­γονή του; –Ναί. Μᾶς τὸ λέει πάντα, ὅτι σᾶς βρῆ­κε ἐκεῖνα τὰ χρόνια στὸ δρόμο καὶ σᾶς εἶπε τὰ λόγια «Ἀποκρύβηθι μικρὸν ὅσον ὅσον…».
Ἀπὸ τὴ συμβουλὴ ἑνὸς πνευματικοῦ πατρὸς βοηθήθηκα καὶ συνέχισα τὴ διδασκαλία.
⃝ Ἀπ᾽ ὅσα ἔζησα στὴν Κοζάνη θὰ πῶ μόνο ἕ­να στιγμιότυ­πο. Τὸ 1944 πρὶν τὴ Μεγάλη Ἑβδο­μάδα εἶχα κατεβῆ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ παίρνω ἕνα γράμμα· Μὴν πατήσῃς στὴν Κοζάνη, καί­γεσαι! Τί νὰ κάνω; Καθὼς περπα­τοῦσα στὴν προκυμαία συναντῶ ἕναν ἁπλοϊ­κὸ ἄνθρω­πο. –Σκέπτομαι, λέω, νὰ καθήσω ἐδῶ, νὰ μὴν πάω στὴν Κοζάνη. –Ἄ ὄχι, μοῦ λέει, θὰ πᾷς. –Μὰ κοίτα τί μοῦ γράφουν ἐδῶ. –Πρέπει νὰ πᾷς, λέει. Στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γράφει, ὅτι ἡ ζωή μας εἶνε 12 ὧρες (βλ. Ἰω. 11,9)· μὴν προσθέσῃς ἐσὺ ἄλλη, δεκάτη τρίτη ὥρα στὴ ζωή σου προδίδοντας τὸ χρέος σου. Νὰ πᾷς στὸ καθῆκον, κι ὁ Θεὸς θά ᾽νε μαζί σου· καὶ ἂν θέ᾽ς διάβασε τὸ βιβλίο «Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου» (βλ. π. Αὐγουστίνου Μύρου, Ἡ ἀντίστασι τῆς ἀγάπης, Κοζάνη 20143, σσ. 293-4).
Ὁ ταπεινὸς αὐτὸς ἄν­θρωπος μοῦ ὑπέδειξε τὸ δρόμο καὶ μὲ ἐνίσχυσε νὰ τὸν βαδίσω.
Πάω κατόπιν στὰ Γρεβενά. Ἐκεῖ ἦταν ἡ μεγάλη ἀ­πογοήτευσι· ἄγνοια, δεισιδαιμονία, ἀδιαφο­ρία· ἄνθρωπος δὲν πατοῦσε στὴν ἐκκλησία. Θεέ μου, δός μου θάρρος! Ἀρ­χίζω νὰ περιοδεύω ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό· ἡ ἴδια κατάστασι. Περπατώντας τότε ὁλομόναχος σ᾽ ἕ­ναν ὀρει­νὸ δρόμο, πρὸς τὰ ψηλὰ τῆς Πίνδου, συναντῶ ἕνα τσοπᾶνο. –Μοῦ δείχνεις, λέω, πῶς νὰ πάω στὸ τάδε χωριό; –Νὰ σοῦ δείξω, παππούλη· ἀ­πὸ ἐκεῖ πάω κ᾽ ἐγώ. Περπατούσα­με μιὰ ὥρα μέσ᾽ στὸ δάσος. Πάνω στὴν κου­βέντα τοῦ λέω· –Διαβάζεις Εὐαγγέλιο; –Διαβάζω· ἀλλὰ προχθές, ἐκεῖ πού ᾽μου­να σ᾽ ἕνα χωριό, ἔ­πεσε στὰ χέρια μου ἕνα φυλ­λάδιο (Ἐ­μέ­να ἐν­νοεῖται δὲν μὲ ἤξερε, οὔτε τοῦ εἶπα ποιός εἶ­μαι). –Ποιό φυλλάδιο; λέω. –Μία «Σπίθα»· τὴ διάβαζα ὅλη νύχτα κ᾽ εὐχαριστήθηκα (Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ μέσα στὴν Ἀθήνα μοῦ σκίζανε τὶς «Σπίθες», βάζανε φωτιὰ καὶ τὶς καί­γανε. Δὲν τοῦ εἶπα βέβαια πὼς ἐγὼ γράφω τὴ «Σπίθα»). –Καταλαβαίνεις τίποτα ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ δια­βάζεις; τὸ ρωτάω. Κι ἀρχίζει λοιπόν, ἐκεῖ μέσ᾽ στὸ δάσος, καὶ ἐπὶ μισὴ ὥρα μοῦ ἔλεγε ὁλόκληρη τὴ «Σπίθα» ἀπ᾽ ἔξω.
Τί μυστήρια, Θεέ μου, λέω· ἀξίζει κανεὶς νὰ γράφῃ! Δὲν τὸ περίμενα. «Ἰδὼν δὲ τὸν ἀδελφὸν αὐτὸν ἔλαβα θάρρος». Τράβα, Αὐγουστῖ­νε, τὸ δρόμο σου, εἶπα, μὴν ἀπογοητεύεσαι.
Κάποτε κατέληξα στὴν Ἀθήνα (τὸ 1951), ἄ­γνωστος ἐν μέσῳ τῶν ἀγνώστων. Ἀρκετὰ ἀρ­γότερα λοιπόν, γύρω στὸ 1962, ὅταν τελειώνα­­με τὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζωοδόχου Πηγῆς 44, περπατοῦσα μιὰ μέρα στενοχωρημένος κά­­που πρὸς τὴν ὁδὸν Ἑρμοῦ. Μὲ πλησι­άζει κάποιος ἐκεῖ καὶ μοῦ λέει· –Πάτερ, ἐγὼ εἶμαι οἰκοδό­μος καὶ ἔρχομαι στὰ κηρύγματά σου. Βλέπω ὅ­τι σὲ λίγο ἡ αἴ­θουσα τελειώνει. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν νὰ γράψῃς ἐκεῖ ἕνα ῥητό. –Ποιό ρητό; λέω. Χτίστης τώρα αὐτός, μοῦ λέει· –Γράψε ἀ­πὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὰ λό­για «Ἕως τοῦ θανάτου ἀ­γώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σοφ. Σειρ. 4,28).

* * *

Ὀφείλω, ἀγαπητοί μου, νὰ εὐχαριστήσω τὸ Θεό. Ἐργάζομαι 35 περίπου χρόνια στὴν πατρί­δα μου. Ὁ Κύριος δὲν μὲ στέρησε τῆς θείας του βοηθείας. Τὸν δοξάζω ἐκ βάθους καρδίας. Εὐχαριστῶ ὅμως καὶ τοὺς Χριστι­ανοὺς ὅλων τῶν πόλεων καὶ τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ μοῦ συμπαραστάθηκαν. Ἂν σήμερα ὑπάρχω ὡς ἱε­ροκήρυκας καὶ ἐπίσκοπος, τὸ ὀφείλω σ᾽ ἐσᾶς· τὸ πιστεύω ἀκραδάντως. Τὸ 1964 κινδύνευσα· μὲ εἶχαν διαγράψει, περίμεναν ν᾽ ἀποθάνω νὰ μὲ σαβανώσουν. Ἐὰν ἔζησα καὶ εἶμαι ἐπίσκοπος, τὸ ὀφείλω στὶς προσευχές σας· σεῖς μὲ κρατήσατε στὴ ζωή. Ἕνας σοφὸς ἔλεγε· Δός μου ἕναν κήρυκα ποὺ πίσω του νὰ προσεύχων­­ται ἑκατὸ ἄνθρωποι, κι αὐτὸς θὰ ἔχῃ εὐλογία. Ἐσεῖς εἶστε τὰ φτερά μου, ἐσεῖς μὲ βοηθήσατε. Γι᾽ αὐτὸ χίλια εὐχαριστῶ στὴν ἀγάπη καὶ στὴν σταθερὰ συμπαράστασί σας.
Κάποιος μοῦ φωνάζει· «Πάντα κοντά σου θὰ ᾽μαστε!». Μὴ τὸ λέτε αὐτό. Γιατὶ οἱ Χριστι­ανοί, ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴ ῾Ρώμη καὶ προϋπάν­τησαν τὸν ἁλυσόδετο ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν ὁ Νέρων ἔτριξε τὰ δόντια, κανείς δὲν πά­τησε στὴ φυλακή, κ᾽ ἔμεινε ὁ Παῦλος μόνος! Κ᾽ ἐ­σεῖς μὴν καυχᾶσθε, γιατὶ θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ κ᾽ ἐσεῖς οἱ θαρραλέοι μπορεῖ νὰ ἐγκαταλείψετε τοὺς ἐργάτες τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Πέτρος ἔλεγε, Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σ᾽ ἀκολουθήσω μέχρι θανάτου, ἀλλὰ τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας ἀρνήθηκε.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης βραδινῆς ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζ. Πηγῆς 44 Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 30-6-1968 τὸ βράδυ.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.