Αυγουστίνος Καντιώτης



Στενοχωρουμεθα, ὑποφερουμε, καταβαλλομεθα; Μας δερνει ο ανεμος της φτωχειας, η θυελλα της αδικιας, η καταιγιδα της αρρωστιας; Μας δερνει ο τυφωνας της συκοφαντιας, ο κυκλωνας του διωγμου; «Το δε πλοιον ηδη μεσον της θαλασσης ην, βασανιζομενον υπο των κυματων· ην γαρ εναντιος ο ανεμος» (Ματθ. 14,24). Να μη χασουμε το θαρρος μας. Ο Χριστος θα φερει τη γαληνη, αν του το ζητησουμε με πιστι & εχουμε μετανοια

date Αυγ 17th, 2019 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2216

Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,22-34)
18 Αὐγούστου 2019
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ο Χριστος φερνει τη γαληνη

«Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος» (Ματθ. 14,32)

Πιασε τον Σταυρο ist

Ὁ κίνδυνος στὴ ζωὴ αὐτή, ἀγαπητοί μου, ἐλλοχεύει παν­τοῦ. Τὸ ζοῦμε καθημερι­νῶς. Κινδυνεύουμε σωματικῶς, κινδυνεύουμε καὶ ψυχικῶς. Κινδυνεύει τὸ σῶμα ἀπὸ γνω­στὲς καὶ ἄγνωστες, αἰσθητὲς καὶ ἀνεπαίσθητες ἀπειλές· ἀπειλεῖται ἡ ὑγεία, ἡ ἀσφάλεια, ἡ ἀρτιμέλεια, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ζωή μας.
Κινδυνεύει ὅμως καὶ ἡ ψυχή μας ἀπὸ ποικί­λες προσβολές· ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τοὺς δαί­μονες, ἀπὸ κακοὺς ἀν­θρώπους καὶ τὸν ἁ­μαρτωλὸ κόσμο ἐν γένει, μὰ καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν πα­λαιὸ ἑαυτό μας μὲ ὅλα του τὰ πάθη, τὶς ἀδυνα­μίες του καὶ τὶς κακὲς συνήθειές του. Θέλγη­τρα καὶ φόβητρα τριγύρω, ζιζάνια καὶ τριβό­λια στὴ συμβίωσι, πλά­νες καὶ ἀλλοιώσεις στὸ φρόνημα, ἐξασθένησι καὶ παράλυσι στὴ διάθεσι, παγίδες καὶ γλιστρήματα στὴν πορεία.
Ἡ αἴσθησι τοῦ κινδύνου μερικὲς φορὲς ἐν­τείνεται καὶ κάποιες στιγμὲς κορυφώνεται. Καὶ τότε, παρὰ τὴν ἰδέα ποὺ εἴχαμε γιὰ τὸν ἑ­αυτό μας, φαίνεται στὴν πρᾶξι πόσο μικρὲς εἶ­νε οἱ δυνά­μεις μας. Λίγοι ἄνθρωποι τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας ἀποδεικνύονται γενναῖοι καὶ μένουν ἀκλόνητοι. Οἱ περισ­σότεροι –κακὰ τὰ ψέματα– καμπτόμεθα, χάνουμε τὸ θάρρος, ὀ­λιγοπιστοῦμε, σαστίζουμε, δὲν ἐλέγχου­με τὶς ἀντιδράσεις μας, δὲν ξέρουμε τί λέμε καὶ τί κάνουμε. Δὲν ὁμιλοῦμε ἐδῶ γιὰ ἀπίστους.
Καὶ μεταξὺ τῶν θεωρουμένων πιστῶν πολλοὶ δυστυ­χῶς στὴν δεδομένη δύσκολη στι­γμὴ ὀλιγοπιστοῦν καὶ παραφέρονται· μερικοὶ κλαῖ­νε καὶ παραπονοῦνται στὸ Θεό, ἄλλοι δυσανασχε­τοῦν καὶ γογγύζουν στὸν Κύριο ὅπως οἱ Ἑ­βραῖοι στὴν ἔρημο, ἄλλοι ἀνοίγουν τὸ βρωμε­ρό τους στόμα, ὑβρίζουν τὰ θεῖα καὶ βλασφημοῦν χυδαῖα. Καὶ κάποιοι –ποὺ ἴσως ζητοῦσαν ἀ­φορμή– καταντοῦν σὲ ἀπιστία καὶ ἀ­θεΐα· εἶνε ὅμως ἀδικαιολόγητοι.
Ὅλοι πάντως οἱ κίνδυνοι, ὅλες οἱ ἀπειλὲς καὶ ὅλες οἱ δοκιμασίες, ὅλα εἶνε ἐν γνώσει τοῦ Θεοῦ· τίποτα δὲν συμβαίνει ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ Κυρίου, τίποτα δὲν διαφεύγει ἀπὸ τὸ μάτι του. Αὐτὸ τὸ εἴδαμε καθαρὰ καὶ στὴ σημερινὴ περικοπὴ τοῦ εὐαγγελίου.
Σὲ θανάσιμο κίνδυνο βρέθηκαν οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τὴν ὥρα τοῦ κινδύνου ἐ­πεμβαίνει ὁ ἴδιος καὶ τοὺς σῴζει. Ποιός ἦταν ὁ κίνδυνος καὶ πῶς τοὺς ἔσωσε ὁ Κύριος;

* * *

Α΄. Οἱ ἀπόστολοι, ἀγαπητοί μου, βρίσκον­ται στὴν παραλία τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ ποὺ εἶνε ἀ­πέ­ναν­τι ἀπὸ τὴν Καπερναούμ. Ἔχει προηγη­­­θῆ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρ­­των γιὰ τοὺς πεντακισχιλίους ἄνδρες. Καὶ τώ­ρα ὁ Χριστὸς δίνει ἐντολὴ στοὺς μαθητάς του νὰ ἐπιβιβασθοῦν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ νὰ ἐ­πιστρέ­ψουν στὴν Καπερναούμ, μέχρις ὅ­του ἐκεῖνος ἀπολύσῃ τὸ πλῆθος. Ὑπακούουν, μπαί­νουν στὸ καΐκι καὶ ξεκινοῦν μὲ καλὸ καιρό, ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀνεβαίνει στὸ ὄρος νὰ προσ­ευχηθῇ μόνος κατὰ τὴ συνήθειά του.
Οἱ μαθηταὶ ταξιδεύουν καὶ ἡ νύχτα σιγὰ – σιγὰ πέφτει. Ὅταν φτάνουν στὴ μέση περίπου τῆς ἀποστάσεως, τὸ σκοτάδι εἶνε πυκνό. Με­τὰ τὰ μεσάνυχτα ὅμως ὁ καιρὸς ἀλλάζει· ἀρ­χίζει ἀέρας δυνατὸς καὶ ἀντίθετος πρὸς τὴν πορεία τους, ποὺ σηκώνει κύματα πολὺ μεγά­λα. Τὸ μικρὸ σκάφος ὄχι μόνο βασανίζεται ἀλ­λὰ καὶ κινδυνεύει σοβαρά. Οἱ ἐπιβά­τες, παρ᾽ ὅλο ποὺ ξέρουν ἀπὸ θάλασσα καὶ φουρτοῦ­νες, αὐτὴ τὴ φορὰ νιώθουν ἀγωνία· θὰ φτάσουν ἆραγε ζωντανοὶ στὸ λιμάνι;
Καὶ νὰ σκεφτῇ κανεὶς ὅτι τὸ πλήρωμα αὐ­τοῦ τοῦ μικροῦ πλοίου εἶνε ὅλοι οἱ διαλεχτοὶ συνεργάτες τοῦ Χριστοῦ, τὰ πολύτιμα στελέ­χη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ θὰ ἱδρύσῃ. Καὶ τώρα κιν­δυνεύουν νὰ χαθοῦν ὅλοι. Ποῦ εἶ­νε λοι­πὸν τὴν ὥρα αὐτὴ ὁ Κύριος; Τώρα ἀκρι­βῶς τὸν χρειάζονται. Τοὺς ἄφησε, τοὺς ξέχασε;
Στὴν περιπέτεια αὐτή, ἀδελφοί μου, βλέπω ζωγραφισμένη καὶ ὅλη τὴ δική μας ζωή. Ταξιδιῶτες κ᾽ ἐμεῖς στὸ πέλαγος τοῦ κόσμου, ἐ­πάνω στὸ πλοῖο τῆς Ἐκ­κλησίας, μὲ κατεύθυν­σι καὶ προορισμὸ τὸν οὐρανό. Ἀλλὰ τὸ ταξίδι μας, εἴτε στὴν προσωπική μας ζωὴ τοῦ καθε­νὸς εἴτε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς συν­­όλου, δὲν ἔχει πάντοτε νηνεμία καὶ καλωσύνη· συχνὰ συναντᾷ τρικυμίες καὶ ταλαιπωρίες, ὑφάλους καὶ σκοπέλους. Οἱ ἄνεμοι καὶ τὰ κύματα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν διωγμῶν ἀπειλοῦν νὰ μᾶς καταπιοῦν.
Στενοχωρούμεθα, ὑποφέρουμε, καταβαλλόμεθα. Ἄλλοτε μᾶς δέρνει ὁ ἄνεμος τῆς φτώ­χειας, ἄλλοτε ἡ θύελλα τῆς ἀδικίας, ἄλλοτε ἡ καταιγίδα τῆς ἀρρώστιας ἢ τῆς ἀνιάτου ἀσθενείας, ἄλλοτε ὁ τυφώνας τῆς συκοφαντίας, ἄλ­λοτε ὁ κυκλώνας τοῦ διωγμοῦ. «Τὸ δὲ πλοῖ­ον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος» (Ματθ. 14,24). Μείναμε λοιπὸν μόνοι καὶ ἀβοήθητοι στὶς συμφορὲς τοῦ βίου; Ἀλλοίμονο!…
Ἂς ξαναγυ­ρίσουμε στοὺς μαθητὰς τοῦ Χρι­­στοῦ, νὰ δοῦ­με τὴ συνέχεια.
Β΄. Σὰν νὰ μὴν ἔφτανε ὁ κίνδυνος ναυ­αγίου, τοὺς βρίσκει τώρα ἄλλη λαχτάρα. Ξαφνι­­κά, ἐ­κεῖ μέσ᾽ στὸ σκοτάδι, βλέπουν τὸν Διδάσκαλό τους σὰν σκιὰ νὰ περπατάῃ πάνω στ᾽ ἀφρισμένα κύματα καὶ νὰ πλησιάζῃ. Μὰ πῶς εἶνε δυνα­­τὸν αὐτό; Κάτι ἄλλο συμβαίνει, κάτι κακό. Νομίζον­τας πὼς εἶ­νε φάντασμα, ταρά­ζον­ται καὶ τοὺς ξεφεύγουν φωνὲς τρόμου.
Εὐτυχῶς ὅμως, δὲν ἦταν φάντασμα· ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, καὶ ἐρχόταν νὰ τοὺς βοηθή­σῃ. «Θάρρος!», τοὺς φωνάζει, «ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβᾶ­στε» (ἔ.ἀ. 14,27). Ἐπὶ τέλους ἀνέπνευσαν.
Ὁ Πέτρος ξεθαρρεύει καὶ μιλάει· –Ἂν εἶσαι σύ, Κύριε, δός μου ἐντολὴ νὰ ᾽ρθῶ κον­­τά σου πατώντας κ᾽ ἐγὼ πάνω στὰ νερά. –Ἔλα, λέ­ει ὁ Χριστός. Κι αὐτός, λὲς καὶ ἡ θάλασσα ἔγινε ξηρά, βαδίζει πράγματι γιὰ λίγο πάνω στὰ κύματα. Ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμὴ βλέ­πει δυνατὸ τὸν ἄνεμο, χάνει τὴν πίστι του κι ἀρ­χίζει νὰ βουλιά­ζῃ. «Κύριε, σῶσόν με», φωνάζει. Ἀ­μέ­σως ὁ Χριστὸς ἁπλώνει τὸ χέρι καὶ τὸν πιάνει. «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» (ἔ.ἀ. 14,31), τοῦ λέει. Ἀ­νεβαίνουν τώρα στὸ πλοῖο κι ἀμέσως κοπάζει ὁ ἄνεμος «Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος» (ἔ.ἀ. 14,32).
Ὁ ἔλεγχος αὐτὸς τοῦ Κυρίου στὸν Πέτρο ἁρμόζει, ἀ­δελφοί μου, καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Γιατὶ κ᾽ ἐ­μεῖς ἔχουμε βέβαια κάποια πίστι, ἀλλὰ ἡ πίστι μας εἶνε λιγοστή. Εὔκολα τὰ χάνουμε. Ἀρκεῖ μιὰ ἀντιξοότητα, μία θλῖψις, μιὰ ἀδικία, μιὰ ἀ­ποτυχία, μιὰ ὁποιαδήποτε δοκιμασία ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, καὶ ἡ πίστι μας ἐξασθενεῖ, παραλύει· βουλιάζουμε, πνιγόμαστε. Λησμονοῦ­με, ὅτι δὲν εἴμαστε μόνοι στὸν κόσμο. Λησμο­νοῦμε τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς μας, τὰ θαύματα ποὺ ἔχουμε δεῖ. Στὶς δυσκολίες δὲν ἔ­χουμε ἀντοχή· ὅλα σκοτεινιάζουν, φαίνονται μαῦρα, καμμία ἀκτίνα φωτὸς δὲν λάμπει.
Εἴμαστε ἀδύναμοι στὴν πίστι. Ἔτσι ἔνιωσαν κάποτε στὴν ἀρχὴ κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ ἅγιοι ἀ­πόστολοι, ποὺ ἦταν συνεχῶς κοντὰ στὸ Χριστὸ κ᾽ ἔβλεπαν κάθε μέρα τὰ θαύματά του· καὶ τότε εἶπαν στὸν Κύριο· «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν», πρόσθεσέ μας, δός κι ἄλλη πίστι (Λουκ. 17,5). Αὐτὸ ἂς ζητήσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Γιατὶ ἡ πίστι εἶνε ἀπαραίτητη. Εἶνε σὰν τὴν πυξίδα στὸ πλοῖο. Χωρὶς πυξίδα δὲν ταξιδεύει ὁ ναυτικός, καὶ χωρὶς πίστι δὲν ζῇ ὁ Χριστιανός.

* * *

Εἴδαμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι μόλις ὁ Χριστὸς πάτησε τὰ ἅγια πόδια του ἐπάνω στὸ πλοῖο, ὅλα ἡσύχασαν, καὶ ὁ ἄνεμος καὶ τὰ κύματα, καὶ ἔγινε παντοῦ γαλήνη. Καὶ ἄλλοτε ἐπίσης σὲ τρικυμία εἶχε ἐπιτιμήσει τοὺς ἀνέμους καὶ τὴ θάλασσα «καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη» (ἔ.ἀ. 8,26).
Ἡ γαλήνη, ἡ εἰρήνη, ἡ ἠρεμία εἶνε τὸ χαρακτηριστι­κὸ γνώρισμα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ τόσο στὸν φυσικὸ κόσμο ὅσο καὶ στὸν ψυχικὸ κόσμο τοῦ ἀν­θρώ­που. Πρὸ τῆς πτώσεως τῶν πρω­τοπλάστων αὐτὸ ἦταν τὸ κλῖμα ποὺ ἐ­πικρατοῦσε στὸν παράδεισο. Καὶ μετὰ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἵδρυσι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ εἶνε τὸ χαρα­κτη­ριστικὸ τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἁμαρτία, ποὺ προκάλεσε ὁ διάβολος, ἐτάραξε τὴ γαλήνη τοῦ παραδείσου καὶ ταρά­ζει ἀκόμη τὴν εἰρήνη στὴ ζωὴ τῶν ἀν­θρώπων.
Ἀνελεύθερα πάθη, κακὲς ἐπιθυμίες, πονηροὶ διαλογισμοὶ ἀναστατώνουν τὴν ἐσωτερι­κὴ ζωὴ τῆς ψυχῆς· καὶ ἐγκληματικὲς πράξεις, ἀ­πὸ τὰ μικροπταίσματα μέχρι τοὺς ὀλεθρίους πολέμους, ταράζουν τὶς ἀνθρώπινες κοινωνί­ες. Ἡ ταρα­χὴ εἶνε γνώρισμα τῆς ἐνεργείας τοῦ πονηροῦ πνεύματος.
Ὁ Χριστὸς ἔχει τὴ δύναμι νὰ διώχνῃ τὰ πονηρὰ πνεύματα· ἐκεῖνος φέρνει τὴ γαλήνη του καὶ τὴ χαρίζει στὸν καθένα ποὺ τὸν προσκαλεῖ κον­τά του καὶ στὴ ζωή του. Κάθε φορὰ λοι­πὸν ποὺ εἴμαστε ταραγμένοι, θλιμμένοι, συγχυ­σμένοι, ἀπελπισμένοι, ἂς καλοῦμε κοντά μας τὸ Χριστό. Καὶ ὅπως γαλήνευσε τότε τὴν τρικυμία, θὰ φέρῃ καὶ σ᾽ ἐμᾶς, στὴν ψυχὴ καὶ στὴ ζωή μας, τὴν ποθητὴ εἰρήνη καὶ γαλήνη, ποὺ μόνο αὐτὸς χορηγεῖ· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 14-8-1938.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.