Αυγουστίνος Καντιώτης



1917: Εισβολη ξενων ηθων. 2) Δυναμικη διαμαρτυρια γυναικων της Κατερινης του 1961 για το πορνειο που βρισκονταν αναμεσα απο την εκκλησια, το σχολειο και διπλα στα σπιτια τους. Ο δικηγορος που αγορευε υπερ του πορνειου, στο ακουσμα οτι στην εφεση των αθωων γυναικων που καταδικαστηκαν θα είναι μαρτυρας υπερασπισεως ο πατηρ Αυγουστινος Καντιωτης συγκλονισθηκε και παρατηθηκε απο την υποθεση (Απο το βιβλιο «ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ»)

date Νοέ 3rd, 2020 | filed Filed under: ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ

«ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ», (3ο απόσπασμα)
Βιβλίου γραμμένο ἀπὸ τὸν θεολόγο Λάζαρο Τσακιρίδη

Εισβολη ξενων ηθων

Περασμα αγγελου intΤὸ 1917, ἐνῶ συνεχιζόταν ὁ πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος, πέρασαν καὶ ἀπὸ τὴν πόλη μας ἀγγλογαλλικὰ στρατεύματα τὰ ὁποία ἦταν συνηθισμένα στὴν ἀκολασία καὶ στὶς ἡδονές. Ἡ διοίκηση ὑποχωρώντας στὶς πιέσεις τῶν ξένων ἐπέτρεψε νὰ ἱδρυθεῖ στὴν πόλη τὸ πρῶτο διεθνὲς πορνεῖο (διαφθορεῖο) γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦνται οἱ ξένοι στρατιῶτες. Ὅμως αὐτό, ἀντὶ γιὰ προσωρινὸ ἔγινε μόνιμο καὶ ἄρχισε νὰ ἐνισχύεται, νὰ ἐπεκτείνεται καὶ νὰ ἁπλώνει τὰ δίχτυα του παρασύροντας τοὺς ἀδυνάτους καὶ προκαλώντας τὸ ἠθικὸ αἴσθημα τοῦ λαοῦ. Ἡ κοινὴ γνώμη ἀγανάκτησε καὶ ξεσηκώθηκε.
Διάφορες ὁμάδες τοῦ λαοῦ ἐνεργοποιήθηκαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς νὰ κλείσουν τὸ πορνεῖο. Ὅμως οἱ ἀρχὲς κώφευαν ὅπως συνήθως. Τὸ πορνεῖο λειτουργοῦσε καὶ οἱ δυστυχισμένες γυναῖκες ἐξακολουθοῦσαν νὰ πουλᾶνε τὴ σάρκα τους.
Τότε ἑκατοντάδες ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ξέσπασαν σὲ διαδήλωση καὶ ὅρμησαν νὰ καταργήσουν οἱ ἴδιοι τὸ διαφθορεῖο. Μπροστὰ στὴν ὁρμητικότητα τοῦ λαοῦ αἰφνιδιάστηκαν οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ ἐξουσίες.
Ὅ λαὸς τότε κυρίαρχος τὴς καταστάσεως εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ καταστρέψει τὰ πάντα. Ὅμως ἡ εὐγένεια τοῦ λαοῦ φάνηκε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καμμία ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλὲς γυναῖκες δὲν κακοποιήθηκε καὶ δὲν πειράχθηκε. Σκοπὸς ἦταν νὰ κλείσει τὸ διαφθορεῖο καὶ ὄχι ἡ ἐξόντωση τῶν ἐνόχων.
Οἱ ἁμαρτωλὲς γυναῖκες ἐγκατέλειψαν τὸ διαφθορεῖο καὶ ἔφυγαν. Ἔφυγαν καὶ οἱ πελάτες του.
Τὸ οἴκημα τῆς ἁμαρτίας σὲ λίγη ὥρα κατεδαφίστηκε μεθοδικὰ ἀπὸ τὸ δυναμικὸ ἐκεῖνο πλῆθος. Ὅμως τὴν ἡγετικὴ καὶ νομικὴ εὐθύνη τὴν ἀνέλαβε παλικαρίσια ὁ Μητροπολίτης Παρθένιος Βαρδάκας. Γιʼ αὐτὸν τὸ λόγο καὶ οἱ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες βρέθηκαν σὲ ἀμηχανία καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντιδράσουν καὶ νὰ τιμωρήσουν κανέναν.
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχὲς ποὺ κώφευαν στὴν ἀρχὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν μὲ τὸ κοινὸ αἴσθημα. Καὶ τὸ πορνεῖο ἐκεῖνο καταργήθηκε.

Τὸ 1961

Τὰ χρόνια περνοῦν. Γενεὰ περνάει καὶ γενεὰ ἔρχεται. Οἱ παραδόσεις λησμονοῦνται. Τὰ ἤθη χαλαρώνουν. Αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἀδύναμη ἀνθρώπινη φύση ἀλλὰ καὶ στὴν ἀδιαφορία τῶν ἐξουσιαστῶν πού, ἐκτὸς ἀπὸ φωτεινὲς ἐξαιρέσεις λαμπρῶν ἡγετῶν, συνήθως ἀντὶ νὰ εἶναι θεματοφύλακες τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, νοιάζονται μόνο γιὰ τὴν ἐξουσία καὶ τὴ διπλωματία καὶ ἀδιαφοροῦν ὅταν ἀνοίγουν οἱ πύλες γιὰ νὰ μποῦν τὰ βάρβαρα ἤθη.

Ὁ ὑποφαινόμενος ἀπὸ τὸ 1959 μέχρι τὸ 1964 ὑπηρετοῦσα ὡς λαϊκὸς ἱεροκήρυκας Ἀποστολικῆς Δικαονίας στὴν ἱερὰ Μητρόπολη Κίτρους καῖ Κατερίνης. Παράλληλα μὲ τὰ ἄλλα καθήκοντά μου διηύθυνα καὶ τὸ Πνευματικὸ Ἐκκλησιαστικὸ Κέντρο τοῦ Ἁγίου Φωτίου Κατερίνης τὸ ὁποῖο βρισκόταν ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Δικαστήριο τῆς πόλεως. Στὶς ἐλεύθερες ὥρες μου παρακολουθοῦσα πάρα πολλὲς δίκες, ἐπειδὴ ἀπὸ τότε ἀκόμη εἶχα τὴ γνώμη ὅτι τὸ δικαστήριο εἶναι κι αὐτὸ ἕνα μεγάλο σχολεῖο καὶ φέρνει μπροστά μας πολύμορφους καθρέπτες τῆς κοινωνίας.
Πόσες κοινωνικὲς εἰκόνες περνοῦν κάθε μέρα ἀπὸ τὰ δικαστήρια!
Τὸ ἄδικο σὰν ἀφρισμένο κῦμα κυριαρχεῖ ἤ κτυπιέται. Ἡ κραυγὴ τῶν ἀντιδίκων εἶναι μιὰ ἀτέλειωτη τραγικότητα. Οἱ ἀπάτες τῶν κομπιναδόρων καὶ οἱ κατασχέσεις περιουσιῶν, τὰ διαζύγια, οἱ διαλύσεις οἰκογενειῶν, οἱ ἀνθρωποκτονίες, δείχνουν τὶς εἰκόνες τῆς γήινης κόλασης.
Πολλὰ μπορεῖ νᾶ διδαχθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὶς δίκες ὅταν τὶς παρακολουθεῖ μὲ σοβαρότητα καὶ εὐαισθησία.

* * *

Στὶς 28-4-1961 ἐνῶ παρακολουθοῦσα διάφορες διαδιχικὲς δίκες εἶδα ἔξαφνα καὶ ἀρκετὲς γυναῖκες μὲ ἐξαίρετο ἦθος, γυναῖκες τοῦ λαοῦ νοικοκυρὲς νὰ κάθονται στὸ ἐδώλιο τοῦ κατηγορουμένου.
Ἡ ἐμφάνισή τους ἦταν ἁπλὴ καὶ σεμνὴ χωρὶς πλούσια ἀριστοκρατικὰ ροῦχα. Τὰ χέρια τους ἦταν ροζιασμένα ἀπὸ τὴ βιοπάλη. Δὲν εἶχαν νομικὲς γνώσεις. Πρώτη φορὰ ὁδηγήθηκαν στὸ δικαστήριο.
Ἦταν καθισμένες στὸ ἐδώλιο καὶ πάνω τους ἔπεφταν τὰ ἀυστηρὰ καὶ σκληρὰ βλέμματα τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν, λὲς καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τὶς δώσουν ἕνα κτύπημα γιὰ νὰ μὴ ξανατολμήσουν νὰ σηκώσουν κεφάλι.
Κατηγορήθηκαν ὅτι ἐπέδραμαν καὶ ἔθραυσαν τοὺς ὑαλοπίνακας (τζαμαρίες) ξένου οἰκήματος καὶ προκάλεσαν φθορὰν ξένης ἰδιοκτησίας.
Μία γυναίκα κατήγορος, ἡ ἰδιοκτήτρια τῶν σπασμένων Ὑαλοπινάκων, περιέγραψε μονόπλευρα τὴν πράξη τους ποὺ τῆς προκάλεσαν φθορὰ τῆς τζαμαρίας της ἐνὼ αὐτὴ ἀγωνίζεται νὰ βγάλει τὸ ψωμί της.
Ὁ ἀκροατὴς νόμιζε ὅτι αὐτὲς χωρὶς καμμιὰ αἰτία κινούμενες ἀπὸ ἐμπάθεια παράλογη ὅρμησαν αὐθαίρετα καὶ ἔσπασαν τὰ τζάμια της.
Ἡ ἰδιοκτήτρια τοῦ σπιτιοῦ καὶ μηνύτρια παρουσιαζόταν σὰν τὸ καἡμένο ἀνυπεράσπιστο θῦμα.
Βέβαια ἡ μηνύτρια δὲν εἶχε μαζί της μάρτυρες κατηγορίας ἐπειδὴ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν πῆγε νὰ καταθέσει ἐναντίον αὐτῶν τῶν γυναικῶν.
Ἀλλὰ καὶ οἱ κατηγορούμενες γυναῖκες δὲν εἶχαν μάρτυρες ὑπερασπίσεως.
Ἡ ἀκροαματικὴ διαδικασία στηρίχθηκε μόνο στὰ λόγια τῆς μηνύτριας καὶ οἱ κατηγορούμενες καταδικάσθηκαν σὲ ποινὴ ἐφέσιμο.
Κατὰ τὴν ἀκροαματικὴ διαδικασία ἀποδείχτηκε ὅτι ἡ μηνύτρια δὲν ἦταν ἀνυπεράσπιστο θῦμα βανδαλισμῶν. Διατηροῦσε σπίτι ἁμαρτωλὸ ὅπου γύρω του ξεφύτρωναν καὶ ἄλλα παρακλάδια παρομοίων σπιτιῶν.
Ὁ δυναμικὸς ἱερέας τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους παπά Θωμᾶς Τσουλιᾶς τοῦ συνοικισμοῦ Σταθμοῦ Κατερίνης γιὰ πολλὲς μέρες μαζὶ μὲ ἐπιτροπὲς τοῦ ἁγνοῦ λεβέντικου λαοῦ του ἐπισκέπτονταν ἀκούραστα τὶς ἀρχὲς καὶ τοὺς ἁρμοδίους καὶ παρακαλοῦσαν εὐγενικὰ καὶ πειθαρχικὰ νὰ κλείσουν τὰ σπίτια τῆς ἁμαρτίας. Ὅμως οἱ ἁρμόδιοι ἀπαντοῦσαν:
– «Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κλείσουμε γιατὶ τὰ ἐπιτρέπει ὁ νόμος». Ὅμως οἱ ἁρμόδιοι μιλοῦσαν διπλωματικά. Ὁ νόμος ἐπέτρεπε νὰ λειτουργοῦν τὰ σπίτια τῆς ἁμαρτίας ἐφʼ ὅσον δὲν ἀντιδροῦσαν οἱ κάτοικοι καὶ ἐφʼ ὅσον βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ ἐκκλησίες καὶ σχολεῖα.
Τὰ σπίτια τῆς ἁμαρτίας σʼ αὐτὴν τὴν περίπτωση λειτουργοῦσαν παράνομα κοντὰ σὲ ἐκκλησίες καὶ σὲ σχολεῖο, ἀλλὰ καὶ σὲ πεῖσμα τῆς ἀντιδράσεως καὶ τῆς ἀνησυχίας τοῦ λαοῦ. Ἀκόμη τὰ δυστυχισμένα ἐκεῖνα κορίτσια τῆς ἁμαρτίας ἐμφανίζονταν στὰ μπαλκόνια ἡμίγυμνα καὶ προκαλοῦσαν τὸν κόσμο.
Μὲ ἀδιάκριτο τρόπο ἔμπαιζαν καὶ τὰ παιδάκια τῆς γειτονιᾶς καὶ τὰ ἔστελναν γιὰ θελήματα ἀκόμη καὶ νὰ ἀγοράζουν προφυλακτικὰ καὶ τὰ δίδασκαν καὶ τὴ χρήση τους μὲ ἀδίστακτο τρόπο.
Καὶ τὸ χειρότερο ἦταν ὅτι διάφοροι ἐπισκέπτες τῆς ἀκολασίας κτυποῦσαν κατὰ λάθος ἄλλες πόρτες. Βέβαια ἀντιμετώπιζαν τὴν ἀνάλογη ἀντίδραση ποὺ τοὺς ἄξιζε.
Μιὰ μέρα μερικοὶ φαντάροι χωρὶς τάκτ ὁρμητικοὶ καὶ βιαστικοὶ μπῆκαν κατὰ λάθος σὲ μιὰ αὐλὴ οἰκογενείας καὶ ρώτησαν ἀδιάκριτα καὶ χονδροκομμένα.
– Ἐδῶ εἶναι τὸ μπουρ…
Καὶ ἀνέφεραν τὴν πιὸ χυδαία ὀνομασία τοῦ σπιτιοῦ τῆς ἁμαρτίας.
Τὴν ὥρα ἐκείνη στὴν αὐλὴ διάβαζε μιὰ μαθήτρια Γυμασίου 14 ἐτῶν. Αὐτὴ ἀμέσως ἔβγαλε μιὰ φωνὴ τρομαγμένη. Οἱ φαντάροι ἔφυγαν χωρὶς νὰ συνειδητοποιήσουν τὴ γκάφα τους. Ὅμως ἡ 14χρονη κόρη ταράχθηκε τόσο ποὺ χρειάστηκαν πολλὲς μέρες γιὰ νὰ συνέλθει.
Ὅλα αὐτὰ δὲν συγκινοῦσαν τὴν ἰδιοκτήτρια τοῦ πορνείου ἀλλὰ οὔτε καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς πόλεως. Ἡ ἰδιοκτήτρια τοῦ πορνείου στὶς ἀντιδράσεις τοῦ κόσμου ἀπαντοῦσε;
– «Τί μπορεῖτε νὰ μὲ κάνετε; Οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ ἁρμόδιοι εἶναι μαζί μου».
Βέβαια αὐτὴ ἴσως τὰ ὑπερέβαλε. Ὅμως αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ γίνονταν πιστευτὰ ἀπὸ τὸν ἁγνὸ καὶ ἀπονήρευτο ἐκεῖνον λαό, προκαλοῦσαν τὸ δημόσιο αἴσθημα καὶ κλόνιζαν σοβαρὰ τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὶς ἀρχὲς τῆς πόλεως καὶ στὴ δικαιοσύνη.
Τέλος ὅμως ἐκεῖνος ὁ ἀγνοημένος καὶ ποδοπατημένος λαὸς ξέσπασε σὲ διαδήλωση μπροστὰ στὰ πορνεῖα.
Γιατί ὅρμησε ἀπότομα; Τὸ ἀσυγκράτητο ἐρέθισμα τὸ προκάλεσε ἕνα γεγονός.
Μεγάλος ἀριθμὸς μαθητριῶν ἐξαταξίου Γυμνασίου περνοῦσαν ἀπὸ τὸν κεντρικὸ δρόμο μὲ τσάντες καὶ βιβλία καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὰ δύσκολα μαθήματά τους μὲ παιδικὸ αὐθορμητισμὸ μεγαλόφωνα.
Στὰ μπαλκόνια τοῦ μεγάλου διαφθορείου οἱ γυναῖκες τῶν ἐλευθερίων ἠθῶν, ἡμίγυμνες ποὺ κοιτοῦσαν κατάφατσα στὸν κεντρικὸ δρόμο, ἐρεθισμένες βέβαια καὶ ἀπὸ προηγούμενες ἀντιδράσεις τοῦ λαοῦ, βλέποντας τὶς μαθήτριες, ἄρχισαν νὰ τὶς προκαλοῦν μὲ τὰ ἐξῆς ἀδιάκριτα λόγια:
– «Τί χαζὲς ποὺ εἴσαστε καὶ μαθαίνετε γράμματα. Ἐλᾶτε ἐδῶ μαζί μας νὰ κερδίσετε λεφτὰ χωρὶς κόπο».
Εἶναι πιθανὸν καὶ οἱ ἁγνὲς μαθήτριες νὰ ἀντέδρασαν μὲ λόγια καὶ νὰ ἔγινε ἀνταλλαγὴ φιλοφρονήσεων.
Τὸ ἐπεισόδιο διαδόθηκε σὰν ἀστραπὴ καὶ ὅρμησαν πρώτα οἱ μάνες τῶν μαθητριῶν. Ἀκολούθησαν πολλὲς γυναῖκες καὶ ἄρχισε ἡ δυναμικὴ ἀναμέτρηση σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο τοῦ Συντάγματος 114.
Τὴν ὥρα τῆς διαδηλώσεως μέσα στὸ πορνεῖο βρέθηκε νὰ ἁμαρτάνει ἕνας σούπερ ἀξιοπρεπὴς ποὺ αἰφνιδιάστηκε. Ἀπὸ φόβο μὴν ἀποκαλυφθεῖ ἅρπαξε τὸ παντελόνι του καὶ ἔφυγε τρέχοντας, ἐπαναλαμβάνοντας τὶς λέξεις, «Παναγίτσα μου, Παναγίτσα μου».
Ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ καταγγελία ἐναντίον ἀρκετῶν γυναικῶν μὲ τὴν κατηγορία φθορᾶς ξένης περιουσίας.
Ἡ κατηγορία δὲν ἔλεγε τίποτε γιὰ τὴ φθορὰ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν ποὺ μολύνονταν, γιὰ τὸ ἠθικὸ κίνδυνο διαλύσεως τῶν οἰκογενειῶν, γιὰ τὸ σκανδαλισμὸ τῆς νεότητος καὶ γιὰ τὸ ἠθικὸ μίασμα τῆς πόλεως.
Τὰ ἐπιχειρήματα αὐτὰ τῶν κατηγορουμένων δὲν ἐλήφθησαν καθόλου ὑπʼ ὄψιν. Οἱ ἁρμόδιοι ὑπεύθυνοι τὰ ἀγνόησαν. Ἡ μηνύτρια κυριαρχοῦσε στὴ δίκη, ἀνάμεσα σὲ ἐμπείρους δικηγόρους καὶ ζητοῦσε μὲ ἀέρα προϊσταμένης τὴν αὐστηρὴ καὶ παραδειγματικὴ τιμωρία τῶν γυναικῶν ποὺ ἦταν ἐμπόδιο στὴ δράση της, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον ζητοῦσε καὶ ἀποζημίωση γιὰ τὰ σπασμένα της τζάμια. Στὴ δίκη ἡ κατηγορία εἶχε ἀποθρασυνθεῖ τελείως. Παρέστησε μὲ τοὺς μελανώτερους χαρακτηρισμοὺς τὶς κατηγορούμενες οἱ ὁποῖες ἄπειρες ἀπὸ δικονομία, χωρὶς δυνάμεις ὑπερασπίσεως, φαίνονταν νὰ πηγαίνουν σὰν τὰ πρόβατα στὴ σφαγή.
Ἕνας συνήγορος τῆς πολιτικῆς ἀγωγῆς δὲν περιορίστηκε δικονομικὰ μόνο στὸ σπάσιμο τῶν τζαμιῶν τῆς βιτρίνας τοῦ πορνείου ποὺ ἦταν κρύσταλλο πολυτελείας. Θεώρησε καλὸ νὰ ὑποστηρίξει καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς ὑπάρξεως τῶν οἴκων ἀνοχῆς καὶ ὅτι αὐτὰ προσφέρουν πολύτιμη ὑπηρεσία στὴν κοινωνία.
Μέσα στὴν ἀπαράδεκτη ἀγόρευσή του μοῦ τυπώθηκαν κατὰ λέξη πολλὲς φράσεις του. Μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε:
– «Κύριοι δικασταί. Οἱ οἶκοι ἀνοχῆς δικαίως ἐτέθησαν ὑπὸ τῆς πολιτείας καὶ ἐξυπηρετοῦν κοινωνικὸ σκοπὸ διότι προστατεύουν τὶς τίμιες».
Εἶχε τὸ θράσος νὰ συκοφαντήσει καὶ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο καὶ στὴν ἀγόρευσή του συνέχισε.
– «Ἀκόμη καὸ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος ὅταν εἶδε κάποιον νέο νὰ μπάινει σὲ ἕνα πορνεῖο, ἐπειδὴ ὁ νέος ντρεπόταν, αὐτὸς τὸν ἐνεθάρρυνε νὰ προχωρήσει».
Βέβαια καὶ οἱ δύο αὐτὲς γνῶμες τοῦ συνηγόρου ἦταν ἀνακριβεῖς διότι:
Ἡ ὕπαρξη τοῦ πορνείου δὲν προστατεύει τὶς τίμιες ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ τὶς διαφθείρει κι αύτές. Χαλαρώνει τὰ ἤθη καὶ θέτει σὲ κίνδυνο τὶς οἰκογένειες.
Ἀντίθετα προστασία τῆς ἠθικῆς εἶναι ὁ μοναχισμὸς καὶ ὁ γάμος.
Ὅπου ἀναπτύσσεται ὁ μοναχισμὸς καὶ ἡ θρησκευτικότητα ἐκεῖ τὰ ἤθη ἐξαγνίζονται. Ἡ κοινωνία ποὺ ἀπὸ τὰ σπλάχνα της βγάζει μοναχοὺς καὶ ἁγίους ἔχει τὶς προϋποθέσεις καὶ τὶς συνθήκες τῆς ἠθικότητας.
Στὸ δεύτερο σκέλος τῆς θρησκευτικότητος ὅταν οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν στὸ γάμο μπαίνουν σὲ λιμάνι ἠθικότητος καὶ προστατεύονται ἀπὸ ἠθικὰ παραπτώματα.
Ἀντίθετα ὅταν οἱ ἄνθρωποι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες εἶναι κατὰ τοῦ γάμου τότε εἶναι ἐπόμενο νὰ καταφεύγουν σὲ παράνομες πράξεις ποὺ τὶς γυαλίζουν μὲ τὴ λαδομπογιὰ τῆς ἐλεύθερης συμβίωσης.
Τότε χιλιάδες πορνεῖα κι ἄν λειτουργοῦν δὲν προστατεύουν τὶς τίμιες γιατὶ ὁ σατανᾶς μπαίνει στὰ σπίτια καὶ ἀτονεῖ τὴν ἴδια ἠθικὴ ἀντίδραση τοῦ ἀτόμου.
Ἡ δεύτερη ἀνακρίβεια ποὺ εἶπε ὁ δικηγόρος ἦταν γιὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο.
Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος ἀπὸ τὴν ὤρα ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε ἔζησε τὴν ἁγνότητα καὶ δίδαξε τὴν ἁγνότητα. Καὶ συμβούλευε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀποφεύγουν τὴν ἀκολασία καὶ κήρυττε τὴν καθαρότητα τῶν ἠθῶν.
Ὁ δικηγόρος αὐτὸς μὲ τὸν ὁποῖο ἀνταλάσσαμε μιὰ καλημέρα, μὲ κατέπληξε αἰφνιδιαστικά. Δὲν περίμενα ἀπὸ αὐτὸν τέτοια ἀγόρευση γιατὶ κατὰ βάθος δὲν ἦταν κακὸς οὔτε διεφθαρμένος.
Στὸ διάλειμμα τῆς δίκης τὸν πλησίασα καὶ τοῦ ἔδωσα συλλυπητήρια γιὰ τὴν ἀγόρευσή του. Ἡ ἀντίδρασή του ἦταν διαλλακτικὴ γιατὶ αἰσθανόταν κάποια ταραχὴ ἐπειδὴ ὑποστηρίζοντας πελατειακὰ τὰ πορνεῖα παρασύρθηκε σὲ ὑπερβολὴ καὶ ἀναγκάστηκε νὰ κάνει ἐκείνη τὴν τραγικὴ ἀγόρευση καὶ νὰ δείξει ἄσχημο προσωπεῖο διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ φύση του. Συνεχίζοντας τὴ συζήτηση μαζί του καὶ παρατηρώντας τὶς ἀντιδράσεις του τοῦ εἶπα μὲ ὕφος ἤπιο, σοβαροεύθυμο προσαρμοζόμενο στὶς ἀντιδράσεις τοῦ προσώπου του:
– «Χάριν εὐτελοῦς κέρδους εἶπες τόσα ψέμματα».
Στὴ συνέχεια τοῦ εἶπα ὅτι στὴν ἔφεση θὰ φέρουμε στὸ δικαστήριο μάρτυρα ὑπερασπίσεως τὸν Καντιώτη καὶ ἄς ἐπαναλάβει μπροστά του τὴν ἴδια ἀγόρευση.
Τώρα θυμᾶμαι μὲ συγκίνηση τὸν ἀείμνηστο ἐκεῖνον δικηγόρο τὸν εὑρισκόμενο στὴν ἀντίπαλη θέση. Στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος Καντιώτη ἀναστατώθηκε ἡ ψυχή του. Κάτι ξύπνησε μέσα του καὶ μοῦ εἶπε.
– «Τὸν γνώρισα τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο καὶ τὸν σέβομαι» καὶ συνέχισε μὲ κάποιο δέος. «Ἄν ἔρθει θὰ παραιτηθῶ ἀπὸ τὴν ὑπόθεση».
Τὸ εἶπε καὶ τὸ ἔκανε. Ὁ δικηγόρος ἐκεῖνος παρὰ τὴν ἀρχικὴ ἐπαγγελματική του τοποθέτηση, ἦταν εὐγενικὴ φύση καὶ δὲ μοῦ κράτησε κακία γιʼ αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶπα.
Ὅταν ἀργότερα στὴν ἐκδίκαση τῆς ἔφεσης ἦρθε ὁ Καντιώτης στὸ δικαστήριο καὶ ἤμουν συνοδός του, συναντήσαμε τὸ δικηγόρο στὸ διάδρομο του[δικαστηρίου καὶ τὸν σύστησα στὸν Καντιώτη, ἀλλὰ δὲν μαρτήρησα ὅτι ἦταν πρώην συνήγορος τῶν πορνείων γιὰ νὰ μὴν τὸν προσβάλλει.
Ὁ δικηγόρος τοῦ ὑπέβαλε τὰ σέβη του καὶ ἔκαναν ἕνα σύντομο διάλογο γιὰ τὰ ἠθικὰ προβλήματα τῆς πόλεώς μας. Στὸ τέλος ὁ Καντιώτης ρώτησε.
– Πόσοι δικηγόροι εἶστε στὴν Κατερίνη;
– Περίπου 25, πάτερ Αὐγουστῖνε.
– Ζεῖτε, ζεῖτε ὅλοι καλά;
– Δόξα τῶ Θεῶ ζοῦμε, πάτερ, καλά.
– Ἔ, γιὰ νὰ ζεῖτε καλὰ 25 δικηγόροι θὰ ὑπάρχει πολλὴ ἁμαρτία καὶ ἀντιδικοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Αὐτὰ εἶπε μὲ χιοῦμορ ὁ Καντιώτης καὶ τελείωσε ἡ συζήτηση. Τότε σκέφθηκα ὅτι ἔκανα καλὰ ποὺ δὲν μαρτύρησα τὴν προηγούμενη τοποθέτηση τοῦ δικηγόρου. Ποιός μπορεῖ νὰ φαντασθεῖ τί θὰ τοῦ ἔλεγε! Ἡ δεικτικότητα καὶ ἡ ὀξύτητα εἶναι συνηθισμένα ἀγκάθια στὸν ἴδιο βλαστὸ τῆς μαχητικότητας.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.