Αυγουστίνος Καντιώτης



Δεν ειμαστε μονοι στον κοσμο. Και ειπεν Ελισαιε· Μη φοβου, οτι πλειους οι μεθ᾽ ημων υπερ τους μετ᾽ αυτων» (Δ΄ Βασ. 6,16). Ο ανθρωπος που πιστευει στο Θεο & αγωνιζεται για μια ιερη υποθεσι, οπως ειναι η υπερασπισι της ελευθεριας της πατριδας του, αυτος σε οποιαδηποτε δυσκολη θεσι κι αν βρε­θη & οσοδηποτε πληθος εχθρων κι αν προκειται ν᾽ αντιμετωπιση, δεν πρεπει να απελπιζεται, γιατι δεν ειναι μονος & εγκαταλελειμμενος.

date Ιούν 24th, 2021 | filed Filed under: ΓΡΑΠΤ ΚΗΡΥΓΜ. ΚΑΤΟΧΗΣ

Δεν εiμαστε μoνοι

«Καὶ εἶπεν Ἐλισαιέ· Μὴ φοβοῦ, ὅτι πλείους οἱ μεθ᾽ ἡμῶν ὑπὲρ τοὺς μετ᾽ αὐτῶν» (Δ΄ Βασ. 6,16)

ΚΥΡΙΕ Των δυν. ιστΑν ὑπάρχῃ, ἀγαπητοί μου, ἕνα βιβλίο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώσῃ φωτεινὴ – ἱκανοποιητικὴ ἀπάντησι στὰ μεγάλα ἐρωτήματα τῆς ζωῆς μας, νὰ σφουγγίσῃ τὰ δάκρυά μας, νὰ γαληνέψῃ τὴν ψυχή μας, νὰ διώξῃ τοὺς μύρι­ους φόβους τῆς ἀνησυχίας μας, καὶ νὰ ῥίξῃ φωτοβολίδες στὰ βαθύτερα σκοτάδια μας, αὐ­τὸ εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Εὐτυχισμένοι ὅσοι μελετοῦν τὸ οὐράνιο αὐτὸ βιβλίο, ὅσοι παρ᾽ ὅ­­λες τὶς ἀσχολίες τους διαθέτουν κάθε μέρα ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας γιὰ ν᾽ ἀνοίγουν τὴν πηγὴ αὐτή, νὰ πίνουν καὶ νὰ δροσίζωνται ἀπὸ τὰ καθαρὰ καὶ κρυστάλλινα νερὰ τοῦ ἀστείρευτου τούτου ποταμοῦ τῆς Ἀληθείας. Καὶ ἕ­νας ἀκόμη στίχος τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅταν κανεὶς τὸν μελετήσῃ μὲ βαθειὰ πίστι, φτάνει γιὰ ν᾽ ἀνάψῃ μέσα του ἕνα ἥλιο ποὺ θὰ τὸν φωτί­ζῃ καὶ θὰ τὸν θερμαίνῃ σ᾽ ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἁγία Γραφή, καὶ ἰδιαιτέρως τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ὁ ἀχώριστος σύντροφος, τὸ καθημερινὸ ἀνάγνωσμα τῶν Ἑλλήνων. Δὲν θά ᾽πρεπε νὰ λείπῃ ἀπὸ κανένα ἑλληνικὸ σπίτι. Αὐτὸ καὶ μόνο τὸ βιβλίο, ἂν τὸ πιστέψουμε, ἂν τὸ μελετήσουμε καὶ ἂν τὸ ἐ­φαρμόσουμε ὅλοι μας ἀνεξαιρέτως, θὰ σώσῃ τὴν Ἑλ­λάδα, θὰ τὴ μεταβάλῃ σὲ παράδεισο τοῦ Θεοῦ!
Τὴν ἁγία Γραφὴ λοιπὸν θ᾽ ἀνοίξουμε σήμε­ρα καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ θὰ πάρουμε ἕνα ἱστορικὸ περιστατικὸ ποὺ τόσο νομίζω ἀνταποκρίνεται καὶ στὴ σημερινὴ κατάστασι τοῦ τόπου μας. Βρίσκεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ βιβλίο Δ΄ Βασιλειῶν, στὸ κεφάλαιο στ΄ (= 6), καὶ στοὺς στίχους 9-18.

* * *

800 περίπου χρόνια πρὸ Χριστοῦ ζοῦσε στὴν Παλαιστίνη μία ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία, ὁ Ἐλισαῖος, μαθητὴς τοῦ προφήτη Ἠλία, προφήτης καὶ αὐτός. Ἔζησε σὲ περίοδο ἀνωμαλί­ας, σὲ ἐποχὴ ποὺ βάρβαρα ἔθνη ἔκαναν ἐ­πιδρομὴ κατὰ τῆς πατρίδας του. Μποροῦσε νὰ μείνῃ ἀδιάφορος, ν᾽ ἀφήσῃ τὸ λαό του νὰ ὑ­­ποδουλωθῇ καὶ τὸ ἔδαφος τῆς πατρίδας του νὰ καταπατηθῇ; Στὰ στήθη τοῦ προφήτου ἔ­παλλε γνήσιο πατριωτικὸ συναίσθημα, καὶ γι᾽ αὐτὸ πῆρε ἐνεργὸ μέρος στὸν ἀγῶνα τοῦ ἔ­θνους ν᾽ ἀποκρούσῃ τοὺς ἐπιδρομεῖς. Μὲ τὶς ὁμιλίες του ἐμψύχωνε τὸ λαό· τοὺς ἔ­δειχνε, ὅ­τι παραπάνω ἀπὸ τὴν ὑλικὴ βία τῶν ἐχθρῶν εἶνε ἡ ἀόρατη δύναμι τοῦ Θεοῦ, ποὺ τιμωρεῖ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ὑπερήφανους ἐπιδρομεῖς. Μὲ προφητικὸ μάλιστα χάρισμα ποὺ εἶχε, πολ­­λὲς φορὲς ματαίωνε τὰ κατακτητικὰ σχέδια τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας· ἅρπαζε μέσα ἀπὸ τὴ σκέψι τοῦ βασιλιᾶ αὐτοῦ κάθε στρατηγικὸ σχέδιο, εἰδοποιοῦσε ἐγκαίρως τὸ λαό του ὅτι πρόκειται νὰ δεχθοῦν εἰσβολή, καὶ ὁ λαὸς ἕ­τοιμος – πανέτοιμος ἀγρυπνοῦ­σε, ἀγωνιζόταν καὶ ἔδιωχνε μακριὰ ἀπὸ τὰ σύνορα τοὺς ἐχθρούς.
Ὁ βασιλιᾶς τῆς Συρίας πληροφορήθηκε τὴν τεραστία δύναμι μὲ τὴν ὁποία ὥπλιζε τὸ λαό του ὁ Ἐλισαῖος, καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸν ἐ­ξ­οντώσῃ. Ἔμαθε, ὅτι ὁ προφήτης μένει στὴν πόλι Δωθαΐμ. Ἔστειλε λοιπὸν τὰ στρατεύματά του καὶ τὴν πολιόρκησαν τὴ νύχτα.
Ἡ φρουρὰ ποὺ φύλαγε τὴν ἐπαρχιακὴ αὐ­τὴ πόλι ἦταν πολὺ μικρή. Ὅταν τὸ πρωὶ ὁ ὑ­πηρέτης τοῦ Ἐλισαίου ξύπνησε καὶ εἶδε τὴν πόλι νὰ πολιορκῆται τόσο ἀπειλητικά, τρέχει φοβισμένος καὶ εἰδοποιεῖ τὸν προφήτη·
–Ἡ κατάστασί μας εἶνε δύσκολη. Ἦρθαν οἱ ἐχθροί, εἴμαστε κυκλωμένοι ἀπὸ παντοῦ, τὰ ἐ­χθρικὰ στρατεύματα ἔχουν πιάσει τὰ γύρω ὑ­ψώματα, τὰ ἄλογα καὶ οἱ πολεμικὲς ἅμαξες εἶνε ἀμέτρητες, κ᾽ ἐμεῖς ἐλάχιστοι. Τί θὰ κάνουμε, κύριέ μου; πῶς θὰ μπορέσουμε ν᾽ ἀν­τισταθοῦμε ἀπέναντί τους;
Στὴν ἀγωνία τοῦ ὑπηρέτη του ὁ Ἐλισαῖος ἀπαντᾷ·
–Μὴ φοβᾶσαι· γιατὶ αὐτοὶ ποὺ εἶνε μαζί μας εἶνε περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶνε μαζί τους.
Περισσότεροι; Μὰ πῶς περισσότεροι; Ὁ ὑ­πηρέτης δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβῃ. Μετράει καὶ βλέπει μία τρομακτικὴ δυσαναλογία δυνάμεων. Ὅσοι ἦταν μὲ τὸν Ἐλισαῖο ἦταν ἐ­λάχιστοι· οἱ ἐχθροί, σὰν ἀκρίδες ἀναρίθμητοι, εἶ­χαν πλημμυρίσει τὰ μέρη γύρω ἀπὸ τὴν πόλι καὶ εἶχαν δημιουργήσει γιὰ τὸν Ἐλισαῖο καὶ τὴ μικρὴ φρουρὰ κλοιό, ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ διαφύγουν. Καὶ ὅμως ὁ προφή­της ἐπιμένει, καὶ γιὰ νὰ πείσῃ τὸν ὑπηρέτη του προσεύχεται·
–Κύριε, ἄνοιξε παρακαλῶ τὰ μάτια τοῦ μαθητοῦ μου καὶ ἂς δῇ.
Τὰ μάτια του; Μὰ ὁ ὑπηρέτης δὲν ἦταν τυφλός· ἔβλεπε καθαρά.
Ναί, ἔβλεπε. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μάτια μὲ τὰ ὁποῖα βλέπουμε τὰ ὑλικὰ ἀντικείμενα, ὑπάρχουν καὶ ἄλλα μάτια, ἐσωτερικά, μάτια τῆς ψυ­­­χῆς. Τέτοια μάτια ἔχουν λίγοι καὶ ἐκλεκτοί, καὶ μ᾽ αὐτὰ βλέπουν, πέρα ἀπὸ τὰ ὁ­ρατά, τὰ ὑ­περκόσμια καὶ τὰ οὐράνια πράγματα, βλέπουν τὰ ἀόρατα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν οἱ ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι. Τέτοια μάτια ζητάει ὁ Ἐλισαῖος νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς στὸν ὑπηρέτη του.
Καὶ ὁ Θεὸς ἀκούει τὴν προσευχὴ τοῦ προφήτου του καὶ ὁ ὑπηρέτης βλέπει. Βλέπει τώρα ὅ,τι προηγουμένως δὲν μποροῦσε νὰ δῇ. Βλέπει, ὅτι γύρω ἀπὸ τὸν Ἐλισαῖο βρίσκεται στρατὸς πολύς, ἄλογα καὶ ἁμάξια πύρινα, ἕ­τοιμα νὰ ὑπερασπιστοῦν τὴν πόλι. Ἦταν τά­γματα καὶ ταξιαρχίες οὐρανίων δυνάμεων ποὺ τύφλωσαν τοὺς ἐχθροὺς τῆς Δωθαΐμ.
Νά γιατί ὁ Ἐλισαῖος ἔλεγε, ὅτι Αὐτοὶ ποὺ εἶνε μαζί μας εἶνε περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶνε μὲ τοὺς ἐχθρούς μας.

* * *

Τί μᾶς διδάσκει, ἀδελφοί μου, τὸ παράδει­γμα αὐτὸ τῆς ἁγίας Γραφῆς; Ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ καὶ ἀγωνίζεται γιὰ μία ἱερὴ ὑπόθεσι, ὅπως εἶνε ἡ ὑπεράσπισι τῆς ἐ­λευθερίας τῆς πατρίδας του, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος σὲ ὁποιαδήποτε δύσκολη θέσι κι ἂν βρε­θῇ καὶ ὁσοδήποτε πλῆθος ἐχθρῶν κι ἂν πρόκειται ν᾽ ἀντιμετωπίσῃ, δὲν πρέπει νὰ ἀ­πελπίζεται, γιατὶ δὲν εἶνε μόνος καὶ ἐγκαταλελειμμένος.
Μεγάλος σύμμαχός του εἶνε ὁ Θεός. Ἂς μὴ τὸν βλέπουν οἱ ἄθεοι. Ἂς τὸν βρίζουν, ἂς τὸν περιφρονοῦν, ἂς ζητοῦν νὰ ἐξαλείψουν τὸ ἅγιο ὄνομά του. Ὁ Θεὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀγαπάει τὸν δίκαιο. Μισεῖ τὴ βία καὶ τὴν τυραννία. Καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄδικος καὶ ἐγκληματίας φαίνεται ἕτοιμος νὰ θριαμβεύσῃ, ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ῥίχνει τοὺς κεραυνούς της, τιμωρεῖ τοὺς τυράννους καὶ ἐλευθερώνει τοὺς δικαίους ἀπὸ κάθε κακό, γιὰ νὰ μπορῇ κάθε πιστὸς νὰ τοῦ λέῃ μὲ εὐγνωμοσύνη· «Οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι. Ἀ­νάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου, ὅ­τι σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνετρίψας», δηλαδή· Δὲν θὰ νιώσω φόβο ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων ποὺ γύρω – γύρω μοῦ ἐπιτίθενται ὅ­λοι μαζί. Σήκω καὶ σῶσε με, Κύριε καὶ Θεέ μου, γιατὶ ἐσὺ χτύπησες ὅλους ὅ­σους μὲ ἐ­χθρεύονται χωρὶς λόγο, ἔσπασες τὰ δόντια ἁ­μαρτωλῶν (Ψαλμ. 3,7-8).
Αὐτὴ τὴν κραταιὰ προστασία τοῦ Θεοῦ ὑ­πὲρ τῶν ἀδικουμένων βλέπουμε χειροπιαστὴ καὶ στὴν ἱστορία τοῦ μαρτυρικοῦ μας γένους. Ἦρθαν δραματικὲς στιγμὲς ποὺ βάρβαρα ἔ­θνη ἀπὸ βορρᾶ καὶ νότο, ἀνατολὴ καὶ δύσι, σὰν ἀγέλες ἀγρίων θηρίων ἔπεσαν κατὰ τῆς πατρίδος μας γιὰ νὰ τὴν ὑποδουλώσουν. Ἐ­κεῖ­νοι ἦταν πολλοὶ κ᾽ ἐμεῖς φαινόμασταν λίγοι, ἐκεῖνοι ἦταν δυνατοὶ κ᾽ ἐμεῖς φαινόμασταν ἀ­δύνατοι, ἐκεῖνοι ἦταν πανίσχυρες αὐ­τοκρατο­ρίες κ᾽ ἐμεῖς φαινόμασταν σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ ἀσθενέστερα κρατίδια. Κι ὅμως ὁ Θε­ὸς δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε. Μᾶς προστάτευσε πολυει­δῶς καὶ «πολυτρόπως» (πρβλ. Ἑβρ. 1,1), συνέτριψε τοὺς ἐχθρούς μας. Καὶ ἡ ­Ἑλ­λὰς ζῇ, καὶ θὰ ζήσῃ.
Ἕνα μόνο πρέπει νὰ προσέξουμε. Νὰ γίνουμε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πραγματικοὶ Χριστιανοί. νὰ ξερριζώσουμε ἀ­πὸ τὸν τόπο μας τὴ βλασφημία, τὴν ψευδομαρτυρία, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία, τὴν ἀδικία. Νὰ ἐκτελοῦμε πιστὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ εὐ­αγγελίου, καὶ τότε καμμία δύναμις δὲ θὰ μπορέ­σῃ νὰ βλάψῃ τὴν πατρίδα μας. Θὰ ἔχουμε ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ἐξασφαλισμένη τὴ συμμαχία τοῦ Θεοῦ. Τὰ σύνορά μας θὰ γίνουν ἠλεκτροφόρο σύρμα ποὺ ὅποιος τὸ ἀγγίζει θὰ γίνεται κάρβουνο. Τάγματα καὶ ταξιαρχίες ἀγ­γέλων καὶ ἀρχαγγέλων θὰ φρουροῦν τὴ χώρα μας. Καὶ ὅσοι –εἴτε ἐσωτερικοὶ εἴτε ἐξωτε­ρικοὶ ἐχθροὶ λέγονται– πολεμοῦν τὴν Ἑλλάδα, πολὺ σύντομα θ᾽ ἀντιληφθοῦν πόσο σκλη­ρὸ εἶνε «νὰ λακτίζουν πρὸς κέντρα» (βλ. Πράξ. 26,14).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» (φ. 74/Κοζάνη 1-8-1947). Μεταγλώττισις – προσαρμογὴ 10-12-2012.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.