Ἀπόστολος Kυριακῆς
Κυριακὴ Ι΄ (Ι΄ Ματθ.) (Α΄ Κορ. 4,9-16)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΠΕΡΙΦΡΟΝΟΥΝΤΑΙ
«…Ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α΄ Κορ. 4,13)
ΟΛΟΙ, ἀγαπητοί μου, ἀγαποῦμε τ
ὴ δόξα. Χαιρόμεθα ὅταν ὁ κόσμος μᾶς ἐπαινῇ, λυπούμεθα ὅταν μᾶς κατηγορῇ. Ὅλοι προσέχουμε τί θὰ πῇ ὁ κόσμος. Ἀλλὰ τί εἶνε αὐτὸς ὁ κόσμος; Ἔχει τόση ἀξία ἡ κρίσι τοῦ κόσμου; Σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἀπαντᾷ ὁ σημερινὸς ἀπόστολος. Θὰ εἶμαι εὐτυχὴς ἂν μπορέσω ἕνα λόγο τοῦ ἀποστόλου νὰ σᾶς τὸν ἐξηγήσω ὥστε νὰ τὸν καταλάβετε. Εἶνε ὁ λόγος «…Ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α΄ Κορ. 4,13).
* * *
Ὑποθέστε, ὅτι ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, τὸ 50 μ.Χ.. Ἂν κάποιος ἀπὸ μᾶς περιώδευε τὰ κέντρα ποὺ ἐπισκέφθηκαν οἱ ἀπόστολοι (Θεσσαλονίκη, Ἀθήνα, Κόρινθο, Ῥώμη) καὶ τέντωνε τὸ αὐτί του ν᾿ ἀκούσῃ τί συζητοῦν οἱ ἄνθρωποι, ποιούς ἐπαινεῖ ὁ κόσμος, θὰ ἄκουγε διάφορα ὀνόματα τῆς ἐποχῆς, πλουσίων, στρατηγῶν, φιλοσόφων, ῥητόρων. Πρὸ παντὸς ὅμως θὰ ἄκουγε νὰ λένε γιὰ τὸν αὐτοκράτορά τους. Ὅπου παρουσιαζόταν, τὸν ἐπευφημοῦσαν. Κι ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ ἐκεῖνος ἐπισκέφθηκε τὴν Ἑλλάδα, στὴν Κόρινθο οἱ πρόγονοί μας τοῦ στήσανε ἁψῖδα, τοῦ στρώσανε τὸ δρόμο καὶ τὸν στεφάνωσαν μὲ 1.800 στεφάνια! Μὰ ποιός τέλος πάντων ἦταν αὐτός; Τόσο καλὸ ἔκανε στὸν κόσμο, τόσο ἀγαποῦσε τὸ λαό; τί ἔκανε; Τί ἔκανε! Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἄγριους βασιλεῖς τοῦ κόσμου· θηρίο ἐστεμμένο, τέρας μὲ στέμμα πάνω στὸ κεφάλι. Ἦταν ὁ Νέρων. Αὐτὸν στεφάνωνε ὁ κόσμος. Τέτοια τιμὴ ἀπέδιδαν τότε στὸν αὐτοκράτορα καὶ ἄλλους σπουδαίους καὶ ἰσχυρούς. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε ἀκόμη νὰ πῶ, ὅτι τέτοια τιμὴ ἀπέδιδε καὶ στὶς πόρνες ποὺ ζοῦσαν στὶς πόλεις τους καὶ μάζευαν τὸ χρυσάφι τῶν ἀνοήτων πλουσίων. Τέτοια τι μὴ ἀπέδιδαν καὶ σὲ κάτι ἀθλητὰς μὲ γερὰ μπράτσα ποὺ πάλευαν μὲ λιοντάρια καὶ σκότωναν ἄγρια θηρία. Τιμὴ λοιπὸν στὸν ἀθλητή, τιμὴ στὴν πόρνη, τιμὴ στὸν πλούσιο, τιμὴ στὸν δυνατό, τιμὴ στὸ στρατηγό, τιμὴ στὸ Νέρωνα.
Καὶ ἐνῷ ὁ κόσμος τιμοῦσε ἔτσι ὅλους αὐτούς, τὴν ἴδια ἐποχὴ κάποιοι ἄλλοι ζοῦσαν στὴν ἀτιμία. Ποιοί; Οἱ ἀπόστολοι. Αὐτοὶ βέβαια δὲν εἶχαν λεφτά, περπατοῦσαν ξυπόλητοι, δὲν εἶχαν στέμματα καὶ σπαθιά, δὲν εἶχαν τιμὲς καὶ δόξες· ἦταν τελείως ἄσημοι. Ὅπως καμμιὰ φορὰ μέσα στὴ λάσπη βρίσκονται διαμάντια, ἔτσι καὶ οἱ ἀπόστολοι, παρ᾿ ὅλη τὴ φτώχεια τους, εἶχαν ἕνα μεγαλεῖο, ποὺ δὲν τό ᾿χε κανένας βασιλιᾶς, κανένας ῥήτορας, κανένας φιλόσοφος. Τὸ μεγαλεῖο τους ἦταν, ὅτι κήρυτταν τὴν πίστι στὸ Χριστό, καλοῦσαν τὸν κόσμο σὲ μετάνοια, καὶ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ ἔβγαζαν δαιμόνια καὶ θεράπευαν ἀρρώστους· ἔπαιρναν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κατάστασι τοῦ κτήνους καὶ τὸν ἔκαναν ἄγγελο. Ὑπάρχει πιὸ μεγάλη εὐεργεσία; Καὶ πῶς τοὺς συμπεριφέρθηκε ὁ κόσμος; Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦρθε στὴν Ἀθήνα καὶ στὴν Κόρινθο, ἐκεῖνοι ποὺ στεφάνωσαν ἕνα Νέρωνα μὲ 1.800 στεφάνια βγῆκαν νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν; Κάθε ἄλλο. Γιά διαβάστε τὸ βίο τῶν ἀποστόλων. Ἐμεῖς, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις» (Α΄ Κορ. 4,9). Δὲ᾿ συναντήσαμε ἀγάπη. Δὲν ἄνοιξαν σπίτια νὰ μᾶς δώσουν μέρος νὰ κοιμηθοῦμε, ἕνα πιάτο φαγητὸ κ᾿ ἕνα ποτήρι νερό, ἕνα ῥοῦχο. «Καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν», λέει (αὐτ. 4,11). Τοὺς εἶχαν σὰ᾿ σκυλιὰ ἀκάθαρτα. Τοὺς κορόιδευαν, τοὺς ἐμπαίζανε, τοὺς ἔβριζαν, τοὺς χτυποῦσαν, τοὺς πετροβολοῦσαν, τοὺς θεωροῦσαν «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου» (αὐτ. 4,13). Τί θὰ πῇ «περικαθάρματα»; Σὰν τὰ σκουπίδια ποὺ σαρώνει ἡ νοικοκυρὰ μὲ τὴ σκούπα καὶ τὰ πετάει ἔξω· σὰν ἀπορρίμματα, σὰν ἀκαθαρσίες, ἔτσι τοὺς παραπετοῦσαν. Ἕως ὅτου στὸ τέλος τοὺς ἔπιασαν, τοὺς φυλάκισαν, τοὺς καταδίκασαν καὶ τοὺς θανάτωσαν μαρτυρικῶς.
Νά ποιός εἶνε ὁ κόσμος· χειροκροτεῖ ἕνα τέρας, καὶ ῥίχνει στὸ μπουντρούμι ἕνα Παῦλο· προσφέρει στὸ Νέρωνα χρυσᾶ στεφάνια, καὶ βάζει στὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ στεφάνι ἀκάνθινο. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀπόστολοι λένε· «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι». Τὰ νιώσατε τὰ λόγια αὐτά;
Read more »