Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ’ Category

ΑΥΤΟΜΕΜΨΙΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 15th, 2014 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μ. Τεσσαρακοστὴ
Μέγας Κανὼν

ΑΥΤΟΜΕΜΨΙΑ

Π. ΑυγουστινοςΑΠΟΨΕ, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ψάλλεται ὁ Μέγας Κανών, ἕνα ὑπέροχο ποίημα ποὺ ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης.
Τί ἦταν ὁ ἅγιος Ἀνδρέας; Ἦταν παιδὶ μιᾶς εὐσεβοῦς οἰκογενείας. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀνέθρεψαν μὲ πίστι, εὐλάβεια καὶ δάκρυα. Δεκατεσσάρων ἐτῶν βγῆκε στὴν ἔρημο σὰν τὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστή. Ἐκεῖ ἐμόνασε, ἔζησε ζωὴν αὐστηρᾶς ἀσκήσεως μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Κατόπιν ἔγινε ὑποδιάκονος, διάκονος, πρεσβύτερος. Τέλος ἀξιώθηκε νὰ γίνῃ καὶ ἐπίσκοπος, ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ἔλαβε μέρος σὲ τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς συνόδους, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν.
Δικό του ἔργο εἶνε ὁ Μέγας Κανών. Καὶ ἐνῷ πέρασαν ἀπὸ τότε 1400 περίπου χρόνια, τὸ ποίημα αὐτὸ μένει ἀθάνατο. Εἶνε μιὰ συλλογή, μιὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ 250 ἄνθη – τροπάρια. Πόθος τοῦ ποιητοῦ εἶνε νὰ σπάσῃ τὸν πάγο τῆς ἀδιαφορίας ποὺ ἔχουμε· δὲν καίει κάτι μέσα μας γιὰ τὸ Χριστό. Θέλει λοιπὸν νὰ λύσῃ αὐτὴ τὴν ψυχρότητα, νὰ σπάσῃ τὴ λίθινη καρδιά, νὰ τὴν κάνῃ λεπτὴ εὐγενῆ καὶ εὐαίσθητη, ὥστε νὰ συναισθάνεται καὶ νὰ κλαίῃ καὶ γιὰ ἕναν ἁμαρτωλὸ λογισμό. Σκοπὸς τοῦ ποιήματος εἶνε νὰ μᾶς φέρῃ σὲ κατάνυξι, νὰ μᾶς κάνῃ «πνεῦμα συντετριμμένον», «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50,19).
Ἂν εἶχα δύναμι κι ἂν εχατε ὄρεξι, θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε 250 κηρύγματα, ἕνα γιὰ κάθε τροπάριο. Ἐδῶ ἀκροθιγῶς θὰ δοῦμε τὴν κεντρικὴ ἰδέα τοῦ ποιήματος.

* * *

Ὁ Μέγας Κανὼν συνιστᾷ κάτι ποὺ ἐκφράζεται μὲ μιὰ λέξι σπάνια ―πρώτη φορὰ θὰ τὴν ἀκοῦτε―· δὲν ὑπάρχει καὶ στὰ λεξικά. Εἶνε ἡ λέξις αὐτομεμψία. Σὰν ἔννοια τὴν ἀναφέρει καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Τί θὰ πῇ αὐτομεμψία; Μὲ ἁπλᾶ λόγια σημαίνει τὸ ἑξῆς.
Ὁ ἐγωϊστὴς ἄνθρωπος, ὁ ἀλαζὼν καὶ ὑπερήφανος, κάνει τὸν ἑαυτό του είδωλο. Αὐτοείδωλον τὸ λέει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἐδῶ· «Αὐτείδωλον ἐγενόμην…» (δ΄ ᾠδή, 26ο τροπ.). Ἔχουμε στήσει ψηλὰ στὴν καρδιά μας τὸ ἐγώ μας. Τὸ ἐπαινοῦμε μόνοι μας, καὶ εὐχαριστούμεθα νὰ μᾶς ἐπαινοῦν καὶ οἱ ἄλλοι. Κι ἅμα κάποιος, ἢ ἡ μάνα ἢ ὁ πατέρας ἢ ὁ ἱεροκήρυκας, μᾶς κάνουν κάποια παρατήρησι, τότε γινόμεθα θηρία. Τὸ ἐγὼ εἶνε τὸ είδωλο, ὁ θεός μας.
Ἐνῷ λοιπὸν ὁ ἐγωϊστὴς καὶ ὑπερήφανος ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ κατηγορεῖ τοὺς ἄλλους, ὅπως ὁ φαρισαῖος, ἀντιθέτως ὁ ταπεινὸς δὲν κατηγορεῖ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ κατηγορεῖ – ποιόν; Τὸν ἑαυτό του. Read more »

O ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 15th, 2014 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ Β΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 2,1-12)
16 Μαρτίου 2014

O ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον» (Μᾶρκ. 2,2)

     ΙΕΡΟΚ.π. Αυγουστ. Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Διηγεῖται, πῶς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς θεράπευσε ἕνα παραλυτικό. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό, τὰ ἄλλα θαύματα ποὺ ἀναφέρει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ὅσα ἔ­καναν καὶ κάνουν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ οἱ ἅγιοι, ὑπάρχουν κι ἄλλα θαύματα, θαύματα ἀ­όρατα. Καὶ ἐκεῖνα εἶνε πολὺ ἀνώτερα. Ποιά εἶν᾿ αὐτά;
    Ἀόρατα θαύματα. Ὅταν ἀκούγεται κήρυγμα καὶ κάποια ἐσωτερικὴ ἀλλοίωσι συντελῆται σὲ μιὰ καρδιά, αὐτὸ δὲν εἶνε ἕνα ἀόρατο θαῦ­μα, ποὺ γίνεται διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύ­ματος; Ἢ ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς πηγαίνῃ στὸν πνευματικὸ καὶ ἐξομολογῆται τὰ ἁμαρτήματά του εἰλικρινῶς, κι ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ κι ἀ­κούγεται ἡ φωνὴ «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁ­μαρτίαι σου»; (Μᾶρκ. 2,5· βλ. καὶ Ματθ. 9,2), δὲν εἶνε κι αὐτὸ ἕνα ἀόρατο θαῦμα; Ἤ, ἀκόμη μεγαλύτερο, ὅ­ταν τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας ἀκοῦμε «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν…», καὶ πάνω στὴν ἁγία τρά­πεζα τὸ ψωμὶ γίνεται σῶμα καὶ τὸ κρασὶ γίνεται αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, δὲν εἶνε αὐτὸ ἕνα ἀόρατο θαῦμα; Ὥστε λοιπὸν ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὁρατά, ποὺ εἶνε λίγα, ὑπάρχουν κι ἄλλα πολλὰ ἀόρατα θαύματα.
Δὲν θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὸ ὁρατὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ. Θὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸ ἀόρατο ἐκεῖνο θαῦμα ποὺ συντελεῖται μέσα στὶς καρδιὲς ἀπὸ τὴν ἀκρόασι τοῦ θείου λόγου. Ἄλλωστε τὸ εὐαγγέλιο μᾶς δίνει ἀ­φορμὴ καὶ γι᾽ αὐτό. Διότι ποῦ ἔκανε τὸ ὁρατὸ θαῦμα ὁ Κύριός μας; Μέσα στὸ σπίτι. Καὶ τί ἔκανε ἐκεῖ πρὶν κάνῃ τὸ θαῦμα; Ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος λέει· «Καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον» (Μᾶρκ. 2,2), ἐκήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας, ἀδελφοί μου, δὲν εἶνε ὅπως ὁ λόγος τῶν φιλοσόφων, τῶν ῥητό­ρων, τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἔχει χάρι καὶ ἕλξι, προκαλεῖ θεῖο ῥῖ­γος, παλμὸ αἰωνιότητος. Εἶνε μαγνήτης. Ἀπό­δειξις ὅτι, μόλις ὁ λαὸς τῆς Καπερναοὺμ ἄ­κουσε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε σὲ κάποιο σπίτι, ἀ­μέσως συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ πλήθη. Διψοῦ­σαν γιὰ τὴν ἀλήθεια. Καὶ γέμισε, λέει, τὸ σπίτι μέχρι καὶ τὸ προαύλιο. Βελόνα νὰ ἔρριχνες, δὲν ἔπεφτε κάτω. Ὅλοι κρέμονταν ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Θεανθρώπου.

* * *

«Καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον». Ὁ Χριστὸς εἶχε Read more »

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ (Γ΄) (μαρτυριο & ευποιϊα)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 8th, 2014 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Κυριακὴ Α΄ Νηστειῶν
9 Μαρτίου 2014 

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ (Γ΄)

(μαρτύριο & εὐποιΐα)

Karatom.2Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μᾶς ἔδωσε ἀφορμὴ νὰ σκιαγραφήσουμε τὸν χαρακτῆρα της. Μερικὲς πινελλιὲς στὸ πορτραῖτο της ἦταν· ἡ ἱερὰ παράδοσις, τὸ μυστήριο θεί­ας εὐχαριστί­ας, ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, καὶ ἡ ἁγιότης. Τί ὑ­πολείπεται τώρα γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουμε;

* * *

5. ΜΑΡΤΥΡΙΟ. Μία ἀκόμη πινελλιά, ἀλλ᾽ αὐ­τὴ εἶνε κόκκινη· εἶνε τὸ αἷμα! Ποιό αἷμα; Ὄχι τὸ ξένο ἀλλὰ τὸ δικό μας. Ἡ Ἐκκλησία – ἡ Ὀρ­θο­δοξία μας ποτίστηκε καὶ ἔγινε δέντρο μεγάλο μὲ δύο πράγματα· δάκρυ μετανοί­ας καὶ αἷ­μα μαρτυρίου. «Τῶν ἐν ὅ­λῳ τῷ κόσμῳ μαρτύρων σου ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα ἡ Ἐκ­κλησία σου στολισαμένη δι᾽ αὐτῶν βοᾷ σοι, Χρι­στὲ ὁ Θεός…» (ἀπολυτ. Κυρ. ἁγ. Πάντ.)· ἡ Ἐκκλησία, λέει, στολίστη­κε μὲ τὰ αἵματα τῶν μαρτύρων σὰν μὲ ἁ­λουργίδα βασιλική, καὶ λάμπει καὶ ἀστράφτει.
Καὶ ἐρωτῶ· ποιός ἄλλος ἀπὸ τοὺς χριστι­ανοὺς ἔχυσε τόσο αἷμα γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ; οἱ προτεστάντες, οἱ παπικοί, ποιοί; Ξέρετε τί εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία; Δὲν ὑποτιμῶ τοὺς κό­πους τῶν παπικῶν ἢ τὰ κηρύγματα τῶν προ­τεσταν­τῶν. Ἀλλ᾽ ἐὰν ὁ Χριστιανισμὸς εἶνε ἕ­να στράτευμα, ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ ἐμπροσθο­φυλακή. Οἱ ὀρθόδοξοι –δὲν καυχώμεθα, τὸ λέ­με ἀντικει­μενικά–, ἐδῶ στὴ γωνιὰ ποὺ σταθή­καμε, στὴν Ἀνατολὴ ποὺ μᾶς ἐφύτευσε ὁ Θεός, εἴμαστε στὴν πρώτη γραμμή. Ἐὰν σπά­σῃ ἡ Ὀρ­θοδοξία, δὲν θὰ ὑ­πάρχῃ Χριστιανισμός. Ἐμ­πρός, στρατιῶτες, σαλπίζει· προχωρεῖτε προχωρεῖ­τε! Καὶ πέφτουν καὶ συνεχῶς πέφτουν κορμιὰ καὶ ματώνει τὸ χῶμα καὶ γέ­μισε ἡ γῆ μυ­ριάδες μαρτύρων. Ποτάμια αἷμα ἔχυσε αὐ­τὴ ἡ Ὀρθοδοξία. Καὶ ἔτσι ἀποδεικνύεται ἡ γνησιότης.
Θέλετε νὰ καταλάβετε τὸν Χριστιανὸ καὶ τὸν κληρικό; θέλετε νὰ καταλάβετε τοὺς πα­πᾶ­­δες σας, τοὺς δεσποτάδες σας, τοὺς θεολόγους σας; Παρατηρῆστε ποιός εἶνε ἕτοιμος γιὰ θυσία, ποιός διώκεται. «Πάντες οἱ θέλον­τες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσον­­ται» (Β΄ Τιμ. 3,12). Ὅποιος θέλει νὰ κρατήσῃ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ διωχθῇ στὸν κόσμο αὐτόν. Ὁ κλῆρος τοῦ δικαίου, τοῦ τιμίου ἀνδρός, τοῦ εἰλικρινοῦς κήρυκος τοῦ εὐαγγελίου, εἶνε ὁ διω­γμός. Καὶ διώχθηκε πράγματι ἡ κατὰ ἀνατολὰς ἡ Ἐκ­κλησία. Ἔδωσε ἀγῶνα. Ποῦ; Ἐναντίον τῶν αἱ­ρετι­κῶν, π.χ. τῶν εἰ­κονο­μάχων ἐπὶ ἑκατὸ καὶ πλέον ἔτη. Ἐμπροσθοφυλακὴ δὲν εἴπαμε;
Ξέρεις πόσο αἷμα ἔχυσε ἡ Ἐκκλησία μας ν᾽ ἀναχαιτίσῃ – ποιό; τὸ Ἰσλάμ. Ἄχ! ζωντανεύει πάλι τὸ Ἰσλάμ, θηρίο ποὺ κοιμόταν – δὲν πή­ραμε χαμπάρι. Δὲν θέλω τώρα νὰ μπῶ στὴν πο­λιτική, εἶνε ἔξω ἀπὸ τὸ στόχο μου. Ξύπνησε πάλι τὸ Ἰσλὰμ μὲ κεφαλὲς πολλές… Τί κῦ­μα τῆς ἀβύσσου εἶν᾽ αὐτό! Σὰ ν᾽ ἀκούω Ἀποκάλυψι. Εἶδα νὰ βγαίνῃ θηρίο ἀπὸ τὴν ἔρημο, τὸ θηρίο τοῦ Μωάμεθ· καὶ προχώρησε, καὶ ἔφθα­σε μέχρι ποῦ; μέχρι τὴ Βιέννη. Καὶ ἀπέναντί του στάθηκε – ποιός ἐδῶ στὴν Ἀνατολή; ἡ ἐμ­­προσθοφυλακή, ἡ Ὀρθοδοξία μας.
Σήμερα ἀκοῦμε στὴν Ἐκκλησία «Αἰωνία ἡ μνήμη» τῶν πατέρων, ὅλων ἐκείνων ποὺ μᾶς παρέδωσαν τὴν Ὀρθοδοξία κ᾽ ἔφθασε μέχρι τὰ χρόνια μας. Δυὸ ἑκατομμύρια σφάχτηκαν σὰν ἀρνιὰ ἀπὸ τὸν ἀντίχριστο Κεμὰλ στὴ Μικρὰ Ἀσία. Κ᾽ ἐμεῖς φρουροῦμε γι᾽ αὐτὸν στὴ Θεσσαλονί­κη. Ὅταν περνάω καὶ τὸ βλέπω, ῥαγίζει ἡ καρδιά μου νὰ βλέπω Ἕλληνες φαν­τάρους νὰ φυλᾶνε τό μνῆμα τοῦ θηρίου αὐτοῦ τῆς Ἀποκαλύψεως. Κι ὅταν ἀκούω τὰ λόγια ἑ­νὸς ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς ὅτι «Ἐγὼ εἶμαι Τοῦρ­κος», τί νὰ πῶ; Ξέρω ὅτι πάνω ἀπὸ τὰ ἔ­θνη εἶ­νε ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ θὰ εἴμαστε ἄδικοι ἂν πέ­σουμε νὰ προσκυνήσουμε τὸν Τοῦρκο. Ὄχι. Θὰ ἀγαπήσουμε καὶ τὸν δήμιό μας, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸν κάνουμε ἀφέντη.
Θέλετε νὰ δῆτε τί εἶνε Ὀρθοδοξία; Σ᾽ ἕνα χωριὸ Read more »

ΤΙ ΕΙΝΕ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ; 3) Η εν Χριστω ελευθερια 4) αγιοτης

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 8th, 2014 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Κυριακὴ Α΄ Νηστειῶν
9 Μαρτίου 2014

ΤΙ ΕΙΝΕ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ (Β΄)

(ἐν Χριστῷ ἐλευθερία & ἁγιότης)

Δεν ειναι εκκλ.    Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας εἴπαμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὰ πρῶτα χαρακτηριστικὰ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε ἡ ἱερὰ παράδοσις καὶ ἡ θεία εὐχαριστία. Συνεχίζουμε τώρα προσθέτοντας ἄλλα δύο.

* * *

3. ΕΝ ΧΡΙΣΤ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Ἡ Ὀρθοδοξία μας κρατεῖ τὸ κήρυγμα τῆς ἐλευθερίας, τὴν διακή­ρυξι τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…» (Ματθ. 16,24· βλ. καὶ Μᾶρκ. 8,34. Λουκ. 9,23). Μόνο ἡ Ὀρ­θοδοξία δὲν χρησιμοποίησε βία γιὰ νὰ ὑποτά­ξῃ ἀνθρώπους. Δὲν εἶπε σὰν τὸν πάπα, ποὺ ἔ­γινε κοσμικὸς ἄρχοντας, Θὰ πέσετε νὰ μὲ προσ­κυνήσετε, νὰ φιλήσετε τὴν παντούφλα μου. Οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ δίνουμε ἁπλῶς τὸ χέρι, ὁ πάπας δίνει τὴν παντούφλα του.
Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἔχει παπικό, αὐταρχικό, ὑπερήφανο χαρακτῆρα· δὲν ἔχει τὰ συνθή­ματα τῶν ἀρχόντων τῆς γῆς, δὲν λέει· Ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσῃς, θὰ σὲ ἀφορίσω, θὰ σὲ κάψω. Ἡ Ἐκ­κλησία μας ἔχει ἐλευθερία· ἔ­χει τὸ φιλελεύθε­ρο καὶ δημοκρατικὸ ἢ ἐν ἐκ­κλησιαστικῇ γλώσσῃ τὸ συνοδικόν. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν δέ­χεται, ὅτι ὁ ἕνας ἔχει τὸ ἀλάθητο. Τὸ ἀλάθητο, τὸ νὰ μὴ σφάλλῃ, οἱ παπικοὶ λένε ὅτι τὸ ἔχει μόνο ὁ πάπας· ὅ,τι πεῖ αὐτὸς εἶνε ἀλάθητο, δὲν σφάλλει ποτέ. Ἀντίθετα ἐμεῖς λέμε, ὅτι τὸ ἀ­λά­θητο δὲν τὸ ἔχει ἕνας, ἔστω κι ἂν εἶνε Βασίλει­ος, Χρυ­σόστομος, Ἀντώνιος· τὸ ἀλάθητο τὸ ἔχει ἡ Ἐκκλησία σὲ Συνόδους οἰκουμενικὲς ἢ τοπικές.
Καὶ ὄχι ἁπλῶς σὲ τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς συνόδους. Γιατὶ μπορεῖ νὰ μαζευτοῦν καὶ χίλιοι ἀκόμη δεσποτάδες καὶ νὰ βγάλουν μία ἀ­πόφασι. Νομίζετε ὅτι ἀρκεῖ αὐτὸ γιὰ νὰ εἶνε αὐτὴ μία ἁγία Σύνοδος; Γιὰ νὰ ὀνομασθῇ μία σύνοδος οἰκουμενικὴ ἢ τοπική, ἐκτὸς τοῦ ὅτι αὐτοὶ πρέπει προηγουμένως νὰ νηστέ­ψουν καὶ νὰ παρακα­λέ­σουν τὸ Θεὸ νὰ ἔλθῃ ἐπ᾽ αὐ­τοὺς Πνεῦμα ἅγιο, χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Μπορεῖ νὰ γίνῃ καὶ σήμερα μιὰ τοπικὴ σύνοδος, νὰ μαζευτοῦν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι· ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶνε ἡ συνέλευσίς τους ἁγία Σύν­οδος καὶ ὄχι σύνοδος παρανομούντων, πρέπει, μόλις βγῇ καὶ ἀκουστῇ ἡ ἀπόφασις, ν᾽ ἀναπαύσῃ τὸ λαό. Τί ὅρους ἔχει θέσει ἡ Ἐκκλησία μας! Ἔβγαλε λόγου χάριν ἡ σύνοδος μιὰ ἀπόφασι; πρέπει ὅλο τὸ πλήρωμα, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ποῦν «Μάλιστα, ἐδῶ εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ», νὰ ἐπι­δοκιμάσουν δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἀποφάσισε ἡ σύνοδος. Ἐὰν ὁ εὐσεβὴς λαὸς διαφωνήσῃ –δὲ μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ αἱρετικοὶ ποὺ διαφωνοῦν, ἐννοοῦμε τοὺς πιστούς, τοὺς μοναχούς, αὐ­τοὺς ποὺ πονοῦν τὴν Ἐκκλησία–, ἐὰν αὐτὸς ὁ λαὸς διαφωνήσῃ, τότε ξέρετε τί θὰ γίνῃ; Ἡ σύνοδος δὲν θὰ εἶνε ἁγία, ἀλλὰ θὰ ὀνο­μασθῇ λῃστρική. Καὶ ἔχουμε τέτοιες συνόδους στὴν ἐκκλησιαστι­κὴ ἱστορία. Ὥστε κριτή­ριο πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶνε ὁ λαός, αὐτὸς εἶνε ὁ φύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τὸ φιλελεύθερο καὶ συνοδικόν. Ἀπόδειξις αὐτοῦ εἶνε ὅτι στὶς χειροτονίες λαμβάνει μέρος ἀπαραιτήτως ὁ λαός. Ὑπάρχει κανόνας! Ἄλλο τώρα ὅτι πήραμε τοὺς κανόνες καὶ τοὺς θάψαμε. Οἱ κανόνες λένε· δὲν ἐπιτρέπεται διᾶκος ἢ παπᾶς ἢ δεσπότης νὰ χειροτονηθῇ νύχτα μὲ κλειστὲς πόρτες. Ὄχι, δὲν εἶνε ὑπόθεσις οἰκογενειακή, τεσσάρων – πέντε ἀνθρώπων. Θὰ χειροτονηθῇ Κυρι­ακὴ ἢ μεγάλη ἑορτή, καὶ θὰ εἰδοποιηθῇ νὰ πα­ρίσταται ὅλος ὁ λαὸς ποὺ θὰ τὸν ἔχῃ ποιμένα. Καὶ πρὶν τὴ χειροτονία ὁ προεστὼς θὰ ρωτή­σῃ· –Εἶνε ἄξιος; Ἐὰν ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα ἀκου­στῇ φωνὴ «ἀνάξι­ος», τί λένε τὰ βιβλία, οἱ κανό­νες; – ἄλλο τὸ τί γίνεται τώρα· ἡ Ὀρθοδοξία λέει· θὰ σταματήσῃ ἡ χειροτονία καὶ ὁ ἀρχιερεὺς ποὺ ἔχει συνείδησι τῆς ἀποστολῆς του θὰ πῇ· –Ποιός φωνάζει; Ἔλα ἐδῶ, παιδί μου. Τί ἔχεις νὰ πῇς γιὰ τὸν χειροτονούμενο; –Ἔ­χω αὐτὰ κι αὐτά… –Πολὺ καλά. Ἀναβάλλεται ἡ χειροτονία γιὰ δύο μῆνες· δὲν χάθηκε ὁ κόσμος. Καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ θ᾿ ἀποδειχθῇ, ἂν οἱ κατηγορίες ἀληθεύουν ἢ εἶνε συκοφαντία. Καὶ ἂν μὲν εἶνε συκοφαντία, οὐαὶ καὶ ἀλ­λοίμονο στὸν συκοφάντη. Ἂν ὅμως γίνουν ἀ­νακρίσεις, ἐξετασθοῦν μάρτυρες καὶ ἀποδειχθῇ ὅτι οἱ καταγγελίες ἀληθεύουν, τότε ἡ χειροτονία ματαιώνεται. Δυστυχῶς τώρα, ὄχι πέντε – δέκα, ἀλλὰ ὅλη ἡ Ἑλλάδα νὰ φωνά­ξῃ «ἀνάξιος», αὐτοὶ μὲ τὴ δύναμι ποὺ διαθέτουν, μὲ βίαια μέσα, χειροτονοῦν τοὺς ἀναξί­ους. Σᾶς λέω ὑπευθύνως· χειροτονίες ποὺ γίνονται μὲ φωνὲς «ἀνάξιος», εἶνε ἀντικανονικές.
4. ΑΓΙΟΤΗΣ. Τὸ ἑπόμενο χαρακτηριστικὸ γνώ­ρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας ποιό εἶνε; Read more »

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ; 1. Ιερα παραδοσις & 2. θεια ευχαριστια

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 5th, 2014 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Κυριακὴ Α΄ Νηστειῶν
Σάββατο 8 Μαρτίου 2014 ἑσπέρας

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ (Α΄)

(ἱερὰ παράδοσις & θεία εὐχαριστία)

Επισκ. Αυγ.Σήμερα ἑορτή, ἀγαπητοί μου· εἶνε μία ἀπὸ τὶς λαμπρότερες ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τί εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία; Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δώσω μιὰ εἰκόνα της.

* * *

   1. ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ. Ἂν ὑπάρχῃ μιὰ λέξι ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Ἐκκλησία μας, εἶνε ἡ λέξι παράδοσις. Ὀρθοδοξία ἴσον παράδοσις.
Τί θὰ πῇ παράδοσις; Ὑποθέστε, ὅτι ἕνας ἔ­χει ἕνα θησαυρό, ἀπὸ 100 πολύτιμα πε­­τράδια, καὶ τὰ ἐμπιστεύεται σὲ καθένα ἀ­πὸ μᾶς καὶ μᾶς λέει· Πάρτε αὐτὰ τὰ πετράδια καὶ νὰ προσέξτε νὰ τὰ φυλάξετε· θὰ ἔρ­θω πάλι νὰ τὰ παραλάβω· δὲν πρέπει νὰ λεί­πῃ οὔ­τε ἕνα· ἑκατὸ σᾶς ἔδωσα, ἑκατὸ θὰ μοῦ πα­ραδώσετε. Προσέ­­ξτε ἀκό­μη νὰ μὴ ἀντικαταστήσετε ἕνα πραγμα­τικὸ πε­τρά­δι μὲ κάποιο ψεύτικο… Παραβολι­κὸς ὁ λό­γος· θησαυρὸς ἀνεκτίμητος εἶνε ἡ Ὀρθο­δοξία. Πετράδια ποὺ ἀστράφτουν εἶ­νε ἡ διδα­σκαλία της. Καὶ φύλακας, στὸν ὁ­ποῖον ὁ Κύρι­ος ἔχει ἐμπιστευθῆ αὐτὸ τὸ θησαυρό, εἴμαστε ὅλη ἡ Ἐκκλησία, κλῆρος καὶ λαός, καὶ μάλιστα ὁ λαός· αὐτὸς εἶ­νε ὁ φύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας. Πρέπει νὰ προσέ­ξουμε τὸ θησαυρό μας. Γι᾿ αὐ­τὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος φωνάζει· «Στήκετε, καὶ κρατεῖ­τε τὰς παραδόσεις τὰς ὁποίας ἐδιδάχθη­τε εἴ­τε διὰ λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β΄ Θεσ. 2,15).
Νὰ φοβούμεθα κρατώντας τὸν πολύτιμο θησαυρό. Ὅπως ἕνα παιδάκι ποὺ ἡ μητέ­ρα τοῦ δίνει ἕνα χρυσὸ νόμισμα κι αὐτὸ τὸ κάνει κομ­πόδεμα, καὶ προσέχει μὴν τὸ χάσῃ, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς αὐτὸ ποὺ μᾶς παρέδωσαν γενεὲς γενεῶν νὰ τὸ κρατήσου­με πολὺ προσεκτικά. Νὰ ἀγρυπνοῦ­με, μήπως μία γενεὰ παραδώσῃ στὴν ἄλλη κάτι λιγώτερο ἀπ᾿ ὅ,τι παρέλαβε. Ἂν ἡ δική μας γενεὰ ἀ­πὸ τὰ 100 πετράδια παραδώσῃ στὴν ἄλ­λη 99, ἡ ἄλλη γενεὰ θὰ παραδώσῃ στὴν ἑπομένη 98, ἡ ἄλλη γενεὰ θὰ παραδώσῃ 97 κ.ο.κ.. Ξέρετε ποῦ θὰ φθάσουμε ἔτσι; Ἀφαιρώντας ἕνα – ἕ­να τὰ πετράδια ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ στέμμα τῆς Ὀρ­θοδοξίας, θὰ φθάσουμε σὲ μία γενεὰ μακρι­­νὴ στὴν ὁ­ποία θὰ λεγώμαστε ὀρθόδοξοι ἀλλὰ δὲν θὰ εἴ­μαστε πλέον ὀρθόδοξοι. Νά ἔχουμε ἐπίσης φόβο μήπως κάποια γενεὰ παραδώσῃ στὴν ἄλλη κάτι διαφορετικὸ ἀπ᾽ ὅ,τι παρέλαβε, μήπως γίνῃ νοθεία τοῦ ἀληθινοῦ πνεύμα­τος τοῦ εὐαγγελίου τῆς Ἐκκλησίας μας.
Οἱ ὀρθόδοξοι πιστεύουμε σὲ ὅ,τι παρέλαβαν καὶ δίδαξαν οἱ ἅγιοι πατέρες· ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε Ἐκκλησία τῶν πατέρων. Πιστεύουμε σ᾽ αὐτὰ ποὺ οἱ πατέρες παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς ἀ­ποστόλους, σ᾿ αὐτὰ ποὺ οἱ ἀπόστολοι παρέλα­βαν ἀπὸ τὸ Χριστό, σ᾽ αὐτὰ ποὺ ὁ Χριστὸς παρέ­λαβε ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἀ­πὸ ᾽κεῖ ἀρ­χίζει ἡ παράδοσις, ἐκεῖ εἶνε ὁ πρῶ­τος κρίκος. Ὅπως ὁ πολυέλεος –ποὺ ἔχει συμβολισμό– κρέ­μεται ἀ­πὸ μιὰ ἁλυσί­δα, τῆς ὁποί­ας ὁ πρῶτος κρί­κος εἶνε πιασμένος ἐπάνω στὸν τροῦλλο, ἔτσι καὶ ἡ παράδοσις εἶνε μία σειρὰ κρίκων, χρυσῆ ἁ­λυσίδα μὲ πολλοὺς κρίκους. Ὁ πρῶτος κρίκος εἶνε ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ κατόπιν κατεβαίνουμε· ἀκολουθοῦν οἱ ἀπόστο­λοι, μετὰ οἱ πατέρες, καὶ προχωρώντας φθάνουμε ἕως ἐ­μᾶς, μέχρι τὴ γενεά μας. Χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ νὰ μὴν ἀδυνατίση καὶ νὰ μὴ σπάσῃ κανένας κρίκος, νὰ μὴ γίνῃ ἀλ­λοίωσις τῆς διδασκαλίας ποὺ παραλάβαμε.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἴπαμε εἶνε θησαυρός, εἶ­νε χρυσός. Καὶ ἔτσι, σὰν χρυσὸ νόμισμα, κυκλοφορεῖ στὸν κόσμο διὰ μέσου τῶν γενεῶν. Ἀλ­λὰ στὴν ἀγο­ρὰ κοντὰ στὰ γνήσια χρυσᾶ νομίσματα κυκλο­φοροῦν καὶ κίβδηλα, κάλπικα. Ἢ μπορεῖ κάποιοι ἀπατεῶνες μὲ μιὰ λίμα νὰ φθεί­ρουν ἕνα χρυσὸ νόμισμα ἀφαιρώντας κάτι ἐ­λάχιστο ἀ­πὸ τὴν ἀξία του. Γι᾽ αὐτὸ βρέθηκε μη­χά­νημα, μέσα στὸ ὁποῖο ῥίχνουν ὅλα τὰ νομίσμα­τα, κι αὐτὸ κάνει ἔλεγχο· κρατάει ὅσες λίρες εἶνε γνήσιες, καὶ ὅσες ἔχουν καὶ τὴν ἐλάχι­στη φθορὰ τὶς πετάει ἔξω. Ἔτσι καὶ ἡ Ὀρθο­δο­ξία· δοκιμάζει ποιά διδασκαλία ξεφεύγει ἀπὸ τὴν παράδοσι καὶ τὴν ἀπορρίπτει καὶ ποιά εἶνε σύμφωνη καὶ τὴν κρατάει, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Παύ­λου «Στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις…».

2. ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ. Ἡ Ὀρθοδοξία, ἀγαπητοί μου, θεωρεῖ τὸν λόγο – τὸ κήρυγμα οὐσιῶ­δες στὴ ζωή της· γι᾿ αὐτὸ ἐ­πά­νω στὴν ἁγία τρά­πεζα ὑπάρχει τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ κέντρο ὅμως τοῦ βάρους πέφτει στὴ μυσταγωγία. Εἶνε μυσταγωγικὸς ὁ χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ποὺ μεταδίδει τὸ αἷμα σὲ ὅλο τὸ σῶμα, εἶνε τὸ ἁγιώτατο καὶ ὑπερφυέστατο μυστήριο, ὁ μυστικὸς δεῖπνος· τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ «Λάβετε, φάγετε…» – «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26,26-27. Μᾶρκ. 14,22-23), τὸ ποτήριον τῆς καινῆς διαθήκης (Λουκ. 22,20. Α΄ Κορ. 11,25).
Ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς προτεστάντες, ποὺ Read more »

Μια εικονα της υποκρισιας

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγάλη Δευτέρα βράδυ

Μια εικονα της υποκρισιας

«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί» (Ματθ. 23,13)

ΟΥΑΙ ΥΜΙΝΘὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, νὰ σιωπῶ συν­αι­σθανόμενος τὴν ἀτέλεια καὶ ἁμαρτωλότητά μου. Ἐν τούτοις, ἀ­κούγοντας σήμερα τὰ τροπά­ρια τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ τονί­ζουν ὅτι ὅποιος ἔχει κάποιο τάλαντο δὲν πρέπει νὰ τὸ κρύβῃ, ἀλλὰ νὰ ἐξαγγέλλῃ τὰ με­γαλεῖα τοῦ Θεοῦ («κατάγγελλε τὰ θαυμάσια αὐ­τοῦ» Μ. Τρ. δοξ. αἴν.), αἰσθάνομαι χρέος νὰ πῶ λίγα λόγια.

* * *

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως λέει ἕνα τροπάριο, εἶνε «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς…» (ὄρθρ. Μ. Σαβ., ἐγκώμ. στάσ. α΄). Ὅταν λέει «ὡραῖος» δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς τὴν φυσική του ὄψι· ἐννοεῖ προπαντὸς τὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο τοῦ προσώπου του. Καὶ ὁ ἁγιώτερος ἄνθρωπος ἔχει ἐλαττώματα, ἐνῷ ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει καν­ένα ἐλάττωμα. Εἶνε τέλειος ἐν πᾶσι. Ἀπὸ τὰ ἅγιά του χείλη δὲν βγῆκε ποτὲ ἄ­στοχος λόγος. Ὅ,τι ἔλεγε ἦταν ζυγισμένο, μετρημένο. Ἡ ἀ­γάπη του ἀνέκφραστη. Ἀγάπησε ὅλους· ἐνηγ­καλίσθη καὶ εὐλόγησε τὰ παιδιά, παρηγόρησε θλιμμένες γυναῖκες, δέχθηκε κάθε μετανο­οῦντα ἁμαρτωλὸ μὲ πατρικὴ στοργή. Καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμα ποὺ τὸν ἀδίκησαν συμπεριφέρθηκε μὲ εὐγένεια. Στὸν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης ἐπὶ κε­φαλῆς ἀποσπάσματος πῆγε στὴ Γεθ­σημανῆ καὶ τὸν πρόδωσε μὲ φίλημα, ὁ Χριστὸς δὲν μίλησε μὲ ἀγανάκτησι, δὲν τὸν εἶπε προδότη ἢ κά­ποια ἄλλη παρόμοια λέξι ἀπὸ ᾽­κεῖνες ποὺ λέμε ἐμεῖς ἂν μᾶς πειράξουν, ἀλλὰ τὸν προσφώνη­σε γλυκύτατα· «Ἑταῖρε (=φίλε), ἐφ᾽ ᾧ πάρει», κάνε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθες (Ματθ. 26,50). Στὸν δοῦλο ἐκεῖνον ἐ­πίσης –ἕναν ἐλεεινὸ κόλακα– ὁ ὁποῖος στὸ δι­καστήριο τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα σήκωσε τὸ βρωμερὸ χέρι του καὶ τὸν ἐρράπισε, εἶ­πε μόνο· «Εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον πε­ρὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις;» (Ἰω. 18,23). Αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός μας. Ἀπόψε ὅμως τὸ εὐαγγέλιο παρουσιάζει μία ἄλλη ὄψι τοῦ Κυρίου. Νομίζω, ἐγὼ τοὐλάχιστον, ὅτι ἀστράφτει καὶ βροντᾷ. Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ βγαίνουν δέσμες ἐλεγκτικοῦ λόγου, ἀπὸ τὰ χείλη του πέφτουν ἀστροπελέκια. Καὶ τὰ ἀστροπελέκια εἶνε ὁ ἔλεγχος τῶν γραμμα­τέων καὶ φαρισαίων, τὰ ὀκτὼ ἐκεῖνα «οὐαί» (βλ. Ματθ. 23,13-32). «Οὐαὶ» θὰ πῇ «ἀλλοίμονο». Καὶ γιατί ἆραγε τοὺς ἤλεγξε; Γιὰ μία φοβερὴ κακία ποὺ εἶχαν, τὴν ὑποκρισία. «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί…», λέει (Ματθ. 23,13). Τοὺς ἐλέγχει ὁ Κύριος, διότι ἄλλοι ἦταν καὶ ἄλλοι ἐφαίνοντο. Ἂς ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν ὑποκρισία.

* * *

Τὴν ὑποκρισία τὴ βλέπουμε καὶ σήμερα, ἀ­γαπητοί μου, στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο. Θέλετε μερικὰ παραδείγματα ὑποκριτῶν; Ἕνας λόγου χάριν εἶνε φιλάργυρος· ἀλλ᾽ ἐνῷ ἀγαπᾷ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, προσπαθεῖ ἐν τούτοις μὲ ὡρισμένες ἐξωτερικὲς πράξεις, κάποιες μι­κρὲς ἐλεημοσύνες ποὺ κάνει, κάτι ψίχουλα ποὺ δίνει, νὰ φανῇ φιλάνθρωπος καὶ ν᾽ ἀφήσῃ μιὰ εἰκόνα εὐεργέτου. Εἶνε πάλι κάποιος ἄλ­λος ὁ ὁποῖος εἶνε ἄπατρις, δὲν ἀγαπάει τὴν πατρί­δα, τὸ παρελθόν του μαρτυρεῖ ὅτι μισεῖ τὸ ἔ­θνος. Ἐν τούτοις τὸν βλέπεις νὰ κρύβῃ τὸ ἀ­λη­θινὸ φρόνημά του, νὰ παίρνῃ ἄλλο ὕφος, νὰ φορῇ προσωπεῖο καὶ νὰ παρουσιάζεται ἔ­τσι δημοσίως, νὰ δημιουργῇ καὶ πατριωτικὴ κίνησι, καὶ πίσω ἀπὸ αὐτὴν νὰ καλύπτωνται καταχθόνια σχέδια· κάτω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο πατριωτικῶν σωματείων κρύβονται κάποτε κατα­χθόνια σχέδια πρὸς δι­άλυσιν τῆς ἱστορι­κῆς μας πατρίδος. Φιλάργυρος, καὶ ἐμφανίζε­ται ὡς ἐλεήμων· ἐχθρὸς τῆς πατρίδος, καὶ πα­ρουσιάζεται ὡς πατριώτης. Ὁ ἄλλος, ἐνῷ ­εἶ­νε ἀσεβὴς καὶ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὸ Θεό, γιὰ νὰ ἔ­χῃ ὅμως τὴν ψῆφο τῶν θρησκευ­ομένων, ἐμφα­νίζεται σὲ ἐκκλησίες, κάνει τὸ σταυρό του, ἀ­νάβει κεριά, δείχνει ὄψι θρήσκου ἀνθρώπου, ἐνῷ στὰ βάθη του δὲν ὑ­πάρχει τίποτα τὸ οὐ­σιῶδες· ὅλα εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἐπικάλυμμα.
Ἡ ὑποκρισία ἔχει σχέσι μὲ τὸ θέατρο. Στὴν ἀρχαία τραγῳδία οἱ ἠθοποιοὶ ἐλέγοντο ὑποκριταί. Βλέπεις π.χ. ἐπάνω στὴ σκηνὴ ἕναν πάμπτωχο, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε σπίτι οὔτε περι­ουσία, καὶ ξαφνικὰ τὸν ντύνουν βασιλιᾶ· κι ἀνοίγει ἡ αὐλαία καὶ παρουσιάζεται ὡς Μέγας Ἀλέξανδρος. Καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὅμως, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, οἱ ἄνθρωποι παίζουμε ἕνα θέατρο· ἄλλοι εἴμαστε, καὶ ἄλ­λοι φαινόμαστε. Μοιάζουμε μὲ ἕνα ἐπίχρυσο σκεῦος πού, ἐὰν ξύσῃς μὲ τὸ νύχι σου τὴν ἐ­πι­­φάνεια, ἀπὸ κάτω εἶνε σίδερο, χαλκός, ὕλη εὐ­τελής. Ἐπιχρυσωμένα ἀγγεῖα φαινόμαστε κ᾽ ἐμεῖς. Ὁ ὑποκριτὴς ὑπενθυμίζει τὸ μῦθο τοῦ Αἰσώπου ποὺ λέει, ὅτι μιὰ ἀλεποῦ, γιὰ νὰ ξεγελάσῃ τὶς κόττες καὶ νὰ τὶς φάῃ, πῆγε στὸ κοττέτσι ντυμένη σὰν γιατρὸς καὶ ζήτησε νὰ τῆς ἀνοίξουν γιὰ νὰ θεραπεύσῃ τὶς ἄρρωστες κόττες· εὐτυχῶς ὅμως, βλέπον­τας τὴν ἄκρη τοῦ ποδιοῦ της, τὴν κατάλαβαν καὶ γλύτωσαν.
Ἀλλὰ ἡ καλύτερη ἀπεικόνισι τῶν ὑποκρι­τῶν εἶνε αὐτὴ ποὺ κάνει ὁ Κύριος στὸ σημερι­νὸ εὐ­αγγέλιο. Ὁ ὑποκριτής, λέει, μοιάζει μὲ ἀ­σβεστωμένο τάφο, ποὺ ἀπ᾽ ἔξω γυαλίζει, ἀλλ᾽ ὅταν σηκώσῃς τὴν πλάκα, ἀπὸ κάτω εἶνε κόκκαλα νεκρά, σάρκες σαπισμένες καὶ κάθε ἀ­καθαρσία καὶ δυσωδία. Ἔτσι εἶνε ὁ ὑποκριτής· ἀπ᾽ ἔξω φαίνεται ἐνάρετος, ἀλλ᾽ ἀπὸ μέσα εἶνε γεμᾶτος ἀπὸ κάθε παρανομία (βλ. Ματθ. 23,27-28).
Ἡ ὑποκρισία κάνει τὴν ἐμφάνισί της σὲ διαφόρους τομεῖς τοῦ βίου.
⃝ Στὸ γάμο. Read more »

«Σημερον κρεμαται επι ξυλου…»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Mεγάλη Πέμπτη βράδυ

«Σημερον κρεμαται επι ξυλου…»

«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας» (ἀντίφ. ιε΄ ὄρθρ. Μ. Παρ.)

Εσταυρ..ΟΣΟ, ἀγαπητοί μου, προχωρεῖ ἡ ἀκολουθία καὶ πλησιάζει ἡ στιγμὴ τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, τόσο οἱ ὕμνοι καὶ τὰ τροπάρια γίνονται γλυκύτερα. Προκαλοῦν συγκίνησι· μόνο χυδαῖες ψυχὲς παραμένουν ἀσυγκίνητες.
Παγκόσμιος θρῆνος. Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς καλεῖ νὰ συμμετάσχουν στὸ θρῆνο καὶ στὸ πένθος ἄγγελοι, ἄνθρωποι ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ ἄψυχα δημιουργήματα. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀναφέρει καὶ τὴ γῆ. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας», λέει. Ἐπιτρέψτε μου, μολονότι εἶστε κουρασμένοι, νὰ πῶ λίγες λέξεις στὸ σημεῖο αὐτό· πενθεῖ ἡ γῆ.

* * *

ϗ Ἀλλὰ ΤΙ ΕΙΝΕ Η ΓΗ; Ἡ γῆ, ἀπαντοῦν οἱ ἀστρονόμοι, εἶνε ἕνας πλανήτης, ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα οὐράνια σώματα ποὺ ὑπάρχουν. Ἐν συγκρίσει μὲ τὰ ἄλλα οὐράνια σώματα ἡ γῆ εἶνε ἕνας μικρὸς κόκκος. Ἂν γιὰ μᾶς ἡ ὑδρόγειος σφαῖρα φαίνεται μεγάλη, ἐν συγκρίσει ὅμως μὲ ἄλλες σφαῖρες, ποὺ στροβιλίζονται στὸ ἄπειρο, εἶνε πολὺ μικρή.
Καὶ ὅμως ἡ γῆ ἔχει κάτι μοναδικό. Εἶνε οὐράνιο σῶμα εὐλογημένο, καλλωπισμένο, ὡραιότατο. Εἶνε, ὅπως εἶπε κάποιος ἀστρονόμος, «τὸ διαμάντι τῶν ἀστέρων». Ἐδῶ ὑπάρχει βλάστησι, χλόη, ἄνθη, δέντρα, καρποί· ἐδῶ ὑπάρχουν ψάρια, ζῷα, πουλιά· ἐδῶ ὑπάρχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ εἶνε ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ὕπαρξι τῆς ζωῆς. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα στοιχεῖα εἶνε τὸ νερό. Ἐδῶ ὑπάρχουν νερὰ ἄφθονα· πηγές, ποταμοί, λίμνες, θάλασσες καὶ ὠκεανοί, πού καλύπτουν τὰ τρία τέταρτα τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς.
«Ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας», λέει ὁ ὕμνος. Πολλοὶ αὐτὸ τὸ ἀμφισβητοῦσαν, ἀπεδείχθη ὅμως ἀληθινό. Οἱ ἀστροναῦτες ποὺ εἶδαν τὴ γῆ ἀπὸ τὴ σελήνη, ἀπήλαυσαν ἕνα θαυμάσιο θέαμα. Τὴν εἶδαν μιὰ πελώρια πολύχρωμη σφαῖρα ἀλλοῦ ἄσπρη (οἱ παγετῶνες), ἀλλοῦ πράσινη (τὰ δάση), ἀλλοῦ φαιὰ – σκούρα (ἡ ξηρά), καὶ τὸ περισσότερο γαλάζια (ἡ θάλασσα).
Οἱ ἀρχαῖοι, ποὺ δὲν γνώριζαν πολλὰ πράγματα, νόμιζαν ὅτι ἡ γῆ εἶνε ἐπίπεδη κι ὅτι τὴ σηκώνει στοὺς ὤμους του ὁ μυθικὸς Ἄτλας. Σήμερα γνωρίζουμε, ὅτι ἡ γῆ εἶνε μιὰ πελώρια σφαῖρα ποὺ αἰωρεῖται στὸ ἄπειρο. Καὶ κάνει δύο κινήσεις· διαγράφει ἕνα κύκλο γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ μία στροφὴ γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της· ἡ μία κίνησις δημιουργεῖ τὸ ἔτος, ἡ ἄλλη δημιουργεῖ τὸ ἡμερονύκτιο. Καὶ τρέχει μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα· σὲ ἕνα δευτερόλεπτο διανύει εκοσι χιλιάδες χιλιόμετρα!
Πῶς στέκεται; Δύσκολο ἐρώτημα. Ἡ ἐπιστήμη ἀπαντᾷ, ἀλλὰ δὲν ἐξηγεῖ· ἁπλῶς περιγράφει. Λέει, ὅτι ἰσορροποῦν δύο τεράστιες δυνάμεις, ἡ παγκόσμιος ἕλξις ποὺ τὴν τραβᾷ πρὸς τὰ μέσα καὶ ἡ φυγόκεντρος δύναμις ποὺ τὴν ὠθεῖ πρὸς τὰ ἔξω. Ὅπως ἐμεῖς μικρὰ παιδιὰ παίζοντας παίρναμε ἕνα κουβαδάκι, τὸ γεμίζαμε νερό, τὸ δέναμε μ᾿ ἕνα σχοινὶ καὶ τὸ περιστρέφαμε, καὶ τὸ νερὸ δὲν χυνόταν. Ἔτσι κ᾿ ἐδῶ· κάποιο ἀόρατο χέρι στρέφει συνεχῶς, ἐπὶ αἰῶνες τώρα, τὴ γῆ, κι αὐτὴ αἰωρεῖται καὶ κινεῖται μέσα στὸ ἄπειρο.
Σᾶς ἐρωτῶ· εἶνε δυνατὸν ἡ ὕλη μόνη της νὰ ἔχῃ τέτοιες δυνάμεις; Ποιός ἔβαλε μέσα στὴ νεκρὰ ὕλη τέτοιες τεράστιες μυστηριώδεις δυνάμεις; Μία εἶνε ἡ λογικὴ ἀπάντησις· ὁ Θεός. «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, καὶ οὐδείς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων σου» (μέγ. ἁγιασμ., εὐχὴ Σωφρονίου Ἰεροσ.). Γι᾿ αὐτὸ σήμερα ὁ ποιητὴς θυμᾶται τὴ γῆ, τὸ ἔξοχο δημιούργημα, ποὺ συμμετέχει καὶ αὐτὸ στὸ θρῆνο γιὰ τὸ δημιουργό του.
Ἐγὼ θὰ ἤθελα, αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν καὶ βλαστημοῦν τὸν Ἐσταυρωμένο, νὰ τοὺς βάλουμε σ᾿ ἕνα πύραυλο καὶ νὰ τοὺς πᾶμε στὴ σελήνη, ὅπου ἐπικρατεῖ νέκρα· οὔτε ἀέρας, οὔτε σταγόνα νεροῦ ἐκεῖ. Ἀχάριστε ἄνθρωπε! πίνεις τὸ νερό, ἀναπνέεις τὸν καθαρὸ ἀέρα, κ᾿ ἕνα εὐχαριστῶ δὲ λές· τὴ μπουκιὰ ἔχεις στὸ στόμα, καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾷς.
Ἡ γῆ αὐτή, ποὺ εἶνε τὸ πεδίον τῆς δράσεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶνε καὶ μάρτυς τῶν ἔργων του. Ἂν μποροῦσε νὰ μιλήσῃ, θὰ ἐξιστοροῦσε τὰ φοβερὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔγιναν ἐπάνω στὸν φλοιό της. Δὲν ὑπάρχει γωνιὰ τῆς γῆς ποὺ δὲ μολύνθηκε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς διέπραξε μεγάλα ἐγκλήματα. Ἀλλὰ τὸ πιὸ ἀπαίσιο ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἐγκλήματα εἶνε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐσταύρωσε τὸ Δημιουργό του, τὸ Θεό. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀνταπόδοσις καὶ εὐγνωμοσύνη του! Γι᾿ αὐτὸ πενθεῖ ἡ γῆ· «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας».
– Προσέξατε τί λέει ὁ ὕμνος; «ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΡΕΜΑΤΑΙ (Ο ΧΡΙΣΤΟΣ) ἐπὶ ξύλου». Δὲ λέει «ἐκρεμάσθη»· λέει «κρεμᾶται», σὲ ἐνεστῶτα. Τί ἔννοια ἔχει αὐτὸς ὁ ἐνεστώς; Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐκρεμάσθη σὲ ὡρισμένη χρονικὴ στιγμή, ἐφ᾿ ἅπαξ, γιατί λέει «σήμερον κρεμᾶται»; Διότι συνεχίζεται τὸ μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ μας. Ξανασταυρώνεται ὁ Χριστός. Ναί, ξανασταυρώνεται. Ὄχι πλέον ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς λεγομένους Χριστιανούς, αὐτοὺς ποὺ βαπτίσθηκαν στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, φέρουν ὀνόματα χριστιανικὰ καὶ τώρα τὶς μέρες αὐτὲς πυκνώνουν τὰ ἐκκλησιάσματα.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει Read more »

ΩΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγάλη Δευτέρα

Ομιλια Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ωρες της Μεγαλης Εβδομαδος

ΝΥΜΦΙΟΣΔΟΞΑ τῷ Θεῷ φθάσαμε στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Τὸ αἰσθανόμεθα;
Γιατί ἆραγε ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ ὀνομάζεται Μεγάλη; 168 ὧρες ἔχει κάθε ἑβδομάδα τοῦ ἔ­τους, 168 ὧρες ἔχει καὶ ἡ ἑβδομάδα αὐτή. Γιατί τότε τὴν ὀνομάζουμε Μεγάλη; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂς σκεφτοῦμε τὰ ἑξῆς.

* * *

Ὁ χρόνος, ἀδελφοί μου, αὐτὸς καθεαυτὸν δὲν ἔχει ἀ­ξία. Ἂν π.χ. κάποιος βρεθῇ μέσα στὴ Σαχάρα, καὶ χίλια χρόνια ἂν ζοῦσε ἐκεῖ, δὲν θὰ εἶχε τίποτα ἀξιόλογο νὰ θυμηθῇ. Ὁ χρόνος μοιά­­ζει μ᾽ ἕνα λευκὸ ἄγραφο χαρτί, ποὺ ἀποκτᾷ ἀ­ξία ὅταν γράψῃς κάτι σ᾽ αὐτό, ὅταν γεμίσῃ μὲ κείμενο. Ἔτσι καὶ ὁ χρόνος· ἀποκτᾷ ἀξία ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ θὰ γίνουν στὸ δι­άστημά του.
Πάρτε γιὰ παράδειγμα ἕναν ἄνθρωπο ἄνω τῶν 60 ἐτῶν, ποὺ ἔχει δεῖ πολλὰ στὴ ζωή του. Ἂν τὸν ρωτήσετε, ποιές εἶνε οἱ σπουδαιότερες ὧρες τῆς ζωῆς του, τί θὰ πῇ; Κάθε θνητός, καὶ ὁ πιὸ ἄσημος, ἔχει ὡρισμένες στιγμὲς ποὺ γι᾽ αὐτὸν ἀποτελοῦν σταθμούς. Τέτοιοι στα­θμοὶ εἶ­νε ἡ ὥρα τῆς γεννήσεώς του, τὰ γενέθλια· ἡ ὥρα τοῦ γάμου του· ὅταν γεννήθηκε τὸ πρῶ­το του παιδί, ἡ «χαρὰ ὅτι ἐγεννήθη ἄν­θρωπος εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 16,21)· ἡ ὥρα ποὺ πῆ­ρε τὸ δίπλωμά του, κ.λ.. Ἂν κάποιος ἀκολου­­θήσῃ τὸ πρόγραμμα τῶν ἐπικουρείων, τὸ «Φά­γω­μεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13. Α΄ Κορ. 15,32), καὶ ἑκατὸ χρόνια νὰ ζήσῃ, τίποτα δὲν θὰ εἶνε ἀξιόλογο. Στὰ μέρη τῆς Δωρίδος καὶ ἀλλοῦ εἶχα ἀκούσει ὅτι στὶς γιορ­­τές τους εὔχονται ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «κορακοζώητος», νὰ ἔχῃ δηλαδὴ τὰ χρόνια τοῦ κόρακα ποὺ ζῇ διακόσα χρόνια. Τί τὸ ὄφελος ὅ­μως; Ὁ κόρακας τὸ μόνο ποὺ κάνει εἶνε νὰ φω­­­νά­ζῃ κρά, κρά. Ἐνῷ τὸ ἀηδόνι, μπορεῖ νὰ ζῇ δυὸ – τρία χρόνια μόνο, ἀλλὰ γεμίζει τὸ δάσος μὲ τὴ με­λῳδία του. Προτιμότερο νὰ εἶ­σαι ἀηδονάκι καὶ νὰ γεμίζῃς τὴ ζωὴ μὲ ὡραῖα ᾄ­σματα, παρὰ κοράκι καὶ νὰ βγάζῃς μόνο ἄγρι­ες κραυγές. Καὶ σήμερα δυστυχῶς οἱ πολλοὶ ἔγιναν κόρακες τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ Νῶε.
Ὅπως ὅμως τὰ ἄτομα ἔ­χουν ὧρες σημαν­τικές, ἔτσι ἔχουν τέτοιες ὧρες καὶ οἱ οἰ­κογένειες. Καὶ ὅπως ἔχουν οἱ οἰ­κογένειες, ἔτσι ἔ­χουν καὶ τὰ ἔθνη καὶ οἱ κοινωνίες ὧρες σημαντικές. Ἐὰν μὲ ρωτή­σετε λ.χ. γιὰ τὸ μικρό μας ἔ­θνος, ποιά εἶνε ἡ σπουδαιότερη ὥρα τῆς νεωτέρας ἱστορίας του, θὰ σᾶς ἀπαντήσω, ὅτι αὐτὴ ἀσφαλῶς εἶνε ἡ 25η Μαρτίου 1821, ὅ­ταν ὁ ῾Ρήγας Φεραῖος εἶπε
«Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωὴ
παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή».
Ἀξία, ἐπαναλαμβάνω, ὁ χρόνος ἀποκτᾷ Read more »

Τα καθηκοντα μας τη Μεγαλη Εβδομαδα

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ Βαΐων (βράδυ)

Τa καθηκοντα μας τη Μεγαλη Εβδομαδα

«Τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου τὰς ἀπαρχὰς ἡ παροῦσα ἡμέρα λαμπροφορεῖ. Δεῦτε οὖν, φιλέορτοι, ὑπαντήσωμεν ᾄσμασιν…» (κάθ. Μ. Δευτ.)

Ακρα ταπειν.Φθάσαμε, ἀγαπητοί μου, στὰ σωτήρια πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ λέγεται Με­γάλη, διότι μέσα στὶς 168 ὧρες της, ἀπὸ σήμερα μέχρι τὴ νύ­χτα τῆς Ἀναστάσεως, τιμῶνται μεγάλα γεγονό­τα, μοναδικὰ καὶ κοσμοϊστορικά, ποὺ συγ­κλόνισαν τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια καὶ τὰ καταχθόνια. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ ὀ­νομάζεται Μεγάλη· ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν θὰ πρέπῃ νὰ περάσῃ ὅπως οἱ ἄλλες.
Καὶ θέτω τὸ ἐρώτημα· ποιά εἶνε τὰ καθή­κον­τα ἑνὸς Χριστιανοῦ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα; Δὲν ἀπευθύνομαι σὲ ἀπίστους, ἀθέους ἢ σὲ χι­λιαστάς· ἀπευθύνομαι σὲ πιστούς, ποὺ θέλουν νὰ ἑορτάσουν σωστά. Ποιά εἶνε λοιπὸν τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχουμε τὴν ἑβδομάδα αὐτή;

* * *

⃝Τὸ πρῶτο καθῆκον, ἀδελφοί μου, εἶνε νὰ εὐ­χαριστήσουμε ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας τὸν Κύρι­ον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅλη βέβαια ἡ ζωή μας πρέπει νά ᾽νε ἕνα εὐχαριστῶ, ἕ­να «Δόξα σοι, Κύριε», γιὰ τὶς μικρὲς καὶ μεγάλες εὐεργεσίες του, τὶς φα­νερὲς καὶ ἀφανεῖς, γιὰ ὅλα τὰ καλά, ὑλικὰ καὶ πνευματικά, ποὺ ἐπιδαψιλεύει ἡ χάρις του· τὸν ἥλιο, τὸν ἀέρα, τὸ νερό, τὰ λουλού­δια, τὰ ἀκρογιάλια, ὅλη τὴν πλάσι. Νὰ τὸν εὐ­χα­ριστοῦμε ἀκόμη γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ τὰ ἀδέρφια, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά, γιὰ τὸ χρόνο καὶ τὶς ἐποχές, γιὰ ὅ,τι εὐλο­γημένο καὶ ἀναγκαῖο. Ἄνθρωπος ἀ­γνώμων εἶ­νε χειρότερος ἀπὸ ζῷο. Ἕνα σκύλο ἔχεις, ἕ­να κομμάτι ψωμὶ τοῦ πετᾷς, καὶ κουνάει τὴν οὐρά του καὶ σοῦ λέει εὐχαριστῶ. Κι ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν πρέπει νά ᾽νε εὐ­­γνώμων στὸ Θεό. Νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅ­λα, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ του, γιὰ τὰ σεπτά του πάθη. Ἀκόμη νὰ τὸν εὐχαρι­στήσουμε καὶ γιὰ κάτι ἄλλο· γιὰ τὴ μακροθυμία του στὰ τόσα ἐγ­κλήματά μας καὶ μάλιστα στὶς βλασφημίες, γιὰ τὶς ὁποῖες θά ᾽πρεπε ν᾽ ἀ­νοί­ξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς κα­ταπιῇ κ᾽ ἡ θάλασσα νὰ φουσκώ­σῃ νὰ μᾶς πνίξῃ, καὶ ὅμως μᾶς ἀνέχεται. Γι᾿ αὐτὸ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἡ Ἐκκλησία λέει «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι».
⃝ Τὸ ἕνα καθῆκον μας λοιπὸν εἶνε νὰ εὐχαρι­στοῦμε τὸ Θεό. Τὸ ἄλλο εἶνε νὰ παρακολουθή­σουμε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Οἱ ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος δὲν εἶνε ὅπως οἱ ἄλλες· διαφέρουν πολύ. Οἱ ὕμνοι της, ποὺ εἶνε γλυκύ­τεροι ἀπ᾽ τὸ μέλι, τὰ ἐμπνευσμένα αὐτὰ ποιή­ματα ὅπως π.χ. ὁ ἐπιτάφιος θρῆνος, δὲν ὑ­πάρ­χουν σὲ καμμιά θρησκεία στὸν κό­σμο. Καὶ μόνο τὰ τροπάρια αὐτά, ποὺ δὲν τά ᾽χουν οὔτε φράγ­­κοι οὔτε προτεστάντες οὔ­τε κανεὶς ἄλλος, φτά­νουν ν᾽ ἀποδείξουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶ­νε ἀ­πὸ τὴ γῆ· εἶνε ἀπὸ τὸν οὐρανό, εἶνε θεό­­πνευστη. Ποιός τὰ ἔκανε αὐτά; ποῦ γράφτη­καν, μέσα σὲ σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια; Τὰ ἔ­φτειαξαν μέσα σὲ σπηλιὲς ἅγιοι ἀσκηταί, ποὺ τὸ δάκρυ τους ἔπεφτε στὴ γῆ καὶ τὴν ἔκανε νὰ λουλου­δίζῃ. Δὲν τά ᾽γραψαν ἁπλῶς μὲ τὸ μυαλὸ καὶ τὰ γράμματα ποὺ ἤ­ξεραν· αὐτὰ εἶνε τὸ αἷ­μα τῆς καρδιᾶς τους, συν­αίσθημα ὑγιές, ἔκφρασι ζωῆς, βιώματα ἅγια, ἀλήθειες, ποὺ μόνο ὅσοι ἀγάπησαν γνησίως τὸ Χριστὸ μποροῦσαν νὰ ἔ­χουν. Πρέπει νά ᾽νε ἀναίσθητος κανεὶς γιὰ νὰ μὴν τὸν συγκινοῦν. Ἂς τὰ παρακολουθήσουμε λοιπὸν στὴν ἐκκλησία κρατώντας μιὰ Συνόψι.
⃝ Τὸ τρίτο καθῆκον μας. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε ἑβδομάδα νηστείας, αὐστηρῆς νηστείας. Μὴν ἀκοῦτε τοὺς ὑλιστὰς καὶ ἀσεβεῖς· ἐμεῖς ἀ­πὸ τὴν παράδοσι ἀποστόλων καὶ πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας τηροῦμε τὶς νηστεῖες τῆς ἁ­γίας μας Ἐκκλησίας καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν τὴ νηστεία αὐτή. Ὅταν λέμε νηστεία, δὲν ἐννοοῦμε νὰ νηστέ­ψῃ ἁπλῶς τὸ στομάχι γιὰ νὰ θυμηθῇ τὸ ὄξος τοῦ σταυροῦ· ἐννοοῦμε μαζὶ μὲ τὸ στομάχι νὰ νηστέψῃ καὶ τὸ στόμα ἀπὸ κακολογία, ἡ γλῶσσα ἀπὸ αἰσχρολογία, τὰ μάτια ἀπὸ αἰσχρὰ θεάμα­τα. Τέτοιες μέρες στὸ Βυζάντιο οἱ αὐτοκράτο­ρες ὑπέγραφαν διαταγή· Μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο καὶ Κυριακὴ κλειστὰ τὰ ἱπποδρόμια καὶ ὅλα τὰ θέατρα. Πενθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ἂν ἤμασταν χριστιανικὸ κράτος, θά ᾽πρεπε ἀπὸ αὔριο νὰ εἶνε κλεισμένα τὰ καταγώγια καὶ τὰ κέντρα διαφθορᾶς, καὶ νὰ ἐπικρατῇ πένθος γι᾿ Αὐτὸν ποὺ ὑψώθηκε γιὰ μᾶς ἐπάνω στὸ σταυρό.
⃝ Ἀλλὰ ἔχουμε κ᾽ ἕνα ἄλλο καθῆκον. Εἶνε τὸ καθῆκον τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς θείας μεταλήψεως. Ἐπ᾽ αὐτοῦ δὲν θὰ ἐπεκταθῶ. Τοῦτο μόνο θὰ πῶ. Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες καὶ ἰδίως τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως καλούμεθα νὰ μείνουμε στὸ ναὸ μέχρι τέλους μὲ τὴν ἀναστάσιμη λαμπάδα. Ὅποιος ἀκούει τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» καὶ μετὰ φεύγει, προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ μείνῃ στὸ σπίτι του. Αὐτὸ ποὺ γίνεται, νὰ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησίες μετὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», εἶνε βεβήλωσις, περιφρόνησι στὸ Χριστό. Νὰ μείνουμε λοιπὸν μέχρι τέλους καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦμε γιὰ τὴ θεία μετάληψι. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε κατ᾽ ἐξοχὴν ἑβδομάδα θείας μεταλήψεως. Τί εἶνε ἡ θεία μετάληψις; Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ φωτιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Τί εἶσαι, σὲ ρωτῶ, ἄχυρο; μὴν πλησιάσῃς τὰ ἅγια, θὰ καῇς. Εἶσαι χρυσάφι; Ἂν εἶσαι χρυσάφι, τὸ χρυσάφι δὲν ἀ­πειλεῖται ἀπὸ τὴ φωτιά· ὅσο πλησιάζει τὴ φωτιά, τόσο καθαρίζεται. Ἔτσι κ᾽ ἐσὺ ὁ Χριστιανός· ἂν εἶσαι ἀμετανόητος, θὰ σὲ κάψῃ ἡ φωτιά, ὅπως ἔκαψε τὸν Ἰούδα ποὺ κοινώνησε ἀναξίως· ἂν ὅμως πέρασες ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς ἱε­ρᾶς ἐξομολογήσεως, τότε πλησίασε· ἡ θεία κοινωνία θὰ εἶνε φάρμακο ἀθανασίας.
⃝ Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔχουμε ἐπίσης ἱερὸ καθῆκον ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ πάσχουν καὶ ὑποφέρουν. Εἶνε ἑβδομάδα ἀγάπης καὶ ἐλεημοσύνης. Ἕνα ἐκλεκτὸ φαγητὸ σὲ κά­ποιον ποὺ πεινάει, ἕνα καινούργιο ροῦχο —ὄχι παλιό— σ᾿ ἕναν ποὺ δὲν ἔχει, μιὰ βοήθεια στὴ χήρα καὶ τὰ ὀρφανά, ἕνα φάρμακο ἀναγ­καῖο, μιὰ ἐπίσκεψι στὸν ἀσθενῆ, ἕνας λόγος παρηγορητικὸς στὸν θλιμμένο, ὅ,τι τέλος πάν­των μπορεῖ νὰ σκεφτῇ μιὰ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾷ.
⃝ Ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτα· ὑπάρχει κάτι ἀκόμη, κι αὐτὸ εἶνε τὸ δυσκολώτερο. Ὅλα ὅσα εἴπαμε τὰ κάνεις· ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ τελευταῖο αὐτὸ δὲν τὸ κάνῃς, Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ξέρω Χριστιανοὺς ποὺ εἶνε ἄνθρωποι προσ­ευχῆς, ποὺ ἔχουν τ᾽ αὐτί τους τεντωμένο στὰ ἱερὰ λόγια, ποὺ νηστεύουν αὐστηρά, ποὺ ἐξ­ομολογοῦνται, ποὺ κοινωνοῦν· ἀλλὰ λίγους Χριστιανοὺς γνώρισα ποὺ ἔχουν – ποιό; τὸ «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει» (δοξ. αἴν. Πάσχ.). Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶνε ἑβδομάδα συγχωρήσεως. Ποιός, ἀδελφοί μου, στὴ ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔχει ἀντιπάθειες, ψυχρότητες, ἀντιθέσεις, ποιός δὲν ἔχει κάποιον ἐχθρό; Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἂς ὑψώσουμε τὸ βλέμμα στὸν Ἐ­σταυρωμένο. Κανείς δὲν ἀδι­­κήθηκε καὶ δὲν πόνεσε ὅπως ὁ Χριστός μας. Ἐνῷ ἔσχιζαν τὶς σάρκες του τὰ καρφιὰ καὶ τὴν καρδιά του οἱ κατάρες καὶ τ᾽ ἀναθέματα τῶν φαρισαίων, ἐ­κεῖνος πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ προσευχήθηκε· «Πάτερ, ἄ­φες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦ­σι» (Λουκ. 23,34). Κ᾽ ἐμεῖς λοιπὸν τὶς ἅ­γιες αὐτὲς ἡμέρες ἂς ἀλληλοσυγχωρηθοῦμε· νύφες καὶ πεθερές, ἀδελφοὶ μὲ ἀδελφούς, φίλοι μὲ φίλους, παιδιὰ μὲ γονεῖς, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. Ἂς πλατύνουμε τὶς καρδιές, ἂς αἰσθανθοῦμε μέσα μας τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Χωρὶς τὴν ἀ­γάπη πῶς μποροῦμε νὰ γιορτάσουμε;

* * *

Ἀδελφοί μου! Μεγάλη Ἑβδομάδα ἴσον· χέρι ἀνοιχτὸ γιὰ ἔλεος, μάτια δακρυσμένα ἀπὸ μετάνοια, πόδια ποὺ τρέχουν στὸ ναό, καρδιὰ συμφιλιωμένη, γεμάτη λατρεία στὸν Ἐσταυρωμένο. Ἐκτελοῦμε τὰ καθήκοντα αὐτά;
Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰ νὰ εἶνε ἕνας ζη­τιάνος καὶ ὅλες τὶς μέρες τοῦ πετᾶ­νε πεν­ταρο­δεκάρες, κ᾽ ἔρχεται μιὰ ὥρα ποὺ περνάει κάποιος βασιλιᾶς καὶ τοῦ λέει «Ἄνοιξε τὶς φοῦ­χτες σου» κι ἀρχίζει καὶ τοῦ μετράει 1, 2, 3, …5, …10, …100, …168 λίρες καὶ θαμπώνουν τὰ μάτια του. Κι αὐτός, ἀντὶ νὰ πάρῃ αὐτὸ τὸ θησαυρὸ νὰ τὸν ἀξιοποιήσῃ, πάει στὸ ποτάμι κι ἀρχίζει νὰ πετάῃ τὶς λίρες στὸ νερό. Δὲν εἶν᾽ αὐ­τὸ παραφροσύνη; Κι αὐτὲς οἱ ὧρες λοιπὸν ―ἔ­τσι λέει ἡ Ἐκκλησία, «ὧρες» τὶς ὀνομάζει―, εἶνε θησαυρός. Κάθε ὥρα, κάθε καμπάνα, κάθε χτύ­πος, κάθε λεπτό, εἶνε σπουδαία ὥρα.
Ἂς ἐκμεταλλευθοῦμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες. Μὴν ἀφήσουμε νὰ διαρρεύσουν ὅπως ἡ ὑ­πόλοιπη ζωή μας. Ξέρουμε ἂν θὰ ζήσουμε νὰ γιορτάσουμε ἄλλη Μεγάλη Ἑβδομάδα; μήπως ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε ἡ τελευταία τῆς ζωῆς μας; Πέρυσι πόσοι ἦταν μαζί μας; καὶ ποῦ εἶνε τώρα; Φεύγουμε, σφυρίζει τὸ τραῖνο, μιά φορὰ περνᾶμε πάνω ἀπ᾽ τὴ φλούδα αὐτή.
Εὔχομαι, αὐτὴ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ εἶνε σημαντικὸς σταθμὸς στὴ ζωή μας. Νὰ δώσῃ ὁ Κύριος νὰ εἶνε ἑβδομάδα ἁγίων σκέψεων, ἱε­ρῶν συναισθημάτων, ἡρωικῶν ἀποφάσεων, ἁγιασμὸς ψυχῆς. Εἴθε νὰ σφραγίσουμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὰ λόγια «Μνήσθητί μου, Κύ­ριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Μεταμορφώσεως Μοσχάτου – Ἀθηνῶν 10-4-1960 ἑσπ.)

«Οιμοι! οτι νυξ μοι υπαρχει…»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγάλη Τρίτη βράδυ

Ομιλια Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

 

«Οιμοι! οτι νυξ μοι υπαρχει…»

«Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα  Σωτήρ μου;» (Μ. Τετ. δοξ. ἀποστ. αἴν.)

Η Αγ. ΚασσιανηἈπόψε Μεγάλη Τρίτη. Σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας παρατηρεῖται μία ἐξαιρετικὴ συῤῥοή. Ὄχι τόσο γιὰ προσευχή, γιὰ θρῆνο, γιὰ ψυχικὴ συμμετοχὴ στὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων, ὅσο γιατὶ τοὺς ἑλ­κύει τὸ γνωστὸ τροπάριο. Αὐτὸ γίνεται ὁ μαγνήτης. Μερικοὶ μάλιστα στὶς μεγάλες πόλεις χρονομετροῦν πόσο θὰ διαρκέσῃ.
Ἀλλὰ τὰ τροπάρια δὲν εἶνε κοσμικὰ τραγού­δια. Δὲν ἔγιναν γιὰ καλλιτεχνικοὺς σκοπούς, γιὰ νὰ τέρψουν μουσικῶς τὰ αὐτιά. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἄλλο σκοπό. Ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶνε ᾠδεῖο. Ὁ ὀρθόδοξος ναός, ἐν ἀν­τιθέσει πρὸς τοὺς παπικοὺς μὲ τὰ ἁρμόνια καὶ τοὺς προτε­στάντες μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ μουσι­κὴ καὶ τὶς ἄλ­λες αἱρέσεις, ὁ ὀρθόδοξος ναὸς δὲν καλ­λιερ­γεῖ τὴν τέρψι τῶν αἰσθήσεων. Ὁ ψάλτης δὲν εἶνε τραγουδιστὴς σὰν αὐτοὺς ποὺ ἐμ­φα­νίζονται στὰ κέντρα. Ὁ ψάλτης πρέπει νὰ αἰ­σθάνεται κατάνυξι, νὰ κλαίῃ. Ἂν δὲν πιστεύῃ καὶ δὲν αἰσθάνεται αὐτὰ ποὺ ψάλλει, νὰ μὴ γίνεται ψάλτης. Γνώρισα ἕνα ψάλτη, τὸν ἀ­είμνη­στο Σακελλαρίδη, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔψαλλε ἔκλαιγε καὶ συγκινοῦσε τὸ ἐκκλησίασμα.
Δὲν ἔγιναν λοιπὸν οἱ ὕμνοι γιὰ νὰ ἐπιδεικνύ­ωνται οἱ ψάλτες καὶ νὰ εὐ­φραίνωνται οἱ ἐκ­κλησιαζόμενοι αἰσθητι­κῶς καὶ μουσικῶς. Δὲν εἶνε σκοπὸς τὰ τροπά­ρια, εἶνε μέσο. Αὐτοὶ ποὺ ἔφτειαξαν τὰ τρο­πάρια, ἅγιοι θεοκίνητοι ἄνθρω­ποι, σκοπὸ εἶχαν νὰ κεν­­τήσουν τὴ συνείδησι τοῦ ἐνόχου, νὰ ἐμ­πνεύσουν ἰδέες μεγάλες καὶ ὑ­ψηλές, νὰ διεγείρουν αἰσθήματα ἅγια καὶ ὑπέ­ροχα, ὅπως τὸ «γνῶθι σαυτόν», τὴ συναίσθη­σι τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ τῆς ματαιότητος τῶν ἀνθρωπίνων, πρὸ παν­τὸς δὲ τὴν ἐλπίδα στὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ κάθε ἁμαρτω­λό. Ἐκεῖ ἀποβλέπει ἡ ποίησις τῶν ὀρθοδόξων.
Αὐτὰ γενικὰ γιὰ τὴ θρησκευτικὴ ποίησι. Καὶ τώρα ἂς ἔλθουμε στὸ συγκεκριμένο ποίημα.

* * *

Τί εἶνε τὸ ποίημα αὐτό; Εἶνε ἕνα διαμάντι ποὺ ἀπαστράφτει, ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα δείγματα τῆς ὀρθοδόξου ποιήσεώς μας. Ποιός εἶνε ὁ ποιητής; Ὑπάρχουν διάφορες γνῶμες μεταξὺ τῶν φιλολόγων καὶ τῶν θεολόγων. Οἱ περισσότερες συγκλίνουν, ὅτι ποιητὴς εἶνε μία ὑπέροχη γυναίκα τοῦ Βυζαντίου, ἡ Κασσι­ανή. Ἡ δημιουργία τοῦ ποιήματος συνδέεται μὲ ἕ­να ἐπεισόδιο τῆς Βυζαντινῆς ἱστορίας.
Νοερῶς βρισκόμαστε στὸ 830 μ.Χ., στὴν πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, στὰ ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Πόσο φθαρτὰ καὶ μάταια εἶνε τὰ ἐγκόσμια! Ἴσως στὸ μέρος ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν τὰ ἀνάκτορα τοῦ Βυζαντίου, τώρα νὰ εἶνε κάποιος τούρκικος κα­φενὲς καὶ κάποιος Τοῦρκος νὰ ῥουφᾷ νωχε­λῶς τὸ ναργιλέ του… Ἐκεῖ λοιπόν, στὸ λεγό­με­νο Τρίκλινον, τὴν περίφημη αἴθουσα τῶν ἀ­νακτόρων τοῦ Βυζαντίου, ἕνας νεαρὸς αὐτοκράτωρ ἐπάνω στὸ ἄνθος καὶ τὴ λάμψι τῆς νεότητός του, ὁ Θεόφιλος, περιμένει ἐναγωνίως. Περιμένει νὰ ἐκλέξῃ τὴ νύφη, τὴν μέλλουσα σύζυγό του, ποὺ θὰ γινόταν καὶ ἡ μέλλουσα βασίλισσα τοῦ κράτους.
Στὸ Τρίκλινο ἔχει συγκεντρωθῆ ὅ,τι ἐκλεκτὸ ἔχει νὰ παρουσιάσῃ ὁ γυναικεῖος κόσμος τῆς αὐτοκρατορίας· νεάνιδες, ἄνθη – κρίνα τῆς ἀνοίξεως, ἀναμένουν τὴ στιγμὴ τῆς ἐκ­λογῆς. Τὰ αἰσθήματα πάλλουν καὶ οἱ καρδιὲς χτυποῦν. Ὁ νεαρὸς Θεόφιλος κρατάει στὰ χέρια του ἕνα χρυσὸ μῆλο, γιὰ νὰ τὸ δώ­σῃ ὡς βραβεῖο σ᾽ ἐκείνην ποὺ θὰ ἐκλέξῃ.
Ἀπ᾽ ὅλες τὶς νέες τὰ βλέμματά του ἑλκύει μία ἔξοχος καλλονή, ἡ Κασσιανή. Τὴν πλησι­άζει. Ἀλλὰ πρὶν τῆς δώσῃ τὸ μῆλο, τῆς ἀπευθύ­­νει ἕνα ἐρώτημα, ποὺ περιέχει μὲν ἀλήθεια ἀλ­λὰ θίγει τὴ γυναικεία ἀξιοπρεπεία. –«Ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα;», ἀπὸ γυναῖκα ἐ­πήγασαν τὰ κακά; Ὁ λόγος αὐτὸς ὑπονοεῖ τὴν Εὔα καὶ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῇ ὡς ἔκφρασις μισογυνισμοῦ. Ἀλλὰ ἡ Κασσιανή, εὐφυεστάτη καὶ ἑτοιμόλογος, δὲν δέχθηκε τὸ πλῆγμα αὐτὸ τοῦ Θεοφίλου. Ἀπολογουμένη ἐκ μέρους τοῦ γυναικείου κόσμου καὶ ἔχον­τας ὑπ᾽ ὄψιν τὴν ἰδεώδη γυναῖκα, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀπαντᾷ στὸν Θεόφιλο· «Ἀλλὰ καὶ ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ κρείττω», ἀλλ᾽ ἀπὸ γυναῖκα προέρχεται καὶ ὅ,τι καλύτερο.
Αὐτὸς ὁ διαξιφισμὸς μεταξὺ τοῦ ἀνδρικοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς γυναικείας ἀξιοπρεπείας διεξήχθη στὰ ἀνάκτορα. Ἀλλὰ εἶνε γνωστό, ὅτι ὁ ἄντρας εἶνε ὑπερήφανος καὶ θέλει νὰ ἔχῃ ὑποταγμένη τὴ γυναῖκα. Γι᾽ αὐτὸ δὲν τὸν εὐχαριστεῖ νὰ ἔχῃ γυναῖκα εὐφυᾶ· θέλει ἡ γυναίκα του νὰ εἶνε κατωτέρας διανοήσεως, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ τὴν ὑποτάσσῃ. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεόφι­λος, ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι στὸ βάθος τῆς ὡ­ραίας αὐτῆς γυναίκας ὑπῆρχε σπινθηροβολοῦσα εὐφυΐα, κοντοστάθηκε· ἄλλαξε ἐ­πιλο­γὴ καὶ ἔδωσε τὸ μῆλο ὄχι στὴν Κασσιανή, ἀλ­λὰ στὴν Θεοδώρα, ποὺ ἦταν ἐπίσης ὡ­ραία ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ σπινθηροβόλο πνεῦμα τῆς Κασσιανῆς. Ἡ σεμνὴ Θεοδώρα ἦταν ἐκείνη ποὺ συνετέλεσε στὴν ἀναστήλωσι τῶν ἱε­ρῶν εἰκόνων καὶ τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Καὶ ἡ Κασσιανὴ τί ἔγινε; Ὦ κορίτσια, Read more »

«Ωσαννα, ευλογημενος ο ερχομενος εν ονοματι Κυριου, βασιλευς του Ισραηλ»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 19th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ τῶν Βαΐων (Ἰωάν. 12,1-18)

Πρακτικα διδαγματα

«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. 12,13)

Βαϊων ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη ἑορτή, δεσποτικὴ ἑορτή, ἡ Βαϊοφόρος. Ὅλος ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων βγῆκαν ἔξω, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦνε τὸ Χριστό. Κρατοῦσαν στὰ χέρια τους βάϊα καὶ κλαδιὰ ἐλιᾶς. Στρώνανε στὸ δρόμο τὰ ροῦχα τους, νὰ πατήσῃ ὁ Χριστός. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ φώναζαν· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος…» (Ἰωάν. 12,13). Ἔτσι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους ὑποδέχθηκε τὸ Χριστό.
Ἡ ἱστορία ἀναφέρει πολλὲς ὑποδοχὲς βασιλέων καὶ αὐτοκρατόρων. Ἡ Ἀθήνα, ἡ Ῥώμη, ἡ Κωσταντινούπολι πολλὲς φορὲς ὑποδέχθηκαν νικητὰς καὶ θριαμβευτὰς ὕστερα ἀπὸ νικηφόρους πολέμους. Ἀλλ᾿ ὅλες αὐτὲς οἱ ὑποδοχὲς εἶνε πολὺ μικρὲς μπροστὰ σ᾿ αὐτὴ τὴ θριαμβευτικὴ είσοδο τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα.
Ὅλες οἱ λεπτομέρειες διδάσκουν. Καὶ ἀπὸ τὶς λεπτομέρειες τῆς σημερινῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε μερικές.

* * *

  Καὶ πρῶτα ἂς ἐρωτήσουμε· Πῶς εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς στὰ Ἰεροσόλυμα; Οἱ νικηταί, ποὺ ἀναφέραμε, ἐκάθοντο πάνω σὲ ἄλογα ὑπερήφανα καὶ χρυσοστολισμένα ἢ σὲ ἅμαξες πολυτελέστατες. Κάποιος μάλιστα, γιὰ νὰ φανῇ πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, διέταξε, τὸ ἁμάξι του νὰ τὸ σέρνουν λιοντάρια· φαντασθῆτε τί τρόμος! Καὶ ἄλλοι κάθησαν ἐπάνω σὲ ἐλέφαντες ἢ ἄλλα ἄγρια θηρία.
Κοιτάξτε τώρα, τί διαφορὰ ὁ Χριστός μας. Εἶνε ὁ ποιητὴς καὶ βασιλιᾶς τοῦ παντός. Εἶνε, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, «ὁ τοῖς Χερουβὶμ ἐποχούμενος καὶ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφίμ» (δοξ. ἑσπ. Ὑπαπαντῆς). Καὶ ὅμως συγκαταβαίνει, ταπεινώνεται τόσο, ὥστε ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζῷα διαλέγει ἕνα «πῶλον ὄνου», ἕνα γαϊδουράκι (ἔ.ἀ. 12,15). Ἐπάνω στὴ ῥάχη ἑνὸς τέτοιου ζῴου κάθεται ὁ Χριστός. Καὶ μᾶς διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του, ὅτι πρέπει νὰ εμεθα ταπεινοὶ στὸν κόσμο αὐτόν.
Διδάσκει ὅμως καὶ κάτι ἄλλο. Τὸ γαϊδουράκι, ὅπως λένε οἱ πατέρες, σημαίνει τὸ ἄλογον μέρος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Σημαίνει τὴν ἀγριότητα καὶ τὸ πεῖσμα, τὸ πεισματάρικο «γαϊδουράκι» ποὺ κάθε ἄνθρωπος ἔχει καὶ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθῇ στὸ Θεό.
Σημαίνει ἀκόμη, κατὰ τοὺς πατέρας, τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ ἦταν βυθισμένα στὸ πηκτὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ ποὺ τὰ πάθη τους τοὺς εἶχαν καταντήσει κατώτερους καὶ ἀπὸ τὰ τετράποδα. Γι᾿ αὐτοὺς εἶπε καὶ ὁ Δαυΐδ· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13).
Τὸ γαϊδουράκι, μόλις κατάλαβε ὅτι τὸ ζητάει ὁ Χριστός, μὲ προθυμία ἐδέχθη ἐπάνω του τὸν Κύριο· γιατὶ καὶ τὰ ζῷα κάτι αἰσθάνονται.
Ἕνας φίλος μου ἱεροκήρυξ μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. Κάποτε περιώδευε καὶ ἔφθασε κουρασμένος σ᾿ ἕνα χωριό. Πῆγε στὴν πλατεῖα νὰ μιλήσῃ, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔδειξαν μεγάλη προθυμία ν᾿ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ξαφνικὰ ἔρχεται καὶ σταματᾷ ἀπὸ κάτω ἕνα πουλαράκι καὶ τέντωσε τ᾿ αὐτιά του. Ὅση ὥρα μιλοῦσε ὁ ἱεροκήρυκας, αὐτὸ δὲν κουνήθηκε ἀπὸ τὴ θέσι του. Αὐτὸ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι. Καὶ ὁ ἱεροκήρυκας εἶπε· Ἦρθα στὸ χωριό σας, καὶ σεῖς ποὺ ἔχετε αὐτιά, σεῖς ποὺ ἔχετε λογικό, σεῖς ποὺ ἀκούσατε τὴν καμπάνα νὰ χτυπᾷ, δὲν ἤρθατε. Τὸ γαϊδουράκι αὐτὸ ἄφησε τὴ μάνα του, ἄφησε τὸ χορτάρι του, καὶ ἦρθε καὶ στάθηκε ἐδῶ…
Νά λοιπὸν τί μᾶς διδάσκει τὸ γαϊδουράκι. Σὰν νὰ ἔχῃ φωνὴ μᾶς φωνάζει· Ταπεινωθῆτε, ὅπως ταπεινώθηκε ὁ Χριστός· κι ὅπως ἐγὼ προθύμως ἔφερα στὴ ῥάχη μου τὸ Χριστό, κ᾿ ἐσεῖς νὰ ὑποταχθῆτε στὸ χρηστὸ ζυγό του ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ ζῳώδη πάθη.
  Ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει καὶ κάτι ἄλλο. Κρατοῦσαν, λέει, «βαΐα» (ἔ.ἀ. 12,13).
Τὰ βάϊα τὰ κρατοῦσαν ὅταν ἤθελαν νὰ ὑποδεχθοῦν ἕνα νικητή. Τὰ βάϊα ἦταν, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «τὰ τῆς νίκης σύμβολα».
Ἀλλὰ γιατί νὰ ὑποδεχθοῦν μὲ βάϊα τὸ Χριστό; Ἀπὸ ποιόν πόλεμο ἦρθε; Ποῖον ἐνίκησε; Δὲν ἔχετε αὐτιά; Σὰν χθὲς ὁ Χριστὸς πολέμησε καὶ νίκησε ἐκεῖνον ποὺ τρέμει ὁ κόσμος ὅλος. Ἐνίκησε τὸ χάρο. Χθὲς Σάββατο πῆγε στὰ μνήματα καὶ εἶπε· «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (ἔ.ἀ. 11,43). Καὶ ὁ Λάζαρος βγῆκε ὁλοζώντανος ἀπὸ τὸν τάφο. Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Γι᾿ αὐτὸ κρατοῦν τὰ βάϊα καὶ λένε· Χαῖρε, ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου! Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι, ὅπως στὸ Λάζαρο, ἔτσι πάλι θὰ σταθῇ ὁ Χριστός μας στὰ μνήματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ θ᾿ ἀκουστῇ ἡ φωνή· Νεκροί, ἀναστηθῆτε! Καὶ οἱ νεκροὶ θ’ ἀναστηθοῦν.
Αὐτὴ τὴ σημασία ἔχουν τὰ βάϊα.
  Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ βάϊα μερικοὶ κόψανε κλαδιὰ ἐλιᾶς. Γιατί κρατοῦσαν κλαδιὰ ἐλιᾶς;
Ἂν διαβάζετε ἁγία Γραφή, θὰ δῆτε ὅτι, ὅταν ὁ Νῶε ἄνοιξε τὸ παράθυρο τῆς κιβωτοῦ καὶ ἔστειλε τὸ περιστέρι, αὐτὸ πέταξε, ἀλλὰ παντοῦ συνήντησε πτώματα, καὶ γύρισε πίσω. Ἀλλ᾿ ὅταν τὸ ἔστειλε γιὰ δευτέρα φορά, τὰ νερὰ εἶχαν χαμηλώσει καὶ φάνηκαν τὰ δέντρα. Τότε τὸ περιστέρι ἔκοψε ἕνα κλαδάκι ἀπὸ ἐλιά, καὶ τὸ ἔφερε μὲ τὸ ῥάμφος του (βλ. Γέν. 8,11). Καὶ ὁ Νῶε δόξασε τὸ Θεό. Εἶνε δηλαδὴ ἡ ἐλιὰ σύμβολο χαρᾶς καὶ εἰρήνης.
Καὶ ὁ ὄχλος, λοιπόν, κρατοῦσε ἐλιὰ στὰ χέρια του, γιὰ νὰ πῇ· Χριστέ, σὺ μόνο εἶσαι ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης. Περάσανε ἀπὸ τότε τόσα χρόνια, καὶ ὁ κόσμος σήμερα τίποτε ἄλλο δὲν διψάει τόσο ὅσο τὴν εἰρήνη. Τὴν εἰρήνη δός μας, Χριστέ· τὴν παγκόσμια εἰρήνη. «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», εὔχεται ἡ Ἐκκλησία μας.
  Κάτι ἀκόμη. Εδαμε, ὅτι ὁ ἁπλοϊκὸς λαὸς ἔβγαζε τὰ ροῦχα του καὶ τὰ ἅπλωνε κάτω, σὰν τάπητα, γιὰ νὰ πατήσῃ ἐπάνω ὁ Χριστός μας. Ἀλλὰ τί σημαίνουν τὰ ροῦχα, τὰ «ἱμάτια», ποὺ ἀναφέρουν τὰ εὐαγγέλια γιὰ τὴ σημερινὴ ἑορτή; (Ματθ. 21,8· Μᾶρκ. 11,8· Λουκ. 19,36).
Δὲν τὸ λέω ἐγώ, ὁ ἀπόστολος τὸ λέει. Διαβάστε πρὸς Κολασσαεῖς (3,9)· «Ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον…». Γδυθῆτε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, καὶ ἐνδυθῆτε τὸ νέο. Ἔχεις κ᾿ ἐσὺ νὰ βγάλῃς ἕνα ροῦχο. Ὅλοι μας ἔχουμε νὰ βγάλουμε ἕνα ροῦχο. Τὰ λερωμένα σου τὰ βγάζεις καὶ τὰ βάζεις νὰ πλυθοῦν. Ἀλλὰ ἔχεις κ᾿ ἕνα ροῦχο ποὺ μένει ἐπὶ μέρες καὶ χρόνια βρωμερὸ καὶ ἀκάθαρτο. Ἔλα, σὲ καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἔλα νὰ τὸ βγάλῃς καὶ νὰ τὸ πλύνῃς στὸ πλυντήριο. Γιατὶ ἂν δὲν βγάλῃς τὸ πουκάμισο αὐτὸ τῆς κολάσεως (τῆς μοιχείας, τῆς πορνείας, τῆς ψευτιᾶς, τῆς ἀτιμίας κ.τ.λ.), Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Καὶ θ᾿ ἀκούσουμε τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως στὴ θεία λειτουργία· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Ἀλληλούϊα». Ὅσοι, λέει, πιστεύσατε στὸ Χριστό, βγάλατε τὸ πουκάμισο τῆς ἁμαρτίας καὶ φορέσατε τὴ λαμπρὰ στολή, τὸ ἔνδυμα τῶν πριγκίπων, ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ τὸν πιστεύει καὶ τὸν ἀκολουθεῖ.

* * *

  Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Ἀφήνω τὰ ροῦχα ποὺ ἔστρωναν, ἀφήνω τὰ βάϊα, ἀφήνω τὰ κλαδιὰ τῆς ἐλιᾶς, ἀφήνω τὸ πουλαράκι, κι ἀκούω, ὤ τί ἀκούω; Μουσική! Τί μουσικὴ εἶνε αὐτή; Εἶνε τὰ «Ὡσαννά…» (Ἰωάν. 12,13). Ποιοί ψάλλουν; Τὰ ἀθῷα παιδάκια. Αὐτὰ ἦταν πιό κοντὰ στὸ Χριστό. Σὰν τ᾿ ἀηδόνια τοῦ οὐρανοῦ τραγουδοῦσαν «Ὡσαννά…». Τ᾿ ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καὶ χάρηκαν. Τ᾿ ἄκουσε καὶ ὁ διάβολος καὶ πικράθηκε· κ᾿ ἔβαλε τὰ ὄργανά του, τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, νὰ ἐμποδίσουν τὰ παιδιὰ ποὺ φωνάζανε «Ὡσαννά…». Σὰν τοὺς ἀπίστους πατεράδες σήμερα, ποὺ κυνηγᾶνε τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν πηγαίνουν στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, ἔτσι κι αὐτοὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἤθελαν νὰ σταματήσουν τὰ παιδιά. Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς τί τοὺς εἶπε· Κι ἂν ἀκόμη τὰ παιδιὰ σιωπήσουν, κι ἂν ἀκόμη ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σιωπήσουν, κι ἂν βουβαθῇ ὁ κόσμος, οἱ πέτρες ποὺ πατᾶμε κι αὐτὲς ἀκόμα θὰ φωνάξουν (βλ. Λουκ. 19,40).
Δὲν ἔχει ἀνάγκη, ἀδελφοί μου, ἀπὸ μᾶς τὰ σκουλήκια ὁ Χριστός. Κι ἂν ἐμεῖς φύγουμε κι ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες, κι ἂν ἐμεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε, οἱ σφαῖρες καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ λουλούδια καὶ οἱ θάλασσες καὶ οἱ ἄβυσσοι καὶ οἱ τάφοι θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός». Αὐτόν ὑμνεῖτε, αὐτόν ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
 (Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερο ναο του Ἁγιου Θωμᾶ Ἄνω Κυψέλης – Ἀθηνῶν 2-4-1961)

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ;…

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 18th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ τῶν Βαΐων

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ;…

«Καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἰεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα· Τίς ἐστιν οὗτος;»(Mατθ. 21,10)

ΒαϊωνΜΙΑ ΑΚΤΙΝΑ τοῦ νοητοῦ ἡλίου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἕνα μικρὸ διάλειμμα ἀνάμεσα στὸ πένθος τῆς Τεσσαρακοστῆς καὶ ἰδίως τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, εἶνε ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Ἡμέρα λαμπρὰ καὶ μεγάλη. Εἶνε τὸ προοίμιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑορτάζουμε καὶ πανηγυρίζουμε σήμερα. Ἂς διασχίζουμε λοιπὸν νοερῶς τοὺς αἰῶνας καὶ ἂς φθάσουμε στὰ Ἰεροσόλυμα. Τί θὰ βλέπαμε, ἐὰν τέτοια ἅγια ἡμέρα εὑρισκόμεθα στὰ Ἰεροσόλυμα τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ;

Ἕνα συναγερμό. Θὰ βλέπαμε ἕναν ὁλόκληρο λαό, τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, ποὺ ἦρθε ἀπ᾿ ὅλα τὰ λιμάνια τῆς Μεσογείου, ἀπ᾿ ὅλες τὶς χῶρες, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὴν ἑορτὴ τοῦ πάσχα. Ἕνας λαὸς ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ θρησκευτική του ἡγεσία, ποὺ διατηροῦσε ὅμως στὰ βάθη του τὴ σπίθα, τὴν ἐλπίδα τοῦ Μεσσία. Ὑπολογίζεται, ὅτι ἦταν πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο ψυχές μέσα στὰ Ἰεροσόλυμα.
Αὐτὸς ὁ λαὸς σήμερα κάνει ὑποδοχή. Ποιόν ὑποδέχεται; Τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο. Αὐτὴ ἡ ὑποδοχὴ εἶνε μοναδικὴ στὴν ἱστορία. Καὶ εἶνε μοναδική, πρῶτον διότι εἶνε αὐθόρμητη. Δὲ᾿ μοιάζει μὲ ἄλλες ὑποδοχὲς μεγάλων καὶ ἐπισήμων, ἑτεροκίνητες ἐκδηλώσεις ποὺ προετοιμάζονται ἐπιμελῶς ἐπὶ μῆνες καὶ ἔτη. Εἶνε ἀκόμη μοναδική, διότι τὸ πρόσωπο ποὺ ὑποδέχονται, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, δὲν ἔρχεται ὅπως οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ στρατηγοὶ πάνω σὲ ἄλογο μὲ χρυσᾶ χαλινινάρια ἢ σὲ ἅρμα. Ἔρχεται ταπεινός, καθήμενος «ἐπὶ πώλου ὄνου» (ἀντίφ. ἑορτ.). Μοναδικὴ ἀκόμα ἡ ὑποδοχή, διότι ὁ φτωχὸς αὐτὸς λαὸς ἔχει τόσο ἐνθουσιασμό, ὥστε βγάζουν τὰ ροῦχα τους καὶ τὰ στρώνουν κάτω, κόβουν κλαδιὰ ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ κρατοῦν βάϊα ὡς σύμβολα νίκης. Μοναδικὴ τέλος ἡ ὑποδοχή, διότι κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἀθῷα παιδιὰ συμμετέχουν φωνάζοντας «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ» (Ματθ. 21,15).
Ὅλοι χαίρουν καὶ ἀγάλλονται. Ὅλοι; Λάθος. Μέσ᾿ στὰ Ἰεροσόλυμα ὑπῆρχαν φίδια καὶ σκορπιοί. Ἦταν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέται, ποὺ περικύκλωναν τότε τὴ Ῥωμαϊκὴ ἐξουσία. Αὐτοὶ ἐνωχλήθηκαν, πικράθηκαν, λυπήθηκαν ἀκούγοντας τὸ «ὡσαννά». Προσπαθοῦν νὰ μειώσουν τὴν ἐντύπωσι. Ὅλη ἡ πόλις λέει μὲ θαυμασμὸ «Ποιός εἶνε αὐτός;» (Ματθ. 21,10). Κι αὐτοὶ λένε τὸν ίδιο λόγο, ἀλλὰ μὲ περιφρόνησι· Ποιός εἶν᾿ αὐτός, καὶ βγήκατε ἔτσι νὰ τὸν ὑποδεχθῆτε;… Ἔτσι ἐκφράζονται. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἐρωτοῦν, ἂς πάρουν τὴν ἀπάντησι. Καὶ δὲν χρειάζεται ν᾿ ἀπαντήσουμε ἐμεῖς. Ἀπαντοῦν ἄλλοι.

* * *

«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν πρῶτα – πρῶτα οἱ ἀκροαταί του. Ποιοί ἀκροαταί; Οἱ ταπεινοὶ ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας, αἱ φτωχὲς γυναῖκες, τὰ ἀθῷα παιδιά. Ἀπαντοῦν ἀκόμα κι αὐτοὶ οἱ ὑπηρέτες τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν φαρισαίων, ποὺ τοὺς ἔστειλαν νὰ τὸν πιάσουν μὰ δὲν τὸν ἔπιασαν. Ὅταν τοὺς ρωτοῦν τ᾿ ἀφεντικά ―Γιατί δὲν τὸν φέρατε; αὐτοὶ ἀπαντοῦν· ―«Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. 7,32-46), δὲ᾿ μίλησε ποτέ ἄλλος ἄνθρωπος σὰν αὐτόν.
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν σήμερα αὐθόρμητα οἱ ὄχλοι· «Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ. 21,11).
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν τὰ ἔργα του, τὰ θαύματά του. Ἀπαντοῦν οἱ τυφλοὶ ποὺ εἶδαν τὸ φῶς τους, οἱ κωφοὶ καὶ ἄλαλοι ποὺ ἐλάλησαν, οἱ παράλυτοι ποὺ σηκώθηκαν, οἱ λεπροὶ ποὺ καθαρίστηκαν, οἱ χιλιάδες ποὺ χόρτασαν στὴν ἔρημο…· ἀπαντᾷ πρὸ παντὸς σήμερα ὁ Λάζαρος, ποὺ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Καὶ ἕνα μόνο ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτὰ θὰ ἔφτανε. Οἱ ἀρχιερεῖς ὅμως δὲν πιστεύουν, ἀλλ᾿ ἐρωτοῦν μὲ τὴν ἐσχάτη περιφρόνησι· «Ποιός εἶνε αὐτός;», «ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας;» (Μᾶρκ. 6,3), «ὁ τοῦ τέκτονος υἱός;» (Ματθ. 13,55).
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν οἱ αἰῶνες τῆς ἱστορίας. Ἀπαντᾷ ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ποὺ προσπάθησε νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς του ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσῃ· «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε». Ἀπαντᾷ ὁ πατριάρχης τῆς ἀθεΐας, ὁ Βολταῖρος, ποὺ κι αὐτὸς πρὶν τὸ τέλος του ὡμολόγησε τὴν ἀνωτερότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπαντᾷ ὁ Ῥῶσος φιλόσοφος Ντοστογιέφσκυ, ἄπιστος στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ πιστός, ἕνας προφήτης τῆς νέας Ῥωσίας, ὁ ὁποῖος εἶπε, ὅτι τὸ δικό του «ὡσαννὰ» εἶνε βγαλμένο ἀπὸ ἕνα καμίνι δοκιμασίας.
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν ἀκόμα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ κυρίαρχός των· διότι «καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ» (Ματθ. 8,27). Καὶ τώρα, ποὺ οἱ φαρισαῖοι ἐνωχλήθηκαν καὶ εἶπαν στὸ Χριστὸ νὰ ἐπιπλήξῃ αὐτοὺς ποὺ ζητωκραυγάζουν, ἐκεῖνος τί ἀπαντᾷ· «Ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται»· ἂν αὐτοὶ σωπάσουν, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα θὰ φωνάξουν (Λουκ. 19,40). Τί θὰ φωνάξουν· ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).

* * *

Πέρασαν ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, είκοσι αἰῶνες. Καὶ σήμερα ἄλλα φίδια, ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ποὺ τώρα ἔχουν αὐξηθῆ, ἐνοχλοῦνται κι αὐτοί, ὅπως οἱ φαρισαῖοι τότε. Ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ συνεχίζει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἐνοχλοῦνται καὶ μόνο ποὺ βλέπουν τὸν παπᾶ στὸ δρόμο. Ὦ ἀείμνηστοι πρόγονοί μας, ποὺ βλέπατε παπᾶ καὶ κάνατε τὸ σταυρό σας! Τώρα περνᾷ ὁ παπᾶς, κι αὐτοὶ εἰρωνεύονται καὶ κάνουν αἰσχρὲς χειρονομίες. «Τίς ἐστιν οὗτος;», ποιός εἶν᾿ αὐτός; λένε πάλι μὲ χλευασμό. Ἐνοχλοῦνται ὅταν δοῦν ἐπίσκοπο νὰ ἐλέγχῃ τὰ κακῶς κείμενα. Ἐνοχλοῦνται ὅταν ἡ Ἐκκλησία καλῇ τὸν κόσμο σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸ Θεό. Ἐνοχλοῦνται ὅταν ἀκοῦνε καὶ τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησίας νὰ χτυπάῃ. Ἐνοχλοῦνται ὅμως ἀκόμα περισσότερο – πότε; Ὅπως οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι ἐνωχλοῦντο γιατὶ τὰ ἀθῷα παιδιὰ δοξολογοῦσαν τὸ Χριστὸ μὲ τὰ «ὡσαννά», ἔτσι κι αὐτοὶ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα ἐνοχλοῦνται γιατὶ ὑπάρχουν ἀκόμα παιδιὰ ποὺ πιστεύουν στὸ Θεό. Ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὰ κατηχητικὰ σχολεῖα. Ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τοὺς νέους ποὺ ἀντιστέκονται στὶς ἀθεϊστικὲς ἰδέες ὅταν κακοὶ ἐκπαιδευτικοὶ διακωμῳδοῦν τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ μέσα στὶς αίθουσες τῶν σχολείων. Στενοχωροῦνται ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα μικρὰ παιδιά, ἀθῷα ἀγγελούδια, ποὺ προσεύχονται στὸ Χριστό.
Ἀλλὰ τοὺς προειδοποιοῦμε. Κι ἂν ἀκόμα μποροῦσαν νὰ διώξουν ὅλους τοὺς ἱερεῖς καὶ νὰ ἐξουδετερώσουν ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ νὰ γκρεμίσουν ὅλες τὶς ἐκκλησίες καὶ ν᾿ ἀπαγορεύσουν σὲ ὅλα τὰ παιδιὰ νὰ λένε τὸ «ὡσαννά», νὰ ξέρουν ὅτι ἡ πίστι στὸ Χριστὸ ἔχει ῥίζες στὴν καρδιά, καὶ κανείς σατανᾶς, οἱουδήποτε κόμματος, δὲ᾿ θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ ἀπὸ τὸν εὐγενῆ αὐτὸ λαό. Καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ πάντοτε, ἐφ᾿ ὅσον ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἐφ᾿ ὅσον λάμπουν τὰ ἄστρα, ἐφ᾿ ὅσον ψάλλουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ δάση, ἐφ᾿ ὅσον τρέχουν οἱ πηγὲς καὶ τὰ ποτάμια, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν βουνὰ καὶ πεδιάδες, ἐφ᾿ ὅσον ἁπλώνονται στεργιὲς καὶ θάλασσες, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν τάφοι καὶ σταυροί, θ᾿ ἀκούγεται διαρκῶς ἀπὸ ὅλη τὴν κτίσι, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, τὸ «ὡσαννά». Οἱ πιστοὶ δὲν θὰ μείνουν ἀδρανεῖς. Ὑπάρχουν καὶ ἐκπαιδευτικοὶ ἐκλεκτοί, δάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ καυχήματα καὶ ἐγκαλλωπίσματα τοῦ γένους μας. Εἶνε ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, ἐκκλησιάζονται καὶ ἐξομολογοῦνται, εἶνε ἄνθρωποι ποὺ λένε τὸ «ὡσαννὰ» ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους. Αὐτοὶ προσπαθοῦν νὰ φυτεύσουν στὴν καρδιὰ τῶν παιδιῶν τὴν πίστι στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐξουδετερώσουν τὸ δηλητήριο ποὺ στάζουν οἱ ἄλλοι.
Τί ἄλλο μπορεῖ νὰ πράξῃ ἡ ἐκκλησία; Ἐὰν οἱ κακοὶ ἐκπαιδευτικοὶ συνεχίζουν τὴ διάβρωσι διδάσκοντας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ κατατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο, ἡ ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ μείνῃ ἀπαθής. Ἂς χτυπήσῃ νεκρικὰ τὶς καμπάνες, γιατὶ κάτι πεθαίνει. Κάθε φορὰ ποὺ ἀπὸ τὴν ἕδρα τοῦ σχολείου σπείρεται ἡ ἀθεΐα, τὴν ὥρα ἐκείνη κάτι πεθαίνει μέσ᾿ στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν μας. Ἂς ἐγερθῇ λοιπὸν ὁ πιστὸς λαὸς σὲ μιὰ ἔντονη διαμαρτυρία. Δὲν είμεθα χώρα ἀθέων. Είμεθα χώρα ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ποὺ φυλάττουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια.
Ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς μὲ μιὰ καρδιά· «Ὡσαννά…· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις» (Ματθ. 21,9).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίας Τριάδος Πτολεμαΐδος Κυριακὴ Βαΐων πρωῒ 7-4-1985)

«Ψυχη μου ψυχη μου, αναστα, τι καθευδεις;…»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 7th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

ΜΕΓΑ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ

ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ

Ξυπνηστε απο τον υπνο!

«Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…»

επισκ. Αυγ.ΤΑ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ὡραίους ὕμνους, καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ψάλλεται τὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Εἶνε ἕνα ἐγερτήριο. Μᾶς καλεῖ νὰ ξυπνήσουμε. Ἀπὸ ποιόν ὕπνο;

* * *

Ὑπάρχουν δύο ὕπνοι. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ γνωστὸς φυσικὸς ὕπνος. Κανείς δὲν εἶνε ἀπηλλαγμένος ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη. Ἄυπνος εἶνε μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἄυπνοι μένουν οἱ ἀσώματοι ἄγγελοι, ποὺ νύχτα – μέρα ἐποπτεύουν στὴ γῆ. Ἀκόμη καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, εἶχε ἀνάγκη ὕπνου. Ὁ ὕπνος εἶνε ἀναγκαῖος καὶ ἀκατηγόρητος. Εἶνε δῶρο Θεοῦ. Τονώνει τὸν ὀργανισμό. Ἡ δὲ ἀϋπνία εἶνε μαρτύριο, τιμωρία, μάστιγα τοῦ αἰῶνος μας. ―Δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ, σοῦ λέει ὁ ἄλλος, παίρνω χάπια… Φαινόμενο, ποὺ παρουσιάζεται μεταπολεμικῶς σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Πόσο πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὸν ὕπνο! Γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου λέμε· Δός μας «ὕπνον ἐλαφρὸν» πρὸς «ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς».
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὸν ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἄλλος ὕπνος. Εἶνε αὐτὸς ποὺ λέει πάλι τὸ ἀπόδειπνο· «Καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας». Φύλαξέ μας, λέει, μὴν πέσουμε στὸν σκοτεινὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ὕπνος αὐτὸς εἶνε ἡ τελεία ἀναισθησία καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα.
Ὑπάρχουν ὁμοιότητες μεταξὺ τοῦ φυσικοῦ ὕπνου καὶ τοῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας.

* * *

– Παρατηρῆστε. Αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται δὲν ἔχει ασθησι τί γίνεται γύρω του. Ἂν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἂν συζητοῦν, ἂν τὸν σχολιάζουν… Μπορεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ μποῦν κλέφτες καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν τίποτα. Μπορεῖ νὰ πάρῃ φωτιά, νὰ λαμπαδιάσῃ τὸ σπίτι, κι αὐτὸς ζαλισμένος ἀπ᾿ τὸν καπνὸ νὰ μὴ μπορῇ νὰ ξυπνήσῃ.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Δὲν ἔχει ὁ ἁμαρτωλός, ὁ ἀδιάφορος, ασθησι τοῦ πνευματικοῦ κινδύνου. Ἀδιαφορεῖ, κοιμᾶται. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος κοιμᾶται, κάποιος ἄλλος, ὁ σατανᾶς, δὲν κοιμᾶται. Αὐτός, τότε, κάνει τὴν «κλοπή», ἁρπάζῃ τὰ πολύτιμα τῆς ψυχῆς μὲ τοὺς πονηροὺς λογισμούς. Καὶ ὅταν μὲν κινδυνεύῃ τὸ σῶμα, τὸ σκεπτόμεθα· ὅταν ὅμως κινδυνεύῃ ἡ ψυχή, κανείς δὲν τὸ ὑπολογίζει. Αὐτὴ εἶνε ἡ κατάστασι τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας.
  – Ἀκόμα, αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται βλέπει ὄνειρα. Τί ὄνειρα; Εἶνε πεινασμένος; βλέπει τραπέζι γεμᾶτο φαγητά. Εἶνε γυμνός; φαντάζεται ὅτι εἶνε ντυμένος μὲ πορφύρα βασιλική. Εἶνε ἁπλὸς ἄνθρωπος; φαντάζεται ὅτι εἶνε βασιλιᾶς. Εἶνε στρατιώτης; νομίζει ὅτι εἶνε στρατηγός… Φαντασιώδη πράγματα. Κι ὅταν ξυπνάῃ, διαπιστώνει ὅτι τὸ ὄνειρο ἦταν ἀπατηλό.
Ὄνειρο, ἀδελφοί, εἶνε ἡ παροῦσα ζωή. Ὅσο διαρκεῖ ἕνα ὄνειρο, τόσο κι αὐτή. «…Πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν ἀκολουθία τῆς κηδείας.
  – Ὀνειρώδης κατάστασι ἡ ζωή. Καὶ ὁ κίνδυνος παραμονεύει. Ἕνας γέροντας, ποὺ ἔκανε στρατιώτης στὴ Μικρὰ Ἀσία, μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. ―Μιὰ νύχτα, κουρασμένος ἀπὸ τὴν πορεία, ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ. Τὸ πρωῒ ξυπνῶ καὶ τί νὰ δῶ· ποῦ κοιμόμουν, σὲ μέρος ἀσφαλές; Ἐκεῖ στὰ σκοτεινά, ἔπεσα καὶ κοιμόμουν στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου· κι ἀπὸ κάτω γκρεμός… Λίγο νὰ μετεκινεῖτο, θὰ ἔπεφτε στὸ χάος.
Αὐτὴ εἶνε ἡ κατάστασί μας. Κοιμούμεθα στὴν ἄκρη βράχου. Λίγο νὰ γείρουμε, μιὰ μεταστροφὴ νὰ γίνῃ, πέσαμε στὴν ἄβυσσο, στὴν αἰωνία κόλασι.
Ποιός λοιπὸν θὰ αἰσθανθῇ τὴν δεινὴ αὐτὴ κατάστασι; Ποιός θὰ ξυπνήσῃ; Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν».

* * *

Πῶς ξυπνάει ὁ ἁμαρτωλός; Ὑπάρχουν τρόποι. Νὰ σᾶς πῶ ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα παραδείγματα πῶς ξυπνάει ὁ Θεὸς τὸν ἁμαρτωλό.
– Πρῶτον ὁ Πέτρος. Τί ἔκανε ὁ Πέτρος; Διέπραξε μεγάλη ἁμαρτία· ἀρνήθηκε τὸ Χριστὸ μὲ ὅρκο ἐνώπιον μιᾶς ὑπηρετρίας. Ἀλλ᾿ ἐνῷ παρακολουθοῦσε τὴ δίκη, ξαφνικὰ ξυπνάει ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ λάλημα τοῦ ἀλέκτορος. Τότε ἐξῆλθε «ἔξω καὶ ἔκλαυσε πικρῶς» (Λουκ. 22,61). Βλέπετε; Ἀκόμα καὶ τὸ λάλημα ἑνὸς πετεινοῦ μπορεῖ νὰ ξυπνήσῃ τὴ συνείδησι.
– Ἔπειτα ὁ Παῦλος. Ἁμαρτωλὸς ἦτο κι αὐτός, διώκτης. Ἔπιανε τοὺς Χριστιανούς, τοὺς ἔρριχνε στὴ φυλακή. Ἤθελε νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κοιμόταν κι αὐτὸς τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Καθὼς πήγαινε στὴ Δαμασκό, τὸν ἐτύφλωσε μιὰ ἀστραπὴ καὶ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Σαοὺλ Σαούλ, τί μὲ διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. 9,5· 22,7· 26,14), εἶνε σκληρὸ νὰ δίνῃς κλωτσιὲς στὰ καρφιά. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ξύπνησε.
  -Ἕνας ἄλλος, ἔνδοξος βασιλιᾶς αὐτός, ὁ Δαυΐδ, ἔπεσε σὲ μοιχεία (χώρισε ἀντρόγυνο), καὶ σκότωσε ἄνθρωπο. Καὶ ὅμως κοιμόταν ἀδιάφορος. Τέλος ξύπνησε. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ κήρυγμα τοῦ Νάθαν, ποὺ ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἔρριξε τὸ κεραυνό του. Ἔτσι ὁ Δαυῒδ μετανόησε, ἔκλαψε, διωρθώθηκε.
  – Ξύπνησε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ λάλημα ἑνὸς πετεινοῦ· ξύπνησε ὁ Παῦλος ἀπὸ τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ· ξύπνησε ὁ Δαυῒδ ἀπὸ τὸ κήρυγμα. Ξύπνησε καὶ κάποιος ἄλλος, μεγάλος ἁμαρτωλός, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Πῶς ξύπνησε; Μιὰ μέρα ἄκουσε φωνή· «Πάρε καὶ διάβασε». Ἀνοίγει τὴ Γραφὴ στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴ καὶ βρίσκει τὸ χωρίο «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός…» (Ῥωμ. 13,12). Μετανόησε, ἐγκατέλειψε τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Φτάνει καὶ ἕνα χωρίο τῆς ἁγίας Γραφῆς νὰ ξυπνήσῃ τὸν ἁμαρτωλό.
Ξυπνοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ μύρια μέσα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός. Ἀλλ᾿ ὅταν δὲν ξυπνᾶμε οὔτε μὲ τὰ πουλιά, οὔτε μὲ τὶς ἀστραπές, οὔτε μὲ τὸ θεῖο κήρυγμα, οὔτε μὲ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ ξυπνήσουμε, ἀδελφοί μου, κατ᾿ ἄλλο τρόπο. Στὸ νοσοκομεῖο, ὅταν κάνῃ κάποιος ἐγχείρησι καὶ μετὰ δὲν ξυπνάῃ, τοῦ δίνουν μπάτσους· γιατὶ ἂν κοιμηθῇ περισσότερο, θὰ πεθάνῃ. Ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας μας· ἀφοῦ χρησιμοποιήσῃ τὰ ἤπια μέσα, μετὰ πλέον χρησιμοποιεῖ ῥάβδο. Τί εἶνε π.χ. οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ θλίψεις γενικῶς; Ὦ Θεέ μου, πόσο μᾶς εὐεργετεῖς ἐμᾶς τοὺς ὑπερήφανους ἀνθρώπους μὲ τὸ μαστίγιο τῶν θλίψεων! «Ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου» (Ἠσ. 26,16).

* * *

Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἁμαρτωλοὶ ἀμετανόητοι, ποὺ δὲν ἔχουν πλησιάσει τὸ ἱερὸ ἐξομολογητήριο. Ὑπάρχουν ἄντρες ἄπιστοι, ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ χώρισαν τὴ γυναῖκα τους καὶ ζοῦν παρανόμως, ὑπάρχουν νέοι μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό… Προσπαθῆστε κ᾿ ἐσεῖς μὲ προτροπὲς καὶ δάκρυα νὰ τοὺς ξυπνήσετε.
Ξύπνα, κόσμε. Ξυπνᾶτε, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Ξυπνᾶτε, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Αὐγουστῖνε, διότι τὸ τέλος σου ἐγγίζει – ποιός ξέρει ἂν τὸ ἔτος αὐτὸ δὲν εἶνε τὸ τελευταῖο τῆς ζωῆς μου; Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Ἑλλάς, ποὺ κοιμᾶσαι ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ ἑτοιμάζονται. Κλεῖσε τὰ κέντρα τῆς ἁμαρτίας, τὰ χαρτοπαίγνια, τὰ διαφθορεῖα. Εὑρισκόμεθα σὲ παραμονὲς φοβερῶν ἐξελίξεων. Τὸ «Ψυχή μου ψυχή μου…» μποροῦμε νὰ τὸ ἀλλάξουμε «Ἑλλάς μου Ἑλλάς μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…».
Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ συνεχίζουν νὰ κοιμῶνται. Τί νὰ πῶ γι᾿ αὐτούς; Ὑπάρχει στὴ φύσι ὁ ὕπνος ποὺ ξυπνᾷς· ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ ὕπνος ποὺ δὲν ξυπνᾷς. Εἶνε μιὰ φοβερὰ ἀσθένεια. Τὴν προκαλεῖ ἕνα ἔντομο, ἡ μῦγα τσετσέ – ἔτσι λέγεται. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ· ἅμα σὲ τσιμπήσῃ, σὲ πιάνει ὕπνος θανατηφόρος, μέχρι ποὺ πεθαίνεις πλέον. Ἀνατριχιάζετε ποὺ τ᾿ ἀκοῦτε; Ν᾿ ἀνατριχιάζετε ὅμως περισσότερο γιὰ τὸν θανατηφόρο ὕπνο ποὺ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸν λέει ὁ προφήτης· Κύριε, «φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον…» (Ψαλμ. 12,4).
Εὔχομαι, μὲ τὸ κήρυγμα αὐτὸ κάποια ψυχὴ νὰ ξυπνήσῃ, νὰ πέσῃ στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ πῇ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Καὶ ἐλπίζω, τὰ λόγια αὐτὰ νὰ μποῦν στὴν καρδιά σας καὶ ἡ τεσσαρακοστὴ αὐτὴ νὰ εἶνε τεσσαρακοστὴ ἀφυπνίσεως, μετανοίας, ἐπιστροφῆς πρὸς τὸν Κύριο, γιὰ νὰ δοξάζωμε ὅλοι Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στην Πτολεμαϊδα στις 23-3-1975 

ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 6th, 2013 | filed Filed under: Xαιρετισμοι της Παναγιας, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

 

ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ

Τὸ ποίημα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης

 

Ανθη του Μεγαλου ΚανόνοςΤΙ ΕΙΝΕ, ἀγαπητοί μου, ὁ Μέγας Κανών, ποὺ ψάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας; Εἶνε μιὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ λουλούδια ἀθάνατα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λουλούδια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως τῶν βυζαντινῶν μας χρόνων.
Κάθε κανὼν εἶνε μιὰ ποιητικὴ συλλογὴ ἀπὸ τροπάρια. Ἀλλὰ ὁ σημερινὸς κανὼν ὀνομάζεται Μέγας Κανών. Γιατί; Διότι διαφέρει ἀπὸ τοὺς ἄλλους κανόνες ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν τροπαρίων. Ἐνῷ οἱ ἄλλοι κανόνες φτάνουν τὰ 30 τροπάρια, αὐτὸς ἔχει 250 τροπάρια!
Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο ὁ Μέγας Κανὼν εἶνε ἕνας θρῆνος. Τίνος θρῆνος; Ἑνὸς ἁμαρτωλο. Ποιός ἔγραψε τὸν θρῆνο αὐτόν; Ἕνας ἅγιος. Ἅγιος καὶ ἁμαρτωλὸς πῶς γίνεται; θὰ πῆτε. Ὅσο προχωρεῖ κανεὶς στὴν ἁγιότητα, τόσο περισσότερο αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του· καὶ ὅσο προχωρεῖ στὸ κακό, τόσο ἀποκτᾷ μία ἀσυνειδησία, μία πώρωσι.
Ποιητὴς τοῦ Μεγάλου Κανόνος εἶνε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ποὺ ὑπηρετοῦσε στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ ἔγινε διάκονος στὴν Κωνσταντινούπολι. Ἀπὸ ᾿κεῖ ἡ Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ μόρφωσί του, τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο στὴν Κρήτη· γι᾿ αὐτὸ λέγεται Ἀνδρέας Κρήτης.

* * *

Αὐτὸς λοιπὸν θρηνεῖ. Καὶ ἀρχίζει καὶ λέει· «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τὰς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;». Ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω; λέει. Εἶνε ἀμέτρητες οἱ ἁμαρτίες μου. Καὶ ὅπως στὸ σπίτι ἔχουμε καθρέφτη καὶ βλέπουμε τὴ μορφή μας, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του σὲ ἕναν ἄλλο καθρέφτη. Ὁ δὲ καθρέφτης αὐτὸς εἶνε ἡ ἁγία Γραφή.
Μέσα στὴν ἁγία Γραφὴ ἔβλεπε τὴν ψυχή του ὁ ἅγιος Ἀνδρέας καθημερινῶς. Ἐκεῖ ἔβλεπε ἁγίους, ἔβλεπε τὰ παραδείγματά τους. Ἡ Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, ἔχει πολλὰ παραδείγματα. Παραδείγματα ἁμαρτωλῶν, καὶ παραδείγματα ἁγίων. Παραδείγματα ποὺ πρέπει νὰ τὰ ἀποφεύγουμε, καὶ παραδείγματα ποὺ πρέπει νὰ τὰ μιμούμεθα.
Ἀλλὰ πῶς βλέπει τοὺς ἁμαρτωλούς; Τοὺς βλέπει διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι ἐμεῖς. Τοὺς βλέπει μὲ συμπάθεια. Πῶς συμβαίνει αὐτό; Γιατὶ ἦταν ταπεινός. Γνώριζε τὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τὴ διαφθορὰ τοῦ Ἀδάμ.
Μιὰ ἱστορία λέει, ὅτι κάποτε ἕνας βασιλιᾶς εἶχε βγεῖ ἔξω καὶ περπατοῦσε σ᾿ ἕνα δάσος. Ἐκεῖ ἀκούει κάποιον νὰ λέῃ μὲ ἀγανάκτησι·
―Ἀνάθεμά την τὴν κακούργα!…
Πῆγε κοντά. Ποιός ἤτανε; Ἤτανε ἕνας γέρος. Εἶχε πάει στὸ δάσος νὰ κόψῃ ξύλα. Φορτώθηκε τὰ ξύλα νὰ πάῃ στὸ σπίτι του, καὶ κουράστηκε. Κάθησε νὰ ξεκουραστῇ, κ᾿ ἐκεῖ ἄρχισε νὰ λέῃ «Ἀνάθεμά την…».
Ὁ βασιλιᾶς τὸν πλησίασε καὶ τὸν ρωτάει·
―Ποιάν ἀναθεματίζεις;
―Τὴν Εὔα! ἀπαντᾷ ὁ γέρος.
―Τὴν Εὔα;
―Ναί. Αὐτή εἶνε ἡ αἰτία. Ἂν δὲν ἔκανε τὴν ἁμαρτία ἡ Εὔα, ἐγὼ δὲν θὰ γινόμουν ἕνας γέρος ποὺ τώρα ὑποφέρει.
Ὁ βασιλιᾶς τοῦ λέει·
―Ἔλα μαζί μου. Ἔχεις γυναῖκα;
―Ἔχω.
―Φέρε καὶ τὴ γυναῖκα σου.
Ὅταν ἔφερε καὶ τὴ γερόντισσα γυναῖκα του, τοὺς λέει ὁ βασιλιᾶς·
―Θὰ σᾶς δώσω ἕνα παλάτι, ποὺ θά ᾿χῃ μέσα ὅλα τὰ ἀγαθά.
―Τέτοιο πρᾶγμα δὲν τὸ περιμέναμε ποτέ. Πολὺ σ᾿ εὐχαριστοῦμε. Δόξα σοι ὁ Θεός!
Τοὺς ἔβαλε λοιπὸν μέσα. Δὲν τοὺς ἔλειπε τίποτα. Ἀλλὰ ὁ βασιλιᾶς τοὺς εἶπε·
―Θὰ σᾶς ζητήσω μόνο κάτι. Θὰ τὸ τηρήσετε;
―Ἀσφαλῶς. Ἐσὺ τόσα καλὰ μᾶς ἔκανες.
Ἐπάνω ἀπὸ τὸ κρεβάτι τους κρέμασε ἕνα μικρὸ κουτάκι.
―Βλέπετε, λέει, τὸ κουτάκι αὐτό; Νὰ μὴν τὸ ἀνοίξετε, γιατὶ ἀλλοίμονό σας.
―Ἐν τάξει, βασιλιᾶ. Αὐτὸ δὲν εἶνε δύσκολο.
Πέρασε μιὰ βραδιά, δύο βραδιές. Ἡ γριὰ δὲν ἡσύχαζε. Λέει ἡ περιέργεια τῆς γυναικός·
―Τί νὰ ἔχῃ μέσα αὐτό;
―Βρὲ γυναίκα, κάθησε φρόνιμα, λέει ὁ γέρος.
Τὴν ἄλλη βραδιὰ τὰ δια. Τὴν ἄλλη τὰ δια. Τὴν ἄλλη πάλι τὰ δια. Στὸ τέλος νίκησε ὁ πειρασμὸς κι ἀνοίξανε τὸ κουτί. Ἀμέσως πετάχτηκε ἀπὸ μέσα ἕνα πουλί.
Ὁ βασιλιᾶς περίμενε, καὶ τοὺς ἔπιασε.
―Τώρα, λέει, ἔξω ἀπ᾿ τὸ παλάτι! Πήγαινε πάλι νὰ μαζεύῃς ξύλα καὶ νὰ κουράζεσαι. Καὶ στὸ ἑξῆς μάθε νὰ μὴν καταριέσαι τὴν Εὔα. Γιατὶ κ᾿ ἐσὺ τὰ δια θὰ ἔκανες· τὰ δια ἔκανες!
Ἔτσι εμεθα. Καὶ ἔτσι βλέπει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Ἔχει βαθειὰ συναίσθησι. Γιὰ τὴν Εὔα τί λέει; Ὑποχώρησε στὸν πειρασμό, παρέσυρε καὶ τὸν Ἀδάμ. Ἀλλὰ μήπως κ᾿ ἐμεῖς δὲν ὑπακοῦμε σὲ μιὰ ἄλλη Εὔα; Ποιά εἶνε ἡ ἄλλη Εὔα; Εἶνε «ὁ ἐμπαθὴς λογισμός», ὁ κάθε ἁμαρτωλὸς λογισμός, ποὺ σοῦ λέει, νὰ κλέψῃς νὰ πορνεύσῃς, νὰ βλαστημήσῃς… Κ᾿ ἐμεῖς ὑποχωροῦμε. Χειρότεροι εμεθα ἐμεῖς. Ὁ Ἀδὰμ παρέβη μία ἐντολή· ἐμεῖς «ἀθετοῦμε διαπαντὸς» τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἰδού ἡ φιλοσοφία τοῦ Μεγάλου Κανόνος.
Παρακάτω πηγαίνει στὸν Κάιν. Ὁ Κάιν ἐφθόνησε τὸν ἀδελφό του τὸν Ἄβελ. Ἀλλὰ ἔκανε καὶ κάποια ἄλλη ἁμαρτία. Ἐνῷ ὁ Ἄβελ διάλεξε ὅ,τι καλύτερο εἶχε καὶ τὸ θυσίασε στὸ Θεό, ὁ Κάιν πῆγε στὸ κοπάδι, βρῆκε τὸ χειρότερο πρόβατο, καὶ αὐτὸ προσέφερε θυσία· τὸ κουτσό, τὸ σακάτικο. Ὁ Θεὸς δὲν δέχτηκε τὴ θυσία του. Γι᾿ αὐτὸ ἐδῶ ἡ θυσία αὐτή, στὴν ἀρχαία γλῶσσα, ὀνομάζεται «ψεκτή», ποὺ θὰ πῇ ἀξιοκατάκριτη. Κατηγοροῦμε, λέει, τὸν Κάιν· ἀλλὰ κ᾿ ἐμεῖς τέτοιες θυσίες προσφέρουμε στὸ Θεό. Τὰ πρόσφορα π.χ., ποὺ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, τώρα τὰ ζυμώνουν χέρια ἁμαρτωλά. Τὸ κερί· ἄλλοτε ἦταν ἁγνὸ ἀπὸ τὴ μέλισσα, τώρα τὸ ἀνακατεύουν μὲ ξύγκια. Μολυσμένο εἶνε καὶ τὸ λιβάνι· βρωμάει, ἀνακατεμένο μὲ ἄλλες ὗλες. Ἐμπόριο πλέον…
Ψεκτὴ ἡ θυσία τοῦ Κάιν, ψεκτὲς καὶ οἱ δικές μας θυσίες καὶ προσφορές. Δὲν γίνονται ὅπως θέλει ὁ Θεός. Βλέπετε, καὶ μιὰ λέξι τοῦ Μεγάλου Κανόνος τί διδάγματα κρύβει;
Νά λοιπόν, λέει· εἶμαι χειρότερος ἀπὸ τὴν Εὔα, χειρότερος κι ἀπὸ τὸν Κάιν. Ὁ Κάιν σκότωσε μιὰ φορά, ἐγὼ σκοτώνω κάθε μέρα. Ὅταν μέσα σου μισῇς κάποιον, «ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί» (Α΄ Ἰωάν. 3,15). Ἐγώ, λέει ἀκόμη, ἔκανα καὶ ἕνα φόνο ἀκόμη χειρότερο· «Γέγονα φονεὺς συνειδότι ψυχῆς». Φονιᾶς εἶμαι· ἐφόνευσα τὴ συνείδησί μου, καὶ ἔγινε συνείδησι πεπωρωμένη.
Βλέπετε πῶς τὰ βλέπει; Ἔτσι προχωρεῖ μὲ παραδείγματα τῆς παλαιᾶς διαθήκης καὶ τῆς καινῆς διαθήκης. Αὐτά λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του· ὅτι εἶνε ἁμαρτωλότερος «ὑπὲρ πάντα ἄνθρωπον», παραπάνω ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔζησε πάνω στὸν πλανήτη.
Ἀκοῦτε; Ποῦ τώρα αὐτὴ ἡ συναίσθησι; Δημοσίᾳ τὰ λέει τὰ ἁμαρτήματα. Νά δημοσία ἐξομολόγησις. Ποιός ἀπὸ μᾶς κάνει δημοσία ἐξομολόγησι; Ἐδῶ τὸν πιάνεις ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ τὸν ἄλλο, καὶ σοῦ λέει, Δὲν ἔκανα τίποτα. Ἀναίσθητες, πωρωμένες ψυχές.
Ὄχι ὅμως μόνο ν᾿ ἀποφεύγουμε τὰ κακά, ἀλλὰ καὶ νὰ μιμηθοῦμε τὰ καλά. Ἔχει καὶ καλὰ παραδείγματα ὁ Μέγας Κανών. Δὲν εἶνε μόνο Εὖες καὶ Κάιν. Εἶνε καὶ Δαυῒδ καὶ ἄλλοι, πολὺ μεγάλοι, ποὺ μετανόησαν. Τὸ κακὸ νὰ ἀποφύγουμε, τὸ καλὸ νὰ μιμηθοῦμε.
Ἕνα ἀκόμη παράδειγμα θ᾿ ἀναφέρω καὶ τελειώνω. Εἶνε τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰακώβ. «Τὸν Ἰακώβ», λέει, «μίμησαι, ὦ ψυχή». Τί ἔκανε ὁ Ἰακώβ; Εἶδε ὅραμα. Εἶδε, λέει, ἐκεῖ ποὺ κοιμόταν, μία σκάλα, ν᾿ ἀρχίζῃ ἀπ᾿ τὴ γῆ καὶ νὰ φθάνῃ μέχρι τὸν οὐρανό· καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴν ν᾿ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν ἄγγελοι. Καὶ θαύμασε καὶ εἶπε ὁ Ἰακώβ· «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾿ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Μιμήσου τον, λέει. Φτειάξε κ᾿ ἐσὺ μιὰ ἄλλη ἀνώτερη σκάλα. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ σκάλα; Εἶνε ἡ μετάνοια καὶ ὁ ἀγώνας μας. Σκαλοπάτια εἶνε οἱ ἀρετές. Μπρός! κουράγιο! Ἀνέβαινε! Μὴ μένεις στὰ πρῶτα σκαλοπάτια. Νὰ μὴν εἶσαι ἀτελής, ἀλλὰ νὰ προχωρῇς διαρκῶς, νὰ αὐξάνῃς στὴν πίστι στὴν ἐλπίδα στὴν ἀγάπη, νὰ τείνῃς πρὸς τὴν τελειότητα.

* * *

Αὐτὰ τὰ 250 τροπάρια εἶνε 250 παραδείγματα. Ἄλλα εἶνε πρὸς τὸ ἀγαθὸ καὶ ἄλλα πρὸς τὸ κακό. Ν᾿ ἀποφεύγουμε τὸ κακό, καὶ νὰ πράττουμε τὸ ἀγαθό· «ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» (Ψαλμ. 33,15).
Ὅλα στάζουν μέλι, γλυκύτητα, νοήματα μεγάλα. Τελειώνουμε μὲ τὸ ὡραιότερο ἀπ᾿ ὅλα. Καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ τροπάριο ποὺ λέει· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα τί καθεύδεις;…».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 12-4-1989)

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΓΟΝΕΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 6th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 9,17-31)

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΓΟΝΕΩΝ

π. Αυγουστινος ιστΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε Τετάρτη (Δ΄) Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Θέλω νὰ στρέψω τὴν προσοχή σας στὸ εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας. Εἶνε ἡ ἱστορία ἑνὸς πατέρα, καὶ συγχρόνως ἡ ἱστορία ὅλων τῶν οἰκογενειαρχῶν ὅλων τῶν αἰ­ώνων κάθε ἐποχῆς καὶ ἰδίως τῆς σημερινῆς.

* * *

Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ἕνας πατέρας εἶχε ἕ­να παιδὶ ποὺ ἀρρώστησε ἀπὸ ἀρρώστια φοβερή· τὰ αἴτιά της ἦταν ὄχι φυσικὰ ἀλλὰ ὑ­περφυσικά· ὀνομάζεται δαιμονισμός. Καὶ σήμερα πολλὰ πράγματα ποὺ συμβαί­νουν στὶς οἰκογένειες πιστεύω ὅτι δὲν ἐξηγοῦνται ἀλ­λιῶς· εἶνε δαιμονισμός, ὅπως περιέγραψε ὁ ῾Ρῶ­σος Ντοστογιέφσκυ στὸ ἔργο του Δαιμονισμένοι. Ὅπως τὸ βόδι, ποὺ ἅμα τὸ πιάσῃ ὁ τάβανος δὲν ἡσυχάζει πιὰ ἀλλὰ τρέχει ἀσυγ­κρά­­τητο μὲ τὸ κεφάλι κάτω, ἔτσι μοιάζουν πολλὰ παιδιά. Δὲν ἡσυχάζουν· εἶνε δυστυχισμένα, καὶ πιὸ δυστυχισμένοι οἱ γονεῖς τους.
Τὸ παιδὶ αὐ­τὸ λοιπὸν δαιμονίστηκε, τὸ «τσί­μ­πησε μῦγα» δαιμονική. Ὅταν τό ᾽πιανε κρίσις ἔπεφτε κάτω καὶ χτυπιόταν, σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπ᾽ τὸ στόμα κ᾽ ἔτριζε τὰ δόντια. Ὁ πατέρας τὸ εἶχε πάει παντοῦ, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν οὔτε γιατροὶ οὔτε μάγοι οὔτε κανεὶς ἄλλος νὰ τὸ θεραπεύσουν. Ἀ­πελπισμένος πιὰ πῆγε στὸ Χριστό. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε τὸ παιδὶ νὰ κυλιέται μπροστὰ στὰ πόδια του, ρώτησε τὸν πατέρα· ―Πόσον και­ρὸ εἶνε ἔτσι τὸ παιδί; Καὶ ὁ πατέρας ἀπήν­τησε· ―«Παιδιόθεν», ἀπὸ μικρό (Μᾶρκ. 19,21).
Γεννᾶται ἡ ἀπορία· γιατί ρωτάει ὁ Χριστός; δὲν ξέρει; Ὡς Θεὸς παντογνώστης ξέρει ὅ­λες τὶς λεπτομέρειες, ἀλλὰ ρώτησε ἐπίτηδες. Ὅπως ὁ δάσκαλος ρωτάει τὸ μαθητὴ ὄχι διότι ἀγνοεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν διδάξῃ κάτι, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ὁ αἰώνιος διδάσκαλος· ρώτησε, διότι ἀπὸ τὴν ἀπάντησι τοῦ πατέρα ἤθελε νὰ βγάλῃ μιὰ μεγάλη διδασκαλία· ὅτι οἱ γονεῖς πρέπει νὰ ἐνδιαφέρωνται γιὰ τὰ παιδιά τους ἀπὸ νωρίς, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννιῶνται κι ἀ­κούγεται τὸ πρῶτο τους κλάμα, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θηλάζουν καὶ λένε τὶς πρῶτες λέξεις.
Τὸ ἐπεισόδιο λοιπὸν αὐτὸ ἔχει μεγάλη παιδαγωγικὴ σημασία, ἰδίως γιὰ τοὺς γονεῖς. Τότε ἦταν αὐτὸς ὁ πατέρας μὲ δαιμονισμένο τὸ παιδί· σήμερα χιλιάδες παιδιὰ εἶνε δαιμονισμένα. Ποιός φταίει, ποιός εὐθύνεται γι᾽ αὐτό; Εὐθύνη φέρει καὶ ἡ πολιτεία – τὸ κράτος, εὐ­θύνη φέρει καὶ ἡ Ἐκκλησία, εὐθύνη φέρει καὶ ἡ κοι­νωνία· ἀλλὰ σὲ τελευταία ἀνάλυσι τὸ μεγάλο μερίδιο εὐθύνης φέρουν ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα, οἱ γονεῖς. Ἐξετάζοντας τὴ διαγωγὴ τῶν γονέων μποροῦμε νὰ τοὺς κατατάξουμε στὶς ἀκόλουθες τέσσερις κατηγορίες.
Πρώτη κατηγορία γονέων εἶνε οἱ ἀδιάφο­ροι. Γι᾽ αὐτοὺς «πέρα βρέχει». Εἶνε ἄνθρωποι ποὺ συνήθισαν νὰ κάνουν πάντα τὰ κέφια τους. Ἔτσι καὶ στὸ γάμο. Παν­τρεύονται καὶ γεννοῦν παιδιά, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ γεννηθῇ τὸ παιδὶ ἀμελοῦν τὸ χρέος τους ἀπέναντί του· δὲ νοιάζονται γιὰ τὴν ἀνατροφή του. Συνεχίζουν τὴ ζωή τους ὅ­πως πρίν· κυνηγοῦν τὶς δι­ασκεδάσεις καὶ τὰ θεάματα, τρέχουν στὰ κέν­τρα, στὸ χαρτοπαί­γνιο, στὸ ξενύ­χτι, στὸ πιοτὸ καὶ στὸ μεθύσι…. Ὡς πρὸς τὴ διαπαιδαγώγησι τοῦ παιδιοῦ μένουν τελείως ἀδιάφοροι.
Ἔγραψαν οἱ ἐφημε­ρίδες τὸ ἑξῆς φοβερό. Κάποιο εὐκατάστατο ἀντρόγυνο στὴν Ἀθήνα ἔκλεισαν τὰ δυὸ μικρά τους παιδιά, ἡλικίας 3 – 4 ἐτῶν, μέσα στὸ πολυ­τελὲς διαμέρισμά τους, τοὺς ἔδωσαν καὶ ὑ­πνωτικὸ νὰ κοιμηθοῦν, κι αὐ­τοὶ βγῆκαν σὲ κέντρο στὴ Γλυφάδα νὰ διασκεδάσουν. Ξύπνησαν ὅμως τὰ παιδιά, εἶδαν ὅτι ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα λείπουν, ἔβαλαν τὶς φωνὲς μέσ᾽ στὸ σκοτάδι κι ἀναστάτωσαν ὅλη τὴν πολυκατοικία. Οἱ συγκάτοικοι εἰδοποίησαν καὶ ἡ ἀστυνομία ἦρθε καὶ τὰ βρῆκε ὁλομόναχα. Τὸ πρωὶ κατὰ τὶς 5 ἡ ὥρα γύρισαν οἱ προκομμένοι οἱ γονεῖς. Προτίμησαν τὴ διασκέδασι ἀ­διαφορώντας γιὰ τὰ παιδιά τους.
Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ ἦρθε στὴ μητρό­πολι ἀπὸ ἕνα χωριὸ μιὰ γυναίκα μὲ πέντε παιδάκια. Εἶμαι δυστυχισμένη, λέει. Ὁ ἄντρας μου μᾶς ἄφησε, πῆγε στὴ Γερμανία τάχα νὰ ἐργαστῇ, καὶ ἕνα χρόνο τώρα οὔτε ἕνα μάρκο δὲν ἔστειλε. Τρώει τὰ λεφτά του μὲ ξένες γυναῖ­κες. Ἔγραψα στὸν πρόξενο ἐκεῖ, μὰ ποῦ νὰ τὸν βρῇ κι αὐτὸς στὴν ἀχανῆ χώρα; Μᾶς ξέχασε…
Αὐτοὶ οἱ γονεῖς δὲ διδάσκονται ἔστω ἀπὸ τὰ ζῷα; Πῆγα σ᾽ ἕνα χωριὸ κι ἄκουσα μιὰ ἀγελάδα νὰ κλαίῃ ὅλη νύχτα. ―Τί ἔπαθε; ρωτῶ. ―Τῆς πῆραν τὸ μοσχαράκι, μοῦ λένε. Δὲν πᾷς νὰ πά­ρῃς ἀπὸ μιὰ προβατίνα τὸ ἀρνάκι της; Δὲν τολμᾷς νὰ πάρῃς τὸ λιονταράκι ἀπὸ τὴ λέαινα; θὰ σὲ ξεσχίσῃ. Ἀνέβηκε κυνηγὸς στὴ φωλιὰ ἑνὸς ἀετοῦ νὰ πάρῃ τὰ πουλιά του, κι ὁ ἀετὸς ἔπεσε πάνω του καὶ τὸν σκότωσε. Τὰ ζῷα ἔ­χουν περισσότερη φροντίδα γιὰ τὰ μικρά τους.
Ὑπάρχουν βέβαια γονεῖς ποὺ φροντίζουν νὰ ἔχουν τὰ παιδιά τους ροῦχα, παπούτσια, κάλτσες, βιβλία, καὶ πρὸ παντὸς φαῒ καλὸ καὶ πλούσιο – γι᾽ αὐτὸ δὲν τὰ νηστεύουν Τετάρτη – Παρασκευή. Φροντίζουν δηλαδὴ γιὰ τὰ ὑ­λικά, καὶ νομίζουν ὅτι ἔτσι τελείωσε ἡ ὑποχρέ­ωσί τους, ἀλλὰ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ κανένας λόγος. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶνε, ὅτι τέτοια παιδιά, ποὺ στεροῦνται τὴν ψυχικὴ καλλι­έρ­γεια, γίνονται ἀνάγωγα καὶ διεστραμμένα.
⃝ Ἡ δεύτερη κατηγορία εἶνε οἱ μοντέρνοι γο­νεῖς. Αὐτοὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ παιδιά· τὸ ἐν­διαφέρον τους ὅμως εἶνε νὰ ἐξελιχθοῦν κα­τὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, σύμφωνα μὲ τὸ ῥεῦ­μα τῆς ἐποχῆς. Ἡ κόρη τους νὰ ντυθῇ μὲ τὴν τελευταία μόδα· ὁ γυιός τους νὰ μετέχῃ σὲ ὅ­λες τὶς κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις καὶ τὰ παιχνί­δια· νὰ μάθουν μουσική, ξένες γλῶσσες, τρόπους εὐγενείας. Θέλουν νὰ ἔχουν παιδιὰ ἐξελιγμένα κατὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ καὶ ἀμερικανικὰ πρότυπα, ὄχι χωριάτες. Ἐνδιαφέρονται λοι­πόν, ἀλλὰ λανθασμένα. Ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν πνευματικὴ διάπλασι τῶν παιδιῶν, ἀποφεύγουν νὰ τοὺς δώσουν χριστιανικὴ ἀνατροφή, δὲν τ᾽ ἀ­φήνουν νὰ ἔρθουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ διδασκαλία της. Ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ παιδί σου μάθῃ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, δὲν γίνῃ ὅμως ἄνθρωπος, τί νὰ τὸ κάνῃς;
Τρίτη κατηγορία γονέων εἶνε οἱ ἄθεοι. Αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, καὶ εἶνε ὄχι ἁπλῶς ἀδιάφοροι ἀλλὰ καὶ ἐπιθετικοί· πᾶνε κόντρα στὴ χριστια­νι­κὴ διαπαιδαγώγησι τῶν παιδιῶν τους. Θέλουν νὰ ξερριζώσουν ἀπὸ τὴν ψυχή τους τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ νὰ τὰ κάνουν ἄθεα.
Μιὰ φορὰ σὰν ἱεροκήρυκας, ὅταν πλησιάσα σ᾽ ἕνα χωριό, ἄκουσα μιὰ φοβερὴ βλαστήμια. Πλησιάζω καὶ τί νὰ δῶ· κάτω ἀπὸ ἕνα δέν­τρο ἕνας πατέρας κρατοῦσε τὸ παιδάκι του στὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸ μάθαινε νὰ βλαστημάῃ τὸ Θεό!
Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Πτολεμαΐδος ἕνα παιδὶ τε­­λείωσε τὸ σχολεῖο μὲ ἄριστα καὶ παίρνον­τας τὸ ἀπολυτήριο εἶπε στοὺς γονεῖς του, ὅτι θὰ σπουδάσῃ θεολόγος, γιὰ νὰ γίνῃ ἱεροκήρυκας καὶ νὰ πάῃ μάλιστα στὴν Οὐγκάντα ἱεραπόστολος. Κι ὁ πατέρας σήκωσε καρέκλα νὰ τὸ χτυπήσῃ. Ἔκαναν οἰκογενειακὸ συμβούλιο κ᾽ ἔβαλαν τοὺς συγγενεῖς ὅλους νὰ πιέσουν τὸ παιδὶ ν᾽ ἀλλάξῃ ἀπόφασι καὶ νὰ σπουδάσῃ κάτι προσοδοφόρο. Καὶ ἦταν τέτοιος ὁ πόλεμος νεύρων, ὥστε τώρα τὸ παιδὶ ἀπὸ ἀριστοῦχος κατήντησε νὰ εἶνε στὸ ψυχιατρεῖο. Γι᾽ αὐτὸ ὑ­πάρχει σήμερα τόση ἔλλειψις κληρικῶν.
Πρώτη κατηγορία λοιπὸν οἱ ἀδιάφοροι, δευ­τέρα κατηγορία οἱ μοντέρνοι, τρίτη κατηγορία οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, καὶ τετάρτη κατηγορία οἱ εἰδωλολάτρες. Γονεῖς εἰδωλολάτρες εἶ­νε ἐκεῖ­νοι ποὺ κάνουν τὸ παιδί τους εἴδωλο καὶ τὸ λατρεύουν. Σπεύδουν ν᾽ ἀνταποκρι­θοῦν σὲ κάθε ἐπιθυμία του, ἱκανοποιοῦν ὅλες τὶς ἀ­­παιτήσεις του, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ παράλο­γες, δὲν τοῦ χαλοῦν ποτέ χατίρι. Οἱ γονεῖς αὐ­τοὶ δὲν βλέπουν στὸ παιδί τους κάτι ποὺ νὰ θέλῃ δι­όρθωσι, θεω­ροῦν τὸν κανακάρη τους ἰδανικό. Γι᾽ αὐτὸ δὲν φρον­τίζουν νὰ τὸν διαπλά­σουν, νὰ περικόψουν ἐλαττώματα καὶ νὰ καλλιεργή­σουν ἀγαθὰ στοιχεῖα ποὺ λείπουν. Δὲν παιδεύουν, δὲν μαλώνουν, δὲν τιμωροῦν τὸ παιδί. Τὸ ἐπαινοῦν μπροστά του, καὶ καυχῶνται στοὺς ἄλλους γι᾽ αὐτὸ μπροστὰ καὶ πίσω του. Ἂν κάποιος τοὺς ἐνημερώσῃ γιὰ κάποια ἀταξία του καὶ τοὺς ἐπισημάνῃ κάποια ἀδυναμία του, τὸν κάνουν ἐχθρό.
Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς κακῆς ἀγωγῆς εἶνε ὅτι διαπλάθονται φίλαυτοι καὶ ἐγωιστικοὶ τύ­ποι, ἀπαιτητικοὶ καὶ ἐριστικοί, ἀκοινώνητοι καὶ ἀγύμναστοι στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς. Καὶ αὐτὰ τὰ γεύονται πρῶτοι οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς πού, ἀντὶ τῶν τόσων περιποιήσεων, εἰσπράττουν συχνὰ ἀπὸ τὸ κακομαθημένο παιδί τους ἀστοργία καὶ ἀδιαφορία, ὅπως περιγράφει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς στὶς διδαχές του.

* * *

Ὁ σωστὸς γονεύς, ἀγαπητοί μου, οὔτε ἀδι­αφορεῖ γιὰ τὸ παιδί του, ἀλλ᾽ οὔτε τὸ κάνει εἴ­δωλο. Ἐνδιαφέρεται καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸ διαπαιδαγωγήσῃ ἀπὸ τὴ μικρή του ἡλικία μακριὰ ἀπὸ τὴ μόδα καὶ τὴν ἀθεΐα. Σκοπός του εἶνε νὰ τοῦ κληροδοτήσῃ τὴν πίστι καὶ νὰ τοῦ διδάξῃ τὴν ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 23-3-1974 Σάββατο ἑσπέρας)