Μια εικονα της υποκρισιας
Μεγάλη Δευτέρα βράδυ
Μια εικονα της υποκρισιας
«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί» (Ματθ. 23,13)
Θὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, νὰ σιωπῶ συναισθανόμενος τὴν ἀτέλεια καὶ ἁμαρτωλότητά μου. Ἐν τούτοις, ἀκούγοντας σήμερα τὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ τονίζουν ὅτι ὅποιος ἔχει κάποιο τάλαντο δὲν πρέπει νὰ τὸ κρύβῃ, ἀλλὰ νὰ ἐξαγγέλλῃ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ («κατάγγελλε τὰ θαυμάσια αὐτοῦ» Μ. Τρ. δοξ. αἴν.), αἰσθάνομαι χρέος νὰ πῶ λίγα λόγια.
* * *
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως λέει ἕνα τροπάριο, εἶνε «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς…» (ὄρθρ. Μ. Σαβ., ἐγκώμ. στάσ. α΄). Ὅταν λέει «ὡραῖος» δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς τὴν φυσική του ὄψι· ἐννοεῖ προπαντὸς τὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο τοῦ προσώπου του. Καὶ ὁ ἁγιώτερος ἄνθρωπος ἔχει ἐλαττώματα, ἐνῷ ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει κανένα ἐλάττωμα. Εἶνε τέλειος ἐν πᾶσι. Ἀπὸ τὰ ἅγιά του χείλη δὲν βγῆκε ποτὲ ἄστοχος λόγος. Ὅ,τι ἔλεγε ἦταν ζυγισμένο, μετρημένο. Ἡ ἀγάπη του ἀνέκφραστη. Ἀγάπησε ὅλους· ἐνηγκαλίσθη καὶ εὐλόγησε τὰ παιδιά, παρηγόρησε θλιμμένες γυναῖκες, δέχθηκε κάθε μετανοοῦντα ἁμαρτωλὸ μὲ πατρικὴ στοργή. Καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμα ποὺ τὸν ἀδίκησαν συμπεριφέρθηκε μὲ εὐγένεια. Στὸν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης ἐπὶ κεφαλῆς ἀποσπάσματος πῆγε στὴ Γεθσημανῆ καὶ τὸν πρόδωσε μὲ φίλημα, ὁ Χριστὸς δὲν μίλησε μὲ ἀγανάκτησι, δὲν τὸν εἶπε προδότη ἢ κάποια ἄλλη παρόμοια λέξι ἀπὸ ᾽κεῖνες ποὺ λέμε ἐμεῖς ἂν μᾶς πειράξουν, ἀλλὰ τὸν προσφώνησε γλυκύτατα· «Ἑταῖρε (=φίλε), ἐφ᾽ ᾧ πάρει», κάνε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθες (Ματθ. 26,50). Στὸν δοῦλο ἐκεῖνον ἐπίσης –ἕναν ἐλεεινὸ κόλακα– ὁ ὁποῖος στὸ δικαστήριο τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα σήκωσε τὸ βρωμερὸ χέρι του καὶ τὸν ἐρράπισε, εἶπε μόνο· «Εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις;» (Ἰω. 18,23). Αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός μας. Ἀπόψε ὅμως τὸ εὐαγγέλιο παρουσιάζει μία ἄλλη ὄψι τοῦ Κυρίου. Νομίζω, ἐγὼ τοὐλάχιστον, ὅτι ἀστράφτει καὶ βροντᾷ. Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ βγαίνουν δέσμες ἐλεγκτικοῦ λόγου, ἀπὸ τὰ χείλη του πέφτουν ἀστροπελέκια. Καὶ τὰ ἀστροπελέκια εἶνε ὁ ἔλεγχος τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων, τὰ ὀκτὼ ἐκεῖνα «οὐαί» (βλ. Ματθ. 23,13-32). «Οὐαὶ» θὰ πῇ «ἀλλοίμονο». Καὶ γιατί ἆραγε τοὺς ἤλεγξε; Γιὰ μία φοβερὴ κακία ποὺ εἶχαν, τὴν ὑποκρισία. «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί…», λέει (Ματθ. 23,13). Τοὺς ἐλέγχει ὁ Κύριος, διότι ἄλλοι ἦταν καὶ ἄλλοι ἐφαίνοντο. Ἂς ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν ὑποκρισία.
* * *
Τὴν ὑποκρισία τὴ βλέπουμε καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο. Θέλετε μερικὰ παραδείγματα ὑποκριτῶν; Ἕνας λόγου χάριν εἶνε φιλάργυρος· ἀλλ᾽ ἐνῷ ἀγαπᾷ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, προσπαθεῖ ἐν τούτοις μὲ ὡρισμένες ἐξωτερικὲς πράξεις, κάποιες μικρὲς ἐλεημοσύνες ποὺ κάνει, κάτι ψίχουλα ποὺ δίνει, νὰ φανῇ φιλάνθρωπος καὶ ν᾽ ἀφήσῃ μιὰ εἰκόνα εὐεργέτου. Εἶνε πάλι κάποιος ἄλλος ὁ ὁποῖος εἶνε ἄπατρις, δὲν ἀγαπάει τὴν πατρίδα, τὸ παρελθόν του μαρτυρεῖ ὅτι μισεῖ τὸ ἔθνος. Ἐν τούτοις τὸν βλέπεις νὰ κρύβῃ τὸ ἀληθινὸ φρόνημά του, νὰ παίρνῃ ἄλλο ὕφος, νὰ φορῇ προσωπεῖο καὶ νὰ παρουσιάζεται ἔτσι δημοσίως, νὰ δημιουργῇ καὶ πατριωτικὴ κίνησι, καὶ πίσω ἀπὸ αὐτὴν νὰ καλύπτωνται καταχθόνια σχέδια· κάτω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο πατριωτικῶν σωματείων κρύβονται κάποτε καταχθόνια σχέδια πρὸς διάλυσιν τῆς ἱστορικῆς μας πατρίδος. Φιλάργυρος, καὶ ἐμφανίζεται ὡς ἐλεήμων· ἐχθρὸς τῆς πατρίδος, καὶ παρουσιάζεται ὡς πατριώτης. Ὁ ἄλλος, ἐνῷ εἶνε ἀσεβὴς καὶ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὸ Θεό, γιὰ νὰ ἔχῃ ὅμως τὴν ψῆφο τῶν θρησκευομένων, ἐμφανίζεται σὲ ἐκκλησίες, κάνει τὸ σταυρό του, ἀνάβει κεριά, δείχνει ὄψι θρήσκου ἀνθρώπου, ἐνῷ στὰ βάθη του δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ οὐσιῶδες· ὅλα εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἐπικάλυμμα.
Ἡ ὑποκρισία ἔχει σχέσι μὲ τὸ θέατρο. Στὴν ἀρχαία τραγῳδία οἱ ἠθοποιοὶ ἐλέγοντο ὑποκριταί. Βλέπεις π.χ. ἐπάνω στὴ σκηνὴ ἕναν πάμπτωχο, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε σπίτι οὔτε περιουσία, καὶ ξαφνικὰ τὸν ντύνουν βασιλιᾶ· κι ἀνοίγει ἡ αὐλαία καὶ παρουσιάζεται ὡς Μέγας Ἀλέξανδρος. Καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὅμως, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, οἱ ἄνθρωποι παίζουμε ἕνα θέατρο· ἄλλοι εἴμαστε, καὶ ἄλλοι φαινόμαστε. Μοιάζουμε μὲ ἕνα ἐπίχρυσο σκεῦος πού, ἐὰν ξύσῃς μὲ τὸ νύχι σου τὴν ἐπιφάνεια, ἀπὸ κάτω εἶνε σίδερο, χαλκός, ὕλη εὐτελής. Ἐπιχρυσωμένα ἀγγεῖα φαινόμαστε κ᾽ ἐμεῖς. Ὁ ὑποκριτὴς ὑπενθυμίζει τὸ μῦθο τοῦ Αἰσώπου ποὺ λέει, ὅτι μιὰ ἀλεποῦ, γιὰ νὰ ξεγελάσῃ τὶς κόττες καὶ νὰ τὶς φάῃ, πῆγε στὸ κοττέτσι ντυμένη σὰν γιατρὸς καὶ ζήτησε νὰ τῆς ἀνοίξουν γιὰ νὰ θεραπεύσῃ τὶς ἄρρωστες κόττες· εὐτυχῶς ὅμως, βλέποντας τὴν ἄκρη τοῦ ποδιοῦ της, τὴν κατάλαβαν καὶ γλύτωσαν.
Ἀλλὰ ἡ καλύτερη ἀπεικόνισι τῶν ὑποκριτῶν εἶνε αὐτὴ ποὺ κάνει ὁ Κύριος στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ὁ ὑποκριτής, λέει, μοιάζει μὲ ἀσβεστωμένο τάφο, ποὺ ἀπ᾽ ἔξω γυαλίζει, ἀλλ᾽ ὅταν σηκώσῃς τὴν πλάκα, ἀπὸ κάτω εἶνε κόκκαλα νεκρά, σάρκες σαπισμένες καὶ κάθε ἀκαθαρσία καὶ δυσωδία. Ἔτσι εἶνε ὁ ὑποκριτής· ἀπ᾽ ἔξω φαίνεται ἐνάρετος, ἀλλ᾽ ἀπὸ μέσα εἶνε γεμᾶτος ἀπὸ κάθε παρανομία (βλ. Ματθ. 23,27-28).
Ἡ ὑποκρισία κάνει τὴν ἐμφάνισί της σὲ διαφόρους τομεῖς τοῦ βίου.
⃝ Στὸ γάμο. Read more »