Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ’ Category

Μια εικονα της υποκρισιας

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγάλη Δευτέρα βράδυ

Μια εικονα της υποκρισιας

«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί» (Ματθ. 23,13)

ΟΥΑΙ ΥΜΙΝΘὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, νὰ σιωπῶ συν­αι­σθανόμενος τὴν ἀτέλεια καὶ ἁμαρτωλότητά μου. Ἐν τούτοις, ἀ­κούγοντας σήμερα τὰ τροπά­ρια τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ τονί­ζουν ὅτι ὅποιος ἔχει κάποιο τάλαντο δὲν πρέπει νὰ τὸ κρύβῃ, ἀλλὰ νὰ ἐξαγγέλλῃ τὰ με­γαλεῖα τοῦ Θεοῦ («κατάγγελλε τὰ θαυμάσια αὐ­τοῦ» Μ. Τρ. δοξ. αἴν.), αἰσθάνομαι χρέος νὰ πῶ λίγα λόγια.

* * *

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως λέει ἕνα τροπάριο, εἶνε «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς…» (ὄρθρ. Μ. Σαβ., ἐγκώμ. στάσ. α΄). Ὅταν λέει «ὡραῖος» δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς τὴν φυσική του ὄψι· ἐννοεῖ προπαντὸς τὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο τοῦ προσώπου του. Καὶ ὁ ἁγιώτερος ἄνθρωπος ἔχει ἐλαττώματα, ἐνῷ ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει καν­ένα ἐλάττωμα. Εἶνε τέλειος ἐν πᾶσι. Ἀπὸ τὰ ἅγιά του χείλη δὲν βγῆκε ποτὲ ἄ­στοχος λόγος. Ὅ,τι ἔλεγε ἦταν ζυγισμένο, μετρημένο. Ἡ ἀ­γάπη του ἀνέκφραστη. Ἀγάπησε ὅλους· ἐνηγ­καλίσθη καὶ εὐλόγησε τὰ παιδιά, παρηγόρησε θλιμμένες γυναῖκες, δέχθηκε κάθε μετανο­οῦντα ἁμαρτωλὸ μὲ πατρικὴ στοργή. Καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμα ποὺ τὸν ἀδίκησαν συμπεριφέρθηκε μὲ εὐγένεια. Στὸν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης ἐπὶ κε­φαλῆς ἀποσπάσματος πῆγε στὴ Γεθ­σημανῆ καὶ τὸν πρόδωσε μὲ φίλημα, ὁ Χριστὸς δὲν μίλησε μὲ ἀγανάκτησι, δὲν τὸν εἶπε προδότη ἢ κά­ποια ἄλλη παρόμοια λέξι ἀπὸ ᾽­κεῖνες ποὺ λέμε ἐμεῖς ἂν μᾶς πειράξουν, ἀλλὰ τὸν προσφώνη­σε γλυκύτατα· «Ἑταῖρε (=φίλε), ἐφ᾽ ᾧ πάρει», κάνε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθες (Ματθ. 26,50). Στὸν δοῦλο ἐκεῖνον ἐ­πίσης –ἕναν ἐλεεινὸ κόλακα– ὁ ὁποῖος στὸ δι­καστήριο τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα σήκωσε τὸ βρωμερὸ χέρι του καὶ τὸν ἐρράπισε, εἶ­πε μόνο· «Εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον πε­ρὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις;» (Ἰω. 18,23). Αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός μας. Ἀπόψε ὅμως τὸ εὐαγγέλιο παρουσιάζει μία ἄλλη ὄψι τοῦ Κυρίου. Νομίζω, ἐγὼ τοὐλάχιστον, ὅτι ἀστράφτει καὶ βροντᾷ. Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ βγαίνουν δέσμες ἐλεγκτικοῦ λόγου, ἀπὸ τὰ χείλη του πέφτουν ἀστροπελέκια. Καὶ τὰ ἀστροπελέκια εἶνε ὁ ἔλεγχος τῶν γραμμα­τέων καὶ φαρισαίων, τὰ ὀκτὼ ἐκεῖνα «οὐαί» (βλ. Ματθ. 23,13-32). «Οὐαὶ» θὰ πῇ «ἀλλοίμονο». Καὶ γιατί ἆραγε τοὺς ἤλεγξε; Γιὰ μία φοβερὴ κακία ποὺ εἶχαν, τὴν ὑποκρισία. «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί…», λέει (Ματθ. 23,13). Τοὺς ἐλέγχει ὁ Κύριος, διότι ἄλλοι ἦταν καὶ ἄλλοι ἐφαίνοντο. Ἂς ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν ὑποκρισία.

* * *

Τὴν ὑποκρισία τὴ βλέπουμε καὶ σήμερα, ἀ­γαπητοί μου, στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο. Θέλετε μερικὰ παραδείγματα ὑποκριτῶν; Ἕνας λόγου χάριν εἶνε φιλάργυρος· ἀλλ᾽ ἐνῷ ἀγαπᾷ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, προσπαθεῖ ἐν τούτοις μὲ ὡρισμένες ἐξωτερικὲς πράξεις, κάποιες μι­κρὲς ἐλεημοσύνες ποὺ κάνει, κάτι ψίχουλα ποὺ δίνει, νὰ φανῇ φιλάνθρωπος καὶ ν᾽ ἀφήσῃ μιὰ εἰκόνα εὐεργέτου. Εἶνε πάλι κάποιος ἄλ­λος ὁ ὁποῖος εἶνε ἄπατρις, δὲν ἀγαπάει τὴν πατρί­δα, τὸ παρελθόν του μαρτυρεῖ ὅτι μισεῖ τὸ ἔ­θνος. Ἐν τούτοις τὸν βλέπεις νὰ κρύβῃ τὸ ἀ­λη­θινὸ φρόνημά του, νὰ παίρνῃ ἄλλο ὕφος, νὰ φορῇ προσωπεῖο καὶ νὰ παρουσιάζεται ἔ­τσι δημοσίως, νὰ δημιουργῇ καὶ πατριωτικὴ κίνησι, καὶ πίσω ἀπὸ αὐτὴν νὰ καλύπτωνται καταχθόνια σχέδια· κάτω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο πατριωτικῶν σωματείων κρύβονται κάποτε κατα­χθόνια σχέδια πρὸς δι­άλυσιν τῆς ἱστορι­κῆς μας πατρίδος. Φιλάργυρος, καὶ ἐμφανίζε­ται ὡς ἐλεήμων· ἐχθρὸς τῆς πατρίδος, καὶ πα­ρουσιάζεται ὡς πατριώτης. Ὁ ἄλλος, ἐνῷ ­εἶ­νε ἀσεβὴς καὶ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὸ Θεό, γιὰ νὰ ἔ­χῃ ὅμως τὴν ψῆφο τῶν θρησκευ­ομένων, ἐμφα­νίζεται σὲ ἐκκλησίες, κάνει τὸ σταυρό του, ἀ­νάβει κεριά, δείχνει ὄψι θρήσκου ἀνθρώπου, ἐνῷ στὰ βάθη του δὲν ὑ­πάρχει τίποτα τὸ οὐ­σιῶδες· ὅλα εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἐπικάλυμμα.
Ἡ ὑποκρισία ἔχει σχέσι μὲ τὸ θέατρο. Στὴν ἀρχαία τραγῳδία οἱ ἠθοποιοὶ ἐλέγοντο ὑποκριταί. Βλέπεις π.χ. ἐπάνω στὴ σκηνὴ ἕναν πάμπτωχο, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε σπίτι οὔτε περι­ουσία, καὶ ξαφνικὰ τὸν ντύνουν βασιλιᾶ· κι ἀνοίγει ἡ αὐλαία καὶ παρουσιάζεται ὡς Μέγας Ἀλέξανδρος. Καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὅμως, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, οἱ ἄνθρωποι παίζουμε ἕνα θέατρο· ἄλλοι εἴμαστε, καὶ ἄλ­λοι φαινόμαστε. Μοιάζουμε μὲ ἕνα ἐπίχρυσο σκεῦος πού, ἐὰν ξύσῃς μὲ τὸ νύχι σου τὴν ἐ­πι­­φάνεια, ἀπὸ κάτω εἶνε σίδερο, χαλκός, ὕλη εὐ­τελής. Ἐπιχρυσωμένα ἀγγεῖα φαινόμαστε κ᾽ ἐμεῖς. Ὁ ὑποκριτὴς ὑπενθυμίζει τὸ μῦθο τοῦ Αἰσώπου ποὺ λέει, ὅτι μιὰ ἀλεποῦ, γιὰ νὰ ξεγελάσῃ τὶς κόττες καὶ νὰ τὶς φάῃ, πῆγε στὸ κοττέτσι ντυμένη σὰν γιατρὸς καὶ ζήτησε νὰ τῆς ἀνοίξουν γιὰ νὰ θεραπεύσῃ τὶς ἄρρωστες κόττες· εὐτυχῶς ὅμως, βλέπον­τας τὴν ἄκρη τοῦ ποδιοῦ της, τὴν κατάλαβαν καὶ γλύτωσαν.
Ἀλλὰ ἡ καλύτερη ἀπεικόνισι τῶν ὑποκρι­τῶν εἶνε αὐτὴ ποὺ κάνει ὁ Κύριος στὸ σημερι­νὸ εὐ­αγγέλιο. Ὁ ὑποκριτής, λέει, μοιάζει μὲ ἀ­σβεστωμένο τάφο, ποὺ ἀπ᾽ ἔξω γυαλίζει, ἀλλ᾽ ὅταν σηκώσῃς τὴν πλάκα, ἀπὸ κάτω εἶνε κόκκαλα νεκρά, σάρκες σαπισμένες καὶ κάθε ἀ­καθαρσία καὶ δυσωδία. Ἔτσι εἶνε ὁ ὑποκριτής· ἀπ᾽ ἔξω φαίνεται ἐνάρετος, ἀλλ᾽ ἀπὸ μέσα εἶνε γεμᾶτος ἀπὸ κάθε παρανομία (βλ. Ματθ. 23,27-28).
Ἡ ὑποκρισία κάνει τὴν ἐμφάνισί της σὲ διαφόρους τομεῖς τοῦ βίου.
⃝ Στὸ γάμο. Read more »

«Σημερον κρεμαται επι ξυλου…»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Mεγάλη Πέμπτη βράδυ

«Σημερον κρεμαται επι ξυλου…»

«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας» (ἀντίφ. ιε΄ ὄρθρ. Μ. Παρ.)

Εσταυρ..ΟΣΟ, ἀγαπητοί μου, προχωρεῖ ἡ ἀκολουθία καὶ πλησιάζει ἡ στιγμὴ τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, τόσο οἱ ὕμνοι καὶ τὰ τροπάρια γίνονται γλυκύτερα. Προκαλοῦν συγκίνησι· μόνο χυδαῖες ψυχὲς παραμένουν ἀσυγκίνητες.
Παγκόσμιος θρῆνος. Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς καλεῖ νὰ συμμετάσχουν στὸ θρῆνο καὶ στὸ πένθος ἄγγελοι, ἄνθρωποι ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ ἄψυχα δημιουργήματα. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀναφέρει καὶ τὴ γῆ. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας», λέει. Ἐπιτρέψτε μου, μολονότι εἶστε κουρασμένοι, νὰ πῶ λίγες λέξεις στὸ σημεῖο αὐτό· πενθεῖ ἡ γῆ.

* * *

ϗ Ἀλλὰ ΤΙ ΕΙΝΕ Η ΓΗ; Ἡ γῆ, ἀπαντοῦν οἱ ἀστρονόμοι, εἶνε ἕνας πλανήτης, ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα οὐράνια σώματα ποὺ ὑπάρχουν. Ἐν συγκρίσει μὲ τὰ ἄλλα οὐράνια σώματα ἡ γῆ εἶνε ἕνας μικρὸς κόκκος. Ἂν γιὰ μᾶς ἡ ὑδρόγειος σφαῖρα φαίνεται μεγάλη, ἐν συγκρίσει ὅμως μὲ ἄλλες σφαῖρες, ποὺ στροβιλίζονται στὸ ἄπειρο, εἶνε πολὺ μικρή.
Καὶ ὅμως ἡ γῆ ἔχει κάτι μοναδικό. Εἶνε οὐράνιο σῶμα εὐλογημένο, καλλωπισμένο, ὡραιότατο. Εἶνε, ὅπως εἶπε κάποιος ἀστρονόμος, «τὸ διαμάντι τῶν ἀστέρων». Ἐδῶ ὑπάρχει βλάστησι, χλόη, ἄνθη, δέντρα, καρποί· ἐδῶ ὑπάρχουν ψάρια, ζῷα, πουλιά· ἐδῶ ὑπάρχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ εἶνε ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ὕπαρξι τῆς ζωῆς. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα στοιχεῖα εἶνε τὸ νερό. Ἐδῶ ὑπάρχουν νερὰ ἄφθονα· πηγές, ποταμοί, λίμνες, θάλασσες καὶ ὠκεανοί, πού καλύπτουν τὰ τρία τέταρτα τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς.
«Ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας», λέει ὁ ὕμνος. Πολλοὶ αὐτὸ τὸ ἀμφισβητοῦσαν, ἀπεδείχθη ὅμως ἀληθινό. Οἱ ἀστροναῦτες ποὺ εἶδαν τὴ γῆ ἀπὸ τὴ σελήνη, ἀπήλαυσαν ἕνα θαυμάσιο θέαμα. Τὴν εἶδαν μιὰ πελώρια πολύχρωμη σφαῖρα ἀλλοῦ ἄσπρη (οἱ παγετῶνες), ἀλλοῦ πράσινη (τὰ δάση), ἀλλοῦ φαιὰ – σκούρα (ἡ ξηρά), καὶ τὸ περισσότερο γαλάζια (ἡ θάλασσα).
Οἱ ἀρχαῖοι, ποὺ δὲν γνώριζαν πολλὰ πράγματα, νόμιζαν ὅτι ἡ γῆ εἶνε ἐπίπεδη κι ὅτι τὴ σηκώνει στοὺς ὤμους του ὁ μυθικὸς Ἄτλας. Σήμερα γνωρίζουμε, ὅτι ἡ γῆ εἶνε μιὰ πελώρια σφαῖρα ποὺ αἰωρεῖται στὸ ἄπειρο. Καὶ κάνει δύο κινήσεις· διαγράφει ἕνα κύκλο γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ μία στροφὴ γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της· ἡ μία κίνησις δημιουργεῖ τὸ ἔτος, ἡ ἄλλη δημιουργεῖ τὸ ἡμερονύκτιο. Καὶ τρέχει μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα· σὲ ἕνα δευτερόλεπτο διανύει εκοσι χιλιάδες χιλιόμετρα!
Πῶς στέκεται; Δύσκολο ἐρώτημα. Ἡ ἐπιστήμη ἀπαντᾷ, ἀλλὰ δὲν ἐξηγεῖ· ἁπλῶς περιγράφει. Λέει, ὅτι ἰσορροποῦν δύο τεράστιες δυνάμεις, ἡ παγκόσμιος ἕλξις ποὺ τὴν τραβᾷ πρὸς τὰ μέσα καὶ ἡ φυγόκεντρος δύναμις ποὺ τὴν ὠθεῖ πρὸς τὰ ἔξω. Ὅπως ἐμεῖς μικρὰ παιδιὰ παίζοντας παίρναμε ἕνα κουβαδάκι, τὸ γεμίζαμε νερό, τὸ δέναμε μ᾿ ἕνα σχοινὶ καὶ τὸ περιστρέφαμε, καὶ τὸ νερὸ δὲν χυνόταν. Ἔτσι κ᾿ ἐδῶ· κάποιο ἀόρατο χέρι στρέφει συνεχῶς, ἐπὶ αἰῶνες τώρα, τὴ γῆ, κι αὐτὴ αἰωρεῖται καὶ κινεῖται μέσα στὸ ἄπειρο.
Σᾶς ἐρωτῶ· εἶνε δυνατὸν ἡ ὕλη μόνη της νὰ ἔχῃ τέτοιες δυνάμεις; Ποιός ἔβαλε μέσα στὴ νεκρὰ ὕλη τέτοιες τεράστιες μυστηριώδεις δυνάμεις; Μία εἶνε ἡ λογικὴ ἀπάντησις· ὁ Θεός. «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, καὶ οὐδείς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων σου» (μέγ. ἁγιασμ., εὐχὴ Σωφρονίου Ἰεροσ.). Γι᾿ αὐτὸ σήμερα ὁ ποιητὴς θυμᾶται τὴ γῆ, τὸ ἔξοχο δημιούργημα, ποὺ συμμετέχει καὶ αὐτὸ στὸ θρῆνο γιὰ τὸ δημιουργό του.
Ἐγὼ θὰ ἤθελα, αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν καὶ βλαστημοῦν τὸν Ἐσταυρωμένο, νὰ τοὺς βάλουμε σ᾿ ἕνα πύραυλο καὶ νὰ τοὺς πᾶμε στὴ σελήνη, ὅπου ἐπικρατεῖ νέκρα· οὔτε ἀέρας, οὔτε σταγόνα νεροῦ ἐκεῖ. Ἀχάριστε ἄνθρωπε! πίνεις τὸ νερό, ἀναπνέεις τὸν καθαρὸ ἀέρα, κ᾿ ἕνα εὐχαριστῶ δὲ λές· τὴ μπουκιὰ ἔχεις στὸ στόμα, καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾷς.
Ἡ γῆ αὐτή, ποὺ εἶνε τὸ πεδίον τῆς δράσεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶνε καὶ μάρτυς τῶν ἔργων του. Ἂν μποροῦσε νὰ μιλήσῃ, θὰ ἐξιστοροῦσε τὰ φοβερὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔγιναν ἐπάνω στὸν φλοιό της. Δὲν ὑπάρχει γωνιὰ τῆς γῆς ποὺ δὲ μολύνθηκε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς διέπραξε μεγάλα ἐγκλήματα. Ἀλλὰ τὸ πιὸ ἀπαίσιο ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἐγκλήματα εἶνε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐσταύρωσε τὸ Δημιουργό του, τὸ Θεό. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀνταπόδοσις καὶ εὐγνωμοσύνη του! Γι᾿ αὐτὸ πενθεῖ ἡ γῆ· «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας».
– Προσέξατε τί λέει ὁ ὕμνος; «ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΡΕΜΑΤΑΙ (Ο ΧΡΙΣΤΟΣ) ἐπὶ ξύλου». Δὲ λέει «ἐκρεμάσθη»· λέει «κρεμᾶται», σὲ ἐνεστῶτα. Τί ἔννοια ἔχει αὐτὸς ὁ ἐνεστώς; Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐκρεμάσθη σὲ ὡρισμένη χρονικὴ στιγμή, ἐφ᾿ ἅπαξ, γιατί λέει «σήμερον κρεμᾶται»; Διότι συνεχίζεται τὸ μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ μας. Ξανασταυρώνεται ὁ Χριστός. Ναί, ξανασταυρώνεται. Ὄχι πλέον ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς λεγομένους Χριστιανούς, αὐτοὺς ποὺ βαπτίσθηκαν στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, φέρουν ὀνόματα χριστιανικὰ καὶ τώρα τὶς μέρες αὐτὲς πυκνώνουν τὰ ἐκκλησιάσματα.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει Read more »

ΩΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγάλη Δευτέρα

Ομιλια Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ωρες της Μεγαλης Εβδομαδος

ΝΥΜΦΙΟΣΔΟΞΑ τῷ Θεῷ φθάσαμε στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Τὸ αἰσθανόμεθα;
Γιατί ἆραγε ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ ὀνομάζεται Μεγάλη; 168 ὧρες ἔχει κάθε ἑβδομάδα τοῦ ἔ­τους, 168 ὧρες ἔχει καὶ ἡ ἑβδομάδα αὐτή. Γιατί τότε τὴν ὀνομάζουμε Μεγάλη; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂς σκεφτοῦμε τὰ ἑξῆς.

* * *

Ὁ χρόνος, ἀδελφοί μου, αὐτὸς καθεαυτὸν δὲν ἔχει ἀ­ξία. Ἂν π.χ. κάποιος βρεθῇ μέσα στὴ Σαχάρα, καὶ χίλια χρόνια ἂν ζοῦσε ἐκεῖ, δὲν θὰ εἶχε τίποτα ἀξιόλογο νὰ θυμηθῇ. Ὁ χρόνος μοιά­­ζει μ᾽ ἕνα λευκὸ ἄγραφο χαρτί, ποὺ ἀποκτᾷ ἀ­ξία ὅταν γράψῃς κάτι σ᾽ αὐτό, ὅταν γεμίσῃ μὲ κείμενο. Ἔτσι καὶ ὁ χρόνος· ἀποκτᾷ ἀξία ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ θὰ γίνουν στὸ δι­άστημά του.
Πάρτε γιὰ παράδειγμα ἕναν ἄνθρωπο ἄνω τῶν 60 ἐτῶν, ποὺ ἔχει δεῖ πολλὰ στὴ ζωή του. Ἂν τὸν ρωτήσετε, ποιές εἶνε οἱ σπουδαιότερες ὧρες τῆς ζωῆς του, τί θὰ πῇ; Κάθε θνητός, καὶ ὁ πιὸ ἄσημος, ἔχει ὡρισμένες στιγμὲς ποὺ γι᾽ αὐτὸν ἀποτελοῦν σταθμούς. Τέτοιοι στα­θμοὶ εἶ­νε ἡ ὥρα τῆς γεννήσεώς του, τὰ γενέθλια· ἡ ὥρα τοῦ γάμου του· ὅταν γεννήθηκε τὸ πρῶ­το του παιδί, ἡ «χαρὰ ὅτι ἐγεννήθη ἄν­θρωπος εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 16,21)· ἡ ὥρα ποὺ πῆ­ρε τὸ δίπλωμά του, κ.λ.. Ἂν κάποιος ἀκολου­­θήσῃ τὸ πρόγραμμα τῶν ἐπικουρείων, τὸ «Φά­γω­μεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13. Α΄ Κορ. 15,32), καὶ ἑκατὸ χρόνια νὰ ζήσῃ, τίποτα δὲν θὰ εἶνε ἀξιόλογο. Στὰ μέρη τῆς Δωρίδος καὶ ἀλλοῦ εἶχα ἀκούσει ὅτι στὶς γιορ­­τές τους εὔχονται ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «κορακοζώητος», νὰ ἔχῃ δηλαδὴ τὰ χρόνια τοῦ κόρακα ποὺ ζῇ διακόσα χρόνια. Τί τὸ ὄφελος ὅ­μως; Ὁ κόρακας τὸ μόνο ποὺ κάνει εἶνε νὰ φω­­­νά­ζῃ κρά, κρά. Ἐνῷ τὸ ἀηδόνι, μπορεῖ νὰ ζῇ δυὸ – τρία χρόνια μόνο, ἀλλὰ γεμίζει τὸ δάσος μὲ τὴ με­λῳδία του. Προτιμότερο νὰ εἶ­σαι ἀηδονάκι καὶ νὰ γεμίζῃς τὴ ζωὴ μὲ ὡραῖα ᾄ­σματα, παρὰ κοράκι καὶ νὰ βγάζῃς μόνο ἄγρι­ες κραυγές. Καὶ σήμερα δυστυχῶς οἱ πολλοὶ ἔγιναν κόρακες τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ Νῶε.
Ὅπως ὅμως τὰ ἄτομα ἔ­χουν ὧρες σημαν­τικές, ἔτσι ἔχουν τέτοιες ὧρες καὶ οἱ οἰ­κογένειες. Καὶ ὅπως ἔχουν οἱ οἰ­κογένειες, ἔτσι ἔ­χουν καὶ τὰ ἔθνη καὶ οἱ κοινωνίες ὧρες σημαντικές. Ἐὰν μὲ ρωτή­σετε λ.χ. γιὰ τὸ μικρό μας ἔ­θνος, ποιά εἶνε ἡ σπουδαιότερη ὥρα τῆς νεωτέρας ἱστορίας του, θὰ σᾶς ἀπαντήσω, ὅτι αὐτὴ ἀσφαλῶς εἶνε ἡ 25η Μαρτίου 1821, ὅ­ταν ὁ ῾Ρήγας Φεραῖος εἶπε
«Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωὴ
παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή».
Ἀξία, ἐπαναλαμβάνω, ὁ χρόνος ἀποκτᾷ Read more »

Τα καθηκοντα μας τη Μεγαλη Εβδομαδα

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ Βαΐων (βράδυ)

Τa καθηκοντα μας τη Μεγαλη Εβδομαδα

«Τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου τὰς ἀπαρχὰς ἡ παροῦσα ἡμέρα λαμπροφορεῖ. Δεῦτε οὖν, φιλέορτοι, ὑπαντήσωμεν ᾄσμασιν…» (κάθ. Μ. Δευτ.)

Ακρα ταπειν.Φθάσαμε, ἀγαπητοί μου, στὰ σωτήρια πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ λέγεται Με­γάλη, διότι μέσα στὶς 168 ὧρες της, ἀπὸ σήμερα μέχρι τὴ νύ­χτα τῆς Ἀναστάσεως, τιμῶνται μεγάλα γεγονό­τα, μοναδικὰ καὶ κοσμοϊστορικά, ποὺ συγ­κλόνισαν τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια καὶ τὰ καταχθόνια. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ ὀ­νομάζεται Μεγάλη· ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν θὰ πρέπῃ νὰ περάσῃ ὅπως οἱ ἄλλες.
Καὶ θέτω τὸ ἐρώτημα· ποιά εἶνε τὰ καθή­κον­τα ἑνὸς Χριστιανοῦ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα; Δὲν ἀπευθύνομαι σὲ ἀπίστους, ἀθέους ἢ σὲ χι­λιαστάς· ἀπευθύνομαι σὲ πιστούς, ποὺ θέλουν νὰ ἑορτάσουν σωστά. Ποιά εἶνε λοιπὸν τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχουμε τὴν ἑβδομάδα αὐτή;

* * *

⃝Τὸ πρῶτο καθῆκον, ἀδελφοί μου, εἶνε νὰ εὐ­χαριστήσουμε ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας τὸν Κύρι­ον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅλη βέβαια ἡ ζωή μας πρέπει νά ᾽νε ἕνα εὐχαριστῶ, ἕ­να «Δόξα σοι, Κύριε», γιὰ τὶς μικρὲς καὶ μεγάλες εὐεργεσίες του, τὶς φα­νερὲς καὶ ἀφανεῖς, γιὰ ὅλα τὰ καλά, ὑλικὰ καὶ πνευματικά, ποὺ ἐπιδαψιλεύει ἡ χάρις του· τὸν ἥλιο, τὸν ἀέρα, τὸ νερό, τὰ λουλού­δια, τὰ ἀκρογιάλια, ὅλη τὴν πλάσι. Νὰ τὸν εὐ­χα­ριστοῦμε ἀκόμη γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ τὰ ἀδέρφια, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά, γιὰ τὸ χρόνο καὶ τὶς ἐποχές, γιὰ ὅ,τι εὐλο­γημένο καὶ ἀναγκαῖο. Ἄνθρωπος ἀ­γνώμων εἶ­νε χειρότερος ἀπὸ ζῷο. Ἕνα σκύλο ἔχεις, ἕ­να κομμάτι ψωμὶ τοῦ πετᾷς, καὶ κουνάει τὴν οὐρά του καὶ σοῦ λέει εὐχαριστῶ. Κι ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν πρέπει νά ᾽νε εὐ­­γνώμων στὸ Θεό. Νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅ­λα, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ του, γιὰ τὰ σεπτά του πάθη. Ἀκόμη νὰ τὸν εὐχαρι­στήσουμε καὶ γιὰ κάτι ἄλλο· γιὰ τὴ μακροθυμία του στὰ τόσα ἐγ­κλήματά μας καὶ μάλιστα στὶς βλασφημίες, γιὰ τὶς ὁποῖες θά ᾽πρεπε ν᾽ ἀ­νοί­ξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς κα­ταπιῇ κ᾽ ἡ θάλασσα νὰ φουσκώ­σῃ νὰ μᾶς πνίξῃ, καὶ ὅμως μᾶς ἀνέχεται. Γι᾿ αὐτὸ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἡ Ἐκκλησία λέει «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι».
⃝ Τὸ ἕνα καθῆκον μας λοιπὸν εἶνε νὰ εὐχαρι­στοῦμε τὸ Θεό. Τὸ ἄλλο εἶνε νὰ παρακολουθή­σουμε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Οἱ ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος δὲν εἶνε ὅπως οἱ ἄλλες· διαφέρουν πολύ. Οἱ ὕμνοι της, ποὺ εἶνε γλυκύ­τεροι ἀπ᾽ τὸ μέλι, τὰ ἐμπνευσμένα αὐτὰ ποιή­ματα ὅπως π.χ. ὁ ἐπιτάφιος θρῆνος, δὲν ὑ­πάρ­χουν σὲ καμμιά θρησκεία στὸν κό­σμο. Καὶ μόνο τὰ τροπάρια αὐτά, ποὺ δὲν τά ᾽χουν οὔτε φράγ­­κοι οὔτε προτεστάντες οὔ­τε κανεὶς ἄλλος, φτά­νουν ν᾽ ἀποδείξουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶ­νε ἀ­πὸ τὴ γῆ· εἶνε ἀπὸ τὸν οὐρανό, εἶνε θεό­­πνευστη. Ποιός τὰ ἔκανε αὐτά; ποῦ γράφτη­καν, μέσα σὲ σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια; Τὰ ἔ­φτειαξαν μέσα σὲ σπηλιὲς ἅγιοι ἀσκηταί, ποὺ τὸ δάκρυ τους ἔπεφτε στὴ γῆ καὶ τὴν ἔκανε νὰ λουλου­δίζῃ. Δὲν τά ᾽γραψαν ἁπλῶς μὲ τὸ μυαλὸ καὶ τὰ γράμματα ποὺ ἤ­ξεραν· αὐτὰ εἶνε τὸ αἷ­μα τῆς καρδιᾶς τους, συν­αίσθημα ὑγιές, ἔκφρασι ζωῆς, βιώματα ἅγια, ἀλήθειες, ποὺ μόνο ὅσοι ἀγάπησαν γνησίως τὸ Χριστὸ μποροῦσαν νὰ ἔ­χουν. Πρέπει νά ᾽νε ἀναίσθητος κανεὶς γιὰ νὰ μὴν τὸν συγκινοῦν. Ἂς τὰ παρακολουθήσουμε λοιπὸν στὴν ἐκκλησία κρατώντας μιὰ Συνόψι.
⃝ Τὸ τρίτο καθῆκον μας. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε ἑβδομάδα νηστείας, αὐστηρῆς νηστείας. Μὴν ἀκοῦτε τοὺς ὑλιστὰς καὶ ἀσεβεῖς· ἐμεῖς ἀ­πὸ τὴν παράδοσι ἀποστόλων καὶ πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας τηροῦμε τὶς νηστεῖες τῆς ἁ­γίας μας Ἐκκλησίας καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν τὴ νηστεία αὐτή. Ὅταν λέμε νηστεία, δὲν ἐννοοῦμε νὰ νηστέ­ψῃ ἁπλῶς τὸ στομάχι γιὰ νὰ θυμηθῇ τὸ ὄξος τοῦ σταυροῦ· ἐννοοῦμε μαζὶ μὲ τὸ στομάχι νὰ νηστέψῃ καὶ τὸ στόμα ἀπὸ κακολογία, ἡ γλῶσσα ἀπὸ αἰσχρολογία, τὰ μάτια ἀπὸ αἰσχρὰ θεάμα­τα. Τέτοιες μέρες στὸ Βυζάντιο οἱ αὐτοκράτο­ρες ὑπέγραφαν διαταγή· Μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο καὶ Κυριακὴ κλειστὰ τὰ ἱπποδρόμια καὶ ὅλα τὰ θέατρα. Πενθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ἂν ἤμασταν χριστιανικὸ κράτος, θά ᾽πρεπε ἀπὸ αὔριο νὰ εἶνε κλεισμένα τὰ καταγώγια καὶ τὰ κέντρα διαφθορᾶς, καὶ νὰ ἐπικρατῇ πένθος γι᾿ Αὐτὸν ποὺ ὑψώθηκε γιὰ μᾶς ἐπάνω στὸ σταυρό.
⃝ Ἀλλὰ ἔχουμε κ᾽ ἕνα ἄλλο καθῆκον. Εἶνε τὸ καθῆκον τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς θείας μεταλήψεως. Ἐπ᾽ αὐτοῦ δὲν θὰ ἐπεκταθῶ. Τοῦτο μόνο θὰ πῶ. Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες καὶ ἰδίως τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως καλούμεθα νὰ μείνουμε στὸ ναὸ μέχρι τέλους μὲ τὴν ἀναστάσιμη λαμπάδα. Ὅποιος ἀκούει τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» καὶ μετὰ φεύγει, προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ μείνῃ στὸ σπίτι του. Αὐτὸ ποὺ γίνεται, νὰ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησίες μετὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», εἶνε βεβήλωσις, περιφρόνησι στὸ Χριστό. Νὰ μείνουμε λοιπὸν μέχρι τέλους καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦμε γιὰ τὴ θεία μετάληψι. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε κατ᾽ ἐξοχὴν ἑβδομάδα θείας μεταλήψεως. Τί εἶνε ἡ θεία μετάληψις; Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ φωτιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Τί εἶσαι, σὲ ρωτῶ, ἄχυρο; μὴν πλησιάσῃς τὰ ἅγια, θὰ καῇς. Εἶσαι χρυσάφι; Ἂν εἶσαι χρυσάφι, τὸ χρυσάφι δὲν ἀ­πειλεῖται ἀπὸ τὴ φωτιά· ὅσο πλησιάζει τὴ φωτιά, τόσο καθαρίζεται. Ἔτσι κ᾽ ἐσὺ ὁ Χριστιανός· ἂν εἶσαι ἀμετανόητος, θὰ σὲ κάψῃ ἡ φωτιά, ὅπως ἔκαψε τὸν Ἰούδα ποὺ κοινώνησε ἀναξίως· ἂν ὅμως πέρασες ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς ἱε­ρᾶς ἐξομολογήσεως, τότε πλησίασε· ἡ θεία κοινωνία θὰ εἶνε φάρμακο ἀθανασίας.
⃝ Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔχουμε ἐπίσης ἱερὸ καθῆκον ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ πάσχουν καὶ ὑποφέρουν. Εἶνε ἑβδομάδα ἀγάπης καὶ ἐλεημοσύνης. Ἕνα ἐκλεκτὸ φαγητὸ σὲ κά­ποιον ποὺ πεινάει, ἕνα καινούργιο ροῦχο —ὄχι παλιό— σ᾿ ἕναν ποὺ δὲν ἔχει, μιὰ βοήθεια στὴ χήρα καὶ τὰ ὀρφανά, ἕνα φάρμακο ἀναγ­καῖο, μιὰ ἐπίσκεψι στὸν ἀσθενῆ, ἕνας λόγος παρηγορητικὸς στὸν θλιμμένο, ὅ,τι τέλος πάν­των μπορεῖ νὰ σκεφτῇ μιὰ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾷ.
⃝ Ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτα· ὑπάρχει κάτι ἀκόμη, κι αὐτὸ εἶνε τὸ δυσκολώτερο. Ὅλα ὅσα εἴπαμε τὰ κάνεις· ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ τελευταῖο αὐτὸ δὲν τὸ κάνῃς, Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ξέρω Χριστιανοὺς ποὺ εἶνε ἄνθρωποι προσ­ευχῆς, ποὺ ἔχουν τ᾽ αὐτί τους τεντωμένο στὰ ἱερὰ λόγια, ποὺ νηστεύουν αὐστηρά, ποὺ ἐξ­ομολογοῦνται, ποὺ κοινωνοῦν· ἀλλὰ λίγους Χριστιανοὺς γνώρισα ποὺ ἔχουν – ποιό; τὸ «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει» (δοξ. αἴν. Πάσχ.). Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶνε ἑβδομάδα συγχωρήσεως. Ποιός, ἀδελφοί μου, στὴ ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔχει ἀντιπάθειες, ψυχρότητες, ἀντιθέσεις, ποιός δὲν ἔχει κάποιον ἐχθρό; Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἂς ὑψώσουμε τὸ βλέμμα στὸν Ἐ­σταυρωμένο. Κανείς δὲν ἀδι­­κήθηκε καὶ δὲν πόνεσε ὅπως ὁ Χριστός μας. Ἐνῷ ἔσχιζαν τὶς σάρκες του τὰ καρφιὰ καὶ τὴν καρδιά του οἱ κατάρες καὶ τ᾽ ἀναθέματα τῶν φαρισαίων, ἐ­κεῖνος πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ προσευχήθηκε· «Πάτερ, ἄ­φες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦ­σι» (Λουκ. 23,34). Κ᾽ ἐμεῖς λοιπὸν τὶς ἅ­γιες αὐτὲς ἡμέρες ἂς ἀλληλοσυγχωρηθοῦμε· νύφες καὶ πεθερές, ἀδελφοὶ μὲ ἀδελφούς, φίλοι μὲ φίλους, παιδιὰ μὲ γονεῖς, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. Ἂς πλατύνουμε τὶς καρδιές, ἂς αἰσθανθοῦμε μέσα μας τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Χωρὶς τὴν ἀ­γάπη πῶς μποροῦμε νὰ γιορτάσουμε;

* * *

Ἀδελφοί μου! Μεγάλη Ἑβδομάδα ἴσον· χέρι ἀνοιχτὸ γιὰ ἔλεος, μάτια δακρυσμένα ἀπὸ μετάνοια, πόδια ποὺ τρέχουν στὸ ναό, καρδιὰ συμφιλιωμένη, γεμάτη λατρεία στὸν Ἐσταυρωμένο. Ἐκτελοῦμε τὰ καθήκοντα αὐτά;
Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰ νὰ εἶνε ἕνας ζη­τιάνος καὶ ὅλες τὶς μέρες τοῦ πετᾶ­νε πεν­ταρο­δεκάρες, κ᾽ ἔρχεται μιὰ ὥρα ποὺ περνάει κάποιος βασιλιᾶς καὶ τοῦ λέει «Ἄνοιξε τὶς φοῦ­χτες σου» κι ἀρχίζει καὶ τοῦ μετράει 1, 2, 3, …5, …10, …100, …168 λίρες καὶ θαμπώνουν τὰ μάτια του. Κι αὐτός, ἀντὶ νὰ πάρῃ αὐτὸ τὸ θησαυρὸ νὰ τὸν ἀξιοποιήσῃ, πάει στὸ ποτάμι κι ἀρχίζει νὰ πετάῃ τὶς λίρες στὸ νερό. Δὲν εἶν᾽ αὐ­τὸ παραφροσύνη; Κι αὐτὲς οἱ ὧρες λοιπὸν ―ἔ­τσι λέει ἡ Ἐκκλησία, «ὧρες» τὶς ὀνομάζει―, εἶνε θησαυρός. Κάθε ὥρα, κάθε καμπάνα, κάθε χτύ­πος, κάθε λεπτό, εἶνε σπουδαία ὥρα.
Ἂς ἐκμεταλλευθοῦμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες. Μὴν ἀφήσουμε νὰ διαρρεύσουν ὅπως ἡ ὑ­πόλοιπη ζωή μας. Ξέρουμε ἂν θὰ ζήσουμε νὰ γιορτάσουμε ἄλλη Μεγάλη Ἑβδομάδα; μήπως ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε ἡ τελευταία τῆς ζωῆς μας; Πέρυσι πόσοι ἦταν μαζί μας; καὶ ποῦ εἶνε τώρα; Φεύγουμε, σφυρίζει τὸ τραῖνο, μιά φορὰ περνᾶμε πάνω ἀπ᾽ τὴ φλούδα αὐτή.
Εὔχομαι, αὐτὴ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ εἶνε σημαντικὸς σταθμὸς στὴ ζωή μας. Νὰ δώσῃ ὁ Κύριος νὰ εἶνε ἑβδομάδα ἁγίων σκέψεων, ἱε­ρῶν συναισθημάτων, ἡρωικῶν ἀποφάσεων, ἁγιασμὸς ψυχῆς. Εἴθε νὰ σφραγίσουμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὰ λόγια «Μνήσθητί μου, Κύ­ριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Μεταμορφώσεως Μοσχάτου – Ἀθηνῶν 10-4-1960 ἑσπ.)

«Οιμοι! οτι νυξ μοι υπαρχει…»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγάλη Τρίτη βράδυ

Ομιλια Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

 

«Οιμοι! οτι νυξ μοι υπαρχει…»

«Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα  Σωτήρ μου;» (Μ. Τετ. δοξ. ἀποστ. αἴν.)

Η Αγ. ΚασσιανηἈπόψε Μεγάλη Τρίτη. Σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας παρατηρεῖται μία ἐξαιρετικὴ συῤῥοή. Ὄχι τόσο γιὰ προσευχή, γιὰ θρῆνο, γιὰ ψυχικὴ συμμετοχὴ στὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων, ὅσο γιατὶ τοὺς ἑλ­κύει τὸ γνωστὸ τροπάριο. Αὐτὸ γίνεται ὁ μαγνήτης. Μερικοὶ μάλιστα στὶς μεγάλες πόλεις χρονομετροῦν πόσο θὰ διαρκέσῃ.
Ἀλλὰ τὰ τροπάρια δὲν εἶνε κοσμικὰ τραγού­δια. Δὲν ἔγιναν γιὰ καλλιτεχνικοὺς σκοπούς, γιὰ νὰ τέρψουν μουσικῶς τὰ αὐτιά. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἄλλο σκοπό. Ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶνε ᾠδεῖο. Ὁ ὀρθόδοξος ναός, ἐν ἀν­τιθέσει πρὸς τοὺς παπικοὺς μὲ τὰ ἁρμόνια καὶ τοὺς προτε­στάντες μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ μουσι­κὴ καὶ τὶς ἄλ­λες αἱρέσεις, ὁ ὀρθόδοξος ναὸς δὲν καλ­λιερ­γεῖ τὴν τέρψι τῶν αἰσθήσεων. Ὁ ψάλτης δὲν εἶνε τραγουδιστὴς σὰν αὐτοὺς ποὺ ἐμ­φα­νίζονται στὰ κέντρα. Ὁ ψάλτης πρέπει νὰ αἰ­σθάνεται κατάνυξι, νὰ κλαίῃ. Ἂν δὲν πιστεύῃ καὶ δὲν αἰσθάνεται αὐτὰ ποὺ ψάλλει, νὰ μὴ γίνεται ψάλτης. Γνώρισα ἕνα ψάλτη, τὸν ἀ­είμνη­στο Σακελλαρίδη, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔψαλλε ἔκλαιγε καὶ συγκινοῦσε τὸ ἐκκλησίασμα.
Δὲν ἔγιναν λοιπὸν οἱ ὕμνοι γιὰ νὰ ἐπιδεικνύ­ωνται οἱ ψάλτες καὶ νὰ εὐ­φραίνωνται οἱ ἐκ­κλησιαζόμενοι αἰσθητι­κῶς καὶ μουσικῶς. Δὲν εἶνε σκοπὸς τὰ τροπά­ρια, εἶνε μέσο. Αὐτοὶ ποὺ ἔφτειαξαν τὰ τρο­πάρια, ἅγιοι θεοκίνητοι ἄνθρω­ποι, σκοπὸ εἶχαν νὰ κεν­­τήσουν τὴ συνείδησι τοῦ ἐνόχου, νὰ ἐμ­πνεύσουν ἰδέες μεγάλες καὶ ὑ­ψηλές, νὰ διεγείρουν αἰσθήματα ἅγια καὶ ὑπέ­ροχα, ὅπως τὸ «γνῶθι σαυτόν», τὴ συναίσθη­σι τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ τῆς ματαιότητος τῶν ἀνθρωπίνων, πρὸ παν­τὸς δὲ τὴν ἐλπίδα στὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ κάθε ἁμαρτω­λό. Ἐκεῖ ἀποβλέπει ἡ ποίησις τῶν ὀρθοδόξων.
Αὐτὰ γενικὰ γιὰ τὴ θρησκευτικὴ ποίησι. Καὶ τώρα ἂς ἔλθουμε στὸ συγκεκριμένο ποίημα.

* * *

Τί εἶνε τὸ ποίημα αὐτό; Εἶνε ἕνα διαμάντι ποὺ ἀπαστράφτει, ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα δείγματα τῆς ὀρθοδόξου ποιήσεώς μας. Ποιός εἶνε ὁ ποιητής; Ὑπάρχουν διάφορες γνῶμες μεταξὺ τῶν φιλολόγων καὶ τῶν θεολόγων. Οἱ περισσότερες συγκλίνουν, ὅτι ποιητὴς εἶνε μία ὑπέροχη γυναίκα τοῦ Βυζαντίου, ἡ Κασσι­ανή. Ἡ δημιουργία τοῦ ποιήματος συνδέεται μὲ ἕ­να ἐπεισόδιο τῆς Βυζαντινῆς ἱστορίας.
Νοερῶς βρισκόμαστε στὸ 830 μ.Χ., στὴν πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, στὰ ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Πόσο φθαρτὰ καὶ μάταια εἶνε τὰ ἐγκόσμια! Ἴσως στὸ μέρος ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν τὰ ἀνάκτορα τοῦ Βυζαντίου, τώρα νὰ εἶνε κάποιος τούρκικος κα­φενὲς καὶ κάποιος Τοῦρκος νὰ ῥουφᾷ νωχε­λῶς τὸ ναργιλέ του… Ἐκεῖ λοιπόν, στὸ λεγό­με­νο Τρίκλινον, τὴν περίφημη αἴθουσα τῶν ἀ­νακτόρων τοῦ Βυζαντίου, ἕνας νεαρὸς αὐτοκράτωρ ἐπάνω στὸ ἄνθος καὶ τὴ λάμψι τῆς νεότητός του, ὁ Θεόφιλος, περιμένει ἐναγωνίως. Περιμένει νὰ ἐκλέξῃ τὴ νύφη, τὴν μέλλουσα σύζυγό του, ποὺ θὰ γινόταν καὶ ἡ μέλλουσα βασίλισσα τοῦ κράτους.
Στὸ Τρίκλινο ἔχει συγκεντρωθῆ ὅ,τι ἐκλεκτὸ ἔχει νὰ παρουσιάσῃ ὁ γυναικεῖος κόσμος τῆς αὐτοκρατορίας· νεάνιδες, ἄνθη – κρίνα τῆς ἀνοίξεως, ἀναμένουν τὴ στιγμὴ τῆς ἐκ­λογῆς. Τὰ αἰσθήματα πάλλουν καὶ οἱ καρδιὲς χτυποῦν. Ὁ νεαρὸς Θεόφιλος κρατάει στὰ χέρια του ἕνα χρυσὸ μῆλο, γιὰ νὰ τὸ δώ­σῃ ὡς βραβεῖο σ᾽ ἐκείνην ποὺ θὰ ἐκλέξῃ.
Ἀπ᾽ ὅλες τὶς νέες τὰ βλέμματά του ἑλκύει μία ἔξοχος καλλονή, ἡ Κασσιανή. Τὴν πλησι­άζει. Ἀλλὰ πρὶν τῆς δώσῃ τὸ μῆλο, τῆς ἀπευθύ­­νει ἕνα ἐρώτημα, ποὺ περιέχει μὲν ἀλήθεια ἀλ­λὰ θίγει τὴ γυναικεία ἀξιοπρεπεία. –«Ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα;», ἀπὸ γυναῖκα ἐ­πήγασαν τὰ κακά; Ὁ λόγος αὐτὸς ὑπονοεῖ τὴν Εὔα καὶ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῇ ὡς ἔκφρασις μισογυνισμοῦ. Ἀλλὰ ἡ Κασσιανή, εὐφυεστάτη καὶ ἑτοιμόλογος, δὲν δέχθηκε τὸ πλῆγμα αὐτὸ τοῦ Θεοφίλου. Ἀπολογουμένη ἐκ μέρους τοῦ γυναικείου κόσμου καὶ ἔχον­τας ὑπ᾽ ὄψιν τὴν ἰδεώδη γυναῖκα, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀπαντᾷ στὸν Θεόφιλο· «Ἀλλὰ καὶ ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ κρείττω», ἀλλ᾽ ἀπὸ γυναῖκα προέρχεται καὶ ὅ,τι καλύτερο.
Αὐτὸς ὁ διαξιφισμὸς μεταξὺ τοῦ ἀνδρικοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς γυναικείας ἀξιοπρεπείας διεξήχθη στὰ ἀνάκτορα. Ἀλλὰ εἶνε γνωστό, ὅτι ὁ ἄντρας εἶνε ὑπερήφανος καὶ θέλει νὰ ἔχῃ ὑποταγμένη τὴ γυναῖκα. Γι᾽ αὐτὸ δὲν τὸν εὐχαριστεῖ νὰ ἔχῃ γυναῖκα εὐφυᾶ· θέλει ἡ γυναίκα του νὰ εἶνε κατωτέρας διανοήσεως, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ τὴν ὑποτάσσῃ. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεόφι­λος, ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι στὸ βάθος τῆς ὡ­ραίας αὐτῆς γυναίκας ὑπῆρχε σπινθηροβολοῦσα εὐφυΐα, κοντοστάθηκε· ἄλλαξε ἐ­πιλο­γὴ καὶ ἔδωσε τὸ μῆλο ὄχι στὴν Κασσιανή, ἀλ­λὰ στὴν Θεοδώρα, ποὺ ἦταν ἐπίσης ὡ­ραία ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ σπινθηροβόλο πνεῦμα τῆς Κασσιανῆς. Ἡ σεμνὴ Θεοδώρα ἦταν ἐκείνη ποὺ συνετέλεσε στὴν ἀναστήλωσι τῶν ἱε­ρῶν εἰκόνων καὶ τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Καὶ ἡ Κασσιανὴ τί ἔγινε; Ὦ κορίτσια, Read more »

«Ωσαννα, ευλογημενος ο ερχομενος εν ονοματι Κυριου, βασιλευς του Ισραηλ»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 19th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ τῶν Βαΐων (Ἰωάν. 12,1-18)

Πρακτικα διδαγματα

«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. 12,13)

Βαϊων ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη ἑορτή, δεσποτικὴ ἑορτή, ἡ Βαϊοφόρος. Ὅλος ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων βγῆκαν ἔξω, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦνε τὸ Χριστό. Κρατοῦσαν στὰ χέρια τους βάϊα καὶ κλαδιὰ ἐλιᾶς. Στρώνανε στὸ δρόμο τὰ ροῦχα τους, νὰ πατήσῃ ὁ Χριστός. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ φώναζαν· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος…» (Ἰωάν. 12,13). Ἔτσι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους ὑποδέχθηκε τὸ Χριστό.
Ἡ ἱστορία ἀναφέρει πολλὲς ὑποδοχὲς βασιλέων καὶ αὐτοκρατόρων. Ἡ Ἀθήνα, ἡ Ῥώμη, ἡ Κωσταντινούπολι πολλὲς φορὲς ὑποδέχθηκαν νικητὰς καὶ θριαμβευτὰς ὕστερα ἀπὸ νικηφόρους πολέμους. Ἀλλ᾿ ὅλες αὐτὲς οἱ ὑποδοχὲς εἶνε πολὺ μικρὲς μπροστὰ σ᾿ αὐτὴ τὴ θριαμβευτικὴ είσοδο τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα.
Ὅλες οἱ λεπτομέρειες διδάσκουν. Καὶ ἀπὸ τὶς λεπτομέρειες τῆς σημερινῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε μερικές.

* * *

  Καὶ πρῶτα ἂς ἐρωτήσουμε· Πῶς εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς στὰ Ἰεροσόλυμα; Οἱ νικηταί, ποὺ ἀναφέραμε, ἐκάθοντο πάνω σὲ ἄλογα ὑπερήφανα καὶ χρυσοστολισμένα ἢ σὲ ἅμαξες πολυτελέστατες. Κάποιος μάλιστα, γιὰ νὰ φανῇ πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, διέταξε, τὸ ἁμάξι του νὰ τὸ σέρνουν λιοντάρια· φαντασθῆτε τί τρόμος! Καὶ ἄλλοι κάθησαν ἐπάνω σὲ ἐλέφαντες ἢ ἄλλα ἄγρια θηρία.
Κοιτάξτε τώρα, τί διαφορὰ ὁ Χριστός μας. Εἶνε ὁ ποιητὴς καὶ βασιλιᾶς τοῦ παντός. Εἶνε, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, «ὁ τοῖς Χερουβὶμ ἐποχούμενος καὶ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφίμ» (δοξ. ἑσπ. Ὑπαπαντῆς). Καὶ ὅμως συγκαταβαίνει, ταπεινώνεται τόσο, ὥστε ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζῷα διαλέγει ἕνα «πῶλον ὄνου», ἕνα γαϊδουράκι (ἔ.ἀ. 12,15). Ἐπάνω στὴ ῥάχη ἑνὸς τέτοιου ζῴου κάθεται ὁ Χριστός. Καὶ μᾶς διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του, ὅτι πρέπει νὰ εμεθα ταπεινοὶ στὸν κόσμο αὐτόν.
Διδάσκει ὅμως καὶ κάτι ἄλλο. Τὸ γαϊδουράκι, ὅπως λένε οἱ πατέρες, σημαίνει τὸ ἄλογον μέρος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Σημαίνει τὴν ἀγριότητα καὶ τὸ πεῖσμα, τὸ πεισματάρικο «γαϊδουράκι» ποὺ κάθε ἄνθρωπος ἔχει καὶ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθῇ στὸ Θεό.
Σημαίνει ἀκόμη, κατὰ τοὺς πατέρας, τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ ἦταν βυθισμένα στὸ πηκτὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ ποὺ τὰ πάθη τους τοὺς εἶχαν καταντήσει κατώτερους καὶ ἀπὸ τὰ τετράποδα. Γι᾿ αὐτοὺς εἶπε καὶ ὁ Δαυΐδ· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13).
Τὸ γαϊδουράκι, μόλις κατάλαβε ὅτι τὸ ζητάει ὁ Χριστός, μὲ προθυμία ἐδέχθη ἐπάνω του τὸν Κύριο· γιατὶ καὶ τὰ ζῷα κάτι αἰσθάνονται.
Ἕνας φίλος μου ἱεροκήρυξ μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. Κάποτε περιώδευε καὶ ἔφθασε κουρασμένος σ᾿ ἕνα χωριό. Πῆγε στὴν πλατεῖα νὰ μιλήσῃ, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔδειξαν μεγάλη προθυμία ν᾿ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ξαφνικὰ ἔρχεται καὶ σταματᾷ ἀπὸ κάτω ἕνα πουλαράκι καὶ τέντωσε τ᾿ αὐτιά του. Ὅση ὥρα μιλοῦσε ὁ ἱεροκήρυκας, αὐτὸ δὲν κουνήθηκε ἀπὸ τὴ θέσι του. Αὐτὸ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι. Καὶ ὁ ἱεροκήρυκας εἶπε· Ἦρθα στὸ χωριό σας, καὶ σεῖς ποὺ ἔχετε αὐτιά, σεῖς ποὺ ἔχετε λογικό, σεῖς ποὺ ἀκούσατε τὴν καμπάνα νὰ χτυπᾷ, δὲν ἤρθατε. Τὸ γαϊδουράκι αὐτὸ ἄφησε τὴ μάνα του, ἄφησε τὸ χορτάρι του, καὶ ἦρθε καὶ στάθηκε ἐδῶ…
Νά λοιπὸν τί μᾶς διδάσκει τὸ γαϊδουράκι. Σὰν νὰ ἔχῃ φωνὴ μᾶς φωνάζει· Ταπεινωθῆτε, ὅπως ταπεινώθηκε ὁ Χριστός· κι ὅπως ἐγὼ προθύμως ἔφερα στὴ ῥάχη μου τὸ Χριστό, κ᾿ ἐσεῖς νὰ ὑποταχθῆτε στὸ χρηστὸ ζυγό του ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ ζῳώδη πάθη.
  Ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει καὶ κάτι ἄλλο. Κρατοῦσαν, λέει, «βαΐα» (ἔ.ἀ. 12,13).
Τὰ βάϊα τὰ κρατοῦσαν ὅταν ἤθελαν νὰ ὑποδεχθοῦν ἕνα νικητή. Τὰ βάϊα ἦταν, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «τὰ τῆς νίκης σύμβολα».
Ἀλλὰ γιατί νὰ ὑποδεχθοῦν μὲ βάϊα τὸ Χριστό; Ἀπὸ ποιόν πόλεμο ἦρθε; Ποῖον ἐνίκησε; Δὲν ἔχετε αὐτιά; Σὰν χθὲς ὁ Χριστὸς πολέμησε καὶ νίκησε ἐκεῖνον ποὺ τρέμει ὁ κόσμος ὅλος. Ἐνίκησε τὸ χάρο. Χθὲς Σάββατο πῆγε στὰ μνήματα καὶ εἶπε· «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (ἔ.ἀ. 11,43). Καὶ ὁ Λάζαρος βγῆκε ὁλοζώντανος ἀπὸ τὸν τάφο. Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Γι᾿ αὐτὸ κρατοῦν τὰ βάϊα καὶ λένε· Χαῖρε, ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου! Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι, ὅπως στὸ Λάζαρο, ἔτσι πάλι θὰ σταθῇ ὁ Χριστός μας στὰ μνήματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ θ᾿ ἀκουστῇ ἡ φωνή· Νεκροί, ἀναστηθῆτε! Καὶ οἱ νεκροὶ θ’ ἀναστηθοῦν.
Αὐτὴ τὴ σημασία ἔχουν τὰ βάϊα.
  Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ βάϊα μερικοὶ κόψανε κλαδιὰ ἐλιᾶς. Γιατί κρατοῦσαν κλαδιὰ ἐλιᾶς;
Ἂν διαβάζετε ἁγία Γραφή, θὰ δῆτε ὅτι, ὅταν ὁ Νῶε ἄνοιξε τὸ παράθυρο τῆς κιβωτοῦ καὶ ἔστειλε τὸ περιστέρι, αὐτὸ πέταξε, ἀλλὰ παντοῦ συνήντησε πτώματα, καὶ γύρισε πίσω. Ἀλλ᾿ ὅταν τὸ ἔστειλε γιὰ δευτέρα φορά, τὰ νερὰ εἶχαν χαμηλώσει καὶ φάνηκαν τὰ δέντρα. Τότε τὸ περιστέρι ἔκοψε ἕνα κλαδάκι ἀπὸ ἐλιά, καὶ τὸ ἔφερε μὲ τὸ ῥάμφος του (βλ. Γέν. 8,11). Καὶ ὁ Νῶε δόξασε τὸ Θεό. Εἶνε δηλαδὴ ἡ ἐλιὰ σύμβολο χαρᾶς καὶ εἰρήνης.
Καὶ ὁ ὄχλος, λοιπόν, κρατοῦσε ἐλιὰ στὰ χέρια του, γιὰ νὰ πῇ· Χριστέ, σὺ μόνο εἶσαι ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης. Περάσανε ἀπὸ τότε τόσα χρόνια, καὶ ὁ κόσμος σήμερα τίποτε ἄλλο δὲν διψάει τόσο ὅσο τὴν εἰρήνη. Τὴν εἰρήνη δός μας, Χριστέ· τὴν παγκόσμια εἰρήνη. «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», εὔχεται ἡ Ἐκκλησία μας.
  Κάτι ἀκόμη. Εδαμε, ὅτι ὁ ἁπλοϊκὸς λαὸς ἔβγαζε τὰ ροῦχα του καὶ τὰ ἅπλωνε κάτω, σὰν τάπητα, γιὰ νὰ πατήσῃ ἐπάνω ὁ Χριστός μας. Ἀλλὰ τί σημαίνουν τὰ ροῦχα, τὰ «ἱμάτια», ποὺ ἀναφέρουν τὰ εὐαγγέλια γιὰ τὴ σημερινὴ ἑορτή; (Ματθ. 21,8· Μᾶρκ. 11,8· Λουκ. 19,36).
Δὲν τὸ λέω ἐγώ, ὁ ἀπόστολος τὸ λέει. Διαβάστε πρὸς Κολασσαεῖς (3,9)· «Ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον…». Γδυθῆτε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, καὶ ἐνδυθῆτε τὸ νέο. Ἔχεις κ᾿ ἐσὺ νὰ βγάλῃς ἕνα ροῦχο. Ὅλοι μας ἔχουμε νὰ βγάλουμε ἕνα ροῦχο. Τὰ λερωμένα σου τὰ βγάζεις καὶ τὰ βάζεις νὰ πλυθοῦν. Ἀλλὰ ἔχεις κ᾿ ἕνα ροῦχο ποὺ μένει ἐπὶ μέρες καὶ χρόνια βρωμερὸ καὶ ἀκάθαρτο. Ἔλα, σὲ καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἔλα νὰ τὸ βγάλῃς καὶ νὰ τὸ πλύνῃς στὸ πλυντήριο. Γιατὶ ἂν δὲν βγάλῃς τὸ πουκάμισο αὐτὸ τῆς κολάσεως (τῆς μοιχείας, τῆς πορνείας, τῆς ψευτιᾶς, τῆς ἀτιμίας κ.τ.λ.), Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Καὶ θ᾿ ἀκούσουμε τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως στὴ θεία λειτουργία· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Ἀλληλούϊα». Ὅσοι, λέει, πιστεύσατε στὸ Χριστό, βγάλατε τὸ πουκάμισο τῆς ἁμαρτίας καὶ φορέσατε τὴ λαμπρὰ στολή, τὸ ἔνδυμα τῶν πριγκίπων, ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ τὸν πιστεύει καὶ τὸν ἀκολουθεῖ.

* * *

  Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Ἀφήνω τὰ ροῦχα ποὺ ἔστρωναν, ἀφήνω τὰ βάϊα, ἀφήνω τὰ κλαδιὰ τῆς ἐλιᾶς, ἀφήνω τὸ πουλαράκι, κι ἀκούω, ὤ τί ἀκούω; Μουσική! Τί μουσικὴ εἶνε αὐτή; Εἶνε τὰ «Ὡσαννά…» (Ἰωάν. 12,13). Ποιοί ψάλλουν; Τὰ ἀθῷα παιδάκια. Αὐτὰ ἦταν πιό κοντὰ στὸ Χριστό. Σὰν τ᾿ ἀηδόνια τοῦ οὐρανοῦ τραγουδοῦσαν «Ὡσαννά…». Τ᾿ ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καὶ χάρηκαν. Τ᾿ ἄκουσε καὶ ὁ διάβολος καὶ πικράθηκε· κ᾿ ἔβαλε τὰ ὄργανά του, τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, νὰ ἐμποδίσουν τὰ παιδιὰ ποὺ φωνάζανε «Ὡσαννά…». Σὰν τοὺς ἀπίστους πατεράδες σήμερα, ποὺ κυνηγᾶνε τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν πηγαίνουν στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, ἔτσι κι αὐτοὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἤθελαν νὰ σταματήσουν τὰ παιδιά. Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς τί τοὺς εἶπε· Κι ἂν ἀκόμη τὰ παιδιὰ σιωπήσουν, κι ἂν ἀκόμη ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σιωπήσουν, κι ἂν βουβαθῇ ὁ κόσμος, οἱ πέτρες ποὺ πατᾶμε κι αὐτὲς ἀκόμα θὰ φωνάξουν (βλ. Λουκ. 19,40).
Δὲν ἔχει ἀνάγκη, ἀδελφοί μου, ἀπὸ μᾶς τὰ σκουλήκια ὁ Χριστός. Κι ἂν ἐμεῖς φύγουμε κι ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες, κι ἂν ἐμεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε, οἱ σφαῖρες καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ λουλούδια καὶ οἱ θάλασσες καὶ οἱ ἄβυσσοι καὶ οἱ τάφοι θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός». Αὐτόν ὑμνεῖτε, αὐτόν ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
 (Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερο ναο του Ἁγιου Θωμᾶ Ἄνω Κυψέλης – Ἀθηνῶν 2-4-1961)

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ;…

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 18th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ τῶν Βαΐων

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ;…

«Καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἰεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα· Τίς ἐστιν οὗτος;»(Mατθ. 21,10)

ΒαϊωνΜΙΑ ΑΚΤΙΝΑ τοῦ νοητοῦ ἡλίου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἕνα μικρὸ διάλειμμα ἀνάμεσα στὸ πένθος τῆς Τεσσαρακοστῆς καὶ ἰδίως τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, εἶνε ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Ἡμέρα λαμπρὰ καὶ μεγάλη. Εἶνε τὸ προοίμιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑορτάζουμε καὶ πανηγυρίζουμε σήμερα. Ἂς διασχίζουμε λοιπὸν νοερῶς τοὺς αἰῶνας καὶ ἂς φθάσουμε στὰ Ἰεροσόλυμα. Τί θὰ βλέπαμε, ἐὰν τέτοια ἅγια ἡμέρα εὑρισκόμεθα στὰ Ἰεροσόλυμα τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ;

Ἕνα συναγερμό. Θὰ βλέπαμε ἕναν ὁλόκληρο λαό, τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, ποὺ ἦρθε ἀπ᾿ ὅλα τὰ λιμάνια τῆς Μεσογείου, ἀπ᾿ ὅλες τὶς χῶρες, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὴν ἑορτὴ τοῦ πάσχα. Ἕνας λαὸς ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ θρησκευτική του ἡγεσία, ποὺ διατηροῦσε ὅμως στὰ βάθη του τὴ σπίθα, τὴν ἐλπίδα τοῦ Μεσσία. Ὑπολογίζεται, ὅτι ἦταν πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο ψυχές μέσα στὰ Ἰεροσόλυμα.
Αὐτὸς ὁ λαὸς σήμερα κάνει ὑποδοχή. Ποιόν ὑποδέχεται; Τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο. Αὐτὴ ἡ ὑποδοχὴ εἶνε μοναδικὴ στὴν ἱστορία. Καὶ εἶνε μοναδική, πρῶτον διότι εἶνε αὐθόρμητη. Δὲ᾿ μοιάζει μὲ ἄλλες ὑποδοχὲς μεγάλων καὶ ἐπισήμων, ἑτεροκίνητες ἐκδηλώσεις ποὺ προετοιμάζονται ἐπιμελῶς ἐπὶ μῆνες καὶ ἔτη. Εἶνε ἀκόμη μοναδική, διότι τὸ πρόσωπο ποὺ ὑποδέχονται, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, δὲν ἔρχεται ὅπως οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ στρατηγοὶ πάνω σὲ ἄλογο μὲ χρυσᾶ χαλινινάρια ἢ σὲ ἅρμα. Ἔρχεται ταπεινός, καθήμενος «ἐπὶ πώλου ὄνου» (ἀντίφ. ἑορτ.). Μοναδικὴ ἀκόμα ἡ ὑποδοχή, διότι ὁ φτωχὸς αὐτὸς λαὸς ἔχει τόσο ἐνθουσιασμό, ὥστε βγάζουν τὰ ροῦχα τους καὶ τὰ στρώνουν κάτω, κόβουν κλαδιὰ ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ κρατοῦν βάϊα ὡς σύμβολα νίκης. Μοναδικὴ τέλος ἡ ὑποδοχή, διότι κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἀθῷα παιδιὰ συμμετέχουν φωνάζοντας «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ» (Ματθ. 21,15).
Ὅλοι χαίρουν καὶ ἀγάλλονται. Ὅλοι; Λάθος. Μέσ᾿ στὰ Ἰεροσόλυμα ὑπῆρχαν φίδια καὶ σκορπιοί. Ἦταν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέται, ποὺ περικύκλωναν τότε τὴ Ῥωμαϊκὴ ἐξουσία. Αὐτοὶ ἐνωχλήθηκαν, πικράθηκαν, λυπήθηκαν ἀκούγοντας τὸ «ὡσαννά». Προσπαθοῦν νὰ μειώσουν τὴν ἐντύπωσι. Ὅλη ἡ πόλις λέει μὲ θαυμασμὸ «Ποιός εἶνε αὐτός;» (Ματθ. 21,10). Κι αὐτοὶ λένε τὸν ίδιο λόγο, ἀλλὰ μὲ περιφρόνησι· Ποιός εἶν᾿ αὐτός, καὶ βγήκατε ἔτσι νὰ τὸν ὑποδεχθῆτε;… Ἔτσι ἐκφράζονται. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἐρωτοῦν, ἂς πάρουν τὴν ἀπάντησι. Καὶ δὲν χρειάζεται ν᾿ ἀπαντήσουμε ἐμεῖς. Ἀπαντοῦν ἄλλοι.

* * *

«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν πρῶτα – πρῶτα οἱ ἀκροαταί του. Ποιοί ἀκροαταί; Οἱ ταπεινοὶ ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας, αἱ φτωχὲς γυναῖκες, τὰ ἀθῷα παιδιά. Ἀπαντοῦν ἀκόμα κι αὐτοὶ οἱ ὑπηρέτες τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν φαρισαίων, ποὺ τοὺς ἔστειλαν νὰ τὸν πιάσουν μὰ δὲν τὸν ἔπιασαν. Ὅταν τοὺς ρωτοῦν τ᾿ ἀφεντικά ―Γιατί δὲν τὸν φέρατε; αὐτοὶ ἀπαντοῦν· ―«Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. 7,32-46), δὲ᾿ μίλησε ποτέ ἄλλος ἄνθρωπος σὰν αὐτόν.
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν σήμερα αὐθόρμητα οἱ ὄχλοι· «Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ. 21,11).
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν τὰ ἔργα του, τὰ θαύματά του. Ἀπαντοῦν οἱ τυφλοὶ ποὺ εἶδαν τὸ φῶς τους, οἱ κωφοὶ καὶ ἄλαλοι ποὺ ἐλάλησαν, οἱ παράλυτοι ποὺ σηκώθηκαν, οἱ λεπροὶ ποὺ καθαρίστηκαν, οἱ χιλιάδες ποὺ χόρτασαν στὴν ἔρημο…· ἀπαντᾷ πρὸ παντὸς σήμερα ὁ Λάζαρος, ποὺ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Καὶ ἕνα μόνο ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτὰ θὰ ἔφτανε. Οἱ ἀρχιερεῖς ὅμως δὲν πιστεύουν, ἀλλ᾿ ἐρωτοῦν μὲ τὴν ἐσχάτη περιφρόνησι· «Ποιός εἶνε αὐτός;», «ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας;» (Μᾶρκ. 6,3), «ὁ τοῦ τέκτονος υἱός;» (Ματθ. 13,55).
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν οἱ αἰῶνες τῆς ἱστορίας. Ἀπαντᾷ ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ποὺ προσπάθησε νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς του ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσῃ· «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε». Ἀπαντᾷ ὁ πατριάρχης τῆς ἀθεΐας, ὁ Βολταῖρος, ποὺ κι αὐτὸς πρὶν τὸ τέλος του ὡμολόγησε τὴν ἀνωτερότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπαντᾷ ὁ Ῥῶσος φιλόσοφος Ντοστογιέφσκυ, ἄπιστος στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ πιστός, ἕνας προφήτης τῆς νέας Ῥωσίας, ὁ ὁποῖος εἶπε, ὅτι τὸ δικό του «ὡσαννὰ» εἶνε βγαλμένο ἀπὸ ἕνα καμίνι δοκιμασίας.
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν ἀκόμα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ κυρίαρχός των· διότι «καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ» (Ματθ. 8,27). Καὶ τώρα, ποὺ οἱ φαρισαῖοι ἐνωχλήθηκαν καὶ εἶπαν στὸ Χριστὸ νὰ ἐπιπλήξῃ αὐτοὺς ποὺ ζητωκραυγάζουν, ἐκεῖνος τί ἀπαντᾷ· «Ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται»· ἂν αὐτοὶ σωπάσουν, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα θὰ φωνάξουν (Λουκ. 19,40). Τί θὰ φωνάξουν· ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).

* * *

Πέρασαν ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, είκοσι αἰῶνες. Καὶ σήμερα ἄλλα φίδια, ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ποὺ τώρα ἔχουν αὐξηθῆ, ἐνοχλοῦνται κι αὐτοί, ὅπως οἱ φαρισαῖοι τότε. Ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ συνεχίζει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἐνοχλοῦνται καὶ μόνο ποὺ βλέπουν τὸν παπᾶ στὸ δρόμο. Ὦ ἀείμνηστοι πρόγονοί μας, ποὺ βλέπατε παπᾶ καὶ κάνατε τὸ σταυρό σας! Τώρα περνᾷ ὁ παπᾶς, κι αὐτοὶ εἰρωνεύονται καὶ κάνουν αἰσχρὲς χειρονομίες. «Τίς ἐστιν οὗτος;», ποιός εἶν᾿ αὐτός; λένε πάλι μὲ χλευασμό. Ἐνοχλοῦνται ὅταν δοῦν ἐπίσκοπο νὰ ἐλέγχῃ τὰ κακῶς κείμενα. Ἐνοχλοῦνται ὅταν ἡ Ἐκκλησία καλῇ τὸν κόσμο σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸ Θεό. Ἐνοχλοῦνται ὅταν ἀκοῦνε καὶ τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησίας νὰ χτυπάῃ. Ἐνοχλοῦνται ὅμως ἀκόμα περισσότερο – πότε; Ὅπως οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι ἐνωχλοῦντο γιατὶ τὰ ἀθῷα παιδιὰ δοξολογοῦσαν τὸ Χριστὸ μὲ τὰ «ὡσαννά», ἔτσι κι αὐτοὶ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα ἐνοχλοῦνται γιατὶ ὑπάρχουν ἀκόμα παιδιὰ ποὺ πιστεύουν στὸ Θεό. Ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὰ κατηχητικὰ σχολεῖα. Ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τοὺς νέους ποὺ ἀντιστέκονται στὶς ἀθεϊστικὲς ἰδέες ὅταν κακοὶ ἐκπαιδευτικοὶ διακωμῳδοῦν τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ μέσα στὶς αίθουσες τῶν σχολείων. Στενοχωροῦνται ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα μικρὰ παιδιά, ἀθῷα ἀγγελούδια, ποὺ προσεύχονται στὸ Χριστό.
Ἀλλὰ τοὺς προειδοποιοῦμε. Κι ἂν ἀκόμα μποροῦσαν νὰ διώξουν ὅλους τοὺς ἱερεῖς καὶ νὰ ἐξουδετερώσουν ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ νὰ γκρεμίσουν ὅλες τὶς ἐκκλησίες καὶ ν᾿ ἀπαγορεύσουν σὲ ὅλα τὰ παιδιὰ νὰ λένε τὸ «ὡσαννά», νὰ ξέρουν ὅτι ἡ πίστι στὸ Χριστὸ ἔχει ῥίζες στὴν καρδιά, καὶ κανείς σατανᾶς, οἱουδήποτε κόμματος, δὲ᾿ θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ ἀπὸ τὸν εὐγενῆ αὐτὸ λαό. Καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ πάντοτε, ἐφ᾿ ὅσον ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἐφ᾿ ὅσον λάμπουν τὰ ἄστρα, ἐφ᾿ ὅσον ψάλλουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ δάση, ἐφ᾿ ὅσον τρέχουν οἱ πηγὲς καὶ τὰ ποτάμια, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν βουνὰ καὶ πεδιάδες, ἐφ᾿ ὅσον ἁπλώνονται στεργιὲς καὶ θάλασσες, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν τάφοι καὶ σταυροί, θ᾿ ἀκούγεται διαρκῶς ἀπὸ ὅλη τὴν κτίσι, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, τὸ «ὡσαννά». Οἱ πιστοὶ δὲν θὰ μείνουν ἀδρανεῖς. Ὑπάρχουν καὶ ἐκπαιδευτικοὶ ἐκλεκτοί, δάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ καυχήματα καὶ ἐγκαλλωπίσματα τοῦ γένους μας. Εἶνε ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, ἐκκλησιάζονται καὶ ἐξομολογοῦνται, εἶνε ἄνθρωποι ποὺ λένε τὸ «ὡσαννὰ» ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους. Αὐτοὶ προσπαθοῦν νὰ φυτεύσουν στὴν καρδιὰ τῶν παιδιῶν τὴν πίστι στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐξουδετερώσουν τὸ δηλητήριο ποὺ στάζουν οἱ ἄλλοι.
Τί ἄλλο μπορεῖ νὰ πράξῃ ἡ ἐκκλησία; Ἐὰν οἱ κακοὶ ἐκπαιδευτικοὶ συνεχίζουν τὴ διάβρωσι διδάσκοντας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ κατατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο, ἡ ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ μείνῃ ἀπαθής. Ἂς χτυπήσῃ νεκρικὰ τὶς καμπάνες, γιατὶ κάτι πεθαίνει. Κάθε φορὰ ποὺ ἀπὸ τὴν ἕδρα τοῦ σχολείου σπείρεται ἡ ἀθεΐα, τὴν ὥρα ἐκείνη κάτι πεθαίνει μέσ᾿ στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν μας. Ἂς ἐγερθῇ λοιπὸν ὁ πιστὸς λαὸς σὲ μιὰ ἔντονη διαμαρτυρία. Δὲν είμεθα χώρα ἀθέων. Είμεθα χώρα ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ποὺ φυλάττουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια.
Ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς μὲ μιὰ καρδιά· «Ὡσαννά…· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις» (Ματθ. 21,9).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίας Τριάδος Πτολεμαΐδος Κυριακὴ Βαΐων πρωῒ 7-4-1985)

«Ψυχη μου ψυχη μου, αναστα, τι καθευδεις;…»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 7th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

ΜΕΓΑ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ

ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ

Ξυπνηστε απο τον υπνο!

«Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…»

επισκ. Αυγ.ΤΑ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ὡραίους ὕμνους, καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ψάλλεται τὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Εἶνε ἕνα ἐγερτήριο. Μᾶς καλεῖ νὰ ξυπνήσουμε. Ἀπὸ ποιόν ὕπνο;

* * *

Ὑπάρχουν δύο ὕπνοι. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ γνωστὸς φυσικὸς ὕπνος. Κανείς δὲν εἶνε ἀπηλλαγμένος ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη. Ἄυπνος εἶνε μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἄυπνοι μένουν οἱ ἀσώματοι ἄγγελοι, ποὺ νύχτα – μέρα ἐποπτεύουν στὴ γῆ. Ἀκόμη καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, εἶχε ἀνάγκη ὕπνου. Ὁ ὕπνος εἶνε ἀναγκαῖος καὶ ἀκατηγόρητος. Εἶνε δῶρο Θεοῦ. Τονώνει τὸν ὀργανισμό. Ἡ δὲ ἀϋπνία εἶνε μαρτύριο, τιμωρία, μάστιγα τοῦ αἰῶνος μας. ―Δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ, σοῦ λέει ὁ ἄλλος, παίρνω χάπια… Φαινόμενο, ποὺ παρουσιάζεται μεταπολεμικῶς σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Πόσο πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὸν ὕπνο! Γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου λέμε· Δός μας «ὕπνον ἐλαφρὸν» πρὸς «ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς».
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὸν ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἄλλος ὕπνος. Εἶνε αὐτὸς ποὺ λέει πάλι τὸ ἀπόδειπνο· «Καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας». Φύλαξέ μας, λέει, μὴν πέσουμε στὸν σκοτεινὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ὕπνος αὐτὸς εἶνε ἡ τελεία ἀναισθησία καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα.
Ὑπάρχουν ὁμοιότητες μεταξὺ τοῦ φυσικοῦ ὕπνου καὶ τοῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας.

* * *

– Παρατηρῆστε. Αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται δὲν ἔχει ασθησι τί γίνεται γύρω του. Ἂν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἂν συζητοῦν, ἂν τὸν σχολιάζουν… Μπορεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ μποῦν κλέφτες καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν τίποτα. Μπορεῖ νὰ πάρῃ φωτιά, νὰ λαμπαδιάσῃ τὸ σπίτι, κι αὐτὸς ζαλισμένος ἀπ᾿ τὸν καπνὸ νὰ μὴ μπορῇ νὰ ξυπνήσῃ.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Δὲν ἔχει ὁ ἁμαρτωλός, ὁ ἀδιάφορος, ασθησι τοῦ πνευματικοῦ κινδύνου. Ἀδιαφορεῖ, κοιμᾶται. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος κοιμᾶται, κάποιος ἄλλος, ὁ σατανᾶς, δὲν κοιμᾶται. Αὐτός, τότε, κάνει τὴν «κλοπή», ἁρπάζῃ τὰ πολύτιμα τῆς ψυχῆς μὲ τοὺς πονηροὺς λογισμούς. Καὶ ὅταν μὲν κινδυνεύῃ τὸ σῶμα, τὸ σκεπτόμεθα· ὅταν ὅμως κινδυνεύῃ ἡ ψυχή, κανείς δὲν τὸ ὑπολογίζει. Αὐτὴ εἶνε ἡ κατάστασι τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας.
  – Ἀκόμα, αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται βλέπει ὄνειρα. Τί ὄνειρα; Εἶνε πεινασμένος; βλέπει τραπέζι γεμᾶτο φαγητά. Εἶνε γυμνός; φαντάζεται ὅτι εἶνε ντυμένος μὲ πορφύρα βασιλική. Εἶνε ἁπλὸς ἄνθρωπος; φαντάζεται ὅτι εἶνε βασιλιᾶς. Εἶνε στρατιώτης; νομίζει ὅτι εἶνε στρατηγός… Φαντασιώδη πράγματα. Κι ὅταν ξυπνάῃ, διαπιστώνει ὅτι τὸ ὄνειρο ἦταν ἀπατηλό.
Ὄνειρο, ἀδελφοί, εἶνε ἡ παροῦσα ζωή. Ὅσο διαρκεῖ ἕνα ὄνειρο, τόσο κι αὐτή. «…Πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν ἀκολουθία τῆς κηδείας.
  – Ὀνειρώδης κατάστασι ἡ ζωή. Καὶ ὁ κίνδυνος παραμονεύει. Ἕνας γέροντας, ποὺ ἔκανε στρατιώτης στὴ Μικρὰ Ἀσία, μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. ―Μιὰ νύχτα, κουρασμένος ἀπὸ τὴν πορεία, ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ. Τὸ πρωῒ ξυπνῶ καὶ τί νὰ δῶ· ποῦ κοιμόμουν, σὲ μέρος ἀσφαλές; Ἐκεῖ στὰ σκοτεινά, ἔπεσα καὶ κοιμόμουν στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου· κι ἀπὸ κάτω γκρεμός… Λίγο νὰ μετεκινεῖτο, θὰ ἔπεφτε στὸ χάος.
Αὐτὴ εἶνε ἡ κατάστασί μας. Κοιμούμεθα στὴν ἄκρη βράχου. Λίγο νὰ γείρουμε, μιὰ μεταστροφὴ νὰ γίνῃ, πέσαμε στὴν ἄβυσσο, στὴν αἰωνία κόλασι.
Ποιός λοιπὸν θὰ αἰσθανθῇ τὴν δεινὴ αὐτὴ κατάστασι; Ποιός θὰ ξυπνήσῃ; Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν».

* * *

Πῶς ξυπνάει ὁ ἁμαρτωλός; Ὑπάρχουν τρόποι. Νὰ σᾶς πῶ ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα παραδείγματα πῶς ξυπνάει ὁ Θεὸς τὸν ἁμαρτωλό.
– Πρῶτον ὁ Πέτρος. Τί ἔκανε ὁ Πέτρος; Διέπραξε μεγάλη ἁμαρτία· ἀρνήθηκε τὸ Χριστὸ μὲ ὅρκο ἐνώπιον μιᾶς ὑπηρετρίας. Ἀλλ᾿ ἐνῷ παρακολουθοῦσε τὴ δίκη, ξαφνικὰ ξυπνάει ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ λάλημα τοῦ ἀλέκτορος. Τότε ἐξῆλθε «ἔξω καὶ ἔκλαυσε πικρῶς» (Λουκ. 22,61). Βλέπετε; Ἀκόμα καὶ τὸ λάλημα ἑνὸς πετεινοῦ μπορεῖ νὰ ξυπνήσῃ τὴ συνείδησι.
– Ἔπειτα ὁ Παῦλος. Ἁμαρτωλὸς ἦτο κι αὐτός, διώκτης. Ἔπιανε τοὺς Χριστιανούς, τοὺς ἔρριχνε στὴ φυλακή. Ἤθελε νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κοιμόταν κι αὐτὸς τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Καθὼς πήγαινε στὴ Δαμασκό, τὸν ἐτύφλωσε μιὰ ἀστραπὴ καὶ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Σαοὺλ Σαούλ, τί μὲ διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. 9,5· 22,7· 26,14), εἶνε σκληρὸ νὰ δίνῃς κλωτσιὲς στὰ καρφιά. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ξύπνησε.
  -Ἕνας ἄλλος, ἔνδοξος βασιλιᾶς αὐτός, ὁ Δαυΐδ, ἔπεσε σὲ μοιχεία (χώρισε ἀντρόγυνο), καὶ σκότωσε ἄνθρωπο. Καὶ ὅμως κοιμόταν ἀδιάφορος. Τέλος ξύπνησε. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ κήρυγμα τοῦ Νάθαν, ποὺ ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἔρριξε τὸ κεραυνό του. Ἔτσι ὁ Δαυῒδ μετανόησε, ἔκλαψε, διωρθώθηκε.
  – Ξύπνησε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ λάλημα ἑνὸς πετεινοῦ· ξύπνησε ὁ Παῦλος ἀπὸ τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ· ξύπνησε ὁ Δαυῒδ ἀπὸ τὸ κήρυγμα. Ξύπνησε καὶ κάποιος ἄλλος, μεγάλος ἁμαρτωλός, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Πῶς ξύπνησε; Μιὰ μέρα ἄκουσε φωνή· «Πάρε καὶ διάβασε». Ἀνοίγει τὴ Γραφὴ στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴ καὶ βρίσκει τὸ χωρίο «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός…» (Ῥωμ. 13,12). Μετανόησε, ἐγκατέλειψε τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Φτάνει καὶ ἕνα χωρίο τῆς ἁγίας Γραφῆς νὰ ξυπνήσῃ τὸν ἁμαρτωλό.
Ξυπνοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ μύρια μέσα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός. Ἀλλ᾿ ὅταν δὲν ξυπνᾶμε οὔτε μὲ τὰ πουλιά, οὔτε μὲ τὶς ἀστραπές, οὔτε μὲ τὸ θεῖο κήρυγμα, οὔτε μὲ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ ξυπνήσουμε, ἀδελφοί μου, κατ᾿ ἄλλο τρόπο. Στὸ νοσοκομεῖο, ὅταν κάνῃ κάποιος ἐγχείρησι καὶ μετὰ δὲν ξυπνάῃ, τοῦ δίνουν μπάτσους· γιατὶ ἂν κοιμηθῇ περισσότερο, θὰ πεθάνῃ. Ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας μας· ἀφοῦ χρησιμοποιήσῃ τὰ ἤπια μέσα, μετὰ πλέον χρησιμοποιεῖ ῥάβδο. Τί εἶνε π.χ. οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ θλίψεις γενικῶς; Ὦ Θεέ μου, πόσο μᾶς εὐεργετεῖς ἐμᾶς τοὺς ὑπερήφανους ἀνθρώπους μὲ τὸ μαστίγιο τῶν θλίψεων! «Ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου» (Ἠσ. 26,16).

* * *

Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἁμαρτωλοὶ ἀμετανόητοι, ποὺ δὲν ἔχουν πλησιάσει τὸ ἱερὸ ἐξομολογητήριο. Ὑπάρχουν ἄντρες ἄπιστοι, ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ χώρισαν τὴ γυναῖκα τους καὶ ζοῦν παρανόμως, ὑπάρχουν νέοι μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό… Προσπαθῆστε κ᾿ ἐσεῖς μὲ προτροπὲς καὶ δάκρυα νὰ τοὺς ξυπνήσετε.
Ξύπνα, κόσμε. Ξυπνᾶτε, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Ξυπνᾶτε, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Αὐγουστῖνε, διότι τὸ τέλος σου ἐγγίζει – ποιός ξέρει ἂν τὸ ἔτος αὐτὸ δὲν εἶνε τὸ τελευταῖο τῆς ζωῆς μου; Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Ἑλλάς, ποὺ κοιμᾶσαι ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ ἑτοιμάζονται. Κλεῖσε τὰ κέντρα τῆς ἁμαρτίας, τὰ χαρτοπαίγνια, τὰ διαφθορεῖα. Εὑρισκόμεθα σὲ παραμονὲς φοβερῶν ἐξελίξεων. Τὸ «Ψυχή μου ψυχή μου…» μποροῦμε νὰ τὸ ἀλλάξουμε «Ἑλλάς μου Ἑλλάς μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…».
Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ συνεχίζουν νὰ κοιμῶνται. Τί νὰ πῶ γι᾿ αὐτούς; Ὑπάρχει στὴ φύσι ὁ ὕπνος ποὺ ξυπνᾷς· ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ ὕπνος ποὺ δὲν ξυπνᾷς. Εἶνε μιὰ φοβερὰ ἀσθένεια. Τὴν προκαλεῖ ἕνα ἔντομο, ἡ μῦγα τσετσέ – ἔτσι λέγεται. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ· ἅμα σὲ τσιμπήσῃ, σὲ πιάνει ὕπνος θανατηφόρος, μέχρι ποὺ πεθαίνεις πλέον. Ἀνατριχιάζετε ποὺ τ᾿ ἀκοῦτε; Ν᾿ ἀνατριχιάζετε ὅμως περισσότερο γιὰ τὸν θανατηφόρο ὕπνο ποὺ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸν λέει ὁ προφήτης· Κύριε, «φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον…» (Ψαλμ. 12,4).
Εὔχομαι, μὲ τὸ κήρυγμα αὐτὸ κάποια ψυχὴ νὰ ξυπνήσῃ, νὰ πέσῃ στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ πῇ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Καὶ ἐλπίζω, τὰ λόγια αὐτὰ νὰ μποῦν στὴν καρδιά σας καὶ ἡ τεσσαρακοστὴ αὐτὴ νὰ εἶνε τεσσαρακοστὴ ἀφυπνίσεως, μετανοίας, ἐπιστροφῆς πρὸς τὸν Κύριο, γιὰ νὰ δοξάζωμε ὅλοι Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στην Πτολεμαϊδα στις 23-3-1975 

ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 6th, 2013 | filed Filed under: Xαιρετισμοι της Παναγιας, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

 

ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ

Τὸ ποίημα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης

 

Ανθη του Μεγαλου ΚανόνοςΤΙ ΕΙΝΕ, ἀγαπητοί μου, ὁ Μέγας Κανών, ποὺ ψάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας; Εἶνε μιὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ λουλούδια ἀθάνατα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λουλούδια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως τῶν βυζαντινῶν μας χρόνων.
Κάθε κανὼν εἶνε μιὰ ποιητικὴ συλλογὴ ἀπὸ τροπάρια. Ἀλλὰ ὁ σημερινὸς κανὼν ὀνομάζεται Μέγας Κανών. Γιατί; Διότι διαφέρει ἀπὸ τοὺς ἄλλους κανόνες ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν τροπαρίων. Ἐνῷ οἱ ἄλλοι κανόνες φτάνουν τὰ 30 τροπάρια, αὐτὸς ἔχει 250 τροπάρια!
Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο ὁ Μέγας Κανὼν εἶνε ἕνας θρῆνος. Τίνος θρῆνος; Ἑνὸς ἁμαρτωλο. Ποιός ἔγραψε τὸν θρῆνο αὐτόν; Ἕνας ἅγιος. Ἅγιος καὶ ἁμαρτωλὸς πῶς γίνεται; θὰ πῆτε. Ὅσο προχωρεῖ κανεὶς στὴν ἁγιότητα, τόσο περισσότερο αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του· καὶ ὅσο προχωρεῖ στὸ κακό, τόσο ἀποκτᾷ μία ἀσυνειδησία, μία πώρωσι.
Ποιητὴς τοῦ Μεγάλου Κανόνος εἶνε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ποὺ ὑπηρετοῦσε στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ ἔγινε διάκονος στὴν Κωνσταντινούπολι. Ἀπὸ ᾿κεῖ ἡ Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ μόρφωσί του, τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο στὴν Κρήτη· γι᾿ αὐτὸ λέγεται Ἀνδρέας Κρήτης.

* * *

Αὐτὸς λοιπὸν θρηνεῖ. Καὶ ἀρχίζει καὶ λέει· «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τὰς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;». Ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω; λέει. Εἶνε ἀμέτρητες οἱ ἁμαρτίες μου. Καὶ ὅπως στὸ σπίτι ἔχουμε καθρέφτη καὶ βλέπουμε τὴ μορφή μας, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του σὲ ἕναν ἄλλο καθρέφτη. Ὁ δὲ καθρέφτης αὐτὸς εἶνε ἡ ἁγία Γραφή.
Μέσα στὴν ἁγία Γραφὴ ἔβλεπε τὴν ψυχή του ὁ ἅγιος Ἀνδρέας καθημερινῶς. Ἐκεῖ ἔβλεπε ἁγίους, ἔβλεπε τὰ παραδείγματά τους. Ἡ Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, ἔχει πολλὰ παραδείγματα. Παραδείγματα ἁμαρτωλῶν, καὶ παραδείγματα ἁγίων. Παραδείγματα ποὺ πρέπει νὰ τὰ ἀποφεύγουμε, καὶ παραδείγματα ποὺ πρέπει νὰ τὰ μιμούμεθα.
Ἀλλὰ πῶς βλέπει τοὺς ἁμαρτωλούς; Τοὺς βλέπει διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι ἐμεῖς. Τοὺς βλέπει μὲ συμπάθεια. Πῶς συμβαίνει αὐτό; Γιατὶ ἦταν ταπεινός. Γνώριζε τὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τὴ διαφθορὰ τοῦ Ἀδάμ.
Μιὰ ἱστορία λέει, ὅτι κάποτε ἕνας βασιλιᾶς εἶχε βγεῖ ἔξω καὶ περπατοῦσε σ᾿ ἕνα δάσος. Ἐκεῖ ἀκούει κάποιον νὰ λέῃ μὲ ἀγανάκτησι·
―Ἀνάθεμά την τὴν κακούργα!…
Πῆγε κοντά. Ποιός ἤτανε; Ἤτανε ἕνας γέρος. Εἶχε πάει στὸ δάσος νὰ κόψῃ ξύλα. Φορτώθηκε τὰ ξύλα νὰ πάῃ στὸ σπίτι του, καὶ κουράστηκε. Κάθησε νὰ ξεκουραστῇ, κ᾿ ἐκεῖ ἄρχισε νὰ λέῃ «Ἀνάθεμά την…».
Ὁ βασιλιᾶς τὸν πλησίασε καὶ τὸν ρωτάει·
―Ποιάν ἀναθεματίζεις;
―Τὴν Εὔα! ἀπαντᾷ ὁ γέρος.
―Τὴν Εὔα;
―Ναί. Αὐτή εἶνε ἡ αἰτία. Ἂν δὲν ἔκανε τὴν ἁμαρτία ἡ Εὔα, ἐγὼ δὲν θὰ γινόμουν ἕνας γέρος ποὺ τώρα ὑποφέρει.
Ὁ βασιλιᾶς τοῦ λέει·
―Ἔλα μαζί μου. Ἔχεις γυναῖκα;
―Ἔχω.
―Φέρε καὶ τὴ γυναῖκα σου.
Ὅταν ἔφερε καὶ τὴ γερόντισσα γυναῖκα του, τοὺς λέει ὁ βασιλιᾶς·
―Θὰ σᾶς δώσω ἕνα παλάτι, ποὺ θά ᾿χῃ μέσα ὅλα τὰ ἀγαθά.
―Τέτοιο πρᾶγμα δὲν τὸ περιμέναμε ποτέ. Πολὺ σ᾿ εὐχαριστοῦμε. Δόξα σοι ὁ Θεός!
Τοὺς ἔβαλε λοιπὸν μέσα. Δὲν τοὺς ἔλειπε τίποτα. Ἀλλὰ ὁ βασιλιᾶς τοὺς εἶπε·
―Θὰ σᾶς ζητήσω μόνο κάτι. Θὰ τὸ τηρήσετε;
―Ἀσφαλῶς. Ἐσὺ τόσα καλὰ μᾶς ἔκανες.
Ἐπάνω ἀπὸ τὸ κρεβάτι τους κρέμασε ἕνα μικρὸ κουτάκι.
―Βλέπετε, λέει, τὸ κουτάκι αὐτό; Νὰ μὴν τὸ ἀνοίξετε, γιατὶ ἀλλοίμονό σας.
―Ἐν τάξει, βασιλιᾶ. Αὐτὸ δὲν εἶνε δύσκολο.
Πέρασε μιὰ βραδιά, δύο βραδιές. Ἡ γριὰ δὲν ἡσύχαζε. Λέει ἡ περιέργεια τῆς γυναικός·
―Τί νὰ ἔχῃ μέσα αὐτό;
―Βρὲ γυναίκα, κάθησε φρόνιμα, λέει ὁ γέρος.
Τὴν ἄλλη βραδιὰ τὰ δια. Τὴν ἄλλη τὰ δια. Τὴν ἄλλη πάλι τὰ δια. Στὸ τέλος νίκησε ὁ πειρασμὸς κι ἀνοίξανε τὸ κουτί. Ἀμέσως πετάχτηκε ἀπὸ μέσα ἕνα πουλί.
Ὁ βασιλιᾶς περίμενε, καὶ τοὺς ἔπιασε.
―Τώρα, λέει, ἔξω ἀπ᾿ τὸ παλάτι! Πήγαινε πάλι νὰ μαζεύῃς ξύλα καὶ νὰ κουράζεσαι. Καὶ στὸ ἑξῆς μάθε νὰ μὴν καταριέσαι τὴν Εὔα. Γιατὶ κ᾿ ἐσὺ τὰ δια θὰ ἔκανες· τὰ δια ἔκανες!
Ἔτσι εμεθα. Καὶ ἔτσι βλέπει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Ἔχει βαθειὰ συναίσθησι. Γιὰ τὴν Εὔα τί λέει; Ὑποχώρησε στὸν πειρασμό, παρέσυρε καὶ τὸν Ἀδάμ. Ἀλλὰ μήπως κ᾿ ἐμεῖς δὲν ὑπακοῦμε σὲ μιὰ ἄλλη Εὔα; Ποιά εἶνε ἡ ἄλλη Εὔα; Εἶνε «ὁ ἐμπαθὴς λογισμός», ὁ κάθε ἁμαρτωλὸς λογισμός, ποὺ σοῦ λέει, νὰ κλέψῃς νὰ πορνεύσῃς, νὰ βλαστημήσῃς… Κ᾿ ἐμεῖς ὑποχωροῦμε. Χειρότεροι εμεθα ἐμεῖς. Ὁ Ἀδὰμ παρέβη μία ἐντολή· ἐμεῖς «ἀθετοῦμε διαπαντὸς» τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἰδού ἡ φιλοσοφία τοῦ Μεγάλου Κανόνος.
Παρακάτω πηγαίνει στὸν Κάιν. Ὁ Κάιν ἐφθόνησε τὸν ἀδελφό του τὸν Ἄβελ. Ἀλλὰ ἔκανε καὶ κάποια ἄλλη ἁμαρτία. Ἐνῷ ὁ Ἄβελ διάλεξε ὅ,τι καλύτερο εἶχε καὶ τὸ θυσίασε στὸ Θεό, ὁ Κάιν πῆγε στὸ κοπάδι, βρῆκε τὸ χειρότερο πρόβατο, καὶ αὐτὸ προσέφερε θυσία· τὸ κουτσό, τὸ σακάτικο. Ὁ Θεὸς δὲν δέχτηκε τὴ θυσία του. Γι᾿ αὐτὸ ἐδῶ ἡ θυσία αὐτή, στὴν ἀρχαία γλῶσσα, ὀνομάζεται «ψεκτή», ποὺ θὰ πῇ ἀξιοκατάκριτη. Κατηγοροῦμε, λέει, τὸν Κάιν· ἀλλὰ κ᾿ ἐμεῖς τέτοιες θυσίες προσφέρουμε στὸ Θεό. Τὰ πρόσφορα π.χ., ποὺ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, τώρα τὰ ζυμώνουν χέρια ἁμαρτωλά. Τὸ κερί· ἄλλοτε ἦταν ἁγνὸ ἀπὸ τὴ μέλισσα, τώρα τὸ ἀνακατεύουν μὲ ξύγκια. Μολυσμένο εἶνε καὶ τὸ λιβάνι· βρωμάει, ἀνακατεμένο μὲ ἄλλες ὗλες. Ἐμπόριο πλέον…
Ψεκτὴ ἡ θυσία τοῦ Κάιν, ψεκτὲς καὶ οἱ δικές μας θυσίες καὶ προσφορές. Δὲν γίνονται ὅπως θέλει ὁ Θεός. Βλέπετε, καὶ μιὰ λέξι τοῦ Μεγάλου Κανόνος τί διδάγματα κρύβει;
Νά λοιπόν, λέει· εἶμαι χειρότερος ἀπὸ τὴν Εὔα, χειρότερος κι ἀπὸ τὸν Κάιν. Ὁ Κάιν σκότωσε μιὰ φορά, ἐγὼ σκοτώνω κάθε μέρα. Ὅταν μέσα σου μισῇς κάποιον, «ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί» (Α΄ Ἰωάν. 3,15). Ἐγώ, λέει ἀκόμη, ἔκανα καὶ ἕνα φόνο ἀκόμη χειρότερο· «Γέγονα φονεὺς συνειδότι ψυχῆς». Φονιᾶς εἶμαι· ἐφόνευσα τὴ συνείδησί μου, καὶ ἔγινε συνείδησι πεπωρωμένη.
Βλέπετε πῶς τὰ βλέπει; Ἔτσι προχωρεῖ μὲ παραδείγματα τῆς παλαιᾶς διαθήκης καὶ τῆς καινῆς διαθήκης. Αὐτά λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του· ὅτι εἶνε ἁμαρτωλότερος «ὑπὲρ πάντα ἄνθρωπον», παραπάνω ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔζησε πάνω στὸν πλανήτη.
Ἀκοῦτε; Ποῦ τώρα αὐτὴ ἡ συναίσθησι; Δημοσίᾳ τὰ λέει τὰ ἁμαρτήματα. Νά δημοσία ἐξομολόγησις. Ποιός ἀπὸ μᾶς κάνει δημοσία ἐξομολόγησι; Ἐδῶ τὸν πιάνεις ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ τὸν ἄλλο, καὶ σοῦ λέει, Δὲν ἔκανα τίποτα. Ἀναίσθητες, πωρωμένες ψυχές.
Ὄχι ὅμως μόνο ν᾿ ἀποφεύγουμε τὰ κακά, ἀλλὰ καὶ νὰ μιμηθοῦμε τὰ καλά. Ἔχει καὶ καλὰ παραδείγματα ὁ Μέγας Κανών. Δὲν εἶνε μόνο Εὖες καὶ Κάιν. Εἶνε καὶ Δαυῒδ καὶ ἄλλοι, πολὺ μεγάλοι, ποὺ μετανόησαν. Τὸ κακὸ νὰ ἀποφύγουμε, τὸ καλὸ νὰ μιμηθοῦμε.
Ἕνα ἀκόμη παράδειγμα θ᾿ ἀναφέρω καὶ τελειώνω. Εἶνε τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰακώβ. «Τὸν Ἰακώβ», λέει, «μίμησαι, ὦ ψυχή». Τί ἔκανε ὁ Ἰακώβ; Εἶδε ὅραμα. Εἶδε, λέει, ἐκεῖ ποὺ κοιμόταν, μία σκάλα, ν᾿ ἀρχίζῃ ἀπ᾿ τὴ γῆ καὶ νὰ φθάνῃ μέχρι τὸν οὐρανό· καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴν ν᾿ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν ἄγγελοι. Καὶ θαύμασε καὶ εἶπε ὁ Ἰακώβ· «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾿ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Μιμήσου τον, λέει. Φτειάξε κ᾿ ἐσὺ μιὰ ἄλλη ἀνώτερη σκάλα. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ σκάλα; Εἶνε ἡ μετάνοια καὶ ὁ ἀγώνας μας. Σκαλοπάτια εἶνε οἱ ἀρετές. Μπρός! κουράγιο! Ἀνέβαινε! Μὴ μένεις στὰ πρῶτα σκαλοπάτια. Νὰ μὴν εἶσαι ἀτελής, ἀλλὰ νὰ προχωρῇς διαρκῶς, νὰ αὐξάνῃς στὴν πίστι στὴν ἐλπίδα στὴν ἀγάπη, νὰ τείνῃς πρὸς τὴν τελειότητα.

* * *

Αὐτὰ τὰ 250 τροπάρια εἶνε 250 παραδείγματα. Ἄλλα εἶνε πρὸς τὸ ἀγαθὸ καὶ ἄλλα πρὸς τὸ κακό. Ν᾿ ἀποφεύγουμε τὸ κακό, καὶ νὰ πράττουμε τὸ ἀγαθό· «ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» (Ψαλμ. 33,15).
Ὅλα στάζουν μέλι, γλυκύτητα, νοήματα μεγάλα. Τελειώνουμε μὲ τὸ ὡραιότερο ἀπ᾿ ὅλα. Καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ τροπάριο ποὺ λέει· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα τί καθεύδεις;…».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 12-4-1989)

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΓΟΝΕΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 6th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 9,17-31)

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΓΟΝΕΩΝ

π. Αυγουστινος ιστΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε Τετάρτη (Δ΄) Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Θέλω νὰ στρέψω τὴν προσοχή σας στὸ εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας. Εἶνε ἡ ἱστορία ἑνὸς πατέρα, καὶ συγχρόνως ἡ ἱστορία ὅλων τῶν οἰκογενειαρχῶν ὅλων τῶν αἰ­ώνων κάθε ἐποχῆς καὶ ἰδίως τῆς σημερινῆς.

* * *

Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ἕνας πατέρας εἶχε ἕ­να παιδὶ ποὺ ἀρρώστησε ἀπὸ ἀρρώστια φοβερή· τὰ αἴτιά της ἦταν ὄχι φυσικὰ ἀλλὰ ὑ­περφυσικά· ὀνομάζεται δαιμονισμός. Καὶ σήμερα πολλὰ πράγματα ποὺ συμβαί­νουν στὶς οἰκογένειες πιστεύω ὅτι δὲν ἐξηγοῦνται ἀλ­λιῶς· εἶνε δαιμονισμός, ὅπως περιέγραψε ὁ ῾Ρῶ­σος Ντοστογιέφσκυ στὸ ἔργο του Δαιμονισμένοι. Ὅπως τὸ βόδι, ποὺ ἅμα τὸ πιάσῃ ὁ τάβανος δὲν ἡσυχάζει πιὰ ἀλλὰ τρέχει ἀσυγ­κρά­­τητο μὲ τὸ κεφάλι κάτω, ἔτσι μοιάζουν πολλὰ παιδιά. Δὲν ἡσυχάζουν· εἶνε δυστυχισμένα, καὶ πιὸ δυστυχισμένοι οἱ γονεῖς τους.
Τὸ παιδὶ αὐ­τὸ λοιπὸν δαιμονίστηκε, τὸ «τσί­μ­πησε μῦγα» δαιμονική. Ὅταν τό ᾽πιανε κρίσις ἔπεφτε κάτω καὶ χτυπιόταν, σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπ᾽ τὸ στόμα κ᾽ ἔτριζε τὰ δόντια. Ὁ πατέρας τὸ εἶχε πάει παντοῦ, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν οὔτε γιατροὶ οὔτε μάγοι οὔτε κανεὶς ἄλλος νὰ τὸ θεραπεύσουν. Ἀ­πελπισμένος πιὰ πῆγε στὸ Χριστό. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε τὸ παιδὶ νὰ κυλιέται μπροστὰ στὰ πόδια του, ρώτησε τὸν πατέρα· ―Πόσον και­ρὸ εἶνε ἔτσι τὸ παιδί; Καὶ ὁ πατέρας ἀπήν­τησε· ―«Παιδιόθεν», ἀπὸ μικρό (Μᾶρκ. 19,21).
Γεννᾶται ἡ ἀπορία· γιατί ρωτάει ὁ Χριστός; δὲν ξέρει; Ὡς Θεὸς παντογνώστης ξέρει ὅ­λες τὶς λεπτομέρειες, ἀλλὰ ρώτησε ἐπίτηδες. Ὅπως ὁ δάσκαλος ρωτάει τὸ μαθητὴ ὄχι διότι ἀγνοεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν διδάξῃ κάτι, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ὁ αἰώνιος διδάσκαλος· ρώτησε, διότι ἀπὸ τὴν ἀπάντησι τοῦ πατέρα ἤθελε νὰ βγάλῃ μιὰ μεγάλη διδασκαλία· ὅτι οἱ γονεῖς πρέπει νὰ ἐνδιαφέρωνται γιὰ τὰ παιδιά τους ἀπὸ νωρίς, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννιῶνται κι ἀ­κούγεται τὸ πρῶτο τους κλάμα, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θηλάζουν καὶ λένε τὶς πρῶτες λέξεις.
Τὸ ἐπεισόδιο λοιπὸν αὐτὸ ἔχει μεγάλη παιδαγωγικὴ σημασία, ἰδίως γιὰ τοὺς γονεῖς. Τότε ἦταν αὐτὸς ὁ πατέρας μὲ δαιμονισμένο τὸ παιδί· σήμερα χιλιάδες παιδιὰ εἶνε δαιμονισμένα. Ποιός φταίει, ποιός εὐθύνεται γι᾽ αὐτό; Εὐθύνη φέρει καὶ ἡ πολιτεία – τὸ κράτος, εὐ­θύνη φέρει καὶ ἡ Ἐκκλησία, εὐθύνη φέρει καὶ ἡ κοι­νωνία· ἀλλὰ σὲ τελευταία ἀνάλυσι τὸ μεγάλο μερίδιο εὐθύνης φέρουν ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα, οἱ γονεῖς. Ἐξετάζοντας τὴ διαγωγὴ τῶν γονέων μποροῦμε νὰ τοὺς κατατάξουμε στὶς ἀκόλουθες τέσσερις κατηγορίες.
Πρώτη κατηγορία γονέων εἶνε οἱ ἀδιάφο­ροι. Γι᾽ αὐτοὺς «πέρα βρέχει». Εἶνε ἄνθρωποι ποὺ συνήθισαν νὰ κάνουν πάντα τὰ κέφια τους. Ἔτσι καὶ στὸ γάμο. Παν­τρεύονται καὶ γεννοῦν παιδιά, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ γεννηθῇ τὸ παιδὶ ἀμελοῦν τὸ χρέος τους ἀπέναντί του· δὲ νοιάζονται γιὰ τὴν ἀνατροφή του. Συνεχίζουν τὴ ζωή τους ὅ­πως πρίν· κυνηγοῦν τὶς δι­ασκεδάσεις καὶ τὰ θεάματα, τρέχουν στὰ κέν­τρα, στὸ χαρτοπαί­γνιο, στὸ ξενύ­χτι, στὸ πιοτὸ καὶ στὸ μεθύσι…. Ὡς πρὸς τὴ διαπαιδαγώγησι τοῦ παιδιοῦ μένουν τελείως ἀδιάφοροι.
Ἔγραψαν οἱ ἐφημε­ρίδες τὸ ἑξῆς φοβερό. Κάποιο εὐκατάστατο ἀντρόγυνο στὴν Ἀθήνα ἔκλεισαν τὰ δυὸ μικρά τους παιδιά, ἡλικίας 3 – 4 ἐτῶν, μέσα στὸ πολυ­τελὲς διαμέρισμά τους, τοὺς ἔδωσαν καὶ ὑ­πνωτικὸ νὰ κοιμηθοῦν, κι αὐ­τοὶ βγῆκαν σὲ κέντρο στὴ Γλυφάδα νὰ διασκεδάσουν. Ξύπνησαν ὅμως τὰ παιδιά, εἶδαν ὅτι ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα λείπουν, ἔβαλαν τὶς φωνὲς μέσ᾽ στὸ σκοτάδι κι ἀναστάτωσαν ὅλη τὴν πολυκατοικία. Οἱ συγκάτοικοι εἰδοποίησαν καὶ ἡ ἀστυνομία ἦρθε καὶ τὰ βρῆκε ὁλομόναχα. Τὸ πρωὶ κατὰ τὶς 5 ἡ ὥρα γύρισαν οἱ προκομμένοι οἱ γονεῖς. Προτίμησαν τὴ διασκέδασι ἀ­διαφορώντας γιὰ τὰ παιδιά τους.
Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ ἦρθε στὴ μητρό­πολι ἀπὸ ἕνα χωριὸ μιὰ γυναίκα μὲ πέντε παιδάκια. Εἶμαι δυστυχισμένη, λέει. Ὁ ἄντρας μου μᾶς ἄφησε, πῆγε στὴ Γερμανία τάχα νὰ ἐργαστῇ, καὶ ἕνα χρόνο τώρα οὔτε ἕνα μάρκο δὲν ἔστειλε. Τρώει τὰ λεφτά του μὲ ξένες γυναῖ­κες. Ἔγραψα στὸν πρόξενο ἐκεῖ, μὰ ποῦ νὰ τὸν βρῇ κι αὐτὸς στὴν ἀχανῆ χώρα; Μᾶς ξέχασε…
Αὐτοὶ οἱ γονεῖς δὲ διδάσκονται ἔστω ἀπὸ τὰ ζῷα; Πῆγα σ᾽ ἕνα χωριὸ κι ἄκουσα μιὰ ἀγελάδα νὰ κλαίῃ ὅλη νύχτα. ―Τί ἔπαθε; ρωτῶ. ―Τῆς πῆραν τὸ μοσχαράκι, μοῦ λένε. Δὲν πᾷς νὰ πά­ρῃς ἀπὸ μιὰ προβατίνα τὸ ἀρνάκι της; Δὲν τολμᾷς νὰ πάρῃς τὸ λιονταράκι ἀπὸ τὴ λέαινα; θὰ σὲ ξεσχίσῃ. Ἀνέβηκε κυνηγὸς στὴ φωλιὰ ἑνὸς ἀετοῦ νὰ πάρῃ τὰ πουλιά του, κι ὁ ἀετὸς ἔπεσε πάνω του καὶ τὸν σκότωσε. Τὰ ζῷα ἔ­χουν περισσότερη φροντίδα γιὰ τὰ μικρά τους.
Ὑπάρχουν βέβαια γονεῖς ποὺ φροντίζουν νὰ ἔχουν τὰ παιδιά τους ροῦχα, παπούτσια, κάλτσες, βιβλία, καὶ πρὸ παντὸς φαῒ καλὸ καὶ πλούσιο – γι᾽ αὐτὸ δὲν τὰ νηστεύουν Τετάρτη – Παρασκευή. Φροντίζουν δηλαδὴ γιὰ τὰ ὑ­λικά, καὶ νομίζουν ὅτι ἔτσι τελείωσε ἡ ὑποχρέ­ωσί τους, ἀλλὰ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ κανένας λόγος. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶνε, ὅτι τέτοια παιδιά, ποὺ στεροῦνται τὴν ψυχικὴ καλλι­έρ­γεια, γίνονται ἀνάγωγα καὶ διεστραμμένα.
⃝ Ἡ δεύτερη κατηγορία εἶνε οἱ μοντέρνοι γο­νεῖς. Αὐτοὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ παιδιά· τὸ ἐν­διαφέρον τους ὅμως εἶνε νὰ ἐξελιχθοῦν κα­τὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, σύμφωνα μὲ τὸ ῥεῦ­μα τῆς ἐποχῆς. Ἡ κόρη τους νὰ ντυθῇ μὲ τὴν τελευταία μόδα· ὁ γυιός τους νὰ μετέχῃ σὲ ὅ­λες τὶς κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις καὶ τὰ παιχνί­δια· νὰ μάθουν μουσική, ξένες γλῶσσες, τρόπους εὐγενείας. Θέλουν νὰ ἔχουν παιδιὰ ἐξελιγμένα κατὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ καὶ ἀμερικανικὰ πρότυπα, ὄχι χωριάτες. Ἐνδιαφέρονται λοι­πόν, ἀλλὰ λανθασμένα. Ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν πνευματικὴ διάπλασι τῶν παιδιῶν, ἀποφεύγουν νὰ τοὺς δώσουν χριστιανικὴ ἀνατροφή, δὲν τ᾽ ἀ­φήνουν νὰ ἔρθουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ διδασκαλία της. Ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ παιδί σου μάθῃ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, δὲν γίνῃ ὅμως ἄνθρωπος, τί νὰ τὸ κάνῃς;
Τρίτη κατηγορία γονέων εἶνε οἱ ἄθεοι. Αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, καὶ εἶνε ὄχι ἁπλῶς ἀδιάφοροι ἀλλὰ καὶ ἐπιθετικοί· πᾶνε κόντρα στὴ χριστια­νι­κὴ διαπαιδαγώγησι τῶν παιδιῶν τους. Θέλουν νὰ ξερριζώσουν ἀπὸ τὴν ψυχή τους τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ νὰ τὰ κάνουν ἄθεα.
Μιὰ φορὰ σὰν ἱεροκήρυκας, ὅταν πλησιάσα σ᾽ ἕνα χωριό, ἄκουσα μιὰ φοβερὴ βλαστήμια. Πλησιάζω καὶ τί νὰ δῶ· κάτω ἀπὸ ἕνα δέν­τρο ἕνας πατέρας κρατοῦσε τὸ παιδάκι του στὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸ μάθαινε νὰ βλαστημάῃ τὸ Θεό!
Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Πτολεμαΐδος ἕνα παιδὶ τε­­λείωσε τὸ σχολεῖο μὲ ἄριστα καὶ παίρνον­τας τὸ ἀπολυτήριο εἶπε στοὺς γονεῖς του, ὅτι θὰ σπουδάσῃ θεολόγος, γιὰ νὰ γίνῃ ἱεροκήρυκας καὶ νὰ πάῃ μάλιστα στὴν Οὐγκάντα ἱεραπόστολος. Κι ὁ πατέρας σήκωσε καρέκλα νὰ τὸ χτυπήσῃ. Ἔκαναν οἰκογενειακὸ συμβούλιο κ᾽ ἔβαλαν τοὺς συγγενεῖς ὅλους νὰ πιέσουν τὸ παιδὶ ν᾽ ἀλλάξῃ ἀπόφασι καὶ νὰ σπουδάσῃ κάτι προσοδοφόρο. Καὶ ἦταν τέτοιος ὁ πόλεμος νεύρων, ὥστε τώρα τὸ παιδὶ ἀπὸ ἀριστοῦχος κατήντησε νὰ εἶνε στὸ ψυχιατρεῖο. Γι᾽ αὐτὸ ὑ­πάρχει σήμερα τόση ἔλλειψις κληρικῶν.
Πρώτη κατηγορία λοιπὸν οἱ ἀδιάφοροι, δευ­τέρα κατηγορία οἱ μοντέρνοι, τρίτη κατηγορία οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, καὶ τετάρτη κατηγορία οἱ εἰδωλολάτρες. Γονεῖς εἰδωλολάτρες εἶ­νε ἐκεῖ­νοι ποὺ κάνουν τὸ παιδί τους εἴδωλο καὶ τὸ λατρεύουν. Σπεύδουν ν᾽ ἀνταποκρι­θοῦν σὲ κάθε ἐπιθυμία του, ἱκανοποιοῦν ὅλες τὶς ἀ­­παιτήσεις του, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ παράλο­γες, δὲν τοῦ χαλοῦν ποτέ χατίρι. Οἱ γονεῖς αὐ­τοὶ δὲν βλέπουν στὸ παιδί τους κάτι ποὺ νὰ θέλῃ δι­όρθωσι, θεω­ροῦν τὸν κανακάρη τους ἰδανικό. Γι᾽ αὐτὸ δὲν φρον­τίζουν νὰ τὸν διαπλά­σουν, νὰ περικόψουν ἐλαττώματα καὶ νὰ καλλιεργή­σουν ἀγαθὰ στοιχεῖα ποὺ λείπουν. Δὲν παιδεύουν, δὲν μαλώνουν, δὲν τιμωροῦν τὸ παιδί. Τὸ ἐπαινοῦν μπροστά του, καὶ καυχῶνται στοὺς ἄλλους γι᾽ αὐτὸ μπροστὰ καὶ πίσω του. Ἂν κάποιος τοὺς ἐνημερώσῃ γιὰ κάποια ἀταξία του καὶ τοὺς ἐπισημάνῃ κάποια ἀδυναμία του, τὸν κάνουν ἐχθρό.
Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς κακῆς ἀγωγῆς εἶνε ὅτι διαπλάθονται φίλαυτοι καὶ ἐγωιστικοὶ τύ­ποι, ἀπαιτητικοὶ καὶ ἐριστικοί, ἀκοινώνητοι καὶ ἀγύμναστοι στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς. Καὶ αὐτὰ τὰ γεύονται πρῶτοι οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς πού, ἀντὶ τῶν τόσων περιποιήσεων, εἰσπράττουν συχνὰ ἀπὸ τὸ κακομαθημένο παιδί τους ἀστοργία καὶ ἀδιαφορία, ὅπως περιγράφει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς στὶς διδαχές του.

* * *

Ὁ σωστὸς γονεύς, ἀγαπητοί μου, οὔτε ἀδι­αφορεῖ γιὰ τὸ παιδί του, ἀλλ᾽ οὔτε τὸ κάνει εἴ­δωλο. Ἐνδιαφέρεται καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸ διαπαιδαγωγήσῃ ἀπὸ τὴ μικρή του ἡλικία μακριὰ ἀπὸ τὴ μόδα καὶ τὴν ἀθεΐα. Σκοπός του εἶνε νὰ τοῦ κληροδοτήσῃ τὴν πίστι καὶ νὰ τοῦ διδάξῃ τὴν ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 23-3-1974 Σάββατο ἑσπέρας)

Συγκρισι της προηγιασμενης Θειας λειτουργιας με τις αλλες

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Προηγιασμενη θεια λειτουργια

Σύγκρισι τῆς προηγιασμένης μὲ τὶς ἄλλες λειτουργίες

π. ΑυγουστινοςΝΑ εὐχαριστήσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἐλέησε νὰ γεννηθοῦμε μέσα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τὸ περιβόλι αὐτὸ ποὺ εἶνε γεμᾶτο λουλούδια πνευματικά. Ἕνα τέτοιο λουλούδι, ποὺ μόνο μέσα στὴ γλάστρα τῆς Ὀρθοδοξίας φυτρώνει, εἶνε ἡ προηγιασμένη λειτουργία. Γι᾿ αὐτὴν θὰ μιλήσουμε.

* * *

Ἡ λειτουργία αὐτὴ διαφέρει ἀπὸ τὶς λειτουργίες τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, τοῦ μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Σὲ τί διαφέρει;
1. Τὴν πρώτη διαφορὰ τὴ λέει τὸ ὄνομά της. Ὀνομάζεται προηγιασμένη. Γιατί ὠνομάστηκε ἔτσι; Στὶς ἄλλες λειτουργίες, ποὺ είπαμε, ἐπάνω στὴν ἁγία τράπεζα εἶνε τὰ τίμια δῶρα, ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος, καὶ τὴν ἱερὰ ἐκείνη στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερεὺς λέει «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν…», ἔρχεται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ κάνει τὸ ψωμὶ σῶμα καὶ τὸ κρασὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα. Στὴν προηγιασμένη ὅμως δὲν συμβαίνει αὐτό. Τὰ ἅγια ἔχουν ἁγιασθῆ πρωτύτερα, σὲ ἄλλη λειτουργία ποὺ ἔχει κάνει προηγουμένως ὁ ἱερεύς. Φυλάσσονται στὸ ἅγιο ἀρτοφόριο καὶ ἐξάγονται τώρα· εἶνε ἤδη ἁγιασμένα, εἶνε σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ.
Γιατί τὸ ἔκανε αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία; Γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. Ὁ 52ος (ΝΒ΄) κανὼν τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέει, ὅτι τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀπαγορεύεται νὰ γίνεται λειτουργία Βασιλείου καὶ Χρυσοστόμου· ἐπιτρέπεται μόνο Σάββατο καὶ Κυριακή, καθὼς καὶ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Γιατί; Διότι ἡ λειτουργία Βασιλείου καὶ Χρυσοστόμου ἔχει ἀναστάσιμο χαρακτῆρα, ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ πένθιμο κλῖμα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.
―Καὶ δὲν φτάνουν οἱ λειτουργίες τοῦ Σαββάτου καὶ τῆς Κυριακῆς; θὰ ρωτήσετε.
Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ δὲν ἦταν σὰν κ᾿ ἐμᾶς ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἔνιωθαν τὴν ἀνάγκη νὰ κοινωνοῦν ὄχι μόνο τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, ἀλλὰ καὶ ἐντὸς τῆς ἑβδομάδος· καὶ Τετάρτη ποὺ εἶνε ἡ ἡμέρα τῆς προδοσίας, καὶ Παρασκευή, ποὺ εἶνε ἡ ἡμέρα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅπως ἡ μάνα καὶ πρὶν μιλήσῃ τὸ παιδί της καταλαβαίνει τί θέλει, ἔτσι καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ἡ γλυκειὰ μάνα, ἀκούει τὰ παιδιά της τί θέλουν. Καὶ ὅπως καμμιά μάνα δὲν ὑπάρχει ποὺ τὸ παιδί της θὰ ζητήσῃ ψωμὶ καὶ θὰ τοῦ δώσῃ πέτρα, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας· ἐφ᾿ ὅσον τὰ παιδιά της ζητοῦσαν πνευματικὸ ψωμί, «τὸν οὐράνιον ἄρτον» (θ. λειτ.), ἐκτὸς Σαββάτου καὶ Κυριακῆς ποὺ γίνεται λειτουργία Χρυσοστόμου καὶ Βασιλείου, ὥρισε τὶς Τετάρτες καὶ Παρασκευὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἢ ἂν συμπέσῃ κι ἄλλη ἑορτή, νὰ τελῆται ἡ προηγιασμένη λειτουργία, γιὰ νὰ κοινωνοῦν συχνότερα οἱ Χριστιανοί.
2. Διαφέρει ἡ προηγιασμένη καὶ στὴν ἀκολουθία της. Ἔχει μερικὰ κατανυκτικὰ λόγια.
α΄) Πρῶτα – πρῶτα ἔχει περισσότερα ἀναγνώσματα· ἔχει ψαλμοὺς καὶ ἄλλα ἐκλεκτὰ κομμάτια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τὴ Γένεσι καὶ τὶς Παροιμίες. Κοντὰ σ᾿ αὐτὰ ὑπολογίστε καὶ τὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τοὺς μεγάλους προφῆτες καὶ μάλιστα τὸν Ἠσαΐα, τὸ λεγόμενο «πέμπτο εὐαγγελιστή», ποὺ ἀκοῦμε στὶς ὧρες. Συνιστῶ σὲ ὅλους ὅσοι ξέρετε γράμματα, τὶς ἡμέρες αὐτὲς νὰ διαβάζετε τὸν προφήτη Ἠσαΐα, ἔστω καὶ ἂν δὲν καταλαβαίνετε ὅλες τὶς προφητεῖες, ποὺ εἶνε «βαθειὰ νερά»· ὡρισμένα σημεῖα οὔτε οἱ μεγαλύτεροι θεολόγοι μποροῦν νὰ τὰ καταλάβουν. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ κομμάτια, ποὺ μπορεῖ καὶ ὁ ἁπλὸς Χριστιανὸς νὰ τὰ καταλάβῃ καὶ νὰ τὰ χαρῇ.
β΄) Διαφέρει ἀκόμη ἡ λειτουργία αὐτὴ στὸ κατανυκτικὸ σημεῖο ποὺ ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὴν ὡραία πύλη κρατάει λαμπάδα ἀναμμένη καὶ θυμιατό, καὶ μέσ᾿ στὸ σκοτάδι τοῦ ναοῦ λέει «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι». Τί νόημα ἔχουν τὰ λόγια αὐτά; Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ φῶς. Αὐτὸς ἔκανε τὸ ὑλικὸ φῶς. Καὶ μπορεῖ σὲ μιὰ στιγμή, μὲ ὅση εὐκολία ὁ καντηλανάφτης φυσάει καὶ σβήνει ἕνα κερί, ἔτσι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸ ὑλικὸ φῶς, ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ δημιουργὸς τοῦ φωτὸς καὶ ὑπὸ πνευματικὴν ἔννοιαν. Αὐτὸς εἶνε «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 8,12). Μέσα στὸ πηχτὸ σκοτάδι τῆς φοβερᾶς εἰδωλολατρίας, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔφθασαν σὲ σημεῖο νὰ λατρεύουν καὶ τὰ πλέον εὐτελῆ ἀντικείμενα (ζῷα καὶ πέτρες) καὶ καίγανε τὰ παιδιά τους πάνω στοὺς βωμοὺς σὰ᾿ λιβάνι, καὶ ποὺ ἀκόμα καὶ στὴν Ἀθήνα ὅπου οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας κτίσανε τὸν Παρθενῶνα, παρ᾿ ὅλη τὴ σοφία καὶ ἐπιστήμη, ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἦταν ἄγνωστος κ᾿ ἔπρεπε νά ᾿ρθῃ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ νὰ κηρύξῃ τὸν «ἄγνωστο Θεό», μέσα στὴν φοβερὰ αὐτὴ νύχτα ποὺ κανένα ἀστέρι δὲν ὑπῆρχε στὸν οὐρανό, ἦρθε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. «Φῶς ἱλαρόν», γλυκύ, ἀθάνατο, καὶ ἔλαμψε στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ πράγματι ἕως σήμερα ἕνα φῶς, ἕνας φάρος λάμπει· ὁ Χριστός μας. Ἂς περνοῦν οἱ αἰῶνες, ἂς αὐξάνεται ἡ γνῶσι, ἂς κτίζωνται σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια· γύρω ἁπλώνονται σκοτάδια, σκοτάδια μέσ᾿ στὰ κεφάλια τῶν μεγάλων, τῶν σοφῶν καὶ φιλοσόφων τοῦ κόσμου. Δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς· τὸ φωνάζουν ὅλοι, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Φῶς μὲ τὴ διδασκαλία του, μὲ τὰ θαύματά του, μὲ τὴν ἀρετή του, μὲ τὰ σεπτά του πάθη, μὲ τὴν ἀνάστασί του. Ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο ὁ διος εἶνε φῶς, ἀλλ᾿ ἔχει τὴ δύναμι καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους, τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀσεβείας, νὰ τὰ κάνῃ «υἱοὺς φωτὸς καὶ υἱοὺς ἡμέρας» (Α΄ Θεσ. 5,5). «Ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε» (Ἐφ. 5,8). Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἱερεὺς λέει «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι».
γ΄) Ἕνα ἄλλο τρίτο σημεῖο, στὸ ὁποῖο διαφέρει ἡ λειτουργία αὐτή, εἶνε ὅταν, μετὰ τὸ «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι», ὁ ἱερεὺς ψάλλει· «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου, ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή» (Ψαλμ. 140,2). Τὰ λόγια αὐτά, ἀδελφοί μου, σημαίνουν, ὅτι στὸ ναὸ ἐρχόμαστε γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε. Τί εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Ξοδεύουν χρήματα καὶ κάνουν πυραύλους καὶ βάσεις ἐκτοξεύσεως, γιὰ νὰ στείλουν τοὺς πυραύλους στὸ διάστημα. Ὅσο ψηλὰ ὅμως καὶ νὰ φτάσουν οἱ πύραυλοί τους, δὲ᾿ φτάνουν τὸ Θεό. Ἀληθινὴ βάσις πυραύλων γίνεται ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὅταν ψάλλει «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου…». Ἔλα, ἄνθρωπε. Καὶ ὅπως οἱ πύραυλοι ἔχουν στὸ κάτω μέρος τὴν καύσιμο ὕλη ὡς δύναμι προωθήσεως, ἔτσι κ᾿ ἐσὺ ἔλα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, ποὺ εἶνε μιὰ βάσις πνευματικῶν πυραύλων. Βάλε κάτω ὡς βάσι τὴν ταπείνωσι. Κάνε τὴν ταπεινὴ καρδιά σου βάσι, καὶ ἐξαπόλυσε στὸν οὐρανὸ τὴν προσευχή σου. Καὶ τότε ἡ προσευχὴ θὰ φύγῃ, θὰ περάσῃ τὰ ἄστρα καὶ τὸν ἥλιο, καὶ θὰ φτάσῃ ἐπάνω στὸν τρίτο οὐρανό, στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄπιστοι δὲν πιστεύουν· ἐμεῖς ὅμως πιστεύουμε, ὅτι ἡ προσευχὴ φθάνει ἐκεῖ.
Ἀλλ᾿ ὑπάρχει ἕνας κίνδυνος· ὅπως πύραυλοι καταστρέφονται καὶ πέφτουν, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ προσευχὲς ποὺ δὲν φτάνουν στὸ Θεό. Καὶ δὲν φτάνουν, γιατὶ ὑπάρχει κάποιο ἐμπόδιο. Ποιό εἶνε τὸ ἐμπόδιο; Εἶνε τὰ ἁμαρτήματά μας, τὰ πάθη μας, οἱ κακίες μας. Πρὸ παντὸς αὐτὸ ποὺ καταστρέφει τὴν προσευχὴ καὶ δὲν τὴν ἀφήνει ὡς θυμίαμα εὔοσμο νὰ φτάσῃ στὰ οὐράνια, εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὴν παραβολὴ τοῦ τελώνου καὶ φαρισαίου. Ὁ φαρισαῖος μπῆκε στὸ ναό, στάθηκε ὄρθιος σὰν κυπαρίσσι, καὶ ἄρχισε νὰ καυχέται γιὰ τὶς ἀρετές του. Προσευχήθηκε· ἡ προσευχή του ὅμως γύρισε πίσω, καὶ βαρειὰ σὰν τὸ μολύβι ἔπεσε κάτω. Ὁ τελώνης στάθηκε σὲ μιὰ γωνιά, κρύφτηκε πίσω ἀπὸ μιὰ κολώνα, καὶ χτυποῦσε τὰ στήθη του. Τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα, ἡ καρδιά του ἔκαιγε ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, καὶ ἔλεγε· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Καὶ αὐτὴ ἡ προσευχή του ἔγινε ἕνας πνευματικὸς πύραυλος ποὺ ἔφτασε πάνω στὰ οὐράνια. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ τελώνου, μὰ δὲν ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ ὑπερήφανου φαρισαίου.
Ἂς μᾶς βοηθήσῃ ὁ Θεός, ἀδελφοί μου, κάθε φορὰ ποὺ ἐρχόμεθα στὴν ἐκκλησία, νὰ λησμονοῦμε κάθε ἐγκόσμιο καὶ κάθε ματαιότητα. Ἀρκετὴ εἶνε ὅλη ἡ βδομάδα νὰ σκεπτώμεθα τὰ ἐγκόσμια. Ἂς ἐρχώμεθα στὴν ἐκκλησία καὶ ἂς κάνουμε τὴν καρδιά μας βάσι πνευματική. Οἱ ἄλλοι ἂς στέλνουν πυραύλους· ἐμεῖς ἂς στέλνουμε προσευχές, νὰ φτάνουν ἐπάνω στὰ οὐράνια. Δὲν εἶνε μῦθος, δὲν εἶνε παραμύθι, εἶνε μιὰ πραγματικότης ἡ ἁγία μας θρησκεία. Μόνο ὅποιος πιστεύει, ὅποιος ἀγαπᾷ τὸ Θεό, ὅποιος ἔκανε τὴν προσευχή του πραγματικὰ ἕνα θυμιατήρι, αὐτὸς καταλαβαίνει τί σημαίνουν τὰ λόγια «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου· ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή».

 ***

Παρουσιάζουμε αγαπητοί μου τὶς διαφορὲς ποὺ ἔχει ἡ προηγιασμένη θεία λειτουργία ἀπὸ τὶς λειτουργίες τοῦ μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Είδαμε πρῶτον, ὅτι σ᾿ αὐτὴν τὰ τίμια δῶρα εἶνε ἤδη καθαγιασμένα. Καὶ κατόπιν είδαμε ὡρισμένες διαφορὲς ποὺ παρουσιάζει ἡ ἀκολουθία της· πρῶτον ὅτι ἔχει ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, δεύτερον ὅτι κατ᾿ αὐτὴν λέγεται τὸ «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι», καὶ τρίτον ὅτι ψάλλεται τὸ «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου…». Συνεχίζουμε τώρα μὲ ἄλλες δύο διαφορές.

δ΄) Ἕνα ἀκόμη διαφορετικὸ σημεῖο, ἀδελφοί μου, εἶνε ὁ ὕμνος ποὺ ψάλλεται ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια. Ἐδῶ ὁ ὕμνος αὐτὸς εἶνε διαφορετικός. Καὶ ἐνῷ στὶς ἄλλες λειτουργίες γονατίζουμε σ᾿ «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν…», ἐδῶ γονατίζουμε στὴ μεγάλη είσοδο· γιατὶ εἶνε ἁγιασμένα τὰ τίμια δῶρα. Δὲν ψάλλουμε τότε «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…», ἀλλὰ ψάλλουμε· «Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σὺν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν. Ἰδοὺ γὰρ εἰσπορεύεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. Ἰδοὺ θυσία μυστικὴ τετελειωμένη δορυφορεῖται. Πίστει καὶ πόθῳ προσέλθωμεν, ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενώμεθα. Ἀλληλούϊα». Εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα τραγούδια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀλλοῦ, οὔτε στοὺς φράγκους οὔτε στοὺς προτεστάντες, πουθενά. Αὐτοὶ ποὺ τὸ μετέφρασαν σὲ ξένες γλῶσσες, λένε ὅτι ὁ ὕμνος αὐτὸς εἶνε θεϊκός, τραγούδι ἀγγελικό. «Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν…»! λόγια γεμᾶτα νοήματα, ποὺ δίνουν φτερὰ στὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀφήσῃ τὴ γῆ καὶ νὰ πετάξῃ ψηλά. Ποιό τὸ νόημά τους; Αὐτὴ τὴν ὥρα, ἀδελφοί μου, ποὺ εμεθα μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία, δὲν πατᾶμε στὴ γῆ. Ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι ἔχουν φθάσει ἀπὸ τὰ οὐράνια. Σμίξαμε ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι καὶ ὑποδεχόμεθα τὸν βασιλέα τῆς δόξης, ποὺ μᾶς καλεῖ μὲ πίστι καὶ πόθο νὰ κοινωνήσουμε «εἰς ζωὴν αἰώνιον».
ε΄) Τέλος ἡ λειτουργία τῶν προηγιασμένων διαφέρει ἀπὸ τὶς ἄλλες λειτουργίες καὶ σ᾿ ἕνα ἀκόμη σημεῖο. Εἶνε τὸ κοινωνικό. Ἐδῶ, ἀντὶ τοῦ «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον…», ἔχουμε ἄλλο ποὺ λέει· «Γεύσασθε καὶ δετε, ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος. Ἀλληλούϊα» (Ψαλμ. 33,9). Ἄλλα –πατήστε για τη συνέχεια Read more »

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

ΠΑΠΑΣ- ΠΡΟΔ. ΠΙΣΤΕΩΣΤί θὰ πῇ ἰδανικό; Μέσα σὲ κάθε ἄνθρωπο, καὶ στὸν πιὸ ἀτελῆ, ὑπάρχει κάποια εἰκόνα εὐτυχίας, ἕνα ὅραμα ζωῆς, ἕνας σκοπὸς πρὸς τὸν ὁποῖο συγκλίνουν ὅλες οἱ σκέψεις καὶ ἐνέργειές του· καὶ σκοπὸς εἶνε ἡ ἰδέα ἐκείνη ποὺ κυριαρχεῖ ἐπάνω σὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἰδέες καὶ συναισθήματα καὶ ἀποτελεῖ τρόπον τινὰ τὸν κεντρικὸ ἄξονα γύρω ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο στρέφεται ἡ ζωή του. Καὶ ὅπως ἡ ἀξία μιᾶς λεπτεπίλεπτης μηχανῆς, ἑνὸς ρολογιοῦ π.χ., ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπὸ τὴν ἀντοχὴ τοῦ ἄξονά του, κάπως ἔτσι καὶ ἡ ἀξία τῆς ζωῆς ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπὸ τὴν ἰδέα ἐκείνη ἡ ὁποία κυριαρχεῖ καὶ ῥυθμίζει τὴ ζωή. Καὶ ὅπως ὑπάρχουν ἄξονες ἀπὸ φτηνὸ ὑλικὸ καὶ μὲ μικρὴ ἀντοχή, ποὺ εὔκολα σπάζουν, ἀλλὰ καὶ ἄξονες ἀπὸ ἀνθεκτικὴ ὕλη, ἀδαμάντινοι, ἄθραυστοι, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ ἰδανικὰ μικρὰ καὶ μεγάλα, ἀδύνατα καὶ ἰσχυρά, εὔθραυστα καὶ ἄθραυστα, γήινα καὶ οὐράνια, θνητὰ καὶ ἀθάνατα.
Καὶ ποιά εἶνε τὰ ἰδανικά τῆς Ἑλλάδος; θὰ ρωτήσῃ κάποιος. Στὰ τρεῖς χιλιάδες χρόνια τοῦ ἐθνικοῦ της βίου παρελαύνει μπροστά μας σειρὰ πολλῶν ἰδανικῶν· Τρωϊκὸς πόλεμος, Περσικά, Μέγας Ἀλέξανδρος, Βυζάντιο καὶ ἀκρῖτες, Παλιγγενεσία, Μακεδονικὸς ἀγώνας, Βαλκανικοὶ πόλεμοι, Ἀλβανικὸ ἔπος. Πάνω ὅμως ἀπὸ τὰ ἐθνικὰ εἶνε τὰ πανανθρώπινα, καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα εἶνε τὰ θεῖα, καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια εἶνε τὰ οὐράνια καὶ ἀθάνατα. Ἀπὸ τὰ ὁμηρικὰ χρόνια μέχρι τὴ Μεγάλη Ἰδέα, ποὺ ἐδόνησε καὶ τὴ γενεὰ τῶν πατέρων μας μὲ τὸ «Πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ᾽νε», ἀναζητοῦμε τὸ τέλειο. Ποῦ λοιπὸν καταλήγουμε;
Ἀπὸ ὅλα ὅσα προβάλλονται ὡς ἰδανικὰ γιὰ ἕνα λαό, ἐκεῖνο ποὺ ἀξίζει νὰ γίνῃ τὸ ἰδανικὸ τῆς Ἑλλάδος, ὁ πολικός της ἀστέρας, εἶνε ἡ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ.
Αὐτὴ ἡ Ὀρθοδοξία, ποὺ τόσο ὑποτιμᾶται σήμερα ἀπὸ κάποιους μορφωμένους, πιστεύω ὅτι συγκεντρώνει ὅλα τὰ γνωρίσματα τοῦ ὑψίστου ἀγαθοῦ καὶ ἀνταποκρίνεται πρὸς τὰ βαθύτερα αἰτήματα τοῦ λαοῦ μας. Αὐτὴ ἔχει τὸ ἀληθινὸ «νέκταρ καὶ τὴν ἀμβροσία». Αὐτὴ κρατάει τὸν Ἄρτο ποὺ μπορεῖ νὰ θρέψῃ καὶ νὰ χορτάσῃ τὸν ἄνθρωπο ὑλικὰ καὶ πνευματικά, σὲ ἀντίθεσι μὲ τὰ «κεράτια» (Λουκ. 15,16), μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦν ἄλλοι νὰ χορτάσουν τὴν πεινασμένη ἀνθρωπότητα. Αὐτὴ δείχνει τὸν οὐρανὸ ὡς τὴν αἰώνια πατρίδα καὶ αὐτὴ πάλι μὲ τὰ ὑπέροχα διδάγματά της γιὰ ἐλευθερία, ἀδελφότητα, ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἄνθρωπο νὰ στήσῃ τὴν ἰδανικὴ πολιτεία. Στὴν πολιτεία αὐτὴ τὸ ἐλατήριο τῆς ἰδιοτελείας θ᾽ ἀντικατασταθῇ μὲ τὸ ἐλατήριο τῆς ἀγάπης ποὺ θυσιάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους, μὲ πρότυπο τὸν Θεάνθρωπο, ὁ ὁποῖος «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Ματθ. 20,28). Ζωηρὴ εἰκόνα τῆς πολιτείας αὐτῆς μᾶς ἔδωσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί· μιᾶς πολιτείας στὴν ὁποία, ὅπως λέει ὁ ἀθάνατος Χρυσόστομος, ὁ ἰδιοτελὴς καὶ καταραμένος λόγος «αὐτὸ εἶνε δικό μου» κι «αὐτὸ εἶνε δικό σου» εἶχε καταργηθῆ καὶ ἀντικατασταθῆ μὲ τὴ φράσι «ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 4,32). Ναί, μόνο ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία στὴν ἰδεώδη ζωὴ τῶν μοναχικῶν ἀδελφοτήτων τῶν πρώτων αἰώνων πραγματοποίησε τὸ κοινόβιο, τὸ ἑκούσιο κοινόβιο, καὶ ἐγκαθίδρυσε ἐπάνω στὴ γῆ ἀγγελικὸ πολίτευμα, αὐτὴ καὶ σήμερα, ὅπως κήρυττε καὶ ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης Τραπεζοῦντος καὶ κατόπιν ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος, μπορεῖ «διὰ τῆς πρὸς πάντας καὶ πάντα στρεφομένης καὶ πάντα ἐν ἑαυτῇ ἑνούσης θείας ἀγάπης νὰ συμπήξῃ μίαν σταθερὰν καὶ ἀδιάσειστον σοσιαλιστικὴν κοινωνίαν» (Ἡ κοινωνικὴ κρίσις καὶ ἡ Ἐκκλησία, «Ὀρθοδοξία» 1932, σσ. 29-37). Αὐτὴ ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ «περιβεβλημένη τὸν ἥλιον» (Ἀπ. 12,1), ὡς πανανθρώπινο ἰδανικό, μπορεῖ νὰ συγκινήσῃ ὄχι μόνο τὸ δικό μας ἔθνος ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ νὰ νικήσῃ καὶ νὰ θριαμβεύσῃ πάνω ἀπ᾽ ὅλα τὰ λεγόμενα διεθνῆ καὶ οἰκουμενικὰ συνθήματα.
Ἀλλὰ νὰ ἐξηγούμεθα, Ἕλληνες ἀδελφοί. Ὅταν λέμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ γίνῃ τὸ ἰδανικὸ τοῦ ἔθνους μας, δὲν ἐννοοῦμε νὰ τὴν κάνουμε μέσο τὸ ὁποῖο νὰ χρησιμοποιήσουμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες γιὰ ἐθνικὴ καὶ πολιτικὴ ἐκμετάλλευσι καὶ νὰ καταντήσουμε ὀρθοδοξοκάπηλοι ἀνάμεσα στὰ ἔθνη, ὅπως ἔγινε δυστυχῶς στὴν τσαρικὴ ῾Ρωσία.  Ἐκεῖ οἱ πολιτικοὶ ἄρχον­τες, ἐνῷ δὲν εἶχαν καμμιά ἐσωτερικὴ σχέσι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, παρουσιάζονταν στὸν κόσμο ὡς ὑπερασπισταὶ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ κάτω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο της ἔκρυβαν ξένους σκοπούς· ἔκρυβαν καταχθόνια σχέδια γιὰ τὴν πολιτικὴ ἐπικράτησι ἑνὸς ἀκράτου ἐθνικισμοῦ, τοῦ λεγομένου πανσλαβισμοῦ, ὁ ὁποῖος, εἰσδύοντας μὲ τοὺς πράκτορές του σὲ ὅλες τὶς τοπικὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, διατάραζε τὴν εἰρηνικὴ ζωὴ τῶν ὀρθοδόξων λαῶν τῆς Ἀνατολῆς.

Ἔχοντας ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ὡς ἰδανικὸ τοῦ ἔθνους τὴν Ὀρθοδοξία, ὄχι ὡς μέσο ἀλλὰ ὡς σκοπὸ πρὸς τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ συγκλίνουν ὅλες οἱ ἐνέργειές μας, πρέπει νὰ εἴμαστε ἀπέναντι στὰ ἄλλα ἔθνη εἰλικρινεῖς καὶ ἀνιδιοτελεῖς ἀπόστολοι τοῦ Ὀρθοδόξου χριστιανισμοῦ. Εἰλικρινεῖς καὶ ἀνιδιοτελεῖς, ὅπως ἦταν οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου, ποὺ δὲν πῆγαν στὰ ἔθνη γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ μεγαλεῖο τῆς πατρίδας τους, τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ πῆγαν γιὰ νὰ κηρύξουν «Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α΄ Κορ. 2,2) καὶ μὲ τὸ καθαρὸ καὶ ἀμιγὲς ἀπὸ κάθε ἐθνικιστικὴ ἰδέα κήρυγμα νὰ σώσουν ψυχές· διὰ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν προσέφεραν τὴν ὑψίστη ὑπηρεσία στὴν πάσχουσα ἀνθρωπότητα, μέσα στὴν ὁποία οἱ σῳζόμενοι γίνονταν ἡ ζύμη τῆς ἀναμορφώσεως καὶ ἀναπλάσεως τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Τὰ ἁμαρτωλὰ «ἐγώ», ἀτομικὰ καὶ ὁμαδικά, πρέπει, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, νὰ νικῶνται καὶ νὰ ἐξαφανίζωνται μπροστὰ στὴν Ὀρθοδοξία, καὶ αὐτὴ νὰ κυριαρχῇ στὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐνέργειές μας. Αὐτὴ καὶ μόνη διὰ τῆς φωτεινῆς διδασκαλίας καὶ τοῦ ὑποδειγματικοῦ βίου μας νὰ προβάλλεται στὰ μάτια ὅλων πρὸς δόξαν Θεοῦ. Καὶ ὅταν τέτοιες εἶνε οἱ διαθέσεις τῆς καρδιᾶς μας ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, τότε θὰ χαιρώμαστε ὅταν καὶ ἄλλα ἔθνη κηρύττουν μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα τὴν Ὀρθοδοξία καὶ σημειώνουν μεγαλύτερη κι ἀπὸ μᾶς ἐπίδοσι στὸ κήρυγμά της. Γιατὶ ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶνε εἶδος μονοπωλίου τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς· εἶνε οἰκουμενικὴ ἰδέα καὶ ζωή, στὴν ὁποία καλοῦνται ὅλα τὰ ἔθνη νὰ συμμετάσχουν ἰσότιμα γύρω ἀπὸ τὴν κοινὴ τράπεζα τοῦ οὐρανίου Πατρός.
Στρατὸς Ὀρθοδοξίας. Στὸ μεγαλειῶδες σχέδιο τῆς Θείας Προνοίας νὰ κηρυχθῇ ἡ χριστιανικὴ πίστι σὲ ὅλο τὸν κόσμο ὅπως αὐτὴ διατηρήθηκε ἀναλλοίωτη μέσα στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ προσφέρῃ μεγάλες ὑπηρεσίες. Ὄχι μόνο γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε γραμμένο στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἀπ᾽ αὐτὴν μεταφράστηκε σὲ χίλιες καὶ πλέον γλῶσσες καὶ διαλέκτους, ὄχι μόνο γιατὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς μεγάλους πατέρες καὶ διδασκάλους στὰ ἑλληνικὰ ἔγραψαν τὰ ἀθάνατα συγγράμματά τους, ἀλλὰ καὶ γιατὶ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, στενοχωρούμενα ἀπὸ τὴ φτώχεια ποὺ συνοδεύει τὴν Ἑλλάδα, ἔχουν βγῆ ἀπὸ τὴν πατρίδα τους καὶ βρίσκονται σκορπισμένα καὶ στὶς πέντε ἠπείρους. Ποῦ πάνω στὴ γῆ δὲν βρίσκεται Ἕλληνας; Γύρω στὰ δύο ἑκατομμύρια εἶνε οἱ Ἕλληνες τοῦ ἐξωτερικοῦ. Συμπαγεῖς Ἑλληνικὲς κοινότητες μὲ ὡραίους ναοὺς βρίσκονται στὰ μεγαλύτερα ἀστικὰ κέντρα τοῦ νέου κόσμου. Ἕλληνες ὑπηρετοῦν στὰ ἱστορικὰ πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς. Ἕλληνες καὶ μέχρι τὴν Κορέα καὶ τὴν Ἰαπωνία καὶ τὴ Νότιο Ἀφρικὴ καὶ τὰ νησιὰ τῶν Φιλιππίνων. Ἂν στὶς καρδιὲς ὅλων αὐτῶν τῶν Ἑλλήνων τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀνεζωογονεῖτο ἡ φλόγα τῆς Ὀρθοδοξίας, τότε ἡ Ὀρθοδοξία θὰ διαδιδόταν καὶ θὰ δοξαζόταν στὸν κόσμο διὰ τῶν Ἑλλήνων· καὶ ἂν δοξαζόταν, θ᾽ ἀντιδόξαζε αὐτοὺς ποὺ τὴν δόξασαν μὲ μιὰ δόξα ἄφθαρτη καὶ αἰώνια. Ποιά δόξα μεγαλύτερη ἀπ᾽ αὐτὴν θὰ μποροῦσε νὰ φιλοδοξήσῃ ἡ φυλή μας;
Ἀπὸ μακρινὲς χῶρες, στὶς ὁποῖες οἱ κάτοικοι ζοῦν «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (Ἠσ. 9,2 = Ματθ. 4,16. Λουκ. 1,79), ἔρχονται συγκινητικὰ μηνύματα ποὺ μᾶς προσκαλοῦν σὲ πνευματικὴ βοήθεια. Διότι καὶ μέχρι σ᾽ αὐτοὺς φτάνει ἡ φήμη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀλλὰ ἐδῶ εἶνε τὸ σπουδαιότατο ἐρώτημα. Εἴμαστε ἆραγε προετοιμασμένοι γιὰ μία τέτοια παγκόσμια ἀποστολή; Ἔχουμε κάνει τὴν Ὀρθοδοξία κανόνα τῆς ζωῆς μας, ἰδανικὸ τοῦ ἔθνους μας; Μποροῦμε νὰ προβάλουμε τὴν πατρίδα μας ὡς πρότυπο Ὀρθοδόξου κράτους, ἢ μήπως ἡ Ὀρθοδοξία μας ἐξαντλεῖται στὴν τήρησι μερικῶν ἐξωτερικῶν τύπων, σὲ ἑορτὲς καὶ πανηγύρια κοσμικοῦ μᾶλλον παρὰ θρησκευτικοῦ χαρακτῆρος;

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ (Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΦΥΛΑΞΙΣ ΤΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ Α΄ Νηστειῶν

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Α΄. Ὁ θησαυρὸς

2. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΛΗΣΤΑIΗ σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοί μου, πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ὀνομάζεται Κυρι­ακὴ τῆς Ὀρ­θοδοξί­ας. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ μία καὶ μόνη ἀληθινὴ Ἐκ­κλη­σία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, πανηγυρίζει τὴ νίκη καὶ τὸ θρίαμβό της κατὰ τῶν αἱρέσεων.
Ἀφ᾽ ὅ­του συνῆλθε ἡ Ἑβδόμη (Ζ΄) Οἰκουμενι­κὴ Σύν­οδος τὸ 787 μ.Χ. στὴ Νίκαια καὶ κατε­δίκασε τοὺς εἰκονομάχους, ἔγινε ἡ ἀναστήλω­σις καὶ ἐπαναφορὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων στὴ λατρεία καὶ καθιερώθηκε νὰ τελῆται λαμ­­πρὴ πανήγυρις. Ἐ­τελεῖτο στὰ χρόνια τοῦ Βυζαντίου καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τελῆ­ται μέχρι σήμερα σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ὀρ­θοδο­ξίας, παντοῦ ὅπου ἡ φλόγα τῆς νικηφόρου πίστεως διατηρεῖται ἀ­κμαία στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν.
Μετὰ τὴ δοξολογία τῆς ἡμέρας, στὸ τέλος τοῦ ὄρθρου, ὅλος ὁ κλῆρος καὶ ὁ πιστὸς λα­ὸς κάνουν ἱερὰ λιτανεία μὲ στάσεις σὲ τέσσερα ση­­μεῖα καὶ δεήσεις γύρω ἀπὸ τὸ ναό. Βγαίνουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἐν πομ­πῇ, ὑψώνουν τὸν τίμιο σταυρὸ ὁ ὁποῖος προ­­πορεύεται, κρατοῦν στὰ χέρια τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ ψάλλουν τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας·
«Τὴν ἄχραντον εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν, Ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός· βουλήσει γὰρ ηὐ­δό­κησας σαρκὶ ἀνελθεῖν ἐν τῷ σταυρῷ, ἵνα ῥύ­σῃ οὓς ἔπλασας ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐ­χθροῦ· ὅθεν εὐχαρίστως βοῶ­μέν σοι· Χαρᾶς ἐπλήρωσας τὰ πάντα, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, παραγενόμενος εἰς τὸ σῶ­σαι τὸν κόσμον».
Στὸ τέλος τῆς λιτανείας μνημονεύ­ονται τὰ ὀ­νόματα καὶ μακαρίζονται οἱ ψυχὲς ὅλων ἐκείνων τῶν ὁ­μολογητῶν καὶ ἡ­ρώων τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι μὲ σύνθημα τὸ «Ὀρθοδοξία ἢ θάνατος» ἀγωνίσθηκαν διὰ μέσου τῶν αἰ­ώνων ἐ­πάνω στὶς ἐπάλξεις τῆς Ἐκκλησίας μὲ σκοπὸ νὰ κρατήσουν ἀκεραία καὶ ἀνόθευτη τὴν πίστι, καὶ ἀναθεματίζονται οἱ ἀμετανόητοι αἱρετικοί, ποὺ κήρυξαν πλανεμένες διδασκαλίες. Αὐτὰ περιλαμβάνονται στὸ «Συνοδι­κὸν τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς Ζ΄ Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας», ποὺ βρίσκεται στὸ βιβλίο τοῦ Τριῳδίου καὶ θὰ ἦταν εὐχῆς ἔργον νὰ διαβάζεται στοὺς ναούς μας, ὅπως παλαιότερα, πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς πίστεως.
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τελεῖται τὸ ἱερὸ μνημόσυ­νο τῶν ἀναριθμήτων ἐκείνων ἡρώων τῆς Ὀρ­θο­­δόξου πίστεως, οἱ ὁποῖοι τώρα ἀποτελοῦν φωτεινὸ νέφος ποὺ λάμπει σὰν οὐράνιο σέλας σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Μερικοὶ ἀπὸ αὐ­τοὺς εἶνε ἰδιαιτέρως γνωστοί, διότι σὲ κρίσιμες στι­γμὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας στά­θηκαν μονομάχοι τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας· ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κατὰ τῶν ἀρειανῶν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κατὰ τῶν ἠθικῶν παρεκτροπῶν, ὁ ἅγιος Κύριλλος κατὰ τῶν νεστοριανῶν, καὶ σὲ μεταγενέστερα χρόνια οἱ ἅ­γιοι Μέγας Φώτιος κατὰ τῶν λατίνων, Γρηγόριος Παλαμᾶς κατὰ τῶν βαρλααμι­τῶν καὶ Μᾶρ­κος ὁ Εὐγενικὸς κα­τὰ τοῦ πάπα. Αὐτοὺς τοὺς ἁγίους πατέρας ἀ­νευ­φημοῦμε λέγοντας·
«Τῶν τῆς Ὀρθοδοξίας προμάχων, εὐσε­βῶν βασιλέων, ἁγιωτάτων πατριαρχῶν, ἀρ­χιερέων, διδασκάλων, μαρτύρων, ὁμολογη­τῶν, αἰωνία ἡ μνήμη».
Χάρις στοὺς ἀκούραστους καὶ ἀκατάβλητους κόπους καὶ τὶς μαρτυρικὲς θυσί­ες τῶν ἀειμνή­στων ἐκείνων ἀν­δρῶν ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρὸ ποὺ λέγεται ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Πρὸς αὐτοὺς ἂς ἀτενίζουμε, ὥσ­τε νὰ συ­νεχίσουν νὰ μᾶς ἐμπνέουν τὸ φρόνημα καὶ οἱ ἀ­γῶνες τους, γιὰ νὰ μείνουμε κ᾽ ἐμεῖς ἀνυποχώρητοι στὶς ἠθικὲς ἀρχὲς τῆς ἁγίας ζωῆς τους καὶ στὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεώς τους. Δι­ότι αὐτὸ εἶνε Ὀρθοδοξία, καὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ διδάσκαλοι καὶ ὁδηγοί μας σ᾽ αὐτήν.
Γι᾽ αὐτὴ τὴν Ὀρθοδοξία καυχώμεθα ἐν Κυρίῳ οἱ Χριστιανοὶ Ἕλληνες. Εἶνε ὁ πολύτιμος μαργαρίτης μας, ἡ ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη μας, καὶ καλούμεθα νὰ τὴ φυλάξουμε, γιὰ νὰ μείνῃ αὐτὴ τὸ ἰδανικὸ τῆς πατρίδος μας.
Ἀλλὰ τί εἶνε αὐτὴ ἡ Ὀρθοδοξία, ὑπὲρ τῆς ὁ­ποίας ἔχυσε ποταμοὺς αἱμάτων τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων; Ἰδοὺ ἐρώτημα, ἰδοὺ ζήτημα ποὺ ἀ­ξίζει ν᾽ ἀπασχολήσῃ κάθε Ἕλληνα. Διότι ἡ Ὀρ­θοδοξία δὲν εἶνε κάτι ἀδιάφορο γιὰ τὴν Ἑλλά­δα, δὲν εἶνε μιὰ παρωνυχίδα· ἀποτελεῖ τὸ πολύτιμο διαμάντι τῆς χώρας αὐτῆς.

* * *

Ὀρθοδοξία! Ποιός ἐκκλησιαστικὸς ῥήτωρ θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφωνήσῃ τὸν πανηγυρικό της ἐπαξίως; Θά ᾽πρεπε ν᾽ ἀναστηθοῦν σήμερα ἀπὸ τοὺς τάφους τους ὁ Μέγας Ἀθανάσι­ος, ὁ ἱερὸς Φώτιος καὶ ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, γιὰ νὰ σαλπίσουν μὲ τὶς ἠχηρὲς σάλπιγγές τους πρὸς ὅλο τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο τὸ «Φύλακες, γρηγορεῖτε!», νὰ ἀφυπνίσουν στὰ στήθη καὶ τῶν πλέον ἀδιαφόρων ση­μερινῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων τὴν κοιμωμένη συνείδησι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὦ μακάρια πνεύματα, πόσο βαθειὰ εἴχατε στὶς καρδιές σας τὸ βίωμα τῆς Ὀρθοδοξίας!
Αὐτὸ τὸ βίωμα, ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, βρίσκεται σ᾽ ἐκεῖνο ποὺ φωνάζει ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καὶ κῆρυξ τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β΄ Θεσ. 2,15).
Σύμφωνα μὲ τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶνε μιὰ ἐφεύρεσι ἀνθρωπίνης διανοίας, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ τροποποι­ῆται καὶ ν᾽ ἀλλάζῃ κάθε εἰκοσιτετράωρο. Δὲν εἶνε μιὰ φιλοσοφία, ἀπὸ ᾽κεῖνες ποὺ λάμ­πουν στὸν οὐρανὸ τῆς διανοήσεως σὰν φωτεινὰ με­τέωρα σκέψεως κ᾽ ἔπειτα σβήνουν κ᾽ ἐξαφανίζονται στὸ ἔρεβος. Ὁ χριστιανισμὸς εἶνε κά­τι ἀπείρως περισσότερο, κάτι τελείως διαφορετικό. Εἶνε δύναμις ὑπερφυσική. Εἶνε ἀποκάλυψις ἑνὸς ὁλοκλήρου κόσμου ἀληθει­ῶν, στὶς ὁποῖες δὲν μποροῦσε νὰ ἀνέλθῃ μόνο του τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα μὲ τὰ φτερὰ τῆς διανοήσεως.
Ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἔκθαμβος ἐμ­πρὸς στὸ μεγαλεῖο ποὺ ἔλαμπε ἀπ᾽ ὅλες τὶς πλευρὲς τῆς ζωῆς τοῦ θείου Διδασκάλου, ἔ­κανε τὴν ὁμολογία «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», ὁ Θεάνθρωπος εἶπε· «Μάκαριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷ­μα οὐ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾽ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 16,16-17). Δηλαδή· Πέτρε, σὲ μακαρίζω, διότι αὐτὸ ποὺ ὁμολογεῖς, ὅτι ἐγὼ εἶ­μαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, δὲν εἶνε κάτι ποὺ σὲ δίδαξαν ἄνθρωποι, δὲν εἶνε καρπὸς μελέτης καὶ φιλοσοφικῆς σκέψεως· εἶνε ἀποκάλυψις, ἄνωθεν φωτισμός, ποὺ σὲ κάνει νὰ βλέπῃς ὅ,τι δὲν μποροῦν νὰ δοῦν ὅλοι οἱ φιλόσοφοι τοῦ κόσμου. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὴν ὁμολογία σου, τὴν πίστι ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ πίστις θὰ γίνῃ ὁ βράχος ὁ ἀ­σάλευτος, ἐπάνω στὸν ὁποῖο θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου, καὶ ἡ Ἐκκλησία μου, ἡ ὁ­ποία στηρίζεται ἐπάνω σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, θὰ μείνῃ ἀσάλευτη. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία θὰ πολεμηθῇ μὲ λύσσα ἀφάνταστη, ἀλλὰ ὅλες αἱ σκοτεινὲς δυνάμεις, ποὺ θὰ ἐκβράσῃ ὁ ᾅδης γιὰ νὰ τὴ διαλύσουν, θὰ συντριβοῦν σὰν ἀφρισμένα κύματα ἐπάνω στὸ βράχο αὐτόν. Θὰ διαλυθοῦν οἱ ἀφροὶ τοῦ μίσους, θὰ κονιορτοποιηθοῦν τὰ ὅπλα τῶν ἐχθρῶν, καὶ ἡ Ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξος, ἡ ὁποία θὰ κρατῇ τὴν ὀρθὴ πίστι γιὰ τὸ πρόσωπό μου, θὰ ὑψώσῃ νικηφόρως τὴ σημαία της στὰ πέρατα τοῦ κόσμου. «Πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (ἔ.ἀ. 16,18).

* * *

Καὶ ἡ ἱστορία εἴκοσι αἰώνων, ποὺ διέρρευσαν ἀπὸ τότε, ἐπαληθεύει, ἀγαπητοί μου, τὴ μεγάλη αὐτὴ προφητεία τοῦ Κυρίου. Πολέμιοι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως παρουσιάστηκαν πολλοί, ἀναρίθμητοι, οἱ ὁποῖοι, παρ᾽ ὅλα τὰ ποι­κίλα μέσα ποὺ χρησιμοποίησαν, ἕναν ἀντικειμε­νικὸ σκοπὸ εἶχαν ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ, τὴν ὁλοκληρωτικὴ διάλυσί της. Μὲ φωτιὰ καὶ σίδερο, μὲ φρικτὰ καὶ ἀπερίγραπτα μαρτύρια, προσπάθησαν νὰ ἐξαλείψουν τὴν πίστι τρομοκρατών­τας καὶ ἐξοντώνοντας μαζικὰ τοὺς φορεῖς αὐ­τῆς τῆς πίστεως. Ἀλλὰ δὲν κατώρθωσαν τίπο­τα. Ὅπου ἔπεφτε ἕνας, ἐκεῖ 10, 100, 200 σηκώ­νονταν γιὰ νὰ τὴν ὑπερασπίσουν.
Ἡ Ὀρ­θοδοξία ἔρριχνε καθημερινῶς τὶς ῥίζες της σ᾽ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι. Ὑψωνόταν σὰν δέντρο πανέμορφο καὶ καρποφόρο, καὶ κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιά του μυριάδες ψυχὲς μ᾽ ἕνα στόμα καὶ μιὰ καρδιὰ ὑμνοῦσαν καὶ δοξολογοῦσαν τὸν ἐν Τριάδι Θεόν. Καὶ ὁ χριστιανισμὸς παρουσι­αζόταν ἀδιάσπαστος, ἑνωμένος μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία σὰν μάνα φιλόστοργη εἶχε συγκεντρώσει κάτω ἀπ᾽ τὰ φτερά της ὅλα τὰ παιδιά της.
Γιὰ τὴν ἔνδοξη αὐτὴ Ἐκκλησία μποροῦσε ὁ ποιητὴς νὰ πῇ· «Ἆρον κύκλῳ τοὺς ὀφθαλμούς σου, Σιών, καὶ ἴδε· ἰδοὺ γὰρ ἥ­κασί σοι θεοφεγγεῖς ὡς φωστῆρες ἐκ δυσμῶν καὶ βορρᾶ καὶ θαλάσσης καὶ ἑῴας τὰ τέκνα σου, ἐν σοὶ εὐ­λογοῦντα Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (καν. Πάσχ. ᾠδ. η΄).

Η ΔΙΑΦΥΛΑΞΙΣ ΤΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ

Σήμερα Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας εἴδαμε, ἀγαπητοί μου, τὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας πού, πα­ρὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ δέχθηκε ἀπ᾽ τὰ πρῶ­τα βήματά της, ἐπεκτεινόταν καὶ κρατοῦ­σε ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς στὴν ἀγκάλη της.

* * *

Ἀλλ᾽ ἀλλοίμονο! Μόλις κόπασαν οἱ διωγμοί, ἄλλης φύσεως ἐχθροὶ ἐπετέθησαν. Αὐτοὶ δὲν ἦταν ὅπως οἱ πρῶτοι. Αὐτοὶ εἶχαν γεννη­θῆ καὶ γαλουχηθῆ στοὺς κόλπους της, ἦταν γραμμέ­νοι στὸ μητρῷο της, μετεῖ­χαν στὶς ἱερὲς συνά­ξεις, κοινωνοῦσαν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, δέχονταν ὅ,τι μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος δίδασκε ἡ Ὀρθοδοξία, ἦταν ἕτοιμοι καὶ νὰ μαρτυρήσουν ὑπὲρ αὐτῆς.
Ἀλλὰ ξαφνικὰ Read more »

ΠΟΘΕΝ ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Β΄ Κυριακὴ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 2,1-12)

ΠΟΘΕΝ ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ;

π. Αυγουστινος ιστ.Θa προσπαθήσω νὰ μιλήσω σὰν πατέρας στὰ παιδιά, τὰ ἀγαπημένα παιδιὰ τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε.
Ἐὰν πῇ κάποιος, ὅτι τὸ ρολόϊ ποὺ φορᾶτε στὸ χέρι σας δὲν ἔγινε ἀπὸ τεχνίτη, ἀλλὰ φύτρωσε σ᾽ ἕνα χωράφι, ποιός θὰ τὸν πιστέψῃ; Οὔτε ἕνας. Ἐὰν σᾶς πῇ ἕνας ἄλλος, ὅτι τὸ σπί­τι ποὺ κάθεστε χτίστηκε χωρὶς τεχνίτη, μόνα τους μαζεύτηκαν οἱ πέτρες, ἡ ἄμμος, τὸ τσιμέν­­το, τὸ σίδερο, καὶ ἔτσι φύτρωσε τὸ σπίτι, σὰν τὰ μανιτάρια, θὰ τὸ πιστέψετε; Ὄχι. Ἐὰν σᾶς πῇ κάποιος ἄλλος, ὅτι τὸ αὐτοκίνητό σας, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τόσα ἐξαρτήματα, ἔτσι φυτρω­σε, θὰ τὸ πιστέψετε; Ὄχι. Τὸ ρολόϊ κάποιος τό ᾽φτειαξε, τὸ σπίτι κάποιος τό ᾽χτισε, τὸ αὐτο­κίνητο κάποιος τὸ κατασκεύασε. Ὅπως λοιπὸν δὲ μπορεῖς νὰ παραδεχθῇς, ὅτι τὸ ρολόϊ ἔγινε μόνο του, τὸ σπίτι ἔγινε μόνο του καὶ τὸ αὐτοκί­νητο ἔγινε μόνο του, ἔτσι εἶνε λογικῶς ἀπαράδεκτο νὰ ποῦμε, ὅτι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε μόνος του. Ποιός τὸν ἔκανε; Φτάνει καὶ μόνο ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός.

Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; Ἂν τὸν ἐξετάσουμε σωματικῶς, εἶνε τὸ πιὸ τέλειο ἐργοστάσιο. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἐργοστάσιο σὰν τὸ σῶμα μας. Ἐργοστάσιο εἶνε. Κι ὅπως τὸ ἐργοστάσιο θέλει καύσιμα, γιὰ ν᾽ ἀνάψουν καὶ θερμανθοῦν οἱ λέβητες καὶ νὰ κινηθοῦν οἱ μηχα­νές, ἔτσι καὶ τὸ σῶμα μας θέλει καύσιμα. Καὶ ποιά εἶνε τὰ καύσιμα ποὺ ῥίχνουμε κάθε μερα; Ἡ τροφή· τὸ νερό, τὸ ψωμί, τὸ λάχανο, τὰ ὄσπρια, τὸ κρέας, ὅλα αὐτά. Καὶ τί γίνεται· πη­γαίνουν αὐτὰ στὸ στομάχι, καὶ ἐν συνεχείᾳ γί­νονται αἷμα. Πῶς; Μυστήριο. Γι᾽ αὐτὸ βλέπεις, ὅταν ἀρρωστήσῃ κανεὶς καὶ κινδυνεύῃ, ζητοῦν νὰ γίνῃ μετάγγισις αἵματος ἀπὸ ἄλλον ἀνθρώ­πινο ὀργανισμό. Μὴ σᾶς γελάσῃ κανείς· ἡ ἐπι­στήμη μέχρι σήμερα δὲ μπόρεσε νὰ παρασκευ­άσῃ αἷμα. Πῶς οἱ διάφορες τροφὲς γίνονται αἷμα; πῶς χτυπάει ἡ καρδιά; πῶς ἀναπνεόυν οἱ πνεύμονες; πῶς λειτουργοῦν τὰ νεφρά; πῶς ἀκούει τὸ αὐτί; πῶς βλέπει τὸ μάτι;… Μυστή­ρια! Μία εἶνε ἡ ἀπάντησι· τά ᾽φτειαξε ὁ Θεός. Ἐκεῖνος ἔφτειαξε τὸν ἄνθρωπο, ὅπως λέει κι ὁ ἀπόστολος σήμερα στὴν ἀρχή (βλ. Ἑβρ. 1,10).
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν εἶνε μόνο σάρκες· στομάχι, ἔντερα, νεφρά, φλέβες, νεῦρα, ποὺ ζυγίζουν 70-80 κιλά. Δὲν εἶνε μόνο κοιλιά, ὥσ­τε νὰ λέῃ «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀ­ποθνῄσκομεν» (᾽Ησ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32). Πέρα ἀπὸ τὰ κύτταρα καὶ ὅλα τὰ ὑλικὰ συστατικά, μέσα στὸν ἄνθρωπο ὑπάρχει σκέψις, μυαλό, συνεί­δησις· ὑπάρχει γλῶσσα, ὑπάρχει θρησκεία, ὑ­πάρχει Θεός. Μὴν ἀκοῦτε τί διδάσκει ἡ ἀθεΐα, ἰδίως στὰ σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια. Κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας. Νὰ πιστεύετε, ὅτι ὁ Θεὸς «ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (Γέν. 1,1) κι ὅτι τὸ μεγαλύτερο δημιούργημα, τὸ ἀριστούργημα τῆς δημιουργίας, εἶνε ὁ ἄνθρωπος.

* * *

Μὰ γιατί τὰ λὲς αὐτὰ τώρα; θὰ ρωτήσετε. Διότι τὸ εὐαγγέλιο σήμερα μιλάει γιὰ ἕναν ἄν­θρωπο ποὺ παρέλυσε. Χέρια εἶχε καὶ χέρια δὲν εἶχε, πόδια εἶχε καὶ πόδια δὲν εἶχε. Ἦταν ἀκίνη­τος στὸ κρεβάτι, σὰ νεκρός. Βλέποντας τὸν παράλυτο αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο, νὰ βογγοῦν κι ἀναστενάζουν, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Γιατί ὑ­πάρχει ἡ ἀσθένεια; Γιατί ὁ ἄνθρωπος καταν­τᾷ σ᾽ αὐτὰ τ᾽ ἀξιοθρήνητα χάλια; Ὁ ἕνας ἐγκε­φαλικὸ ἐπεισόδιο, ὁ ἄλλος καρδιά, ὁ ἄλλος παραλυσία, ὁ ἄλλος κάτι ἄλλο. Πῶς; Ποιά ἡ αἰτία; Ἔτσι ἔφτειαξε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο;
Ὄχι. Ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ὅπως ἕνα ὁλοκαίνουργιο αὐτοκίνητο, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἐργοστασιο τῆς Γερμανί­ας καὶ εἶνε τὰ πάντα ἐν τάξει, τέλεια. Ἀλλὰ τί ἔπαθε; Ὅπως τὸ αὐτοκίνητο τρέχει καὶ ξαφνι­κὰ σταματάει, γιατὶ ὑπέστη κάποια βλάβη, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ὑπέστη βλάβη. Καὶ ποιά εἶνε ἡ βλάβη αὐτή; Ὅτι μπῆκε μέσα του ἡ ἁ­μαρτία. Πρῶτα ὁ ἄνθρωπος ἀνέπνεε καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο ἀέρα, ἔπινε νερὸ κρυστάλλινο, ἔτρωγε χόρτα καὶ καρποὺς τῶν δέντρων, χυμοὺς φρούτων ποὺ δὲν ἦταν ῥαντισμένα μὲ φάρμακα. Ζοῦσε σ᾽ ἕνα παράδεισο. Πρὸ τῆς ἁ­μαρτίας ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ ζήσῃ ὄχι ἑ­κατὸ χρόνια, ἀλλὰ αἰώνια. Τώρα σπανίως βλέπουμε ἀνθρώπους αἰωνόβιους. Ὅλα πλέον τὰ ἐμόλυνε ἡ ἁμαρτία. Ὅπως ἕνα αὐτοκίνητο, ποὺ ἔχει ζωὴ εἴκοσι χρόνια, ἅμα δὲν τὸ κυβερ­νήσῃς καλά, τὸ καταστρέφεις καὶ μετὰ τὸ πᾷς σὲ συνεργεῖα ἢ τὸ πετᾷς στὸ ῥέμα, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν πρόσεξε τὸν ἑαυτό του, μπῆκε μέσα του ἡ ἁμαρτία, κι ἀπὸ τότε ἀρχίζουν οἱ ἀ­σθένειες, παρουσιάστηκαν τὰ μικρόβια. Ἕως τότε μικρόβιο καὶ ἀσθένεια δὲν ὑπῆρχαν πάνω στὴ γῆ, γιατρὸς καὶ φάρμακα δὲν ἐχρειάζοντο. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὑγιέστατος.
Ἀπὸ τὴν ἁμαρτία λοιπὸν προῆλθε ἡ ἀσθένεια. Μάλιστα. Ὅπως ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ δέν­τρου βγαίνουν τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φύλλα, ἔτσι ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ῥίζα τῆς δυστυχίας ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ῥίζα τῶν ἀσθενει­ῶν. Ἐὰν ἀφαιρέσῃς τὴν ἁμαρτία, ὁ ἄνθρωπος θὰ εἶνε ὑγιὴς κατὰ πάντα, ψυχὴ καὶ σῶμα.
Ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ῥίζα τῶν ἀσθενειῶν, τὸ ἀποδεικνύει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει;
Ὁμιλεῖ γιὰ ἕνα παράλυτο ποὺ ζητοῦσε θεραπεία. Πῆγε σὲ γιατρούς, πῆρε φάρμακα, ἔκανε μπάνια, ὅλα τὰ μέσα χρησιμοποίησε. Ἀ­δύνατον νὰ θεραπευθῇ. Ἀθεράπευτος ἦταν. Κάπου ἄκουσε, ὅτι ὁ Χριστὸς κάνει καλὰ τὸν κόσμο. Ζήτησε νὰ τὸν δῇ. Πῶς ὅμως νὰ πάῃ; Πό­δια εἶχε καὶ πόδια δὲν εἶχε. Τότε τέσσερις καλοὶ ἄνθρωποι τὸν πῆραν στὰ χέρια, τὸν σήκω­σαν σὰ νεκρό, καὶ τὸν πῆγαν στὸ Χριστό. Ὅλοι τώρα περίμεναν – τί; Ὁ Χριστὸς νὰ τὸν κάνῃ καλά. Τὸν ἔκανε; Ὄχι. Πρῶτα τοῦ εἶπε· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μᾶρκ. 2,5).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Γιατί ὁ Χριστὸς θεραπεύει πρῶτα ὄχι τὸ σῶμα ἀλλὰ τὴν ψυχή; Γιὰ νὰ δείξῃ, ὅτι ὁ παράλυτος κατήντη­σε σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀθλιότητα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶχε ἁμαρτήσει, εἶχε κάνει κάποια ἁμαρτία, καὶ λόγῳ τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς (πορνεία, μοιχεία, ἢ κάτι ἄλλο), κατήντησε στὴν παραλυσία. Τὸ σημερινὸ λοιπὸν θαῦμα δείχνει, ὅτι ἡ αἰτία τῶν ἀσθενειῶν μας εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Ὅτι αὐτὸ εἶνε ἀλήθεια τὸ ἀποδεικνύουν τὰ πράγματα. Στὴν Ἀθήνα εἶνε ἕνα μεγάλο νοσοκομεῖο μὲ πλῆθος ἀσθενεῖς. Εἶνε παράλυτοι. Καὶ δὲν εἶνε γέροι· εἶνε νέοι 18, 20, 25 χρο­νῶν, ἀπόφοιτοι λυκείων, φοιτηταί κ.τ.λ., καὶ κοντά τους βλέπεις νὰ στέκεται ἡ μάνα καὶ νὰ κλαίῃ. Οἱ νέοι αὐτοί, ποὺ μποροῦσαν νὰ πετάξουν σὰν ἀετοὶ καὶ νὰ περάσουν τὰ βουνά, καὶ νὰ πηδήσουν σὰν τὰ ἐλάφια, καὶ νὰ δουλέψουν στὰ χωράφια, τοὺς βλέπεις τώρα νὰ μὴ μποροῦν νὰ κουνήσουν τὸ χέρι τους, νὰ μὴ μποροῦν οὔτε τὸ κουτάλι νὰ πιάσουν καὶ τοὺς ταΐζει νοσοκόμος. Ἂν ρωτήσετε πῶς τὸ ἔπαθαν αὐτό, θ᾽ ἀκούσετε· Ἀνάθεμα στὰ κα­κὰ βιβλία, στὸν αἰσχρὸ κινηματογράφο, στὴν ἀθλία τηλεόρασι, στὰ ναρκωτικά, στὰ νυκτερινὰ κέντρα. Ἐκεῖ ἄκουσαν καὶ εἶδαν, ἤπιαν ποτὰ καὶ δοκίμασαν ναρκωτικά, καὶ ἔτσι σὲ κάποια στιγμὴ ἄρχισαν νὰ παραλύουν καὶ τώρα εἶνε στὸ Ἄσυλο τῶν Ἀνιάτων.
Ὅσοι κατοικοῦν στὴν ὕπαιθρο ἂς δοξάσουν τὸ Θεό, ποὺ ἔχουν καθαρὸ ἀέρα. Στὴν Ἀθήνα οἱ ἄνθρωποι βγαίνουν στὰ μπαλκόνια, κοιτάζουν τὸν οὐρανό, βλέπουν τὸ σύννεφο τῶν καυσαερίων καὶ φοβοῦνται· ὅλοι λαχταροῦν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν πόλι καὶ νὰ βγοῦν ἔξω. Τὸ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· θὰ ἀδειάσουν οἱ πόλεις!…

* * *

Καλά, θὰ πῆτε, μόνο στὶς πολιτεῖες εἶνε ἁ­μαρτωλοὶ οἱ ἄνθρωποι; Ὄχι βεβαίως. Ἁμαρτωλοὶ εἶνε καὶ στὴν ὕπαιθρο καὶ παντοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη θεραπείας. Μὴν ἀπελπιστοῦμε. Ὁ Χριστὸς θεραπεύει καὶ σώματα καὶ ψυχές. Ὅπως λοιπὸν κοιτάζεις τὸ κορμί σου νὰ εἶνε καλά, καὶ μόλις αἰσθανθῇς τὸν ἑαυτό σου ἀδιάθετο τρέχεις στὸ γιατρό, ἔτσι ὅταν αἰσθανθῇς τὴν ψυχή σου ἀιδάθετη, νὰ ὑποφέρῃ ἀπὸ κάποιο πάθος, κάποια ἁμαρτία, τρέξε στὸν πνευματικό, στὸν ἐξομολόγο.
Τώρα τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ νὰ μὴ μεί­νῃ κανείς ἀνεξομολόγητος. Νὰ πᾶτε νὰ ἐξομολογηθῆτε. Πέσετε στὰ γόνατα, κλάψτε καὶ πέστε στὸν πνευματικό· Ἡμάρτησα, «ἥμαρτον» (Λουκ. 15,21). Καὶ θ᾽ ἀκούσετε τότε τὸ χαρμόσυνο ἐκεῖνο λόγο, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς ἀγάπης καὶ ἐλέους· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μᾶρκ. 2,5).
Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ὅλοι στὴν ἐκκλησία, στοὺς Χαιρετισμούς. Τὶς νηστεῖες νὰ τη­ρῆτε, σαρακοστές, Τετάρτες καὶ Παρασκευές. Μὴ ζῆτε σὰν τὰ ζῷα· νὰ ζῆτε σὰν ἄνθρωποι Χριστιανοί, μὲ ἀνωτέρους πόθους καὶ νοσταλγίες, εἰς τρόπον ὥστε νὰ σᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς τὸ Πάσχα ― τὴ Λαμπρὴ ν᾽ ἀκούσετε κ᾽ ἐ­σεῖς τὸν ὕμνο· «Τὴν ἀνάστασιν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς· καὶ ἡ­μᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν».

†ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στον ιερό ναὸ  Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Λεπτοκαρυῶν – Φλωρίνης 14-3-1982)

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ Γ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 8,34 – 9,1)

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

«Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»(Mαρκ. 8,36-37)

______

_____

ΕΝΑ, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τοὺς σοφοὺς ἀποτελεῖ τὸ ἐρώτημα· Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; Εἶνε κι αὐτὸς ἁπλῶς ἕνα ζῷο μὲ κατώτερες ὀρέξεις; Ποιά ἡ ἀρχή του, ἀπὸ ποῦ προέρχεται; Ποιός ὁ σκοπὸς καὶ ὁ προορισμός του; Ποιά τὰ συστατικὰ καὶ ποιά τὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του; Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; Στύβουν τὰ μυαλά τους οἱ σοφοί. Καὶ γιὰ ν᾿ ἀπαντήσουν ἔγραψαν καὶ γράφουν βιβλία τόσα, ποὺ γιὰ νὰ τὰ διαβάσῃς πρέπει νὰ ζήσῃς χίλια χρόνια.
Ἀλλ᾿ ἂν τὰ ζυγίσουμε ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία, εἶνε ἕνα ἄχυρο μπροστὰ στὰ λόγια ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Λόγια, ποὺ ἂν καθήσουμε ἔστω πέντε λεπτὰ καὶ τὰ σκεφτοῦμε σοβαρά, εἶνε ἱκανὰ νὰ κάνουν καὶ τὸν πιὸ ἁμαρτωλὸ ν᾿ ἀλλάξῃ πορεία, σήμερα Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἶνε γραμμένα μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶνε αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36). Αὐτὰ τὰ λόγια δίνουν τὴ λύσι στὸ πρόβλημα ἄνθρωπος. Μᾶς λένε ποιά εἶνε ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ποιά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἀξία του; Ποῦ ἔγκειται ἡ ἀξία καὶ σὲ τί συνίσταται τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου;

* * *

Ἀπὸ ἀπόψεως σωματικῆς ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπερέχει. Ὁ ὄγκος του, τὸ σωματικό του περίβλημα, εἶνε μικρό. Ἂν σταθῇ ἕνας ἄνθρωπος μπροστὰ σ᾿ ἕνα βουνὸ ὅπως οἱ Ἄλπεις ἢ τὰ Ἰμαλάϊα, ὁ ὄγκος του μπροστά τους εἶνε ἐλάχιστος. Κι ἂν πάλι συγκρίνουμε τὰ μεγάλα βουνὰ μὲ τὴ γῆ, θὰ δοῦμε ὅτι κι αὐτὰ μπροστά της εἶνε σὰν τὶς προεξοχὲς τῆς φλούδας ἑνὸς πορτοκαλιοῦ. Κι ἂν πάλι συγκρίνουμε τὴ γῆ μὲ τὰ ἄστρα καὶ τὰ πλανητικὰ συστήματα, θὰ δοῦμε ὅτι ὁ ὄγκος της εἶνε ἕνας κόκκος ἄμμου. Ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸ σύμπαν εἶνε κάτι ἀπειροελάχιστο, σχεδὸν μηδέν. Ἂν πάρῃς ἕνα νεκρὸ ποὺ μόλις ξεψύχησε καὶ τὸν πᾷς στὸ χημεῖο νὰ τὸν ἀναλύσῃς στὰ συστατικά του, θὰ δῇς ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῶν 65 κιλῶν εἶνε· 45 κιλὰ νερό, λίπος γιὰ νὰ φτειάξῃς 7 σαπούνια, σίδερο γιὰ 1 καρφί, φώσφορο γιὰ μερικὰ κουτιὰ σπίρτα, μαγνήσιο γιὰ 1 καθαρτικό, κάρβουνο γιὰ μερικὰ μολύβια, καὶ ἀσβέστη γιὰ νὰ βάψῃς ἕνα μικρὸ δωμάτιο. Ὅλα δηλαδὴ τὰ συστατικά του ὡς σῶμα εἶνε εὐτελέστατα, μηδαμινά, δὲν ἔχουν ἀξία οὔτε μιᾶς λίρας. Καὶ ὅμως· μιὰ λίρα ἀξίζει ὁ ἄνθρωπος;
Ὦ Χριστέ! Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ ἦρθες στὸν κόσμο καὶ ἔρριξες φωτοβολίδες μέσα στὸ ἔρεβος· εἶπες τὰ λόγια αὐτά, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ κανείς· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». Ὥστε ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε στὸ σῶμα τὸ εὐτελέστατο. Ἡ ἀξία του εἶνε κάτι ἄλλο.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε αὐτὸ ποὺ φαίνεται. Ὄχι, ἀδελφοί μου. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε κυρίως αὐτὸ ποὺ δὲν φαίνεται. Πίσω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του, στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του, κρύβεται κάποιο ἀόρατο μηχάνημα. Ὁ ἄνθρωπος μέσα του εἶνε προπαντὸς σκέψις, διάνοια. Κάθεται στὸ γραφεῖο του καὶ μὲ τὸ διαβήτη μετράει τὶς ἀποστάσεις, ζυγίζει τοὺς ἡλίους, ὑπολογίζει τὴν τροχιὰ τῶν ἀστέρων· γίνεται μαθηματικός, ἀστρονόμος, μέγας ἐπιστήμων.
Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο διάνοια. Ἀλλοίμονο ἂν εἶνε μόνο διάνοια. Εἶνε καὶ καρδιά, εἶνε καὶ αίσθημα. Καὶ τὸν βλέπεις σὲ μιὰ στιγμή, ἐκεῖ ποὺ διασκεδάζει, ποὺ γλεντάει κι ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, ὅταν ὁ ταχυδρόμος τοῦ φέρῃ ἕνα γράμμα καὶ μαθαίνῃ ὅτι πέθανε ἡ μητέρα του, τί συμβαίνει; Μεταβάλλεται, ἀλλάζει· δὲν ἔχει διάθεσι νὰ μιλήσῃ πιά, κλείνεται καὶ κλαίει καὶ πενθεῖ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶνε διάνοια, εἶνε καρδιὰ καὶ ασθημα. Προπαντὸς  ὅμως ―τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅλα― εἶνε θέλησις. Ὤ ἡ θέλησι τοῦ ἀνθρώπου! Τὸ ζῷο εἶνε ὑπόδουλο στὰ ἔνστικτά του. Τὸ ζῷο πεινᾶ; θὰ φάῃ. Ὁ ἄνθρωπος πεινᾷ, ἀλλὰ λέει Ἄλτ! εἶνε Μεγάλη Παρασκευή, θὰ νηστέψουμε. Τὸ ζῷο νυστάζει; θὰ κοιμηθῇ στὴν ὥρα του, μὲ τὸ ρολόι. Ὁ ἄνθρωπος λέει Ἄλτ! δὲ᾿ θὰ κοιμηθῶ· εἶμαι νοσοκόμος κι ἀπόψε θ᾿ ἀγρυπνήσω στὸ προσκέφαλο τοῦ ἀρρώστου. Τὸ ζῷο ἔχει τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει κι αὐτὸς τὸ ἔνστικτο αὐτό, ἀλλὰ λέει· Ἄλτ! ὄχι· θὰ θυσιάσω τὴ ζωή μου, ὄχι μιὰ ζωὴ ἀλλὰ χίλιες ζωές, γιὰ μεγάλα ἰδανικά. Τὴν 25η Μαρτίου ἑορτάζουμε ἕνα ἔπος, μιὰ ἀλησμόνητη σελίδα τῆς ἱστορίας τοῦ ἔθνους μας, τὸ 1821. Γιά διαβάστε τοὺς βίους τῶν ἡρώων. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἠλέκτριζε; ἡ ὕλη, τὸ χρῆμα, τὰ ταπεινὰ καὶ μικρὰ συμφέροντα, τὰ ἔνστικτα, οἱ ὁρμές των; Κάτι τὸ ἀνώτερο. Ἕνας ξένος ἐπισκέφθηκε τὸν Κανάρη στὰ γεράματά του καὶ τὸν ρωτάει· ―Δὲ᾿ μοῦ λές, γερο – Κω᾿σταντῆ, πῶς κατώρθωσες ἐκείνη τὴ νύχτα νὰ κολλήσῃς τὸ πυρπολικὸ στὴ ναυαρχίδα καὶ νὰ τὴν τινάξῃς στὸν ἀέρα; Καὶ ὁ ἥρωας ἀπαντᾷ· ―Ἁπλούστατα, ἔκανα τὸ σταυρό μου καὶ εἶπα· Ἀπόψε, Κω᾿σταντῆ, θὰ πεθάνῃς γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι, σᾶς ἐρωτῶ· Τί εἶνε ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑψώνεται ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἔνστικτα, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ὁρμές του, καὶ νὰ φθάνῃ στὸ ὕψος τοῦ ἡρωϊσμοῦ καὶ τοῦ μαρτυρίου; Εἶνε τὰ κύτταρα, τὰ κόκκαλα, τὰ στομάχια, τὰ ἔντερα; Ὄχι, ἀδελφοί μου. Πέρα ἀπὸ αὐτὰ εἶνε ἡ ψυχὴ ἡ ἀθάνατη. Καὶ γι᾿ αὐτὴν ὁμιλεῖ ὁ Χριστὸς ὅταν λέει· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;».

* * *

Ἀδελφοί μου, θὰ τελειώσω μὲ μιὰ εἰκόνα.
Θέλετε, λέει κάποιος, νὰ δῆτε τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς; Φτειάξτε μὲ τὴ φαντασία σας μιὰ ζυγαριά, ζυγαριὰ μεγάλη, γιατὶ δὲν πρόκειται νὰ ζυγίσουμε μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα. Καὶ τὴ ζυγαριὰ αὐτὴ νὰ τὴν κρεμάσετε ἀπὸ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, νὰ τὴν κρατᾶνε στὰ χέρια τους ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι. Καὶ στὸν ἕνα δίσκο τῆς ζυγαριᾶς βάλτε ὅ,τι πανάκριβο ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἐλᾶτε, σεῖς οἱ γυναῖκες, καὶ φέρτε ὅλα τὰ σκουλαρήκια, τὰ χρυσαφικά, τὰ τιμαλφῆ ποὺ ἔχετε. Κ᾿ ἐσεῖς οἱ τραπεζῖτες, οἱ φιλάργυροι Ἰοῦδες, ἀνοῖξτε τὰ χρηματοκιβώτιά σας καὶ φέρτε ὅλα τὰ χρήματα καὶ στοιβάξτε τα στὸν διο δίσκο. Κ᾿ ἐσεῖς ἐργατικοὶ ἄνθρωποι – τὸ προλετάριο, σκάψτε βαθειὰ στὰ σπλάχνα τῆς γῆς καὶ βγάλτε ἀπὸ μέσα ὅλο τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι, καὶ βάλτε τα κι αὐτὰ ἐκεῖ. Κ᾿ ἐσεῖς ναῦτες – ναυτικοί, μὲ τὰ σκάφανδρά σας βυθισθῆτε στὰ βάθη τῶν ὠκεανῶν καὶ πάρτε ἀπὸ ᾿κεῖ τοὺς ἀμυθήτους θησαυροὺς ποὺ κρύβονται. Κ᾿ ἐσεῖς ἀεροπόροι – ἀστροναῦτες, πετάξτε μὲ τὰ διαστημόπλοιά σας στὰ ὕψη τοῦ διαστήματος καὶ πάρτε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς πλανῆτες, ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι καὶ τὰ ἄστρα, ὅ,τι ἔχει ὅλο τὸ σύμπαν. Καὶ ὅλα αὐτὰ βάλτε τα στὸν διο δίσκο. Κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τί νὰ βάλετε; Μιὰ ψυχή. Τίνος; Τὴν ψυχὴ ἑνὸς βασιλιᾶ; Ὄχι. Τὴν ψυχὴ ἑνὸς στρατηγοῦ; Ὄχι. Τὴν ψυχὴ ἑνὸς μεγάλου ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ γράφουν οἱ ἐφημερίδες; Ὄχι. Νὰ βάλετε τὴν ψυχὴ ἑνὸς ταπεινοῦ ἀνθρώπου, ἑνὸς φτωχοῦ καὶ ἀσημάντου. Ἔ λοιπόν, μόλις ἡ ψυχὴ ἀγγίξῃ μὲ τὴ φτερούγα της τὸ δίσκο, ἀμέσως ἡ ζυγαριὰ θὰ κλίνῃ πρὸς τὸ μέρος της! Ὦ ψυχή, ὦ θησαυρὲ ἀνεκτίμητε! «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;».
Ἀγαπητοί μου! Λένε, ὅτι ὁ βασιλιᾶς τῆς Μακεδονίας Φίλιππος, πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, εἶχε μιὰ σπουδαία συνήθεια. Τετρακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ αὐτός, εἶχε διατάξει ἕνα στρατιώτη του καὶ κάθε πρωῒ στεκόταν μπροστά του κλαρῖνο καὶ τοῦ ἔκανε μία ὑπενθύμισι. Τοῦ εἶπε· Κάθε πρωΐ, μόλις ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, θὰ κτυπᾷς στὸ δωμάτιό μου, θὰ χαιρετᾷς καὶ θὰ μοῦ λές· «Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ»· Φίλιππε, θυμήσου ὅτι εἶσαι θνητός, ὅτι μιὰ μέρα θὰ πεθάνῃς.
Κ᾿ ἐγὼ τώρα, ὡς στρατιώτης ὄχι τοῦ Φιλίππου ἀλλὰ τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ, παρουσιάζομαι ἐνώπιον ὅλων σας, ἐν ὄψει τῆς ἡμέρας τῆς κρίσεως, καὶ σᾶς εἰδοποιῶ· Ἔχετε ψυχὴ ἀθάνατη! Τὴν ψυχὴ αὐτὴ φυλάξτε την μὲ κάθε θυσία. Καὶ μὴ ξεχνᾶτε ποτέ στὴ ζωή σας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας ποὺ εἶνε γραμμένα μὲ τὸ αἷμα Του· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37). Ἐὰν μὲ ἀκούσετε, καλῶς· ἐὰν δὲν μὲ ἀκούσετε, σεῖς θὰ εἶστε ὑπεύθυνοι. Ἡ εὐθύνη θὰ εἶνε δική σας καὶ μόνο δική σας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγίου Κωνσταντίνου Κολωνοῦ – Ἀθηνῶν 20-3-1960)