Αυγουστίνος Καντιώτης



Γιατι νικησαμε; Θαυμα εγινε· Στα ψηλα βουνα που ανεβηκαν οι στρατιωτες μας, εβλεπαν την Παναγια διπλα τους…. Ετσι νικησαμε

date Οκτ 28th, 2023 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος Μ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2591

Τῆς Ἁγίας Σκέπης
Σάββατο 28 Ὀκτωβρίου 2023
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Α:υγουστινου Καντιωτου

Γιατι νικησαμε

καταθεση τιμιας ΖωνηςἩ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, τι­­μᾷ πρεπόντως τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἡ Παναγία εἶνε τὸ «ῥόδον τὸ ἀμάραντον» (Ἀκάθ. ὕμν. καν. α΄3), ἡ Ἁ­γνὴ καὶ Παρθένος κόρη, τὴν ὁποία μετα­­ξὺ ὅλων τῶν γυναικῶν ἐξ­έλε­­ξε ἡ ἁ­γία Τριὰς γιὰ νὰ γίνῃ ἡ Μήτηρ τοῦ Λυτρωτοῦ.
Πρὸς τιμήν της ἡ Ἐκκλησία θέσπισε τὶς Θεομητορικὲς ἑορτές, ποὺ εἶνε· • ἡ Σύλληψις τῆς ἁ­γίας Ἄννης μητρὸς τῆς Θεοτόκου (9 Δεκεμβρίου). • Τὸ Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμ­­βρίου) ὅταν ψάλλουμε «Ἡ γέννησίς σου, Θεο­τόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμέ­νῃ» (ἀπο­λυτ.). • Τρίτη ἑορτὴ εἶνε τὰ Εἰσόδια (21 Νοεμβρί­ου). • Κατόπιν ὁ Εὐαγγελισμός (25 Μαρ­τίου), καὶ τέλος ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου (15 Αὐγούστου). Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς τιμοῦμε καὶ τὰ ἐνδύματα, τὰ ῥοῦχα ποὺ φοροῦσε ἡ Παν­αγία (οἱ ἅ­γιοι ἄφησαν λείψανα, ἐκείνη ἐνδύματα)· τὴν • Κατάθεσιν τῆς τιμίας Ἐσθῆτος, τοῦ φορέ­ματός της δηλαδή (2 Ἰουλίου), τὴν • Κατάθε­σιν τῆς τιμίας Ζώνης της (31 Αὐγούστου), καὶ σή­­με­ρα τὴν • ἁγίαν Σκέπην, δηλαδὴ τὸ μαφόριον, τὴν μανδήλα τῆς κεφαλῆς της (28 Ὀκτωβρίου).
–Τιμᾶται λοιπὸν τὰ ῥοῦχα; θὰ μᾶς ποῦν εἰ­ρωνικὰ ὁ προτεστάν­της ἢ ὁ χιλιαστής.
Ναί. Σεῖς, ποὺ γελᾶτε εἰς βά­ρος μας, ἀνοῖξ­τε τὴν Καινὴ Διαθήκη ποὺ κρα­τᾶ­τε, νὰ δῆτε ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνουμε οἱ ὀρ­θόδοξοι εἶνε σύμφωνο μὲ τὴ Γραφή.

Στὶς Πρά­ξεις τῶν ἀποστόλων δια­βάζουμε, ὅτι οἱ Χριστι­ανοὶ ἔβγαζαν σὲ πλατεῖ­ες τοὺς ἀρρώστους, ὥστε ὅταν θὰ περνάῃ ὁ Πέτρος νὰ πέσῃ ἐπάνω τους ἔστω ἡ σκιά του (βλ. 5,15) γιὰ νὰ θεραπευθοῦν, κι ὅτι σουδάρια καὶ σιμικίνθια, δηλαδὴ μαντήλια ἢ ἄλλα ῥοῦ­χα ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα τοῦ Παύλου, τὰ ἔ­βαζαν πάνω σὲ ἀ­­σθενεῖς κι αὐτὰ θεράπευαν σοβαρὲς ἀρ­ρώστιες κ᾽ ἔ­βγαζαν δαιμόνια (βλ. 19,12). Ἡ Ὀρ­θοδοξία διδά­σκει ὅτι, ὅταν ὁ πιστὸς ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό, παίρνει χάρι ποὺ μεταδίδεται καὶ σὲ ἀντικείμενά του ὥστε κι αὐ­τὰ θαυματουργοῦν. Νά γιατί τιμοῦμε καὶ τὰ ἐν­δύματα τῆς Παναγίας.
Μία τέτοια ἑορτὴ εἶνε καὶ ἡ σημερινὴ τῆς ἁγίας Σκέπης. Ποιό εἶνε τὸ ἱστορικό της;

* * *

Γυρίζουμε πολλὰ χρόνια πίσω, στὴν ἀρχὴ τοῦ 10ου αἰῶνος, ὅταν στὴν Κωνσταν­τινούπο­λι βασίλευε ὁ Λέων ΣΤ΄ (6ος) ὁ Σοφός (886-912 μ.Χ.). Ἐ­πὶ τῶν ἡμερῶν του ἡ Βασιλεύ­ου­­σα ἀ­πειλήθηκε ἀπὸ ἐχθρούς, κινδύνευσε νὰ πέ­σῃ στὰ χέρια τους. Ὁ στρατὸς ἀ­γωνιζόταν ἔξω. Μέσα οἱ Χριστιανοὶ μαζεύτηκαν σὲ ἕνα ναὸ ἱστορικὸ κι ὀ­νομαστό, ἐ­κεῖ ποὺ πρωτοακούστηκε ὁ Ἀκάθιστος ὕ­μνος, στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, καὶ ἔ­καναν ἀγρυπνία. Ἄρχιζαν ἀπὸ τὴ δύσι τοῦ ἥλιου καὶ τελείωναν τὶς πρωινὲς ὧ­ρες· τέτοια προθυ­μία εἶχαν. Τώρα μισὴ ἢ μία ὥρα νὰ σᾶς κρατήσουμε στὸ ναό, ζητᾶτε νὰ φύγετε· ἐκεῖ κάθονταν μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες.
Ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανοὺς ἦταν κ᾿ ἕνα διαμάντι, ἕνας ἅγιος. Δὲν θὰ τοῦ ἔδινε κανεὶς σημασία· κι ὅμως ἕνας ἅγιος μπορεῖ νὰ σώσῃ μιὰ πόλι ὁλόκληρη. Ποιός ἦ­ταν; Στοὺς δρόμους, στὶς πλατεῖες, στὰ καφφενεῖα, στὶς ταβέρνες, ἅμα ἄκουγαν τ᾽ ὄνομά του πολλοὶ γε­λοῦσαν. Τὸν ἔλεγαν σαλό, δηλαδὴ τρελλό· Ἀνδρέας ὁ σαλός, Ἀντρέας ὁ τρελλός. Τρελλὸ τὸν ἔλεγαν· μὰ ἦταν τρελλός; Κάθε ἄλλο· «τά ᾽χε τετρακόσα», ὅπως λέ­με, ἀλλὰ ἔ­­κρυβε τὴ σύνεσί του μὲ σαλότητες, μὲ παράξενες ἐνέργειες καὶ λόγια, ὥστε νὰ προκαλῇ χλεύη καὶ νὰ μὴν τὸν τιμοῦν. Αὐτὸ εἶνε ἕνα σπάνιο εἶδος ἁγιωσύνης, ποὺ λίγοι τό ᾽χουν καὶ λίγοι τὸ διακρίνουν καὶ τὸ ἀναγνωρίζουν.
Ὅταν βέβαια ἕνας «καθὼς πρέπει» κύριος πίνῃ, μεθᾷ καὶ ξερνᾷ, τρικλίζῃ καὶ πέφτῃ κάτω, ὅταν φανατίζεται μὲ ὁμάδες καὶ βρίζῃ χυδαῖα, ὅταν προσκολλᾶται σὲ κόμματα καὶ τρέ­χῃ πίσω ἀ­πὸ ἀρχηγοὺς σὰν σκυλάκι, ὅταν παί­ζῃ τυχερὰ παιχνίδια στὸ σπίτι, στὸ μαγαζὶ τῆς γειτονιᾶς ἢ στὸ φωταγωγημένο καζῖνο καὶ χά­νῃ τὸν ἱ­δρῶτα του κι ὅλη τὴν περιουσία του, ὅ­ταν καπνίζῃ καὶ παραδίδεται στὰ ναρκωτικά, ὅταν μπλέκῃ σὲ ἄνομο ἔρωτα, ξεμυαλί­ζεται, διαλύῃ τὸ σπίτι του, ὅταν κάνῃ τόσα καὶ τόσα παράλογα, κανείς δὲν τὸν λέει τρελλό. Μόλις ὅμως δοῦν κάποιον νὰ κάνῃ τὸ σταυρό του, νὰ διαβάζῃ Εὐ­αγγέλιο, νὰ μιλάῃ μὲ πίστι, νὰ ὑ­περα­σπί­ζεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας, ν᾽ ἀπέχῃ ἀπὸ τὸ ῥυθμὸ καὶ τὴ φθο­ρὰ τοῦ κόσμου, θὰ τοῦ κολλήσουν ταμπέλλα «ὁ τρελλός»! Ἔτσι ἔλεγαν τὸν ἅγιο Ἀνδρέα, γιατὶ ἔκανε πράγματα ποὺ δὲν μποροῦσε ὁ κόσμος νὰ τὰ καταλάβῃ.
Ἦταν, λοιπόν, καὶ αὐτὸς τότε στὴν ἀ­γρυπνία ἐκείνη προσευχόμενος σὲ μιὰ γωνιά. Καὶ γύρω στὶς 4 μετὰ τὰ μεσάνυχτα εἶδε –μόνο αὐτὸς καὶ ὁ μαθητής του Ἐπιφάνιος– ἕνα ἐξ­αί­σιο ὅραμα, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μόνο ὅσοι ἔχουν μάτια πνευματικὰ μποροῦν νὰ δοῦν. Εἶδε τὴν Παναγία νὰ προβάλλῃ στὴν πύλη τοῦ νάρθηκα, νὰ τὴ συνοδεύουν πλῆθος ἄγγελοι καὶ νὰ τὴν κρατοῦν ἀπὸ τὰ χέρια δεξιὰ κι ἀριστερὰ ὁ τίμιος Πρόδρομος κι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Προχώρησε ἡ Παντάνασσα, ἔφτασε στὴ μέση τοῦ ναοῦ κ᾽ ἐκεῖ γονάτισε καὶ προσευχήθηκε πολλὴ ὥρα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Με­τὰ πῆγε ἴσια, μπῆκε στὸ ἱερό, ἄνοιξε τὴν ἁ­γία σορό, τὸ βαρύτιμο κιβώτιο ὅ­που φυλασσό­ταν τὸ ἱερὸ μαφόριο, τὸ μαντήλι τῆς κεφα­λῆς της, βγῆκε ἔξω στὰ βημόθυρα καὶ ὄρθια τὸ ἅπλωσε μὲ τὰ δυό της χέρια πάνω ἀπὸ τὸ ἐκκλησί­­ασμα. Καὶ ἡ ἁγία μανδήλα ἁπλώθηκε τόσο ποὺ νὰ σκεπάζῃ ὅλο τὸ λαό· κ᾽ ἔμενε ἔτσι ἁ­πλωμένη καὶ αἰωρούμενη ἀπὸ θεία δύναμι. Ἔμφοβος, μήπως ἦταν πλάνη, ἀλ­λὰ καὶ γλυκὰ ἐνθουσιασμένος γύρισε ὁ ἅγι­ος Ἀνδρέας καὶ ῥώτησε τὸν Ἐπιφάνιο ἂν εἶδε τὸ ὅραμα, κ᾽ ἐ­κεῖ­νος τὸν ἐπιβεβαίωσε γι᾽ αὐτό. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ ἀγρυπνία συνεχιζόταν χωρὶς ὁ λαὸς νὰ βλέπῃ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπαν αὐτοί. Τέλος, μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα, ἡ Παναγία ἄρχισε ν᾽ ἀνυψώνεται πρὸς τὸν οὐρανὸ γεμάτη λάμψι μέχρι ποὺ ἔγινε ἄφαντη. Ἄφησε ὅμως στὴ γῆ τὸ μαφόριό της, τεκμήριο τῆς προστασίας της. Καὶ ὄντως ἡ Πόλις σώθηκε τότε ἀπὸ σοβαρὸ κίνδυνο(*).
––––––––––––––
(*) Σὲ νεώτερο ἔργο δίδονται οἱ ἀκόλουθες πληροφορίες ποὺ προέρχονται ἀπὸ ῥωσικὲς πηγές. Στὰ χρόνια τοῦ Λέοντος ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ, τὸ ἔτος 907 μ.Χ., ἔγινε ἡ δευτέρα ἐπιδρομὴ τῶν ῾Ρὼς μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ὀλέγ. Κατέβηκαν μὲ τὰ μονόξυλά τους ἐναν­τίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οἱ φρουροὶ ὅμως σήκωσαν τὴν ἁλυσίδα ποὺ ἔφραζε τὸν Κεράτιο κόλπο, ἡ ἐπιδρομὴ ἀποκρούσθηκε καὶ ὁ Ὀλὲγ ἀναγκάστηκε νὰ κλεί­σῃ εἰρήνη. Οἱ ὅροι τῆς εἰρήνης ἦταν δύο· στὸ ἑξῆς ὁ ἀ­ριθμὸς τῶν ῾Ρὼς ποὺ θὰ ἔρχονταν γιὰ ἐμπορικοὺς σκοποὺς στὴν Πόλι περιωριζόταν στοὺς 50, κι αὐτοὶ θὰ ἔμεναν σὲ μία μόνο συγκεκριμένη συνοικία (βλ. Σαρ. Ἰ. Καργάκου, Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντίνου Πόλεως, ἐκδ. Σιδέρης, τ. Β΄, Ἀθῆναι 2017, σσ. 249, 254).
Ἔβλεπες ἄλλοτε στὶς ἐκκλησιές μας οἱ γυναῖκες νὰ φοροῦν μαντήλι, ὅπως ἀκόμα σὲ χωριὰ ποὺ κρατοῦν τὴν παράδοσι καὶ οἱ γυναῖ­κες σκεπάζουν τὸ κεφάλι σὰν τὴν Παναγία.
Τότε, λοιπόν, ἡ Παναγία ἅπλωσε τὴ μαντήλα της, ποὺ ἄστραψε σὰν ἤλεκτρο, καὶ σκέπασε τοὺς Χριστιανούς. Ἔκτοτε καθιερώθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου.

* * *

–Αὐτά, θὰ μοῦ ποῦν κάποιοι μοντέρνοι, ἦ­ταν κάποτε, «τῷ καιρῷ ἐ­­κείνῳ» –εἰρωνεύον­ται ἔτσι τὴ συνηθισμένη ἔναρξι τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώ­σματος στὴν ἐκκλησία–· δὲν τ᾽ ἀφήνεις αὐτά, πάτερ; Μὲ παραμύθια καὶ παλιὲς ἱστορίες μᾶς μιλᾷς σήμερα, σὲ ἐ­πο­χὴ ποὺ πετᾶνε στὸ διάστημα καὶ πᾶνε στὸ φεγγάρι;…
Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Καὶ τώρα – σήμερα, ὅ­πως τότε, ἡ Παναγία ἔκανε πάλι θαῦμα. Ποιό θαῦμα; Οἱ παλαιότεροι τὸ εἴδαμε, τὸ ζήσαμε.
Τὸ 1940 ἤμουν στὸ Μεσολόγγι, ἐκεῖ ποὺ ἐ­πιστρατεύτηκα κ᾽ ἐγὼ γιὰ τὴν πατρίδα. Τὴ νύχτα λοιπὸν χτύπησε ἡ καμπάνα κι ἀκούστηκε ἡ εἴδησι· Πόλεμος! Καὶ ὅλοι –μὰ τί ἐνθουσι­ασμός– ὅλοι βγήκαν ἔξω. Τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλ­λάδος ἔφευγαν γιὰ τὸ μέτωπο. Εἶδα τότε νιόπαν­τρες κόρες, ποὺ πρὶν μιὰ ᾽βδομάδα εἶχαν κάνει τὸ γάμο τους, νὰ συνοδεύουν στὸ στα­­θμὸ τοὺς νεαροὺς συζύγους των φωνάζοντας «Στὸ καλό, παιδιά, ἡ Παναγιὰ μαζί σας!». Εἶ­χαν Χριστὸ στὴν καρδιὰ καὶ Παναγιὰ στὰ χείλη.
Καὶ στὰ ψηλὰ βουνὰ ποὺ ἀνέβηκαν οἱ μαχη­ταί μας, τὴν ἔβλεπαν τὴν Παναγία. Συνάν­τησα ἐγὼ στρατιώτη ποὺ μοῦ εἶπε· Πάτερ μου, τὴ νύχτα ποὺ φυλάγαμε, ἀπάνω στὴν κορ­φὴ τὴ χιονισμένη καὶ παγωμένη εἴ­δαμε -εἶδα, νὰ περπατάῃ μιὰ μαυροφόρα…».
Δὲν εἶ­νε παραμύθι! Ἀνέβηκαν πάνω στὰ σύνορα ἐ­­πιστήμονες, παιδιὰ μέσα ἀπὸ τὴν Ἀ­θήνα καὶ τὸν Πειραιᾶ· πήγανε ἄπιστοι, καὶ γύρισαν πίσω πιστοί. Καὶ μερικοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν γύρισαν στὶς πόλεις τους. Γνώρισα καλόγηρο στὰ Κατουνάκια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ ἦταν λοχίας στὰ Ἀλβανικὰ βουνά, εἶδε τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας, κι ὅταν τέλειωσε ὁ πόλεμος πῆγε ἐ­κεῖ, κι ἀπὸ τότε καλογερεύει, εἶνε ἀσκητής.
Θαῦμα ἔγινε· ἔτσι νικήσαμε. Ὄχι μόνο ἐπὶ Λέοντος Σοφοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ ᾽40, στὶς μέρες μας. Καὶ αὐτὸ τὸ θαῦμα ἑορτάζουμε σήμερα.
Εἴθε ὁ Θεός, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ὑπερ­αγίας Θεοτόκου, νὰ σκέπῃ τὴ Φλώρινα, ὅλο τὸ λαό μας, τὰ Βαλκάνια, ὅλη τὴν ἀνθρωπό­τητα, ὥστε νὰ ἔχουμε εἰρήνη καὶ μὲ εἰρήνη καὶ ἀγάπη νὰ ἑορτάζουμε τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Τρίτη 28-10-1975 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 22-9-2023.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.