Αυγουστίνος Καντιώτης



ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ

date Νοέ 7th, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

 ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ

ΔΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑΝ

Συνέχεια ομιλίας 2ο

ΟΡΘΟΔ.-ιστΠρόκειται γιὰ πνευματικὸ δυστύχημα.
Μέσα στὰ ἀνάκτορα ὁ τότε αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ΣΤ΄ (780-797), εἶχε μιὰ ἁγία γυναῖκα. Τὸ ὄνομά της Μαρία. Δὲν εἶχε ὁ Κωνσταντῖνος κανένα παράπονο ἐναντίον τῆς Μαρίας. Οἱ ἱστορικοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μαρτυροῦν, ὅτι ἡ Μαρία ὑπῆρξε ὑπόδειγμα γυναικός. Κι ὅμως μιὰ μέρα ὁ αὐτοκράτορας τὴ διώχνει, τὴν πετάει ἔξω ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα. Ἔπειτα μὲ στρατιῶτες τὴν παίρνει καὶ τὴν στέλνει σ᾿ ἕνα μοναστήρι· κ᾿ ἐκεῖ, χωρὶς τὴ θέλησί της, τὴν κάνει καλόγρια, πρᾶγμα ποὺ ἀπαγορεύουν οἱ κανόνες. Δὲν σταματᾷ ὅμως ἐδῶ τὸ κακό. Ἀφοῦ ἔδιωξε τὴ νόμιμη σύζυγό του, παίρνει ὡς σύζυγο μιὰ ἄλλη γυναῖκα, μιὰ νέα, ποὺ ἔλαμπε ἀπὸ κάλλος σωματικό, ἀλλὰ ἐστερεῖτο ψυχικοῦ κάλλους. Ὁ γάμος ἔγινε τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, μέσα στὰ ἀνάκτορα. Κ᾿ ἐπειδὴ δὲν βρισκόταν ἄλλος ἱερεὺς στὴν Πόλι νὰ τοὺς στεφανώσῃ, ἕνας παπᾶς ἀπὸ ᾿κείνους ποὺ ἀποτελοῦν αἶσχος γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ―πάντοτε θὰ ὑπάρχουν προδότες παπᾶδες καὶ προδότες δεσποτάδες―, ἕνας τέτοιος παπᾶς, ὁ Ἰωσήφ, ποὺ ἦταν πρωτόπαπας στὴν ἁγία Σοφία, ἀνέβηκε τὴ νύχτα ἀπάνω καὶ στεφάνωσε τὸ παράνομο ζεῦγος. Καὶ μόνο αὐτό; Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Κωνσταντῖνος, ἐνῷ ἡ νόμιμη σύζυγος ἔκλαιγε μέσ᾿ στοὺς τέσσερις τοίχους τοῦ κελλιοῦ τοῦ μοναστηριοῦ, ἀγκαζὲ παρακαλῶ μὲ τὴ Θεοδότη, πάνω στὴν ἀνακτορικὴ ἅμαξα μετὰ πολλῆς φαντασίας πῆγε στὴν ἁγία Σοφία, κ᾿ ἐκεῖ ἡ πόρνη καὶ παλλακὶς ἐστέφθη ἐπισήμως αὐγούστα, βασίλισσα. Τὸ πρῶτο ἔγκλημα τοῦ αὐτοκράτορος· ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκά του ἀναιτίως. Τὸ δεύτερό του ἔγκλημα· τὴν ἔκλεισε παρά τὴ θέλησί της στὸ μοναστήρι. Τὸ τρίτο ἔγκλημα· πῆρε ὡς σύζυγο τὴν πόρνη αὐτή, τὴ Θεοδότη. Τὸ τέταρτο· τὴν στεφανώθηκε νύχτα στὰ ἀνάκτορα. Τὸ πέμπτο· ἔκανε βασίλισσα τὴν παλλακίδα μέσα στὴν ἁγία Σοφία. Τὸ ἕκτο· ποιό τὸ ἕκτο; ὅτι τὸ παράδειγμά του θὰ τὸ μιμήθηκαν ἀσφαλῶς ὑπουργοί, στρατηγοί, ναύαρχοι, μεγάλοι καὶ μικροί, γιὰ ν᾿ ἀνάψῃ φωτιὰ μεγάλη στὸ ἔθνος.
Μεγάλο τὸ σκάνδαλο. Καὶ ὅμως κανείς δὲν μιλοῦσε. Σιωπὴ νεκροταφείου. Ποιός νὰ μιλήσῃ;
Τότε μέσα στὴ σιωπὴ αὐτὴ ἀκούστηκε βροντὴ κ᾿ ἔλαμψε ἀστραπή. Κάποιος μίλησε, κάποιος φώναξε. Ποιός ἦταν; Ὁ πατριάρχης; Ὄχι. Δεσπότης; Ὄχι. Ποιός; Ἕνας ἀπλὸς ἱερομόναχος, ὁ ἡγούμενος τοῦ Στουδίου, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, τοῦ ὁποίου νά ᾿χουμε τὴν εὐχή. Αὐτός μίλησε. Αὐτός ἤλεγξε τὸ παράνομο αὐτοκρατορικὸ ζεῦγος, ἤλεγξε τὸν αὐλοκόλακα ἱερέα ποὺ τοὺς στεφάνωσε, ἔκοψε δὲ καὶ τὸ μνημόσυνο τοῦ τότε πατριάρχου ἐπειδὴ κι αὐτὸς δὲν τιμώρησε τὸν παρανομήσαντα ἱερέα.
Πάντοτε, σὲ σκληρὲς ἐποχὲς καὶ σὲ στιγμὲς δύσκολες, ἀναδεικνύει ὁ Θεὸς πρόσωπα ποὺ μὲ παρρησία θὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν πίστι. Ὅταν ὁ Δαυῒδ ἁμάρτησε, παρουσιάστηκε ἕνας Νάθαν ποὺ στάθηκε ἐμπρός του καὶ τὸν ἤλεγξε. Κι ὅταν ὁ Ἀχαὰβ ἀσέβησε μὲ τὴν περιβόητη ἐκείνη Ἰεζάβελ, ἕνας Ἠλίας ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἤλεγξε τὸ παράνομο βασιλικὸ ζεῦγος. Κι ὅταν ὁ Ἡρώδης ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκά του καὶ πῆρε τὴν διαβόητη Ἡρωδιάδα, ἕνας Πρόδρομος εἶπε τὸ «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Κι ὅταν στὴν Κωνσταντινούπολι ἡ Εὐδοξία μὲ τὸν Ἀρκάδιο ἀντιτάχθηκαν στὴν Ἐκκλησία, τότε ἕνας Χρυσόστομος ἤλεγξε τὴν κατάστασι. Ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ αὐτὴ παρουσιάστηκε ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.
Τί ἔκανε; Πρῶτον ἔπαυσε τὸ μνημόσυνο, τὸ πολυχρόνιο, τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ΄. Δεύτερον ἔπαυσε τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ταρασίου (784-806). Τρίτον ξεσήκωσε τὸ λαό. Τέλος, νύχτα ἡ ὥρα, ἔκανε λιτανεία μέσ᾿ στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ ἔσεισε ὁλόκληρη τὴν πόλι.
Τὸ ἀποτέλεσμα; Ἀνοῖξτε τὴν ἱστορία νὰ μάθετε τὸ ἀποτέλεσμα.
Ὁ βασιλιᾶς ταράχτηκε. Καὶ τί σκέφτηκε. Προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ἄλλα μέσα νὰ κάνῃ τὸν ἅγιο Θεόδωρο νὰ συγκατατεθῇ, ἐκμεταλλευόμενος καὶ κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό. Καὶ τὸ σημαντικὸ αὐτὸ στοιχεῖο εἶνε, ὅτι ἡ Θεοδότη, ποὺ πῆρε ὡς βασίλισσα στ᾿ ἀνάκτορα ὁ Κωνσταντῖνος διώχνοντας τὴν ἁγία του γυναῖκα τὴ Μαρία, ἡ Θεοδότη αὐτὴ ἦταν ἐξαδέλφη τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου!
Ἂν ἦταν κανένας ἄλλος, θὰ εἶχε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Ἀφοῦ ἡ ἐξαδέλφη του ἔγινε βασίλισσα, θὰ μποροῦσε πλέον ν᾿ ἀνεβαίνῃ στὰ ἀνάκτορα καὶ νὰ ἐπιτυγχάνῃ ὅ,τι θέλει. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν σκέφθηκε ἔτσι. Ἰδού τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἁγίου. Δὲν ἀνῆκε στὴν κατηγορία ἐκείνων ποὺ ἔχουν ὑπεράνω τοῦ πνευματικοῦ χρέους τὶς κοσμικὲς σχέσεις καὶ ὑπεράνω τῆς πνευματικῆς συγγενείας τὴν κατὰ σάρκα συγγένεια. Ὄχι. Πάνω ἀπὸ τὴ σάρκα εἶνε τὸ πνεῦμα. Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα (ἢ ἀδελφοὺς ἢ γυναῖκα ἢ ἄλλους συγγενεῖς) ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10, 37). Θ᾿ ἀγαπᾷς τὴ γυναῖκά σου, θ᾿ ἀγαπᾷς τὰ παιδιά σου, θ᾿ ἀγαπᾷς τοὺς συγγενεῖς σου, θ᾿ ἀγαπᾷς τοὺς φίλους σου, θ᾿ ἀγαπᾷς τοὺς πάντας, ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλους θά ᾿χῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Στουδίτης. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ὑπελόγισε τὴ Θεοδότη.
Ἐκείνη ἤλπιζε, ὅτι ὁ ἐξάδελφός της, ὁ καλός της ἐξάδελφος, ὁ ἅγιος ἐξάδελφος, ποὺ ζοῦσε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ κρατοῦσε τὸ κομποσχοίνι, θὰ τὴ δεχότανε. Πίστευε, ὅτι προσφέροντάς του ὡρισμένα πολύτιμα δῶρα θὰ τὸν ἔκαμπτε. Καὶ μιὰ μέρα πήρανε μιὰ ἅμαξα μὲ χρυσοστόλιστα ἄλογα, τὴ φόρτωσαν δῶρα, διαμάντια καὶ ἄλλα, καὶ ξεκίνησαν μὲ συνοδεία νὰ πᾶνε στὸ μοναστήρι τοῦ ἐξαδέλφου της. Ἕνας σκοπός, ποὺ φύλαγε ψηλὰ στὸν πύργο τοῦ μοναστηριοῦ, μόλις εἶδε νά ᾿ρχεται ἡ βασιλικὴ ἅμαξα μὲ τὴ Θεοδότη καὶ τὸν αὐτοκράτορα, ἀμέσως εἰδοποίησε τὸν ἡγούμενο. Τότε ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διατάζει, νὰ χτυπήσουν πένθιμα οἱ καμπάνες τοῦ μοναστηριοῦ σὰν νὰ ἦταν Μεγάλη Παρασκευή. Κι ὅταν ἡ αὐτοκρατορικὴ συνοδεία πλησίασε στὴν πύλη κ᾿ ἦταν ἕτοιμη νὰ μπῇ στὸ μοναστήρι, δέκα μοναχοὶ ἔκλεισαν μὲ πάταγο τὴν πόρτα κατάμουτρα στὸ βασιλιᾶ. Ἔτσι ἡ Θεοδότη ἐπέστρεψε ταπεινωμένη στὰ ἀνάκτορα.
Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ τὴν κολάκευσε, ὁ ἅγιος Θεόδωρος τὴν ἤλεγξε. Γιὰ τὴν ὑπόθεσι τοῦ κόλακος αὐτοῦ ἱερέως, τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ στεφάνωσε τὸ παράνομο βασιλικὸ ζεῦγος καὶ ἐν συνεχείᾳ καθαιρέθηκε ἐπὶ τῆς βασιλίσσης Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας (797-802) ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ταράσιο, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἀναγκάστηκε νὰ κόψῃ τὸ μνημόσυνο καὶ τοῦ ἑπομένου πατριάρχου, τοῦ Νικηφόρου Α΄ (806-815). Διότι κι αὐτός, ὑποχωρώντας στὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου (802-811), ἀποκατέστησε μὲ Σύνοδο τὸν Ἰωσὴφ στὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Ἡ διακοπὴ αὐτὴ τοῦ μνημοσύνου στοίχισε στὸν ἅγιο Θεόδωρο τὴν πρώτη ἐξορία, τὴν ἐξορία του στὴ νῆσο Χάλκη.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸ ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐξωρίστηκε καὶ γιὰ δευτέρα φορὰ λόγῳ τῆς ἀκάμπτου μαχητικότητός του. Ἀγωνίστηκε δὲ καὶ ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων κάνοντας μάλιστα μὲ τοὺς μοναχούς του μέσα στὴν Πόλι καὶ λιτανεία, ποὺ πῆρε τὴ μορφὴ διαδηλώσεως τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων. Ἡ διαδήλωσις αὐτὴ τοῦ στοίχισε πάλι διωγμὸ καὶ τρίτη ἐξορία. Στρατιῶτες μπῆκαν στὸ μοναστήρι δέρνοντας καὶ χτυπώντας. Συνέλαβαν τὸν ἡγούμενο καὶ σκόρπισαν τοὺς μοναχούς.
Πρώτη φορὰ εἶχε ἐξοριστῆ τὸ 808 στὴ Χάλκη γιὰ τὸν παράνομο γάμο. Τὴ δευτέρα φορὰ ἐξωρίστηκε πάλι γιὰ τὸν διο λόγο. Καὶ τρίτη φορὰ ἐξωρίστηκε τὸ 815 στὴ Σμύρνη γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες· τότε τὸν ἔκλεισαν στὸ ὑπόγειο τοῦ μητροπολιτικοῦ μεγάρου τῆς Σμύρνης κ᾿ ἐκεῖ τὸν μαστίγωναν ἀλύπητα. Ἀργότερα, τὸ 826, διαμαρτυρήθηκε τελευταία φορὰ καὶ γιὰ τὸν παράνομο γάμο τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Β΄ (820-829).
Τέλος σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν, τὸ ἔτος 826, μιὰ βραδιά, μιὰ ἁγία ἡμέρα, προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Ἦταν 9 Νοεμβρίου. Κάλεσε τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ τὰ ἀποχαιρέτισε. Τὰ τελευταῖά του λόγια ἦταν· «Παιδιά μου, φυλάξατε ὀρθόδοξον τὴν πίστιν καὶ βίον ἀκηλίδωτον, καὶ ὁ Θεὸς μαζί σας». Στὶς 11 Νοεμβρίου, ἡμέρα Κυριακή, τοὺς παρακάλεσε νὰ ψάλουν τὸν ἄμωμο, τὸν μεγαλύτερο ψαλμὸ τοῦ Ψαλτηρίου, τὸν 118ο. Κι ὅταν οἱ μοναχοὶ ἔλεγαν μὲ δάκρυα τὸ στίχο «Εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἐπιλάθωμαι τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἐν αὐτοῖς ἔζησάς με, Κύριε», δηλαδή· «Ὦ Θεέ μου, ποτέ δὲν θὰ ξεχάσω τὰ λόγια τοῦ νόμου σου, γιατὶ μ᾿ αὐτὰ μοῦ ἔδωσες ζωή» (Ψαλμ 118,93), τὴν ὥρα ἐκείνη φτερούγισε ἡ ἁγία του ψυχὴ καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν οὐράνιο πατέρα.
 Ὁ ἅγιος Θεόδωρος μετὰ τὴν τρίτη ἐξορία δὲν ξαναεῖδε τὸ μοναστήρι του, ποὺ τὸ κατέλαβαν ἄλλοι μοναχοί, ὀπαδοὶ τῶν εἰκονομάχων. Μακριά ἀπὸ τὸ Στούδιο, θλιβόμενος καὶ προσευχόμενος, πέρασε τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του ἐκεῖ, στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, καὶ ἔτσι ἔκλεισε τὰ μάτια του στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.