Αυγουστίνος Καντιώτης



ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ

date Οκτ 18th, 2015 | filed Filed under: OMIΛΙΑ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ

«εἰ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ» (Α΄ Κορ. 16,22)

KYRIE TΩN DYNAM.ist

ΛΕΝΕ, ὅτι κάπου στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχε ἕνας σταῦλος πολὺ ἀκάθαρτος, ὁ σταῦλος τοῦ Αὐγείου. Τριάντα χρόνια εἶχε νὰ καθαριστῇ. Ἐπὶ τέλους βρέθηκε ὁ Ἡρακλῆς καὶ τὸν καθάρισε. Πῶς; Ἔρριξε μέσα τὴν κοίτη τοῦ Ἀλφειοῦ ποταμοῦ, καὶ τὰ ὁρμητικὰ ῥεύματα ἔδιωξαν τοὺς ὄγκους τῆς κοπριᾶς. Δὲν γνωρίζω, ἀγαπητοί μου, ἐὰν ὑπῆρχε τέτοιος σταῦλος στὴν ἀρχαία ἐποχή. Γνωρίζω ὅμως καλά, ὅτι ὑπάρχει κάποιος ἄλλος σταῦλος ἀπείρως πιὸ ἀκάθαρτος. Ποιός εἶνε αὐτός; Εἶνε αὐτὸς ποὺ ὑπονοοῦσε ὁ σταῦλος τοῦ Αὐγείου. Μὴν τὸν ζητήσετε μακριά· εἶνε πολὺ κοντά. Σταῦλος εἶνε ἡ καρδιά μας. Ὤ ἡ καρδιά μας! Δὲν ὑπάρχει βαθύτερο καὶ σκοτεινότερο πρᾶγμα. Ἔτσι φωνάζει ὁ προφήτης Ἰερεμίας· «Βαθεῖα ἡ καρδία παρὰ πάντα…» (Ἰερ. 17,9), σταῦλος Αὐγείου. Δὲν ἀκοῦτε καὶ τὸ Δαυῒδ ποὺ λέει «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός»; (Ψαλμ. 50,12). Δὲν ζητῶ, Κύριε, οὔτε πλούτη οὔτε δόξα οὔτε τὴ σοφία τοῦ κόσμου τούτου· ζητῶ νὰ μοῦ δώσῃς καθαρὴ καρδιά.

Ἔχουμε ἀνάγκη καθαρμοῦ, χρειαζόμεθα ἐσωτερικὴ κάθαρσι. Ἔχουμε ἀνάγκη καθαρῶν καρδιῶν. Ἂν καθαρίσουμε τὶς καρδιές μας, θὰ ἑορτάσουμε τὸ ὡραιότερο Πάσχα. Τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, λίγα λεπτὰ πρὶν ψαλῇ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἡ Ἐκκλησία μας λέει· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς. Καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν».
Ἀλλὰ πῶς θ᾿ ἀποκτήσουμε καθαρὴ καρδιά; Ὁ σταῦλος τοῦ Αὐγείου καθαρίστηκε μὲ τὰ ῥεύματα τοῦ Ἀλφειοῦ· ἡ δική μας καρδιὰ πῶς θὰ καθαριστῇ; Θὰ καθαριστῇ, ἐὰν ῥίξουμε μέσα σ᾿ αὐτὴν τὸν Ἰορδάνη. Δὲν ἐννοῶ τὸν φυσικὸ Ἰορδάνη. Μπορεῖς νὰ περάσῃς ὄχι μιὰ ἀλλὰ χίλιες φορὲς τὸν Ἰορδάνη ποταμό, καὶ ὅμως οὔτε μιὰ ἁμαρτία νὰ σβήσῃς. Ἰορδάνης, ποὺ πλένει τὰ ἁμαρτήματα ὅλων μας, εἶνε, ἀδελφοί μου, τὸ δάκρυ τῆς ἁμαρτωλῆς γυναικός, τὸ δάκρυ τοῦ λῃστοῦ, τὸ δάκρυ τῆς μετανοίας. Δῶστε μου ἕνα δάκρυ μετανοίας, καὶ αὐτὸ εἶνε ποταμός, μέσα στὸν ὁποῖο πλένονται καὶ καθαρίζονται καὶ ἀστράφτουν σὰν τὸ χιόνι οἱ ἁμαρτωλὲς ψυχές. Ἀκριβῶς πρὸς τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως μᾶς καλοῦν οἱ ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες.

* * *

Θέλω, ἀγαπητοί μου, νὰ κεντήσω τὴν περιέργειά σας ἐπάνω σὲ ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο θεωρῶ βασικό. Ἂν μποροῦσα νὰ ἐξασκήσω τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρός, ἂν μποροῦσα νὰ βάλω πετραχήλι καὶ νὰ σᾶς ἐξομολογήσω, θὰ μεταχειριζόμουν στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως μιὰ ἄλλη μέθοδο· μέθοδο παλαιά, ἀλλὰ λησμονημένη. Ποιά μέθοδο;
Σήμερα ἡ ἐξομολόγησις δὲν γίνεται σωστά· ἔχει γίνει ἕνα ἁπλὸ ἐρωτηματολόγιο. Ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὸ ἐρωτηματολόγιο ἁπλώνεται ἡ οὐσία τοῦ μυστηρίου. Πιστεύω, ὅτι τὸ κακὸ στὴν ἐξομολόγησι πρέπει νὰ τὸ χτυπήσουμε κατακέφαλα.Τὸ φίδι δὲν ὠφελεῖ νὰ τὸ χτυπᾷς στὴν οὐρά. Ὅσο κι ἂν τὸ χτυπᾷς στὴν οὐρά, θὰ μείνῃ ζωντανό, ἔστω καὶ κολοβό. Τὸ φίδι πρέπει νὰ τὸ χτυπήσῃς στὸ κεφάλι. Καὶ στὴν ἐξομολόγησι τώρα χτυπᾶμε τὴν οὐρά, δὲ᾿ χτυπᾶμε τὸ κεφάλι. Ἔτσι στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο γίνεται μιὰ θεομπαιξία. Ποιά θεομπαιξία; Λέμε τὰ μικρά, τὰ ἀσήμαντα· τὰ μεγάλα, τὰ κεφαλαιώδη ἁμαρτήματα δὲν τὰ λέμε.
Σὲ κάποιο βιβλίο ἕνας διάσημος Ῥῶσος μυστικιστὴς φιλόσοφος, ποὺ ἀπηχεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, θέτει ἕνα ἐρώτημα – καὶ τὸ θέτω κ᾿ ἐγώ. Ἂν ἐρχόσασταν στὴν ἐξομολόγησι, θὰ σᾶς ρωτοῦσα· Ἀφ᾿ ὅτου γνωρίσατε τὴ ζωὴ μέχρι τώρα ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημά σας; Εἶνε ἡ κλοπή, ἡ ἁρπαγή, ἡ καταδυνάστευσι φτωχῶν καὶ ἀδυνάτων; εἶνε ἡ φιλαργυρία; εἶνε ἡ κενοδοξία, ὁ φόνος, ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία, ἢ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀπαίσια ἐκεῖνα ἁμαρτήματα, ποὺ ζωγραφίζει στὴν ἐπιστολή του πρὸς Ῥωμαίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος; (βλ. Ῥωμ. 1,21 κ.ἑ.). Δὲν γνωρίζω ποιά εἶνε ἡ ἀπάντησί σας, ποιό ἁμάρτημα ἐσεῖς παίρνετε κιμωλία καὶ τὸ ὑπογραμμίζετε ὡς τὸ φοβερώτερο τῆς ζωῆς σας. Ἐγὼ ὅμως κρατῶ στὰ χέρια τὴ ζυγαριὰ ποὺ λέγεται ἁγία Γραφή, ποὺ ζυγίζει οὐρανὸ καὶ γῆ, ποὺ ζυγίζει μεγάλα καὶ μικρὰ ἁμαρτήματα μὲ ἀκρίβεια· καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴ ζυγαριὰ θὰ σᾶς δείξω ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημά μας.

* * *

Ἀνοίγω πρῶτα τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ μόλις ἀνοίξω, ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος μοῦ φαίνεται ὅτι βλέπω ἕναν οὐρανὸ ν᾿ ἀστράφτῃ καὶ νὰ βροντᾷ. Τί λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη; τί λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ; τί λέει ὁ Μωϋσῆς, τὸ Σινὰ «τὸ ὄρος τὸ καπνίζον» (Ἔξ. 20, 18); τί λένε οἱ προφῆται; Ἀκούω κατ᾿ ἐπανάληψιν μιὰ λέξι ποὺ προκαλεῖ τὴ φρίκη, τὴ λέξι «Ἀνάθεμα!» (Δευτ. 7,26· 13,16· 20,17· Ἰησ. Ναυῆ 6,18· Ζαχ. 14,11). Στὴν ἱστορία τοῦ νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ, σὲ ἐποχὴ ἀγρίου πολιτικοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ, ἐβούϊξε κάποτε ἡ λέξι «ἀνάθεμα». Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο τὸ ἀνάθεμα δὲν ἦτο ἔκφρασις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἀνάθεμα ποὺ ἐκφράζει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶνε πολὺ διαφορετικό. Τί θὰ πῇ «ἀνάθεμα»; τί θὰ πῇ «ἀναθεματισμένος»; Θὰ πῇ «χωρισμένος». Ὅπως ὁ γιατρὸς παίρνει τὸ χειρουργικὸ μαχαίρι καὶ ἀποκόπτει τὸ σάπιο μέρος γιὰ νὰ σώσῃ τὸ γερό, ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο χωρίζει τὸ σεσηπὸς ἀπὸ τὸ ὑγιές. Χωρίζει τὸν ἀμετανόητο ἐγκληματία ἀπὸ τοὺς λοιπούς. Τὸν διαγράφει ἀπὸ τὸ μητρῷο τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. Ἀναθεματισμένος! Κηρύχθηκε κάποιος στὴν παλαιὰ διαθήκη ἀναθεματισμένος; Δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται κανείς νὰ τοῦ πῇ καλημέρα. Οὔτε ἡ γυναίκα του, οὔτε τὰ παιδιά του, οὔτε αὐτὴ ἡ μάνα ποὺ τὸν γέννησε ἐπετρέπετο νὰ τὸν πλησιάσουν. Τὸν θεωροῦσαν ἐχθρό· ὅπως καὶ στὴν παλαιὰ Σπάρτη, ποὺ ἡ μητέρα τοῦ Παυσανία ἔφερε ἡ δια πρώτη τὸν λίθο γιὰ νὰ φράξουν τὸ ναό, ὅπου εἶχε καταφύγει ὁ προδότης υἱός της, καὶ ἔδωσε παράδειγμα ὑψηλόφρονος γυναικός, ἡ ὁποία πάνω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ τέκνου εἶχε τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδος. Ἔτσι καὶ οἱ Ἰσραηλῖται. Ὅταν κάποιος ἀναθεματιζόταν, συνεκεντρώνοντο ὅλοι μὲ τὴ σάλπιγγα, ἀνεγινώσκετο ὁ νόμος, ἀπηγγέλλετο ἡ κατηγορία, καὶ μετά, χίλια χέρια ἔπιαναν λιθάρια καὶ τὸν σκέπαζαν μὲ τοὺς λίθους, γιὰ νὰ ἐξαφανισθῇ ἀπὸ προσώπου γῆς ὁ ἐγκληματίας, ὁ παραβάτης.
«Ἀνάθεμα». Σὲ ποιούς; Ἀνάθεμα σὲ ὅσους πηγαίνουν μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀνάθεμα σὲ ὅσους πηγαίνουν στοὺς μάγους καὶ τὶς μάγισσες. Ἀνάθεμα στοὺς πόρνους καὶ τὶς πόρνες. Ἀνάθεμα στοὺς μοιχούς. Ἀνάθεμα στοὺς βλασφήμους. Ἀνάθεμα σὲ ὅσους τρῶνε τὸν ἱδρῶτα τῶν φτωχῶν καὶ τὸ ψωμὶ τῶν ὀρφανῶν. Αὐτὰ λέει ὄχι κάποιος αὐστηρὸς ἱεροκήρυκας ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο διὰ τῶν σελίδων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἀλλ᾿, ἀδελφοί μου, εἶμαι κ᾿ ἐγὼ ἁμαρτωλὸς καὶ φοβοῦμαι τὸ «ἀνάθεμα». Γι᾿ αὐτὸ ἔρχομαι τώρα στὸν κόσμο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπου ἀπὸ τὴν πρώτη σελίδα μέχρι τὴν ἀρχὴ τῆς Ἀποκαλύψεως πνέει μιὰ ἄλλη αὔρα, ἡ αὔρα τῆς ἀγάπης τοῦ Γολγοθᾶ, ποὺ ἀναψύχει τὴν ἀνθρώπινη καρδιά, ἡ αὔρα τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ δὲν ἀκούω πλέον τὸ «ἀνάθεμα».
Καὶ ὅμως κάπου ἀκούγεται κ᾿ ἐδῶ τὸ «ἀνάθεμα»! Ποιός τὸ λέει; Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Παῦλος «ἀνάθεμα»; Ὁ Παῦλος, ποὺ ἡ καρδιά του ἦταν ἕνας ὠκεανὸς ἀγάπης, ποὺ ἔψαλε τὸν ὡραιότερο ὕμνο γιὰ τὴν ἀγάπη (βλ. Α΄ Κορ. κεφ. 13ο), ποὺ εἶπε ἐκεῖνα τὰ ἀθάνατα λόγια «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, …οὐδέν εἰμι» (ἔ.ἀ. 13,1-2)· ὁ Παῦλος λοιπὸν ἐκστομίζει τὴ λέξι αὐτὴ «ἀνάθεμα»;
Καὶ σὲ ποιούς, παρακαλῶ, ἐκστομίζει τὴ λέξι αὐτή; Λέει ὁ Παῦλος «ἀνάθεμα» στοὺς πόρνους, στοὺς μοιχούς, στοὺς ὑπερηφάνους…; Ποῦ λέει τὸ «ἀνάθεμα»; Ἀκοῦστε. Στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ψάλλει τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης, στὴν δια ἐπιστολὴ τελειώνοντας γράφει τὰ ἑξῆς. «Εͺτις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ»· ἂν ὑπάρχῃ κανεὶς ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, νὰ εἶνε ἀνάθεμα (Α΄ Κορ. 16,22).

* * *

Ἄρα, ἀγαπητοί μου, τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα ποιό εἶνε; Τὸ ὅτι δὲν ἀγαποῦμε τὸ Χριστό. Καὶ εἶνε αὐτὸ ἁμάρτημα τῆς ἐποχῆς μας, τοῦ αἰῶνος μας. Ἐν μέσῳ μυρίων ἐρώτων καὶ ἐναγκαλισμῶν τῆς ὕλης, δὲν ὑπάρχει πλέον ὁ θεῖος ἔρως, ὁ ἔρως τοῦ Ἐσταυρωμένου.
Ἀλλὰ τὸ θέμα δὲν τελειώνει ἐδῶ. Διακόπτουμε λοιπὸν καὶ θὰ συνεχίσουμε τὴν ἄλλη Κυριακή.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Α΄ μέρος ἑσπερινῆς ὁμιλίας εἰς τὸν ἱ. ναὸν Ἁγίου Παύλου [ὁδ. Ψαρρῶν\ Ἀθηνῶν,

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.