Αυγουστίνος Καντιώτης



O AKAΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

O AKAΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου τοῦ 1968

Ω ΔΕΣΠΟΙΝΑΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ἐκεῖνο ποὺ παραδέχεται, ἐκεῖνο ποὺ πιστεύει, ἐκεῖνο ποὺ αἰσθάνεται, δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ τὸ κρύψῃ μέσα του, ἀλλὰ νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ τὸ ἐκφράσῃ.
Καὶ τὸ ἐκφράζει μὲ διαφόρους τρόπους. Πρῶτα – πρῶτα τὸ ἐκφράζει μὲ τὸ πρόσωπο. Ἀνάλογα μὲ τὴ λάμψι ἢ τὴ θλῖψι τοῦ προσώπου του μπορεῖς νὰ καταλάβῃς τὰ αἰσθήματα ποὺ ἔχει ὁ ἄλλος ἀπέναντί σου· τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ὁ καθρέπτης. Τὸ ἐκφράζει ἔπειτα μὲ τὶς κινήσεις καὶ τοὺς μορφασμούς του. Τὸ ἐκφράζει προπαντὸς μὲ τὴ γλῶσσα, μὲ τὸν προφορικὸ λόγο του. Τὸ ἐκφράζει καὶ μὲ τὸ γραπτὸ λόγο, μὲ ἐπιστολές. Τὸ ἐκφράζει μὲ τὴν εὐγένεια, μὲ τὸ ὕφος καὶ τοὺς τρόπους του.

Πές μου τί τραγουδᾷς…

Τέλος ἐκεῖνο ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς τὸ ἐκφράζει καὶ μὲ τὰ τραγούδια του. Τὸ τραγούδι εἶνε ἡ ἔκφρασις τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου. Πές μου τί τραγούδια ἀγαπᾷς, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι. Ἀγαπᾷς τραγούδια πατριωτικά; μέσα στὴν καρδιά σου καίει ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν πατρίδα. Ἀγαπᾷς πολεμικοὺς παιᾶνες, τραγούδια τῆς μάχης, ἐμβατήρια στρατιωτικά; τότε εἶσαι ἕτοιμος νὰ ὑποστῇς γιὰ τὴν πατρίδα κάθε θυσία. Ἀγαπᾷς τραγούδια αἰσχρά, ρεμπέτικα, διεφθαρμένα; τὰ τραγουδᾷς παντοῦ καὶ κάθε ὥρα; Τότε εἶσαι μιὰ χυδαία ψυχὴ καὶ ῥέπει στὰ εὐτελῆ καὶ χαμηλά. Πές μου τί τραγουδᾷς, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι.
Σήμερα δυστυχῶς ἐπικρατοῦν τραγούδια, ποὺ δὲν ἐξυψώνουν ἀλλὰ ταπεινώνουν καὶ ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἱστορικὸς τοῦ μέλλοντος, ἐὰν ἐρευνήσῃ τὰ τραγούδια τῆς ἐποχῆς μας, θὰ ἀποφανθῇ, ὅτι ἡ γενεά μας ὑπῆρξε πανσεξουαλική. Τὰ τραγούδια, ποὺ λένε οἱ ἄνθρωποι σήμερα, τὰ 99%, εἶνε τραγούδια τοῦ αἰσχροῦ ἔρωτα.

Ἕνα ἀνυπέρβλητο ποίημα

Ὑπῆρξε ὅμως κάποτε ἐποχή, ποὺ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ἔκαιγε μιὰ φλόγα ὄχι φυσικὴ καὶ γήϊνη, ἀλλὰ φλόγα οὐράνια. Ἦταν ἡ φωτιὰ τοῦ θεϊκοῦ ἔρωτος. Ἀκριβῶς δὲ ἐκδήλωσις τοῦ ἔρωτος αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεὸ εἶνε τὰ ποιήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Σήμερα δὲν μποροῦμε νὰ φτειάξουμε τέτοια ποιήματα καὶ τέτοια τραγούδια. Ὄχι γιατὶ δὲν ὑπάρχει μέλος, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ὑπάρχει καρδιά. Καρδιά, ποὺ ν᾿ ἀγαπάῃ τὸ Θεό· νὰ τὸν ἀγαπάῃ μὲ τόση ἔντασι ὅση τὸν ἀγάπησαν οἱ πρόγονοί μας.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ἐμπνευσμένα καὶ ὑπέροχα τραγούδια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος.
Ἔχει ἰδέες ὑψηλές, οὐρανογείτονες, οἱ ὁποῖες περιβάλλονται μὲ ἔκφρασι καὶ ὕφος ἀπαράμιλλο. Ἰδέες, ποὺ ἀγγίζουν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐκφράζονται μὲ τὴν πιὸ εὐγενικὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου, τὴν Ἑλληνική, ποὺ εἶνε ἡ μόνη ἱκανὴ νὰ ἀποδώσῃ καὶ τὴν τελευταία ἀπόχρωσι τῆς σκέψεως καὶ τοῦ αἰσθήματος. Νά τί εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Ἕνα ἀνυπέρβλητο ποίημα, ποὺ θαυμάζουν οἱ αἰῶνες.

Πῶς ἐδημιουργήθη

Κάθε ποίημα, ποὺ ἔχει δημιουργηθῆ, προῆλθε ἀπὸ κάποια αἰτία. Καὶ τὸ ποίημα αὐτὸ τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου προῆλθε ἀπὸ τὴν ἑξῆς αἰτία.
Μὲ τὰ φτερὰ τὶς φαντασίας μας ἂς διασχίσουμε νοερὰ τὸν πέπλο τῶν αἰώνων καὶ ἂς βρεθοῦμε στὸ 626 μ.Χ..
Εὑρισκόμεθα νοερῶς στὴν πόλι τῶν ὀνείρων μας, στὴν Κωσταντινούπολι. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου εὑρίσκετο ἕνας ἀπὸ τοὺς γενναιοτέρους καὶ τοὺς εὐσεβεστέρους αὐτοκράτορες ποὺ ἐγνώρισε τὸ Βυζάντιο, ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος.
Ὁ Ἡράκλειος ἐπὶ κεφαλῆς τῶν στρατευμάτων του εἶχε ἀναχωρήσει μακριά, πέρα τῶν ἀνατολικῶν συνόρων, γιὰ ν᾿ ἀποκρούσῃ ἕνα φοβερὸ κίνδυνο, ποὺ διέτρεχε τότε ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, τοὺς Πέρσες.
Διεξήγαγε μάχες στὶς πεδιάδες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Ἀρμενίας. Νικοῦσε καὶ θριάμβευε καὶ ἀνανέωνε τὰ τρόπαια τῶν προγόνων μας. Ἡ πορεία τοῦ Ἡρακλείου ἦταν πορεία σχεδὸν στὰ χνη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Ὁ Χοσρόης ὁ αὐτοκράτορας τῆς Περσίας ἐκλονίζετο. Πονηρὸς ὅμως καὶ πολυμήχανος, γιὰ νὰ φέρῃ ἀντιπερισπασμὸ στὸν Ἡράκλειο, ἐξαπέστειλε κρυφὰ μιὰ στρατιά, ἡ ὁποία ἔφτασε στὰ πρόθυρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Συγχρόνως δὲ συνεννοήθη μὲ τὸ βασιλιᾶ τῶν Ἀβάρων, μιὰ βάρβαρη φυλή, ἡ ὁποία κατέβηκε στὸν Δούναβι ποταμό. Οἱ δὲ Ἄβαροι, ἔχοντας μαζί τους καὶ τοὺς Σλάβους, κατέβηκαν σὰν χιονοστιβάδα καὶ ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὴν Πόλι.

Ἡ Πόλις κινδυνεύει

Ἡ Κωνσταντινούπολι ἦταν πολιορκημένη ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη, καὶ ὁ στρατὸς ἔλειπε. Μιὰ μικρὴ μόνο φρουρὰ ἐφύλαγε τὴν πόλι. Ὁ λαὸς προέβαλλε ἀντίστασι μὲ ἡγέτας δύο σπουδαίους ἄνδρες. Εὐτυχής ἡ πόλι, ποὺ ἔχει στοὺς κόλπους της ἄνδρας ὑπερόχους.
Ὁ ἕνας ἦτο ὁ στρατηγὸς Βῶνος καὶ ὁ ἄλλος ἦτο ὁ ἐπίσκοπος, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Σέργιος.
Ὁ ἕνας ἦτο ἐμψυχωτὴς τοῦ στρατοῦ καὶ ἐμάχετο ὡς λέων ἐπάνω στὰ τείχη, στὶς ἐπάλξεις τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ὁ ἄλλος ἦταν ἐμψυχωτὴς τοῦ λαοῦ καὶ ἀνέπεμπε στοὺς ναοὺς μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ θέρμες δεήσεις στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Θέλοντας νὰ ἐπιτύχουν κάποια χαλάρωσι στὴν φοβερὰ πολιορκία τῆς Πόλεως, ἔκριναν καλὸ οἱ δύο αὐτοὶ ἄνδρες, ὁ Βῶνος καὶ ὁ Σέργιος, νὰ ἀποστείλουν πρεσβεία πρὸς τὸν χαγᾶνο (=τὸν ἡγεμόνα) τῶν Ἀβάρων.
Ὁ χαγᾶνος, ποὺ καθόταν σὲ χρυσοστόλιστο θρόνο, τοὺς δέχθηκε μὲ ὑπερηφάνεια καὶ τοὺς κράτησε ὄρθιους.
―Τί θέλετε; τοὺς ρώτησε.
Καὶ αὐτοὶ ἀπήντησαν·
―Εἰρήνη. Εμεθα χριστιανοὶ καὶ ἀγαποῦμε τὴν εἰρήνη. Σὲ παρακαλοῦμε νὰ λύσῃς τὴν πολιορκία καὶ νὰ φύγῃς ἀπὸ τὴν Πόλι.
Ἐγέλασε ὁ χαγᾶνος καὶ τοὺς εἶπε·
―Νὰ ἐγκαταλείψετε, μέσα σὲ 24 ὧρες, ὅλοι σας τὴν πόλι. Καὶ νὰ μὴν πάρετε, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα πουκάμισο, τίποτε ἄλλο μαζί σας. Γιατὶ ὅ,τι ἔχει ἡ Πόλι, εἶνε δικά μου.
Συγχρόνως δὲ τοὺς ἀπείλησε καὶ τοὺς εἶπε·
―Δὲν ὑπάρχει περίπτωσι νὰ σωθῆτε. Ὁ βασιλιᾶς σας μὲ τὸ στρατὸ βρίσκεται μακριὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς βοηθήσῃ. Μόνο ἂν γίνεται ψάρια καὶ κολυμπήσετε ἢ πουλιὰ καὶ πετάξετε, τότε μόνο θὰ σωθῆτε.
Ἀνεχώρησαν περίλυποι οἱ πρέσβεις τῆς Πόλεως. Ἐπέστρεψαν στὴν Πόλι καὶ ἔλαβαν ἀπόφασι νὰ ἀγωνισθοῦν μέχρις ἐσχάτων. Οἱ ἄνδρες στὰ τείχη καὶ οἱ γυναῖκες μὲ τὰ παιδιὰ στοὺς ναοὺς διὰ τῆς προσευχῆς.

Ἡ ἐπέμβασις τῆς Θεοτόκου

Ὁ χαγᾶνος ἦταν βέβαιος γιὰ τὴ νίκη. Πίστευε, ὅτι ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἔμπαινε στὴν Πόλι καὶ θὰ τὴν κυρίευε ὁλόκληρη.
Ἀλλὰ συμβαίνουν στὴν ἱστορία τῶν λαῶν ὡρισμένα γεγονότα, τὰ ὁποῖα εἶνε ἀδύνατον νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε φυσικῶς καὶ ἱστορικῶς. Συμβαίνουν γεγονότα ποὺ ἀποδεικνύουν, ὅτι ὑπάρχουν ἀστάθμητοι παράγοντες, ποὺ κατευθύνουν τὴν ἱστορία. Ἀποδεικνύουν, ὅτι ὑπάρχει θεία πρόνοια, ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Καὶ ἐνῶ ὁ χαγᾶνος περίμενε νὰ εἰσέλθῃ στὴν Πόλι, τὴ νύχτα ἐφύσησε δυνατὸς ἄνεμος, θύελλα, καὶ ἐσάρωσε ὁλόκληρο τὸν Βόσπορο. Τὰ δύο – τρεῖς χιλιάδες πλοιάρια τῶν Ἀβάρων καὶ τῶν Περσῶν διαλύθηκαν· ἔγιναν ξύλα καὶ μόνον ξύλα. Ὁ δὲ χαγᾶνος ἔντρομος, λέει κάποιος ἱστορικὸς ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε―, εἶδε στὰ τείχη μιὰ γυναῖκα μαυροφόρα νὰ προστατεύῃ ὁλόκληρη τὴν Πόλι. Τὰ πλοῖα τους καταστράφηκαν, ὁ στρατὸς πανικοβλήθηκε, καὶ ὁ χαγᾶνος περίφοβος ἔλυσε τὸ πρωῒ τὴν πολιορκία.
Τότε ὁ πατριάρχης Σέργιος διατάσσει, ἄνδρες γυναῖκες καὶ παιδιὰ νὰ μεταβοῦν στὴν ἐκκλησία τῶν Βλαχερνῶν. Καὶ ἐκεῖ, ὄρθιοι ὅλη τὴ νύχτα, ἀνέπεμψαν γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο, τὸ ἀριστούργημα αὐτὸ τῆς βυζαντινῆς ποιήσεως.

Πανορθόδοξος ὕμνος

Ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τότε, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἐψάλη ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ἔχουν περάσει 1400 περίπου χρόνια. «Τὰ πάντα ρεῖ», λέει ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος, τὰ πάντα μεταβάλλονται. Ἀλλὰ μέσα στὴν διαρροή, στὴ μεταβολὴ καὶ φθορὰ τὸν πραγμάτων, τὸ ᾆσμα αὐτὸ μένει ἀλώβητο ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀναπέμπεται μὲ τὴν ἰδία ἔντασι. Ἂν μαζέψουμε τὰ τραγούδια, ποὺ ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, θὰ σχηματίσουμε τόμους ὁλοκλήρους. Ὅλα ἐκεῖνα τὰ τραγούδια λησμονήθηκαν. Ἀλλὰ τὸ τραγούδι αὐτὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ τραγούδι τῆς Παναγίας, μένει ἀλησμόνητο. Καὶ μετὰ ἀπὸ 1400 χρόνια συγκινεῖ κάθε ὀρθόδοξη καρδιά, ὅπου καὶ ἐὰν βρίσκεται, πανταχοῦ τῆς γῆς.
Ὁ ὑπέροχος αὐτὸς ὕμνος ἔχει μεταφρασθῆ σὲ 25 ἕως 30 γλῶσσες καὶ ἀπέκτησε μία παγκοσμιότητα, ποὺ δονεῖ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία. Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος σὰν ἁλυσίδα ἑνώνει ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους, ετε Ἕλληνας ετε Βουλγάρους ετε Ῥουμάνους ετε Ῥώσους ετε Σέρβους, ἀκόμη καὶ ὅταν βρίσκονται κάτω ἀπὸ τυραννικὰ καὶ ἄθεα καθεστῶτα. Σὰν κρίκος ἱερὸς ἑνώνει ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία. Ἰδιαιτέρως δὲ εἶνε τὸ καύχημα καὶ τὸ ἐγκαλλώπισμα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, ποὺ μόνο αὐτὸ μὲ τὴν ὑπέροχη γλῶσσα του μποροῦσε νὰ δημιούργησῃ ἕνα τέτοιο ἀριστούργημα.

Ἀντὶ ὕμνου ὕβρεις;

Μέσα ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς ναοὺς ἐξέρχεται ὁ ὕμνος στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ἐπαναλαμβάνεται τὸ «Χαῖρε» πρὸς αὐτὴν 144 φορὲς καὶ πλέον. Ἀλλ᾿ ὅταν βγαίνουμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ περνοῦμε ἀπὸ τοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες, τότε ἐκεῖ δὲν ἀκοῦμε τὸ «Χαῖρε». Εἶνε λυπηρό, ὅτι μέσα στοὺς ναοὺς εμεθα ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἀλλ᾿ ὅταν βγαίνουμε ἔξω στοὺς δρόμους καὶ ὅταν μπαίνουμε στὰ γραφεῖα καὶ στὰ σπίτια, ἐκεῖ δὲν θ᾿ ἀκούσουμε τὸ «Χαῖρε» τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ ἀντιθέτως θ᾿ ἀκούσουμε, πολὺ συχνά, φοβερὲς βλασφημίες. Ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδι καὶ μέχρι μεσονυκτίου καὶ μέχρι τῶν πρωϊνῶν ὡρῶν θὰ ἀκούσουμε φοβερὲς βλασφημίες στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Εἶνε φοβερό, ἀγαπητοί μου, αὐτὸ ποὺ γίνεται. Πρέπει νὰ κλαύσουμε, πρέπει νὰ πονέσουμε. Θά ᾿πρεπε ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ. Γιατὶ καμμιά γυναίκα, ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ διεφθαρμένη, δὲν ὑβρίζεται ἔτσι ὅπως ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος.
Ἕνας νεαρὸς εἰσπράκτορας λεωφορείου μοῦ ἔλεγε·
―Ἄχ πάτερ μου, θὰ φύγω ἀπὸ τὰ λεωφορεῖα, δὲν ὑποφέρω.
―Γιατί, παιδί μου; τοῦ λέω· δὲν σοῦ δίνουν μισθὸ ἱκανοποιητικό;
―Ὄχι, πάτερ μου, γι᾿ αὐτό. Γιὰ ἄλλο λόγο θέλω νὰ φύγω. Πιστεύω καὶ ἀγαπῶ τὸ Θεό. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ μπῶ στὸ λεωφορεῖο μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θὰ σχολάσω, ἀκούω νὰ βλαστημᾶνε τὰ θεῖα. Ἔχω μετρήσει δέκα, δεκαπέντε, τριάντα, μέχρι καὶ ἑκατὸ βλαστήμιες! Καὶ κανένας δὲν διαμαρτύρεται…
Εμεθα ἔθνος χριστιανικὸ καὶ ὀρθόδοξο;
Ὦ βλάσφημοι, ὁποιαδήποτε θέσι καὶ ἂν κατέχετε! Δὲν τολμᾶτε νὰ ὑβρίσετε ἕνα μικρὸ καὶ ἀσήμαντον ἄρχοντα τῆς γῆς. Ἀλλὰ χωρὶς φόβο ὑβρίζετε τὸ Θεὸ καὶ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἄνανδρα ὑποκείμενα!
Ἄχ, πότε ἡ Ἑλλὰς θὰ γίνῃ κράτος ὀρθόδοξο;
Στὰ χιονισμένα ψηλὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας, ὅπου τὸ ᾿40 μιὰ χούφτα Ἑλλήνων ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος, ἐκεῖ οἱ στρατιῶτες καὶ οἱ ἀξιωματικοί μας ἔβλεπαν τὴν Παναγία μας νὰ περιπατῇ δίπλα τους, νὰ τοὺς παρηγορῇ καὶ νὰ τοὺς προστατεύῃ. Γι᾿ αὐτὸ κάθε φορὰ ποὺ ὁ στρατός μας κατελάμβανε κάποιο ὕψωμα, ἔψαλλε· «Τͺῆ ὑπερμάχῳ Στρατηγὸ τὰ νικητήρια…».

Νὰ σβήσῃ ἡ βλασφημία

Χριστιανοί μου!
Ἂν θέλουμε νὰ εμεθα συνεπεῖς μὲ τὴν πίστι μας, σᾶς δίνω μία παραγγελία. Ὄχι ἐγώ, ἀλλὰ ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Μὴν ἀκοῦτε ἐμένα, ἀκοῦστε τὸ Χρυσόστομο. Τί λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος; Ἀκοῦς τὸν ἄλλο νὰ βλασφημῇ; Συμβούλευσέ τον μία, δύο, τρεῖς φορές. Δὲν σὲ ἀκούει; Ἔχεις χέρι; χτύπα τὸν βλάσφημο. Χέρι, ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάσφημο, θὰ ἁγιάσῃ.
Μὴν ἐπιτρέπετε, λοιπόν, σὲ κανένα νὰ βλαστημᾷ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ εἶνε ἡ προστάτις τοῦ ἔθνους μας, ἡ μητέρα ὅλων τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, τὸ καταφύγιο παντὸς θλιβομένου. Σὲ κάθε δύσκολη στιγμή, στὸν πόλεμο, στὰ στρατόπεδα, στὰ πλοῖα, στὰ νοσοκομεῖα, σὲ κάθε κίνδυνο ἀκούγεται· «Παναγία, σῶσε μας!».
Ἀδελφοί μου! ὁ γέρων ἐγὼ ἐπίσκοπος ἐπιθυμῶ, ὁ τόπος αὐτὸς ὁ ἅγιος νὰ μείνῃ καθαρὸς ἀπὸ τὸ μίασμα αὐτό· νὰ μὴν ἀκούεται καμμιά βλασφημία.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε. Ἂν θέλουμε ὁ τόπος αὐτὸς νὰ ζήσῃ, ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε τὴ χάρι καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου, πρέπει νὰ σβήσουμε τὴ βλασφημία ἀπὸ τὸ σπίτι μας, ἀπὸ τὴ γειτονιά μας, ἀπὸ τὸν τόπο μας.

(Φλώρινα 8-3-1968)

Δημοσιευθη στὴν Σπίθα φ. 561/1999 σ. 3-4

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.