Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

date Απρ 21st, 2019 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ

Κυριακὴ Βαΐων βράδυ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου

Η μακροθυμια του Θεου

«Φθάσαντες πιστοὶ τὸ σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν δοξάσωμεν…» (αἶν. Μ. Δευτ.)

ΝΥΜΦΙΟΣἈπόψε, ἀγαπητοί μου, ἀρχίζει ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ Ἐκκλησία μας, φιλόστοργη μάνα, κάνει μία «οἰκονομία»· ὥρισε τὰ «γράμματα» τοῦ ὄρ­θρου τῆς αὐριανῆς ἡ­μέ­ρας νὰ διαβάζωνται σήμερα.
Τὰ τροπάρια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶ­νε κατανυκτικά. Κεντοῦν καὶ μαλακώνουν καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ καρδιά. Τὴν κάνουν νὰ σκεφθῇ τ᾿ ἁμαρτήματά της, νὰ πονέσῃ, νὰ κλά­ψῃ, καὶ μετανοιωμένη νὰ πέσῃ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πῇ σὰν τὸ λῃστὴ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ἀρχίζει ἀπόψε ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Πολλὰ τροπάρια ἀκούγονται. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ θὰ πάρουμε ὡς θέμα ἐκεῖνο ποὺ λέει· «Φθάσαντες πιστοὶ τὸ σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν δοξάσωμεν…» (αἶν. Μ. Δευτ.). Τί σημαίνει αὐτό;

* * *

Πέλαγος ἦταν ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρα­κοστή, κ᾿ ἐμεῖς τὸ διαπλεύσαμε. Ἐρχόμαστε, ὕστερα ἀπὸ ταξίδι σαράντα ἡμερῶν, νὰ ῥί­ξου­με ἄγκυρα στὸ λιμάνι τοῦ Ἐσταυρωμένου.
Φτάσαμε, λέει, πιστοί. Ποῦ; Στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Γιατί ὀνομάζεται Μεγάλη Ἑβδομάδα; Διότι μεγάλα εἶνε ὅσα τελοῦν­ται κατ᾿ αὐτήν. Ἂν ρωτήσουμε, ποιά εἶνε ἡ σπου­­δαιότερη ὥρα τῆς ἀνθρωπότητος ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε μέχρι σήμερα, μερι­κοὶ τεχνοκράτες θ᾿ ἀπαντήσουν, ὅτι εἶνε ἡ ὥ­ρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος πάτησε στὴ Σελήνη. Μα­ταιότης! Δὲν εἶνε αὐτὴ ἡ σπουδαιότερη ὥρα. Ἡ σπουδαιότερη ὥρα εἶνε ὅταν ὁ Θεάν­θρωπος ὑψώθηκε στὸ σταυρό, μετέωρος μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30). Διότι τότε συνετρίβη τὸ κράτος τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Φθάσαμε, λοιπόν, στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ θὰ γιορτάσουμε τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου. Γιὰ τὰ πάθη ἂς κάνουμε μιὰ θεολογικὴ παρατήρησι. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἄν­θρωπος, ὅπως ἐμεῖς· εἶνε καὶ Θεός. Αὐτὴ εἶ­νε ἡ πίστι τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας. Ὁ Χριστός, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, εἶνε «διφυὴς ἄνθραξ». Πάρτε ἕνα κάρβουνο καὶ βάλτε το στὴ φωτιά. Θὰ γίνῃ κόκκινο· καὶ δὲν ξεχωρίζει ἡ φωτιὰ ἀπὸ τὸ κάρβουνο. Ὅπως λοιπὸν τὸ ἀναμμένο κάρβουνο ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο οὐσίες ποὺ δὲν χωρίζουν, ἔτσι καὶ ὁ Θεάνθρω­πος. Ἄνθραξ εἶνε ἡ σάρκα του ἡ ἁγία, καὶ πῦρ φωτεινὸ ἡ θεότητά του. Ὡς Θεὸς εἶνε ἀπαθής· ὡς ἄνθρωπος ὑφίσταται τὰ σεπτὰ πάθη.
Πάσχει σωματικῶς ὁ Χριστός. Ἕνας χυδαῖ­ος ὑπηρέτης πλησιάζει καὶ δίνει ἰσχυρὸ ῥάπισμα στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου. Ἕνας βά­ναυσος στρατιώτης κατασκευάζει φραγγέλλιο καὶ μαστιγώνει τὸν Ἰησοῦ. Ἄλλος τὸν φτύ­νει στὸ πρόσωπο. Ἄλλος μὲ μυτερὰ καρφιὰ καὶ σφυριὰ καρφώνει τὰ ἅγια χέρια καὶ πόδια του. Ἄλλος τὸν λογχίζει. Ἄλλος τοῦ προσ­φέρει νὰ πιῇ ὄξος καὶ χολή. Καὶ ἄλλοι «διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά» του καὶ «ἐπὶ τὸν ἱματισμόν» του «ἔβαλον κλῆρον» (Ψαλμ. 21,19).
Πάσχει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πάσχει καὶ ἡ ψυχή του πιὸ φρικτά. Πάσχει, ὅταν ὁ ἕνας μαθητής του τὸν προδίδει, ὁ ἄλλος τὸν ἀρνῆ­ται, οἱ ἄλλοι τὸν ἐγκαταλείπουν, καὶ μόνος μο­νώτατος ὑπομένει τὸ μαρτύριο τοῦ σταυροῦ. Τό­τε ἀπὸ τὰ πανάχραντα χείλη του βγαίνουν τὰ δυσερμήνευτα ἐκεῖνα λόγια «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46)· λόγια, ποὺ μέχρι σήμερα κανένας θεολόγος δὲν μπόρεσε νὰ συλλάβῃ τὸ βάθος τους.
Πάσχει ὁ Ἰησοῦς ὡς ἄνθρωπος. Ἀλλ᾿ ὡς Θεὸς μένει ἀπαθής. «Ὡς λέων ἐκοιμήθη», λέ­ει ὁ ἐμπνευσμένος ποιητής (αἶν. Μ. Σαββ. καὶ Γέν. 49,9). Εἶνε ἀρνίον ὁ Ἰησοῦς, πρᾶος καὶ ἀνεξίκακος· ἀλλὰ εἶνε καὶ λέων. Ποιός τολμᾷ νὰ πλησιάσῃ λέοντα, ἀκόμα κι ὅταν κοιμᾶται; Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὸν λέοντα, τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ καὶ τὶς δυνάμεις τοῦ κόσμου, τώρα ὡς ἀρνίον ἄκακον πάσχει.
Ἂν ἤθελε ὁ Χριστός, μποροῦσε μόνο τὸ δα­χτυλάκι του νὰ κουνήσῃ καὶ νὰ γίνουν σκόνη ὅσοι τὸν ἄγγιζαν. Μποροῦσε νὰ μαρμαρώσῃ τὰ χέρια τῶν σταυρωτῶν· νὰ ξεράνῃ τὴ γλῶσ­σα ἐκείνων ποὺ τὸν βλαστημοῦσαν, νὰ κάνῃ κάρβουνο καὶ στήλη ἅλατος ὅσους τόλμησαν νὰ τὸν διαπομπεύσουν. Ἀλλὰ μακροθυμεῖ καὶ τὰ ὑπομένει ὅλα. Ἂς δοξάσουμε «τὴν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν», ἀναφωνεῖ μὲ θαυμασμὸ ὁ ἐμπνευσμένος Βυζαντινὸς ποιητής. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι», θ᾿ ἀ­κούσουμε καὶ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμ­πτης. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε», ἐπαναλαμβάνουμε κ᾿ ἐμεῖς.
Ἐκεῖνα ὅμως ποὺ ὑπέφερε τότε, ἀγαπητοί μου, εἶνε λίγα μπροστὰ σ᾿ αὐτὰ ποὺ ὑποφέρει τώρα ἀπὸ μᾶς. Τὸ μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ συνε­χίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Οἱ Ἑβραῖοι τὸν σταύρωσαν μιὰ φορά· ἐμεῖς, οἱ λεγόμενοι Χρι­στιανοί, τὸν σταυρώνουμε κάθε μέρα. Ἑκατομ­μύρια λαοῦ χριστιανικοῦ, στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Εὐρώπη, στὸ Παρίσι, στὸ Λονδῖνο, στὸ Βερολῖνο καὶ ἀλλοῦ, ἄνθρωποι ποὺ καυχώμε­θα γιὰ τὸ χριστιανισμό μας, σταυρώνουμε ἐκ νέου τὸ Χριστό. Καμμία γενεὰ δὲν ἁμάρτησε τόσο ὅσο ἡ δική μας. Γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ποιό ἔγκλημα δὲν διέπραξες! μοιχεία, πορνεία, ψευδομαρτυρίες, ἀπάτες, ἐγκλή­ματα φρικτὰ καὶ ἀποτρόπαια. Ποικίλη διαφθο­ρὰ κατέκλυσε τὴν ἀνθρωπότητα.
Καὶ ὄχι μόνο ἁμαρτάνουμε, ἀλλὰ καὶ δὲν με­τανοοῦμε. Καὶ ὁ Κύριος τί κάνει; Μακροθυ­μεῖ! «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε». Μὲ ὅ­ση εὐκολία ἐ­μεῖς μποροῦμε νὰ συνθλίψουμε κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα μας ἕνα σκουλήκι, ἔτσι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ συνθλάσῃ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς παντοδυναμί­ας του τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, τὸ σκουλήκι αὐτὸ κατὰ τὸν ψαλμῳδό· «Ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος…» (Ψαλμ. 21,7). Μποροῦσε ὁ Χριστός, ὁ «ἐπιβλέπων ἀβύσσους» (θ. Λειτ. Μ. Βασ.), ὁ κυβερνῶν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ὁ βα­σιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὁ Δη­μιουργὸς τοῦ σύμπαντος, νὰ διατάξῃ νὰ φουσκώσουν οἱ ποταμοὶ τὰ νερά τους νὰ καλύψουν τὶς κορυ­φὲς καὶ τῶν ὑψηλῶν ὀρέων. Μπο­ροῦσε ὁ Θεὸς νὰ πῇ στὸν ἥλιο νὰ πλησιάσῃ καὶ νὰ κάψῃ τὰ κεφάλια τῶν ἐνόχων. Μποροῦ­σε νὰ διατάξῃ τὰ ἄστρα νὰ γίνουν ἀστροπελέκια καὶ νὰ πέσουν πάνω στοὺς ἀσεβεῖς καὶ βλασφήμους. Καὶ ὅμως δὲν τὸ κάνει. Μακροθυμεῖ. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου Κύριε».
Αὐτὴ εἶνε, ἀγαπητοί μου, μία πρακτικὴ ἑρ­μη­νεία τοῦ γλυκυτάτου τροπαρίου ποὺ λέει «Φθάσαντες πιστοὶ τὸ σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμί­αν δοξάσωμεν· ὅπως τῇ αὐτοῦ εὐσπλαγχνίᾳ συνεγείρῃ καὶ ἡμᾶς, νεκρωθέντας τῇ ἁμαρτίᾳ, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος».
* * *
Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες! Ἂς δοξάσουμε τὸ Θεὸ ποὺ φθάσαμε στὸ λιμάνι τῆς Μεγάλης Ἑ­βδομάδος. Ὁ Κύριος μᾶς δίνει νέα προθεσμία. Διαβάσατε τὸ Εὐαγγέλιο; Εἴδατε τί λέει; Λέει γιὰ κάποιον γεωργὸ ποὺ πῆγε στὸ ἀμπέλι του· εἶδε μιὰ συκιὰ ἄκαρπη, ἦταν ἕτοιμος νὰ τὴν κό­ψῃ μὲ τὸ τσεκούρι, καὶ κάποιος τοῦ εἶπε· Ἄ­φησέ την κι αὐτὸ τὸ χρόνο, μήπως κάνῃ καρ­πό (βλ. Λουκ. 13,8). Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ συκιὰ ἡ ἄκαρπη. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ γεωργός. Θὰ φιλοτιμηθοῦμε ἀπὸ τὴ μακροθυμία του; Θὰ κάνουμε ἐπὶ τέλους τὸ βῆμα τῆς μετανοίας;
Ὦ Θεέ μου, ποῦ μιλῶ; σὲ ἀνθρώπους ἢ σὲ βράχια; Ἀλλὰ καὶ τὰ βράχια τοῦ Γολγοθᾶ συγ­κλονίσθηκαν. Ξέρω πολὺ καλά, ὅτι ἀρκετοὶ ἀ­πὸ σᾶς ποτέ δὲν ἐξωμολογηθήκατε, ποτέ ἀ­πὸ τὰ μάτια σας δὲν ἔσταξε δάκρυ μετανοίας. Κλάψατε γιὰ τὸν πατέρα σας, γιὰ τὴ μητέρα σας, γιὰ ἄλλα προσφιλῆ σας πρόσωπα, ἀλλὰ γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά σας δὲν κλάψατε. Εἰς μάτην πάει ἡ ζωή σας. Προθεσμία μᾶς δίνει ὁ Θε­ός, γιὰ νὰ ἐξοφλήσουμε τὰ χρέη τῶν ἁμαρτι­ῶν μας. Γι᾿ αὐτὸ ἔρχεται ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ ἡ Μεγάλη Παρασκευή. Ὁ καθένας μας, ὅπως ὁ λῃστὴς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, νὰ συναισθανθοῦ­με τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Κανείς δὲν εἶ­νε ἀναμάρτητος· εἴτε ἐπίσκοπος εἴτε πρεσβύ­τερος εἴτε ἀσκητὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἴτε ἄν­τρας εἴτε γυναίκα, εἴτε ἀσπρομάλλης γέρον­τας εἴτε μικρὸ παιδί, ὅλοι ἁμαρτάνουμε. Ὅ­πως δὲν ὑπάρχει ψάρι ποὺ νὰ μὴ βρέχεται ἀ­πὸ τὴ θάλασσα, ἔτσι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν τὸν βρέχῃ τὸ κῦμα τῆς ἁμαρτίας.
Ἀδελφοί μου, ἂς δοξάσουμε τὸ Θεό, ποὺ φτάσαμε στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Νὰ μετανοήσουμε εἰλικρινά, νὰ ἐξομολογηθοῦ­με, νὰ λουσθοῦμε στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, καὶ τὴ νύχτα τοῦ Πάσχα μὲ καθαρὴ καρδιὰ νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ ἡ­μᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.