Απεναντι στο θανατο – «Μη κλαιετε· ουκ απεθανεν, αλλα καθευδει» (Λουκ. 8,52)
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2235
Κυριακὴ Ζ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 8,41-56)
27 Ὀκτωβρίου 2019
Του Μητροπολιτου π. Αὐγουστινος Καντιωτου
Απεναντι στο θανατο
«Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (Λουκ. 8,52)
Ὁ θάνατος, ἀγαπητοί μου, ποὺ πολλὲς φορὲς ἔρχεται στὴ ζωή μας ἀπροειδοποίητα καὶ πέφτει ξαφνικὰ πάνω σ᾽ ἕναν ἢ περισσοτέρους συνανθρώπους μας σὰν κεραυνός· ὁ θάνατος, ποὺ ἁρπάζει μέσα ἀπ᾽ τὴν ἀγκάλη μας καὶ τὰ πιὸ ἀγαπητὰ πρόσωπα, δημιουργεῖ θλῖψι. Κάθε λογικὸς καὶ φυσιολογικὸς ἄνθρωπος μπροστὰ στὸ θάνατο σταματᾷ, μπροστὰ στὸ φέρετρο συστέλλεται, μπροστὰ σὲ ἕνα τάφο συλλογίζεται μὲ θλῖψι πολλὰ πράγματα.
* * *
Τὴ θλῖψι ὅμως αὐτὴ δὲν τὴν ζοῦν ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο· ἀλλιῶς τὴν ἀντιμετωπίζει ὁ ἄπιστος καὶ ἀλλιῶς ὁ πιστός. Ὁ ἄπιστος νικιέται ἀπὸ τὴ θλῖψι, ἐνῷ ὁ πιστὸς νικᾷ τὴ θλῖψι.
⃝ Ὁ ἄπιστος καταβάλλεται, νικιέται, ἀποδιοργανώνεται ἀπὸ τὴ θλῖψι. Κλαίει ἀπαρηγόρητα καὶ ὀδύρεται. Πάνω στὸν πόνο ποὺ νιώθει χάνει τὸ ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του, παραφέρεται, ξεφεύγει, παραλογίζεται. Αἰσθάνεται μέσα του πίεσι, θέλει κάπου νὰ ξεσπάσῃ, καὶ τὰ βάζει μὲ ὅλους· ἐκεῖ τότε συχνὰ ἀσεβεῖ, καταριέται, βλαστημάει, καταντᾷ μισάνθρωπος, τρελλαίνεται. Κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς θλίψεως μαραίνεται ψυχικά, φαρμακώνεται καὶ σωματικά, καὶ τὸ χειρότερο· κάποτε στὸ τέλος δυστυχῶς αὐτοκτονεῖ.
Εἶνε ἑπόμενο αὐτό. Ἐφ᾿ ὅσον δὲν πιστεύει στὸ Θεό, στὴν θεία πρόνοια καὶ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ γι᾽ αὐτὸν ἄλλη ζωὴ δὲν ὑπάρχει, νομίζει ὁ ταλαίπωρος ὅτι ὁ ἀποθανὼν συγγενὴς ἢ φίλος του ἐξαφανίστηκε, μηδενίστηκε πλέον· βλέπει τὸ θάνατο ὡς τὸ ὁριστικὸ καὶ ἀμετάκλητο τέρμα τῆς ζωῆς μας, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸν φοβᾶται καὶ τὸν τρέμει. Ταράζεται καὶ ἀκούγοντας ἀκόμη τὴ λέξι «θάνατος». Πασχίζει νὰ διώξῃ ἀπὸ τὴ σκέψι του κάθε τι ποὺ θυμίζει θάνατο. Καὶ μπορεῖ νὰ δῇ τότε κανεὶς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δηλώνει ἄπιστος, νὰ ἐκδηλώνῃ μιὰ πίστι σὲ κάτι μεταφυσικό, νὰ θέλῃ π.χ. νὰ ἐξορκίσῃ τὸ θάνατο …χτυπώντας ξύλο! Τί σημαίνουν αὐτά; Σημαίνουν, ὅτι στὴν ψυχὴ καὶ τὴ σκέψι αὐτοῦ τοῦ ἀπίστου βασιλεύει ὁ θάνατος μὲ ὅλα τὰ φόβητρά του, τὶς δεισιδαιμονίες καὶ ἀνόητες προλήψεις.
⃝ Τελείως διαφορετικὴ στάσι ἀπέναντι στὸ θάνατο παίρνει ὁ πιστός. Τὸν καιρὸ τοῦ πένθους του γιὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του, τῆς συζύγου του, τοῦ παιδιοῦ του, τοῦ φίλου του, ὁ πιστὸς Χριστιανὸς φανερώνει ἕνα μεγαλεῖο ψυχῆς· ξεδιπλώνει τὴν πίστι του καὶ τὴν ὑψώνει σὰν σημαία θριάμβου κατὰ τοῦ θανάτου. «Πιστεύει» –καὶ τὸ δείχνει– «εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα»· «προσδοκᾷ» –χωρὶς ἀμφιβολία– «ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Σύμβ. πίστ. 1, 11-12).
Δὲν λέμε ὅτι μένει τελείως ἀπαθὴς ἀπέναντι στὸ θάνατο. Πονάει καὶ πάσχει κι αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ τέλειος ἄνθρωπος, «ἐδάκρυσε» στὸ μνῆμα τοῦ φίλου του Λαζάρου (Ἰω. 11,35). Ἡ ἀναισθησία στὸ θάνατο –ὅσο καὶ ἂν τὴν ἐπιδιώκουν κάποιοι φιλόσοφοι μιλώντας γιὰ στωικὴ ἀπάθεια, ἢ τὰ ἀνατολικὰ θρησκεύματα καὶ ὁ βουδδισμὸς μιλώντας γιὰ τὴ νιρβάνα– δὲν εἶνε κάτι φυσικό· εἶνε χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς νεκρᾶς φύσεως, ὄχι τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Ἡ ἀνθρώπινη καρδιὰ μπροστὰ στὸ θάνατο καὶ θὰ πονέσῃ καὶ θὰ δακρύσῃ καὶ θὰ κλάψῃ. Ἔχει ὅμως ἰσχυρὸ στήριγμα, ποὺ ἀντισταθμίζει αὐτὴ τὴν καταπόνησι.
Ὁ πιστὸς ἄνθρωπος, ὅταν δῇ τὸ θάνατο νὰ ζυγώνῃ μὲ γοργὰ βήματα στὴν κλίνη εἴτε τοῦ ἀσθενοῦς συνανθρώπου του εἴτε καὶ στὴ δική του, θέτει σὲ ἐνέργεια τὴν ἔντονη προσευχή. Θυμᾶται τότε καὶ ἀκολουθεῖ τὸν «ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας ἡμῶν» (Ἑβρ. 2,10), τὸν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν. Τί ἔκανε ἐκεῖνος ὅταν βρέθηκε στὴν ἴδια θέσι; προσευχήθηκε ἐναγωνίως τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ καθὼς ἔβλεπε τὸν θάνατο νὰ πλησιάζῃ καὶ τὸ πικρὸ ποτήριο νὰ ἑτοιμάζεται γι᾽ αὐτόν. Αὐτὸ λοιπὸν θὰ κάνῃ καὶ ὁ Χριστιανός. Θὰ προσευχηθῇ κιαὐτός, σ᾽ αὐτὴ τὴ Γεθσημανῆ τῆς ζωῆς του, καὶ θὰ πῇ· «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39). Θὰ παρακαλέσῃ κι αὐτὸς τὸν Κύριο, ποὺ εἶνε «ὁ καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων» (Νεκρ. ἀκολ., ἀπόλ.), ν᾽ ἀπομακρύνῃ τὸ πικρὸ ποτήριο τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ δὲν θὰ χάσῃ τὴ γαλήνη του· θὰ ὑποταχθῇ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἐμπιστευθῇ τὴ ζωή, τὴ δική του καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀγαπᾷ, στὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος μὲ ἀγάπη σοφία καὶ δικαιοσύνη ὁρίζει «τὰς εἰσόδους εἰς τὸν κόσμον τοῦτον καὶ τὰς ἐξόδους» τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς (εὐχ. Πεντηκ.), καὶ θὰ ἑτοιμαστῇ νὰ πιῇ τὸ ποτήριο.
Εἶνε βέβαιος ὅτι ὁ πανάγαθος Χριστὸς ἀκούει τὴν προσευχὴ καὶ τὸν ἀναστεναγμό του καὶ θὰ στείλῃ βοήθεια. Εἶνε βέβαιος ὅτι ὁ εὔσπλαχνος Χριστός, ποὺ δὲν φορτώνει στὰ παιδιά του «φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα» (πρβλ. Ματθ. 23,4. Λουκ. 11,46), τὴν ὥρα τοῦ πένθους, τῆς ἐκτάκτου αὐτῆς δοκιμασίας, θὰ τοῦ στείλῃ καὶ ἔκτακτη ἐνίσχυσι. Καὶ τότε, τὴν ὥρα ποὺ μὲ μάτια βουρκωμένα θὰ πίνῃ σταγόνα – σταγόνα τὸ πικρὸ ποτήρι τοῦ θανάτου, ἐκείνη τὴν ὥρα μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεώς του θὰ βλέπῃ ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ δῇ ὁ ἄπιστος· θὰ βλέπῃ αὐτὸ ποὺ εἴδαμε ὅλοι στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί δηλαδή;
Θὰ δῇ τὸν Κύριο, ὅπως ἄλλοτε πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, νὰ ἔρχεται τώρα μυστικῶς καὶ στὸν οἶκον τῆς δικῆς του ψυχῆς· καὶ αὐτὴ ἡ ἀόρατη μυστικὴ ἐπίσκεψις τοῦ Κυρίου θὰ δώσῃ στὸν δοῦλο του νέες δυνάμεις, ὥστε ὁ πιστὸς ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ τὸ θάνατο καὶ τὸ πένθος μὲ ἄλλο φρόνημα καὶ ἄλλα αἰσθήματα. Ὅπως στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου «ἔβγαλε ὅλους ἔξω» (Λουκ. 8,54), ἔτσι τώρα θὰ διώξῃ ἔξω ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ τὸν ὄχλο τῶν λογισμῶν ποὺ δὲν ἀφήνουν τὴν καρδιὰ νὰ ἠρεμήσῃ καὶ νὰ δῇ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ὅπως τότε εἶπε σὲ ὅλους τοὺς θρηνοῦντας νὰ σταματήσουν τὸ θρῆνο, ἔτσι τώρα θὰ σφουγγίσῃ τὰ δάκρυα τοῦ πένθους καὶ θὰ πῇ στὸ πιστὸ παιδί του ὅ,τι εἶπε καὶ στὸν Ἰάειρο· «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (ἔ.ἀ. 8,52).
* * *
Ναί, ἀδελφοί μου! οἱ νεκροί μας δὲν παύουν νὰ ζοῦν, δὲν ἐξαφανίζονται. Μετὰ τὸν θάνατο οἱ ψυχές τους ζοῦν ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἡ ἀληθινὴ ζωή. Καὶ τὰ σώματά τους, ποὺ μένουν ἐδῶ μέσα στοὺς τάφους, ἀναπαύονται καὶ κοιμοῦνται μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. Γι᾽ αὐτὸ τὰ νεκροταφεῖα κατὰ τὴν χριστιανικὴ ἀντίληψι εἶνε καὶ λέγονται κοιμητήρια. Οἱ ψυχὲς ἐκείνων ποὺ ἔφυγαν ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ ζωὴ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως ζοῦν κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ περιμένουν τὴν ἡμέρα ἐκείνη, τὴ μεγάλη καὶ ἐπίσημη, κατὰ τὴν ὁποία τὰ σώματα θὰ ἑνωθοῦν μαζί τους, τότε ποὺ ὅλοι οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ ἐμφανισθοῦν μπροστὰ στὸν Ποιητὴ καὶ Πλάστη τους γιὰ τὴν τελικὴ κρίσι καὶ ἀπόφασι.
Μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη οἱ ψυχὲς ἐκείνων ποὺ ἔκλεισαν τὰ μάτια στὸ μάταιο τοῦτο κόσμο ἐν μετανοίᾳ, ζοῦν ἐκεῖ μέσα στὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὑπάρχει τίποτε γλυκύτερο καὶ ὡραιότερο ἀπὸ τὸ νὰ ζῇ κανεὶς κοντὰ στὸ Θεό; Καὶ ἐφ᾿ ὅσον ἡ ψυχὴ τοῦ ἀποθανόντος συγγενοῦς μας ἔχει ἐξασφαλισθῆ ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχουν τὰ δεινὰ τῆς παρούσης ζωῆς, ἐκεῖ ὅπου ὅπως τόσο ὡραῖα ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας «ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός» (Νεκρ. ἀκολ., εὐχή), ἐκεῖ ποὺ «οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός» (κοντάκ.), γιατί ἐμεῖς νὰ κλαῖμε καὶ νὰ θρηνοῦμε ἀπαρηγόρητα; Σὲ λιμάνι ἀσφαλισμένο ἔφτασαν οἱ ψυχὲς μὲ τὸ θάνατο. Μακριὰ ἀπὸ τὰ κύματα, τὴ ζάλη, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις αὐτῆς τῆς ζωῆς, εἶνε μακάριοι, ἥσυχοι, εὐτυχισμένοι· βλέπουν σὰν σκιὰ καὶ ἀράχνη ὅλα ἐκεῖνα τὰ δύσκολα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἐμεῖς ἐπάνω στὴ γῆ θρηνοῦμε καὶ χτυπιόμαστε.
Τὰ δάκρυά μας λοιπὸν ἁρμόζουν μᾶλλον γιὰ ἐμᾶς τοὺς ζῶντας, παρὰ γιὰ τοὺς προσφιλεῖς νεκρούς μας.
Μὲ τέτοια φρονήματα καὶ αἰσθήματα ὁ πιστὸς ἀντιμετωπίζει τὸ θάνατο. Πιστεύει στὸ Χριστὸ τὸ νικητὴ τοῦ θανάτου, ζῇ κατὰ τὸ θέλημά του, ἐλπίζει στὸ ἔλεος καὶ στὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, νικᾷ τὴ θλῖψι τοῦ θανάτου. Ἔτσι μπορεῖ κι αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, βλέποντας μὲ ἀτάραχο βλέμμα τὸ θάνατο, νὰ κραυγάσῃ μὲ τὴ χαρὰ τοῦ θριάμβου τῆς πίστεώς του· Ποῦ εἶνε, θάνατε, τὸ κεντρί σου; ποὺ εἶνε, ᾅδη, ἡ νίκη σου; …εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ νίκη διὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; … τῷ Θεῷ χάρις τῷ διδόντι ἡμῖν τὸ νῖκος διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 15,55,57).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι, τ. 224-225/29-10-1939, σσ. 113-114).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.