Αυγουστίνος Καντιώτης



ΑΥΤΟΜΑΤΟΝ ΔΙΑΖΥΓΙΟΝ: (Σημειο των καιρων -Οι λογοι του Χριστου -Η Εκκλησια κατα την εποχην της Τουρκοκρατίας -Δεκα λογοι διαζυγιου! -Ο πλεον αντιχριστιανικος λογος διαζυγιου – Το αυτοματο διαζυγιον θριαμβος του εκφυλισμου – Η Ιεραρχια να διαχωριση τις ευθυνες της

date Μαρ 4th, 2020 | filed Filed under: «ΧΡΙΣΤΙΑΝ. ΣΠΙΘΑ»

«Χριστιανική Σπίθα», Μάρτιος 1973, φυλ. 348
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΑΥΤΟΜΑΤΟΝ ΔΙΑΖΥΓΙΟΝ;

Σημεῖο τῶν καιρῶν

γαμος(Καὶ ἄλλοτε ἡ «Σπίθα» ἠσχολήθη μὲ τὸ θέμα τοῦ αὐτομάτου διαζυγίου. Οἱ λεγόμενοι «ἀλύτρωτοι» κινοῦνται ἐκ νέου. Πᾶσαν προσπάθειαν καταβάλλουν νὰ ἐπιτύχουν τὴν αὐτόματον διάλυσιν τοῦ γάμου. Τὸ Ὑπουργεῖον τῆς Δικαιοσύνης δεικνύεται δυστυχῶς εὐνοϊκὸν ἀπέναντί των. Καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀπέστειλε πρὸς τοὺς Ἱεράρχας ἐγκύκλιον, διὰ τῆς ὁποίας ζητεῖ τὴν γνώμην αὐτῶν, ἐὰν εἶνε ἀνάγκη νὰ δειχθῆ συγκατάβασις τῆς Ἐκκλησίας…

Τῶ 1920 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐντόνως διεμαρτυρήθη διʼ Ὑπομνήματός της πρὸς τὴν Κυβέρνησιν διὰ τὸ περιβόητον «ἀσυμβίβαστον τῶν χαρακτήρων» ὡς λόγον διαζυγίου, καὶ ἐτόνισεν ὅτι τοιαῦται ἀπαιτήσεις τῆς Πολιτείας θὰ ὁδηγήσουν εἰς χωρισμὸν τῆς Ἐκκλησίας ἀπʼ αὐτῆς. Σήμερον, ὅτε πλέον τίθεται θέμα αὐτομάτου διαζυγίου, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει ἐντονώτερον νὰ διαμαρτυρηθῆ, καὶ ἐπʼ οὐδενὶ λόγω νὰ ὑποχωρήση εἰς τὴν ἐξωφρενικὴν ἀπαίτησιν. Διότι ὑποχώρησις εἰς τὴν ἀπαίτησιν αὐτὴν θὰ σημάνη κατερείπωσιν τῆς οἰκογενείας καὶ καταρράκωσιν τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπενθυμίζομεν ταπεινῶς καὶ προηγούμενον ἄρθρον τῆς «Σπίθας» ὑπὸ τὸν τίτλον «Ὄχι ὑποχωρήσεις» (ἀριθμ. Φύλ. 324/1971). Ἐκεῖ ἐφιστᾶτο ἡ προσοχὴ ἐπὶ δογματικῶν θεμάτων. Ἐδῶ ἐπὶ ἠθικοῦ. Οὔτε προδοσία πίστεως οὔτε προδοσία ἠθικῆς. Πίστις καὶ ἠθικὴ εἶνε ἀλληλένδετα καὶ ἀχώριστα. Ἰσχύει καὶ περὶ αὐτῶν τὸ «Ἄ ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω». Ὁ εὐσεβὴς λαὸς ἀναμένει παρὰ τῆς Ἐκκλησίας του ἡρωϊκὴν ἀντιμετώπισιν τῆς προπετοῦς καὶ αὐθάδους καὶ ὅλως ἐξωφρενικῆς καὶ ἀπαραδέκτου ἀπαιτήσεως. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει διὰ νὰ ἱκανοποιῆ τὰ ἁμαρτωλὰ θελήματα τοῦ κόσμου˙ ὑπάρχει διὰ νὰ διδάσκη καὶ νὰ φρονιματίζη τὸν κόσμον.

Δημοσιεύομεν ἐνταῦθα ἡμέτερον Ὑπόμνημα ὑποβληθὲν τῆ Ἱερᾶ Συνόδω εἰς ἀπάντησιν πρὸς τὴν ἐγκύκλιον αὐτῆς ἐπὶ τοῦ θέματος τοῦ αὐτομάτου διαζυγίου).

Ἀπαντῶντες εἰς τὴν ὑπʼ ἀριθμ. 1884/24-1-72 ἐγκύκλιον Ὑμῶν ἐν σχέσει μὲ τὴν πρότασιν τῆς εἰσαγωγῆς παρʼ ἡμῖν τοῦ λεγομένου «αὐτομάτου διαζυγίου», ἔχομεν νὰ παρατηρήσωμεν τὰ ἐξῆς:

Οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας, διεκήρυξε τὸ ἀδιάλυτον τοῦ γάμου εἰπών˙ «Ὅ ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19, 6). Ὁ μόνος δὲ λόγος διαλύσεως τοῦ γάμου, κατὰ τὸν αἰωνίου κύρους λόγον Αὐτοῦ, εἶνε ἡ μοιχεία˙ «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι ὅς ἄν ἀπολύση τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι» (Ματθ. 5, 32).

Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς Τουρκοκρατίας

Ἡ Ἐκκλησία, πιστὸς φύλαξ τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, δὲν ἐξέδιδε διαζύγια, εἰμὴ μόνον ἐπὶ λόγω μοιχείας, τὸν ὁποῖον ἡ ἰδία ἐξηκρίβωνεν, εἰς οὐδεμίαν ἄλλην κοσμικὴν ἀρχὴν ἐπιτρέπουσα ἀνάμιξιν εἰς τὰ τῆς τελέσεως τοῦ γάμου καὶ τῆς διαλύσεως αὐτοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἐκυριάρχει πνευματικῶς καὶ εἰς τὸν τομέα τοῦ οἰκογενειακοῦ βίου. Ὁ δὲ οἰκογενειακὸς βίος τῶν χριστιανῶν, συναπτόντων γάμον ἐν Κυρίω, ὑπῆρξεν ἐξ ἐπόψεως ἠθικῆς καθαρότητος, στοργῆς καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων ἕν ἀπὸ τὰ μεγαλοπρεπέστερα θεάματα, ποὺ παρουσίασεν ἡ ἐν Χριστῶ καινὴ ζωή. Ἡ Ἐκκλησία ἠγωνίζετο κραταιῶς κατὰ τῆς εἰσβολῆς διατάξεων κοσμικῶν, διʼ ὧν θὰ ἐμολύνετο ὁ ἠθικὸς βίος τῶν χριστιανῶν, ὑποχρεωμένων νὰ ζοῦν κατὰ τὸ ἐκπεφρασμένον θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ δὲ ἄξιον θαυμασμοῦ εἶνε, ὅτι κατὰ τοὺς σκοτεινοὺς αἰῶνας τῆς Τουρκοκρατίας ἐπίσκοποι καὶ πατριάρχαι, μνήμονες τῶν ρημάτων τοῦ Θείου Ἱδρυτοῦ, ἀνέστησαν ἡρωϊκῶς κατὰ περιβοήτων ἐκπροσώπων τῆς σουλτανικῆς ἐξουσίας καὶ προετίμησαν νὰ πέσουν ἐκ τοῦ θρόνου των, παρὰ νὰ ὑποκύψουν εἰς τὴν θέλησιν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπέμενον νὰ διαλύωνται γάμοι χριστιανῶν ὑπηκόων των παρὰ τὰς ρητὰς διατάξεις τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Ἄθλια ὑποκείμενα, Γραικύλοι, οἱ ὁποῖοι ἤθελον ἀντικανονικῶς νὰ λύσουν τοὺς γάμους των, κατέφευγον εἰς τοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας καὶ ἤλπιζον ὅτι διὰ μέσου τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας θὰ ἠδύναντο νὰ κάμψουν τὴν θέλησιν τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ διεψεύδοντο εἰς τὰς ἐλπίδας των. Ἡ Ἐκκλησία παρέμενεν ἄκαμπτος καὶ ὑπὸ καθεστὼς ἀκόμη Ἀβδοὺλ Χαμήτ. Περιττὸν νʼ ἀναφέρωμεν παραδείγματα.

Δέκα λόγοι διαζυγίου !

Δυστυχῶς μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος ἐκ τοῦ Τουρκικοῦ ζυγοῦ ἡ Ἐκκλησία, ἐλευθέρα καὶ κυρίαρχος ἐν τοῖς πνευματικοῖς κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκικῆς δουλείας, ὑπετάγη αἰσχρῶς εἰς τὴν θέλησιν τοῦ Καίσαρος, τοῦ φέροντος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του τὸν Σταυρόν, τὸ ἱερώτατον τοῦτο σύμβολον τῆς νίκης καὶ τοῦ θριάμβου τοῦ πνεύματος κατὰ τῆς ὕλης καὶ τῆς σαρκός. Ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία βαναύσως ἐπενέβη καὶ εἰς τὸ ἱερώτατον μυστήριον τοῦ γάμου, ἀντενομοθέτησε τῶ αἰωνίω Νομοθέτη Χριστῶ. Πλὴν τοῦ μοναδικοῦ λόγου, διʼ ὅν ἡ Ἐκκλησία ἐν ἰδίω αὐτῆς δικαστηρίω ἔκρινε καὶ ἀπεφάσιζε τὴν διάλυσιν τοῦ γάμου, ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία εἰσήγαγε καὶ ἄλλους λόγους διαλύσεως τοῦ γάμου. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10…, οἱ ὁποῖοι, κρινόμενοι ἐπὶ τῆ βάσει τοῦ Εὐαγγελικοῦ Νόμου, εἶνε ἀπαράδεκτοι (*). Ὀρθῶς ἐγγράφη ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου ἱεροκήρυκος τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἀθηνῶν π. Σεραφεὶμ Παπακώστα, ὅτι οἱ νομοθέται τοῦ Κράτους «παρεμβαίνουν ὅλως ἀναρμοδίως εἰς τὴν θείαν νομοθεσίαν διὰ νὰ τὴν διορθώσουν, καθʼ ὅν τρόπον ὁ ἀδαὴς καὶ ἄπειρος χωρικὸς παρεμβαίνει διὰ νὰ διορθώση τὸ ἀριστούργημα διασήμου καλλιτέχνου καὶ τὸ καταστρέφει. Κατορθώνουν μὲ τὰς διαρκῶς μεταβαλλομένας περὶ γάμου νομοθεσίας των νὰ χωρίζουν «ὅ ὁ Θεὸς συνέζευξε», νὰ κρημνίζουν τὸ θεόκτιστον τοῦτον καθίδρυμα, τὸ ὁποῖον λέγεται οἰκογένεια, διὰ νὰ προχωροῦν οἱ λαοὶ εἰς τὴν προχριστιανικὴν κατάστασιν τῆς πολυγαμίας καὶ ἀσωτείας» (Ἀρχιμ. Σεραφεὶμ Παπακώστα, «Ἡ ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου», Ἀθῆναι 1966, σελ. 235).

(*) Διὰ τὸ θέμα τῶν νομοθετηθέντων ἀντιευαγγελικῶν λόγων ἐκδόσεως διαζυγίου ἔχει πολλάκις ἀσχοληθῆ ἡ «Σπίθα», ἰδία εἰς τὰ ὑπʼ ἀριθμ. 95/1949, 128/1952, 156/1954 καὶ 216/1959 φύλλα αὐτῆς. Τὰ δύο τελευταῖα ἐγράφησαν ἐξ ἀφορμῆς κινήσεως διὰ τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ λεγομένου «αὐτομάτου διαζυγίου». Εἰς τὸ ὑπʼ ἀριθμ. 156/1954 φύλλον ἐγράφομεν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἐξῆς˙

«Ἀγαπητοὶ ἀναγνῶσται! Ζῶμεν εἰς ἡμέρας πονηράς. Προδοσία συντελεῖται εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Γένους. Σκοτειναὶ δυνάμεις ἐργάζονται διὰ νὰ ἀνατινάξουν ὁλόκληρον τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἠθικῆς. Βαρβαρικὰ ἤθη εἰσβάλλουν εἰς τὸν τόπον μας. Διὰ τὴν εἴσοδόν των εὐρύνεται ἡ πύλη καὶ πλατύνεται σφόδρα ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς ἀπώλειαν. Μὲ ταχύτητα ἀεροπροωθουμένων σπεύδουν τινὲς νὰ φέρουν ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν, εἰ δυνατόν, τὴν Ἑλλάδα εἰς τὴν δόξαν τῶν κινηματογραφουπόλεων ἐκείνων τοῦ Νέου Κόσμου, εἰς τὰς ὁποίας τὰ διαζύγια ἔχουν σημειώσει ρεκὸρ ταχύτητος, ἐκδιδόμενα ἐντὸς ὀλίγων ἠμερῶν, ὡρῶν… Ἀλλὰ ἡ τάσις αὐτή, ἐὰν ἐπικρατήση, σημαίνει οὐσιαστικὴν κατάργησιν τοῦ χριστιανικοῦ γάμου, αὐθάδη ἀπολάκτισιν τῆς εὐαγγελικῆς ἀρετῆς καὶ αἰσχρὰν ἐπαναβίωσιν τῆς εἰδωλολατρείας τοῦ ἀρχαίου κόσμου, μὲ ὅλας τὰς φρικτὰς συνεπείας διὰ τὸ Γένος ἡμῶν».

Δυστυχῶς πλὴν τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ λόγου, ὡς εἴπομεν, 10 ἄλλοι λόγοι ἐθεσπίσθησαν, ὧν ἕκαστος κατὰ κατιοῦσαν κλίμακα κοινωνικῆς διαφθορᾶς εἶνε χειρότερος τοῦ ἄλλου. Ὅτε δὲ τῶ 1920 ἐπὶ κυβερνήσεως Ἐλευθερίου Βενιζέλου καὶ ὑπουργοῦ Δικαιοσύνης Τσιριμώκου ἐπρόκειτο νὰ εἰσαχθῆ ὡς νέος λόγος διαλύσεως τοῦ γάμου τὸ ἀσυμβίβαστον τοῦ χαρακτῆρος, ὁ τότε Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Μελέτιος Μεταξάκης, μολονότι ὤφειλε τὴν ἐκλογήν του εἰς τὴν ἐπέμβασιν τοῦ πανισχύρου ἐκείνης κυβερνήσεως, ἐν τούτοις, μνήμων τῶν ρημάτων τοῦ Θεανθρώπου, διεμαρτυρήθη ἐντόνως, καὶ πρὸς στιγμὴν ἠπειλήθη σύγκρουσις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Καυτηριάζων δὲ ἐν ἐπισήμω συνεδριάσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τὴν τακτικὴν τῶν κρατούντων νὰ τροποποιοῦν συνεχῶς ἐπὶ τὰ χείρω τὴν περὶ διαζυγίου νομοθεσίαν εἶπεν˙ «Ἡ σπουδὴ αὕτη εἶναι σκανδαλώδης καὶ ἀπόρροια ἴσως τῆς σκέψεως, ὅτι δέον νὰ προλαμβάνωνται αἱ κοινωνικαὶ ἀνάγκαι, Ὡς νομίζεται ὅτι συμβαίνει καὶ μὲ τὰ διάφορα ἐργατικὰ σχέδια. Ἀλλὰ θʼ ἀνεχθῆ ἡ Ἐκκλησία νὰ ἴδη τοιουτοτρόπως τὸν γάμον διαγραφόμενον ἐκ τοῦ κύκλου τῆς δικαιοδοσίας αὐτῆς καὶ ὑπαγόμενον εἰς ἀρχὰς ἀντιβαινούσας πρὸς αὐτὴν τὴν ἀποστολήν της; Ἡ Ἐκκλησία, ὅταν θὰ ἴδη τὸ διαζύγιον λαμβάνον τοιαύτην τροπήν, βεβαίως θʼ ἀρνηθῆ τὴν ἔκδοσιν ἀδείας γάμου εἰς τοὺς ἀπαλλασσομένους τῶν δεσμῶν αὐτῆς, ἐντεῦθεν δὲ θὰ προέλθη σύγκρουσις Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας, ἥτις θὰ ἐπιφέρη τὴν κατάργησιν τῆς ἀδείας τοῦ γάμου καὶ τέλος τὸν πολιτικὸν γάμον. Ἀλλὰ τότε καὶ ἡ Ἐκκλησία θὰ εὑρεθῆ εἰς τὴν ἀνάγκην νʼ ἀποκόψη ἐκ τῆς κοινωνίας αὐτῆς πάντα μὴ τελοῦντα γάμον συμφώνως πρὸς τὸ τεθεσπισμένον ἐν αὐτῆ, τὸ δʼ αὐτὸ θὰ ἰσχύση καὶ περὶ διαζυγίου, θʼ ἀσκῆ δηλαδὴ ἔλεγχον ἐπὶ τῶν ἐν τῆ ἀποφάσει ἀναφερομένων λόγων, διʼ οὕς θὰ ἐκδίδεται τὸ διαζύγιον, καὶ θὰ ἀναγνωρίση μόνον ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι θὰ στηρίζωνται ἐπὶ ἑνὸς τῶν παραδεδεγμένων παρʼ αὐτῆς λόγων διαζυγίου» (Ἴδε Ἀρχιμ. Θεοκλήτου Στράγκα, «Ἐκκλησίας Ἑλλάδος ἱστορία ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν», τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1970, σελ. 869).

Ὁ Μητροπολίτης Μελέτιος ὀρθῶς διέγνω τὸν ἀντιχριστιανικὸν λόγον διαλύσεως γάμου, τὸν ὁποῖον ἐπρότεινε τότε ἡ Κυβέρνησις, καὶ διεμαρτυρήθη. Δυστυχῶς ὅμως, εὑρεθεὶς πρὸ ἰσχυρᾶς πιέσεως, ὑπέκυψε. Τὸ θλιβερὸν τοῦτο γεγονὸς τῆς ἐκ νέου ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὰ κελεύσματα τοῦ Καίσαρος σχολιάζων ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Χρῆστος Ἀνδροῦτσος, ἐνθουσιώδης ὀπαδὸς τῆς ἐλευθέρας καὶ ζώσης Ἐκκλησίας, παρατηρεῖ τὰ ἐξῆς˙ «Οὕτως εἰσήχθη καὶ παρʼ ἠμῖν ἐσχάτως τῶ 1920 ὡς λόγος διαζυγίου ὑπὸ τοῦ ὑπουργοῦ τῆς Δικαιοσύνης Ἰ. Τσιριμώκου τὸ ἀσυμβίβαστον τῶν χαρακτήρων, διʼ οὖ ὑπονομεύεται ἡ ἱερότης τοῦ γάμου ὡς κοινωνίας ἰσοβίου, διανοίγεται δὲ ἡ ὁδὸς τῆς διαζέυξεως ἄνευ οὐδεμιᾶς πραγματικῆς αἰτίας. Καὶ διεμαρτυρήθη μὲν κατὰ τοῦ νόμου ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ἀλλʼ ἵνα ὑποκύψη ἀμέσως ταπεινούμενος πρὸ τοῦ ὑπουργοῦ, κατὰ τὴν συνήθη ἄλλως μέθοδον, καθʼ ἥν ἀπὸ τοῦ 1833, ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τῆς αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, διαμαρτύρονται οἱ Ἕλληνες ἱεράρχαι ἐπὶ τῆ ἐκδόσει ἀντικανονικοῦ τινος νόμου. Κατʼ ἀρχὰς διαμαρτυρίαι καὶ ἀπειλαὶ καὶ φωναὶ μέχρι τρίτου οὐρανοῦ ὅτι τὸ δὴ λεγόμενον θὰ ʻʻκάμωσι καὶ δείξωσινʼʼ. Εὐθὺς δὲ ὡς ὁ ὑπουργὸς τρίξη τοὺς ὀδόντας ἤ ἀποζημιωθῶσι καὶ ἐπιτύχωσι προσωπικόν τι, πτήσσουσιν οὗτοι ἀμέσως καὶ ὑποστέλλονται κατακείμενοι ἐλεεινὰ καταπτώσεως, ἀναξιοπρεπείας καὶ ἐξευτελισμοῦ παραδείγματα» (Ἰδὲ Χρήστου Ἀνδροῦτσου, «Σύστημα Ἠθικῆς», ἔκδοσις β΄, Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 302-303).

Ὁ πλέον ἀντιχριστιανικὸς λόγος διαζυγίου

Οἱ μέχρι σήμερον παρὰ τὴν θέλησιν τῆς Ἐκκλησίας ἀλλεπαλλήλως θεσπισθέντες λόγοι διαζυγίου καὶ ἐν τῶ Ἀστικῶ Κώδικι συμπεριλαμβανομένοι (ἄρθρ. 1439-1450), στηρίζονται πάντες ἐπὶ τῆς λεγομένης «ἀρχῆς τῆς ὑπαιτιότητος». Ὁ Ἄστικὸς Κώδιξ ὁρίζει˙ «Ἑκάτερος τῶν συζύγων δύναται νὰ ζητήση διαζύγιον, ἐὰν ἐξ ὑπαιτιότητος τοῦ ἑτέρου ἐπῆλθε τόσον ἰσχυρὸς κλονισμὸς εἰς τὴν σχέσιν τοῦ γάμου, ὥστε βασίμως ἡ ἐξακολούθησις τῆς ἐγγάμου συμβιώσεως ἀποβαίνει διὰ τὸν αἰτοῦντα τὸ διαζύγιον ἀφόρητος. Δικαίωμα πρὸς διαζύγιον δὲν ὑφίσταται ὑπὲρ τοῦ αἰτοῦντος, ἐὰν ἡ ὑπαιτιότης αὕτη βαρύνη μὲν ἀμφοτέρους τοὺς συζύγους, ἀλλʼ ὁ κλονισμὸς τῆς σχέσεως τοῦ γάμου ὀφείλεται κυρίως εἰς τὸν αἰτοῦντα».

Ἡ ἄλλη ἀρχὴ τοῦ λεγομένου «ἀντικειμενικοῦ λόγου», ἧς μνείαν ποιεῖται καὶ τὸ ὑμέτερον ἔγγραφον, ἀπερρίφθη διὰ συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῆς ἐπὶ τῆς συντάξεως τοῦ ἰσχύοντος Ἀστικοῦ Κώδικος πολυμελοῦς ἐπιτροπῆς ἐκ καθηγητῶν τῶν Νομικῶν Σχολῶν καὶ ἄλλων ἐγκρίτων νομοθετῶν. Πῶς τώρα ἐπιχειρεῖται, καὶ δὴ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς Ἐθνικῆς Ἐπαναστατικῆς Κυβερνήσεως, ἡ ὁποῖα ἀνῆλθεν εἰς τὴν ἀρχὴν μὲ πρόγραμμα τὴν ἀναστήλωσιν τῆς ἠθικῶν ἀξιῶν, πῶς τώρα ἐπιχειρεῖται ἀνατροπὴ τῶν σχετικῶν διατάξεων τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος, αἱ ὁποῖαι, ὡς εἴπομεν, στηρίζονται μόνον ἐπὶ τῆς «ἀρχῆς τῆς ὑπαιτιότητος»; Ἀποροῦμεν καὶ ἐξιστάμεθα. Τὸ αὐτόματον διαζύγιον μόνον ἐπὶ τῆς «ἀρχῆς τοῦ ἀντικειμενικοῦ λόγου» δύναται νὰ στηριχθῆ. Ἐὰν δὲ τελικῶς θεσπισθῆ περιβαλλόμενον τὸ κῦρος τοῦ νόμου, θὰ εἶνε ὁ πλέον ἀντιχριστιανικὸς λόγος, ὑπερβαίνων πάντας τοὺς προηγουμένους, δεῖγμα ἐσχάτης διαφθορᾶς καὶ ἀποσυνθέσεως τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας.

Τὸ αὐτόματον διαζύγιον θρίαμβος τοῦ ἐκφυλισμοῦ

Ἄς μὴ φανοῦν, Μακαριώτατε Πρόεδρε καὶ Σεβασμιώτατοι Σύνεδροι, βαρεῖς οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοί. Ἀρκεῖ νʼ ἀναλογισθῶμεν, ὅτι ὑπάρχουν ὑπέροχοι Χριστιαναὶ ἑλληνίδες γυναῖκες, αἱ ὁποῖαι ἦλθον εἰς νόμιμον καὶ κανονικὸν γάμον καὶ ἐξ ὁλοκλήρου ἀφωσιώθησαν εἰς τὸν σύζυγον καὶ εἰς τὰ τέκνα των καὶ οὐδεμίαν ἀφορμὴν ἔδωσαν εἰς τὸν σύντροφον τοῦ βίου των, ὑπέροχα παραδείγματα γενόμεναι γυναικείας ἀρετῆς, ὑπενθυμίζουσαι τὰ ἀρχαῖα πρότυπα γυναικῶν τῆς χριστιανικῆς μας Πατρίδος. Αἱ πισταὶ αὗται σύζυγοι αἴφνης, ὄχι ἐξ ὑπαιτιότητος αὐτῶν ἀλλʼ ἐξ ὑπαιτιότητος καθʼ ὁλοκληρίαν τῶν συζύγων αὐτῶν, βλέπουν τὸν δεσμὸν τοῦ γάμου διαλυόμενον. Οἱ σύζυγοι αὐτῶν, ἄθλια ὑποκείμενα, περιφρονηταὶ θείων καὶ ἄνθρωπίνων νόμων, κατʼ οὐσίαν ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι, συνῆψαν αἰσχροὺς ἔρωτας μετʼ ἄλλων ἀθλίων γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι λόγω διαφθορᾶς αἰσθάνονται σατανικὴν ἡδονὴν χρησιμοποιοῦσαι ὡς δέλεαρ τὰ φυσικά των κάλλη ἤ καὶ ἄλλας ἀκατονομάστους ἰδιότητας καὶ ροπάς, αἰσθάνονται, λέγομεν, σατανικὴν ἡδονὴν νὰ χωρίζουν ἀνδρόγυνα, καὶ διʼ αὐτὸ ὑπὸ τοῦ λαοῦ ὀνομάζονται «ἀνδροχωρίστρες». Ἀλλʼ αἱ νόμιμοι σύζυγοι, αἱ τίμιαι Ἑλληνίδες γυναῖκες, παρʼ ὅλην τὴν πικρίαν, τὴν ὁποίαν αἰσθάνονται, ὅλως ἀναιτίως ἐγκαταλειφθεῖσαι ὑπὸ ἀσώτων συζύγων, ἐν τούτοις ἐγκλείουσαι εἰς τὰ στήθη των εὐγενῆ αἰσθήματα στοργῆς, ὡς ἄλλαι Πηνελόπαι, δὲν ἀπελπίζονται, ἀλλʼ ἀναμένουν εἰς τὸν οἶκόν των τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ ἀσώτου. Καὶ ἔχομεν παραδείγματα ἐπιστροφῆς ἀσώτων, σπάνια μέν, ἀλλὰ λίαν διδακτικά, τὰ ὁποῖα ἔχουν συγκινήσει συνοικίας καὶ πόλεις ὁλοκλήρους, ἀποδεικνύοντα ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νικᾶ τὴν πλεονάζουσαν ἁμαρτίαν τοῦ αἰῶνός μας. Καὶ ὄχι μόνον ἐκ μέρους γυναικῶν, τὰς ὁποίας ἀναιτίως καὶ ἀστόργως ἐγκατέλειψαν ἄσωτοι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ ἐκ μέρους ἀνδρῶν, τοὺς ὁποίους ἐγκατέλειψαν ἄσωτοι γυναῖκες, δεικνύεται παρόμοιος ἡρωισμός, ὁ ὁποῖος εἰς πολλὰς περιπτώσεις εἶνε ἀνώτερος. Γυνή, ἐγκαταλείψασα τὸν στοργικώτατον ἄνδρα της, μετὰ φοβερὰν περιπλάνησιν εἰς τὴν χώραν τῆς ἁμαρτίας, ἐν εἰλικρινεῖ μετανοία ἐπέστρεψεν εἰς τὸν συζυγικὸν οἶκον, ἔκρουσε τὴν θύραν, καὶ ἐγένετο μετὰ χαρᾶς δεκτὴ ὑπὸ τοῦ ἔτι ἀναμένοντος αὐτὴν συζύγου. Εἶμαι δὲ βέβαιος, ὅτι ὅλοι οἱ Σεβασμιώτατοι Συνοδικοὶ ἔχουν ἐκ τῆς ποιμαντορικῆς των πείρας τοιαῦτα παραδείγματα.

Ἀλλʼ ἔρχεται τώρα τὸ αὐτόματον διαζύγιον καὶ λέγει εἰς ὅλους τοὺς πιστοὺς συζύγους, ἄνδρας καὶ γυναῖκας˙ «Εἰς μάτην ἡ ἀγάπη σας, ἡ στοργή σας, ἡ ὑπομονή σας, ἡ ἐπιμονή σας, αἱ προσευχαί σας καὶ τὰ δάκρυά σας. Αὐτὰ ὅλα εἰς τὸν αἰῶνα μας δὲν ὑπολογίζονται. Θεωροῦνται μηδὲν καὶ προκαλοῦν τὰς εἰρωνείας τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος διαρκῶς ἐξελίσσεται, ὡς καὶ αἱ περὶ τοῦ δικαίου ἀντιλήψεις. Κάτω, λοιπόν, ὁ τίμιος γάμος. Ζήτω ἡ μοιχεία. Ζήτω ὁ αἰσχρὸς ἔρως. Ἐγὼ λύω τοὺς γάμους κατὰ τὸν πλέον εὔκολον τρόπον. Οἱ Ἕλληνες δικασταὶ δὲν θὰ .εχουν πλέον πονοκέφαλον, διότι δὲν θὰ ἐρευνοῦν ποῖος ὁ ὑπαίτιος τῆς διαλύσεως τοῦ γάμου. Ἀρκεῖ μία βεβαίωσις τῆς Ἀστυνομικῆς Ἀρχῆς, ὅτι ὁ «κύριος» ἤ ἡ «κυρία» (ὁ μοιχὸς ἤ ἡ μοιχαλὶς) ἔχει ἐγκαταλείψει τὴν οἰκογενειακὴν φωλεὰν ἐπὶ χρονικὸν διάστημα, τὸ ὁποῖον τώρα μέν, διὰ νὰ μὴ προκληθῆ ἀντίδρασις ἐκ μέρους τῶν στενοκεφάλων καὶ καθυστερημένων, ὁρίζω εἰς δεκαετίαν, ἀλλʼ ἀργότερον, ἐξασθενούσης τῆς ἀντιδράσεως, θὰ ὁρίσω εἰς πενταετίαν, διετίαν, ἔτος…, διατί ὄχι καὶ εἰς ὀλίγους μῆνας;… Ζήτω, ἐπαναλαμβάνω, ὁ ἔρως. Ζήτωσαν οἱ ἀλύτρωτοι».

Θρίαμβος τοῦ κοσμικοῦ, τοῦ πορνικοῦ, τοῦ εἰδωλολατρικοῦ, τοῦ ὑλιστικοῦ καὶ ἀθέου πνεύματος θὰ εἶνε ἡ θέσπισις τοῦ αὐτομάτου διαζυγίου (*). Ἡ δὲ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θὰ κληθῆ νὰ στεφανώση ἄνδρα ἤ γυναῖκα, ποὺ ἔχουν λύσει τὸν γάμον ἐπὶ τῆ βάσει τοῦ αὐτομάτου διαζυγίου, θὰ εἶνε μία ἀπὸ τὰς θλιβερωτέρας ἡμέρας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῶν νεωτέρων χρόνων. Φαντασθῆτε τὴν «ἀνδροχωρίστραν» νὰ στεφανώνεται ἐν κεντρικῶ Ναῶ, καὶ τὴν τιμίαν Ἑλληνίδα γυναῖκα νὰ κλαίη εἰς γωνίαν τινὰ τοῦ Ναοῦ, νὰ φωνάζη, νὰ διαμαρτύρεται, καὶ ὡς δημιουργοῦσα διαταραχὴν νὰ ἐκδιώκεται ἐκ τοῦ Ναοῦ, διὰ νὰ μένη ἐν τῶ Ναῶ ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ἀτιμία, τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως!… Αὐτὰ συμβαίνουν καὶ τώρα μὲ τὴν ἰσχύουσαν περὶ διαζυγίου ἀντιχριστιανικὴν νομοθεσίαν. Ἀλλὰ θὰ λάβουν ἀπερίγραπτον τραγικότητα μὲ τὴν θέσπισιν τοῦ αὐτομάτου διαζυγίου.

(*) Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέγει, ὅτι τὸ διαζύγιον εἶνε ἐπιτυχία τοῦ διαβόλου. Ἰδοὺ ἡ σχετικὴ περικοπή˙ «Καὶ νὰ προσέχης ἐσὺ ὁ ἄνδρας νὰ μὴν μεταχειρίζεσαι τὴν γυναῖκά σου μὲ ἄγριον μάτι, πὼς δὲν σοῦ κάμνει παιδιά. Δὲν ἔχει κανένα φταίξιμο ἡ γυναῖκά σου εἰς αὐτό, εἶνε θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴν τὸ κάμνετε καθὼς τὸ ἔκαμεν ἕνας τρελλὸς καὶ ἀνόητος˙ διατί δὲν ἔκαμνεν ἡ γυναῖκά του παιδιά, τὴν ἐχώρισε καὶ ἐπῆρεν ἄλλην˙ καὶ αὐτὸς πάλιν, ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἔκαμεν ἡ γυναῖκά του ἀρσενικὰ παιδιά, παρὰ μόνον θηλυκά, τὴν ἐχώρισεν. Ὁ διάβολος θέλει νὰ χωρίζουνε τὰ ἀνδρόγυνα καὶ ὄχι ὁ Θεός. Ὡς λέγει ὁ νόμος πὼς κανένα πρᾶγμα δὲν τοὺς χωρίζει, ἐκτὸς ἄν πέσουν εἰς πορνείαν˙ καὶ ὅποιος ἀφήση τὴν γυναῖκά του καὶ πάρη ἄλλην, ἐκεῖνος θὰ κριθῆ ὡς μοιχός» (Ἰδὲ ἡμέτερον βιβλίον «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», ἔκδοσις β΄, Ἀθῆναι 1971, σελ. 223-224).

Τὰ νόθα τέκνα

Τὸ διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενον ὑπὸ των «ἀλυτρώτων», τὸ καὶ εἰς τὴν ὑμετέραν ἐγκύκλιον μνημονευόμενον, ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ ἔκδοσις τοῦ περὶ αὐτομάτου διαζυγίου νόμου, «ἰδία πρὸς προστασίαν τυχὸν γεννηθέντων νόθων τέκνων», ὡς καὶ ὑπὸ ἄλλων παρετηρήθη, δὲν εὐσταθεῖ. Διότι συμφώνως τῆ κειμένη νομοθεσία τὰ νόθα τέκνα, τῆ αἰτήσει τοῦ γεννήτορος, δύνανται νὰ υἱοθετηθοῦν, νὰ λάβουν τὸ ἐπώνυμόν του καὶ νὰ κληρονομήσουν αὐτόν, ὡς καὶ τὰ ἐκ τοῦ νομίμου γάμου προερχόμενα τέκνα του.

Δὲν θὰ ἐπηρεασθῶμεν ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν

Ὡς πρὸς τὸ ἐρώτημα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, πόσοι εἶνε οἱ ἐπὶ μακρὰ ἔτη ἐν διακοπῆ τῆς ἐγγάμου συμβιώσεως διατελοῦντες, εύλαβῶς ἔχω νὰ παρατηρήσω τὰ ἐξῆς:

Ἐν πρώτοις οἱ ἰσχύοντες λόγοι διαζυγίου εἶνε τόσον ἐλαστικοὶ καὶ διευκολύνουν τόσον τὴν ἔκδοσιν διαζυγίων, ὥστε οἱ ἔχοντες καὶ μικρὰς αἰτίας κλονισμοῦ τοῦ γάμου ἔχουν προσφύγει εἰς τὰ δικαστήρια καὶ ἔχουν λάβει τὰ διαζύγιά των. Ὑπολείπονται μόνον ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι οὐδένα λόγον διαζυγίου δύνανται νὰ προβάλουν, οἱ δὲ σύζυγοι αὐτῶν δὲν συγκατατίθενται εἰς τὴν διάλυσιν τοῦ γάμου. Οὗτοι, ὁσοιδήποτε καὶ ἄν εἶνε, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπηρεάσουν τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πρέπει νὰ παραμείνη ἐπὶ σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος ὡς ἀκλόνητος βράχος ἐν μέσω τοῦ συνεχῶς ρέοντος καὶ ἀκαταπαύστως μεταβαλλομένου κόσμου. Δὲν θὰ γίνη ἡ Ἐκκλησία ἡ ταπεινὴ θεραπαινὶς τῶν ἁμαρτωλῶν πράξεων τοῦ κόσμου. Κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἡ Ἐκκλησία συγχωρεῖ ἁμαρτίας εἰλικρινῶς μετανοούντων, ἀλλʼ οὐδέποτε, ὁσονδήποτε καὶ ἄν πιεσθῆ, θὰ εἴπη εἰς τοὺς ἁμαρτάνοντας˙ Σᾶς ἐπιτρέπω νὰ ἁμαρτάνετε. Ἤ ἀκόμη χειρότερον˙ Εὐλογῶ ὑμᾶς ἁμαρτάνοντας. Διότι ἡ σκέψις τοῦ κακοῦ, κατὰ τὸ ὄραμα τῆς Ἀποκαλύψεως (12, 1-6), ἀποτελεῖ τὸν ἔσχατον βαθμὸν τῆς ἀνθρωπίνης διαφθορᾶς.

Εἰς τοιοῦτον κατάντημα δὲν πρέπει νὰ φθάση ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Καὶ διʼ αὐτό, ἑνώνων τὴν φωνήν μου μετʼ ἄλλων ἐν Χριστῶ ἀδελφῶν, διαμαρτύρομαι, καὶ παρακαλῶ, ὅπως ἡ Ἱερὰ Σύνοδος παῦση πᾶσαν περαιτέρω συζήτησιν μετὰ τῆς Πολιτείας ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου, τοσοῦτον μᾶλλον ὅσον ἐπʼ αὐτοῦ ὑπάρχει καταδικαστικὴ ἀπόφασις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ἡ Ἱεραρχία νὰ διαχωρίση τὰς εὐθύνας της

Ἐν ἦ περιπτώσει ἡ Πολιτεία ἐκ τῶν διαρκῶν ὑποχωρήσεων τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ μίαν 150ετίαν ἐνθαρυννομένη ἐπιμείνη διὰ τοῦ κ. Ὑπουργοῦ τῆς Δικαιοσύνης ἤ τινος ἄλλου νὰ θεσπισθῆ τὸ αὐτόματον διαζύγιον, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὀφείλει νὰ κηρύξη ἑαυτὴν ἀναρμοδίαν ἐπὶ τοιούτου θεμελιώδους ζητήματος καὶ νὰ συγκαλέση εἰς ἔκτακτον συνέλευσιν τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ μοναδικὸν θέμα τὸ αὐτόματον διαζύγιον καὶ τὰς κατὰ τῆς ἱερότητος τοῦ γάμου διαπραττομένας ἀτιμίας καὶ ἐγκλήματα. Νὰ εἶσθε βέβαιοι, Μακαριώτατε Πρόεδρε καὶ Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί, ὅτι σύμπασα ἡ Ἱεραρχία, ἐξ ὅλων τῶν πτερύγων αὐτῆς, νεώτεροι μετὰ πρεσβυτέρων, θὰ καταδικάσουν τὸ αὐτόματον διαζύγιον. Διότι ἡ Ἱεραρχία, καὶ ὄχι ἡ ὀλιγομελὴς Σύνοδος ἤ μία Συνοδικὴ Ἐπιτροπή, ἀποτελουμένη ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ λαϊκούς, εἶνε τὸ ἀρμόδιον σῶμα διὰ τὴν λῆψιν τοιούτων ἀποφάσεων.

Ἐὰν δὲ ἡ Πολιτεία, καὶ μετὰ ἀπόφασιν Ἱεραρχίας, ἐπιμείνη εἰς τὴν θέσπισιν τοῦ αὐτομάτου διαζυγίου, θὰ εἶνε πλέον καιρὸς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ διαχωρίση τὰς εὐθύνας της ἀπὸ τὸ Κράτος (*), καὶ νὰ δηλώση, ὅτι ἐπʼ οὐδενὶ λόγω θὰ ἐγκρίνη ἀπόφασιν δικαστηρίου περὶ διαλύσεως γάμου ἐπὶ τῆ βάσει τοῦ αὐτομάτου διαζυγίου, καὶ δὲν θὰ ἔκδώση ἄδειαν γάμου εἰς ἄνδρας ἤ γυναῖκας, διαλύσαντας τὸν γάμον των μὲ τὸ αὐτόματον διαζύγιον. Ἐν τῶ μεταξὺ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἄς ἀκούση τὴν φωνὴν τιμίων γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι διʼ ὑπομνήματός των πρὸς αὐτὴν καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Ἱεράρχας ἐκλιπαροῦν τοὺς πνευματικούς των πατέρας, ἵνα μὴ ἐπιτρέψουν καὶ σφαγιασθοῦν εἰς τὴν μαύρην πέτραν τοῦ αὐτομάτου διαζυγίου. Ἡ φωνὴ τῶν γυναικῶν αὐτῶν εἶνε ὄντως συγκλονιστική. Ἄς μελετήση ἀκόμη ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὴν σπουδαίαν ἔγγραφον διαμαρτυρίαν, τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνεν εἰς τὸν τότε ὑπουργὸν Δικαιοσύνης ἡ ὑπὸ τὸν Μελέτιον Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ 1920. Ἐκείνη διεμαρτυρήθη διὰ τὸ «ἀσυμβίβαστον τοῦ χαρακτῆρος». Ἡ ἡμετέρα ἄς διαμαρτυρηθῆ ἐντονώτερον διὰ τὸ «αὐτόματον διαζύγιον». Ἄς διδαχθῶμεν δὲ τέλος ὅλοι ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἰς τὸ ζήτημα τοῦ διαζυγίου τηρεῖ ἡρωικὴν γραμμὴν καὶ ἀνθίσταται εἰς τὸ Κράτος καὶ λόγω τῆς πείσμονος ἀντιθέσεώς της συνεγείρει ἑκατομμύρια ρωμαιοκαθολικῶν τῆς Ἰταλικῆς χερσονήσου. Ὀρθόδοξοι ἡμεῖς Ἱεράρχαι μὴ φανῶμεν κατώτεροι τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας. Μνήμονες ἡρωικῶν παραδειγμάτων Ἱεραρχῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, ἄς συνεχίσωμεν τοὺς ἀγώνας ἐκείνων, χάρις εἰς τοὺς ὁποίους παρεδόθη εἰς ἡμᾶς ἀλώβητος ἡ παρακαταθήκη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὡς κανόνον ἠθικοῦ βίου.

(*) Εἰς τὸ ἀνωτέρω μνημονευθὲν ὑπόμνημα τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Μελετίου Μεταξάκη τονίζεται, ὅτι ἡ ἀντιχριστιανικὴ νομοθεσία εἰς τὸ θέμα τοῦ διαζυγίου ὁδηγεῖ εἰς χωρισμὸν τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοῦ Κράτους. Ἰδοὺ ἡ σχετικὴ περικοπή˙

«Ἐὰν εἶναι δικαίωμα τῆς Βουλῆς νὰ νομοθετῆ ἐπὶ ζητημάτων ἐκκλησιαστικῶν, θιγόντων τὴν μυστηριακήν της Ἐκκλησίας διδασκαλίαν, ποία πλέον μένει ἀσφάλεια διὰ τὴν ὑπόστασιν τῆς Ἐκκλησίας; Βεβαίως ἡ σημερινὴ Βουλὴ δὲν ἐκπροσωπεῖ τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς ἐλευθέρας σκέψεως. Ἡ διάδοχος, ἤ μετʼ αὐτήν, ἡ κατόπιν δὲν εἶναι ἀπίθανον νὰ εἶναι φορεὺς ὅλων τῶν νέων σκέψεων, καὶ τῶν μᾶλλον ἐκκεντρικῶν. Θὰ ἐξακολουθήση τότε ἡ Ἐκκλησία νὰ δέχεται νομοθετήματα ἀνατρεπτικὰ τῶν βάσεών της, μόνον διότι προέρχονται ἀπὸ τὴν ἔννομον νομοθετικὴν τῆς Πολιτείας ἐξουσίαν; Ποῦ δὲ θὰ στηρίξη τότε τὴν διαμαρτυρίαν αὐτῆς, ὅταν θὰ ἔχη καθιερωθῆ τὸ προηγούμενον, νὰ δέχηται ἀδιαμαρτυρήτως νόμους ἀνατρεπτικοὺς τῶν βάσεων αὐτῆς; Θὰ ἀντιταχθῆ βεβαίως ὅτι ἡ ἐμμονὴ τῆς παροῦσης Βουλῆς ἐν τῶ πρὸς τὰς ἐκκλησιαστικὰς διατάξεις σεβασμῶ δὲν θὰ δυνηθῆ νὰ ἐμποδίση τὴν τοπιαύτην ἐν τῆ ἡμετέρα Πολιτεία ἐξέλιξιν, ἐὰν ἄλλοι παράγοντες ὠθήσωσι πρὸς αὐτήν, ὅπως συνέβη καὶ εἰς ἄλλα κράτη. Ναί, ἀλλʼ οὐδεμία Ἐθνικὴ Ἀντιπροσωπεία, εἴτε συντηρητικῶν εἴτε ἄκρων ἀρχῶν, θὰ εἶναι ἐν τάξει ἀπέναντι τῆς νεωτέρας κρατικῆς ἐννοίας, ἀντιποιουμένη τὸ δικαίωμα τοῦ νομοθετεῖν ἐπὶ ζητημάτων σχετιζομένων μὲ τὴν θρησκευτικὴν συνείδησιν. Ἡ Ἐθνικὴ Ἀντιπροσωπεία, ὡς ἔκφανσις τῆς ἐξουσίας τοῦ Καίσαρος, δικαιοῦται νὰ νομοθετῆ ἐπὶ πασῶν μὲν τῶν ἄλλων ἀπόψεων τοῦ βίου τῶν μελῶν τῆς Πολιτείας ὅ,τι βούλεται, ἐπὶ δὲ τῶν ἀπόψεων τῆς θρησκευτικῆς αὐτῶν ζωῆς ἤ οὐδὲν – ὅπως συμβαίνει ὅπου κρατεῖ ἡ ἀρχὴ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας – ἤ ἐκεῖνο μόνον τὸ ὁποῖον ζητεῖ ἤ δέχεται ἡ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία ἄρα ἤ θὰ προσχωρήση εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ χωρισμοῦ, ὁπότε θὰ εἶναι ἐλευθέρα νὰ νομοθετῆ περὶ γάμου καὶ διαζυγίου ἀνεξαρτήτως θρησκευτικῶν ἀρχῶν, ἤ θὰ ὑποβάλη τὴν ἐλευθερίαν της ὑπὸ τὸν περιορισμὸν τοῦ νὰ νομοθετῆ ἐπὶ πραγμάτων ἐκκλησιαστικῶν ἐκ συμφώνου μετὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἱ. Σύνοδος βλέπουσα παροραθεῖσαν τὴν ἀρχὴν ταύτην, ἐφʼ ἧς βασίζονται παρʼ ἡμῖν αἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, καὶ θεωροῦσα τὸ 5ον ἄρθρον τοῦ ψηφισθέντος Νόμου ὡς ἐπαναφέρον ἐν ἰσχύι, ἐν τῆ διαλύσει τοῦ γάμου, διὰ τῆς ἀοριστολογίας αὐτοῦ τὸ ̋κατὰ πᾶσαν αἰτίαν̏ , τὸ ὁποῖον ρητῶς ὁ Κύριος ἡμῶν κατεδίκασε, προάγεται νὰ παρακαλέση τὴν ἐκτελεστικὴν ἐξουσίαν ὅπως μὴ θέση εἰς ἐφαρμογὴν τὴν ψηφισθέντα Νόμον» (Ἰδὲ Θεοκλήτου Στράγκα, ἔνθʼ ἀνωτ. Σελ. 871).

Οὕτω, Μακαριώτατε Πρόεδρε καὶ Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί, ἐνεργοῦσα ἡ Ἐκκλησία, θὰ προσφέρη ὑψίστην ὑπηρεσίαν εἰς τὸ Ἔθνος μας. Θὰ προλάβη ὡς ἄλας τὴν σῆψιν τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας. Πᾶσα ἄλλη στάσις τῆς Ἐκκλησίας θὰ χαρακτηρισθῆ ὑπὸ τοῦ ὑπολειφθέντος ἐν τῶ Ἔθνει ἡμῶν εὐσεβοῦς λαοῦ ὡς προδοσία. Ἐπιτρέψατέ μοι δὲ νὰ παραθέσω ὡς κατακλεῖδα τοῦ παρόντος ἐγγράφου μου τοὺς ἀξιοπροσέκτους λόγους κορυφαίου συγγραφέως καὶ θεολόγου˙ «Καὶ τὸ μὲν Κράτος δύναται ἐκ λόγων κοινῆς ὠφελείας ὅσας θέλει παραχωρήσεις νὰ κάμνη καὶ νὰ παρέχη δωρεὰν τὸ χρῖσμά του εἰς γάμους, τοὺς ὁποίους δύναται νὰ ἐπονομάσει τις εὐφήμους μοιχείας, ἀλλʼ ἡ Ἐκκλησία, ὡς τῆς ὑψηλῆς ἠθικῆς θεματοφύλαξ, ὀφείλει ἀείποτε νὰ ὑπερμαχῆ τῶν αὐστηρῶν ἀρχῶν καὶ τῆς ἠθικῆς, ἵνα μὴ ἐκ τοῦ κόσμου ἐκλείψη τὸ ἰδανικὸν καὶ ἀντʼ αὐτοῦ πληρωθῆ τελμάτων ζωισμοῦ. Τὸ ἀδιάλυτον τοῦ γάμου μετʼ αὐτῆς τῆς ἰδέας τοῦ γάμου συνδέεται καὶ συναυξάνει. Ἄνευ αὐτοῦ, ἐπʼ ἀληθεία, γάμος δὲν ὑπάρχει» (Ἰδὲ Ἐρνέστου Λουθάρδου, «Ὁμιλία ἐπὶ τῆς ἠθικῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ», μετάφρασις Βλασίου Γαβριηλίδου, ἱδρυτοῦ καὶ ἐκδότου τῆς ἐφημερίδος «Ἀκρόπολις», Λειψία 1873, σελ. 117).

Ταῦτα καθηκόντως ἀναφέρων τῆ Ἁγία καὶ Ἱερᾶ Συνόδω ὑποσημειοῦμαι εὐλαβῶς.

Ἐλάχιστος ἐν Χριστῶ ἀδελφὸς

Ὁ Φλωρίνης Αὐγουστῖνος

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.