Αυγουστίνος Καντιώτης



ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ «Ἡρπαγη εις τον παραδεισον & ηκουσεν αρρητα ῥηματα, α ουκ εξον ἀνθρωπων λαλησαι» (Β΄ Κορ. 12, 4)

date Ιούν 30th, 2020 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ, ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Β΄ Κορ. 11, 21 -12, 9

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

«Ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον
καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἅ
οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπω λαλῆσαι»
(Β΄ Κορ. 12, 4)

ΘΑ ΜΙΛΗΣΟΥFos antoliΜΕ σήμερα, ἀγαπητοί μου, γιὰ τὸν παράδεισο.
– Οὔφ, θέμα ποὺ διάλεξες γιὰ νὰ μᾶς μιλήσεις! Σὲ ποιόν, ἄνθρωπε, αἰῶνα ζῆς; Σὲ ποιούς μιλᾶς; θὰ μᾶς ποῦν πολλοί. Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ παλιοῦ καιροῦ, ποὺ δὲν ἤξεραν γράμματα, καὶ οἱ παπᾶδες τοὺς ἔλεγαν τὰ παραμύθια τους κι αὐτοὶ τοὺς ἄκουγαν. Ἐσεῖς ποὺ μιλᾶτε στὴ σημερινὴ ἐποχή, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ ἐπιστήμη ἔκανε τόσες μεγάλες ἀνακαλύψεις καὶ πέταξε στὸ φεγγάρι, πρέπει κʼ έσεῖς νὰ ἐκσυγχρονισθῆτε, δηλαδὴ νὰ πάψετε νὰ μιλᾶτε γιὰ κολάσεις καὶ παραδείσους καὶ νὰ κοιτάξετε πῶς οἱ ἄνθρωποι θὰ ζήσουν καλύτερα ἐδῶ στὴ γῆ. Ἀφῆστε τὰ παραμύθια σας. Δὲν ὑπάρχει κόλασι, δὲν ὑπάρχει παράδεισος, δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωή. Ἐδῶ εἶνε ὁ παράδεισος, ἐδῶ εἶνει και ἡ κόλασι…

Αὐτὰ λένε κι ἀκόμα χειρότερα – ποιοί; Ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι ποὺ πῆγαν στὰ σχολεῖα κʼ εμαθαν πέντε γράμματα, κολλυβογράμματα ὅπως ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης, καὶ πῆραν ἀέρα τὰ μυαλά τους καὶ φουσκώνουν ὅπως φουσκώνουν τὰ παγώνια καὶ νομίζουν πὼς τὰ ξέρουν ὅλα. Δὲν εἶνε δυστυχῶς μόνο αὐτοὶ ἄπιστοι ποὺ τʼ ἀρνοῦνται ὅλα. Ἡ ἀπιστία ἔχει προχωρήσει σʼ ὅλο τὸ λαὸ κʼ ἔφτασε μέχρι τὶς στάνες, καὶ οἱ πιὸ ἀγράμματοι κι ἀστοιχείωτοι ἔχουν ἐπηρεαστῆ ἀπὸ κηρύγματα ἀπίστων καὶ ἀθέων καὶ δὲν πιστεύουν πιὰ τίποτε. Οἱ περισσότεροι ἔγιναν ὑλισταί! Ἕνας ἱερεύς, ποὺ ὑπηρετεῖ σʼ ἕνα μικρὸ χωριό, μοῦ ἔλεγε ὅτι μιὰ μέρα μιὰ ἀγράμματη γριά, ποὺ ἦταν 80 χρονῶν, ἄνοιξε συζήτησι μὲ τὴν παπαδιὰ γιὰ τὴ θρησκεία, καὶ ἔλεγε˙ «Οὔφ, καημένη παπαδιά, τί εἶνʼ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ παπᾶς; Πιστεύεις, πὼς ὑπάρχει ἄλλη ζωή; Ὁ ἄνθρωπος εἶνε σὰν τὸ ζῶο˙ τρώει, πίνει, κοιμᾶται καὶ πεθαίνει…».
Τί θὰ ποῦμε σʼ ὅλους αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει κι ἄλλη ζωή, κόλασις καὶ παράδεισος; Ἔχουμε νὰ ποῦμε πολλά, νὰ παρουσιάσουμε πολλὲς ἀποδείξεις καὶ ἐπιχειρήματα, ποὺ εἶπαν μεγάλοι φιλόσοφοι γιὰ νὰ πείσουν τὸν κόσμο ὅτι ὑπάρχει αἰώνιος ζωή. Ἀλλὰ σʼ αὐτὸ τὸ μικρὸ κήρυγμα, ὅπως καταλαβαίνετε, δὲν εἶνε δυνατὸν νʼ ἀναπτύξουμε ὅλο τὸ θέμα. Ὅσοι θέλουν νὰ δοῦν, τί πάνω στὸ θέμα αὐτὸ διδάσκει ἡ θρησκεία μας καὶ γιατί πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος, ἄς διαβάσουν βιβλία ποὺ ἔχουν ἐκδοθῆ. Συνιστοῦμε σʼ αὐτοὺς ποὺ ξέρουν γράμματα ἕνα βιβλίο, ποὺ ἔγραψε ἕνας δικός μας λαμπρὸς συγγραφέας, ὁ Κωνσταντῖνος Καλλίνικος. Τὸ βιβλίο ὀνομάζεται «Πέραν τοῦ τάφου». Έμεῖς ἐδῶ θὰ ποῦμε λίγα λόγια, ὅσα νομίζουμε ὅτι φτάνουν γιὰ νὰ πείσουν ἕναν καλοπροαίρετο ἄνθρωπο. Οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν ἔχουν διάθεσι νὰ πιστέψουν, ὅσες ἀποδείξεις κʼ ἐπιχειρήματα νʼ ἀκούσουν δὲν πρόκειται νὰ πεισθοῦν.

* * *

Λέμε λοιπόν, ὅτι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος. Ὑπάρχει κόλασις, ὑπάρχει παράδεισος. Γιατί; Γιατὶ τὴν ὕπαρξι κολάσεως καὶ παραδείσου βεβαιώνει ἕνας, ποὺ στὰ λόγια του πρέπει νὰ ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη. Σὲ κανέναν ἄλλο δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε τόη ἐμπιστοσύνη ὅση στὸν ΕΝΑ αὐτόν, ποὺ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ζωή, κόλασις καὶ παράδεισος. Ὅλοι μπορεῖ νὰ λένε ψέμματα ἤ νὰ ἀπατὼνται καὶ νὰ μὴ μᾶς λένε πράγματα ἀληθινά, ἀλλὰ πράγματα ποὺ πλάθει ἡ φαντασία τους. Ὅλοι μποροῦν νὰ ζοῦν μέσα σʼ ἕνα κόσμο φαντασίας, ψεύδους καὶ ἀπάτης. Ἕνας μόνο, ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὴ γῆ, δὲν εἶπε ψέμματα, δὲν πλανήθηκε οὔτε στὸ παραμικρό, ἀλλʼ ὅτι εἶπε εἶνε ἀληθινό. Γιατὶ δὲν εἶνε ἀπλὸς ἄνθρωπος˙ εἶνε Θεάνθρωπος. Καὶ αὐτὸς ὁ ΕΝΑΣ εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Αὐτὸς λοιπόν, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς βεβαιώνει, ὅτι ὑπάρχει κόλασις καὶ παράδεισος. Ποῦ; Ἀνοῖξτε τὰ Εὐαγγέλια, ποὺ περιέχουν τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ δῆτε. Ἰδίως μελετῆστε, ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολλὲς φορές, τὴ θαυμάσια παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. Θὰ τὴ βρῆτε στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κεφάλαιο 16, στίχοι 19-31. Ἦταν, λέει ἡ παραβολή, ἦταν δύο ἄνθρωποι. Ὁ ἕνας φτωχός˙ τὸ ὄνομά του Λάζαρος. Ὅ ἄλλος πλούσιος. Ὁ φτωχὸς πίστευε˙ ὁ πλούσιος δὲν πίστευε. Ὁ φτωχὸς εἶχε τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς. Ὁ πλούσιος ἦταν ἄσπλαχνος καὶ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του φρόντιζε πῶς νὰ καλοζῆ. Πέρα ἀπὸ τὴν καλοπέρασί του δὲν ἔβλεπε τίποτʼ ἄλλο. Πέθαναν κʼ οἱ δυό˙ πρῶτα ὁ φτωχός, ἔπειτα ὁ πλούσιος. Ποῦ πῆγαν; Τὰ κορμιά τους βέβαια καὶ τῶν δυὸ θάφτηκαν στὸ χῶμα. Καὶ σὲ λίγο τίποτε πιὰ δὲν ὑπῆρχε, παρὰ μιὰ χούφτα στάχτη. Ἀλλὰ ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει στὸν τάφο. Μὲ τὸ θάνατο ἡ ψυχὴ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ κορμὶ καὶ πηγαίνει σʼ ἄλλο κόσμο. Καὶ ἡ μὲν ψυχὴ τοῦ Λαζάρου πέταξε καὶ πῆγε στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, δηλαδὴ σʼ ἕνα τόπο πνευματικὸ ὅπου ἦταν καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ καλοῦ ἐκείνου πατριάρχου, τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ὅλο καλὰ ἔκανε στὸν κόσμο καὶ εἶχε πεθάνει δυὸ χιλιάδες χρόνια προτοῦ νὰ ἔρθη ὁ Χριστός. Εἶχε πεθάνει ὁ Ἀβραὰμ σωματικῶς, ἀλλὰ ἡ ψυχή του ὡς ἀθάνατη ζοῦσε καὶ βρισκόταν σὲ τόπο εὐχάριστο. Κʼ ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν ὁ Ἀβραὰμ πῆγε κι ὁ Λάζαρος. Ἐνῶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀσπλάχνου πλουσίου πῆγε σʼ ἕνα ἄλλο τόπο, τόπο φρικτῆς τιμωρίας, τόπο ποὺ φλεγόταν ἀπὸ τὶς φοβερὲς φλόγες τῆς κολάσεως˙ φλόγες ὄχι βέβαια ὑλικές, ἀλλὰ πνευματικές, ὅπως εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως ἑνὸς ἐγκληματία, ποὺ σὰν φωτιὰ τοῦ καίει τὰ σπλάχνα. Ὁ πλούσιος ἔβλεπε τὸ Λάζαρο σὲ ποιὰ εὐχάριστη θέσι βρισκόταν καὶ θὰ ἤθελε νὰ πάη κι αὐτὸς ἐκεῖ˙ ἀλλʼ αὐτὸ ἦταν ἀδύνατο. Σὰν χάρι ζήτησε ἀπʼ τὸν Ἀβραάμ, νὰ στείλη τὸ Λάζαρο νὰ τὸν δροσίση μὲ μιὰ σταγόνα νεροῦ ἀπʼ τʼ ἀθάνατο ἐκεῖνο πνευματικὸ νερό, ποὺ τρέχει ἄφθονο μέσα στὸν παράδεισο. Ἀλλʼ οὔτε κι αὐτὸ ἦταν δυνατὸν νὰ γίνη… Ἡ παραβολὴ αὐτὴ τοῦ ἀσπλάχνου πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου εἶνε μιὰ τρανὴ ἀπόδειξι, κοντὰ στὰ τόσα ἄλλα, πῶς ὑπάρχει ἄλλος κόσμος, ὑπάρχει παράδεισος καὶ κόλασις. Κι αὐτὸ τὸ ἀπαιτεῖ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ˙ γιατὶ ὑπάρχουν ἐδῶ στὸν κόσμο ἄνθρωποι δίκαιοι ποὺ ὑποφέρουν, καὶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἄδικοι καὶ κακοῦργοι ποὺ καλοπερνοῦν, καὶ θὰ ἦταν ἄδικο οἱ μὲν δίκαιο νὰ μὴν ἀμειφθοῦν, οἱ δὲ κακοῦργοι καὶ οἱ ἄδικοι νὰ μὴν τιμωρηθοῦν.
Ἀλλὰ καὶ σʼ ἄλλη περίπτωσι ὁ Χριστὸς βεβαίωσε, ὅτι ὑπάρχει παράδεισος. Ὅταν ὁ Χριστὸς βρισκόταν πάνω στὸ σταυρὸ καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δυὸ ληστὰς ποὺ σταυρώθηκαν τότε μαζί του μετανόησε καὶ ζήτησε ἀπʼ τὸ Χριστὸ χάρι νὰ τὸν πάρη μαζί του στὴ βασιλεία του, ὁ Κύριος τοῦ εἶπε˙ «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετʼ ἐμοῦ ἔση ἐν τῶ παραδείσω» (Λουκ. 23, 43). Δηλαδή˙ Τὸ σῶμα σου σὲ λίγο θὰ πεθάνη πάνω στὸ σταυρό˙ ἀλλὰ σὲ βαβαιώνω, ὅτι ἡ ψυχή σου, ποὺ θὰ φύγη ἀπὸ τὸ σῶμα, σήμερα, πρὶν δύση ὁ ἥλιος, θὰ βρίσκεται μαζί μου στὰ οὐράνια καὶ θὰ εὐφραίνεται στὸν παράδεισο.
Ναί˙ στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ ὁ Λάζαρος. Ναί˙ στὸν παράδεισο ὁ ληστὴς ποὺ μετανόησε. Ἀλλὰ στὸν παράδεισο πῆγε καὶ κάποιος ἄλλος. Πὴγε πρὶν ἄκόμα πεθάνη. Πὴγε καὶ εἶδε πράγματα, ποὺ μάτι ἀνθρώπου δὲν εἶδε καὶ γλῶσσα ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ τὰ περιγράψη. Ἔζησε ἐκεῖ λίγες ἀλησμόνητες στιγμὲς καὶ πάλι γύρισε στὸν κόσμο˙ καὶ μαρτυρεῖ κι αὐτός, ὅτι ὑπάρχει παράδεισος. Εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μιὰ δύναμις, μᾶς λέει ὁ ἴδιος στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, μιὰ θεϊκὴ δύναμις μὲ πῆρε καὶ μʼ ἀνέβασε στὰ οὐράνια, στὸν τρίτο οὐρανό, στὸν παράδεισο (βλ. Β΄ Κορ. 12, 4).

* * *

Ὦ παράδεισε, κατοικία τῶν ἀγγέλλων, τῶν ἀρχαγγέλων καὶ τῶν ἁγίων! Ἐμεῖς, ὅπως ἔλεγε ἕνας ἅγιος ἱεροκήρυκας, «ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδίσωμεν˙ μὰ ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν».

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 217-223 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.