Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο εθνομηδενισμος απειλει την Ελλαδα 2) ΠΕΤΡΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΛΟΓΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

date Φεβ 12th, 2021 | filed Filed under: ΣYNEΡΓATΗΣ MAΣ π. Ι. Ν.

Ο εθνομηδενισμος απειλει την ΕλλaδαΕΛΛΗΝΕΣ ΞΥΠΝΗΣΤΕ

TΙΜΗ ΣΤΟ 21, η επιτροπή εορτασμού του 1821 που συστάθηκε για να αντικρούσει τις ανιστόρητες και ανθελληνικές θέσεις μελών της κυβερνητικής Επιτροπής Ελλάδα 2021.
Εμφανής κίνδυνος για τη χώρα οι ανιστόρητες θέσεις μελών του Ελλάδα ’21 που  προσβάλλουν τους ήρωες της Επανάστασης.
Της Μαρίας Νεγρεπόντη – Δελιβάνη
Διαβάστε περισσότερα »

http://aktines.blogspot.com/2021/02/blog-post_81.html

090634b9b49e9b3e4c9bc943

ΠΕΤΡΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΛΟΓΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἱερεύς Ἰωάννης Νικολόπουλος
Καλαμαριά Θεσσαλονίκης

  • «Ἐάν πεινᾶ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐάν διψᾶ, πότιζε αὐτόν. Τοῦτο γάρ ποιῶν ἄνθρακας πυρός σωρεύσεις ἐπί τήν κεφαλήν αὐτοῦ. μή νικῶ ὑπό τοῦ κακοῦ,ἀλλά νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τό κακόν» (Ρωμ.12,20)
  • «Μή τίς κακόν ἀντί κακοῦ τινι ἀποδῶ, ἀλλά πάντοτε τό ἀγαθόν διώκετε καί εἰς ἀλλήλους καί εἰς πάντας» (Α΄Θεσ.5,15)
  • «Μηδενί κακόν ἀντί κακοῦ ἀποδιδόντες. προνοούμενοι καλά ἐνώπιον πάντων ἀνθρώπων» (Ρωμ.12,17)
  • «Μή ἀποδιδόντες κακόν ἀντί κακοῦ … τοὐναντίον δέ εὐλογοῦντες» (Α΄Πέτρ.3,9)
  • «Μή μιμοῦ τό κακόν» (Γ΄’Ιωάν.11)
  • «’Αγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμων, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους «ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καί προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καί διωκόντων ὑμᾶς» (Ματ.5,44)

Πόση ἡ ἀπόσταση ἀλήθεια, τοῦ: «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου καί μισήσεις τόν ἐχθρόν σου» (Ματ.5,43-48), τοῦ «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ καί ὀδόντα ἀντί ὀδόντος» (Λευ.24,20-21/Ἐξοδ.21,4), ἀπό τῆς κορυφῆς τοῦ: νά ἀναρριχηθῇς καλλιεργούμενος, παιδαγωγούμενος, ψυχαγωγούμενος, διά τῆς μελέτης τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ -κυρίως καί πρωτίστως-, μιμούμενος τό παράδειγμα τοῦ θεμελιωτοῦ τῆς Πίστεως,

καί «ἀκολουθῶν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α΄Πέτρ.2,21), ὥστε νά δυνηθῇς, «ἀφοριζόμενος» (Β΄Κορ.6,17) ξεκολλώντας καί ἀφήνοντας πίσω τίς ἑλώδεις, βορβορώδεις, ἄγονες πνευματικά, πεζές, πνικτικές συμφορητικές ἁμιλλομένων συνθῆκες καί καταστάσεις τῶν πολυπληθῶς ἐγκαταβιουμένων περιοχῶν τοῦ Πλανήτου, ἐν αἷς «ὑπερεπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία (ἀλλ’ οὐκ ἀποῦσά ἐστιν ἡ θεία χάρις, ἥτις μάλιστα τάς στιγμάς αὐτάς ὑπερπερισσεύει αὕτη ἐκεῖσε (Ρωμ.5,20), ἵνα μή τις ἐπικαλεσθῇ ἔλλειψιν ταύτης), νά ἀχθῇς καί ἀναβῇς στίς ὁλόφωτες κορυφές τῶν πνευματικῶν Ἰμαλαΐων τοῦ Ἔβερεστ! Τίς ὁποῖες, ναί! κατώρθωσαν, ἄλλος ψηλότερα, ἄλλος χαμηλότερα, ἄλλος στούς πρόποδες εὑρισκόμενος ἀρχόμενος ἀκόμη, νά φθάσουν καί νά κατακτήσουν, κρατώντας μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τό σχοινίον ἀναρριχήσεως πού «ἀπέστειλεν ὁ Θεός Πατήρ εἰς τόν κόσμον» (Ἰωάν.3,17), ἤτοι τόν Υἱόν αὐτοῦ, οὐχί «ἵνα σώσῃ αὐτόν-τόν κόσμον» (ἔ.ἀ.) στανικῶς, βιαίως καί δικτατορικῶς, ὅπερ λάθος, ὡς παραβιάζον (τό λάθος τοῦτο) τό αὐτεξούσιον καί τήν ἐλευθέραν βούλησιν, ἥν Αὐτός Οὗτος ἔθετο ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, «ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ» (Ἰωάν.3,17 & Α΄Ἰωάν.4,9-10)· εἰπών, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκουλουθήτω μοι» (Ματ.16,24 / Μάρκ.8,34).
Ἄς τά ξεμπερδέψουμε -ἐπί τέλους- τά πράγματα, τά ὁποῖα διδάσκει ὁ λόγος Του τόσο λαγαρά, καθάρια, ξάστερα καί κρυστάλλινα. Γι’ αὐτό οἱ ἀγωνισταί τῆς πίστεως «εἰσῆλθον διά τῆς στενῆς πύλης καί διῆλθον διά τῆς τεθλιμμένης ὁδοῦ ἥτις ἀπάγει εἰς τήν ζωήν» (Ματ.7,13). «Πᾶσαν χαράν ἡγοῦντο ὅταν περιέπιπτον ποιρασμοῖς ποικίλοις, γινώσκοντες ὅτι ἡ δοκιμασία καί τό καμίνι αὐτό τῶν πειρασμῶν καί τῶν δοκιμασιῶν, ἐνέκλειε μέσα τήν δυνατότητα νά κατορθωθῇ ὁ ἐξαγνισμός καί τό τέλειον ἔργον, δηλαδή, ἡ τελειοποίησή τους» (Ἰάκ.1,2-4), κατά τήν ρητήν ἀπαίτησιν τήν ἐξελθοῦσαν ἐκ τοῦ στόματος τοῦ Κυρίου, «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Λευ.20,7,26 / Α΄Πέτρ.1,26), καί ἔτι, «τέλειοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ τέλειός εἰμι» (Α΄Κορ.14,20). Διαπιστώνοντας δέ τήν ὑλοποίησιν καί ἐφαρμογήν τοῦ «συνθήματος» τούτου μεταξύ τῶν ἁγίων, διά τοῦ ἀποφθέγματος «ἐάν εὕρῃς ἐν τῇ ζωῇ σου γαλήνην καί εἰρήνην τότε φοβήθητι, ὅτι μακράν βαδίζεις τῆς ὁδοῦ ἥν ἐπορεύθησαν οἱ μοχθηροί (κουρασμένοι, ἀπό τό μόχθος) πόδες τῶν ἁγίων» (Πατερικόν), ἁμιλλομένων τούτων μεταξύ των πρός πνευματικήν πρόοδον, ἁγιότητα, τελειότητα, θέωσιν· εὔκολα γίνεται ἀντιληπτό, πόσο ἔχει ἐπιρεάσει τή ζωή τους μέχρι τό μεδούλι τους, τό αἰώνιο καί ἀσύγκριτο Παράδειγμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός τό ὁποῖον καί ὁ Παῦλος μᾶς καλεῖ διαρκῶς καί ἀδιαπτώτως «νά ἀφορῶμεν, ὡς πρός τόν Μόνον Ἀρχηγόν τῆς Πίστεως καί Τελειωτήν αὐτῆς» (Ἑβρ.12,2).
Ὁ νόμος, «παιδαγωγός ἡμῶν γενόμενος εἰς Χριστόν» (Γαλ.3,23-25 & 4,5), καί «τοῦ Χριστοῦ ἐλθόντος, παρέρχεται ὡς σκιά ὁ νόμος (πλέον), τῆς Χάριτος ἐλθούσης» (Γαλ.3,23-25 & 4,5). Καί ὁ νέος Νομοθέτης Χριστός, μή ἔχων ἐν ἑαυτῷ «σκληροκαρδίαν» (Ματ.19,8 / Μάρ.10,5 & 16,14), ἀλλά «πρᾶος ὤν καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Ματ.11,29), νομοθετεῖ «κατά τήν καρδίαν Του» (Ψαλ.19,5). Καί ἀφοῦ «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τό στόμα» (Ματ.12,34), καί «ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ οὐχ εὑρέθη δόλος» (Α΄Πέτρ.2,22), ἀλλ’ «ἀλήθεια ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Ψαλ.88,2 / Ρωμ.10,8 & 2,2) ἀγαθά ἐνομοθέτησε· πραύτητα καί ἀγαθωσύνην γέμοντα, φιλίαν ἐκπέμποντα, εὐωδίαν πνευματικήν ἀναδίδοντα, εἰς συμπόνοια, στοργήν, φιλαδελφίαν καί φιλαλληλίαν κινοῦντα, ἀγῶνα ὑπέρ τοῦ δικαίου καί τῆς ἀληθείας ἐμπνέοντα, ἀγάπην μέχρι θυσίας ὑπέρ τοῦ πλησίον ἐγκλείοντα.
Καί πῶς, διαφορετικά μποροῦσε νά γίνῃ, ἀφοῦ Αὐτός ὁ Ἴδιος, δι’ αὐτόν τόν σκοπόν ἐνηνθρώπησε μέ τό Ὕστερον Θέλημα Του, τό ἀιδίως ἐγκεκρυμένον ἐν Ἑαυτῷ πρός σωτηρίαν ἡμῶν; Τό ὁποῖον, δέν ἦτο τί ἄλλο, παρά αὐτή αὕτη ἡ Θυσιαστική Του Πράξις, ἡ διά τοῦ Σταυροῦ ἑκουσίως γενομένη; Τό θυσιαστικό τοῦτο πνεῦμα, ἦτο δυνατόν νά μή ἐνυπάρχῃ ὡς ἡ συνισταμένη, ἡ διήκουσα ἔννοια καί γραμμή στήν ὅλη νομοθασία Του;
Ἀνθρώπους βουλόμενος σῶσαι, ἄνθρώπους καί ὡς συνεργούς, -τοῦ ἀποστεῖλαι ὕστερον- ἐκάλεσε, καί οὐχί ἀγγέλους. «Πῶς ἄγγελοι τ’ ἀνθρώπεια ἠδύναντ’ ἄν γινώσκειν»; (Ἰ.Ν.)
Γνωστόν ὅτι ὁ Κύριος, ἐκτός τῶν «Δώδεκα Μαθητῶν οὕς ἐξελέξατο» (Ματ.10,2) , εἶχε καί τούς Ἑβδομήκοντα (Λουκ.10,1), τούς 120 (Πράξ.1,15), τούς 500 (Α΄Κορ.15,6), καί «πλῆθος μαθητῶν οἱ ὁποῖοι χαίροντες τόν ἐπευφημοῦσαν καί τόν αἰνοῦσαν μέ φωνήν μεγάλην γιά ὅσα θαυμαστά ἐπιτελοῦσε καθ’ ἡμέραν» (Λουκ.19,37).
Διδάσκαλος καί μαθηταί, συνήθως κρύβουν πολλά ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, ὅπως καί οἱ δοῦλοι ἀπό τόν Κύριό τους. Γιά νά κατορθώσῃ καί νά φθάσῃ ὁ Κύριος, μετά ἀπό τήν συγκεκριμένη τριετῆ κοπιώδη παιδαγωγία καί σκληρή, «ταχύρρυθμη πνευματική ἐκπαίδευση», ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους, Ψαράδες, Χωρικούς Ἀγρότες, Τελῶνες, νά τούς ἀναγάγῃ στό ὕψος τοῦ νά τούς προσαγορεύσῃ ἀπό δούλους καί μαθητάς, «φίλους» πλέον, αἰτιολογήσας μάλιστα τόν λόγον, εἰπών, διότι «δέν σᾶς ἀπέκρυψα τίποτε, πάντα ὅσα δέδωκέ μοι ὁ Πατήρ, εἶπον καί παρέδωκα-ἐγνώρισα ὑμῖν» (Ἰωάν.15,15 / Ἰωάν.15.14-15)· δέν ἦταν εὔκολη δουλειά, καί δέν εἶναι καί γιά τόν καθένα, πού σήμερα θέλει «νά βάλῃ τήν χεῖρα ἐπ’ ἄροτρον, καί μή βλέψαι εἰς τά ὀπίσω, ὅτι οὔκ εὔθετος ἔσετε εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν Του» (Λουκ.9,62), εἴτε στόν κόσμο ὁρκίζεται «νά ὀργώσῃ» καί τραβάει σέ μοναστήρι· εἴτε σέ μοναστήρι, ἀναχωρῶν ἐκ τοῦ κόσμου, νά μονάσῃ, καί στριφογυρνᾶ ἀπολαμβάνοντας πάντα τά θέλγητρα τοῦ κόσμου, μέχρι τῶν πλέον ἀκατονομάστων ἀνομαλιῶν, μέ οἰκονομική ἄνεση τοῦ μοναστηριοῦ, ἤ κληρονομηθεῖσα ἀπό κάποιο «Γέροντα – Στάρετς» στόν ὁποῖον τεχνηέντως καί ἐπιμόνως γλίστρησε καί κόλλησε πάνω του σά βδέλα καί στρεῖδι, γιατί μυρίστηκε παραδάκι νά τό κληρονομήσῃ -γιατί ὄχι καί κάτι Καλυβούλες καί Κονάκια καί Σπιτάκια, νά τὄχῃ δίπορτο- τό παιδί! Νά ἐμπνέῃ πάντοτε πρός πάντας ἐμπιστοσύνην εἰς «ὁσιότητα» (Προσοχή, μή θίγων οὐδόλως ἐνταῦθα -διά τῶν ἀναφερομένων- τήν τῶν Ἡγιασμένων ὑπό τῆς Ἐκκλησίας «ὁσιότητα», ἄπαγε!) ἀναβλύζουσαν, ἐξερχομένην καί προερχομένην ἐκ τῆς Πηγῆς. Χαζά χωριατόπουλα ἀπό Φλώρινες καί Φάρσαλα τά θεωρεῖτε κάτι τέτοια «φαινόμενα»;!. Τζιτζίκια πεταλώνανε ἀπό μικρά; Εἴχανε τό διάολο μέσα τους, καί μελετοῦσαν μέρα νύχτα τί θά σκαρφιζόντουσαν νά λύσουν ὅσο θά μποροῦσαν ἐπιτυχέστερα καί ἀνετώτερα το πρόβλημα τῆς ζωῆς, ἀπολαμβάνοντάς την μέχρι τρυγός. Ὅποιος δέν τά ἔχει ζήσει τά κουμάσια αὐτά, δέν ἔχει γνώμη. Μή βρεθῇς στήν πορεία τους. Εἶναι ἀδίστακτοι ἀριβίστες, φραγκοφονιάδες! /// Ναί, λοιπόν, (γιά νά ἐπανέλθουμε) ἦταν τόσο δύσκολο, μέσα σ’ ἕνα τελείως διαφορετικό -ἀπ’ αὐτόν πού πρό ὀλίγου σκιαγράφισα ἄκοσμο κόσμο-, τόν ὑγι(ᾶ)ῆ, πού ἴσως χρειασθῇ νά τρέξουν, μετά ἀπό ἀγωνιώδη προσευχή, πού οἱ γύρω «δέν θά δύνωνται οὐδέ μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετά σοῦ» (Ματ.26,40) , «νά τρέξουν ὡσεί θρόμβοι αἵματος σταγόνες ὁ ἱδρώς σου» (Λουκ.22,44), «νά ἀχθῇς καί εὐτελισθῇς ἔμπροσθεν ἀγνωμόνων καί ἀχαρίστων εὐεργετηθέντων, ἀρχόντων καί λαοῦ» (Ἰωάν.18,28), αἰτούντων «ληστήν Βαραβάν ἀπολυθῆναι καί χαρισθῆναι αὐτοῖς» (Ματ.27,26), καί «σένα νά ζητοῦν νά σέ ἀνεβάσουν μιά ὥρα γρηγορότερα πάνω στό Σταυρό» (Ἰωάν.19,15), «ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπ’τήν παρουσία σου» (Ἰωάν.18,14), ἀφοῦ «θά σοὔχουν καταξεσχίσει τό κορμί τά ξυράφια, τά κοχύλια καί οἱ μυτερές φρικτές ἄκρες τῶν χυτῶν μολύβων τοῦ φραγγέλιου» (Ματ.27,26 / Μαρκ.15,15), καί «τό αἷμα τό πυκτό» (Λουκ.22,44) πού θά τρέχει μέσ’στά μάτια σου ἀπ’ τίς τρύπες τῶν πληγῶν πού θά σοῦ ἔχει προκαλέσει «τό ἀκάνθινο στεφάνι» (Ἰωάν.19,2 / Μαρκ.15,17) μέ ἀποτέλεσμα νά βλέπῃς θολά τά πάντα γύρω σου, καί ν’ ἀναρωτιέσαι, ὅπως ὁ τυφλός πού ἐσύ πρό ὀλίγου ἐθεράπευσες, πρό τῆς εὐεργετικῆς ἀποθεραπείας του «ἄν εἶναι νύχτα ἤ ἄν εἶναι ἡμέρα» (Ποίημα Γ. Βερίτη), γιατί «τά δεμένα χέρια σου»(Ματ.27,2) θ’ ἀδυνατοῦν νά τά σπογγίσουν, «νά δῇς τό φῶς, πού Σύ ἐδημιούργησες» (Γεν.1,3)· μέχρι πού, «τρικλίζοντας» (Ματ.27,27-31) Σύ ὁ Πανθενής, νά δεχθῇς «βοήθεια ἀπό τόν Σίμωνα τόν Κυριναῖο» (Ματ,27,32), ὁ Πανσθενουργός ἐνισχύσας αὐτόν καί ἄρας ἀπ’ αὐτοῦ τόν ἐν τῷ ἀγρῷ ἐπελθόντα αὐτῷ ἐφήμερον κόπον καί «τό βάρος τῆς ἡμέρας» (Ματ.20,12), ἵνα, τό ἐν Σοί (σέ Σένα, Κύριε, ἀπό μέρους Σου), «μή ἀγγαρία ποτέ τοῦτο λογισθῇ-ἐκληφθῇ, ἀλλά Χάρις καί εὐλογία Ἰδιαιτάτη καί Μοναδική αὕτη αὐτῷ φανῇ-γένηται-εὑρεθείη» (Ἰ.Ν), ὡς εἰς τόν πιό εὐτυχῆ «Χαμάλη» τοῦ κόσμου, «ἅπαξ εἰς τούς αιῶνας ἐγένετο-συνέβη», δηλαδή, τό «παραχωρηθῆναι παρά Θεοῦ τό διενεργηθῆναι τοῦτο ἀντ’Αὐτοῦ παρ’ ἀνθρώπου, ἐν ἀπολύτῳ μοναδικῇ ἰδιομόρφῳ περιπτώσει καί καταστάσει, ἀφήνοντας νά διαφανῇ-διαπιστωθῇ ἕν τῶν ἀδιαβλήτων Αὐτοῦ Παθῶν (βλέπε Δογματική Χρήστου Ἀνδρούτσου), ἅτινα καί ὡς τέλειος ἄνθρωπος, οὐ δέ μόνον τέλειος Θεός ὤν, ἔφερεν ἐν ἑαυτῷ» (Ἰ.Ν). Ὅπου ἡ ἐπιπόλαιη ἐκκλησία μας πολλά πρόσωπα, δέν τά ἀναδεικνύει καί δέν τά προβάλλει πρός μίμησιν σέ κάτι σημαδιακές στιγμές τῆς ζωῆς τους, πού κι’ ἄν εἶναι ἐκ πρώτης ὄψεως τόσο ἀσήμαντα, ἐνέχουν ἤ ἐπιφέρουν τόση μεγάλη εὐλογία! Πόσο μεγαλύτερη, ἀπό τήν ἰδιαιτερότητα, τήν ὅλως ἐξαιρετικήν περίπτωσιν τῆς ἐπιλογῆς τοῦ προσώπου σου, νά ἀποφορτίσῃς τό βάρος ἀπό τό Σῶμα τοῦ Θεοῦ σου καί Θεοῦ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί νά τό ἐπιφορτισθῇς ἐσύ;! Καί τί βάρος; Τό βάρος τοῦ «μέσου», δι’ οὗ ἐπῆλθεν ἡ σωτηρία ἐφ’ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου! Τό βάρος ἀπό τό κορμί-Σῶμα Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος ἐνηνθρώπησεν «ἵνα ἄρῃ-σηκώσῃ τό βάρος τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν, καί ἀπαλλάξῃ ἡμᾶς ἐξ αὐτῶν (τῶν ἀνομιῶν)»! (Ματ.3,18 / Α΄Πέτρ.2,21 & 3,18 / Ἑβρ.2,14 / Α΄Ἰωάν.3,5). Μικρό πρᾶγμα εἶν’ αὐτό; Θά ὑπῆρχε γιά μᾶς σήμερα μεγαλύτερη εὐλογία; Καί ἐν τούτοις ὑπάρχει, καί δέν ἔχουμε συναίσθησιν εἰς βάθος τοῦ πράγματος. Ὅταν μεταλαμβάνοντες δεχόμεθα ἐν ἡμῖν ὁλόκληρον τόν Χριστόν καί τά πάντα Του, μόνον τόν Τίμιον Σταυρόν Αὐτοῦ αἴρομεν; Καί αἴρομεν Αὐτόν «ὡς βάρος καί σύνθλιψιν, ἤ τά μάλιστα ὡς ἄφεσιν, ἤτοι κούφισιν, ἀπαλλαγήν, ἄνεσιν, ποιάν τινά ἄλλην συσάχθειαν ἐκ τοῦ διαβόλου, λύτρωσιν καί σωτηρίαν;» (Ματ.26,28 / Πράξ.10,42-43 & 13,38 & 26,18).
Ἄν πρέπει νά μεταβαίνωμεν «νά προσκυνῶμεν τῷ τόπῳ οὗ ἔστησαν οἵ πόδες αὐτοῦ» (Ψαλ.131,3), ὁ ἡγιασμένος Σταυρός τοῦ Κυρίου, ἐν τῇ ἐναγωνίῳ προσπαθείᾳ Αὐτοῦ τοῦ Ἰδίου, καί τῇ ἀδυναμίᾳ Αὐτοῦ ἆραι καί διελθεῖν δι’ ὅλης τῆς Ὁδοῦ τοῦ Μαρτυρίου, τοῦ δυσβάτου αὐτοῦ Καλντεριμιοῦ γιά τίς τραγικές ἐκεῖνες στιγμές τῆς πλήρους ἀδυναμίας Του, ἀγγαρευθέντος πρός τοῦτο τοῦ Σίμωνος, οὐδεμίαν Χάριν ἐπέφερεν καί ἐνέφερεν-μετέδωκεν Οὗτος (ὁ Σταυρός) αὐτῷ (τῷ Σίμωνι); Ἄς μοῦ συγχωρεθῇ ἡ ἐνθουσιαστική μου ὑπέρβασις, ἀλλ’ ἐάν καί ψυχήν ὁ Τίμιος καί Ζωοποιός Σταυρός εἶχε, καί ἔπαυε νά εἶναι ὄργανον ἐκτελέσεως Καταδίκου, ὅπερ καί ἐγένετο, ἀποβάς «τοῖς μέν Ἰουδαῖοις σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρία» (Α΄Κορ.1,18-25) , θά ὑπῆρχε τί ἄλλο, μετά τήν Κυρίαν Θεοτόκον, τήν Ἀειπάρθενον Μαρίαν, εἰς ἀξιολόγησιν; Ἀσφαλῶς ὄχι, «πλήν τῆς ὑπερβαλούσης εἰς ἀξίαν τά πάντα ψυχῆς», ἥν ἑκάστου ἀνθρώπου «ἦλθε τοῦ σῶσαι αὐτήν, -ἀκριβῶς- διά τοῦ Τιμιου Σταυροῦ καί τῆς ἐν αὐτῷ ἑκουσίως πάρ’ Αὐτοῦ προσφερθείσης Σταυρικῆς Φρικωδεστάτης Θυσίας Του»!
Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀξιολογοῦσα καί ἀναλόγως καί πρεπόντως τιμῶσα τόν Τίμιον καί Ζωοποιόν Σταυρόν ἐν ᾧ ἐτάθη τό Ἄχραντον Σῶμα τοῦ Κυρίου, καθηλωθέν διά τῶν φρικτῶν ἥλων καί λογχευθέν ἐν αὐτῷ, εἰς τόν Ἱερόν Κανόνα πρός τόν Τίμιον Ζωοποιόν Σταυρόν, ὅσο καί ἄν ἐκ πρώτης ὄψεως τοῦτο φαίνεται παράξενο, ἀποτείνεται πρός αὐτόν ὡς πρός Πρόσωπον.
Διδάξας ὁ Κύριος, μετελθών, διελθών, χειρισθείς δέ ὅλας τάς μεθόδους καί τρόπους παιδαγωγίας τῶν Μαθητῶν, ὡς Ἐκεῖνος ἁρμοδίως ἔκρινε καταλλήλους, τοῦ ἐπιτυχεῖν καί «ἆξαι-ἀγαγεῖν», φέρειν εἰς -βεβιασμένον μέν πως-, αἴσιον δέ πέρας, τέλος – τελεσφορῆσαι, / παιδαγωγῆσαι=διαπλᾶσαι χαρακτῆρας διά τῆς παιδείας (τῆς βασάνου, τοῦ κόπου), / ψυχαγωγῆσαι=καλλιεργῆσαι, ξεχερσῶσαι καί ἀρῶσαι (ἄροτρον), εὔφορον ποιῆσαι τόν ψυχικόν κόσμον, / μορφῶσαι=ἀναπτύξαι τήν διάνοιαν, δ ι ε ξ ῆ λ θ ε πολλούς τρόπους.
Ἐκάλεσεν αὐτούς, οἵτινες (πάντως) αὐτοβούλως, ἄλλοι «ἄφέντες τά δίκτυα, τό πλοῖον καί τόν Πατέρα, ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λουκ.5,11), ἄλλοι «τό Ταμεῖον τῆς Φοροεισπρακτορικῆς» (Ματ.10,3, ὁ Λευί ἤ Ματθαῖος – Θεόδωρος, ἑλληνιστί) , ἄλλοι ὅ,τι τί ἄλλο. Πάντως ἑκουσίως, ἐλευθέρᾳ βουλήσει, καί οὐχί στανικῶς (μέ τό ζόρι, ἀγγαρία). Ἀπό κάθε καρυδιᾶς καρύδι, ἀπό πάσης Κοινωνικῆς Τάξεως, ἀκόμα καί ἕνα Ἰούδα, ἐξέλεξεν αὐτούς.
Ἀφήσας νά παρέλθῃ τι διάστημα, νά τόν γνωρίσουν, τόν συναναστραφοῦν καί τόν ζήσουν κάπως, ὡς Τόν δυνάμενον (αὐτόν) «εὐεργετεῖν καί ἰᾶσθαι τό καθ’ἡμέραν, ποιεῖν σημεῖα θαυμαστά καί μεγάλα, καί ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχειν ἐν ἑαυτῷ» (Ἰωάν.3,36 / Ἰωάν.6,54,56,57,58 / Α΄Ἰωάν.5,12), ἠρώτησέν ποτε αὐτούς, «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;» (Ματ.16,13), γιά νά λάβῃ τήν ἀπάντησιν, ὅτι «ἄλλοι σέ θεωροῦν ὡς τόν Ἰωάννην, ἄλλοι ὡς τόν Ἠλία, ἄλλοι ὡς τόν Ἱερεμίαν ἤ ἕνα τῶν Προφητῶν» (Ματ.16,14). Γιά ν’ ἀκούσῃ καί τόν Πέτρο νά τοῦ ἀπαντᾶ, σἄν ἐκ μέρους ὅλων καί ὡς νά εἶχαν ἤδη σχηματίσει καί οἱ ἄλλοι γνώμη περί τῆς καταγωγῆς καί προελεύσεώς Του, «σύ εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»! (Ματ.16,16) Καί μετά ἀπ’ ὅλη αὐτή τήν στιχομυθία, ἀκοῦμε νά παίρνῃ ὁ Πέτρος τήν ἀπάντηση καί τήν διαβεβαίωση ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου καί Διδασκάλου, ὅτι «αὐτά σοῦ τά ἀπεκάλυψε ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν ούρανοῖς» (Ματ.16,17) κ.τ.λ.. Καί κάποια ἄλλη φορά ἐδοκίμασεν αὐτούς, ἐρωτήσας εἰς κάποιαν στιγμήν πού τινές ἀπεμακρύνοντο ἀπ’ αὐτοῦ, εἰπών αὐτοῖς, «Μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;» (Ἰωάν.6,67) . Γιά νά λάβῃ καί πάλιν παρά τοῦ Πέτρου τήν γνωστήν ἐκείνην ἀπάντησιν. «Κύριε πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα γάρ ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (Ματ.6,68). Γιά νά δεχθῇ ἐν συνεχεία, -ἐκ δευτέρου δεχόμενος παρά Κυρίου κάποια ἀκόμη διάκριση-, τά εὔσημα, ὁ ἄλλοτε Κηφᾶς (=ἄχυρο), νῦν Πέτρος, καί τήν ἄλλη διαβεβαίωσιν· ὅτι «σ’ αὐτή τήν πέτρα (μεταφορικῶς), τῆς Πίστεως τῆς ἀκραδάντου, θά οἰκοδομοῦσε τήν ἐκκλησία Του» (Ματ.16,18). Ὄχι τόν ἀνεμοπαράσυρτο, τόν εὐμετάβολο, τόν ἀρνητή Ἀχυρο – Πέτρο, πού θά τόν δῆτε σέ λίγο νά γίνεται «πρόβατο διασκορπιζόμενον, καταλεῖπον τόν πατασσόμενον Ποιμένα» (Ματ.26,30) ἀλλά, πού μετά ἀπό ὅλες αὐτές τίς μεταπτώσεις καί διακυμάνσεις, ὡς Θεός «προεγνώριζεν» (Ρωμ.8,29-30) ὅτι, καλήν χρῆσιν τοῦ αὐτεξουσίου καί τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως αὐτοῦ ποιούμενος, θά ἐσταθεροποιεῖτο ἀκλινῶς καί ἀπαρασαλεύτως, ἑδραίως ἱστάμενος, καί θά ἡγεῖτο -τρόπον τινά- καί, «ἐπιστρέφων θά ἐστήριζεν, ὄντως, τούς ἀδελφούς του» (Λουκ.22,31-32), κατά τήν τριπλῆν ἀποκατάστασιν τῆς πρός Αὐτόν (τόν Κύριον) ἀγάπης τοῦ Πέτρου. Ἡ δέ «πρόγνωσις» Αὐτοῦ, γνωστόν ἔστω, ὅτι οὐδόλως ἐπιρεάζει τό αὐτεξούσιον ἑκάστου ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, ἁπλῶς καί μόνον προγινώσκοντος Αὐτοῦ τό μέλλον καί τάς πράξεις μας, χωρίς νά περεμβαίνῃ εἰς ταῦτα. Τοῦτ’ αὐτό πράξας καί εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Ἰούδα, ἀφῆκας αὐτόν νά κινηθῇ ἐλευθέρως καί αὐτοβούλως, πρᾶγμα τό ὁποῖον οὗτος δέν ἔπραξεν, ἐκλέξας τήν ὁδόν «τοῦ υἱοῦ τῆς ἀπωλείας» (Ἰωάν.17,12) καίτοι τό ὄνομα Ἰούδας ἑρμηνεύεται «μετάνοια» (Γέν.29,35, ἡ μισουμένη Λεία ἔτεκε τῷ Ἰακώβ υἱόν ἐξομολογηθεῖσα τῷ Κυρίῳ, καί ἐκάλεσε τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰούδα, ὅ ἔστι ἐξομολόγησις), «ὅ ἦν διαρκῶς καί διά βίου μιμνῆσκον αὐτῷ, τοῦτό ποτε ὡς καθῆκόν ἔναντι τοῦ εὐεργέτου καί Διδασκάλου πρᾶξαι καί ἐφαρμῶσαι, συνέπειαν τῷ ὀνόματι δεικνύς· ἐκφραζόμενος οὕτω καί δι’ αὐτῆς τῆς «ὕλης», -ἤτοι διά τῆς, τῆς μετανοίας-, ὑλοποιῶν καί ἐπιτυγχάνων, τήν ἑαυτοῦ σωτηρίαν· καί μή διά τῆς ἀκορέστου φυλαργυρίας τοῦ σοῦ γλωσσοκόμου, τῆς μή δυνηθείσης πληρῶσαι, ἥν, οὐδ’ αὐτός ὁ Κύριος, ὁ Ὕψιστος Θεράπων καί Ἰατρός, παραχωρήσας σοι καί δούς τρόπον τόν τῶν χρημάτων ἔρωτα πληρῶσαι, ἐπετεύξατο» (Ἰ.Ν.).
Δηλαδή, πού καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς ζωῆς του τό ὄνομά του τοῦ ὑπεμίμνησκε (τοῦ θύμιζε) ὅτι πρέπει κάποια στιγμή σημαδιακή τῆς ζωῆς του, νά μή ἀποφύγῃ, νά μή παραλείψῃ νά μετανοήσῃ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, πλάϊ στήν εἰλικρινῆ παραδοχή του «ὅτι ἥμαρτε, παραδούς αἷμα ἀθῶον» (Ματ.27,4-6), «ρίψας μάλιστα τά ἀργύρια» (Ματ.27,5) καί μή ἐν τέλει ἀπολαύσας καί τό ἐκ τῆς προδοσίας κέρδος, ζῶντος ὄντος-εὑρισκομένου ἀκόμη τοῦ Κυρίου, καί δυναμένου αὐτοῦ νά τόν συναντήσῃ, εἰ εἰλικρινῶς ἠγάπα Αὐτόν, /τόν πλησίαζε ὀλοφυρόμενος καί τόν συναντοῦσε μετανοῶν. Ἀλλ’ «οὗτος ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καί πρηνής γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καί ἐξεχύθη πάντα τά σπλάγχνα αὐτοῦ· καί γνωστόν έγένετο πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν Ἱερουσαλήμ, ὥστε κληθῆναι τό χωρίον ἐκεῖνο τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτῶν Ἀκελδαμᾶ, τουτέστι χωρίον αἵματος» (Πράξ.1,18-19). Τί τραγικό ὄνομα! Καί, Τί πιό τραγικό πρόσωπο! /// [ Σοπᾶτε, καλέ, μήν εἴσαστε τόσο εὐσυγκίνητοι, ὑπερβολικοί καί δῆθεν ἄμοιροι ἄσχετοι;;! Ἐσεῖς «δέν τόν ἀνασταυρώνετε κάθε μέρα τόν Ἰησοῦν»; (Ἑβρ.6,6). Δέν τοῦ μοιάζετε καί δέν τόν γνωρίζετε τόν Ἰούδα; Μπά, παράξενο! Στήν παρέα μου, πολλοί τόν γνωρίζουμε. Μᾶς χώνεται ἀπρόσκλητος, καί τόν ἀποδιώχνουμε προσπαθώντας νά μή τόν κάνουμε παρέα. Συνεχῶς ἀπομακρυνόμεθα ἀπό κοντά του.]
Δέν ἔχει ὅμως μόνον αὐτή τήν ὄψη καί τή στιγμή ἡ ζωή τοῦ Πέτρου, καί οἱ σχέσεις τοῦ Διδασκάλου Κυρίου, ὡς πρός τόν μαθητή Του αὐτόν, πού, ἔχοντας ὡς κεντρικόν θέμα μου ἐν τῷ νοΐ μου ἄλλο τί, διατρέχω αὐτοῦ τόν βίον ὑπενθυμίζων ὑμῖν, τήν προσπάθειαν παρακωλύσεως τοῦ Κυρίου ὑπ’ αὐτοῦ, ὁ Ὁποῖος ἠναγκάσθη νά τόν ἐπιτιμήσῃ, εἰπών αὐτῷ τό «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, σκάνδαλόν μου εἶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων …» (Ματ.16,23). Τόν νταῆ, μεγαλόστομο Πέτρο, τοῦ «καί ἄν πάντες ἀρνήσονταί σε, ἐγώ οὐδέποτε Κύριε» (Λουκ.22,33). Τόν «μή δυνηθέντα (ὅμως μετ’ ὀλίγον) μίαν ὥρα γρηγορῆσαι μετ’ αὐτοῦ» (Ματ.26,40). Τόν «διασκορπισθέντα μετά τῶν ἄλλων, ἀφέντα καί καταλιπόντα μόνον τόν διδάσκαλον» (Ματ.26,31), καί ἄς «τράβηξε μαχαίρι στόν κῆπο, ἀποκόψας τό ὠτίον τοῦ Μάλχου» (Ἰωάν.18,10) . «Πρίν ἀλέκτορα φωνῆσαι, τρίς ἠρνήσατο αὐτόν» (Λουκ.22,35) . Λαγός καί λαγοπόδαρα στή Σταύρωση. Μόνο «ὁ Ἰωάννης πλάϊ στήν Θρηνοῦσαν τόν Υἱόν καί Θεόν της Ἀειπάρθενον Μαρίαν» (Ἰωάν.19,26-27). Καί ὁ πληροφορηθείς, καί ἐκ περιεργείας «μετά τοῦ Ἰωάννου τρέχων ὁμοῦ Πέτρος καί μεταβαίνων πρός τό μνημεῖον , ὀρρωδεῖ, καί σέ κάποια στιγμή κοντοστέκεται, καί ὁ Ἰωάννης προέδραμεν τάχιον τοῦ Πέτρου, και εἰσῆλθε πρῶτος εἰς τό μνημεῖον» (Λουκ.19,4). / Ποῦ τά νταϊλίκια καί τά θαρρετά, κι’ ἡ ἀνδρειοσύνη, Πέτρε; Ὁ πρᾶος, ἥρεμος, ὁλιγομίλητος, ἀφανής Ἰωάννης, πιό ὠκύπους, πιό γοργοπόδαρος, πιό θαρραλέος καί ζηλωτής ἀπό σένα; Σπεύδει «ταχύτερον» σοῦ; Ἡ ἀγάπη καί ὁ πόθος του, ἀλλά καί ἡ συμπόνοια στήν Θετή, δική του Μάνα τώρα, τήν Μητέρα τοῦ Διδασκάλου καί Κυρίου «πού ἤδη ἔχει λάβει εἰς τά ἴδια» (Ἰωάν.19,27), τόν καθιστοῦν ἀπτόητο καί ἀσυγκτράτητο. Δέν ἀμφιβάλλει, τρέχει, πάει νά δῇ, μπαίνει κατ’ εὐθείαν μέσα. Οὔτε τόν ἄγγελο πού ἄπεκύλησε τόν λίθο βλέπει, οὔτε Μαρία Μαγδαληνή, οὔτε Κηπουρό, μόνο τόν ποθητό του Διδάσκαλο Κύριον Ἰησοῦν, τόν Σταυρωμένο του Σωτῆρα λαχταρᾶ νά δῇ ἀναστημένο. Καί «θεωρεῖ τά ὀθόνια κείμενα, και το σουδάριον, ὅ ἦν ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετά τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλά χωρίς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰωάν.20,6-7), οὐδόλως ἀμφεσβήτισεν ἤ ἀμφέβαλεν περί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ποθητοῦ του Κυρίου, καί εὐθύς σπεύδει «ὡς προεῖπεν αὐτοῖς νά μείνουν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, ὅπου αὐτόν ὄψονται» (Ματ.26,32), νά συναντηθῇ μετά τοῦ Πέτρου καί «τῶν λοιπῶν μαθητῶν εἰς τό Ὑπερῶον, ὅπου συνήχθησαν διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰωάν.20,19), «ἀπόντων τοῦ Θωμᾶ» (Ἰωάν.20,24) καί τοῦ δυσεβοῦς καί ἀγνώμονος Ἰούδα. Ἄς κρατήσουμε ὅμως αὐτή τήν τόσο συχνά ἀπαντωμένην λέξη «ἀγνωμοσύνη» πλάϊ στήν ἐμπρέπουσα, ἀλλά συνήθως ἀπουσιάζουσαν «εὐγνωμοσύνη», νά τά «ψηλαφήσουμε» κι’ ἐμεῖς σέ κάποια ἄλλη εὐκαιρία καλύτερα.
Μετά τήν Ἀνάστασίν του «ὁ Κύριος ἐνεφανίσθη πολλές φορές εἰς τούς μαθητάς Του» (Πράξ.1,3). Θά περιορισθῶ εἰς τήν τρίτην, κατά τήν ὁποίαν «ἔλαβε ἀπό τήν ἀνθρακιάν καί προσέφερεν εἰς τούς μαθητάς αὐτοῦ ὀψάριον, μάλιστα ἐκ τῶν 153 μεγάλων ἰχθύων τῶν ὑπό τοῦ Πέτρου (ἄρτι-«νῦν») ἁλιευθέντων, καί ἄρτον, ἐξ ὧν ἔφαγον μετ’ αὐτοῦ πάντες, καί οὐδείς τῶν μαθητῶν ἐτόλμα ἐξετᾶσαι αὐτόν σύ τίς εἶ, εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστι» (Ἰωάν.21,9-12). «Ὅτε ἠρίστησαν (=ἐγευμάτισαν τό ἄριστον, ἤτοι τό μεσημεριανό φαγητό), λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ ὁ Ἰησοῦς· Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με πλεῖον τούτων; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σύ οἶδας ὅτι φιλῷ σε. λέγει αὐτῷ· βόσκε τά ἀρνία μου. λέγει πάλιν δεύτερον ….. ποίμαινε τά πρόβατά μου. λέγει αὐτῷ τό τρίτον· Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τό τρίτον, φιλεῖς με, καί εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σύ πάντα οἶδας, σύ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· βόσκε τά πρόβατά μου» (Ἰωάν.21,15-17). Ἀποκατάστασις.
Συνήθως «διήνοιγεν ἐν παραβολαῖς τό στόμα αὐτοῦ» (Ματ.22,1 / Μάρκ.3,23 & 12,1). Διά τοῦ πρακτικοῦ αὐτοῦ τρόπου, ἐγίνετο εὐκολότερον καί συντομότερον κατανοητός. Ὅλα ὅμως περιεστρέφοντο πάντα καί ἐκινοῦντο περί ἕνα ὁμόκεντρον βασικόν ἄξονα, ἕνα δικό του νιόφερτο, πρωτόγνωρο μοντέλο, πού «χωρίς νά καταργῇ πολλά ἀπό τά παλαιά, συνεπλήρωνε μερικά» (Ματ.5,17), καί τινα μετεποίει ἀπό τά τῆς σκληροκαρδίας των, καί γιά νά γίνω πιό παραστατικός, ἀπό τά «τῆς βροντῆς καί τοῦ συσσεισμοῦ, τά ἐτοποθέτει εἰς τόν χῶρον πού ἔπνεε ἡ ἀπαλή αὔρα» (Γ΄Βασ.19,11-12), ὅπως προθύστερα εἶχε κάνει τό ἴδιο μάθημα παιδαγωγίας καί στόν Προφήτη του Ἠλία, πού πῆγε νά τοῦ ξεφύγῃ, ἐπαρθείς λιγουλάκι, νομίσας ὅτι « αὐτός ξώμεινε μονώτατος καί τόν λατρεύει» (Γ΄Βασ.18,22), καί ὅλοι οἱ ἄλλοι πῆγαν «κατ’ ἀνέμου» καί λατρεύουν τόν Βάαλ). Ἔεπ! τοῦ λέει. Γιά πρόσεξε καί μάζεψτα λίγο! «Ἑπτά χιλιάδες δέν ἔκαμψαν γόνυ ἀκόμα στό Βάαλ» ( . Μή παίρνῃς ψηλά τόν ἀμανέ. Γι’ αὐτό, μετά τό θαῦμα στο Ὄρος Κάρμηλο, πού «διά τῆς προσευχῆς ἐπέτυχε νά καταβῇ πῦρ ἐξ οὐρανοῦ καί νά καταφάγῃ τά σφάγια τῆς θυσίας» (Γ΄Βασ.18,38), πού δέν τό κατώρθωσαν οἱ Ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης τοῦ Βάαλ, καί ἐν συνεχεία νά «κατασφάξῃ αὐτούς, 400 τόν ἀριθμόν, ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως Ἀχαάβ καί τῆς στυγνῆς Ἰεζάβελ» (Γ΄Βασ.18,40), τόν ταπείνωσε διαφοροτρόπως, ἵνα μή, σώζων ἄλλους, ἀπωλέσῃ ἑαυτόν. Καί, -νάσου τον-, δειλιῶντα μπροστά στό σπήλαιον «παρά τόν χειμάρουν Χορράθ κατά πρόσωπον Ἰορδάνου» (Γ΄Βασ.17,3), ἀναμένοντα ἕνα βρόμικο μεταφορέα, σεκιούριτι, ταχυδρόμο» (ἔ.ἀ.17,6), ἕνα μισογύνη καί μισότεκνο «κόρακα» (Γ΄Βασ.17,6) καί ὄχι κανένα περιστέρι, πτηνό καθαρό, πιστό στή συζυγία, φιλότεκτο «νά τοῦ κουβαλᾶ τό πρωΐ καί τό δεῖλι, -τόν πρόσεχε ἰδιαιτέρως, δυό φορές, νἆναι καί φρέσκα, ποῦ ψυγεῖο, ἔ, ρέ, τί σοὖναι ὁ Θεός, καί ποιόν δέν ἀγαπάει καί ποῦ δέν τόν ἀγαπάει!- (ἔ.ἀ.) μέ τά βρομόνυχά του, πού ὁλημερίς ἀναδεύουν πτωμαΐνη σέ σάρκες θνησιμαίων βρωμάτων του, καί κάνει διάλειμμα κατ’ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, γιά νά τοῦ μεταφέρει καί τοῦ παραδώσῃ τό δικό του ἰδιαίτερο σιτηρέσιο-μενού, πού εἶναι πάντα τό ἴδιο, σταλμένο ἐξ οὐρανοῦ, μέχρι νά βάλῃ νοῦ. Καί δέν τόν νιάζει τόν Ἠλία ποιός εἶναι ὁ Ταχυδρόμος, ἀλλά τί εἶναι καί πόσο ἔχει ἀνάγκη αὐτά πού τοῦ φέρνει, Ποιός τοῦ τά Χορηγεῖ, καί ποιό μάθημα τοῦ κάνει μ’ αὐτές ὅλες τίς λεπτομέρειες, γιά νά ταπεινωθῇ, κατόπιν τῶν θαυμασίων ἐπιτευγμάτων-ἐπιτυχιῶν πού ἔσχεν μέ τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως λιγότερο, φοβηθείς καί ἐκ τῶν λόγων τῆς Ἰεζάβελ, ἡ ὁποία ὡρκίσθηκε, πώς «τήν ἄλλη μέρα θά ἔγλειφαν τά σκυλιά τό αἷμα στό λαιμό του, γιατί ἐκείνη μέ τή σειρά της θά τοῦ ἔκοβε τό κεφάλι»! (Γ΄Βας.19,2-3).
Ποία «ἡ συνϊσταμένη» στό νά ἐπιτελῆται-νά ἐπιτυγχάνεται στό ἑξῆς αὐτό; Τό νά ἐνέχουν οἱ πράξεις καί ἐνέργειές μας ταπείνωσιν, συγχωρητικότητα, ἀγάπην καί πρός τούς ἐχθρούς ἀκόμη χωρίς κρατούμενα, ἄν θέλουμε νά ἐπιτύχουμε Οὐσιαστική, μέ περιεχόμενο Πνευματική ἤ Κοινωνική Πρόοδο, πού θά ἐπικρατῇ «ἡ δική Του Εἰρήνη» (Ἰωάν.14,27), «ἡ εἰς τόν αἰῶνα δικαιοσύνη καί ὁ νόμος Του» (Ἑβρ.13,8), καί ὄχι γιά ἕνα φεγγάρι.
Ἀνεξάρτητα ἀπό τήν δυνατότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐν τῇ Παντοδυναμίᾳ Του δύναται «ἐκ λίθων ἐγείραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ» (Ματ.3,9), «διασκεδάζειν βουλάς ἐθνῶν καί νικᾶν φύσεως τάξιν» (Ψαλ.32,10). Ἐκτός λέγω, τοῦ ὅτι, ἐξ ὑπαρχῆς, «τῇ χορηγίᾳ τοῦ Παναγίου Πνεύματος», θά ἠδύνατο νά ἐπιφέρῃ ἐπί τῶν Ἀποστόλων πᾶσαν ἀλλοίωσιν ἐν αὐτοῖς, «ἐν τοῖς ἐγκάτοις αὐτῶν» (Ψαλ.50,12) καί πρό τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ὅπως ἐφ’ ἑνί ἑκάστῳ κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, προρηθέντος τούτου ὑπό τοῦ Προφήτου Ἰωήλ (Ἰωήλ 3, 1-5)· μεταχειρίζεται -σέ ἀνύποπτο χρόνον- ἕνα ἕκαστον ξεχωριστά, ἀναλόγως τῆς ἰδιοσυγκρασίας του (ἰδία σύγκρασις, ἐκ τοῦ σύν + κεράννυμι=ἀναμειγνύω, μείγμα σώματος καί ψυχῆς, φκιασιά), ὡς ψυχοσωματικήν ὀντότητα, ἀλλά -καί εἰς τήν ἀπόλυτη τοποθέτησιν τοῦ πράγματος-, καθ’ ὅσον «οὗτος ἔστιν ὁ πλάστης καί δημιουργός αὐτῆς, τῆς ὀντότητος τό μέν (ὡς λαβούσης εἴκασιν, ἄπεικόνισιν, σχῆμα, μορφήν, ψηλάφησιν), / ὑπάρξεως τό δέ (ὡς ἀρχομένης ὑπό Τινος ἄρχεσθαι, ὑπ-ἀρχούσης=ἄρχει κάτω ἀπό κάποιον-ἔχει ἐξάρτησιν, ἄρχεται τοῦ ἔχειν ὀντότητα, κυβερνουμένη ὑπό Τινος=ὑπάρχει, ὅπως εἴθισται νά λέγεται).
Ἠσχολήθην «ἡμιδιεξοδικῶς», μέ τόν Ἀπόστολον Πέτρον, λαβών ὡς παράδειγμα αὐτόν. Τόν ἁπλοϊκό Ψαρά, πού ἀπό τήν ἀπρόσμενη ἐκείνη μέ τή δύναμη τοῦ ἀναστάντος Κυρίου ἁλιεία τῶν 153 μεγάλων ψαριῶν του, συνέφαγε στερνή φορά, στήν ἴδια ἐκείνη Παραλία τῆς ἴδιας λίμνης, πού τόν εἶχε καλέσει πρίν τριάμισυ περίπου χρόνια γιά νά τόν κάνῃ «ἁλιέα ἀνθρώπων» (Ματ.4,19 / Μαρκ.1,17). Κι’ ἀφοῦ τοῦ πρότεινε αὐτοῦ καί τῶν συντρόφων του πού εἶχαν πλοιάρια, νά παύσουν νά ψαρεύουν ψάρια μέ τά δίχτυα, καί νά Τόν ἀκουλουθήσουν, νά βγοῦν στή θάλασσα τῆς κοινωνίας τοῦ ἄκοσμου τούτου κόσμου, νά ψαρεύουν καί νά σώζουν ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆ ἀπωλείας ψυχές, πού εἶναι πλασμένες γιά τήν αἰωνιότητα· τόν ἠκουλούθησε αὐτόβουλα καί ὁλόθυμα, καί κλείνω ἀπ’ αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τόν κύκλον τοῦ θέματος, τῆς ἀνασύρσεως τῶν βασικωτέρων καί πλέον ἐντυπωσιακῶν στιγμῶν τοῦ βίου του· γιά νά ἐπιμείνω ἀναλυτικώτερα εἰς τόν τρόπον χειρισμοῦ τῶν λεπρομερειῶν πού προεβάλλοντο καί ἀνεφύοντο μπροστά στά μάτια τοῦ Κυρίου, τάς ὁποίας ἔπρεπε, νά ἐγκρίνῃ ἤ ἀπορρίψῃ, διορθώσῃ, συμπληρώσῃ, καταδικάσῃ ἀναφανδόν, προκαλέσῃ πρός ἀναζήτησιν, προτείνῃ ν’ ἀνατρέξουν εἰς τό παρελθόν νά ἐνθυμηθοῦν καί μή ἐπαναλάβουν ἴδια λάθη. Τέλος νά προμιμνήσκωνται τῶν ὑπό τῶν Προφητῶν προειρημένων, «ὅν προφητικόν λόγον νά ἔχωσιν ὡς λύχνον φαίνοντα (φωτίζοντα) ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ, ἑως ἡμέρα ἀνατείλῃ καί φωσφόρος διαυγάσῃ» (Β΄Πέτρ.1,19), ὅτι «πνεύματι θεοῦ φερόμενοι ἔγραψαν ἅγιοι τοῦ Θεού ἄνθρωποι» (Β΄Πέτρ,1,21), καί εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, ἤτοι οἱ Προφῆται, δι’ αὐτούς τούς τῆς Καινῆς. Διά τοῦτο «Πιστός (πᾶς) ὁ λόγος, Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης), καί πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος» (Α΄Τιμ.1,15 & 4,9), καί «μηδείς μου τῆς νεότητος ἤ τοῦ γήρως-γήρατος καταφρονείτω» (αὐτόθι στίχος 11ος), ὅτι «Χριστός, χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ.13,8). Ἀκόμη, διότι «Πᾶσα γραφή (Παλαιά καί Καινή) θεόπνευστος καί ὠφέλιμος πρός διδασκαλίαν, πρός ἔλεγχον, πρός ἐπανόρθωσιν, πρός παιδείαν τήν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἐξηρτισμένος» (Β΄Τιμ. 3,16).
Τρία χρόνια καί κάτι, κοντά στόν «πρᾶο καί ταπεινό τῇ καρδίᾳ» (Ματ.11,28-30) Διδάσκαλο Ἰησοῦ ὁ Πέτρος, «δέν εὗρεν ἀνάπαυσιν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ» (ἔ.ἄ.). Ἦταν ἀνήσυχος, νευρώδης, ἐκρηκτικός, ἐγέρωχος, ἀποφασιστικός. Τόσο, πού προπετής, ἐδέχθη (ναί) καί τόν τελείως ἀπρόσμενο, ἀναπάντεχο, καί -πάντως- πολύ βαρύ χαρακτηρισμό τοῦ «σατανᾶ»! Στήν αἴτηση πρωτοκαθεδρίας παρά τοῦ Ἰησοῦ γιά τά παιδιά της, Ἰωάννη καί Ἰάκωβο, ὑπό τῆς μητρός αὐτῶν (τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου), κόντεψε νά μήν ἀφήσῃ τίποτε ὄρθιο ἀπό τήν «ἀγανάκτηση» (Ματ.20,20-24). Στό παράδειγμα τῆς Ταπεινώσεως τοῦ Κυρίου «νίψαι αὐτῶν τούς πόδας» (Ἰωάν.13,9), πῆρε τό μάθημά του, καί διέθετε -ἐκ τῶν ὑστέρων- καί «τάς χεῖρας καί τήν κεφαλήν» (ἔ.ἀ) τοῦ νιφθῆναι. Καί ἀφοῦ τόν στήριξε «δεηθείς ὑπερ αὐτοῦ τοῦ μή ἐκλείπειν τήν πίστιν του» (Λουκ.22,32), διότι ἐκεῖνο τό βράδυ «ὡρκίστηκε ὁ σατανᾶς τοῦ συνιάσαι-νά κοσκινίσῃ τούς μαθητάς» (Λουκ.22,31), παρ’ ὀλίγον τήν γλύτωσε, «ἀρνηθείς τρίς αὐτόν» μέν (Ἰωάν.13,38), ἀλλά μέχρι τοῦ σημείου τούτου ἐξικνούμενος, μή περαιτέρω καταποντιθείς τῷ πελάγει τῆς θλίψεως τῶν λαμβανόντων χώραν δι’ ἀνεπιστρόφου ἀπογοητεύσεως καί ἀπομακρύνσεως, ἐν παντελῇ, ὁριστικῇ καί ἀμετακλήτῳ ἀπελπισίᾳ, νομίσας-θεωρήσας πάντα ὅσα ἰδίοις ὄμμασιν εἶδεν καί ἀπήλαυσεν μετασχῶν αὐτοῖς, ὀνειρώδη εἶναι, ἐάν δέν τόν ἐστήριζε καί ἐκεῖνον καί τούς ἄλλους ὁ Κύριος διά τῆς Ἀρχιερατικῆς Του προσευχῆς (Ἰωάν.17,1-13), ἐν ᾗ ἀναφέρεται ρητά καί διαρρήδην «οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο, εἰ μή ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας»-ὁ Ἰούδας (Ἰωάν.17,12). «Πρίν ἀλέκτωρ φωνήσει, τρίς ἠρνήσατο τόν Κύριον» (Ἰωάν.13,38), διά τοῦτο τρίς καί ἐπανεκάλεσεν αὐτόν εἰς συναίσθησιν καί μετάνοιαν, καί ὕστερον ἀπεκατέστησεν πλήρως καί πάλιν εἰ τήν τοῦ Ποιμένος Ἰδιότητα καί θέσιν.
Ἀποκατασταθείς παρά Κυρίου καί ἀναλαβών πάλιν χρέη Ἀποστόλου, ἐν ᾧ πλουσιοπαρόχως ἔχει ἐπιφοιτήσει καί ἔχει κατοικήσει πλέον τό Πανάγιον Πνεῦμα, / ἐν τῷ πρώτῳ αὐτοῦ κηρύγματι τῇ ἡμέρᾳ τῆς Πεντηκοστῆς, -δωδεκάτη μεσημβρινή ὥρα- (Πράξ.2,15), ἐνώπιον καί τῶν λοιπῶν ἕνδεκα Μαθητῶν (καί τοῦ Ματθίου (Πράξ.1,26) εἰς τήν θέσιν τοῦ Ἰούδα ἤδη ἐκλεγέντος) (ἔ.ἀ.)· ἀνοίξας τό στόμα αὐτοῦ, τούς κατένυξε (νύττω νύττω=κατανύττω), τούς τρύπησε τήν καρδιά μέ τά λόγια πού τούς εἶπε, ἐνηχήθησαν ταῦτα, καί καταβάντα εἰσέδυσαν τῇ καρδία των, ἐπικαλούμενος τήν Προφητεία τοῦ Ἰωήλ, περί τοῦ ζωντανοῦ αὐτοῦ τοῦ συγκλονιστικοῦ γεγονότος, -ἤτοι τῆς Καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, «ἐπί πᾶσαν σάρκα καί ἐπί πᾶσαν τήν κτίσιν» (Ἰωήλ 3,1-5)-, ὡς τῆς τά πάντα (εἰς τό ἑξῆς) ζωογονούσης καί συντηρούσης δυνάμεως, ἧς γεῦσιν καί αἴσθησιν ἐλάμβανον ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, ἀκριβῶς κατ’ ἐκείνας τάς στιγμάς· διενεργοῦντος ταῦτα καί περί τῶν ὁποίων δέν ἠδύναντο νά ἐκφράσουν οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν ἤ ἀμφισβήτησιν. Διότι -ἐξ ἄλλου- περί πολλοῦ εἶχον, ἐσέβοντο καί ἐτιμοῦσαν τόν Προφήτην αὐτόν (Ἰωήλ) καί διακαῶς ἀνέμενον τήν ἡμέραν ταύτην τήν «ὑψηλήν, θαυμαστήν καί μετέωρον» τῆς ἐκπληρώσεως τῆς προφητείας ταύτης, ὅπερ ἔβλεπον μέ πλείστην ἱκανοποίησιν νά ἐκδιπλοῦται, νά λαμβάνῃ χώραν, νά πραγματοποιῆται· // καί Προφητεῖες τοῦ Δαυίδ δύο, πείθοντας αὐτούς τούς «σκληροτράχηλους» ὁμοεθνεῖς του νά μή ἀντιδράσουν ἰσχυριζόμενοι ὅτι δέν ἐσταύρωσαν αὐτοί τόν Ἰησοῦν· ἀλλά μᾶλλον «ἀσμένως ἀποδεξάμενοι τόν λόγον τοῦ Πέτρου» (στίχος 41ος) , «τρισχίλιοι (3000) βαπτισθέντες εἷς ἕκαστος ἐπί τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί λαβόντες τήν δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προσετέθησαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς τήν ἐκκλησίαν» (Πράξ.2,14-41).
Μή παραξενεύεστε, τούς εἶπε, εἰς ἀνύποπτον χρόνον, κάποιαν ἄλλη στιγμή ὁ Κύριος. «Ἅ ἐγώ ποιῶ καί ὑμεῖς ποιήσητε, καί μείζονα τούτων ποιήσητε» (Ἰωάν.14,12) . Ἀνέστησα, Πέτρε; Προσευχή σου, καί «ἐν τῷ Ὀνόματί μου» (Μάρκ.16,17-18) καί σύ θά δώσῃς χαρά στίς Χηρούλες τῆς Ἰόπης, πού χάσανε τόν στηριγμό τους τήν Δορκάδα τους, τήν Ταβιθά. Πού εἶχε χωρτάσει τή φτώχεια τους μέ τά ἀγαθά της ἔργα καί τίς εὐεργεσίες της.
Τό ἐπετέλεσες τό θαῦμα; Δόξασε τόν θεόν! Τονίζοντας καί σ’ ἐκείνους νά καλλιεργοῦν τόν ἄλλον ἐσωτερικόν τους ἄνθρωπον, λέγοντας ἕνα εὐχαριστῶ, δοξάζοντας τόν Θεόν, καί αὐξάνοντας τήν πίστιν τους πρός αὐτόν. «Πιστός ὁ λόγος μου καί πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος» (Α΄Τιμ.1,15-17 / Α΄Τιμ.4,9-15) «Οὐκ ἀδυνατίσῃ παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ.1,37). «Πᾶς ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ἰωήλ 3,5). «Ἐάν ἔχετε πίστιν ἕως κόκκον σινάπεως καί εἴπητε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι εἰς τήν θάλασσαν καί οὐ μή διακριθῆτε, γενήσεται ὑμῖν» (Ματ.17,20).
Καί ποῦ νά γνωρίσωμεν ἕνα ἄλλον Πέτρο, Πανεπιστήμονα! / Τόν Πέτρο τόν Ψαρά; / Ναί τόν Ψαρά.
Στό 3ον Κεφάλαιον τῆς Δευτέρας αὐτοῦ Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τί δέν βλέπομε;! Μέχρι σύγχρονος Καθηγητής Πυρηνικῆς Ἐπιστήμης καί Ἐνεργείας ἀνακαλύπτεται μελετώμενος. Ἄλλος Δημόκριτος! Ἑρμηνευτής τῆς Ἀρχικῆς Δημιουργίας τοῦ Σύμπαντος (Κόσμου)! Καί δέν ὑπερβάλλω ἱσχυριζόμενος ταῦτα καί ἐπικαλλούμενος αὐτές του τίς ἰδιότητες καί ἱκανότητες, ὅπως οἱ ἴδιοι θά διαπιστώσετε στή συνέχεια.
Στεναχωρεῖται καί ἀποκαλεῖ ἐμπαίκτες ὅσους, ἐπιμένουν ὅτι ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, μέ τόν αὐτό ρυθμό πορεύεται καί ἀνακυκλοῦται ἡ ἱστορία του γύρω μετά τῶν λοιπῶν φαινομένων, χωρίς καμιά ἀλλαγή. Λοιπόν, πού εἶναι ὁ δημιουργός Θεός πού μᾶς τσαμπουνᾶτε-ἐπικαλεῖσθε; Ὅλα εἶναι ἕνα παραμύθι πού πρέπει νά τό σταματήσετε.
Καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, μέ ἡρεμία, μέ βαθειά καί ἀκράδαντη πίστη, γινώσκων τήν ἀρχήν, τήν πορείαν, τί ἐμπεριέχει, καί τό τέλος ὅλου τοῦ Κτίστου ὑλικοῦ Κόσμου, ἐξηγῶν ἀπαντᾶ πρός τούς ἀπανταχοῦ τῆς γῆς.
Δεύτερη ἐπιστολή σᾶς γράφω, ἀγαπητοί. Ἔχοντες μέ εἰλικρίνεια κρατημένα μέσα σας τά λόγια τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων ὅπως τά παρελάβομεν ὡς ἐντολήν τοῦ Κυρίου καί σωτῆρος, ἄς γνωρίζετε πρῶτον ὅτι στούς ἐσχάτους καιρούς θά ἔρθουν ἐμπαῖκται πού θά λένε ὅ,τι τούς κατέβει, καί τοῦτο θεληματικά ἐν ἐπιγνώσει. Ὅτι ἀφ’ ἧς ἡμέρας ἐκοιμήθησαν οἱ Πατέρες, ὅλα παραμένουν τά ἴδια, εἰς τήν αὐτήν κατάστασιν.
Θέλουν ὅμως καί ἐπιμένουν νά ἀγνοοῦν, ὅτι οἱ οὐρανοί καί ἡ γῆ ἦσαν ἀπό παλιά ἐξ ἀρχῆς ἐκ τοῦ ὕδατος λαβοῦσα σχῆμα καί μορφήν-κατασκευασθεῖσα-δημιουργηθεῖσα ἡ ὕλη (φωτόνια, ὑδρογόνο, ὕδωρ, ἄτομο, ὕλη), διά τοῦ ὕδατος προελθοῦσα ἡ ζωή (ἐνιάλια, πρωτέας (=ἀμφίβιο μέ βράγχια καί πνεύμονα κεφαλή καί οὐρά ἰχθύος -0,15/0,20μ. μήκους-, ἑρπετά, χερσαία, θηρία, θηλαστικά -ἐνάλια καί χερσαία-), καί τῇ ἕκτῃ ἡμέρᾳ ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, τῆς Κορωνίδος τῆς Κτίσεως, διά τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. «Δι’ ὧν ὑδάτων (μορφώσεως τῆς ὕλης καί δημιουργίας τῆς ζωῆς) κατέκλυσε (Κατακλυσμός ἐπί ἡμερῶν τοῦ Νῶε) τόν τότε φθαρέντα κόσμον εἰς ἀπώλειαν» (Β΄Πέτρ.3,6). Τούς θρασεῖς τούτους, νέους (ἐπανεμφανιζομένους) ἀσεβεῖς καί ἐμπαῖκτες ἀνθρώπους, δέν θά τούς ἀπωλέσῃ μέ κατακλυσμό πάλιν ποτέ, συμβόλαιο θείς τό «οὐράνιον τόξο» (Γεν.9,13) ἀλλ’ ἔχει γι’ αὐτούς -καί τό κρατᾶ «γιά τήν ἡμέραν τῆς Κρίσεως καί ἀπωλείας των-, τεθησαυρισμένον-τεταμιευμένον πῦρ-ἐνέργεια» (Β΄Πέτρ.3,7) εἰς τά δισεξαρίθμητα «ἄτομα» (τά μή τεμνόμενα πλέον στοιχεῖα τῆς ὕλης) «τῶν οὐρανῶν καί τῆς γῆς» (ἔ.ἀ) ἤτοι ὅλου τοῦ σύμπαντος (ἀπροσμετρήτου καί ἀνυπολογίστου καταστροφικῆς δυνάμεως καί ἰσχύος), πού, κατά «τήν ἡμέραν Κυρίου» (Β΄Πέτρ.3,10), ἤτοι τήν Δευτέραν Του Παρουσίαν, ὅταν θά ἔλθῃ «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί» (ἔ.ἄ.), τήν στιγμήν πού «ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ» (Α΄Κορ.15,52) θά παρέρχεται τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου γιά νά ἐνδυθῇ τό καινούργιο της τῶν «καινῶν οὐρανῶν καί τῆς καινῆς γῆς» (Β΄Πετρ.3,13), θά ἐκπεμφθῇ-ἐκτονωθῇ τέτοιος «ροῖζος»=συριγμός, πάταγος, κρότος, βροντή, ἐκκοφαντικός θόρυβος (ἔ.ἀ.στίχος10), πού θά ἦταν ἀδύνατο νά τόν ἀντέξουν τά ἀνθρώπινα ὦτα καί νά ζήσουν, ἄν ταυτόχρονα καί τῶν «περιλειπομένων ἐν γῇ ἀκόμη ἀνθρώπων τά σώματα» (Α΄Θεσ,4,17), «ἀποθέμενα τά ψυχικά, θνητά καί φθαρτά ὄντα, καί αὐτομάτως ἐνδυόμενα τά πνευματικά, ἀφθαρσίαν καί ἀθανασίαν ἐνέχοντα» (Α΄Κορ.15,44), δέν ἠρπάζοντο, τῶν μέν ἀγαθά ποιησάντων ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, τῶν δέ φαῦλα πραξάντων εἰς κόλασιν αἰωνίαν. Στά 165db σπάνε τζάμια. Στά 190 ἀποθνήσκει ὁ ἄνθρωπος· καί στά 200db ἐκρήγνυται ὁ ἤχος μέ καταστροφικά ἀποτελέσματα. Μποροῦμαι νά φανταστοῦμε τί «ροῖζος»-κρότος εἶναι ἐγκλοβισμένος καί θ’ ἀπελευθερωθῇ, θ’ ἀποδεσμευθῇ, ὥστε μετά τῆς θερμοκρασίας καί τοῦ ὠστικοῦ ρεύματος νά ἐξαφανίσῃ τά πάντα; Ἀσύλληπτο! Τέτοια δέ θερμοκρασία θά ἔχῃ ἀναπτυχθῆ πού «οὐρανοί πυρούμενοι λυθήσονται καί στοιχεῖα καυσούμενα τήκεται ἐπί τῆς γῆς!» (ἔ.ἄ.στίχος12). Τό ὠστικό δέ ρεῦμα θά ἰσοπεδώνῃ ὅ,τι βρίσκει μπροστά του καί θά τό ρίπτῃ σἄν γκρέιντερ γιά τό αὐτόματο ἐκεῖνο τό παράξενο λυώσιμο τῶν πάντων, καί νά ἀρχίσουμε νά βλέπουμε μέ τά πνευματικά μάτια πού θά πάρουμε (μέσα σέ μιά ἄλλη κατάσταση καί διάσταση μεταβαίνοντες, πού δέν θά ἰσχύῃ – θά καταργῆται ὁ χωροχρόνος, χωρίς νά δυνάμεθα νά καθορίσωμε τό σημεῖο, τήν στιγμήν μεταβάσεως ἀπ’αὐτῶν -ἤτοι τοῦ χωροχρόνου- εἰς τήν νέαν, δέν θά ὑπάρχῃ δυνατότης, ἀκατάληπτον), ἀλλά πάντως θά δυνάμεθα νά αἰσθανθοῦμε αὐτό «τό μέσα ἔξω», τό πῶς «θά παρέλθουν-«παρελεύσονται» αὐτοί οἱ οὐρανοί καί ἡ γῆ» (Ματ.24,35). «Ὡσεί περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς καί ἀλλαγήσονται» (Ψαλ.101,26). «Καινούς δέ οὐρανούς καί γῆν καινήν κατά τό ἐπάγγελμα (τήν ἐπαγγελίαν, τήν ὑπόσχεσιν) αὐτοῦ προσδοκῶμεν» (Β΄Πέτρ.3,13).
Θά τό θεωροῦσα παράληψιν, νά μή ἀνασύρω καί παρουσιάσω ἐνταῦθα τό παράλληλο χωρίον τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου, τό σχέσιν ἔχον μέ τήν ἐν λόγῳ Β΄ Παρουσίαν τοῦ Κυρίου καί μερικά πολύ χαρακτηριστικά ἐκ τῶν μελλόντων νά συμβοῦν, τά ὁποῖα καί γνωστοποιεῖ, ὅσον συγκλονιστικά, φρικτά καί μακάβρια ἄν καί θά εἶναι ταῦτα.
Ἀναφέρει στό 14ον Κεφάλαιόν στίχος 12 «τακήσονται αἱ σάρκες αὐτῶν ἐστηκότων αὐτῶν ἐπί τούς πόδας αὐτῶν, καί οἱ ὀφθαλμοί αὐτῶν ρυήσονται ἐκ τῶν ὀπῶν αὐτῶν, καί ἡ γλῶσσα αὐτῶν τακήσεται ἐν τῷ στόματι αὐτῶν» (Ζαχαρ.14,12). Ἑρμηνεύω: «Θά λυώνουν οἱ σάρκες τους ἐνῶ θά εἶναι ὄρθιοι πάνω στά πόδια τους, οἱ βολβοί τῶν ματιῶν θά βγαίνουν λυώνοντας ἀπό τίς ὀπές-κόγχες τῶν ματιῶν, καί ἡ γλῶσσα τους θά λυώνῃ μέσα στό στόμα τους» (ἔ.ἀ.). Αὐτά, ὅταν στόν 5ο στίχο προαναφέρει καί προϊδεάζει «ἥξει Κύριος ἡ Θεός μου καί πάντες οἱ ἅγιοι μετ’ αὐτοῦ», μή ἀφήνοντας περιθώρια στόν ἀναγνώστη παρά νά ἐπικεντρωθῇ εἰς τά τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας, καί τά κατ’ αὐτήν μέλλοντα λαμβάνειν χώραν.
Καί, συγχωρήσατέ μου, ὄχι τήν ὡς καθῆκον λαμβανομένην μοι καί ἐξαντλουμένην μοι ὑπομονήν, ἀλλά τήν πρός ὑμᾶς πάντας ἐπιμονήν.
Ὅταν στό κάθε βῆμα μελέτης τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μου, ἀκούω καί ἕνα κώδωνα ἀφυπνήσεως καί ὑπομνήσεως νά πράξω καί προβῶ εἰς ὅ,τι πράττω. Πῶς ἄλλως, Ἱερεύς μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς ὤν καί ἐσόμενος -ὅσον ὁ Θεός χορηγεῖ μοι ἔτι ζωήν- νά ἐνεργῶ, ἀλλ’ ἀρνούμενος, μή ὑπακούων καί μή πειθαρχῶν, νά ἀποδεικνύωμαι Ἰωνᾶς φεύγων εἰς Θαρσεῖς, γενόμενος-ἀποβαίνων αἰτία νά ἀσθενῶσι πολλοί ἐν νόμῳ (Μαλαχ.2,8), ἐνῶ «ἄγγελος Κυρίου παντοκράτορος τῷ λαῷ δεῖ εἶναι με» (αὐτόθι στίχος 7), «ὅτι χείλη ἱερέως φυλάξεται γνῶσιν καί νόμον ἐκζητήσουσιν ἐκ στόματος αὐτοῦ»; (Μαλαχ.2,7) «Νόμος ἀληθείας ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, καί ἀδικία οὔχ εὑρέθη ἐν χείλεσιν αὐτοῦ· ἐν εἰρήνῃ κατευθύνων ἐπορεύθη μετ’ ἐμοῦ, καί πολλούς ἐπέστρεψεν ἀπό άδικίας»; (Μαλαχ.2,6). Μετά ταῦτα, δύναμαι νά προδίδω ἑαυτόν, καί, ἐπιόρκως, ἄλλως νά ἐνεργῶ, ἤ καί μόνον ἀδιαφόρως νά ἵσταμαι πρό τοῦ Ἱερατικοῦ μου καθήκοντος;! Ποῦ δι’ ἐμέ τότε, τό «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ ποιῶν τά ἔργα τοῦ Κυρίου ἀμελῶς»; (Ἱερεμ.31,10). Τόση ἀφοβία, πρό τοῦ κινδύνου τοῦ ἐπιπέσαι, ἀκριβῶς αὐτήν «τήν κατάραν καί τήν ὀργήν τοῦ Θεοῦ ἐπ’ ἐμέ»;!
Καί γιά ν’ ἀντιληφθοῦμε τή δυσκολία, τήν πολυπλοκότητα, τό πολυσύνθετον ἀλλά καί τό ἀλληλοσυγκρουόμενον πολλές φορές μέσα σ’ αὐτές τίς ἴδιες τίς -ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ- ἐντελλόμενες ἤ χαρισθεῖσες πολύμορφες καί πολυειδεῖς ἀρετές· ἄς λάβωμε πρός ἐξέτασιν μίαν, τήν τῆς δικαιοσύνης. Τί δέν μᾶς πρωτοεπιτάσσει δ’ αὐτήν ἐν τῇ Γραφῇ.
«Δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπι τῆς γῆς» (Ἡσα.26,9).
«Μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται» (Ματ.5,6).
«Ζυγοί δόλιοι βδέλυγμα ἐνώπιον Κυρίου, στάθμιον δέ δίκαιον δεκτόν αὐτῷ» (Παροιμ.11,1).
«Μή ἀδικεῖτε, μή δάκνετε καί κατεσθίετε ἀλλήλους, μήποτε ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε» (Γαλάτ.5,15).

(Καί ἐξ ἀντιθέτου πρός αὐτά)< «μή γίνου δίκαιος πολύ ἵνα μήποτε ἐκπλαγῆς. ἔστι δίκαιος ἀπολλύμενος ἐν δικαίῳ αὐτοῦ» (Ἐκκλησιαστής 7,15-16). «Ἵνα τί οὐκ ἀδικῆσθε μᾶλλον, ἤ προκρίνετε ἄγειν ἀδελφούς εἰς Κριτάς»; (Α΄Κορ.6,7). «Κτήσασθε οὖν φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα εἰσδέξωνται ὑμᾶς ὅταν ἐκλίπητε ἐκ τῆς ἐργασίας ὑμῶν» καί «ἐπήνεσεν ὁ Κύριος τόν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας» (Λουκ.16,8). «Ἐκδίκησόν με ἐκ τοῦ ἀντιδίκου μου» (Λουκ.18,3). Ὁ Ἴδιος «κυβερνᾶ ἔν δικαιοσύνῃ» (Σ.Σολ.14,3,6) καί «δικαιοσύνας ἀγαπᾶ Κύριος» (Ψαλ.10,8). «Ἡ δικαιοσύνη Του δικαιοσύνη εἰς τόν αἰῶνα (ἔστι), καί ὁ νόμος Του ἀλήθεια» (Ἐξόδιος Ἀκολουθία). Ποιός παράγων ὑπεισέρχεται ἐδῶ, γιά νά μποροῦν νά συνταιριάζουν μεταξύ τους, νά ἀλληλοπεριχωροῦνται, καί νά μή ἀντιτίθενται καί ἀντιμάχωνται πρός ἄλληλα τ’ ἀνωτέρω χωρία, κατά την χρησιμοποίησιν τούτων εἰς τάς διαφόρους περιπτώσεις, πού θά ἀπαιτηθῆ κάποιος νά τά ἐπικαλεσθῇ, νά κάνῃ χρῆσιν αὐτῶν; Ἡ ἀρετή τῆς δ ι α κ ρ ί σ ε ω ς . Ἡ δικαιοσύνη, ὡς πολύ ὑπολειπομένη τῆς ἀγάπης καί τῆς θυσίας, εἶναι γενικῶς κάτι κοινό, πεζό, ἀναγκαῖο καί ἀπαραίτητο πρός ρύθμισιν καί ἐξισορρόπησιν τῶν σχέσεων μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἐάν ἄλλως αὗται (αἱ σχέσεις) ἴσχυον καί ἐξηντλοῦντο μεταξύ αὐτῶν, ἡ δικαιοσύνη δέν θά ἦτο ἀπαραίτητος, οὐδέ θά ἐχρειάζετο κἄν ἡ παρουσία καί ἐμφάνισή της. Ξεκίνησε ἀπό τό «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ, καί ὀδόντα ἀντί ὀδόντος» τῆς Νομοθεσίας τοῦ Χαμουραμπί· συμπεριελείφθη εἰς τόν Νόμον τῆς Παλαιᾶς (Λευ.24,20-21 / Ἐξοδ.21,4). Ἕνα σου κι’ ἕνα μου. Ἔφταιξες; Πλήρωσε. Χρωστᾶς; Φέρτα πίσω. «Τοῖς ἀνόμοις κεῖται-ὑπάρχει νόμος» (Γαλάτ.5,23), καί τόσα ἄλλα. Ἐξεταζόμενα ἕνα πρός ἕνα ὅμως ὅλα αὐτά, διαπιστώνουμε τό εὐτελές καί τό νηπιῶδες γιά νά μᾶς βοηθήσουν νά προοδεύσωμε καί ἀν-ἀχθῶμεν εἰς ἀνώτερα σκαλοπάτια, ὑπερβάσεως τῆς κλίμακος τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ ἡμετέρου δικαίου, πού ἀπό ἐγώ γίνεται σύ, κατόπιν ἐμεῖς, ἐντάσσεσαι σιγά σιγά στό Κοινωνικό Σύνολο, δεικνύεις Φιλάδελφα αἰσθήματα ἀγάπης καί θυσίας ὑπέρ τοῦ πλησίον (ὑπερβαίνων τήν δικαιοσύνην καί τά τοῦ δικαίου πλέον, αὐτῆς τῆς καταξιώσεως ἐπιτυχών), καί οὕτω ὁλοκληρώνεσαι ἐνέχων ἀνοχήν καί ἐπιείκειαν (Φιλιπ.4,4) πρός τόν συνάνθρωπον- πλησίον. Τόν ὁποῖον συγχωρεῖς, τοῦ ἀφίεις τά παραπτώματα καί τά χρέη (Ματ.18,32) , προτιμᾶς νά ἀδικῆσαι (Α΄Κορ.6,7), καί πορευόμενος κάποτε πρός τόν δικαστήν ἵνα τόν ἐξουδενώσῃς ἐάν μή ἔχῃ ποτέ ἀποδοῦναι σοι, συμβιβάζεσαι μετά τοῦ ἀντιδίκου κατά τήν ὁδόν (Ματ.5,24), ὡς πρέπει Χριστιανοῖς, ἄνθρακας πυρός σωρεύων οὕτω ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ (Ρωμ.12,20) καί χαίρει ὁ Κύριος. Ὅστις εἶναι καί «ὁ πρῶτος ἀδικήσας τόσο κατάφορα καί σκληρά Ἑαυτόν» (Γαλατ.3,13), γιατί ἄλλος πρωτόφταιξε μέ τό ταίρι του (Γεν.3,24) και ἄλλοι φταίγανε (Ρωμ.5,8), κι’ Αὐτός ἦρθε καί ἔπαθε (Ρωμ.5,7). Ποιό δίκαιο καί ποιά δικαιοσύνη λέει, ἄλλοι νά φταῖνε καί ἄλλος νά πάσχῃ; Καμιά καί πουθενά. Τό ἀντίθετο μᾶλλον ἔχουν θεσπίσει, «ὁ τρώσας καί ἰάσας»! Αὐτός πού πληγώνει νά θεραπεύῃ. Γι’ αὐτό, μιά γιά πάντα, «ἐφ’ ἅπαξ», θεληματικά καί ἐν γνώσει Του ἀδίκησε Αὐτός Τόν ἑαυτόν Του «γενόμενος ὑπέρ ἡμῶν κατάρα» (Γαλάτ.3,13), διδάξας ἡμᾶς νά μή εἴμεθα ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι, τῶν ἄκρων καί τῆς ὑπερβολῆς· Καί ἄν δέν ἀντέχωμε τήν ἀγνωμοσύνη κάποιου, ὅπως Ἐκεῖνος τήν τοῦ Δούλου τοῦ Ἀρχιερέως, δέν μᾶς ὑποχρεώνει νά στρέψωμε καί τήν ἄλλην σιαγόνα· καί ἐάν ὀργισθῶμεν «εἰκῆ» (=ἀναιτίως) ἁμαρτάνομεν. Ἐάν ὑπάρχῃ ὅμως αἰτία-λόγος, καί «θά ὀργισθῶμεν μή ἁμαρτάνοντες, ἐπί ταῖς κοίταις ἡμῶν αὐτά κατανοίγοντες» (Ψαλ.4,4) καί «θά ἐλέγξωμεν, μάλιστα ἀποτόμως» πολλάκις (Τίτ.1,13). Παρ’ ὅλα πού καί ἐν τούτοις, Αὐτός εἶναι στήν κάθε φορά πού ἐνέδειδε, πού ἔλεγε καί ξέλεγε, κι’ἄς εἶπε να εἴμεθα τοῦ ναι ναι, και τοῦ οὔ οὔ. Ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση θά ἐνεργῶμεν, θέλοντας αὐτό ἀκριβώς νά μᾶς διδάξῃ. Δέν ὑπάρχουν «μπλόκια»(!) στή ζωή τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀπαράβατα ὅρια, ἀκαμψία. Ὑπάρχει ἡ χρήση καί ἡ εὐκαμψία τῆς διακρίσεως γιά κάθε περίπτωση, στά ὅποια θέματα καί στίς ὅποιες καταστάσεις προκύψουν. «Καί ἔστι ἁμαρτία πρός θάνατον, καί ἔστι ἁμαρτία μή πρός θάνατον» (Α΄Ἰωάν.5,16-17). Ἡ Ἁγία Ἐκκλησία, συνερχομένη δύναται διά προσευχῆς καί ἐντεύξεως καί φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οὕτω ἐν -ἀναλόγῳ- Συνόδῳ, ν’ ἀποφανθῇ καί δώσῃ λύσιν καί ἀπάντησιν ἐφ’ οἱουδήποτε προβλήματος δημιουργηθῇ ἤ θέματος ἀναφανῇ. Ὅτι, ἐν τέλει, «ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθημεν ἀδελφοί» (Ρωμ.8,21 / Α΄Κορ.10,20 / Β΄Κορ.3,17 / Γαλ.2,4 & 5,13 / Ἰακ.1,25 & 2,7 / Α΄Πέτρ.2,16 / Β΄Πέτρ.2,19). «Μή γινώμεθα δοῦλοι ἀνθρώπων» πλέον (Α΄Κορ.7,23). «Οὐκ ἐσμέν ἡμῶν αὑτῶν, ἠγοράσθημεν γάρ τιμῆς» (Α΄Κορ.6,19-20 & 7,23). «Τῇ ἐλευθερίᾳ, ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσες, στήκομεν, καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνεχόμεθα» (Γαλ.5,1). Οἱ Χριστιανοί δέν εἴμαστε ἀγαθομαρούλες, οὔτε ζουλού, οὔτε μάου μάου, οὔτε μουζίκοι, οὔτε γιουρούκια. Βρίσκουν καί τά κάνουν -αὐτά πού κάνουν- μερικοί τιποτένιοι Φιλόδοξοι Ἀρχομανεῖς πού «κατεξουσιάζουν καί κατακυριεύουν, ἀναμένοντες ν’ ἀκούσουν καί απολαύσουν μεθ’ ἡδονῆς τήν πρός αὐτούς ἀπευθυνομένην πρόσρησιν τοῦ «εὐεργέτου»(!), ἀπό μέρους τοῦ ταπεινοῦ καί καταπιεζομένου ὑπ’ αὐτῶν λαοῦ» (Ματ.20,25). Πρῶτα πρῶτα, «δίκαιος ὤν, κατεδέξατο γεγονέναι ὑπέρ ἡμῶν κατάρα, ἄρας ἐφ’ Ἑαυτόν ὅλων ἡμῶν τό βδέλυγμα τῶν ἁμαρτιῶν, μέχρι πού καί Αὐτός ὁ Πατήρ ἀπέστρεψες τούς ὀφθαλμούς Αὐτοῦ ἀπ’ Ἐκείνου, φωνήσαντος Τούτου πρός Αὐτον , Θεέ μου Θεέ μου, ἵνα τί με ἐγκατέλειπες»; (Ματ.27,46) Ὅτι ἡ διδασκαλία Του δέν εἶναι στερεότυπα μαθηματικά. Ἀπαιτεῖ τόν δικό Του φωτισμόν, τήν διάκρισιν κάθε φορά, τήν ἐπιείκειαν (Φιλιπ.4,4), γιατί διαφορετικά θά ἀχθοῦμε εἰς τό λανθασμένο συμπέρασμα, ὅτι φάσκει καί ἀντιφάσκει. Εἶπε π.χ. (ὡς καί πάλιν προανεφέραμεν) «νά στρέφωμε καί τήν ἄλλη σιαγόνα εἰς τόν ραπίζοντα τήν μίαν» (Ἰωάν.18,22), καί Ἐκεῖνος, ὄχι μόνον δέν τήν ἔστρεψε, ἀλλά τοῦ ἐζήτει καί τόν λόγον τοῦ ἀγνώμονος δούλου, πού κατόρθωσε νά προσκολληθῇ στούς Ἀρχιερεῖς Πάτρωνές του Ἄννα καί Καϊάφα, καί «γιά νά μή γίνῃ ἀποσυνάγωγος» (Ἰωάν.9,23), χάνοντας ὡρισμένες καθημερινές ἐκδουλεύσεις ἐκ μέρους αὐτῶν, μεταξύ τούτων τρώγοντας καί κανένα πιάτο φαγητό· ἐνῶ, στέλνοντας τον, «νά ἀγρεύσῃ λόγον ἵνα κατηγορήσωσι τόν Ἰησοῦν» (Μάρκ.12,13), διεβεβαίωνε τούτους, ὅτι «οὗτος ὁ ἄνθρωπος ποιεῖ τά πάντα καλά· διέρχεται τόν βίον αὐτοῦ εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Μαρκ.3,5 / Ματ.12,13), ἐκείνη τήν στιγμή τῆς δίκης τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά εὐαρεστήσῃ καί ἐντυπωσιάσῃ τούς ἐγκαθέτους κατά τοῦ Ἰησοῦ Πάτρωνές του Ἀρχιερεῖς, τόλμησε «νά ραπίσῃ τόν Κύριο» (Ἰωάν.18,22), μέ ποιό χέρι; Μέ τό χέρι πού ὁ Κύριος τοῦ τό εἶχε θεραπεύσει γιατί ἦταν «ὁ πρώην κυλλός» (Ματ,15,30-31), καί βρισκόταν τώρα σἄν ἀγνώμον βρομοσκούλικο, στό πιό βρόμικο περιβάλλον τῆς αὐλῆς τῶν Ἀρχιερέων. Καί ὁ Κύριος, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν ὅλον τόν πρόστυχο καί ἀχάριστο ρόλο πού εἶχε κοντά τους παίξει, βεβαιότατα καί δέν ἐπιβραβεύει τήν χειρίστην αὐτήν διαγωγήν καί συμπεριφοράν, στρέφων αὐτῷ καί τήν ἄλλην σιαγόνα, ἀλλά καί διαμαρτύρεται λέγων. Τότε πού σέ στέλνανε νά ἀγρεύσῃς λόγον καί νά μέ κατηγορήσῃς, γυρίζοντας ἔλεγες τά καλύτερα λόγια. «Ἐάν κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περί τοῦ κακοῦ. Ἐάν δέ καλῶς, τί μέ δέρεις»; (Ἰωάν.18,23) // Καί ἕνα σωρό ἄλλα παραδείγματα καί λεπτομέρειες δύναμαι νά ἀνασύρω καί παρουσιάσω, ἀλλά θά μακρύνω ἔτι περισσότερο τόν λόγον. Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ὑποθέτω, πώς θά μπορέσῃ νά ἐννοήσῃ ὁ καλοπροαίρετος ἀναγνώστης, γιατί παραπάνω λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «μή γίνου δίκαιος πολύ ἵνα μήποτε ἐκπλαγῇς. ἔστι δίκαιος ἀπολλύμενος ἐν δικαίῳ αὐτοῦ» (Ἐκκλησιαστής 7,15-16). Ὅπως παρ’ ὀλίγον τότε ὁ Προφήτης Ἠλίας «πουλώντας πνεῦμα στόν Θεό» ὅτι «ἀπέμεινε μονώτατος στήν ἀληθινή πίστη», ἐνῶ «δέν εἶχαν κάμψει γόνυ τῷ Βάαλ ἑπτά χιλιάδες» (Γ΄Βασ.18,22). Καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, στήν περίπτωση τοῦ Ἑκατοντάρχου Κορνηλίου εἰπών, «μηδαμῶς, Κύριε, οὐδέν ἀκάθαρτον εἰσῆλθεν εἰς τό στόμα μου» (Πράξ.10,14). Σἄν νά Τοῦ ἔλεγε τοῦ Θεοῦ, δέν πρέπει οἱ ἐξ ἐθνῶν (σἄν τόν Κορνήλιο πού σέ λίγο θά τόν προσκαλοῦσε σπίτι του), νά γίνωνται δεκτοί εἰς τόν Χριστιανισμόν. Φ ῶ ς ! /// Οὐχί ἐξ ἀπορροῆς Θεός λογιζόμενος ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, τό Δεύτερον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί Φῶς ἄκτιστον ἐκ Προαιωνίου Φωτός, ὡς καί ὁ Πατήρ, ἐν τῷ Πατρί, καί μετά τοῦ Πατρός Ὤν. Αὐτός «δι’ Οὗ τά πάντα ἐγένετο» (Σύμβολον τῆς Πίστεως), καί «χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν» (Ἰωάν.1,3), ἠβουλήθη, ἠθέλησε καί ἐποίησε τοῦτο, τῷ Πανσθενῇ καί Παντοκρατορικῷ λόγῳ Αῦτοῦ, εἰπών «Γενηθήτω φῶς, καί ἐγένετω φῶς»! (Γέν.1,3) Τί δηλαδή; Ἡ ἀκτιστος ἰδιότης καί ἐνέργεια τοῦ οἰκείου Αὐτοῦ Ἀκτίστου Φωτός, -τῷ Αὐτοῦ θελήματι-, «ἐν ποιά τινι ἀπειροελαχίστῃ στιγμῇ, ἥν Αὐτός Οὗτος Μόνος ἀιδίως ἐν τῷ Ἰδίῳ Νοΐ προέγνω, ηὐδόκησε νά λάβῃ τήν κτιστήν, τήν ὑλικήν ὑφήν (ἐσωτερική διάταξις, φυσική σύνθεσις) – μορφήν, καί τό πρωταρχικόν ἁπλούστερον σχῆμα τῆς ὕλης, «τοῦ φωτονίου»! μέσα στά χωροχρονικά πλέον πλαίσια πού Αὐτός Δημιουργεῖ, καί μέ τήν μέθοδον-ρύθμισιν τῆς ἀπ’ Ἐκείνου ὁριζομένης καί κατευθυνομένης ἐνάρξεως, διευρύνσεως, ἀναπτύξεως, καί παραλλήλου συνθέσεως, αὐξήσεως καί ὁλονέν καί περαιτέρω διευρύνσεως καί ἀναπτύξεως τῆς ὕλης, τοῦ χώρου καί τῶν ἀπεριορίστων ὁρίων ἐξαπλώσεως τῆς ὕλης, μέχρις οὗ παραχθῇ τό «ὑδρογόνον» καί στή συνέχεια τό «ὕδωρ», «ἐξ οὗ καί δι’ οὗ οἱ οὐρανοί καί ἡ γῆ» (Β΄Πέτρ.3,). Ἀκολούθησεν ἡ μορφοποίησις τοῦ οὐρανοῦ, τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς διά τοῦ διαχωρισμοῦ τῶν ὑδάτων (Γέν.1,6-10), ἡ φαῦσις ἡλίου καί σελήνης (Γέν.1,14), ἡ χλωρίδα καί ἡ πανίδα διά πέντε ἡμερῶν (Γέν.1,11-25), καί τήν ἕκτην ἡμέραν ἡ Δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ὡς Κορωνίδος τῆς Κτίσεως! Τό πῶς; Ἄνευ τῆς παραμικρᾶς ἀμφισβητήσεως διά τόν πιστόν, ὡς ταῦτα καταγράφονται εἰς τά δύο πρῶτα κεφάλαια τοῦ Βιβλίου τῆς Γενέσεως μέν, δύναται πᾶς τις ὅμως νά ἐννοήσῃ εἰς τήν κάθε λεπτομέρειαν τά πάντα, ἀνατρέχοντας εἰς τό Κεφάλαιον «Τό παιγνίδι τῆς ὕλης μέ τό φῶς» τοῦ Βιβλίου τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου Ἀστερίου Χατζηνικολάου, Ἐκδόσεων Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», ὡς πρός τήν δομήν καί ἀνάπτυξιν τῆς ὕλης, ἀπό τοῦ ἀσυλλήπτου ἀφανοῦς ἀρχικοῦ «φωτονίου», ἕως τοῦ ἀνεκφράστου κάλλους «τῆς δόξης καί τῆς Μεγαλωσύνης Αὐτοῦ ἥν ἀναγγέλλει τό Στερέωμα» (Γέν.1,1-25). Καί ἐπ’ εὐκαιρίᾳ, γιά νά ξεδιαλύνουμε καί ξεχωρίσουμε ἐπί τέλους τά πράγματα. Ἄς μή θέλουμε φιλοσοφοῦντες νά ἐξηγήσουμε καί τά ἀνεξήγητα, καί νά ψηλαφήσουμε καί τά ἀψηλάφητα. Ὅταν ὁρίζῃ ἡ Δογματική, ὅτι εἶναι «ἄπειρον τό Θεῖον καί ἀκατάληπτον, καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία»!, δέν δυνάμεθα ν’ ἀντείπωμεν τί πρός τοῦτο, ἤ νά ἐπιδείξωμεν τόν ὁποιονδήποτε περαιτέρω ζῆλον καί προσπάθειαν πρός κατάληψιν, ἐπίτευξιν κατανοήσεως τοῦ Θείου. Μεταβαίνομεν ἁπλῶς εἰς τόν τῆς Πίστεως ὁρισμόν ὅστις λέγει «πίστίς ἐστιν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ.11,1) καί ἀρκούμεθα, ἐπαναπαυόμενοι μέχρις ὅτου ὡς ἐλπιζόμενα καί μή βλεπόμενα νῦν ἐπί τῆς γῆς, ἀπολαύσωμεν αὐτοψί, ἴδωμεν πραγματούμενα ταῦτα ἐν οὐρανοῖς. Λοιπόν. Ἡ Ἐπιστήμη μπορεῖ νά κινῆται, νά ἐρευνᾶ καί νά βγάζῃ συμπεράσματα εἰς θέματα τοῦ «ἐπιστητοῦ» μέρους τοῦ κόσμου. Δέν ἠδυνήθη, π.χ. μέχρι τῆς σήμερον, νά μᾶς ἐξηγήσῃ «τό κακό». / Ἡ δέ Θεολογία πρέπει νά ἔχῃ ὡς μέλημά της, νά μελετᾶ ἐμβριθῶς καί ἐντρυφᾶ διαρκῶς εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, ὅς καί Νόμος Αὐτοῦ ἔστι, ὅν καί ὀφείλει -ἄν Τόν ἀγαπᾶ- νά τηρῇ, καί νά δύναται νά δίδῃ λόγον (ἀπάντησιν) περί αὐτοῦ, παντί τῷ αἰτοῦντι εἰς ὅ,τι καί δι’ ὅ,τι τό «ὑπερφυσικόν»· διαφέρουσα, ὡς πρός τήν μεθοδολογίαν καί τό περιεχόμενον διδασκαλίας-διδαχῆς τοῦ λαοῦ-ποιμνίου της, ἤ καί Κατηχήσεως εὐρυτέρου μέρους ἐκ τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ, πρός μύησιν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί προσχώρησιν-ἔγγισιν καί εἴσοδον -τέλος- εἰς αυτήν διά τοῦ «Ιεροῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, μέ ἀγαθήν καί αὐτόβουλον -ἀπαραιτήτως πάντοτε- προαίρεσιν, καί οὐχί στανικῶς. Θέλετε; μηδέ διά τῆς -συχνά πυκνά- παρατηρουμένης ἐσχάτως, φορτικῆς ψυχαναγκαστικῆς, ψυχοπλακωτικῆς, ἐπικινδύνου καί μέ δυσάρεστο τέλος, εἰσόδου, / δι’ «ὑποβολῆς καί ἐξαρτήσεως» τοῦ νεοεισερχομένου εἰς και ἀπό Ἐκθειαζομένου Μεγαλοπνευματικοῦ Στάρετς! Μακράν τῶν τοιούτων!!! Ἔχουν ἀποβεῖ δημόσιος κίνδυνος, διά προσωπικήν ἐκμετάλλευσιν (ὡς μικρές UNESCO, τό 70% γιά ἐσωτερκές δαπάνες), πού «ποιμαίνουν ἑαυτούς» (Ἰεζεκ.23,4) μέσα σέ μιά ἀπέραντη, ἀβυσώδη, κατάπτυστη καί βδελυρά ὑποκρισία καί εὐσεβοφάνεια! Ἄς μη ἐπεκταθῶ εἰς σύγχρονα Λημέρια «Παρθενοσυλλεκτῶν», ἅτινα ἐξ ὑπαρχῆς ἔχουν ἐπισημανθῆ καί ἔχουν λίαν ἐπιτυχῶς χαρακτηρισθῆ ἔτσι, καί τό τέλος αὐτῶν οὐκ ἀργεῖ. «Ἐπί θύραις ἔστι». Ὁ Ἰδιος ὁ Κύριος -ἀπαντῶν πρός Φαρσαίους-, εὐθύς ἐξ ἐρχῆς μᾶς προεδήλωσε καί ξεκαθάρισεν ὅτι, «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἔρχεται μετά παρατηρήσεως» (Λουκ.17,20), καί μάλιστα «ἐντός ἡμῶν ἐστί» (Λουκ.17,21). Ὁ Πατρο-Κοσμᾶς ἐγκαίρως προεφήτευσεν, ὅτι ἡ Τηλεόραση θά κάνῃ ἔργο «διαβόλου»! Δέν ὑπάρχει κακός καί καλός διάβολος. Μή ὠφέλιμος καί ἐπωφελής – ψυχωφελής! Ἔστω κι’ ἄν παρουσιάζεται ὡς «ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλατ.1,8-9). Γρηγορήσωμεν, ἀδελφοί. Ἄς ἀφυπνησθῶμεν. «Οὐ ἐσμέν ἑαυτῶν, ἠγοράσθημεν γάρ τιμῆς» (Α΄Κορ.6,19-20). Ἡ Ὑφήλιος καί ὁ καθένας μας ξεχωριστά, ἔχουμε ἀγορασθῆ μέ τό ἀνεκτίμητο Αἷμα τοῦ Λυτρωτοῦ μας Χριστοῦ! Δεν μπορεῖ κανένας παράφρων, ἀντιποιούμενον την Ὑψίστην ἐν τῷ κόσμῳ Ἀρχήν και ὑπερβαίνων, ἤ παραθερῶν τον αἰώνιον λόγον και Νόμον Του, με 4 Εὐρώ ἤ με ὅλα τά τρισεκατομύρια τρισεκατομυρίων τοῦ διαβόλου, παρακούων, να ἐξαπλοῦται μέχρι τοῦ τελευταίου ἄκρου τῆς γῆς και να σκορπᾶ τίς δοξασίες του, και ἄν ἀκόμη προς στιγμήν, ἀλήθειες ἐκ τοῦ εὐαγγελίου ἐκπέμπῃ. Ἀκούσατε μετά μεγίστης προσοχῆς τά κατωτέρω Ὁ Παῦλος καί ὁ Σίλας, δέν εἶπαν (καί) «εὐχαριστῶ» στήν «ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος καί μαντευομένην» (Πράξ.16,16), καί «ἀλήθειαν», ὅπως κι’ ἐσεῖς «Κοκονίτσες μας, τόσο Φιλότιμες», δέν ἀντιλέγομεν, θέλετε νά ὁμολογήσετε, μά δέν τό θέλει καί δέν σᾶς θέλει ὁ Θεός, θέλει μόνο τό ἄλλο. Ποιό; Νά ποιό. «Ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς»! (Ρωμ.10,17) Τό Ραδιοφωνάκι θέλει. Ναί; Ναί! Φωνούλα καί αὐτί! Θά περάσῃ βέβαια ἀπό κρίσιν καί τό δικό σας. Ἄλλο αὐτό. Ἄσε πού ἐξ ὑπαρχῆς ἀμφότερα ἦσαν θνησιγενῆ. Ὁ καιρός θά τό δείξῃ. Ὄχι ὅμως καί «κέρατα στά κεραμίδια! Θά περιοριστῆτε στό «Ἔστω πᾶς ἄνθρωπος ταχύς εἰς τό ἀκοῦσαι, βραδύς εἰ τό λαλῆσαι, βραδύς εἰς ὀργήν» (Ἰάκ.1,19) ἀπό τήν πλευράν μας. Ἀπό τήν πλευρά σας, ἄν καί σᾶς πρέπει «Ταμιεῖον», καί «μή διδάσκειν ἐπ’ ἐκκλησίαις» (Α΄Τιμ.2,12), καί παίρνει πολλήν συζήτησιν τό θέμα, (π.χ. καί τό ψάλσιμό σας ἀκόμη ἐπ’ ἐκκλησίᾳ, δέν εἶναι κήρυγμα καί διδασκαλία; τί εἶναι; καμπρολάχανα στή Λαϊκή, λεμόνια καί κουβαρίστρες διαφημίζετε;), διότι ἡ ζημία πού ἐποιήσατε εἰς την Ἐκκλησίαν μας, εἶναι ἀσύγκριτα μαγαλύτερη μέ τά φρού φρού καί τά κορδελάκια πού τή στολίσατε, θήλεις ὑπάρχουσαι, καί ἄλλους προορισμούς τοῦ Θεοῦ εὐδοκήσαντος δι’ ἑκάστην ἐξ ὑμῶν ἐπιτελέσαι, ἀλλ’ ἐπιβληθείσης στανικῶς τῆς βουλήσεως τοῦ Σωτῆρος – Γέροντος ἐφ’ ἑκάστης ἐξ ὑμῶν, τοῦ Θεοῦ, παραθεωρηθέντος καί ἐξοβελισθέντος. Ὑπέρθεοι γάρ οἱ Γέροντες σήμερον ἐπί γῆς συχνά ἀπαντῶνται. Ἔτι καί ἐκ τῶν ἐγγάμων -ἄρτι- ἤρξαντο ἐξαϋλοῦσθαι καί ἐμφανίζεσθαι τοιούτούς τινας, καί ἐξαγνιζομένους καί ἐκ Γάμου ἀπέχοντας, εὑρίσκεσθαι που τούτους Σωτήρας Πνευματικούς, Μεγαλο-Γέροντας Στάρετς! «Ὁ γάμος μᾶλλον ὡς ἄτιμος λογιζόμενος(!), καί ἡ κοίτη ὡς μιαρά ἀξιολογουμένη, πλέον ὑπ’ αὐτῶν»! (Ἑβρ.13,4) . Τί νομίσατε, ὅτι ἐξέλειπεν ὁ Γνωστικισμός; Κάθε ἄλλο. Στήν ἔπαρση, τήν ἀλαζονεία καί τήν Ἀρχομανία, «ἀπ’ ὅλα ἔχει ὁ μπαξές». Ὅλα τά καπρίτσια, οἱ ἀδυναμίες, οἱ εὐσεβεῖς, ἀνεκπλήρωτοι καί ἀνικανοποίητοι «πόθοι» ἀποκαλύπτονται. Καί μετά τόν κορεσμό, τήν ἐξαθλίωση καί τήν ἐμφανῆ παραφροσύνη, δέν ἐκπλήσσουν οἱ ἀκρότητες καί οἱ αἱρέσεις. Οἱ ὁποῖες ὑποβόσκους ἐκ νεότητος εἰς τούς χαρακτήρας αὐτούς τούς πεισματάρικους, ἐγωκεντρικούς, διεστραμμένους καί κακοαναθρεμένους, καί ἁπλῶς βρίσκουν τό κατάλληλο καί ἄνετο περιβάλλον νά ἐκδηλώσουν τίς ἐπίμονες ἐκλεκτικές τοποθετήσεις τους ἐπί ζωτικῶν θεμάτων τῆς πίστεως, αἱρετιάζοντες κατά τάς ἑαυτῶν δοξασίας, τάς ὁποίας διδάσκουν καί ἐπιβάλλουν στό περιβάλλον τῆς ἐπιρροῆς των, ἀναβιοῦντες ἡμέρες τοῦ παρελθόντος, ὄχι λαμπράς διά τήν Ἐκκλησίαν. Μπροστά στήν ἱκανοποίηση ἀδυναμιῶν, τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς δόξης, / ἄν καί οἱ αἱρέσεις σέ κάποια περίπτωση βοηθοῦν καί συνευδοκοῦν πρός ταῦτα, μετά χαρᾶς ἁγιάζονται καί αὗται ὡς μέσα, γιά νά ἐπιτευχθῇ-ἐξυπηρετηθῇ ὁ σκοπός ἤ τό πάθος. Τί οἰκτρό κατάντημα! Ὅταν σεῖς «αἱρέεσθε αἱρεῖσθε» (=ἐκλέγετε, προτιμᾶτε), καί ἄλλα ἀπορρίπτετε ἐκ τοῦ εὐαγγελίου καί ἄλλα κρατᾶτε, τί εἶσθε; Δυσκολεύεσθε νά σχηματίσετε τήν λέξιν; Αὐτοσχηματίζεται καί τοποθετεῖται Προθήκη-Ταμπέλα σας, δόλια ΜΑΥΡΟΒΑΛΤΑ! Ἡ ἑτέρα προσπάθειά σας, ἐπίσης, οὐ ΜΕΛΙΣΣΑ, καί «ἔργον αὐτῆς τό τῆς μελίσσης ζηλευτόν ποιεῖ» (Παροιμ.6, 8α). Οὐκ ἀνέγνωτε τήν τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ σοφίαν καί τί ἐκεῖσε συμβουλεύει ὑμᾶς; Ἀγελάδες γῆς Βασάν (περιοχή τῶν πιό Καλοθρεμένων!), «δέχθητε τούτους τούς σοφούς λόγους μου (ἔτσι ἐπακριβῶς λέγει τό κείμενο) ὡς σύνθεσιν πού προέρχονται ἀπό κάποιον ποιμένα (ἔτσι ἀκριβῶς συνεχίζει), σάν βούκεντρα καί καρφιά μπυγμένα, ὁ ὁποῖος σᾶς λέγει: Παιδί μου, φυλάξου, ἀπό τοῦ νά συγγράφῃς, ποιῇς, βιβλιοδετῇς βιβλία πολλά, οὐκ ἔστι περασμός, δέν ὑπάρχει τελιωμός. Καί μελέτη πολλή κόπωσις σαρκός» (Ἐκκλησ.12,11-12). «Τέλος λόγου, τό πᾶν ἄκουε, (δηλαδή μάθενε ἐξ ἀκοῆς, ὄχι μελετώντας), τόν Θεόν φοβοῦ καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ φύλασσε» (Ἐκκλησ,12,13). Γι’ αὐτό ἐπιμένει «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς» ( , καί «ἡ Βασιλεία Του δέν ἔρχεται μετά παρατηρήσεως» (Λουκ.17,20), νά τό διαλύσετε «τό μαγαζί», γιατί θά σᾶς τό διαλύσῃ ὁ Θεός. «Θεομάχος οὐ βούλομαι εὑρεθῆναι» (Πράξ.5,39). Καθηκόντως καί εὐόρκως λόγον Κυρίου φθέγγομαι καί τό Πρόσωπον Αὐτοῦ ὁμολογῶ, «μή βλέπων εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων» (Μάρκ.12,14), «βουλόμενος υἱός τοῦ Ὑψίστου γενέσθαι» (Λουκ.6,35 & 1,32 ). Σεῖς μέ τούς τρανούς σας Θεολόγους τά διδάσκετε, καί δέν τά ἔχετε βρεῖ; Πρόζα, ὀμορφιά καί μπόϊ «πουλᾶτε» μέ Ὁδοιπορικά; Γιά νἄχετε νά δείχνετε αὔριο πλούσιο περιεχόμενο στίς κηδείες σας, πού δέν εἴχατε τήν δυνατότητα καί δέν τό εἴχετε πτοβλέψει γιά τόν Μακαρίτη; «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης» (Ἐκκλησιαστής 1,2). Τί κρίμα πού ἀχρηστεύετε καί τό ὑπέροχο ποίημα τού Γ. Δροσίνη μέ τήν τόσο ἐπιτυχημένη μουσική ἐπένδυση-συνοδεία, τό μνῆμα, τό κηπαρίσι, τά βήματα τῶν ποδῶν! Δέν ὑπάρχει κάποιος νά σᾶς συνεφέρει, νά σᾶς ἐπαναφέρῃ στήν πραγματικότητα, νά πράξετε τό πρέπον, τό σωστό καί σύμφωνο μέ τόν λόγον τοῦ Θεοῦ; Θεός σας ἦταν; Τόση τυφλαμάρα; Τώρα σεῖς τυφλώνετε καί καθοδηγῆτε τόν Καινούργιο, καί ποῦ θά βγῆτε; Ὁ καιρός θά δείξῃ. «Ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ δέν καθίστατε για σᾶς;;» (Ἄς μή ξεχνᾶμε «ποῦ βαράει τσαπί» καί κάποιος ἀξιόλογος, ἄλλά περιφρονημένος, ὄχι τόσο ὄμορφος (ἄν θά ἔπρεπε δά νά εἶναι, ὦ Μορφονιά, κριτήριο ἡ ὀμορφιά!!!) Μοναχός Ἰσαάκ Τσαπόγλου. Κανένας δέν περισσεύει, λέτε. Ἀλλά, ἐξακολουθεῖ καί θά ἐξακουλουθῇ νά παραμένῃ ἄγνωστος, πεταμένος στήν πάντα. Ἀντίζηλος γάρ;! Δέν ξέρω αὔριον ποιός θά βρεθῇ ὁριστικά στήν πάντα, μάλιστα ἐκείνη τή σκληρή καί ἀδυσώπητη, τῆς τρομερῆς καί φρικτῆς κολάσεως! Καί ἐν τούτοις, ἐνῶ ἄλλο τό ὁρώμενον καί ἄλλο τό νοούμενον (ἄλλη εἶναι ἡ πραγματικότητα καί ἡ ἀλήθεια ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται), τί ψευτοευγενικό, ψευτοϋποκριτικό, γλυκύτατο, εὐσταλές παρουσιαστικό; Τί μειλιχιότητα, εὐπροσηγορία, φλογερά ἔφεση νά μεταδόσουμε τά ζωηρά νάματα τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως μᾶς διακατέχει; Τί οἶστρος στό νά μεγαλουργήσουμε ἁμιλλόμενοι πολλούς τοῦ παρελθόντος ἤ σημειοῦντες κατά τάς ἡμέρας μας ἐπιτυχίας, ὑποσκελίζοντες ἄλλους, τούς εἰς τό αὐτό ἀντικείμενο δραστηριοποιουμένους; Ὤ τῆς τῶν Ἰησουϊτῶν ὑποκρισίας! Ὤ τῆς τῶν τοιούτων φαυλότητος! Ὤ τῆς ἀθλιότητος ἥτις γελοίαν ποιεῖ τήν ἑαυτῆς ἄρρενα φύσιν! Ὁ «μοναχισμός» σήμερον, μέ προεξάρχοντα τόν Ἑωσφορικόν «Γεροντισμόν», ἀπέβη ἡ νόθος ἐκκλησία ἐντός τῶν σπλάγχνων τῆς ἀπολεσάσης τόν Παραδοσιακόν προορισμόν αὐτῆς (Β΄Θεσ.2,15 & 3,6), τῆς Μιᾶς Μητρός τε καί Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς οὔσης (Σύμβολον τῆς Πίστεως), μωρανθέντος τοῦ ἅλατος (Ματ.5,13), καί δοκοῦντος αὐτόν (τόν μοναχισμόν) ἔχειν καί κρατεῖν ἀνόθευτον τήν πίστιν, οἰκτίρων πολλάκις τήν Μητέραν Ἐκκλησίαν καί τό κατάντημα αὐτῆς, καί «δεόμενος» ὑπέρ τοῦ ἐπανευρεῖν ταύτην τόν ἀπολεσθέντα προορισμόν αὐτῆς, διαχωρίζων ἑαυτόν ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῆς, καί «συλλυπούμενος ταύτην»! Ὦ μητραλοῖαι – μητρολῷαι (μητροκτόνοι, φονεῖς τῆς Μητρός σας), τήν τοῦ Χαναάν (ἐγγονοῦ τοῦ μεθυσθέντος Νῶε) ἀξίαν θέλετε εὕρῃ, παῖδες οἰκέται γενόμενοι τοῖς ὁμονοοῦσι ἄφροσιν ἀδελφοῖς ὑμῶν, καί τῇ Μητρί Ἐκκλησίᾳ ὡς πρός Σήμ καί Ἰάφεθ ταπεινωθήσεσθε! (Ἰ.Ν.) Οἱ «μεγαλοσχήμονες» μοναχοί ἀναδεικνύονται ὡς οἱ φλυαροῦντες πλέον περί τά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βλασφημοῦντες -τῷ πράγματι- ἐξακολουθητικῶς ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει οὕτω φερόμενοι καί ἐνεργοῦντες κατ’ Αὐτοῦ, καί ἐξέλειπον ἐκ μέσου ἡμῶν «οἱ εὐνοῦχοι οἱ εὐνουχίζοντες ἑαυτούς διά τήν βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Ματ.19,12). Φεῦ! διά τούς ἰσχυριζομένους ὅτι, // ὡς «ἀγωνισταί μοναχοί καταλιπόντες-ἀναχωρήσαντες καί ἀπαρνηθέντες τόν κόσμον καί τά ἐν αὐτῷ», «κακουχούμενοι, θλιβόμενοι (Ἑβρ.11,37), στό Ταμιεῖον (Ματ.6,6) διαρκῶς (καί στήν κοινή προσευχή γιά λίγο), χωρίς νά ἐπανακάμψουν ποτέ εἰς αὐτόν (τόν κόσμον, πού εἶναι πλημμυρισμένος ἀπό Ἀρχιμαντριτάκια «Γλιφιτζουρέ(!)» – (ἐμένα μοῦ λές, οἱ δύστυχοι, ἐθελοτυφλοῦντες καί ἐν ἐπιγνώσει ψευδόμενοι καί αὐτοαπατώμενοι καί ἐπιθυμοῦντες νά πείσουν καί ἡμᾶς νά μή ἔχωμεν ὀφθαλμούς νά βλέπωμεν, τά «μαμόθρεφτα», ἄν ἔτι ἔχουν «ἀπογαλακτισθῆ» (ἀνάθεμά τους δυό φορές, κι’ αὐτές ἀπό τόν Παῦλο -Γαλάτας 1,8 & 9 / Α΄Κορ.16,22-, καί ἄλλες δύο ἀπό με, πού μ’ ἔχουν κάνει «Ταῦρο»!)-, // εἰσίν -ἀπό τοῦδε- (λέγουσιν) εἰς «τό ρετιρέ» μετά τῆς Ἁγίας Τριάδος· κάτωθεν αὐτῶν εὑρίσκονται οἱ ἄγγελοι, οἵτινες δέν ἔχωσι νά παλέσωσι μέ σάρκαν ὅπως οὗτοι, ὑπέρβάντες αὐτούς διά τοῦ ἀγῶνος πρός αὐτήν· ὑπ’ αὐτούς διαβιῶσιν αἱ παρθένοι καί οἱ παρθένοι· καί ἔσχατοι πάντων ἡμεῖς οἱ ταπεινοί καί ἀμαρτωλοί καί ἀνάξιοι δοῦλοι Του, οἱ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις συμπεπλεγμένοι, καί πάθεσιν ἡδονῶν συγκυλινδούμενοι, καί κεκλημένοι εἰς τόν ἅγιον καί ὑπερμέγιστον βαθμόν τῆς ἱερωσύνης, καί εἰσελθεῖν εἰς τό ἐνδότερον τοῦ καταπετάσματος, εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου παρακύψαι οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἐπιθυμοῦσι, καί ἀκοῦσαι τῆς εὐαγγελικῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ, καί θεάσασθαι αὐτοψεί τό πρόσωπον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς, καί ἀπολαῦσαι τῆς θείας καί ἱερᾶς Λειτουργίας· ὁ καταξιώσας τοῦς Ἱερεῖς Αὐτοῦ ἱερουργεῖν τά ἐπουράνια Αὐτοῦ Μυστήρια, ἆρα καί τό Ἱερόν Μυστήριον τοῦ Γάμου, ὅπερ, ἐξαιρέτως, καί «μέγα» καλεῖ· οὗτοι -οἱ μετά τῆς Ἁγίας Τριάδος συμπαρεδρεύοντες- μοναχοί, «ὑπέρθεοι» ἑωσφορικῶς αὐτοτιτλοφορούμενοι καί δοκοῦντες εἶναι· / ἡμᾶς τούς ἐν τῷ Γάμῳ, ὡς ἀναξίους ὄντας, ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καί ἡδοναῖς, συνδεδεμένους ὑπάρχοντας, οὐκ ἔξεστι νοοῦσιν προσέρχεσθαι ἤ προσεγγίζειν ἤ Λειτουργεῖν τῷ Φρικτῷ Θυσιαστηρίῳ, ὅτι, μέγα ἔστι τοῦτο καί φοβερόν καί αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσι, διακονεῖν». Ἆρα, μή ἐκλιπόντος τοῦ Γνωστικισμοῦ, ν’ ἀναμένωμεν καί τά (μη) χειρότερα ὑπό τοῦ νοσοῦντος μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος, ἀνέκαθεν -ὡς τά ἄκρα ἀναζητῶν- καί είς τά τοῦ πνεύματος, τάς ὑπερβάσεις καί τά παρά φύσιν συλλαμβανόμενος διαπράττων καί ἐνεργῶν, μή ἐν ταπεινώσει κατά φύσιν καί ἐν ὑπακοῇ εἰς τόν νόμον τοῦ Θεοῦ πειθαρχῶν καί ὑπείκων, ἀλλ’ ἀνακαλύπτων καί εἰσάγων μεθόδους ξενοφέρτους ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων, ἀναχρονιστικάς, ἀποτυχούσας καί ἀπορριφθείσας καί ἐξ αὐτῆς τῆς ὑγιοῦς φύσεως τῶν λαῶν ἀκόμη, ὡς τῶν Ἑλλήνων, τοῦ Παύλου ἐν Πνύκᾳ ἐπιβραβεύσαντος καί εἰπόντος Ἀθηναίοις. «Ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ, διερχόμενος γάρ καί ἀναθεωρῶν τά σεβάσματα ὑμῶν, εὗρον καί βωμόν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο «ἀγνώστῳ θεῷ». ὅν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγώ καταγγέλλω ὑμῖν» (Πράξ.17,22-23). Νά τό σημεῖον ἐπαφῆς. Ἐνυπῆρχε, τό ἀνέσυρε, βρῆκε ἄκρη καί συνεννοήθηκε. Μέ καναδύο μόνο ἀρχικά, τόν Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη καί τή Δάμαρη; Δέν ἔχει σημασία. Ὁ σπόρος νά πέσῃ. Ἄλλος θά ποτίσῃ καί θά αὐξήσῃ. «Αὐτῶ μέλλει περί ἡμῶν» (Α΄Πέτρ,5,7). Ἔχει τριβέλι, ἔννοια γιά τόν καθένα μας . Ἄλλα ἔχουν σημασία ἐν προκειμένῳ. Τά ἄρρωστα, τά ὁποῖα δέν ἀντέχουν τήν κριτική τοῦ Εὐαγγελίου, διά τῶν ὁποίων ὁ νοσῶν μοναχισμός θέλει (δῆθεν) νά ἐξυγιάνῃ, ἀναμορφώσῃ καί ἐκσυγχρονίσῃ αὐτό, ἔχοντας στά χέρια του (ὅπως διατείνεται καί ἰσχυρίζεται καί ὡς ἀδικούμενος καί τροχοπεδούμενος (μᾶλλον) ἀπό μέρους τῆς ἐπισήμου ἐκκλησίας, -ἐκλαμβανόμενος ἀδίκως παρ’ αὐτῆς ὡς Ἰωνᾶς ρέγχων (ροχαλίζων) τῷ κοίτει (στό ἀμπάρι)- (Ἰωνᾶ 1,5), ἐνῶ ἐκεῖνος στά μοναστήρια ζῆ «στά ζουμιά του ἀνθηρός», ἔχων συλλέξει ὅλην τήν «ἀφρόκρεμα» τῶν Κληρικῶν τοῦ «πνεύματος» ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας, καθώς καί τούς Πεπαιδευμένους καί τούς Λογίους αὐτῆς, καί πάει λέγοντας …). Ἐν τῇ ἀλαζονεία του, φανεροῖ περίτρανα τό ἀνώριμον αὐτοῦ ἔτι, καί τό μή μελετᾶν ἐμβριθῶς καί ὑπείκειν τοῦτον εἰς τόν σωτήριον Λόγον τοῦ Θεοῦ, τοῦ φυλάσσεσθαι ἀπό τῶν παγίδων τοῦ ἐχθροῦ, βοῶντος τούτου καί προλέγοντος, ἀπό τοῦ παιδαγωγῆσθαι ἔτι τινά εἰς Χριστόν ὄντα γεγραμμένα ἐν ταῖς γραφαῖς πρός μελέτην ταῦτα, «πεσεῖται ἐκ τοῦ κλίτους σου χιλιάς καί μυριάς ἐκ δεξιῶν σου» (Ψαλ.90,7). Οἱ ἐκ δεξιῶν λογισμοί, μυριοπλασίως περισσότερον θέλουσι προσβάλει αὐτούς ἐν τῇ ὑψαυχενότητι, τῷ ἐγωϊσμῷ, τῇ ἐπάρσει καί τῇ αὐτονόμῳ χειραφετήσει αὐτῶν, ὁπότε ποίαν βοήθεια ἀξίζει νά ἀναμένῃ τις νά λάβῃ ἀπό ἕνα τέτοιο νοσοῦντα θεσμόν, ὅν (πλέον) ἐμφανῶς βδελύττεται Κύριος, ὡς τοσοῦτον ἀδιαντρόπως παροργίζοντα Αὐτόν, «διά τό γεγονέναι αὐτούς σάρκας» (Γέν.18,20-21), ἁγιαζομένου -ἐν ἀντιθέσει πρός αὐτόν- τοῦ καθ’ ἡμέραν τιμίως «μοχθοῦντος καί τόν κόπον καί τό βάρος αὐτῆς, τῷ ὄντι, βαστάζοντος ἐξουδενομένου καί ἀγανακτοῦντος λαοῦ» (Ματ.20,12)· τό μέν διά τῆς κοιλιοδουλείας καί γαστριμαργίας, «μή δυναμένου εἶτα τό σῶμα δαμάσαι καί τέλειον γενέσθαι» (Ἰάκ.3,2), «ἐπ’ ὀμφαλοῦ γαστρός πάντων τῶν παθῶν ἑδραζομένων-γεννωμένων» (Ἰώβ 40,16), τό δέ διά τῆς χλιδῆς καί τῆς προκλήσεως τοῦ ρέοντος, ἀφθόνου πλούτου ἐν αὐτῷ, ἐν ᾧ, δυστυχῶς, ὑπάρχουσι καί τινες οἵτινες «πεινῶσιν, αὐτῶν μεθυόντων» (Α΄Κορ.11,21), / μή εὑρόντων πώποτε ἐν τῇ Γραφῇ τήν παιδαγωγίαν τοῦ: «τό ὑμῶν περίσσευμα εἰς τό ἐκείνων ὑστέρημα» (Β΄Κορ.8,13), μή ποτέ, ἐν τῇ παραφροσύνῃ καί τῇ ἀλαζονεύσει τοῦ νοός αὐτῶν, αἰσθόμενοι καί ἀναμένοντες τήν παρά Κυρίου παραχώρησιν τοῦ πτωχεῦσαι ποτέ τούτους καί εἰς ἔνδειαν περιελθεῖν, καί ὦσιν ἀναγκαιούμενοι καί αὐτοῦ τοῦ ἐπιουσίου αὔριον. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν» (Ψαλ.33,11). Ἐν πᾶσι τούτοις, Ποῦ «παρθενία»; Ποῦ «ἀκτημοσύνη»; Ποῦ «ὑπακοή»; «Τῷ Θεῷ, μόνος πρός μόνον, ὁμιλῶν»! Αἰώνια ἀξιώματα, ἅ μή ἔδει ἀλλοιωθῆναι καί παραφθαρῆναι. Καί ἀρχίζει τό ἀνά τούς αἰῶνας ἄσοφον, δίχα Θεοῦ, αὐτόνομον, κατά τό δοκοῦν ἑνί ἑκάστῳ, τό μεταπηδῆσαν εἰς τό «ὅπως δόξῃ τῷ Προεστῶτι» εἶτα, ἀτέρμον μπέρδεμα. «Ἦρα τούς ὀφθαλμούς μου εἰς τά ὄρη ὅθεν ἥξει ἡ βοήθειά μου» (Ψαλ.120,1) «ἐξῆλθε καί ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κακεῖ προσηύχετο» (Μάρκ.1,35) «Ἦν δέ τάς ἡμέρας ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, τάς δέ νύκτας ἐξερχόμενος ηὐλίζετο εἰς τό ὄρος τό καλούμενον ἐλαιῶν· καί πᾶς ὁ λαός ὤρθριζε πρός αὐτόν ἐν τῷ ὄρει ἀκούειν αὐτοῦ» (Λουκ.21,37-38) «ἀγαθοί οἱ δύο ὑπέρ τόν ἕνα, οἷς ἐστιν αὐτοῖς μισθός ἀγαθός ἐν μόχθῳ αὐτῶν· ὅτι ἐάν πέσωνται, ὁ εἷς ἐγερεῖ τόν μέτοχον αὐτοῦ, καί οὐαί αὐτῷ τῷ ἑνί, ὅταν πέσῃ καί μή ᾖ δεύτερος ἐγεῖραι αὐτόν» (Ἐκκλησ.4.9-10) «Κατά μόνας»> <«Ἐπί τό αὐτό» (Ψαλ.132,1)

«Ἰδού δή τί καλόν ἤ τί τερπνόν,
ἀλλ’ ἤ τό κατοικεῖν ἀδελφούς
ἐπί τό αὐτό;» (Ψαλ.132,1)

«Τό λεῖμμα, θά καταφύγῃ εἰς τήν ἔρημον, ὅπου
θά τρέφῃ αὐτό Κύριος καιρόν καί καιρούς
καί ἥμισυ καιροῦ (1+2+1/2=3,5 ἔτη) (Ἀποκ.12,14)

«ἡμέρας χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα» (Ἀποκ.12,6)

Σημερινή κατάστασις; Φρίκη! Ἀνέκαθεν μέν, μή διαδεδομένου τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τοσοῦτον πληθωρικῶς· ἀλλά σήμερον, δυναμένων ἔχειν γνῶσιν, ἰδία τῶν ἰθυνόντων-Γερόντων αὐτῶν, τελείως ἀδικαιολογήτων ὄντων, καί πεισματικῶς καί ἑωσφορικῶς μόνον ἀκολουθούντων τήν ἰδίαν γραμμήν τῶν ὑπερβάσεων, καί μή, οὐδέ «τοῖς ἴχνεσι τοῦ Κυρίου ἐπακολουθούντων» (Α΄Πέτρ,2,21), οὐδέ τῷ τρισσῷ ὅρκῳ τοῦ μοναχισμοῦ πιστῶς καί ὡς παρέλαβον ἑπομένων. Ἵνα μή ὅλῳ τῷ κόσμῳ ἀνατρέξῳ, μόνῳ τῷ (ὁ Θεός νά τό κάνῃ τοιοῦτο, τῆς Παναγίας Αὐτοῦ Μητρός πλέον βδελυττομένης τοῦτο) «ἁγίῳ» Ὄρει, ἐνυπάρχουσιν εἴκοσι Μοναί, καί μύρια ὅσα Καλύβια, Σκῆται καί παντός εἴδους Προσκτίσματα, Κονάκια, Σπήλαια, Ἡσυχαστήρια καί ψάξε βρές ἄλλες ὀνομασίες, ἐκ τῶν ὁποίων μερικά δυνατόν νά ἀποκαλέσῃς Ἡσυχαστήρια – Οἰκοτροφεῖα ἀβροδιαίτων ἀνθρώπων Καιροσκόπων Ο.Φ.Α.Σ., ἤτοι Ὅπου Φυσᾶ Ἄνεμος Συμφέρων ἤ Συμφέροντος, τήν σήμερον ἡμέραν!!! Αὔριον, ἔχομεν τήν ἐκ τοῦ εὐαγγελίου διδασκομένην ἡμῖν ἀρχήν, «καιρός τῷ παντί πράγματι» (Ἐκκλησ.3,1,7), καί «ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματ.6,34), ὡς ἐκ τούτου τήν ἄνεσιν καί τήν εὐλυγισίαν νά κινούμεθα ἀναλόγως, ὄχι «μή συσχηματιζόμενοι τῷ κόσμῳ καί τοῖς ἐν τῷ κόσμῳ» (Ρωμ.12,2), ἀλλά «χρώμενοι καί καταχρώμενοι τούτου» (Α΄Κορ.7,31), «τοῦ σκοποῦ ἁγιάζοντος τά μέσα» ἐν παντί. Καί «τά πάντα δοκιμάζοντες, τό παρά τῆς ἐλευθέρας ἡμῶν -καί μόνον- βουλήσεως κρινόμενον ὡς καλόν κατέχοντες» (Α΄Θεσ.5,21),
νά ζοῦμε τή ζωούλα μας,
ἔχοντάς τα οὖλα μας,
νά εὐφραίνεται ἡ ψυχούλα μας·
καί ὁ Γερο Εὐφραίμ
μέ τήν Παρεμβολή
νά ψέλνῃ «Τερι ρέμ»
μέ δίχως συστολή,
κάνοντας τό «μποέμ»*
λές κυβερνᾶ «τοτέμ»!*
Ἐρώτημα ἁπλοῦν. Ποῦ στέκει, μιά μονή ἐδῶ νά ἔχῃ ἀμύθητο πλοῦτο, νά μή τῆς λείπῃ μέχρι κορεσμοῦ τίποτε· νά χορηγῇ καθημερινά χιλιάδες μερίδες, -συγκεκριμένα ἀπό κοτόπουλα-, ἐπιδεικνύοντας καί διαφημίζοντας τίς εὐεργεσίες της· καί πλάϊ ἄλλη νά πένεται, Ἡγούμενος δέ μέ Σάκχαρον εἰς ὑψηλόν βαθμόν, καί οἱ ἐκεῖσε μοναχοί, νά ἔχουν ὡς καθημερινό σιτηρέσιο αὐτῶν μακαρόνια, ὅλως ἀντίθετο ὑπάρχον τό συμβαῖνον, ὡς πρός τά τῆς ὑγείας τοῦ ἡγουμένου; Ποῦ εἶναι τά «συγκοινωνοῦντα δοχεῖα», «διψᾶ ἡ αὐλή μας», καί ἡ ὡς ἄνω, φιλαλληλία, φιλαδελφία καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον;
«Τί γάρ εἰσήγαγον οὗτοι (πάντες) ἐρχόμενοι εἰς τόν κόσμον, ὥστε δύνασθαι συναποκομίζειν τί ἐξερχόμενοι τούτου»; (Ἰ.Ν.)
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀξιωθείς τῆς ἰδιαιτέρας καί μοναδικῆς ὁμολογίας, τῆς «ἀπό τοῦ Θεοῦ Πατρός τοῦ ἐν οὐρανοῖς -κατά τήν ρητήν διαβεβαίωσιν τοῦ Κυρίου- ἀποκαλυφθείσης αὐτῷ» (Ματ.16,17), διά τοῦ «σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματ,16,16), ἔτυχε τῆς ἰδιαιτέρας διακρίσεως νά τόν μετονωμάσῃ ἀπό «Σίμωνα Βαριωνᾶ (=υἱόν τοῦ Ἰωνᾶ) εἰς Πέτρον, (προσειπών τό) καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν, καί πύλαι ἄδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καί ὅ ἐάν δήσῃς ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καί ὅ ἐάν λύσῃς ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματ.16,17-19).
Εἴθε, οἱ Πλούσιοι κι’ οἱ Μεγιστάνες, -ἐάν μή καί οἱ παράφρονες καί ἀλαζόνες-, μέχρι τοῦ τέλους τῆς ζωῆς των νά ἔχουν βάλῃ ἀρχήν μετανοίας, καί νά προλάβουν νά ταπεινωθοῦν, καί, χωρίς νά τούς πέσῃ ἡ μύτη, ἤ τί ἄλλο,
νά καταδεχθοῦν; νά τολμήσουν; νά ἀξιωθοῦν; -δέν ξέρω πῶς ὁ καθένας- νά γνωρίσουν, ἔστω ἐκεῖ στόν οὐρανό γιά πρώτη φορά, αὐτόν τόν, -ἀπέριττον μέν κάποτε καί ἀπλοϊκό Ψαρά- Σίμωνα, πού τώρα ὡς Πέτρος, «πέτρα καί θεμέλιο» τῆς (καί) Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, θά εἶναι
ὁ ἐ π ί τ ῆ ς Ὑ π ο δ ο χ ῆ ς μ α ς ,
«τάς Κλεῖς τῆς εἰσόδους μας εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὁ διακρατῶν»
(Ματθ.16,19).

Ὑποσημείωσις: * «μποέμ», αὐτός πού ζῇ(ζεῖ) ἀνέμελα, χωρίς νά νοιάζεται γιά τό
αὔριο. (Λεξ.Ν.Ἑλ.Γλώσσης Γ.Μπαμπινιώτη, σελίς 1152).
* «τοτέμ», ὁμάδα ἀτόμων, θεωρουμένη ὅτι μέ ὑπερφυσικό, μυ-
στηριακό τρόπο ἔχει ἀποκτήσει ὑπερφυσικές δυνατότητες νά
λατρεύεται ὡς βοηθός ἀνθρώπων κατά μόνας, ἀλλά καί τῆς
κοινωνίας, εὐρύτερον. (Λεξικόν Γ. Μπαμπινιώτη, σελίς 1801).
Ἱερεύς Ἰωάννης Νικολόπουλος
ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ
11.2.2 021

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.