Αυγουστίνος Καντιώτης



Δευτερο μεσον που οδηγει στην μετανοια & σωτηρια ειναι: Ο γραπτος θειος λογος, η αγια Γραφη. Την αγια Γραφη να τη διαβαζης οχι σαν ενα βιβλιο ιστορικο, οχι σαν ενα βιβλιο λογοτεχνικο, οχι σαν ενα βιβλιο αρχαιολογικο, για να βρης ιστοριες & ονοματα· Να τη διαβαζης & να λες· «Λαλει, Κυριε, οτι ο δουλος σου ακουει» (Α΄ Βασ. 3,9-10)

date Μαρ 18th, 2021 | filed Filed under: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ
Απὸ τὸ βιβλίο: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ; σελ. 82
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟ

  Δευτερο μεσον που οδηγει στην μετανοια &  σωτηρια ειναι: Ο γραπτος θειος λογος, η αγια Γραφη

β΄. Ὁ γραπτὸς θεῖος λόγος 

ενα ομορφ. βιβλΟἱ σύγχρονοι θεολόγοι ἔχουν μικρὰν ἰδέαν καὶ περιπαίζουν κάποια θρησκευτικὰ βιβλία. Ἐγὼ ὅμως δὲν τὰ περιπαίζω. Οἱ μοντέρνοι θεολόγοι, ποὺ σπουδάζουν στὸ Παρίσι, στὸ Λονδῖνο, στὴ Νέα Ὑόρκη καὶ γεμίζουν τὸ κεφάλι τους ἀπὸ διάφορες ἰδέες, τὰ περιπαίζουν τὰ βιβλία ἐκεῖνα ποὺ γράφτηκαν μέσα στὰ μοναστήρια καὶ στὰ σπήλαια, ποὺ τὰ γράψανε σπουδαῖοι ἄνδρες τὰ μεσάνυχτα μὲ τὸ δάκρυ τους, ἔχοντες συντροφιὰ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Ἐγὼ δὲν τὰ περιφρονῶ τὰ βιβλία αὐτά. Ἔμαθα ἀπὸ μικρὸ παιδὶ νὰ τὰ ἐκτιμῶ. Καὶ μολονότι σὰν θεολόγος μελετῶ πολλὰ βιβλία, ἀλλὰ ὅσο ἐκτιμῶ τὰ βιβλία αὐτὰ δὲν ἐκτιμῶ τὰ ἄλλα.
Θὰ τὸ πῶ, λοιπόν, καὶ ἂς γελάσουν κάποιοι ἀπὸ τὰ μοντέρνα πνεύματα ποὺ γέμισε τώρα ὁ κόσμος. Ἐγὼ ἀποδίδω μεγάλη σημασία σὲ ἕνα βιβλίο, τὸ ὁποῖο ἔσωσε πολλὲς ψυχὲς καὶ τὶς ἐπέστρεψε στὸν Κύριο. Εἶνε ἡ «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία». Πόσες ψυχὲς ἔχει σώσει τὸ βιβλίο αὐτό! Τὸ ἔγραψε ἕνας ἀσκητής, ὁ Ἀγάπιος ὁ Κρὴς ὁ μοναχός· σῴζεται καὶ ἡ σπηλιά του· κλαίοντας τὸ ἔγραφε.
Ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο θρησκευτικὸ βιβλίο, ἀδελφοί μου, εἶνε ἕνα βιβλίο ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο ἀπορρέουν ὅλα τὰ ἄλλα θρησκευτικὰ βιβλία, ἕνα βιβλίο ἀνεκτιμήτου ἀξίας, ἕνα βιβλίο ποὺ εἶνε πομπὸς μεγάλων ἰδεῶν. Ἕνα βιβλίο, ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἔχωμε στὸ προσκέφαλό μας. Εἶνε ὁ βασιλεὺς τῶν βιβλίων, ἡ ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη.

Ἂν ὑποθέσωμε ὅτι καταστρέφονται καὶ χάνονται ὅλα τὰ ἄλλα θρησκευτικὰ βιβλία, μόνο ἡ ἁγία Γραφὴ νὰ μείνῃ, φτάνει γιὰ νὰ φέρῃ σὲ μετάνοια τὸν κόσμο. Τὴν ἁγία Γραφὴ νὰ τὴ διαβάζῃς ὄχι σὰν ἕνα βιβλίο ἱστορικό, ὄχι σὰν ἕνα βιβλίο λογοτεχνικό, ὄχι σὰν ἕνα βιβλίο ἀρχαιολογικό, γιὰ νὰ βρῇς ἱστορίες καὶ ὀνόματα· ἀλλὰ νὰ τὴ διαβάζῃς καὶ νὰ λές· «Λάλει, Κύριε, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου» (Α΄ Βασ. 3,9-10). Ἰδού ὁ δοῦλος σου, Κύριε. Ν᾿ ἀκοῦς τὰ λόγια της, ὅπως ἀκούει ἕνα μικρὸ παιδὶ τὴ μάνα του· ὅπως ἀκούει τὸν ἰατρό του ὁ ἀσθενής, ποὺ λαμβάνει τὴ συνταγὴ καὶ σπεύδει στὸ φαρμακεῖο γιὰ νὰ τὴν ἐκτελέσῃ.
Μὲ τέτοια ἐμπιστοσύνη ἄνοιγε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ μελέτα τον. Καὶ αὐτὸ φτάνει γιὰ νὰ σὲ σώσῃ; Ναί. Τὸ βιβλίο αὐτὸ δὲν εἶνε γραμμένο μὲ μολύβι καὶ μὲ μελάνι, ἀλλὰ εἶνε γραμμένο μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅ,τι γράφεται μὲ αἷμα, δὲν λησμονεῖται.
Σᾶς συνιστῶ ἰδιαιτέρως νὰ διαβάσετε τὰ ἑξῆς κεφάλαια τῆς ἁγίας Γραφῆς. Νὰ διαβάσετε τὰ τρία πρῶτα κεφάλαια (Α΄, Β΄ καὶ Γ΄) τῆς Γενέσεως, στὸ πρῶτο δηλαδὴ βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς· τὰ κεφάλαια αὐτὰ περιγράφουν τὴν πτῶσι τῶν πρωτοπλάστων. Σᾶς συνιστῶ ἀκόμη νὰ διαβάσετε τὸν πεντηκοστὸ (Ν΄) ψαλμό, δηλαδὴ τὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός,…», καὶ τὴν ἱστορία τοῦ Δαυῒδ τοῦ προφήτου. Σᾶς συνιστῶ ἐπίσης νὰ διαβάσετε τὴν προφητεία τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ. Καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη σᾶς συνιστῶ νὰ διαβάσετε τὸ πρῶτο (Α΄) κεφάλαιο τῆς πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῆς.
Ξέχασα κάτι. Θέλω ὅλοι νὰ διαβάσετε, μία καὶ δύο καὶ τρεῖς καὶ πέντε καὶ δέκα φορές, ἕως ὅτου οἱ καρδιές σας θερμανθοῦν, κ᾿ ἕνα ἄλλο κομμάτι τῆς ἁγίας Γραφῆς. Νὰ τὸ διαβάσετε μὲ προσοχὴ καὶ νὰ προσέξετε ὣς τὸ τέλος. Ἂν ἔχετε μέσα σας ἕνα σπινθῆρα πίστεως, δὲ᾿ μπορεῖ παρὰ θὰ μετανοήσετε. Ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ κομμάτι τῆς ἁγίας Γραφῆς, ποὺ ἔφερε σὲ μετάνοια χιλιάδες ἀνθρώπων; Θὰ τὸ πῶ μὲ ἕνα ἀνέκδοτο.
Κάποτε, σὲ μιὰ πόλι, μετέβη ἕνας θίασος, ποὺ ἀπετελεῖτο ἀπὸ τριάντα θεατρίνους. Μέσα σ᾿ αὐτοὺς ἦτο καὶ ἕνας ταλαντοῦχος ἀλλὰ ἔκφυλος νέος. Παρὰ τὰ τάλαντά του προκοπὴ δὲν ἔκανε ἀλλὰ ζοῦσε εἰς βάρος τῶν ἄλλων. Ἦτο ὁ πιὸ διεφθαρμένος τοῦ θιάσου. Τὸν εἶχαν μόνο καὶ μόνο νὰ παίζῃ ἕνα ῥόλο σατιρικὸ καὶ νὰ κάνῃ τοὺς ἀνθρώπους νὰ σκᾶνε στὰ γέλια. Καὶ σ᾿ αὐτὸ τὰ κατάφερνε ἄριστα. Ὅταν παρουσιάζετο αὐτός, οἱ θεαταὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κρατηθοῦν. Κατώρθωνε, μὲ τὰ αἰσχρὰ ποὺ ἔλεγε, νὰ ἀνατρέπῃ, αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τὸ «Οὐαὶ οἱ γελῶντες» (Λουκ. 6,25). Εἶχε τέτοια φωνὴ καὶ τέτοια ἀπαγγελία, ποὺ μάγευε ὅσους τὸν ἄκουγαν. Ἔτσι ὁ ἔκφυλος αὐτὸς νέος, ὅταν ἔβγαινε στὴ σκηνή, κατώρθωνε νὰ παρασύρῃ ὅλους καὶ νὰ τοὺς κάνῃ νὰ γελᾶνε ἀκράτητοι, μέχρι ἀσεβείας.
Ὅπως εἴπαμε, ἦτο διεφθαρμένος τύπος. Ἀλλὰ μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἄναψε κάποτε ἕνας σπινθὴρ μετανοίας. Πῶς;
Μιὰ μέρα περνοῦσε μαζὶ μὲ ἄλλους συναδέλφους του ἠθοποιοὺς ἀπὸ τὸ κατάστημα ἑνὸς εὐσεβοῦς Χριστιανοῦ, ποὺ εἶχε ἀκούσει τὴ θαυμάσια ἀπαγγελία του. Ὁ Χριστιανὸς τὸν ἀναγνώρισε καὶ τοῦ λέει·
―Παιδί μου, δὲ᾿ βλέπω καλὰ γιὰ νὰ διαβάσω, καὶ ἄκουσα χθὲς στὸ θέατρο καὶ ἀπήλαυσα τὴ δική σου ὡραία ἀπαγγελία. Θὰ σοῦ δώσω ἕνα σελλίνι, θὰ σοῦ δώσω καὶ μιὰ λίρα ἀκόμη, νὰ μοῦ διαβάσῃς κάτι. Βλέπεις ἐκείνη τὴν καρέκλα; Ἀνέβα ἐπάνω, σὲ παρακαλῶ, καὶ διάβασέ μου ἕνα κομματάκι ἀπὸ τὸ βιλίο αὐτό. Δὲ᾿ θ᾿ ἀργήσῃς, τρία λεπτὰ θὰ κάνῃς.
Δέχθηκε ὁ νέος, κι ὁ Χριστιανὸς τοῦ ἔδωσε τὴν ἁγία Γραφή, γιὰ νὰ διαβάσῃ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου (βλ. Λουκ. 15,11-32).
(Πόσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἠθοποιούς, ἂν γίνονταν ἱεροκήρυκες, ἂν γίνονταν διδάσκαλοι τοῦ εὐαγγελίου, θὰ ἔσῳζαν ψυχές; Τί τάλαντα σπαταλῶνται γιὰ τὸν διάβολο!)
―Σὲ παρακαλῶ, τοῦ λέει ὁ Χριστιανός, νὰ τὸ ἀποδώσῃς ὅπως πρέπει.
Δημιουργήθηκε ἐνδιαφέρον. Μαζεύτηκαν γύρω του οἱ ἄλλοι ἠθοποιοὶ φίλοι του, μαζεύτηκε καὶ κόσμος. Αὐτὸς πῆρε τὴν ἁγία Γραφὴ κ᾿ ἑτοιμάστηκε ν᾿ ἀρχίσῃ, ἐνῷ ὁ εὐσεβὴς Χριστιανὸς ἔκανε μυστικὰ τὴν προσευχή του.
«Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου», ἔλεγε, «μίλησε ἐσὺ μέσα του νὰ σωθῇ».
Ὁ νεαρὸς ἀνέβηκε στὴν καρέκλα καὶ ἄρχισε ν᾿ ἀπαγγέλλῃ τὴ γνωστὴ παραβολή. Ἀπὸ κάτω οἱ φίλοι του, ποὺ ξέρανε τὴν ἱστορία του, παρακολουθοῦσαν. Ὅταν ἔφθασε στὸ σημεῖο ποὺ λέει «καὶ …ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν» (ἔ.ἀ. 15,13), ἕνας ἀπὸ τοὺς ἠθοποιοὺς τοῦ φώναξε·
―Σὰν κ᾿ ἐσένα, Γιάννη!
Αὐτὸς σταμάτησε πρὸς στιγμὴν λίγο ταραγμένος. Μόλις συνῆλθε συνέχισε. Ἀλλὰ στὴ φράσι «…καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (ἔ.ἀ.) πάλι ἀπὸ κάτω κάποιος συνάδελφός του ξαναφώναξε·
―Σὰν κ᾿ ἐσένα, Γιάννη!
Σάστισε πάλι. Προχωρεῖ πιὸ κάτω μὲ κόπο. Στὴ φράσι «καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι» (στ. 14), ὅτι δηλαδὴ ἄρχισαν νὰ λιγοστεύουν τὰ χρήματα τοῦ ἀσώτου καὶ νὰ ὑποφέρῃ, τοῦ φωνάζουν πάλι·
―Σὰν κ᾿ ἐσένα, Γιάννη!
Τώρα ἄρχισε νὰ κλονίζεται, ἀλλὰ ἔκανε νέα προσπάθεια νὰ συνεχίσῃ. Φθάνοντας στὸ στίχο «…καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι» (στ. 16) ἀκούγεται πάλι·
―Σὰν κ᾿ ἐσένα, Γιάννη!
Ἐδῶ δὲν ἀντέδρασε ἐκνευρισμένος, ἀλλὰ συγκινημένος ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς παραβολῆς συνέχισε μὲ ἄφθαστη ἔκφρασι τὴν ἀπαγγελία. Οἱ φίλοι του σταμάτησαν νὰ τοῦ φωνάζουν περιπαικτικῶς. Παρακολουθοῦν συγκινημένοι κι αὐτοί. Καὶ ὅταν πλέον ἔφθασε στὰ λόγια τοῦ ἀσώτου «…Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐρῶ αὐτῷ· Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» (στ. 18), ὁ νεαρὸς γελωτοποιὸς σταμάτησε τὴν ἀπαγγελία. Ἦταν ἀδύνατον νὰ προχωρήσῃ ἀπὸ τοὺς λυγμούς. Κατέβηκε κάτω καὶ ἔκλαιγε σὰν μικρὸ παιδί.
Ἡ ἱστορία τοῦ νέου ἔμοιαζε πολὺ μὲ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Ἦταν κι αὐτὸς παιδὶ πλουσίας οἰκογενείας. Ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες. Ἔφαγε τὴν περιουσία, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν πατέρα του, καὶ στὸ τέλος κατήντησε γελωτοποιὸς τοῦ θιάσου. Καὶ τώρα, ποὺ διάβαζε τὴν παραβολὴ καὶ οἱ φίλοι τοῦ φώναζαν ἀπὸ κάτω γιὰ νὰ τὸν πειράξουν, εἶδε μέσα στὰ λόγια τῆς ἁγίας Γραφῆς τὸν ἑαυτό του. Ἦταν κι αὐτὸς παιδὶ πλουσίου πατέρα, καὶ εἶχε στὸ σπίτι του ὅλα τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ τώρα κατήντησε νὰ ζῇ εἰς βάρος τῶν ἄλλων. Καθὼς τὰ συναισθάνθηκε αὐτά, δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσῃ τὰ δάκρυά του. «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄσωτος», εἶπε. Κατέβηκε κάτω, ἄφησε τὸ θέατρο καὶ ἔγινε ἕνας σπουδαῖος ἱεροκήρυκας μέσα στὴ χώρα του.
Ἰδού λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἡ περικοπὴ ποὺ συνιστῶ νὰ διαβάσετε κατ᾿ ἐπανάληψιν. Διότι ὅτι ἀπὸ ὅλη τὴν ἁγία Γραφὴ ἰδιαιτέρως ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου εἶνε τὸ σωσίβιο τῶν ἁμαρτωλῶν ψυχῶν. Ἔχει τὴ δύναμι νὰ κεντρίζῃ τὴ συνείδησι, νὰ ὁδηγῇ σὲ μετάνοια καὶ νὰ μεταβάλλῃ τὸν ἄνθρωπο.
Ὑπῆρχε κ᾿ ἕνας ἄλλος ἁμαρτωλός, ποὺ εἶχε πέσει στὴν ἀκολασία καὶ τὴ διαφθορά. Τὰ κηρύγματα, ἂν καὶ ἄγγιζαν λίγο τὴν ψυχή του, δὲν εἶχαν τόση ἐπίδρασι ὥστε νὰ τὸν μεταβάλουν. Ἡ ἁγία του μητέρα ἔκλαιγε συνεχῶς γι᾿ αὐτὸν καὶ ἔχυνε ποταμοὺς δακρύων. Τόσο πολὺ πονοῦσε, ὥστε πῆγε κάποτε στὸν πνευματικό της, στὸν ἐπίσκοπο Μεδιολάνων Ἀμβρόσιο, νὰ ἐξομολογηθῇ.
Τότε, στὴν παλιὰ ἐποχή, ἐξωμολογοῦσαν οἱ ἐπίσκοποι. Τώρα θεωροῦν τὴν ἐξομολόγησι κατώτερο εἶδος ἀσχολίας. Ἂν ἀφαιρέσωμε ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα ἕναν ἐπίσκοπο ὁ ὁποῖος ἐξομολογεῖ ―καὶ τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν ἀναφέρω, διότι εἶνε ταπεινὸς καὶ δὲν θέλει τὴν προβολή―, δὲν ξέρω ἂν ὑπάρχῃ ἄλλος.
Δὲν θέλω νὰ κάνω ἔλεγχο ἐδῶ, ἀλλὰ ξέρω ποιά εἶνε τὰ ἔργα τῶν ἐπισκόπων. Οἱ ὀφθαλμοί των ἠλεκτρίζονται ἐπὶ τῇ θέᾳ τοῦ χρυσίου, δὲν ἠλεκτρίζονται ἐπὶ τῇ θέᾳ τῆς μετανοίας τῶν ψυχῶν. Τὸ ἔργον εἰδικῶς τῆς ἐξομολογήσεως εἶνε κατ’ ἐξοχὴν ἔργον ἐπισκόπου, ἀλλὰ σήμερα πόσοι ἐπίσκοποι ἐξομολογοῦν ψυχάς;
Πῆγε λοιπὸν ἡ μητέρα ἐκείνη στὸν πνευματικό της τὸν ἐπίσκοπο νὰ ἐξομολογηθῇ καὶ τὸν ἐρωτοῦσε μὲ λυγμούς·
―Θὰ σωθῇ τὸ παιδί μου;
Καὶ ὅταν ἐκεῖνος εἶδε τὰ δάκρυά της ἀπήντησε·
―Πήγαινε στὸ καλό, κυρά μου. Παιδί, ποὺ ἡ μάνα του ἔχυσε τόσα δάκρυα, εἶνε ἀδύνατον νὰ μὴ σωθῇ.
Καὶ τὸ παιδὶ ἐκεῖνο, τὸ ἄσωτο, τὸ διεφθαρμένο καὶ τὸ ἀκόλαστο, εἶνε σήμερα ἅγιος. Εἶνε ἐκεῖνος ὁ ἅγιος, τοῦ ὁποίου ἐγὼ ὁ ταλαίπωρος φέρω ἀναξίως τὸ ὄνομα· εἶνε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος.
Πῶς μετενόησε; Πῶς ἐπέστρεψε;
Καὶ τὰ δάκρυα τῆς μητέρας του συνετέλεσαν· καὶ τὰ κηρύγματα τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, τοῦ μεγάλου ῥήτορος τῶν Μεδιολάνων, συνετέλεσαν· καὶ ἡ μελέτη καὶ ἡ συναναστροφὴ μὲ ἄλλα πνευματικὰ πρόσωπα συνετέλεσαν. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἦταν δυναμῖτις καὶ τὸν συνεκλόνισε, ἦταν ἡ ἁγία Γραφή.
Τὸ βλέπεις τὸ βράχο; Δὲν τὸν κλονίζει κανείς. Ἀλλὰ ἅμα τοῦ βάλῃς φουρνέλλο καὶ μπαρούτι, θὰ τὸν τινάξῃς στὸν ἀέρα καὶ θὰ τὸν κάνῃς κομμάτια. Ἕνα εἶδος ἐκρηκτικῆς ὕλης, τεραστίας ἰσχύος, ποὺ μπαίνει μέσα στὰ βράχια τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ὁλόκληρες βραχώδεις ἐκτάσεις στὴν ψυχή του. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγία Γραφή, μπαίνει μέσα στὶς βραχώδεις καρδιὲς καὶ τὶς συντρίβει καὶ τὶς ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία.
Μιὰ μέρα λοιπόν, ἐκεῖ ποὺ καθόταν σκεπτικὸς καὶ στεναχωρημένος ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος καὶ ἀνέβαλλε τὴν ἡμέρα τῆς μετανοίας ―γιατὶ αὐτὴ εἶνε ἡ τέχνη τοῦ διαβόλου, νὰ ἀναβάλλῃ τὴ μετάνοια―, προχώρησε μέσα στὸν κῆπο, κάθησε κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο, καὶ ἄρχισε νὰ λέῃ καὶ νὰ κλαίῃ·
―Ἕως πότε, Κύριε, θὰ παρατείνεται αὐτὸ τὸ μαρτύριο; Γιατί δὲν μπορῶ νὰ σπάσω τὴν ἁλυσίδα τῶν παθῶν μου; (Κάθε ἄνθρωπος σύρει πίσω του μιὰ ἁλυσίδα. Ὅπως οἱ κατάδικοι εἶνε δεμένοι μὲ ἁλυσίδες, ἔτσι καὶ τὸ κάθε πάθος εἶνε μιὰ ἁλυσίδα). Γιατί, Κύριε, δὲν μπορῶ νὰ θραύσω τὴν ἅλυσιν τῶν παθῶν μου; Γιατί ἀναβάλλω; Γιατί δὲν εἶνε σήμερα ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας μου; Ὦ Κύριε, σῶσον με! ἀνέκραξε.
Κ᾿ ἐκείνη τὴ στιγμή, μέσα στὰ δάκρυά του καὶ τοὺς λυγμούς, μέσα στὴν ἀγωνία καὶ τὴν ἀπελπισία του, ἀκούει φωνὴ μυστηριώδη νὰ τοῦ λέγῃ·
―Λάβε καὶ ἀνάγνωσε, πάρε καὶ διάβασε.
Ἀμέσως ὑπήκουσε. Ἔτρεξε καὶ ἄνοιξε τὸ ἱερὸ Βιβλίο. Καὶ τὰ μάτια του πέσανε σ᾿ ἕνα χωρίο τῆς ἁγίας Γραφῆς, ποὺ τὸν συνεκλόνισε ἐκ θεμελίων.
Ἦταν τυχαῖο αὐτὸ τὸ γεγονός; Τίποτε δὲν εἶνε τυχαῖο στὸν κόσμο αὐτόν. Τὰ πάντα εἶνε ἐκ τοῦ Θεοῦ. Κ᾿ ἕνα φύλλο, ποὺ πέφτει ἀπὸ τὸ δέντρο, μέσα στὸ πρόγραμμα τῆς θείας προνοίας εἶνε.
Δὲν ἦτο λοιπὸν τυχαῖο τὸ ὅτι ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος ἄνοιξε τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ μάτι του ἔπεσε σ᾿ ἕνα στίχο ἀπὸ τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Εἶνε στὸ κεφάλαιο 13 (ιγ΄) ὁ στίχος 12· νὰ τὸν βρῆτε καὶ νὰ τὸν διαβάσετε μόνοι σας.
Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη μετεβλήθη. Αὐτὸς ποὺ ἦταν σὰν ἑρπετὸ καὶ ἐκυλίετο μέσα στὴ λάσπη, αὐτὸς ποὺ ἦτο ὅπως ὁ χοῖρος καὶ τσαλαβουτοῦσε μέσα στὴ βρῶμα καὶ στὴν ἀκαθαρσία, μετεβλήθη. Ἔτσι ἔφθασε νὰ γίνῃ ὁ μεγάλος ἀετὸς τοῦ Ἱππῶνος, ὁ μεγαλοπτέρυξ ἀετός, ὁ φιλοσοφικὸς νοῦς, ὁ μεγάλος διδάσκαλος καὶ πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ὁποίου τὰ συγγράμματα θαυμάζονται διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Ἡ τεραστία αὐτὴ ἀλλαγὴ ἔγινε διὰ τῆς ἀναγνώσεως τῆς Γραφῆς. Ἅμα ὑπάρχῃ καλὴ διάθεσι, κ᾿ ἕνας λόγος φτάνει γιὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο. Κ᾿ ἕνα κήρυγμα φτάνει. Ἔχω παραδείγματα πολλά. Μπορεῖ ν᾿ ἀκούσῃς χίλια κηρύγματα, καὶ νὰ μείνῃς ἀμετανόητος· ἀλλὰ ἅμα ὑπάρχῃ καλὴ διάθεσι, τότε καὶ ἕνα κήρυγμα φτάνει γιὰ σὲ φέρῃ σὲ μετάνοια, καὶ ἕνας λόγος τῆς Γραφῆς, ἕνας στίχος της, φτάνει γιὰ νὰ νὰ σὲ σώσῃ.
Μέσα, λοιπόν, ποὺ συντελοῦν στὴ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶνε πρῶτον ἡ μνήμη τοῦ θανάτου. Μέσον εἶνε ὁ προφορικὸς λόγος, τὸ θεῖον κήρυγμα. Μέσον ἀκόμη εἶνε ὁ γραπτὸς λόγος, ἡ ἁγία Γραφή.
Προχωρῶ τώρα, ἀγαπητοί μου. Ὅπως ἕνα παλαιὸ ῥητὸ ἔλεγε, «Πολλοὶ δρόμοι ὁδηγοῦν εἰς τὴν Ῥώμην», ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς λέμε· Καὶ στὴ μετάνοια ὁδηγοῦν πολλὰ μονοπάτια.
Ἕνα νέο λοιπὸν μονοπάτι, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ πάνω στὸ ὑψηλὸ ὄρος τῆς μετανοίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἀγναντεύσουμε τὴν ἱερὰ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τὴν ῥέουσαν μέλι καὶ γάλα, εἶνε

 

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.