Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο σταυρος του Κυριου (Λυτρωτικη δυναμις και υποχρεωσεις)

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2364γ΄

Γ΄ Κυρ. Νηστειῶν – Σταυροπροσκυνήσεως
4 Ἀπριλίου 2021

Ο σταυρος του Κυριου

Γ΄. Λυτρωτικη δυναμις και υποχρεωσεις

ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ.Ἀφοῦ γνωρίσαμε, ἀγαπητοί μου, τὴ σημασία τοῦ τιμίου σταυροῦ γιὰ τὴν σωτηρία μας κα­θὼς καὶ μερικὲς θαυμαστὲς προτυπώσεις του ἀπὸ τὴν παλαιὰ δι­αθήκη, θὰ τελειώσω τώρα ὑ­πογραμ­μίζον­τας ὅτι, ὅσοι στὸ βάπτισμά μας δεχθήκαμε στὸ μέτωπο τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, νὰ γευώμεθα τὴ λυτρωτικὴ δύναμί του καὶ βέβαια νὰ εἴμαστε συνεπεῖς στὶς ὑποχρεώσεις μας πρὸς τὸν ἐσταυρω­μένο Κύριό μας.

Κάποιος ἀσκητής, ποὺ τὸ κορμί του εἶχε λειώσει, κουρασμένος ἀπ᾽ τὸν ἀγῶνα παρακάλεσε· –Θεέ μου, δὲν ἀντέχω ἄλλο, ἐλάφρυ­νε τὸ σταυρό μου. Τὴ νύχτα εἶδε ὅραμα· χέρι Θεοῦ τὸν μετέφερε σὲ μιὰ πεδιάδα, ὅ­που ὑ­πῆρχαν ὅλοι οἱ σταυροί, μικροὶ – μεγάλοι, καὶ ὁ ἄγ­γελός του εἶπε· –Διάλεξε ποιόν μπορεῖς νὰ σηκώσῃς. Δοκιμάζει ἕναν, τοῦ φάνηκε βαρύς· ἦταν ὁ σταυρὸς τοῦ ἁ­γίου Ἀν­τωνίου. Δο­κιμάζει ἄλλον, τοῦ φάνηκε βαρύτερος· ἦταν τοῦ με­γάλου Ἀθανασίου. Πάει πιὸ ᾽κεῖ σὲ ἄλ­λον, μὰ ἦ­ταν ἀκόμα πιὸ βαρύς· ἦταν τοῦ ἱεροῦ Χρυσο­στόμου. Φτάνει τέλος σ᾽ ἕνα σταυ­ρὸ καὶ δοκι­μάζει, μὰ αὐτὸν δὲν μποροῦσε ὄχι νὰ τὸν σηκώσῃ, οὔτε κἂν νὰ τὸν κουνήσῃ. Βο­ήθεια! φωνάζει. Τρέχουν ἀ­σκητές, ἱεράρχες, προφῆ­τες, ἄγγελοι. Κανείς δὲν μποροῦσε νὰ κουνή­σῃ αὐ­τὸ τὸ σταυρό. –Τίνος εἶνε; ρωτάει. Κι ὁ ἄγ­γελος τοῦ λέει· –Πέσε προσ­κύνησε, εἶ­νε ὁ σταυ­ρὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. –Καὶ γιατί εἶ­νε τόσο βαρύς; –Γιατὶ ἐπάνω του εἶ­νε οἱ ἁ­­μαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου· ὁ Χριστὸς εἶ­νε «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29).
Στὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἔχουμε προσ­θέσει κ᾽ ἐ­μεῖς τὸ δικό μας βάρος· κ᾽ ἐγώ, κ᾽ ἐσεῖς, ὅ­λοι μας. Φορτώθηκε εὐθῦνες δικές μας, ἁ­μαρ­τί­ες αἰ­ώνων, καὶ χαρίζει σὲ ὅλους τὴ λύτρωσι.

Μὴ νομίσουμε ὅμως ὅτι ὁ σταυρὸς ἐνεργεῖ κατὰ τρόπο μαγικό· ὄχι. Χρειάζεται, ὅπως εἴ­πα­με, καὶ ἀπὸ μέρους μας ἡ πίστι.

 Ὄχι ἁπλῶς νὰ τὸν κρατᾷς στὰ χέρια σου, ἀλλὰ νὰ ἔχῃς τὴν πίστι στὸν Ἐσταυρωμένο. Ὁ σταυρὸς δημι­ουργεῖ ἱερὲς ὑποχρεώσεις. Καὶ συγκεκριμένα·
Σταυρὸς καὶ ψέμα δὲν συμβιβάζονται
σταυρὸς καὶ κλοπὴ δὲν συμβιβάζονται
σταυρὸς καὶ μοιχεία δὲν συμβιβάζονται
σταυρὸς καὶ πορνεία δὲν συμβιβάζονται
σταυρὸς καὶ διαζύγιο δὲν συμβιβάζονται
σταυρὸς καὶ ψευδορκία δὲν συμβιβάζονται
σταυρὸς καὶ ἀδικία δὲν συμβιβάζονται
σταυρὸς καὶ φόνος δὲν συμβιβάζονται
σταυρὸς καὶ βλασφημία δὲν συμβιβάζονται.
Λοιπόν, ἀγαπᾶτε τὸν Ἐσταυρωμένο; θέλετε νὰ κρατᾶτε ἀξίως τὸ σταυρό; Τότε σᾶς συμ­βουλεύω, ἂν ἔχετε «ἀργύριον δεδοκιμασμένον» (Ψαλμ. 11,7. Παρ. 8,10), ἐπισκεφθῆτε τὸ ἐργαστήριο ποὺ λέγεται αὐταπάρνησις –μιλάω παραβολικά– καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ ἀγοράστε μερικὰ καρφιά, ὅ­πως ἐκεῖνα ποὺ κάρφωσαν τὸν Κύριο στὸ σταυ­ρό. Κατόπιν πάρτε τὸ σφυρὶ καὶ χωρὶς νὰ λυπη­θῆτε τὸν ἑ­αυτό σας καρφῶστε ἐπάνω στὸ σταυ­­ρὸ τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη σας. Καὶ τότε, μὲ σταυρωμένο «τὸν παλαιὸν ἄνθρω­πόν» σας (῾Ρωμ. 6,6. Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,9), ἐπαναλάβετε μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο· «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20).
Τὰ λόγια αὐτὰ σὲ μερικοὺς φαίνονται ὡς «μωρία», ἀλλὰ ἔτσι δὲν ἦταν πάντα τὸ κήρυ­γμα τοῦ σταυροῦ; γιὰ τοὺς ἀπίστους «μωρία ἐστί» (βλ. Α΄ Κορ. 1,18-25), ὄχι ὅμως γιὰ ὅσους πιστεύουν· γιὰ τοὺς πιστοὺς ὁ σταυρὸς εἶνε «δύναμις» «παν­τὶ τῷ πιστεύον­τι» (῾Ρωμ. 10,4). Τί δύναμις; Αὐτὸ δεί­χνει μία διήγησις τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ἑνὸς ἁγίου ποὺ ἀγάπησε ἰδιαιτέρως τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἔλεγε λοιπὸν ὁ ἅγιος·
«Ἦτον ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰουλιανὸς ἀναγνώστης, ὅστις ἐσπούδασε γράμματα μὲ τὸν Μέγαν Βασίλειον, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νὰ γίνῃ βασιλεύς. Πηγαίνει λοιπὸν καὶ εὑ­ρίσκει ἕνα μάγον Ἑβραῖον καὶ τοῦ λέγει· Εἶ­σαι καλὸς νὰ μὲ κάμῃς βασιλέα καὶ νὰ σὲ κά­μω βεζίρη; Τοῦ λέγει ὁ μάγος· Ἀρνήσου τὸν Χριστόν, καὶ ἐγὼ νὰ σὲ κάμω. Λέγει του ὁ Ἰουλιανός· Τὸν ἀρνοῦμαι. Τότε κάμνει ἕνα γράμμα ὁ μάγος καὶ τοῦ λέγει· Πάρε τοῦτο τὸ χαρτὶ καὶ πήγαινε εἰς ἕνα μνῆμα ἑλληνικὸ καὶ ῥίψε το ὑψηλὰ καὶ θὰ ἔλθουν δαίμονες· καὶ ὅ,τι σοῦ κάμνουν μὴ φοβηθῇς καὶ νὰ μὴ κά­μῃς τὸν σταυρόν σου, διότι θὰ φύγουν. Ἐπῆ­γεν ὁ Ἰου­λι­­ανὸς εἰς τὸ μνῆμα καὶ ῥίχνοντας τὸ χαρτὶ ἦλ­θαν οἱ δαίμονες. Αὐτὸς φοβηθεὶς καὶ κάμνον­τας τὸν σταυρόν του ἔφυγον οἱ δαί­­μονες. Πηγαί­νει εὐθὺς εἰς τὸν μάγον καὶ τοῦ λέγει τὰ γε­νόμενα. Τότε τοῦ λέγει ὁ μάγος· Πήγαινε νὰ σφά­­ξῃς ἕνα παιδὶ καὶ νὰ μοῦ φέρῃς τὴν καρδιά του. Ἐπῆγε καὶ ἔσφαξε τὸ παιδὶ καὶ τοῦ ἔφερε τὴν καρδιά. Τότε κράζει πάλιν τοὺς δαίμονας ὁ μά­γος. Αὐτὸς πάλιν ἀπὸ τὸν φόβον του ἔκαμε τὸν σταυρόν· ἀλλ᾽ οἱ δαίμονες δὲν ἐφοβήθησαν, δι­ότι ἦτο μολυσμένος ἀπὸ τὸν φόνον. Ἔτσι ἔ­κα­με τὸ θέλημά του καὶ ἐβασίλευσε δύο χρόνους καὶ ἐ­πῆγεν εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεται πάντοτε. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ εἴμεθα καθαροὶ ἀπὸ ἁ­­μαρτίας, καὶ τότε φεύγει ὁ διάβολος» (ἡμέτ. βιβλ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 201331, σ. 152).
Καὶ σᾶς ἐρωτῶ· γιατί τὴν πρώτη φορὰ μὲ τὸ σταυρὸ τὰ δαιμόνια ἔφυγαν, ἐνῷ τὴ δεύτερη φορὰ δὲν ἔφυγαν; Διότι τὴν πρώτη φορὰ τὰ χέρια του ἦταν καθαρὰ ἀπὸ ἁμαρτία, ἐνῷ τὴ δεύτερη φορὰ ἦταν βουτηγμένα στὸ αἷμα. Γενεὰ ἁμαρτωλὴ καὶ μοιχαλίδα, μὴν περιμένεις βοήθεια ὅσο κι ἂν σταυροκοπιέσαι. Ἡ δύ­ναμις τοῦ σταυροῦ θαυματουργεῖ – πότε; Δεῖξτε μου τὴ γλῶσσα σας! –ἔτσι δὲν σοῦ λέει ὁ γιατρός;–, δεῖξτε μου τὰ χέρια σας, δεῖξτε μου τὴν καρδιά σας… Ἂν εἶνε καθαρά, τότε βάδιζε ἀ­τρόμητος μεσάνυχτα στὶς ἐρημιὲς καὶ μέσ᾽ στὰ θεριά· μὲ τὴν εὐχὴ τῆς μάνας καὶ τῶν ἁγίων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας θὰ βγαίνῃς νικητής.
Ἡ δύναμις τοῦ σταυροῦ εἶνε μεγάλη. Αὐτὴ τὴ δύ­ναμι κηρύττουν οἱ δώδεκα ἀπόστολοι. Μὲ τὸ σταυρὸ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας γκρέμισε τὰ εἴ­δωλα στὴν Πάτρα, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἔδιωχνε φάλαγγες δαιμόνων, μὲ τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα» θριάμβευσε ὁ μέγας Κωνσταντῖ­νος.
Τὴ δύναμι τοῦ σταυροῦ γνώρισε καλὰ καὶ ὄ­χι μία φορὰ ἡ πα­τρίδα μας. Ἥρωες τοῦ ᾽21! σηκωθῆτε κ᾽ ἐλᾶτε νὰ μᾶς πῆτε, ποιό ἦταν τὸ ὅ­πλο σας; πῶς κατωρθώσα­τε, φτωχοὶ ἐσεῖς, νὰ γονατίσετε τὴν αὐτοκρατορία τοῦ σουλτάνου, ποὺ μπροστά του ἔ­τρεμαν πρεσβευταὶ Εὐ­ρώπης καὶ ῾Ρωσίας; Καὶ ἔρχονται ὁ Διᾶκος, ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Ὑψηλάντης, ὅλοι, καὶ λένε· Τὸ ὅπλο μας ἦ­ταν ὁ σταυρός! Ὁ Μακρυγιάννης, ὅταν ἕνας φιλοξενούμενος ἐκφράστηκε ἀσε­βῶς γιὰ τὸ σταυρό, τὸν ἔδιωξε ἀπ᾽ τὸ σπίτι του. Ὁ Κανάρης, ὅταν τὸν ρώτησε ἕνας Ἄγγλος περιηγητής, –Πῶς κατώρθωσες νὰ κάψῃς τὴν τουρκικὴ ναυαρχίδα; ἀπήντησε· –Ἔκανα τὸ σταυρό μου καὶ εἶπα· Κωσταντῆ, ἀπόψε θὰ πε­θάνῃς! Τὸ ἔθνος μας εἶνε ἔθνος σταυροφόρο· τὰ ἄλλα ἔθνη ἔχουν ἄλλα σύμβολα, ἐμεῖς ἔ­χουμε παντοῦ τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου.

* * *

Εἶπα, ἀγαπητοί μου, στὴν ἀρχή, ὅτι κάτι βρά­­χια εὐλογημένα κοντὰ στὰ σύνορα ζυγίζουν παραπάνω ἀπὸ τὶς μεγαλουπόλεις. Βρέθηκα κάποτε ἐκεῖ στὰ σύνορα, σὲ ἀκριτι­κὸ φυλάκιο, κι ἀπέναντι ἦταν τὸ φυλάκιο τοῦ ἄλλου κράτους. Οἱ στρατιῶτες, ὅταν εἶδαν πα­πᾶ, μαζεύτηκαν ὅλοι γύρω· τὸ ῥάσο εἶνε σὰν τὴν κλῶσ­σα. Ἦταν καμμιὰ ἑκατοστὴ παιδιά, μπουκέτο ἀπ᾽ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Στὸ φυ­λάκιο, μὲ ἄ­σπρα πετραδάκια ποὺ εἶχαν μαζέψει ἀπ᾽ τὸ ποτάμι, σχημάτισαν τὶς λέξεις «Ἐδῶ Ἑλλάς!». Καὶ πάνω στὸ φυλάκιο –δὲν θὰ τὸ ξε­χάσω– εἶχαν μὲ ἀσβέστη ἕνα σταυρὸ κι ἀπὸ κά­τω «Ἐν τούτῳ νίκα», «Παναγιά, βοήθα μας». Μὲ συγ­­κίνησαν. Πῆγα νὰ διδάξω, καὶ διδάχτη­κα. Παι­διά, λέω, δὲν σᾶς κη­ρύττω, φεύγω. Πρὶν φύγω ῥίχνω μιὰ ματιὰ στὸ ἀπέναντι φυλάκιο· ὁ σκο­πὸς μᾶς ἔβλεπε μὲ τὰ κιάλια· τὸν εἴδαμε κ᾽ ἐμεῖς ὅτι μᾶς κορόιδευε. Ἐμεῖς εἴχαμε σταυρό – αὐ­τοὶ ἕνα κόκ­κινο ἀστέρι. Παιδιά, εἶπα, νά ἡ διαφορά μας· ἐδῶ σταυρός, ἐκεῖ κόκκινο ἀστέρι (βλ. περ. «Τρεῖς Ἱεράρχαι» φ. 1010/1947 & ἡμ. βιβλία Ἐκ τοῦ άνεσπέρου Φωτός, σ. 15-17, καὶ Ἡ Μακεδονία μας σ. 55). Ὡς πρὸς τὰ οἰκονομικά –τὸ κηρύττω ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος–, νὰ γίνουμε οἱ Ἕλληνες ἀριστερώτεροι τῶν ἀριστερῶν· ἀλλὰ ὡς πρὸς τὰ ἰδανικὰ καὶ τὴν πίστι μας, ποτέ δὲν θὰ πατήσουμε τὸ σταυρὸ γιὰ νὰ ὑψώσουμε ἄλλα σύμβολα.
Κάποτε μαζεύτηκαν ὅλα τὰ θηρία, τὸ λιον­τάρι, ἡ τίγρις, ἡ ἀρκούδα, ὁ λύκος, ὁ ἱπποπόταμος…, ὅλα τὰ θηρία (ποὺ τὸ καθένα συμβολίζει καὶ κάποιο ἀπὸ τὰ ἰσχυρὰ κράτη τῆς γῆς), καὶ ἄρχισαν ἕνα μεγάλο καυγᾶ, μία σύγ­­κρουσι σὰν αὐτὲς ποὺ λέει ἡ Ἀποκάλυψις. Οἱ λαοὶ περίμεναν νὰ δοῦν ποιός θὰ νικήσῃ. Μετὰ «ἐγένετο σιγὴ ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς ἡμιώριον» (Ἀπ. 8,1). Καὶ ξαφνικὰ σαλπίζει σάλπιγγα, κηρύττει τὴν λῆξιν τῆς συγκρούσεως καὶ ἀνακηρύττει τὸ νικητή. Ὤ ἁγία στιγμή – ποιός νίκησε; ἡ ἀρκούδα; τὸ λιοντάρι; ποιός; Νίκησε «τὸ ἀρ­νίον τὸ ἐσφαγμένον» (ἔ.ἀ. 5,6,12· 13,8· βλ. & 5,9), ὁ σταυ­ρὸς τοῦ Κυρίου· ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

  • Ἀδελφοί, δυὸ λέξεις. Εἶμαι ἀπόψε συγκινημένος. Πήγαμε στὸ ῥαδιόφωνο νὰ σᾶς εἰδοποιήσῃ (=ἀνακοινώσῃ), νὰ πῇ τὸ κήρυγμα· τὸ ῥαδιόφωνο δὲν θέλησε. Πήγαμε σ᾽ ἐφημερίδες· ὄχι. Εἴμεθα ἀνεπιθύμητοι καὶ ἀπὸ τὸ ῥαδιόφωνο καὶ ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες, ἀλλὰ ἐσεῖς γινήκατε καὶ ῥαδιόφωνα ἀπόψε καὶ τύπος, καὶ ὁ εὐρύχωρος αὐτὸς ναός, ὁ μεγάλος αὐτὸς ναὸς τῆς πόλεως (τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου Ὁμονοίας) ἐγέμισε. Ἐγέμισε ὁ ναός, γιὰ ν᾽ ἀποδείξουν, ὅτι μέσ᾽ στὴν Ἀθήνα ὑπάρχουν ψυχὲς ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό…

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Γ΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης ἑσπερινῆς ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου Ὁμονοίας Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 20-3-1960.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.