Αυγουστίνος Καντιώτης



«Ου δυνασθε Θεω δουλευειν & μαμωνα» (Ματθ. 6,24). Οποιος πιστευει στο Χριστο & τον ακολουθει ειναι πλουσιος. Φτωχος & δυστυχης ειναι οποιος δεν τον γνωρισε & δεν τον αγαπησε. Οποιος αγαπα το χρημα, δεν ειναι Χριστιανος· διοτι ἢ φιλοχρυσος θα ᾽σαι ἢ φιλοχριστος· μεση καταστασι δεν υπαρχει. Oποιος λατρευ­ει το χρημα, το κανει θεο & το προσ­κυνα, αὐτος κανει ολα τα θεληματα που διαταζει ο μαμωνας.

date Ιούλ 10th, 2021 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2392

Κυριακὴ Γ΄ Ματθαίου (Ματθ. 6,22-33)
11 Ἰουλίου 2021

Αναμεσα σε δυο αντιθετα αφεντικα

«Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. 6,24)

δαμοκλια σπαθιΔὲν θὰ σᾶς ἑρμηνεύσω, ἀγαπητοί μου, στίχο – στίχο τὸν ἱερὸ εὐαγγέλιο. Θὰ ἐπιστή­σω τὴν προσοχή σας μόνο σὲ ἕνα σοβαρὸ θέμα, ἕνα μεγάλο ἁμάρτημα ποὺ εἶνε ἡ ῥίζα ὅ­λων τῶν κακῶν (βλ. Α΄ Τιμ. 6,10). Ἂν αὐτὸ ξερριζωνόταν ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἡ εἰρήνη θὰ ἐπικρατοῦσε στὸν κόσμο. Τὸ κακὸ αὐτό, τὸ ὁποῖο ἀναφέρει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, εἶ­νε ὁ «μαμωνᾶς» (Ματθ. 6,24). Τί εἶνε «μαμωνᾶς»; Ὁ θεὸς τοῦ χρήματος, τὸ συμφέρον, ἡ ἰδι­οτέλεια, ἡ φι­λαργυρία, ἡ χρηματολατρία. Ὅποιος λατρεύ­ει τὸ χρῆμα, τὸ κάνει θεὸ καὶ τὸ προσ­κυνᾷ, αὐτὸς κάνει ὅλα τὰ θελήματα ποὺ διατάζει ὁ μαμωνᾶς. Καὶ τὰ θελήματα τοῦ μαμωνᾶ εἶνε ἀντίθετα ἀπὸ τὰ θελήματα τοῦ Χριστοῦ.

* * *

Ἂς ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα, γιὰ νὰ δῆτε, ὅτι μαμωνᾶς καὶ Χριστὸς εἶνε ἀντίθετοι.
Ὁ Χριστὸς λέει, ὁ ἄνθρωπος νὰ τρώῃ «τὸν ἄρτον» του «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου» του, ὅτι πρέπει νὰ ἐργάζεται (Γέν. 3,19). Ὁ μαμωνᾶς τί λέει· Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ ἐργαστῇς, νὰ σκά­ψῃς τὴ γῆ, νὰ ζυμώσῃς τὸ χῶμα μὲ τὸν ἱδρῶ­τα σου, δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾷς στὸ ἐργοστά­σιο καὶ νὰ κοπιάσῃς· «ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς». Ἐργασία συνιστᾷ ὁ Χριστός, κλοπὴ καὶ ἁρπαγὴ συνιστᾷ ὁ μαμωνᾶς.
Ὁ Χριστὸς λέει· «ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ» (Ἔξ. 20,9)· ὅτι Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο ἐργασία· ἀλλὰ ὅταν χτυπήσῃ ἡ καμπάνα τῆς Κυριακῆς, τότε στόπ! ὅλες οἱ ἐργασίες νὰ σταματοῦν, καὶ φτερὰ στὰ πόδια γιὰ τὴν ἐκκλησία. Ὁ μαμωνᾶς ὅ­­μως διατάζει, ἀκόμα καὶ τὴν Κυριακὴ νὰ δουλεύῃ ὁ ἄν­θρωπος, ν᾽ ἀνοίγῃ τὸ μαγαζί του, νὰ κάνῃ δουλειές, γιὰ νὰ κερδίζῃ χρήματα.
Ὁ Χριστὸς ἀπαγορεύει τὸ ψέμα· ὁ λόγος μας, λέει, πρέπει νὰ εἶνε «ναὶ ναί, οὒ οὔ» (Ματθ. 5,37). Ὁ μαμωνᾶς λέει, ὅτι τὰ λεφτὰ δὲν βγαίνουν μὲ τὴν ἀλήθεια, βγαίνουν μὲ τὸ ψέμα. Γι᾽ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι τὸ ψέμα εἶνε σήμερα τὸ νόμισμα ποὺ ἔχει τὴ μεγαλύτερη κυκλοφο­­ρία· μὲ τὸ ψέμα κινεῖται ἡ ἀγορά. Μέσα σὲ χίλιους ἐμπόρους ζήτημα ἂν θὰ βρῇς ἕναν νὰ σοῦ λέῃ ἀλήθεια. Τὸ ψέμα κυριαρχεῖ στὸ χρηματιστήριο, στὴν ἀγορά, στὸ ἐμπόριο, παντοῦ.
Ὁ Χριστὸς μᾶς λέει, ὅτι ὁ γάμος εἶνε ἱερὸ μυστήριο κι ὅτι ὅποιος θέλει νὰ κάνῃ οἰ­κο­γέ­νεια δὲν πρέπει νὰ κοιτάξῃ ὑλικὰ συμφέ­ρον­τα, ἀλλὰ νὰ ζητήσῃ πλοῦτο ψυχῆς καὶ τὴν εὐ­λογία τοῦ Θεοῦ. Ὁ μαμωνᾶς αὐτὰ τὰ περιπαί­ζει. Μυστήριο!;…., σοῦ λέει, κοίτα τὸ συμφέρον σου. Ἔτσι ὅσες ἔχουν πλούτη καὶ πε­ρι­ουσί­ες παντρεύονται πιὸ εὔκολα· οἱ νέοι δὲν κοι­τάζουν καλωσύνη, ἀρετή, εὐ­πρέ­πεια στὴ γυ­ναῖκα, ἀλλὰ κυνηγοῦν τὸ κέρδος, κάνουν γάμο ὄχι χριστιανικὸ ἀλλὰ ἐμπορικό, γάμο μα­μωνᾶ. Ἡ προικοθηρία εἶνε παιδὶ τοῦ δι­αβόλου. Ὁ μα­μωνᾶς διαλύει τὸ γάμο. Δὲν εἶνε πιὰ ὁ γάμος ἐκεῖνος ποὺ εὐλόγησε ὁ Χριστὸς στὴν Κανᾶ (βλ. Ἰω. 2,1-11), ἐκεῖνος ποὺ συνιστᾷ ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος (βλ. Ἐφ. 5,22-33), δὲν εἶνε ὁ γάμος τῶν πατέρων καὶ τῶν πρόγονων μας· ἔγινε πλέον ἐμ­πόριο, μία ἐπαίσχυντη συναλλαγή.
Ὁ Χριστὸς λέει· «Γρηγορεῖτε καὶ προσ­εύ­χεσθε» (Ματθ. 26,41· βλ. & 24,42. Μᾶρκ. 13,35)· τὴ νύχτα, ὅταν ὅλα σιωποῦν, ἐσὺ σήκω ἀπ᾽ τὸ κρεβάτι, θυμή­σου πὼς εἶσαι θνητός· νὰ σὲ βροῦν τὰ μεσάνυ­χτα στὰ γόνατα νὰ προσεύχεσαι. Ὁ μαμω­νᾶς τί λέει· Καὶ τὴ νύχτα ἀκόμα νὰ μετρᾷς τὰ χρήμα­τα. Πλησιάζει ὁ θάνατος, φωνάζουν παπᾶ νὰ ἐξ­ομολογήσῃ ἑτοιμοθάνατο, κι αὐτός, ἐνῷ ὁ πα­πᾶς βάζει πετραχήλι, ὁ φιλάργυρος δὲν σκέ­πτε­ται ὅτι σὲ λίγο φεύγει ἀπὸ ᾽δῶ, ὁ νοῦς του εἶ­νε στὸ χρῆμα καὶ τὰ χέρια του χαϊδεύουν λίρες.
Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ κι ἄλλα παραδείγματα ποὺ δείχνουν ὅτι, ὅπως φωτιὰ καὶ νερὸ δὲν συμ­βιβάζονται, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ μαμω­νᾶ. Ὅπου εἶνε ὁ μαμωνᾶς εἶνε ἀπὼν ὁ Χριστός, κι ὅπου εἶνε ὁ Χριστὸς εἶνε ἀπὼν ὁ μαμωνᾶς. Εἶνε δυὸ ἀφεντικὰ ὅλως διόλου ἀν­τίθετα· σὲ ὅ,τι ὁ Χριστὸς λέει ναί, ὁ μαμωνᾶς λέει ὄχι· καὶ σὲ ὅ,τι ὁ Χριστὸς λέει ὄχι, ὁ μαμω­νᾶς λέει ναί. Ὁ μαμωνᾶς πολεμάει τὴν ἀργία τῆς Κυρια­κῆς, αὐτὸς ἀνέτρεψε τὴν οἰκογένεια, κατέστρεψε τὴ φιλία, προδίδει τὴν πατρίδα, ἀ­φοῦ καὶ αὐτὸν ἀκόμα τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐπρόδωσε μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα.

* * *

Τὸ συμπέρασμα, ἀδελφοί μου, εἶνε ἕνα· τὸ λέει ὁ Κύριός μας λίγους στίχους πρὶν ἀπὸ τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή·
⃝ «Μὴ θησαυ­ρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. 6,19)· μὴν ἔχετε τὸ νοῦ σας διαρκῶς στὴν ὕλη, στὰ χρήμα­τα. Γιατί; Διότι τὸ χρῆμα·
Πρῶτον, εἶνε σὰν τὸ ταξιδιάρικο πουλὶ ποὺ πετάει ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδὶ καὶ ἀ­πὸ χώρα σὲ χώρα· δὲν μένει κάπου μονίμως. Εἶνε ἄπιαστο καὶ ἄπιστο. Φεύγει ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, ἀπὸ κοινωνία σὲ κοινωνία, ἀπὸ πόλι σὲ πόλι, ἀπὸ ἔ­θνος σὲ ἔθνος. Σπίτια σήμερα πλού­σια αὔ­ριο γίνονται φτωχά, καὶ τὸ ἀντίθετο. Μὴν ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὸ χρῆμα τὸ ἄστατο.
Δεύτερον τὸ χρῆμα, ὅσο καὶ ἂν λάμπῃ καὶ ὑπόσχεται χαρά, δὲν φέρνει εὐτυχία. Ὅ­ποιος νομίζει, ὅτι μὲ τὰ χρήματα θὰ βρῇ τὴν εὐτυχία, μοιάζει μ᾽ ἐκεῖνον ποὺ διψάει κι ἀντὶ νὰ πιῇ νε­ρὸ ἀπὸ τὴν πηγή, πάει καὶ πίνει ἀπὸ τὴ θάλασσα κι ἀντὶ νὰ ξεδιψάσῃ διψάει περισ­σότερο. Τὰ χρήματα δὲν ἀναπαύουν τὸν ἄν­θρωπο· δημιουργοῦν φροντίδες καὶ ἀγωνία.
Τρίτον, τὸ χρῆμα ὑποδουλώνει. Ὁ φιλάργυρος δὲν ἔχει πλέον ἐλευθερία. Μέρα – νύχτα, ὅ,τι κι ἂν κάνῃ, εἶνε δέσμιος· μοιάζει σὰν τὸ γαϊδουράκι ποὺ τὸ δένουν στὸ μαγγανοπή­γαδο καὶ γυρίζει διαρκῶς ἐκεῖ. Ἔτσι κι αὐ­τός, χάνει τὴν προσωπικότητά του καὶ γίνεται δοῦλος τοῦ χρήματος, δοῦλος τοῦ μαμωνᾶ.
⃝ Ὁ Κύριος ὅμως, ἐνῷ πρῶτα εἶπε «Μὴ θησαυ­ρίζετε…» (Ματθ. 6,19), ἔπειτα μᾶς λέει «Θησαυ­ρ­ί­ζε­τε…» (ἔ.ἀ. 6,20)! Περίεργο· ἀπ᾽ τὸ ἕνα μέρος «Μὴ θησαυρίζετε…» κι ἀπὸ τὸ ἄλλο «Θησαυρίζετε…»; Τί νὰ θησαυρίζουμε; Νὰ θησαυρίζουμε, λέει, «θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ». Ποιοί εἶ­­νε αὐτοὶ οἱ «θησαυροὶ ἐν οὐρανῷ»;
• Ἐάν, ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ χρῆμα ποὺ βγάζεις μὲ ἱ­δρῶ­τα, δώσῃς ἕνα μέρος γιὰ νὰ ἐλεή­σῃς ἕνα φτωχό, νὰ βοηθήσῃς τὸν πλησίον σου, αὐτὸ τὸ χρῆμα τὸ τοκίζεις, τὸ καταθέτεις σὲ τράπεζα· ὄχι στὴν ἄλφα ἢ βῆτα ἐπίγεια τράπεζα ἢ στὸ κρατικὸ ταμιευτήριο, ἀλλὰ στὴν πιὸ ἀσφαλῆ τράπεζα, στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, στὴν τρά­πεζα τῆς ἐλεημοσύνης· διότι «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν» (Παρ. 19,17). Καμμία κατάθεσι δὲν εἶ­νε τόσο ἀσφαλισμένη, εἴτε γίνῃ σὲ δολλάρια ἢ ἄλλα ἐθνικὰ νομίσματα εἴτε σὲ ὁμόλογα ἢ ὑποθῆκες. Αὔριο γίνεται ἕνας σεισμὸς ἢ μιὰ χρεωκοπία ἢ μιὰ ἐθνικὴ συμφορὰ καὶ τὸ χρῆ­μα χάνει τὴν ἀξία του (εἴδαμε οἱ μεγαλύτεροι τὰ χιλιάρικα νὰ καταντοῦν εὐτελέστερα ἀπὸ τὰ πλατανόφυλλα). Τίποτε δὲν μένει σταθε­ρό· ἐνῷ ἐκεῖνο ποὺ δίνει κανεὶς ἐλεημοσύνη εἶνε πλέον τσέκ, τὸ ὁποῖο θὰ ἐξαργυρώσῃ ὁ Θεὸς στοὺς οὐρανούς. Ὅ,τι δίνεις σὲ ἀγάπη καὶ ἐλεημοσύνη, μένει αἰωνίως.
• Θησαυρὸς εἶνε ὄχι μόνο ἡ ἐλεημοσύνη ἀλ­λὰ καὶ κάθε ἀρετή· ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐπιείκεια, ἡ παρρησία, ἡ ὁμολογία, ἡ πιστότης, ἡ ἀνδρεία… Ἡ ἁγία Γραφὴ ἐπαινεῖ π.χ. τὴν ἀν­δρεία γυναῖ­κα λέγοντας· «γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει;» (Παρ. 29 [Μασ. 31,10])· χαρὰ σὲ ὅποιον βρῇ γυναῖκα ἀνδρεία. Ἐπαινεῖ ἐπίσης τὸν πιστὸ φίλο λέγοντας· «Φίλος πιστὸς σκέπη κραταιά, ὁ δὲ εὑρὼν αὐτὸν εὗρε θησαυρόν…» (Σ. Σειρ. 6,14κ.ἑ.).
• Θησαυρὸ εἶχαν πάντα οἱ πιστοὶ τὰ λείψα­να τῶν μαρτύρων τῆς πίστε­ως. Ἔγραφαν π.χ. γιὰ τὰ ὀστᾶ τοῦ ἁγίου Πολυκάρ­που· «Ἡμεῖς ἀ­νελόμενοι τὰ τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν καὶ δοκιμώτερα ὑπὲρ χρυσίον ὀστᾶ αὐτοῦ ἀπεθέμεθα ὅπου καὶ ἀκόλουθον ἦν» (Πολυκ. μαρτ. XVIII).
• Θησαυρὸς πρὸ παντὸς εἶ­νε τὰ θεόπνευστα ῥήματα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅλης τῆς Βίβλου· «ἀ­γαθός μοι ὁ νόμος τοῦ στόμα­τός σου ὑπὲρ χιλι­άδας χρυσίου καὶ ἀργυρίου» (Ψαλμ. 118,72). Ὅποιος, ἀδελφοί μου, μελετᾷ τὴ Γραφή, εἶνε πλούσιος.
• Θησαυρὸς εἶνε τέλος καὶ ὅλη ἡ ὀρθόδοξος λατρεία. Ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ ἀρχίζει ἡ ἀκολου­θία μέ­χρι τέλους, ὅ,τι λέει ὁ ψάλτης κι ὁ πα­­πᾶς, τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε χρυσάφι. Ὅποιος ἔχει αὐ­τιὰ κι ἀκούει μὲ προσοχή, γίνεται πλούσιος.

* * *

Ὅποιος, ἀγαπητοί μου, πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ τὸν ἀκολουθεῖ, ὅποιος μαθητεύει στὰ πόδια του, ὅποιος τὸν λατρεύει ὀρθοδόξως, ὅ­ποιος ἀγαπᾷ καὶ ἐλεεῖ τὸν πλησίον, ὅποιος μ᾽ ἕνα λόγο ἔχει στὴν καρδιά του τὸ Χριστό, εἶ­νε πλούσιος. Φτωχὸς καὶ δυστυχὴς εἶνε ὅποιος δὲν τὸν γνώρισε καὶ δὲν τὸν ἀγάπησε. Ὅ­ποιος ἀγαπᾷ τὸ χρῆμα, δὲν εἶνε Χριστιανός· διότι ἢ θ᾽ ἀγαπᾷς τὸν χρυσὸ ἢ θ᾽ ἀγαπᾷς τὸν Χριστό, ἢ φιλόχρυσος θά ᾽σαι ἢ φιλόχριστος· μέση κατάστασι δὲν ὑπάρχει.
Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ βγά­λῃ ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὴν ἕλξι πρὸς τὰ ἐπίγεια, ν᾽ ἀρ­νηθοῦμε τὸ σατανι­κὸ πάθος, νὰ γίνουμε ἐλεή­μονες· νὰ ποθήσουμε τὰ κρείττονα, γιὰ ν᾽ ἀ­ξιωθοῦμε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Μαρίνης Ἡλιουπόλεως – Ἀθηνῶν τὴν 9-7-1967 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 22-6-2021.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.