Αν θελουμε να μας ελεηση ο Θεος, ας ταπεινωθουμε. Η ταπεινωσι σαν μαγνητης ελκυει ολες τις ευλογιες του ουρανου. Να ταπεινωθουμε και να μισησουμε την υπερηφανεια· που απομακρυνει το ελεος του Κυριου


Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2260
Κυρ. Τελώνου & Φαρισαίου (Λκ. 18,10-14)
9 Φεβρουαρίου 2020 πρωὶ
Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης Αυγουστινου
Ν᾽ αγαπησουμε την ταπεινωσι
«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13)
Ὁ σκοπός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖον ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία εἶνε νὰ προσευχηθοῦμε. Ὁ ναός μου – τὸ σπίτι μου, εἶπε ὁ Κύριος, θά ᾽χῃ τὸ ὄνομα σπίτι τῆς προσευχῆς· «ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται» (Ἠσ. 56,7=Ματθ. 21,13). Πρέπει λοιπὸν νὰ πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία ὄχι γιὰ κανένα ἄλλο σκοπὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε· νὰ δοξολογήσουμε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ τὰ τόσα καὶ τόσα ἀγαθὰ ποὺ μᾶς χαρίζει καθημερινῶς, καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς συγχωρήσῃ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἁμαρτίες μας.
Ἀλλοίμονο ὅμως· πόσο λίγοι Χριστιανοὶ τό ᾽χουν καταλάβει αὐτὸ καὶ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία μὲ τέτοιο σκοπό! Πολλοὶ σήμερα –κι ἀπὸ μᾶς ποὺ μᾶς θεωροῦν πιστούς– μοιάζουμε μὲ τὸ φαρισαῖο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου· καὶ λίγοι, πολὺ λίγοι, πηγαίνουμε νὰ λατρεύσουμε τὸ Θεὸ ὅπως πῆγε ὁ τελώνης.
Ἀλλ᾽ ἂς δοῦμε πρῶτα πῶς πῆγε στὸ ναὸ ὁ φαρισαῖος, ἔπειτα πῶς πῆγε ἐκεῖ ὁ τελώνης, γιὰ νὰ καταλάβουμε τέλος κ᾽ ἐμεῖς, μόνοι μας, σὲ ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο πρέπει νὰ μοιάζουμε, σὲ ποιά ἀπὸ τὶς δύο τάξεις νὰ ἀνήκουμε.
* * *
⃝Ὁ φαρισαῖος φτάνει στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Μπαίνει μέσα μ᾽ ἕνα ὕφος ἀγέρωχο, μὲ ἐγωισμὸ μεγάλο. Προχωρεῖ, διασχίζει ὅλο τὸ πλῆθος, πάει καὶ στέκεται μπροστὰ – μπροστὰ ἀπ᾽ ὅλους· κ᾽ ἐκεῖ, σὲ μιὰ θέσι περίοπτη, ὥστε νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν ἀκοῦνε ὅλοι, θ᾽ ἀρχίσῃ τὴν προσευχή του.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε προσευχὴ αὐτή· εἶνε ἕνα λιβάνισμα τοῦ ἐγωισμοῦ του. Ἀντὶ νὰ δοξολογήσῃ τὸ Θεὸ γιὰ τὰ μεγαλεῖα του, αὐτὸς ἐκθειάζει τὸν ἑαυτό του. Ἀντὶ νὰ συναισθανθῇ τὴν ἁμαρτωλότητά του, νὰ θυμηθῇ καὶ νὰ μετρήσῃ τὰ ἁμαρτήματά του, αὐτὸς καυχᾶται καὶ προβάλλει κατορθώματά του. «Νηστεύω», λέει, «δὶς τοῦ σαββάτου», δύο μέρες τὴν ἑβδομάδα, μοιράζω στοὺς φτωχοὺς τὸ ἕνα δέκατο (1/10) τῶν εἰσοδημάτων μου (Λουκ. 18,12).
Τὸ χειρότερο ποιό εἶνε· προτοῦ νὰ πῇ αὐτὰ καὶ νὰ ἐξυψώσῃ τόσο πολὺ τὸν ἑαυτό του, προηγουμένως (στ. 11) ταπείνωσε κ᾽ ἐξευτέλισε τοὺς συνανθρώπους του. Ὑποτίθεται ὅτι τὴν ὥρα αὐτὴ ἀπευθύνεται στὸ Θεό· ἀντὶ λοιπὸν μπροστὰ στὸν Κύριο νὰ δείχνῃ λίγῃ συστολὴ γιὰ τὰ κρίματά του καὶ νὰ κατηγορῇ γι᾽ αὐτὰ τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ κατηγορεῖ τοὺς ἄλλους. Κατ᾽ αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι γύρω του εἶνε πολὺ κατώτεροί του· εἶνε ὅλοι «ἅρπαγες», ὅλοι «ἄδικοι», ὅλοι «μοιχοί»· ὅλοι μιὰ ἀκαθαρσία – ἕνας βοῦρκος, καὶ μόνο ἡ ἀφεντιά του εἶνε καθαρὸς καὶ ἅγιος. Read more »