O ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΙΚΗΘΗΚΕ! «…Ως δὲ ηγγισε τη πυλη της πολεως, και ιδου εξεκομιζετο τεθνηκως…» (Λουκ. 7,12)



Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
O ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΙΚΗΘΗΚΕ!
«…Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκώς…» (Λουκ. 7,12)
ΥΠΑΡΧΕΙ, ἀγαπητοί μου, μία λέξις, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἅμα τὴν ἀκούσῃ λυπᾶται καὶ μελαγχολεῖ· εἶνε ἡ λέξι θάνατος. Ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας ―καὶ ἤμουν πολὺ εὐτυχής, διότι μ᾿ ἀξίωνε ὁ Θεὸς νὰ γυρίζω καὶ νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιο―, εἶχα πάει σ᾿ ἕνα χωριό. Ἦταν βράδυ. Φιλοξενήθηκα σ᾿ ἕνα σπίτι. Προτοῦ νὰ κοιμηθοῦμε είχαμε μιὰ συζήτησι μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ. Ἐκεῖ ποὺ συζητούσαμε εἶπα τὴ λέξι «θάνατος». Μόλις ἄκουσε ὁ νοικοκύρης τὴ λέξι «θάνατος», τρόμαξε καὶ χτύπησε ξύλο. ―Γιατί χτυπᾷς ξύλο; τοῦ λέω. ―Ἐδῶ, λέει, ἔχουμε αὐτὴ τὴ συνήθεια· νομίζουμε ὅτι ἔτσι φεύγει ὁ θάνατος…
Ἂν ἔφευγε ὁ θάνατος ἔτσι εὔκολα!… Τὸ παράδειγμα αὐτὸ δείχνει πόσο τρόμο προξενεῖ καὶ τὸ ἄκουσμα τῆς λέξεως «θάνατος», πολὺ δὲ περισσότερο ὅταν ὁ θάνατος ἐπισκεφθῇ τὸ σπίτι μας καὶ πεθάνῃ κάποιος ἀπὸ τοὺς οἰκείους.
* * *
Ἦταν κάποτε ἐποχή, ποὺ ὁ θάνατος δὲν ὑπῆρχε. Περίεργο πρᾶγμα, δὲν ὑπῆρχε θάνατος; Ναί, δὲν ὑπῆρχε. Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἀθάνατο. Ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρο· νὰ ὑπακούῃ στὶς ἐντολές του. Τὸν προειδοποίησε μέσα στὸν κῆπο τοῦ παραδείσου, ὅτι ἂν παραβῇ τὴν ἐντολή του θὰ πεθάνῃ· «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2,17). Δυστυχῶς οἱ πρωτόπλαστοι δὲν ὑπήκουσαν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Παρέβησαν τὴν ἐντολή του, ἁμάρτησαν, κι ἀπὸ τότε ὁ θάνατος μπῆκε στὴν ἀνθρωπότητα. Ἀθάνατος πρῶτα ὁ Ἀδάμ, θνητὸς κατόπιν. Θνητὸς ὁ Ἀδάμ, θνητὴ ἡ Εὔα, θνητοὶ ὅλοι ἐμεῖς, ἄντρες – γυναῖκες, ποὺ καταγόμεθα ἀπὸ ἐκείνους.