Αυγουστίνος Καντιώτης



«Ω γενεα απιστος και διεστραμμενη!»

date Οκτ 27th, 2010 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Ι΄ Ματθαίου (Ματθ. 17,14-23)

«Ω γενεα απιστος και διεστραμμενη!»

«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν;…» (Ματθ. 17,17)

cf83ceb5cebb-7-cf80a1-185x300ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ κάποιος τὰ λόγια αὐτὰ ἴσως πῇ· Τί ἱεροκήρυκας εἶσαι σύ; πῶς μιλᾷς ἔ­τσι; τί θὰ πῇ «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη»…; Ἡ­συχάστε, ἀγαπητοί μου. Δὲν τὰ λέω ἐ­γὼ αὐ­τά. Τὰ λέει τὸ σημερινὸ εὐ­αγγέ­λιο. Δὲν τ᾽ ἀκούσατε; Τὰ ἐπαναλαμβάνω· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!…». Ὁ Χριστὸς τὰ λέει αὐτά. Μὰ γιατί ὁμιλεῖ τόσο σκληρά; Ἐμεῖς, θὰ πῆτε, ξέρουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶ­νε πρᾶος, ὁμιλεῖ γλυκά· πῶς αὐτὴ τὴ φορὰ τὰ λόγια του εἶνε βροντὴ καὶ ἀστραπὴ καὶ κεραυ­νός;… Μὴ ταράζεσθε. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶνε. Κι ὅταν λέῃ τὰ γλυκά του λόγια, ποὺ γλυ­κύτερα δὲν ἀκούστηκαν στὸν κόσμο, κι ὅ­ταν ἐλέγχῃ, καὶ πάλι ὁ ἴδιος εἶνε. Διότι ὁ Χριστὸς εἶνε πατέρας. Τί κάνει ὁ πατέρας ποὺ ἀ­γαπάει τὸ παιδί του; Τὸ συμβουλεύει μιά, τὸ συμβουλεύει δυὸ φορές· ἀλλ’ ὅταν βλέπῃ ὅτι τὸ παιδὶ δὲν ἀκούει, τότε ὑψώνει τὴ φωνή, τὸ μαλώνει καὶ τὸ τιμωρεῖ. Καὶ πρέπει νὰ τὸ τιμω­ρήσῃ. Διότι ὅποιος δὲν ἐλέγχει καὶ δὲν τιμωρεῖ τὸ παιδί του, λέει ἡ Γραφή, δὲν τὸ ἀγα­πᾷ (βλ. Παρ. 13,24). Χρειάζεται ἐπιείκεια, ἀλλὰ σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις χρειάζεται καὶ αὐστη­ρό­της. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ γιατρός· ὅταν δῇ ὅτι ἡ ἀσθένεια προχώρησε, χρησιμοποιεῖ μαχαίρι! Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὁ κατ’ ἐ­ξοχὴν ἰατρός, χρησιμοποιεῖ ὀξεῖα γλῶσσα. Για­τὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος διαφθαρῇ ψυχικῶς, τότε χρειάζεται ἔλεγχος. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐδῶ ἐλέγχει καὶ λέει «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!…».

* * *

Ἂς ἐξετάσουμε, ἀγαπητοί μου, σὲ ποιούς τὰ λέει τὰ λόγια αὐτά;
Τὰ λέει πρῶτα – πρῶτα γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Τί ἦταν οἱ Ἰουδαῖοι; Ὁ περιούσιος λαὸς τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ἐὰν ὑπάρχῃ ἕνας λαὸς ποὺ ἰδιαιτέρως ἀγάπησε ὁ Θεός, αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰ­ουδαϊκός. Τὸ πᾶν ἔκανε γι’ αὐτόν. Ἦταν σκλά­βοι τετρακόσα χρόνια κάτω ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν φαραώ· ποιός τοὺς ἐλευθέρωσε; Ὁ Θεός. Πῶς τοὺς ἐλευθέρωσε; Διὰ μέσου τοῦ Μωυσέως. Πείνασαν μέσα στὴν ἔρημο· ποιός τοὺς ἔθρεψε; Ὁ Θεός· τοὺς ἔστειλε τροφὴ γλυκύτατη, τὸ μάν­να. Δίψασαν στὴν ἐρημιά· ποιός τοὺς ἐπότισε; Ὁ Θεὸς πάλι· δι­έταξε τὸ Μωυσῆ νὰ χτυπήσῃ μὲ τὸ ῥαβδί του, καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ξηρὸ βράχο βγῆκε ποτάμι, Ἁλιάκμων ὁλόκληρος, ποὺ τοὺς δρόσισε. Ποιός τοὺς φώ­τιζε τὴ νύχτα μέσ᾽ στὸ σκοτάδι; Ὁ Θεός. Ποιός τοὺς ἔσωσε ἀπὸ τὰ φίδια τὰ φαρμακερά; Ὁ Θεός. Ὅλα ὁ Θεὸς τὰ ἔκανε. Ἐν τούτοις αὐτοὶ στάθηκαν ἀγνώμονες καὶ ἀχάριστοι. Πρὸ παντὸς ὅμως ἀγνώμονες καὶ ἀχάριστοι φάνηκαν ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κα­τέβηκε στὸν κόσμο κ’ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ περπάτησε πάνω στὴ γῆ, κ’ ἔκανε θαύματα, ἀν­αρίθμητα θαύ­ματα, καὶ δίδαξε τὴν ὑπέροχη διδασκαλία του, καὶ θεράπευσε τοὺς ἀρρώ­στους (ἔκανε τυφλοὺς ν’ ἀνοίξουν τὰ μάτια τους, κουφοὺς νὰ ἀκούσουν, παραλύτους νὰ θεραπευθοῦν), ἀ­κόμη καὶ νεκροὺς ἀνέστησε. Τότε οἱ Ἑβραῖοι τί ἔκαναν; Μίσησαν τὸ Χριστό, τὸν βλαστήμη­σαν, τὸν κατεδίωξαν, τὸν σταύρωσαν.
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη…». Γι᾽ αὐτοὺς τὰ εἶπε. Ἀλλὰ τὰ λόγια αὐτά, ποὺ εἶ­πε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ γενεὰ ἐκείνη τῶν Ἰουδαίων, ἰσχύουν καὶ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες. Ἰ­σχύουν καὶ γιὰ μᾶς, διότι ὕστερα ἀπὸ τοὺς Ἰ­ουδαίους τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος ἔγινε κατὰ κάποιο τρόπο ὁ δεύτερος περιούσιος λαὸς καὶ εὐεργετήθηκε ἐξαιρετικὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Σκλαβωμένοι ἤμεθα κ’ ἐμεῖς τετρακόσα χρόνια στοὺς Τούρκους. Ποιός μᾶς ἐλευθέρωσε; Ὁ Χριστὸς ἐνέπνευσε ἀνδρεία καὶ θάρρος στὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος. Μᾶς ἔσωσε ὁ Θεὸς ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους. Ἂν ὑπάρχῃ σήμερα Ἑλ­ληνικὸ κράτος καὶ δὲν ἔχουμε σβήσει ἀπὸ τὸ γεωγραφικὸ χάρτη τοῦ κόσμου, ὁ Θεὸς τὸ ἔ­κανε αὐτὸ τὸ θαῦμα. Οἱ ἐχθροί μας (λόγου χά­ριν οἱ Γερμανοὶ τὸν καιρὸ τῆς κατοχῆς) ἔ­λεγαν· Ἂν μπορούσαμε, καὶ τὸν ἀέρα ἀκόμα θὰ ἀφαιρούσαμε, νὰ πεθάνουν ἀπὸ ἀσφυξία οἱ Ἕλληνες, νὰ μὴν ὑπάρχουν πάνω στὴ γῆ… Ὁ Κύριος μᾶς ἔσωσε. Μᾶς ἔσωσε μὲ θαύματα, πολλὰ θαύματα.
Τί ἔπρεπε τώρα νὰ κάνουμε ἐμεῖς; Μέσα στὴν πατρίδα μας δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ οὔ­τε ἕνας ἄπιστος. Ὕστερα ἀπὸ τόση διδασκαλία ποὺ ἀκούσαμε, ὕστερα τόσα θαύματα ποὺ εἴδαμε, ὕστερα ἀπὸ τόσα χειροπιαστὰ γεγονότα ποὺ ζήσαμε, ἔπρεπε στὴν Ἑλλάδα νὰ μὴ βρίσκεται οὔτε ἕνας ἄθεος. Καὶ ὅμως δὲν ἔ­μεινε πιὰ οὔτε ἕνα χωριὸ καθαρὸ ἀπὸ τὰ ζι­ζάνια τῆς ἀπιστίας. Ὡρισμένοι μᾶς τὸ λένε ἀπεριφράστως· Ἄστε τα αὐτά, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες· αὐτὰ εἶνε παραμύθια τῆς Χαλι­μᾶς… Στὰ σχολεῖα μας διδάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ δὲν πιστεύουν, καὶ πολλοὶ ἄλλοι θεωρούμενοι μεγάλοι στὴν κοινωνία δὲν πιστεύουν. Ἀπιστία μεγάλη παρατηρεῖται σὲ μία κατ’ ἐξοχὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ χώρα, ποὺ τὰ παιδιά της εἶνε ἀπόγονοι εὐλαβῶν καὶ ἁγίων προγόνων. Ἐκεῖνοι ἄκουγαν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὸν Πόντο καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ κλαίγανε. Πῶς μετεβλήθησαν, πῶς ἄλλαξαν τὰ παιδιὰ αὐτά; πῶς ἔγιναν ἔτσι, θηρία ἄγρια, καὶ δὲν πιστεύουν πλέον τίποτα καὶ ξερρίζωσαν μέσα ἀπ’ τὶς καρδιές τους κάθε αἴσθημα ἀγάπης πρὸς τὸ Θεό; Τί συμβαίνει καὶ κατήν­τησαν ἄπιστοι;…
Καὶ σ’ ἐμᾶς λοιπόν, στὴ σημερινὴ γενεά, ἁρ­μόζει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη…». Ἐὰν πιστεύαμε! Ἐὰν πιστεύαμε, θὰ φανερώναμε τὴν πίστι μας μὲ τὰ ἔργα μας, μὲ τὴ γλῶσσα μας, μὲ ὅλη τὴν καθημερινὴ διαγωγή μας. Ἐὰν πιστεύαμε, καν­­είς δὲν θὰ βλαστημοῦ­σε. Στὸν Πόντο περνοῦ­σαν ἑκατὸ χρόνια καὶ βλαστήμια δὲν ἀκούετο. Τώρα στὴν Ἑλ­λά­δα; Καὶ στὸ σπίτι βλαστημοῦν, καὶ στὰ σχολεῖα οἱ μαθηταὶ βλαστημοῦν, καὶ στὸ στρατὸ ἀξιωματικοὶ καὶ στρατι­ῶτες βλαστημοῦν, καὶ στὸ δρόμο οἱ γυναῖ­κες καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἀκόμα βλαστημοῦν. Οἱ πάντες βλαστημοῦν. Γίναμε γένος βλάσφη­μο. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, δὲν θὰ τρέχαμε στὰ δικαστήρια νὰ παλαμίζουμε μὲ τὰ βρωμερά μας χέρια τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ παίρνου­με ψεύτικους ὅρκους γιὰ νὰ καταδικάζωνται καὶ νὰ πηγαίνουν ἀθῷοι στὶς φυλακὲς καὶ οἱ ἔνοχοι νὰ ἀθῳώνωνται. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, δὲν θὰ εἴχαμε διαζύγια. Τὸ διαζύγιο ἄλ­λοτε ἦταν ἄγνωστο στὴν Ἑλλάδα· μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτου χώριζε τὸ ἀντρόγυ­νο. Τώρα ποιά γυναίκα μένει πιστὴ στὸν ἄν­­τρα της καὶ ποιός ἄντρας μένει πιστὸς στὴ γυ­­ναῖκα του; μοιχεία καὶ πορνεία ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, δὲν θὰ ἔκλεβε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, τὴν Κυριακὴ ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα θὰ κάναμε φτερὰ στὰ πόδια γιὰ νὰ βρεθοῦμε στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας. Ποιός πάει τώρα στὴν ἐκκλησία; Ἕνα ἐλάχιστο ποσοστό. Οἱ πολλοὶ ἀπέχουν καὶ προβάλλουν διάφορες προφάσεις. Ἐὰν πιστεύαμε στὸ Θεό, θὰ εἴχαμε ἄλλη διαγωγή. Συνεπῶς σ’ ἐμᾶς ταιριάζουν τὰ λόγια αὐτά· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη…».
Ἐγὼ θαυμάζω ἕνα πρᾶγμα· τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, πῶς μακροθυμεῖ ὁ Θεός. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος· «Γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν»; ἕως πότε θὰ σᾶς ὑ­ποφέρω; Δὲν εἶνε ἀπορίας ἄξιο πῶς, ὕστερα ἀπὸ τέτοιες ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε καὶ φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό, πῶς ἡ γῆ δὲν κάνει σεισμὸ τέτοιο ποὺ νὰ μὴν ἀφήσῃ οὔτε ἕνα σπίτι ὄρθιο;
Ἀλλὰ ἔρχεται σεισμὸς μεγάλος. Ἐξαντλεῖ­ται πλέον ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὰ ποτάμια καὶ οἱ λίμνες θὰ ξεραθοῦνε, καὶ τὰ δέν­­τρα θὰ μαραθοῦνε, καὶ τὰ βουνὰ θὰ φύγουν ἀπὸ τὴ θέσι τους, καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν ἀ­πὸ τὸν οὐρανό. Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε… ἀνέξομαι ὑμῶν;». Δὲν εἶνε λόγια δικά μου αὐτά, εἶνε λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ ἐ­σταυρωμένου καὶ Θεοῦ μας.

* * *

«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη». Ἂς ἐξ­ετάσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸν ἑαυτό μας, ἂς ἐ­­ρευνήσουμε τὴ ζωή μας, καὶ ἂς μετανοήσου­­με εἰλικρινῶς. Ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, λαὸς καὶ κλῆ­ρος. Διότι ἔρχονται ἡ­μέρες φοβερὲς καὶ τρομερές. Θὰ δοῦμε σημεῖα μεγάλα. Καὶ τὸ 666, ποὺ ἔκανε τὴν ἐμφάνισί του, δὲν εἶνε μικρὸ ση­­μεῖο· ἔρχονται ὅμως κι ἄλλα. Ἐν τούτοις ἐ­μεῖς, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, μένουμε ἀμετανόητοι. Ποῦ ὁμιλῶ, ἀγαπητοί μου; σὲ ζῷα ὁμιλῶ; σὲ θηρία ὁμιλῶ; σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια ὁμι­λῶ; σὲ νεκροὺς ὁμιλῶ; Σ’ ἐσᾶς τοὺς ζων­τα­νοὺς ὁμιλῶ, ποὺ εἶστε παιδιὰ μεγάλων καὶ ἐν­δόξων προγόνων. Ἂς μετανοήσουμε λοιπόν, ἀγαπη­τοί μου, ἂς μετανοήσουμε, γιὰ νὰ μὴν ἀκουστῇ καὶ πάλι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑ­μῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ Ἀναλήψεως Κυρίου Πελαργοῦ – Ἀμυνταίου 27-8-1989)

________________________

ΣΕΡBIKA

______________________

«О роде неверни и покварени

«О роде неверни и покварени! Докле ћу бити са вама? Докле ћу вас трпети? …» (Мат. 17,17)

Слушајући ове моје речи неко би рекао· Какав си ти проповедник? Како тако причаш? Шта значи « роде неверни и покварени»! Умирите се драги моји. Не говорим то ја. То нам говори данашње еванђеље. Нисте чули? Понављам вам· «О роде неверни и покварени! ». То нам говори Христос. Али зашто говори тако горко! Ми, рећи ћете, знамо, да је Христос кротак и да говори слатко· како су овај пут  његове речи као гром и муња… Немојте се плашити. То је Христос. И када говори слатке речи , да се слађе нису чуле на свету, и када нас опомиње опет је исти. Зато што је Христос отац. Шта ради отац који воли своје дете? Саветује га једном, саветује га два пута· ако види да дете не слуша, тада подиже свој глас и опомиње га и кажњава. И треба да га казни. Јер онај ко не опомиње своје дете, говори нам Писмо, не воли га (видите Пар. 13,24). Потребна је снисходљивост али у неким случајевима је потребна и строгоћа. Исто тако се и лекар понаша· ако види да је болест узнапредовала, користи нож! Тако и Христос, који је пре свега лекар, употребљава горак језик. Ако се човек онечисти душевно онда је потребна опомена. А Христос овде опомиње и каже « О роде неверни и покварени»!

* * *

Хајде да испитамо, драги моји, коме су те речи упућене? Прво ове речи говори за Јудеје. Ко су Јудејци? Они су изабрани народ старог завета. Ако је постојао народ који је Бог посебно волео, то је Јудејски народ. Све је учинио за њих. Били су четристо година у ропству код фараона· ко их је ослободио? Бог. Како их је ослободио? Кроз Мојсија. Гладовали су у пустињи· ко их је нахранио? Бог· им је послао најукуснију храну, ману. Били су жедни у пустињи· ко их је напојио? Бог је опет· наредио Мојсију да удари својим штапом и из суве стене да изађе река, цео Алиакмон, који их је освежио.  Ко им је ноћ осветљавао? Бог.  Ко их је спасао од отровних змија? Бог. Све је Бог учинио. Међутим  они су се унаточ томе показали као незахвални и неблагодарни. Пре свега су се показали незахвални и неблагодарни када је исти Бог сишао у свет и постао човек, и ходао је овом земљом, и учинио је чуда, небројна чуда, и поучио их своме лепом учењу, излечио им болеснике ( слепима је отворио очи, глухи су прочули а парализовани проходали), и мртве је васкрснуо. Шта су онда учинили Јевреји? Замрзили су Христа, хулили су на њега, прогањали су га, разапели га. «О роде неверни и покварени! …». То је рекао за њих. Те речи које је рекао Христос за онај род Јудеја, важе и за нас Грке. И за нас важе зато што је Грчки народ после Јудејског народа постао на неки начин други изабрани народ и дарован је веома од Бога. И ми смо били у ропству под Турцима четристо година. Ко нас је ослободио?  Христос је оплеменио са храброшћу и неустрашивошћу децу Грчке. Бог нас је спасао од многих опасности. То што данас постоји Грчка држава и што нисмо избрисани са географске карте света, Бог је то чудо учинио.  Наши непријатељи ( примера ради Немци за време окупације) су говорили· Да смо могли и ваздух бисмо им одузели да умру од гушења Грци, да не постоје на земљи… Господ нас је спасао. Спасао нас је  са многим чудима. Шта бисмо ми сада требали чинити? У нашој домовини не би требао да постоји ни један неверник. После толико поука које смо чули, после толико чуда која смо видели, после толико руком опипљивих доживљаја које смо проживели у Грчкој не би требао да се налази ни један незнабожац. Нажалост није остало ни једно село чисто од корова који се зове неверје. Неки нам то говоре недоречено· Пустите то, попови и владике· то су бајке Халимине… У нашим школама учитељи и наставници не верују. Велико неверје се уочава код нас као православне земље, чија су деца потомци побожних и светих предака. Они када би чули име Божије у Понду и у Малој Азији су плакали. Како су се променили, како су се променила та деца? Како су постали такви, као дивље звери, и не верују више ништа и искоренили су из свога срца сваки осећај љубави према Богу? Шта се догодило да смо постали неверници?…
И нама, дакле, данашњем роду, приличи реч Христова «О роде неверни и покварени…». Када бисмо веровали! Када бисмо веровали, испољавали бисмо нашу веру са нашим делима, са нашим језиком, са целокупним нашим владањем. Када бисмо веровали, нико не би псовао светиње. У Понду је пролазило и по сто година да се псовка није чула. А сада у Грчкој?  И  у кући псују, и у школи ученици псују, и у војсци официри и војници псују, на путу жене и мала деца псују. Сви псују. Постали смо хулитељи. Када бисмо веровали у Бога не бисмо трчали по судовима и прислањали своју нечисту руку на Еванђеље и не бисмо узимали лажне заклетве да се осуде и затворе недужни у затворе а кривци да се ослобађају. Да верујемо не бисмо имали толико развода. Некада су разводи били непознаница у Грчкој· само је  ашов гробаров  раздвајао супружнике. А сада која жена остаје верна своме мужу и који муж је веран својој жени?  Прељуба и курварство постоје свуда у свету. Да верујемо у Бога, не би крао један од другог. Да верујемо у Бога, Недељом када се чује звоно бацили бисмо крила на ноге да се нађемо у цркви нашег Христа. Ко сада иде у цркву?  Један мали постотак. Многи избегавају доћи и наводе разне изговоре. Да верујемо у Бога имали бисмо другачије владање. Последично и нама пристају ове речи· «О роде неверни и покварени! …».

Ја се дивим једном· дуготрпељивости Божијој, како је Бог дуготрпељив. То нам је и сам рекао· «О роде неверни и покварени! Докле ћу бити са вама? Докле ћу вас трпети? …» (Мат. 17,17). Није ли достојно дивљења, после толико грехова које чинимо и одлазимо далеко од Бога, како се не деси неки земљотрес тако да ни једна кућа не остане усправна? Него, долази велики земљотрес. Исцрпила се  дуготрпељивост Божија. Реке и језера да пресуше, и дрвеће да  свене, и планине да се помере са свога места, и звезде да падну са неба. То нам говори данашње еванђеље· «О роде неверни и покварени! Докле…. ћу вас трпети? ». Ово нису моје речи, то су речи нашег Христа, нашег разапетог Бога.

* * *

«О роде неверни и покварени». Преиспитајмо себе, драги моји, истражимо наш живот, и покајмо се искрено. Затражимо милост Божију, сви, мали и велики, народ и свештенство. Зато што долазе страшни и опаки дани. Видећемо велика знамења. А број 666 који се појавио није мали знак· долазе и остали знаци. Упркос томе ми, мушкарци, жене и деца, остајемо непокајани. Коме говорим, драги моји? Животињама говорим, зверима говорим, планинама и долинама говорим, мртвима говорим? Не. Вама живима говорим, који сте деца великих и славних предака. Покајмо се дакле, драги моји, покајмо се да се не чује опет глас Божији «О роде неверни и покварени? Докле ћу бити са вама? Докле ћу вас трпети?».

πσκοπος Αγουστνος

(Говор Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у светом храму Вазнесења Господњег, у Пеларгу – Аминдео  27-8-1989)

tagOne Response to “«Ω γενεα απιστος και διεστραμμενη!»”

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.