Αυγουστίνος Καντιώτης



1. Η ΛΕΠΡΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ 2. ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ;

date Ιαν 8th, 2012 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Kυριακή IB΄ Λουκά
(Λουκ. 17,12-19)

Η ΛΕΠΡΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

«᾿Ηπήντησαν αὐτῷ (=τῷ Χριστῷ) δέκα λεπροὶ ἄνδρες» (Λουκ. 17,12)

ΗΤΑΝ κάποτε ἐποχή, ἀγαπητοί μου, ποὺ δὲν ὑ­πῆρχε ἀσθένεια. Καὶ δὲν ὑπῆρχε, δι­ότι δὲν ὑπῆρχε μικρόβιο.
Τὸ μικρόβιο, ὅπως ξέρουμε, εἶνε ἀόρατο· μὲ γυμνὸ μάτι δὲν τὸ βλέπεις. Τὸ σῶμα μας, τὸ χῶμα, τὸ νερό, ὁ ἀέρας, τὰ πάντα, εἶνε γε­μᾶτα ἀπὸ ἄπειρα μικρό­βια. Ὅταν πρὶν διακόσα χρόνια ἕνας ἐπιστή­μων τὰ ἀνεκάλυψε καὶ εἶδε μὲ τὸ μικροσκόπιο σ’ ἕνα ποτήρι νε­ρὸ νὰ κολυμποῦν ἑκατομμύρια ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς μικροοργανισμούς, φώναξε τὴν κόρη του. ―Γιά κοίταξε, τῆς λέει· ὑπάρχει κάτι μέσα στὸ νερό; ―Δὲ βλέπω τίποτα. ―Γιά κοίταξε τώρα μὲ τὸ μικρο­σκόπιο. Ὅταν ἐκείνη εἶδε, κατεπλάγη. ―Τί εἶνε τοῦτο ’δῶ, πατέρα!… Ἀμέτρητα ζῳύφια εἶδε νὰ πλέουν μέσα στὸ νερό.
Φορεὺς λοιπὸν τῆς ἀσθενείας εἶνε ἕνα μικρόβιο. Καὶ τὸ ἀδιόρατο αὐτὸ πλάσμα κάνει θραῦσι. Οὔτε τὰ λιοντάρια τῆς Ἀφρικῆς δὲν θανατώνουν τόσους ὅσους ἕ­να μικρόβιο. Τρομερὸ πρᾶγμα· γιὰ νὰ φαίνεται ἔτσι ἡ ἀδυναμία μας…
Στὴν ἀρχή, ὅπως εἴπαμε, δὲν ὑπῆρχαν μικρόβια. Ὁ ἀέρας ἦταν πεντακάθαρος, δὲν ὑ­πῆρχε νέφος καυσαερίων. Τὰ νερὰ πεν­τακά­θαρα, διαυγῆ, κρυστάλλινα. Τὰ δάση παρθέ­να, ὅπου εἶχαν τὶς φωλιές τους τὰ πουλιά. Τὸ περιβάλλον θαυμάσιο, κῆπος Ἐδέμ. Δὲν ὑπῆρ­χε ἀκόμη ἀσθένεια καμμία μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλ’ αἴφνης τὸ σκηνικὸ μετεβλήθη. Τὸ πῶς μετεβλήθη δὲν θὰ τὸ ἀναπτύξω τώρα. Ἕνα μό­νο θὰ πῶ· ὅτι, κατὰ τὴ Γραφή, αἰτία εἶνε ὁ ἴ­διος ὁ ἄνθρωπος, ὄχι ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς ἔφτειαξε θαυμάσιο περιβάλλον, τὰ ἔπλασε ὅλα «κα­λὰ λίαν» (Γέν. 1,31). Αἰτία τοῦ κακοῦ εἶνε ὁ ἄν­θρωπος ποὺ ἁμάρτησε. Δὲν ὑπήκουσε στὸ Θεό, καὶ κατόπιν ἐνέσκηψαν ὅλα τὰ κακά. Τὰ νερὰ μολύνθηκαν, ὁ ἀέρας μολύνθηκε, τὰ δέντρα ξεράθηκαν, ἡ γῆ ἄρχισε νὰ σείεται… Ἡ ἁρμο­νία, ποὺ ὑπῆρχε (μὲ τὸ Θεό, μὲ τὸν πλησίον, μὲ τὴ φύσι), διεταράχθη. Τὰ πάντα ἀναστα­τώθηκαν. Καὶ κοντὰ σ’ αὐτὰ οἱ ἁμαρτίες κλόνισαν τὴν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου.
Νὰ μετρήσουμε τὶς ἀσθένειες; Εἶνε ἀμέτρητες. Καὶ ὅσο προχωρεῖ ἡ ἐπιστήμη, ὅλο καὶ νέ­ες πα­ρουσιάζονται. Τελευταίως μάλιστα ἐμφα­νί­­στη­­κε καὶ μιὰ ἀσθένεια ποὺ θὰ σαρώσῃ τὴν ἀν­­θρω­πότητα ὡς τιμωρία τῆς σαρκικῆς ἀκολασίας. Τὸ βλέπετε. Φραγμὸς δὲν ὑπῆρ­χε. Κο­ρόιδευ­αν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὴν πατρίδα μας ἔβγαλαν νόμο, ποὺ ἀποποινικοποιεῖ καὶ ἀμνηστεύει τὴ μοιχεία· ἐκεῖ φτάσαμε. Ἔτσι τὸ ἔιτζ ἔρχεται νὰ βάλῃ κάποιο φραγμό.

* * *

Μία ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἀσθένειες ἦταν καὶ ἡ λέπρα, ποὺ εἴδαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο. Ἐπὶ αἰῶνες ἦταν φόβος – τρόμος, καὶ μόνο πε­ρὶ τὸ 1940 ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ ἀνακα­λύ­φθηκε τὸ φάρμακο γι’ αὐτήν.
⃝ Τί εἶνε ἡ λέπρα; Εἶνε μιὰ βασανιστικὴ ἀ­σθέ­νεια, ἀλλοιώνει τὸ αἷμα, κάνει τὸ δέρμα νὰ κοκ­κινίζῃ καὶ νὰ γεμίζῃ λέπια. Δημιουργεῖ κνισμό, φαγούρα, ἀνησυχία. Τὸ νήπιο κοιμᾶται στὴν κούνια, ὁ ἐργά­της κοιμᾶται μετὰ τὸν κόπο τῆς ἡμέρας, ὅλοι ἡ­συχάζουν· ὁ ταλαίπωρος ὁ λεπρὸς ὅμως δὲ μποροῦσε νὰ κλείσῃ μάτι. Ξυνόταν συνεχῶς μὲ τὰ νύχια ἢ μ’ ἕνα κεραμίδι. Βασανιστικὴ ἀσθένεια.
⃝ Καὶ ὄχι μόνο βασανιστικὴ γιὰ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ καὶ ἀποκρουστικὴ γιὰ τοὺς γύρω. Ἄλλαζε καὶ παρεμόρφωνε τὸ πρόσωπο. Ἡ πιὸ ὡραία γυναίκα γινόταν ἡ πιὸ ἄσχημη, καὶ ὁ πιὸ ὡραῖος ἄντρας γινόνταν ὁ πιὸ ἄσχημος. Ἔπεφταν μύ­τες, αὐτιά, σάρκες, σάπιζε ὁ ἄνθρωπος.
⃝ Τὸ δὲ χειρότερο; ἦταν μεταδοτική, τρομε­ρὰ μεταδοτική. Ἕνας λεπρὸς μποροῦσε νὰ μετα­δώσῃ τὴ λέπρα σὲ ὁλόκληρη πόλι. Γι’ αὐ­τό, μό­λις κάποιος παρουσίαζε ἐξανθήματα λέ­πρας, ἀμέσως ἡ πολιτεία ἐλάμβανε μέτρα· τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὴν κατοικημένη περιοχή, τὸν ἔ­στελνε νὰ ζήσῃ μακριά, μέσ’ στὰ δάση, στὰ ἄ­γρια βουνὰ καὶ τὶς σπηλιές. Τοῦ κρεμοῦσαν ἀ­κόμα κουδούνι, ὅπως στὰ γίδια, γιὰ νὰ εἰδοποιῇ· Μὴ μὲ πλησιά­σετε, εἶ­μαι λεπρός!… Πρόλαβα κ’ ἐγὼ τοὺς λε­προύς. Ἐπισκέφθηκα τὸ λεπρο­κομεῖο ποὺ ἦταν στὴν Ἀθήνα. Κάθισα μία – δύο ὧρες μαζί τους, εἶδα τὸν πόνο καὶ τὸ κλάμα τους. «Δὲν κοιμούμεθα τὴ νύχτα», μοῦ ἔλεγαν. Τὰ χαρακτηριστικά τους ἀλλοιωμένα τρομε­ρά. Φρί­κη… Βορείως τῆς Κρήτης εἶνε ἕνα νησάκι, ἡ Σπιναλόγγα, ὅ­που παλαιὰ ὑπῆρχε λεπροκομεῖο. Δύο – τρεῖς χιλιάδες ἦταν οἱ λεπροὶ στὴν Σπιναλόγγα. Τώρα ἔφυγαν ὅλοι, θεραπεύθηκαν.

* * *

Σήμερα, δόξα τῷ Θεῷ, δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ λεπροί. Μὲ τὰ φάρμακα ποὺ βρέθηκαν, ἡ λέπρα θεραπεύεται. Ὑπάρχουν ὅμως κάποιοι ἄλλοι λεπροί, λεπροὶ ὄχι στὸ σῶμα ἀλλὰ στὴν ψυχή. Ὅπως τὸ σῶμα ἀσθενεῖ, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή. Εἶνε δὲ ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς πιὸ σοβαρὴ ἀ­πὸ τοῦ σώματος. Ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς στὴ γλῶσ­σα τῆς ἁγίας Γραφῆς ὀνομάζεται ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία εἶνε χειρότερη κι ἀπὸ τὸν καρκί­νο. Δὲν τῆς δίνουμε δυστυχῶς τὴν πρέπουσα σημα­σία. Θὰ μπορούσαμε νὰ τὴν παρομοιάσουμε μὲ τὴ λέπρα. Καὶ πάνω σ’ αὐτό, ὅτι ἡ λέπρα εἶνε σύμβολο τῆς ἁμαρτίας, θὰ κά­νω δυὸ – τρεῖς παρομοιώσεις καὶ θὰ τελειώσω.
⃝ Ὅπως ἡ λέπρα ἔτσι καὶ ἡ ἁ­μαρτία εἶνε βασανιστικὴ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἁμαρτωλό. Ὁ ἀθῷ­ος ἄν­θρωπος ἔχει ἡσυχία, κοιμᾶται ἤρεμος κάτω ἀ­πὸ τὰ ἄστρα καὶ λέει· «Ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω» (Ψαλμ. 4,8). Ὁ ἁμαρτωλὸς ὅμως, λ.χ. ὁ φιλάρ­γυρος; Δὲν κοιμᾶ­ται. Κάθε­ται τὰ μεσάνυχτα καὶ μετράει τὶς λί­ρες ―γεγονὸς αὐτό―, ἢ σκέπτεται πῶς τὸ ἕ­να ἑκατομμύριο θὰ τὸ κά­νῃ δύο, τρία…. Λέει σὰν τὸν ἄφρονα πλούσιο· «Τί ποιήσω;» (Λουκ. 12,17), τί νὰ κάνω; Τὸν τρώει τὸ μικρόβιο τοῦ μαμωνᾶ, τῆς πλεονεξίας.
⃝ Ἡ ἁμαρτία εἶνε ἀκόμη ἀποκρουστικὴ γιὰ τοὺς ἄλλους σὰν τὴ λέπρα. Ἡ ὑπερηφάνεια λ.χ., ἡ σκληροκαρδία, ἡ ζήλεια, ἡ μνησικακία δηλητηριάζουν τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία, κάνουν ἀνεπιθύμητον ὅποιον τὶς ἔχει, τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ ὅλους. Ποιός δὲν ἀ­ποστρέφεται καὶ δὲν ἀηδιάζει ἕναν ἀλαζόνα, ἕνα φθονερό, ἕναν ἐκδικητικό, ἕνα συκοφάντη;
⃝ Ἀλλὰ τὸ χειρότερο εἶνε, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶνε μεταδοτική. Ἡ λέπρα ἔπαυσε σήμερα νὰ μετα­δίδεται ὅπως παλαιότερα, ἡ ἁμαρτία ὅμως ἐξ­ακολουθεῖ νὰ εἶνε πολὺ μεταδοτική. Ἂν δὲν λη­φθοῦν ἐγκαίρως μέτρα, ἀλλοίμονο. Θέ­λετε παραδείγματα; Στὴν Κύπρο μας δὲ βλαστημοῦ­σε οὔτε ἕνας. Τώρα βλαστημοῦν. Ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθαν; Ἀπὸ τοὺς δικούς μας· ἀνάξιοι ἀξιωμα­τικοὶ καὶ στρατιῶτες, αὐτοὶ τοὺς δίδαξαν τὴ βλασφημία. Ἀντέδρασαν πρὸς στι­γμὴν οἱ Κύ­πριοι, ἀλλὰ μετὰ ἡ λέπρα τῆς βλασφημίας δι­αδόθηκε. Ἄλλο παράδειγμα· στὴν πατρίδα μας ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία ἦταν σπάνιες. Ἡ γυναί­κα δὲν ἔδινε τὸ κορμί της σὲ ξένον ἄντρα. Τώ­ρα; Μὲ τὴν ἐπίδρασι τῆς ξενομανίας αὐτὰ ἔ­γιναν μόδα. Οὔτε ὁ νόμος πλέον τὰ τιμωρεῖ. Ἔτσι, ἀντιστάσεως μὴ ὑπαρχού­σης, ἡ ἁμαρτία κυκλοφόρησε καὶ ἔγινε πλέον παιχνίδι.

* * *

Ἀδελφοί μου! Ἐξ ἐπόψεως ἠθικῆς εἴμεθα λεπροί. Δὲν ὑπάρχουν ἆραγε φάρμακα; Ὑπάρ­χουν. Ἰατρεῖο καὶ φαρμακεῖο εἶνε ἡ Ἐκκλη­σία. Ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων ―δὲν εἶνε ψέ­μα, εἶνε ἀλήθεια― εἶνε ὁ Χριστός. Καὶ ἔχει πολλὰ φάρμακα, φάρμακα γενικὰ καὶ εἰδικά.
Φάρμακο γενικῆς χρήσεως εἶνε – μία λέξις· ἡ πίστις. Νὰ ζητήσουμε ἀπ’ τὸ Θεό· Δῶσε μας πίστι σὰν τὴν πίστι τῶν προγόνων μας. Οἱ δέκα λεπροί, ἀπογοητευμέ­νοι ἀ­π’ τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μόλις εἶ­δαν τὸ Χριστό, φώναξαν· «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐ­λέ­ησον ἡμᾶς» (Λουκ. 17,13). Πίστευαν ἀκραδάν­τως, ἔτσι θεραπεύθηκαν.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα φάρμακα, εἰδι­κῆς χρήσεως. Ποιά εἶν’ αὐτά; Εἰδικὸ φάρμακο λ.χ. γιὰ τὴ φιλαργυρία, ποὺ «εἶνε ῥίζα ὅλων τῶν κα­κῶν» (Α΄ Τιμ. 6,10) ―δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ἐξ αἰτίας της ἔγιναν― ποιό εἶνε; εἶνε ἡ ἐλεημο­σύνη. Τὸ εἰδικὸ φάρμακο τῆς ὑπερηφανείας εἶνε ἡ ταπείνωσι, τῆς μνησικακίας εἶ­νε τὸ «συγχωρῶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς». Τὸ εἰ­δι­κὸ φάρμακο τῆς ἀνηθικότητος καὶ φαυλό­τητος εἶνε ἡ ἐγκράτεια κ.τ.λ..
Σήμερα ἡ κοινωνία μας εἶνε βαρύτατα ἀσθε­νής. Ἡ ἀσθένειά της δὲν θεραπεύεται μὲ ἀ­σπιρίνες· χρειάζονται φάρμακα ῥιζικά. Καὶ τέτοια φάρμακα εἶνε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν πί­στι τῶν πατέρων μας. Τότε καὶ ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἀπιστία καὶ ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ μνησικακία καὶ ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία καὶ ὅλα αὐτὰ θεραπεύονται. Μόνο ἐμεῖς νὰ μιμηθοῦμε τοὺς λεπροὺς καὶ νὰ φωνάξουμε· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μας». Νὰ τὸ ποῦμε ὅλοι, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, καὶ τὸ θαῦμα θὰ γίνῃ. Μέσα στὸ ἔθνος μας δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἡ λέπρα τῆς βλασφημίας, τῆς κα­κίας, τῆς μνησικακί­ας, τῆς μοχθηρίας, τοῦ μίσους…, ἀλλὰ θὰ ὑ­πάρχῃ ἀγάπη, θὰ ὑπάρχῃ ὁ Χριστός· ὅν, παῖ­δες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Ἁγίας  Τριάδος Πτολεμαΐδος 21-1-1990)

Kυριακή IB΄ Λουκά
(Λουκ. 17,12-19)

ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ; 

«Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ…;» (Λουκ. 17,18)

ΘΑ σᾶς παρακαλέσω, ἀγαπητοί μου, νὰ δώσετε προσοχὴ καὶ ζητῶ τὴν ὑπομονή σας λίγα λεπτά, γιὰ ν᾿ ἀκούσετε μία σύντομη ὁμιλία.

* * *

Ἀκούσατε τὸ σημερινὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 17,11-19). Τί μᾶς λέει; Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα διηγεῖται ἕνα θαῦμα. Ἕνα θαῦμα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων καὶ τῶν ἀπίστων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπως εἶπα καὶ ἄλλοτε, μπορεῖ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, τὰ φύλλα τῶν δέντρων καὶ τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ μετρήσῃ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἕνα θαῦμα – ἕνα ἄστρο εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει;
Λέει, ὅτι ὁ Χριστός, καθὼς ἔμπαινε σὲ κάποια κωμόπολι τῆς Παλαιστίνης, συνάντησε δέκα δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Τί ἦταν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί; Ἄρρωστοι. Τί ἀρρώστια εἶχαν; Μιὰ ἀρρώστια φοβερά, ἀρρώστια ποὺ τότε, τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἐθεραπεύετο· ἀργότερα, στὴν ἐποχή μας, βρέθηκε τὸ φάρμακο γι᾿ αὐτήν. Εἶχαν μιὰ ἀρρώστια ποὺ ὀνομάζεται λέπρα. Εἶνε ἀρρώστια βασανιστική, ἀρρώστια ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀηδία· ἡ ἀρρώστια αὐτὴ κάνει νὰ σαπίζουν καὶ νὰ πέφτουν τὰ δάχτυλα, τὰ αὐτιά, οἱ μύτες… Ὁ λεπρὸς ἄνθρωπος καταντᾷ ἕνα ἔκτρωμα, ἕνας ἐκφυλισμὸς ὅλης τῆς φυσικῆς ὄψεως καὶ καταστάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου πλάσματος.
Συνάντησε λοιπὸν δέκα λεπρούς. Αὐτοί, μόλις τὸν εἶδαν, φώναξαν, καὶ ἡ φωνή τους ἀντήχησε μέσα στὴν ἐρημιά, ὅπου τοὺς εἶχαν ἀπομονώσει ἀπὸ φόβο μήπως ἡ ἀσθένειά τους μεταδοθῇ καὶ σὲ ἄλλους. Τί ἔλεγαν, τί φώναζαν; «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς» (ἔ.ἀ. 17,13). Ἔλεγαν δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ λέμε κ᾿ ἐμεῖς κατ᾿ ἐπανάληψιν στὴν ἐκκλησία· «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ πῶς τὸ ἔλεγαν! Διαφέρει πολὺ τὸ δικό μας «Κύριε, ἐλέησον» ἀπὸ τὸ δικό τους. Ἂν τὸ λέγαμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ πίστι ὅπως ἐκεῖνοι, θὰ γίνονταν θαύματα. Χίλια δικά μας «Κύριε, ἐλέησον», ψυχρὰ σὰν τὸ Βόρειο Πόλο, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τῶν δέκα λεπρῶν. Ἅμα ἔχῃς στὴν καρδιά σου πίστι καὶ προσεύχεσαι μὲ δάκρυα, τὰ ἄστρα κατεβάζεις στὴ γῆ. Μάλιστα. Ἐνῷ χίλια καὶ δυὸ χιλιάδες «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ ψάλλουν οἱ ψαλτάδες, δὲν κάνουν τίποτα. Τὸ πᾶν εἶνε ἡ πίστις, μὲ τὴν ὁποία πρέπει ν᾿ ἀναπέμπουμε στὸ Θεὸ τὶς προσευχές μας.
«Κύριε, ἐλέησον» λοιπὸν φώναξαν. Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἄκουσε. Καὶ τί ἔκανε· τοὺς θεράπευσε! «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (ἔ.ἀ. 18,27).
Μετὰ ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ αὐτὴ θεραπεία τί θὰ περίμενε κανείς; τί θά ᾿πρεπε νὰ κάνουν αὐτοὶ ὕστερα ἀπὸ τέτοιο μεγάλο θαῦμα; Νὰ εὐχαριστήσουν τὸ Χριστό. Νὰ πέσουν στὰ γόνατα, νὰ φιλήσουν τὰ πανάχραντα πόδια του, καὶ νὰ τοῦ ποῦν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς «Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, εὐεργέτη μας». Τὸ ἔκαναν; Μπᾶ!… Ἀπὸ τὰ δέκα «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ προηγήθηκαν, ἔμεινε τώρα μόνο ἕνα «εὐχαριστῶ». Ναί· ἕνας μόνο παρουσιάστηκε, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο μπροστά του καὶ ἔλεγε· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε· Ἕνας μόνο θεραπεύθηκε; Δὲν θεραπεύθηκαν δέκα; Ποῦ εἶνε λοιπὸν οἱ ἄλλοι ἐννέα;… Φάνηκαν ἀχάριστοι!

* * *

Ἕνας φάνηκε εὐγνώμων καὶ ἀρεστὸς στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ τὸ παράδειγμα αὐτό, τοῦ ἑνός, εἶνε ὑπόδειγμα πρὸς μίμησιν· εἶνε παράδειγμα ποὺ πρέπει νὰ μιμηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς.
Σπάνιο πρᾶγμα σήμερα, στὴ γενεά μας, ἡ εὐγνωμοσύνη. Καὶ τὸ καταστάλαγμα τῆς πικρᾶς πείρας ἔγινε παροιμία· «Κάνε καλό, νὰ σὲ μισήσῃ ὁ κόσμος»! Σκλήρυναν οἱ καρδιές. Ἔλειψε ἀπὸ τὰ χείλη τὸ «εὐχαριστῶ». Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μόνο δικαιώματα, δὲν αἰσθάνονται καμμία ὑποχρέωσι σὲ κανέναν ἄλλο. Γιατί; Διότι τὸ ἄτομο ἔγινε ἐγωκεντρικό· νομίζει, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶνε ὑπηρέτες του, πρέπει νὰ γίνουν γκαρσόνια ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦν τὴν αὑτοῦ μεγαλειότητα τὸ ἐγώ του.
Λοιπόν, μόνο ἕνας εἶπε τὸ «εὐχαριστῶ», καὶ εἶνε παράδειγμα ἄξιο μιμήσεως. Πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ είμεθα εὐγνώμονες. Ἀλλ᾿ ίσως κάποιος ρωτήσῃ· Καὶ ποῦ νὰ είμεθα εὐγνώμονες; σὲ ποιούς;
Ἀπαντοῦμε.
_ Πρῶτα – πρῶτα εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στοὺς γονεῖς μας, στὴ μάνα ποὺ μᾶς γέννησε καὶ τὸν πατέρα ποὺ μᾶς ἀνέθρεψε.
_ Ἔπειτα εὐγνώμονες ὀφείλουμε νὰ είμαθα στοὺς δασκάλους ποὺ μᾶς ἔμαθαν τὸ ἀλφάβητο καὶ στοὺς καθηγητὰς ποὺ κοπίασαν γιὰ τὴν κατάρτισί μας.
_Περισσότερη εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στοὺς πνευματικούς μας πατέρας καὶ διδασκάλους, στοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἐπισκόπους, ποὺ μᾶς ὡδήγησαν στὸ κατὰ Θεὸν ζῆν.
_ Ἀλλ᾿ εὐγνώμονες πρὸ παντὸς πρέπει νὰ σταθοῦμε πρὸς ἐκεῖνον ποὺ εἶνε ὁ μέγας εὐεργέτης, ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης μας. Καὶ ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης εἶνε ὄχι ἡ μάνα μας κι ὁ πατέρας μας καὶ ὅλοι αὐτοί, ἀλλὰ ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶνε ὁ Εὐεργέτης μας. Ποιός μπορεῖ, ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τὶς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς κάνει ὁ Θεός; Αὐτὴ τὴν ὥρα ἂν ζοῦμε, ζοῦμε διότι μᾶς εὐεργετεῖ ὁ Θεός. Ἀφῆστε ὅλα τὰ ἄλλα· τὸν ἀέρα, ποὺ ἀναπνέουμε, ποιός μᾶς τὸν χορηγεῖ; Ἐκεῖνος. Ὅπως εἶπα καὶ ἄλλοτε, πέντε λεπτὰ ―τί λέω―, δυὸ – τρία λεπτὰ νὰ μείνουμε χωρὶς ἀέρα, τελείωσε ἡ ζωή μας· δὲ᾿ μένει κανένας· οὔτε ἕνας δὲ᾿ ζῇ πάνω στὴ γῆ χωρὶς τὸν ἀέρα. Εὐγνώμονες λοιπὸν στὸν Δημιουργὸ τοῦ παντός. Ὁ Θεὸς εἶνε ὁ Πατέρας μας· «Πάτερ ἡμῶν…», «Πατέρα μας…», τοῦ λέμε (Ματθ. 6,9) καὶ δὲν ξέρω ἂν καὶ πόσο τὸ αἰσθανόμεθα. Ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν πατέρα του, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς πρέπει νά ᾿χουμε ἐμπιστοσύνη στὸν οὐράνιο Πατέρα, ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ μᾶς· «ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί», λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. 10,30). Πατέρας μας εἶνε. Γι᾿ αὐτὸ τοῦ ὀφείλουμε ἐμπιστοσύνη καὶ εὐγνωμοσύνη.
Ἀλλὰ ὁ Χριστιανὸς δὲν ἔχει μόνο πατέρα, ἔχει καὶ μάνα. Δὲν ἐννοῶ τὴ φυσικὴ μάνα. Πέρα ἀπὸ τὴ φυσικὴ μάνα ὑπάρχει μιὰ ἄλλη μάνα, γλυκειὰ μάνα, ποὺ εἶνε τὸ καταφύγιο καὶ ἡ προστασία του. Ποιά εἶνε; Εἶνε ἡ Παναγία μας· αὐτὴ εἶνε ἡ μάνα μας, ἡ γλυκειά μας μάνα, ἡ παρηγορία καὶ βοήθειά μας.
Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴν Παναγία εἶνε μιὰ ἄλλη μάνα. Ποιά; Ἡ Ἐκκλησία μας, τῆς ὁποίας μέλος εἶνε καὶ ἡ Παναγία. Αὐτὴ εἶνε ἡ «μήτηρ Σιὼν» ποὺ λέει ὁ ψαλμῳδός (Ψαλμ. 86,5). Αὐτὴ εἶνε ἡ «γυνὴ» ποὺ εἶδε ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι, ἡ «περιβεβλημένη τὸν ἥλιον» (Ἀπ. 12,1) καὶ στεφανωμένη μὲ δώδεκα ἄστρα. Ἡ Ἐκκλησία, μὲ σύμβολο τὸν τίμιο σταυρό, στηρίζει τὴν ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτὸ ἕνας δικός μας ποιητής, ὁ Κρυστάλλης, ἔλεγε·
«…Θρησκεία! γλυκειὰ μάνα,
τί ὄμορφη δίνεις ἐσὺ
λαλιὰ καὶ στὴν καμπάνα
καὶ πόσο ἐκείνη ἡ λαλιὰ
σαλεύει τὴν καρδιά μας!
Πόσες ἐκεῖνος ὁ σταυρὸς
ἀπ᾿ τὰ καμπαναριά μας
στὴν ἀντηλιάδα χύνοντας
τόσες χρυσὲς ἀχτῖδες
χύνει βαθειά μας, στὴν ψυχή,
γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!».

* * *

Ὁ Χριστιανός, ἀγαπητοί μου, πατέρα ἔχει τὸ Θεὸ καὶ μητέρα τὴν Ἐκκλησία· δὲν εἶνε ὀρφανός. Πρὸς τὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ εμεθα εὐγνώμονες ἰδίως ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στάθηκε σὲ ὅλες τὶς δύσκολες στιγμὲς τοῦ ἔθνους ἡ μητέρα καὶ τροφὸς τοῦ γένους μας. Εὐγνώμονες στὴν Ἐκκλησία μας!
Καὶ παραδείγματα εὐγνωμοσύνης νὰ ἔχουμε – ποιούς; Τοὺς ἁγίους. Ν᾿ ἀγαποῦμε τὴν Ἐκκλησία – πόσο; Ὅσο τὴν ἀγαποῦσαν λ.χ. ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, ὁ μέγας Ἀθανάσιος, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἐκεῖνοι ἀγωνίστηκαν, ὡμολόγησαν, μαρτύρησαν, γιὰ νὰ μείνῃ ἡ Ἐκκλησία μας ἀνόθευτος καὶ ἀμόλυντος ἀπὸ αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Οἱ ἅγιοι, ὅταν ἀνέφεραν τὴ λέξι «Ἐκκλησία», ἔκλαιγαν· τόση ἦταν ἡ ἀγάπη τους. Σ᾿ ἀγαπῶ, Ἐκκλησία μου! ἔλεγαν. Ἔτσι νὰ τὴν ἀγαποῦμε κ᾿ ἐμεῖς, γιὰ νὰ σωθοῦμε· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου  Παντελεήμονος Φλωρίνης Κυριακὴ 19-1-1986)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.