Αυγουστίνος Καντιώτης



ΠΩΣ ΘΑ ΕΡΘΗ Η ΕΥΛΟΓΙΑ;

date Σεπ 9th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ (Λουκ. 5,1-11)

ΠΩΣ ΘΑ ΕΡΘΗ Η ΕΥΛΟΓΙΑ;

συγχ.ιστΗ ίδια φωνή, ἀγαπητοί μου, ἀκούγεται καὶ πάλι. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε καὶ σήμερα κατηγορούμενος. Νεώτεροι γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ἀπευθύνουν σφοδρὸ κατηγορητήριο. Καὶ τί λένε; Ὅτι ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἐμπόδιο γιὰ τὸ σημερινὸ πολιτισμό, ὅτι ὑπνωτίζει τὸ λαό, ὅτι μὲ τὶς ὑποσχέσεις γιὰ αἰώνιο ζωὴ παραλύει τὸ δυναμισμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ προοδεύσῃ. Εἶνε ἐμπόδιο, λένε, ἡ θρησκεία γιὰ τὴν πρόοδο καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὴ εἶνε ἡ κατηγορία. Τί ἔχουμε ν᾿ ἀπαντήσουμε;
Εἶνε ἀλήθεια ―δὲν τὸ ἀρνούμεθα―, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας διδάσκει καὶ θὰ διδάσκῃ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε ὅπως τὰ ζῷα. Εἶνε ἡ κορυφὴ τῆς δημιουργίας. Ἔχει θεία προέλευσι. Πλάστηκε γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά. Αὐτὰ ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία. Σὲ κάθε θεία λειτουργία δείχνει μὲ τὸν ἱερέα τὰ ἄστρα καὶ λέει· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Ἡ ζωή μας δὲν τελειώνει στὸν τάφο μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀθανασία.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία διδάσκουν, ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶνε τὸ τέρμα τῶν εὐγενῶν ἐπιδιώξεων τοῦ ἀνθρώπου, ἐν τούτοις δὲν ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν ἐπίγειο ζωή, ὅπως νομίζουν μερικοί. Πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ἀδιαφορήσουν; Ὁ Χριστὸς δὲν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο δισύνθετο, ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, ἀπὸ ὕλη καὶ πνεῦμα; Γνωρίζει λοιπὸν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκες πνευματικὲς ἀλλὰ καὶ ὑλικές, ἀνάγκες τῆς ψυχῆς ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματος. Καὶ ὅπως φροντίζει ὁ Κύριος γιὰ τὶς πνευματικές μας ἀνάγκες, φροντίζει καὶ γιὰ τὶς σωματικές. Τὸ εἶπε ὁ ίδιος· Ποιός πατέρας, λέει, ὅταν τὸ παιδί του ζητήσῃ ψωμί, θὰ τοῦ δώσῃ πέτρα; καὶ ὑπάρχει πατέρας, ποὺ θὰ ζητήσῃ τὸ παιδὶ ψάρι καὶ θὰ τοῦ δώσῃ φίδι; Δὲν ὑπάρχει τέτοιος πατέρας. Ἂν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶνε ἀτελής, δείχνῃ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τοῦ παιδιοῦ του, πολὺ περισσότερο ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος (βλ. Ματθ. 7,9-11· Λουκ. 11,11-13).
Δὲν εἶνε δυνατὸν ὁ τέλειος Θεὸς ν᾿ ἀδιαφορήσῃ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἂν ἀδιαφοροῦσε, τότε δὲν θὰ δημιουργοῦσε τὴν ὕλη, τὸν ὑλικὸ κόσμο. Διότι ὅλα τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα, στὰ ὁποῖα στηρίζεται ὁ τεχνικὸς πολιτισμός, ὅλες οἱ πρῶτες ὗλες, τίνος δημιουργήματα εἶνε; Τοῦ Θεοῦ. Λόγου χάριν τὸ νερό, ἡ φωτιά, τὰ δέντρα, τὰ βότανα τῆς γῆς, τὰ λουλούδια, τὰ ζῷα, τὰ πουλιά, τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, ἡ χλόη, ὅλα αὐτὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα. Δὲ᾿ μᾶς ἔρριξε ὁ Θεὸς ἐπάνω σ᾿ ἕνα πλανήτη ξηρό, ὅπως εἶνε ἡ σελήνη, ἀλλὰ μᾶς ἔβαλε ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν ὅλα τ᾿ ἀγαθά, γιὰ νὰ ζοῦμε καὶ νὰ εὐφραινώμεθα. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀπολαμβάνουμε εἶνε τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν λέμε, ὅτι ἀδιαφορεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο;
Θὰ μοῦ πῆτε· Αὐτὰ εἶνε θεωρητικά…
Θέλετε λοιπόν, ἀδελφοί μου, μιὰ ζωντανὴ ἀπόδειξι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ὑλικές μας ἀνάγκες ἀλλ᾿ ἐνδιαφέρεται; Ἰδού τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Εἶνε μιὰ ἀπάντησι ἀκριβῶς στὴν κατηγορία αὐτή.

* * *

Ὁ Χριστὸς διδάσκει. Ποῦ διδάσκει, ποιό εἶνε τὸ βῆμα του; Ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα καΐκι, στάθηκε στὴν πλώρη, κι ἀπὸ ᾿κεῖ μιλοῦσε. Καὶ ποιοί τὸν ἄκουγαν; Γραμματεῖς, φιλόσοφοι, ἐπιστήμονες, βασιλιᾶδες, πλούσιοι; Κάθε ἄλλο. Στὴν παραλία ἤτανε ψαρᾶδες ξυπόλητοι καὶ ἄλλα φτωχαδάκια. Καὶ οἱ καρδιές τους; σὰν τὸ σφουγγάρι ποὺ πίνει τὸ νερό. Ἐνῷ οἱ φαρισαῖοι δὲν ἤθελαν ν᾿ ἀκούσουν τὸ Χριστό, αὐτοὶ ῥουφοῦσαν τὰ λόγια του.
Κι ὅταν τελείωσε ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Ἔκανε αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερα, ποὺ φεύγουμε καὶ κλείνει ἡ ἐκκλησία, καὶ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὸ τί γίνονται οἱ ἄνθρωποι; Ὄχι. Σκέφτηκε τοὺς ψαρᾶδες, τὶς οἰκογένειές τους. Αὐτοὶ οἱ ψαρᾶδες, ποὺ ἄκουγαν τὸ λόγο του, ὅλη τὴ νύχτα εἶχαν κοπιάσει μὰ δὲν κατώρθωσαν νὰ πιάσουνε οὔτε λέπι. Ὁ Χριστὸς σκέφτηκε, ὅτι θὰ πᾶνε τώρα στὰ σπίτα τους καὶ δὲν θὰ ἔχουν νὰ φέρουν τίποτε – μόνο οἰκογενειάρχες ποὺ μοχθοῦν ξέρουν τί θὰ πῇ, νὰ γυρίζῃς τὸ βράδυ στὸ σπίτι μὲ ἄδεια χέρια. Κατάλαβε τὸν πόνο τους καὶ τοὺς λέει· Ἀφοῦ ἀκούσατε διδασκαλία καὶ ἡ ψυχή σας ἐτράφη μὲ τὸν οὐράνιο ἄρτο, πάρτε πάλι τὰ δίχτυα σας. Τὰ εὐλογῶ ἐγώ· ῥίξτε τα ἄλλη μιὰ φορὰ στὴ θάλασσα. Ὁ Πέτρος ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ψαράδων λέει· «Κύριε, ὅλη τὴ νύχτα ψαρέψαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε· ἀλλὰ «ἐπὶ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» (Λουκ. 5,5). Ῥίχνουν πράγματι. Καὶ ὤ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ! Τὰ δίχτυα γέμισαν καὶ πῆγαν νὰ σπάσουν ἀπὸ τὰ ψάρια. Γέμισε τὸ ἕνα πλοιάριο, γέμισε καὶ τὸ ἄλλο. Πρωτοφανὴς ἁλιεία. Τί εὐλογημένη μέρα αὐτή! Ὄχι μόνο γιατὶ ἀκούσανε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ γιατὶ πιάσανε τόσα ψάρια.
Ὕστερα λοιπὸν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ θαῦμα ποιός εἶσαι σὺ ποὺ λές, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ὑλικές μας ἀνάγκες; Αὐτὸ εἶνε συκοφαντία.
Στὰ σπίτια σας, ἀντὶ γιὰ ἐφημερίδες, ἀνοῖξτε τὴν ἁγία Γραφή. Ἀνοῖξτε στὸ Δευτερονόμιον. Πολλοὶ ίσως πρώτη φορὰ ἀκοῦνε Δευτερονόμιον. Ἀνοῖξτε λοιπόν. Ἐκεῖ, στὸ 28ο κεφάλαιο τοῦ Δευτερονομίου, θὰ δῆτε, σὲ ποιό ἔθνος δίνει τὴν εὐλογία του ὁ Θεός. Αὐτὰ τὰ λόγια, γραμμένα πρὶν ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες χρόνια, νομίζεις πὼς εἶνε μιὰ ζωντανὴ ἱστορία τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Ναί. Κι ἂν θέλετε, ἀνοῖξτε ἀκόμη καὶ τὸν προφήτη Ἠσαΐα. Θὰ τὸν ἀκούσετε νὰ λέῃ· Λαέ μου· «ἐὰν μ᾿ ἀκούσετε, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε· ἐὰν δὲν μ᾿ ἀκούσετε, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται (=θὰ σᾶς φάῃ τὸ μαχαίρι)» (Ἠσ. 1,19-20).

* * *

Ἀγαπητοί μου! Ἡ χώρα ποὺ κατοικοῦμε δὲν εἶνε μεγάλη. Εμεθα μιὰ μικρὰ χώρα. Τὸ χῶμα λιγοστό. Βράχια καὶ πάλι βράχια. Καὶ πάνω στὰ βράχια αὐτά, ποὺ τὰ ποτίσαμε μὲ ἱδρῶτα καὶ μὲ αἷμα, κατοικοῦμε σὲ χωριὰ καὶ πολιτεῖες, σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια, ὀκτώμισυ (8,5) παλαιότερα καὶ τώρα δέκα (10) περίπου ἑκατομμύρια ἄνθρωποι. Πῶς νὰ ζήσουμε; Στενοχωρούμεθα, ὑποφέρουμε. Οἰκογενειάρχες ἀναστενάζουν, κ᾿ ἔρχονται νὰ ποῦν κι αὐτοὶ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Πέτρος· «Κύριε, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς (καὶ δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας) κοπιάσαντες οὐδὲν ἐπιάσαμε».
Καὶ ὅμως, ἀδελφοί μου, μπορεῖ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Ποιό θαῦμα; Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε. Αὐτὰ τὰ βράχια, ποὺ μᾶς κάνουν καὶ φεύγουμε στὰ ἀνθρακωρυχεῖα τοῦ Βελγίου καὶ στὴν Ἀμερικὴ καὶ κάτω στὴν Αὐστραλία καὶ στὸν Καναδᾶ καὶ στὴ Γερμανία, αὐτὰ ―μὴ γελάσῃ κανείς― μποροῦν νὰ θρέψουν διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμό. Πῶς; Τί χρειάζεται; Ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ! Δὲ᾿ μᾶς λείπουν ἄλλα πράγματα, ἕνα μᾶς λείπει· ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὤ ἂν μπορούσαμε ὅλοι, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων, νὰ καταλάβουμε ὅτι, παραπάνω ἀπὸ γεφύρια, ἀπὸ δρόμους, ἀπὸ καμινάδες, ἀπὸ ἐργοστάσια, παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα, χρειαζόμεθα τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ· ὤ ἂν ἐρχότανε ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ στὸν τόπο μας!…
Καὶ γιὰ νὰ ἔρθῃ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ τί χρειάζεται;
Νὰ τεντώσουμε τὸ αὐτάκι μας καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἂν μποροῦσα νά ᾿χω ὅλη τὴν Ἑλλάδα μπροστά μου, θὰ φώναζα· Ὅλοι μᾶς ἀπατήσανε, ὅλοι ἐκμεταλλεύθηκαν τὴ μικρά μας χώρα. Ἔξω πλέον αὐτά. Ἂς ἀκούσουμε τὸ ῥαδιοφωνικὸ σταθμὸ ὄχι τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ τὸ ῥαδιοφωνικὸ σταθμὸ τοῦ οὐρανοῦ, τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ν᾿ ἀκούσουμε τὸ Χριστὸ καὶ νὰ κάνουμε μαζί του συμβόλαιο καὶ νὰ ἐκτελέσουμε τὸ πρόγραμμά του.
Μὲ λίγα λόγια, ἡ γλῶσσα μας, ποὺ τώρα ἔγινε γλῶσσα ὀχιᾶς, νὰ σταματήσῃ νὰ βλαστημᾷ τὸ ἅγιο ὄνομά του, ποὺ σὲ καμμιά φυλὴ στὸν κόσμο δὲν βλασφημεῖται ἔτσι ὅπως ἐδῶ. Τὰ χέρια μας νὰ σταματήσουν νὰ κλέβουν καὶ νὰ παλαμίζουν μέρα – νύχτα τὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μὲ τοὺς ἀμέτρητους ὅρκους. Τὰ πόδια μας νὰ σταματήσουν νὰ τρέχουν στὰ κέντρα διαφθορᾶς. Ἡ καρδιά μας νὰ σταματήσῃ νὰ βγάζῃ μῖσος καὶ κακία… Μ᾿ ἕνα λόγο, ὅλοι νὰ βαδίσουμε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Τότε, ὤ τότε! Δῶστε μου μιὰ Ἑλλάδα χωρὶς βλαστήμια, χωρὶς ὅρκους, χωρὶς μοιχεῖες, πορνεῖες, διαζύγια…, δῶστε μου μιὰ Ἑλλάδα μὲ Χριστό, καὶ σᾶς ὑπογράφω· τότε θὰ εἶνε εὐλογημένοι οἱ κάμποι μας, εὐλογημένα τὰ σπίτια μας, εὐλογημένα τὰ πάντα. Χῶμα θὰ πιάνουμε, μάλαμα θὰ γίνεται. Θὰ πεισθοῦμε ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅτι «ἑνός ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,42), καὶ θὰ ψάλλουμε ὅλοι μας· «Πλούσιοι (πλούσια μεγάλα κράτη) ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11). Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίας Τριάδος Ἀμπελοκήπων – Ἀθηνῶν 24-9-1961)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.