Αυγουστίνος Καντιώτης



ΜΑΣ ΚΑΛΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ· «ΔΕΥΤΕ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ…» (Ματθ. 4,19)

date Ιούν 9th, 2015 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Β΄ Ματθαίου (Ματθ. 4,18-23)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου

ΘEIA KΛΗΣΙΣ

«Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,19)

ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ἐδῶ μΟ ΚΥΡΙΟΣ Συναχθησὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀ­­γαπητοί μου, καὶ ὡς ἐπίσκοπος εἶμαι ὑ­ποχρεωμένος νὰ σᾶς διδάξω. Θὰ μιλήσω μὲ γλῶσσα ἁπλῆ· θέλω νὰ μὲ καταλάβετε ὅλοι. Παίρνω ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ἅγιο εὐαγγέλιο.
Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν πρέπει νὰ τ᾽ ἀκοῦμε μόνο στὴν ἐκκλησία· πρέπει νὰ εἶνε σὲ ὅλα τὰ σπίτια, νὰ μὴν ὑπάρχῃ σπίτι χωρὶς Εὐαγγέλιο. Ὅπου Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ (ἱ. Χρυσ.). Κι ὄχι ἁπλῶς νὰ τό ᾿χουμε στὸ σπίτι, ἀλλὰ ὁ πατέρας νὰ τὸ ἐξηγῇ στὰ παιδιά. Ὅπως δὲν περνάει μέρα χωρὶς φαγητό, ἔτσι νὰ μὴν περνάῃ καὶ χωρὶς Εὐαγγέλιο. Εὐαγγέλιο στὴν ἐκκλησία, στὸ σπίτι, παντοῦ. Εἶνε τὸ ὡραιότερο βιβλίο. Τὰ ἄλλα βιβλία εἶνε χαλίκια, αὐτὸ εἶνε διαμάντι. Εὐτυχὴς ὅποιος τὸ ἀ­νοίγει καὶ τὸ διαβάζει, καὶ πιὸ εὐτυχὴς ὅποιος τὸ ἐφαρμόζει. Τὸ Εὐαγγέλιο πρέπει νὰ εἶνε ὁ ἀ­χώριστος σύντροφος τοῦ Χριστιανοῦ.
Τί λέει λοιπὸν σήμερα τὸ εὐαγγέλιο;

* * *

Στοὺς Ἁγίους Τόπους ὑ­πάρχει ἡ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Ὁ Ἰ­ορδάνης, ὅπου βαπτίστηκε ὁ Χριστός, διαπερ­νᾷ τὴ λίμνη αὐτή· μπαίνει ἀπὸ τὸ βόρειο ἄκρο καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ νότιο. Στὶς ὄχθες της ἦταν χωριὰ καὶ στὶς φτωχὲς καλύβες τους κα­τοικοῦ­­σαν ψαρᾶδες. Ἡ ζωή τους ἁ­πλοϊκή, μεροδού­λι – μεροφάϊ. Ζοῦσαν ἐκεῖ ἄ­σημοι· ποιός νὰ γυρίσῃ νὰ τοὺς προσέξῃ;
Κι ὅμως κάποιος τοὺς πρόσεξε. Ποιός; Ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος ξέρει ποῦ ὑπάρχουν ἀξίες. Συχνά, ἐνῷ σὲ ὑψηλὰ στρώματα, πλούτου καὶ ἀ­ξι­ωμάτων, βρί­σκεις διαφθορά, κατεβαίνον­τας στὸ φτωχὸ λαὸ βρίσκεις διαμάντια. Καὶ ὁ Χριστὸς ὡς καρ­διογνώστης ξέρει τὸν καθένα.
Πῆγε λοιπὸν στοὺς ψαρᾶδες. Βρῆκε δυὸ ἀ­­δέρφια, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα, τὴν ὥρα ποὺ ἔρριχναν τὰ δίχτυα τους στὴ θάλασσα, καὶ τοὺς λέει· «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑ­­μᾶς ἁ­λιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,19)· ἐλᾶτε κοντά μου, καὶ θὰ σᾶς μάθω μιὰ τέχνη καὶ ἐπιστήμη ἀνώτε­ρη ἀπὸ κάθε ἄλλη. Ὅπως ὁ ψαρᾶς πιάνει ἀπὸ τὴ θάλασσα τὰ ψάρια ―καὶ χρειάζεται ἱκανότης γι᾽ αὐτό―, ἔτσι ἐσεῖς, μὲ ἀγκίστρι τὸ λόγο, θὰ πιάνετε τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τοὺς φέρετε κοντὰ στὸ Θεό· ἀπὸ ἁλιεῖς ἰ­χθύων θὰ γίνετε «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Κι αὐτοὶ ἀμέσως τὸν ἄκουσαν καὶ τὸν ἀκολούθησαν.
Πηγαίνει πιὸ πέρα στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ βλέ­πει ἄλλα δυὸ ἀδέρφια, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰ­ω­άννη, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους τὸν Ζεβεδαῖο νὰ τακτοποι­οῦν τὰ δίχτυα τους. Τοὺς εἶπε τὸν ἴ­διο λόγο, καὶ ἄφησαν κι αὐτοὶ ἀμέσως τὸ πλοῖο καὶ τὸν πατέρα τους καὶ τὸν ἀκολούθησαν.

* * *

⃝Δύο σημεῖα, ἀγαπητοί μου, θέλω νὰ προσέξου­με. Τὸ πρῶτο· γιατί ὁ Χριστὸς διάλεξε ψα­ρᾶ­δες; Δὲν μποροῦσε νὰ διαλέξῃ ἄλλους; Θε­ὸς παντο­δύναμος εἶνε· μπο­ροῦσε ὡς μαθη­τὰς καὶ συν­ερ­γάτες του νὰ πά­ρῃ βασιλιᾶδες, στρα­τηγούς, πλουσίους, ἐπι­στήμονες. Δὲν πῆ­ρε ἀπ᾽ αὐτούς. Διά­λεξε ψαρᾶδες. Γιατί; Ἄχ αὐτὴ ἡ θρησκεία μας τί μεγαλεῖο ἔχει! Ἂν ὁ Χριστὸς διάλεγε βασιλιᾶδες, οἱ ἄνθρωποι θά ᾽λε­γαν· Ἡ Ἐκκλησία δι­αδόθηκε μὲ στρατοὺς καὶ ὅ­πλα. Ἂν διάλεγε πλουσίους, θά ᾽λεγαν· Τὸ χρῆ­μα ἦταν ποὺ τράβηξε τὰ πλήθη. Κι ἂν διάλεγε ἐπιστήμονες, θά ᾽λε­γαν· Μὲ τὴ δύναμι τῆς γνώσεως ἐπι­κράτησε. Διάλεξε ψαρᾶ­δες, κι αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ μεγάλο θαῦ­μα· δώδεκα ἀ­δύναμοι ἄν­θρωποι ἀποδείχθηκαν ἀ­νώτεροι ἀπ᾽ ὅλο τὸν κόσμο. Πῶς; Μὲ τὴ δύνα­μι ποὺ πῆ­ραν ἀπὸ τὸ Χριστό, δύναμι ὑπερφυσική.
Αὐτὸ ἀποδεικνύει, ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶνε ἀληθινὴ ἑκατὸ τοῖς ἑκατό. Δὲν ξεκίνησε ἀπὸ βασιλικὰ ἀνάκτορα, ἀπὸ ῥητορικὲς σχολές, ἀπὸ φιλοσοφικὲς στοὲς καὶ ἀκαδημίες· ξεκίνησε ἀπὸ ψαρᾶδες. Γι᾽ αὐτὸ εἶνε ζωντανή. Εἶ­νε δέντρο μὲ τόσο βαθειὲς ῥίζες, ποὺ κανένας σατανᾶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξερριζώσῃ.
Ἂς τ᾿ ἀκούσουν αὐτὸ οἱ ἄθεοι, ποὺ περιμέ­νουν ὅτι σήμερα – αὔριο ἡ Ἐκκλησία σβήνει καὶ κάνουν διάφορα σχέδια. Ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς θέ­λουν νὰ τὴν ἀπογυμνώσουν ἀπὸ κάθε περιουσία, ἄλλοι νὰ πάψουν νὰ χτυποῦν οἱ καμ­πάνες γιατὶ τάχα ἐνοχλοῦν, ἄλλοι νὰ ἐξοντώσουν τοὺς κληρικούς, ἄλλοι νὰ τὴν κάνουν ἀνυπόληπτη στὸ λαὸ διδάσκοντας ἀθεΐα καὶ στὰ μικρὰ παιδιά. Ἂς γνωρίζουν πώς, ὅ,τι κι ἂν κάνουν, κι ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ βγοῦν ἀπ᾽ τὸν ᾅδη, δὲν θὰ μπορέσουν νὰ νικήσουν τὴν Ἐκκλησία. Τὴν φύτευσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ διαβεβαίωσε· «Πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18).
⃝ Τὸ ἕνα λοιπὸν σημεῖο εἶνε αὐτό. Τὸ ἄλλο ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε εἶνε, ὅτι οἱ μαθηταί, μόλις ἄκουσαν τὴν κλῆσι, ἀμέσως ἔτρεξαν, ἔ­δωσαν τὸ παρών. Ἄφησαν καὶ βάρκες καὶ δίχτυα καὶ πατέρα καὶ μητέρα, τὰ πάντα, καὶ ἀ­κολούθησαν τὸ Χριστό. Μικρὸ εἶν᾽ αὐτό; Ἂν ἐρχόταν σήμερα σ᾽ ἐμᾶς καὶ ἔλεγε «Σὲ χρειάζομαι, ἔλα μαζί μου», ποιός θὰ τὸν ἀκολουθοῦ­σε; Ὁ καθένας θὰ προέ­βαλ­λε καὶ μιὰ πρόφασι γιὰ ν᾽ ἀρνηθῇ. Αὐτοὶ ὅμως ἔδειξαν ἀμέσως προθυμία μεγάλη καὶ ὑπακοὴ μέχρι θανάτου.
Ἀλλ᾽ ὅπως τότε κάλεσε τοὺς δώδεκα μαθη­τὰς καὶ ἔγιναν «ἁλιεῖς ἀνθρώπων», ἔτσι σήμε­ρα, μὲ κάποιο ἄλλο τρόπο, ὁ Χριστὸς καλεῖ ὅ­λους ἐμᾶς, ἀγαπητοί μου. Δὲν μᾶς λέει, ὅπως σ᾽ ἐκείνους, νὰ φύγουμε καὶ νὰ πᾶμε σὲ διάφο­ρα ἄλλα μέρη γιὰ νὰ κηρύξουμε – ἂν καὶ ἡ πατρίδα μας εἶχε κάποτε ἱεραποστόλους σὲ πολ­λοὺς λαούς. Μᾶς καλεῖ τώρα μὲ μία γενικὴ κλῆσι. Ποιά εἶν᾽ αὐτή; Παρακαλῶ προσέξτε. Μᾶς καλεῖ κάθε Κυριακή. Πῶς; Μὲ τὴν καμ­πάνα. Ἡ καμπάνα εἶνε οὐράνιο προσκλητήριο. Ὅπως στὸ στρατὸ μὲ τὴ σάλπιγγα ὁ ἀξιωματι­κὸς καλεῖ τοὺς στρατιῶτες νὰ ξυπνήσουν γιὰ τὰ γυμνάσια, κι ὅπως στὸ σχολεῖο ὁ δάσκαλος μὲ τὸ κουδούνι καλεῖ τὰ παιδιὰ νὰ μποῦν στὶς τάξεις γιὰ τὰ μαθήματα, ἔτσι ὁ Χριστὸς καλεῖ μὲ τὴν καμπάνα τὰ παιδιά του νὰ συγ­κεν­τρωθοῦν στὸ ναὸ γιὰ προσευχὴ καὶ λατρεία.
Κι αὐτὰ τί κάνουν; Ξέρετε πολὺ καλά. Ἐνῷ χτυπᾷ ἡ καμπάνα, ὁ ἕνας κοιμᾶται, ὁ ἄλλος παίρνει τὸ ντουφέκι καὶ πάει γιὰ κυνήγι, ἄλ­λος παίρνει τὰ δίχτυα καὶ πάει γιὰ ψάρεμα, ἄλλος τραβάει γιὰ τὸ χωράφι, ἄλλοι κάνουν ἐκδρομή. Καὶ στὴν ἐκκλησία ποιοί ἔρχονται; Ἐλάχιστοι. Οἱ πολλοὶ ἀπουσιάζουν.
Μὰ δὲ μᾶς ζητάει κάτι δύσκολο ὁ Χριστός· ἕνα μικρὸ πρᾶγμα μᾶς ζητάει. Δὲ μᾶς λέει ν᾿ ἀ­φήσουμε τὶς περιουσίες μας, τὰ σπίτια μας, τοὺς γονεῖς μας, καὶ νὰ πᾶμε μακριά, στὴν Ἀ­φρική, στὴν Ἀσία, στὴν Αὐστραλία ἢ στὴν Ἀμε­ρική, νὰ κηρύξουμε· μᾶς ζητάει νὰ σηκώσουμε ἕνα πετραδάκι. Ἡ ἑβδομάδα ἔχει 168 ὧρες. Ἀ­πὸ αὐτὲς 1 ὥρα ζητάει ὁ Θεός· τόσο διαρκεῖ ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…». Κ᾽ ἐμεῖς; Οὔτε μιὰ ὥρα δὲν πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία. Ζοῦμε μακριά του, χωρὶς Θεό, χωρὶς θεία χάρι.
Ὁ ἐκκλησιασμὸς εἶνε ὑποχρέωσί μας. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ποὺ εἶχαν τάξι καὶ εὐλάβεια, στὴν πατρίδα ὅλοι πήγαιναν στὴν ἐκκλησία. Μόνο ἄρρωστοι, οἱ κατάκοιτοι στὰ κρεβάτια, καὶ οἱ πολὺ γέροι, αὐτοὶ δὲν πήγαιναν· ὅλοι οἱ ἄλλοι τὸ θεωροῦσαν ἀπώλεια καὶ ἁμαρτία μεγάλη νὰ μὴν ἐκκλησιαστοῦν.
Μὴ νομίσουμε ὅτι, ἂν ἐμεῖς δὲν πᾶ­με στὴν ἐκ­κλησία, θὰ χάσῃ τίποτα ὁ Θεός. Τί ἔχει νὰ χάσῃ! Κι ἂν κανείς δὲν πατάῃ ἐκεῖ, ἔχει Ἐκεῖ­νος ἀναρίθμητα τά­γμα­τα ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων ποὺ τὸν ὑμνοῦν μέρα – νύχτα καὶ ψάλλουν τὸ «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος σαβαώθ…» (Ἠσ. 6,3 καὶ θ. Λειτ.). Ἐμεῖς χάνουμε, ἐμεῖς ζημιωνόμαστε. Ὅπως τὸ ψάρι δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἔξω ἀπ᾽ τὸ νερὸ καὶ τὸ πουλὶ ἔξω ἀπ᾽ τὸν ἀέρα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ χωρὶς Θεό. Χω­ρὶς λεφτὰ ζῇς, χωρὶς ἄντρα ζῇς, χωρὶς γυναῖ­κα ζῇς, χωρὶς παιδιὰ ζῇς· χωρὶς Θεὸ δὲ ζῇς! Κι ἂν ζῇς, ἡ ζωή σου εἶνε μιὰ ζωὴ δυστυχισμένη.

* * *

Ὅταν ἀκοῦτε καμπάνα, ἀδελφοί μου, φτε­ρὰ στὰ πόδια γιὰ τὴν ἐκκλησία. Νὰ παίρνετε εὐλο­γία, νὰ λέτε ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε…» (Λουκ. 23,42). Φτάνει ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ἅμα τὸ πῇς μὲ τὴν καρδιά σου, νὰ κατεβάσῃ τὰ ἄστρα.
Ἔχουμε ζωντανὴ θρησκεία, ὁλοζώντανη. Νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε, νὰ τὴν πιστέψουμε. Μὴν ἀκοῦτε τί λένε οἱ ἄθεοι καὶ ἄπιστοι. Κι ἂν ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ ἄστρα πέσουν, ἕνας θὰ μείνῃ στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ. Ἂς φανοῦμε ὑπάκουοι. Ν᾿ ἀγαπήσουμε τὸ Χριστὸ μὲ θερμὴ καρδιά. Ὅ­που εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ δικαιοσύνη, ἀγάπη, εἰ­ρήνη, παράδεισος· ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ ἀ­δικία, μῖσος, πόλεμος, κόλα­σι. Καὶ πράγματι κόλασι ἔγινε ὁ κόσμος, ἀφοῦ διώξαμε τὸ Χριστό.
Γι᾿ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι, νὰ εἶστε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία. Καμμιά δύ­ναμι μὴ σᾶς ἀπομακρύνῃ. Κι ἂν δὲν πιστεύ­ουν ὁ πατέρας, ἡ μάνα, τὰ παιδιά σου, κανείς γύρω σου, κι ἂν ἔρθῃ μέρα κατηραμένη καὶ μείνῃς μόνος, καὶ ἕνας νὰ μείνῃς, νὰ προσκυνᾷς τὸ Θεό! Στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσῃ ὁ διάβολος, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλ­λήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάν­τας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παρασκευῆς Φούφα – Ἑορδαίας 10-7-1983)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.