Αυγουστίνος Καντιώτης



ΕΝΑΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΣ ΑΓΙΟΣ (‘Aγγελης νεομαρτυς – 1 Σεπτεμβριου)

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΕΝΑΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΣ ΑΓΙΟΣ

(‘Αγγελῆς νεομάρτυς – 1 Σεπτεμβρίου)

Αγ. Αγγελης

Πολλοί, ἀγαπητοί μου, πολλοί λαϊκοί, ἄν τούς συμβουλέψη κανένας, ὅτι πρέπει νά ζοῦν μιά χριστιανική ζωή, ἀμέσως ἀπαντοῦν: – Δέν μποροῦμε νά κάνουμε αὐτά πού λέει τό Εὐαγγέλιο. Δέν εἴμαστε καλόγεροι. Δέν ζοῦμε στήν ἔρημο. Ζοῦμε μέσα στήν κοινωνία μέ τά πολλά προβλήματα καί βάσανα. Ἔχουμε γυναῖκα καί παιδιά καί συναντοῦμε πολλά ἐμπόδια στίς καθημερινές δουλειές μας. Κι ὁ σατανᾶς δέν μᾶς ἀφήνει. Θέλουμε νά ἁγιάσουμε, ἀλλά δέν μποροῦμε…

Ἀλλ’ αὐτά εἶνε προφάσεις. Ἐάν ἤθελαν νά ζήσουν τή χριστιανική ζωή καί ἀγωνίζονταν, θά τό κατώρθωναν μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καί ἀπόδειξις εἶνε οἱ ἅγιοι. Ἀγωνίστηκαν καί νίκησαν ὅλα τά ἐμπόδια καί ὅλους τούς ὁρατούς καί ἀόρατους ἐχθρούς καί ἀναδείχτηκαν ἅγιοι.
Ἅγιοι ἀναγνωρισμένοι, πού τούς τιμᾶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Ἕνας τέτοιος ἅγιος, πού γιορτάζει τήν 1η Σεπτεμβρίου, εἶνε ὁ ἅγιος ‘Αγγελῆς ὁ νεομάρτυς. Γι’ αὐτόν θά μιλήσουμε ἐδῶ καί παρακαλοῦμε νά προσέξετε.

Ὁ Ἀγγελῆς γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολι στά φοβερά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, τόν 17ο αἰῶνα. Τό ἐπάγγελμά του ἦταν χρυσοχόος. Εἶχε ἐργαστήριο. Ἔχυνε τό χρυσάφι καί ἔκανε ὡραῖα κοσμήματα, ὅπως βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, καδένες κ.λπ. Ἀπ’ τήν ἐργασία του συντηροῦσε τήν ὀκταμελῆ οἰκογένειά του, τόν ἑαὐτό του, τή γυναίκα του καί τά ἕξι παιδιά του. Ἦταν μιά εὐλογημένη χριστιανική οἰκογένεια. Ὁ Χριστός βασίλευε μέσα στήν οἰκογένεια αὐτή. Ἄν καί ζοῦσαν μέσα στή σκλαβιά, εἶχαν ἐσωτερική χαρά καί εὐτυχία. Διότι ὅπου εἶνε ο Χριστός, ἐκεῖ εἶνε ἡ πραγματική ἐλευθερία.
Ἕνα γεγονός πού συνέβη στή ζωή του ἔγινε ἀφορμή ὁ ἐργατικός αὐτός ἄνθρωπος, ὁ ‘Αγγελῆς, νά βγῆ ἀπό τήν ἀφάνεια καί νά γίνη μάρτυρας καί σάν ἄστρο νά λάμψη σ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Ποιό εἶνε τό γεγονός;
Σέ μιά γιορτή, τήν ἀπόδοσι τῆς γιορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὁ ‘Αγγελῆς μαζί μέ ἄλλους χριστιανούς βγῆκαν ἔξω ἀπό τήν πόλι καί πῆγαν σ’ ἕνα ἐξοχικό μέρος ὅπου γιόρταζε μιά ἐκκλησία. Ὕστερα ἀπό τόν ἐκκλησιασμό, ὅπως τότε συνήθιζαν οἱ χριστιανοί, κάθησαν σέ κοινό τραπέζι. ‘Αλλά νά κι ἔρχονται στή γιορτή τους καί κάτοικοι, πού ἦταν ἄλλοτε χριστιανοί ἀλλά ἀρνήθηκαν τήν πίστι τους καί τούρκεψαν. Ἄρχισαν νά διασκεδάζουν μαζί μέ τούς χριστιανούς. Πρέπει νά ξέρουμε, πώς οἱ Τοῦρκοι φοροῦσαν τότε ἄσπρο σαρίκι καί ἀπ’ αὐτό διακρίνονταν ἀπό τούς χριστιανούς, πού ἦταν ὑποχρεωμένοι νά φοροῦν μαύρη σκούφια.
Ἐκεῖ λοιπόν πού διασκέδαζαν, οἱ ἐξωμότες Τοῦρκοι, ἴσως γιατί τούς ἤλεγχε ἡ συνείδησίς τους, ἄλλαξαν παίζοντας τά σαρίκια τους μέ τίς σκούφιες τῶν χριστιανῶν καί ἔβαζαν πάνω στά κεφάλια τῶν χριστιανῶν τά ἄσπρα σαρίκια. Σ’ αὐτό τό παιχνίδι δέν πῆρε μέρος ὁ ‘Αγγελῆς. Δέν φόρεσε ἄσπρο σαρίκι.
‘Αλλά δέν πέρασαν πολλές μέρες ἀπό τότε καί ξέσπασε θύελλα. Τοῦρκοι φανατικοί, πού ἀπό διαδόσεις ἄκουσαν ὅτι ὁ χρυσοχόος ‘Αγγελῆς στή γιορτή δέν φόρεσε σαρίκι, πῆγαν στό σπίτι τοῦ ‘Αγγελῆ καί φώναζαν ὅτι, ἀφοῦ μιά φορά φόρεσε τό σαρίκι, πρέπει καί τώρα νά τό φορέση καί νά γίνη Τοῦρκος. Ἄδικα ο Ἀγγελής διαμαρτυρόταν καί ἔλεγε; –Ἐγώ ποτέ δέν φόρεσα σαρίκι, καί δέν μπορεῖτε νά μέ ἐκβιάσετε καί νά μέ κάνετε Τοῦρκο… Οἱ Τοῦρκοι ἐπέμεναν. Κάλεσαν στρατιῶτες καί τόν ὡδήγησαν στόν κατῆ.
Ἐκεῖ στό δικαστήριο ο Ἀγγελῆς εἶπε τήν ἀλήθεια, ὅτι διασκέδαζαν μαζί μέ τούς Τούρκους, ἀλλά οὔτε σαρίκι φόρεσε οὔτε ὁμολογία ἔκανε. Καί γι’ αὐτό πρέπει νά τόν ἀφήσουν ελεύθερο. Οἱ Τοῦρκοι ἐπέμεναν στήν κατηγορία, καί ἔτσι ἡ ὑπόθεσις τοῦ Ἀγγελῆ ἔφτασε στόν ἀνώτατο ἄρχοντα, τό βεζίρη. Καί ἐκεῖ ὁ Ἀγγελῆς ἀρνήθηκε τήν κατηγορία. Ὁ βεζίρης, ἄν καί ἔβλεπε ὅτι ἔλεγε ἀλήθεια ο Ἀγγελῆς, ὅμως θέλησε νά τόν πιέση καί νά τόν κάνη Τοῦρκο. – Γίνε Τοῦρκος, τοῦ ἔλεγε, καί ὅ,τι θέλεις θά σοῦ τό δώσουμε. – Ὅλα τά πλούτη νά μοῦ δώσετε, ἐγώ θρησκεία δέν ἀλλάζω, ἀπάντησε ο Ἀγγελῆς.
Τότε ὁ βεζίρης ἄρχισε νά τόν ἀπειλῆ, ὅτι θά τόν βασανίση σκληρά, ἄν δέν άλλάξη πίστι. Καί ὁ Ἀγγελῆς ἀπάντησε: – Ὅ,τι θέλεις κάνε με· δέρνε με, κόβε με, σφάζε με, κάψε με στή φωτιά, ρίξε με στά θηρία, βύθισέ με στή θάλασσα καί ὅ,τι ἄλλο θέλεις κάνε σέ τοῦτο τό πήλινό μου σῶμα. Ἐγώ τήν πίστι μου δέν τήν ἀλλάζω. Ἐγώ Τοῦρκος δέν γίνομαι… Ὁ βεζίρης ὅταν ἄκουσε τή θαρραλέα αὐτή ἀπάντησι τοῦ Ἀγγελῆ, ἐξωργίστηκε. Διέταξε νά τόν ρίξουν στή φυλακή καί ἐκεῖ νά τόν βασανίζουν ἄγρια.
Ὁ ‘Αγγελῆς στή φυλακή. Μέσα στή φυλακή μιά μέρα τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας Τοῦρκος γείτονάς του. Λυπήθηκε τήν οἰκογένειά του, πού ἔμεινε ἔρημη καί τοῦ συνέστησε νά μήν ἐπιμένη, ἀλλά νά γίνη Τοῦρκος, καί ἄν γίνη Τοῦρκος, νά μαζέψη ὅ,τι ἔχει, νά πάρη τή γυναῖκα του καί τά παιδιά του καί νά πάη σέ μακρινό ἄγνωστο τόπο καί ἐκεῖ νά ζῆ σάν χριστιανός. – Μή γένοιτο, ἀπάντησε ὁ ‘Αγγελῆς στήν πρότασι τοῦ γείτονά του Τούρκου, μή γένοιτο νά κάνω τέτοιο ἔγκλημα, νά ἀρνηθῶ τό Χριστό. Ὁ Χριστός ἔχυσε τό αἷμα του γιά μένα, καί τί εἶνε νά χύσω καί ἐγώ τό αἷμα μου γιά τήν ἀγάπη του;
Ὕστερα ἀπ’ τήν ἐπίσκεψι αὐτή οἱ Τοῦρκοι ἔστειλαν νά ἐπισκεφθῆ τόν Ἀγγελῆ ἡ γυναῖκα του. Ἤλπιζαν, ὅτι μέ τά δάκρυα τῆς γυναίκας του ὁ μάρτυρας θά λύγιζε καί γιά χάρι τῆς γυναίκας καί τῶν παιδιῶν του θά δεχὅταν νά γίνη Τοῦρκος. Ἦρθε ἡ γυναίκα του. Ἄρχισε νά κλαίη, νά φωνάζη καί νά τόν παρακαλῆ νά ὑποχωρήση γιά νά σώση τήν οἰκογένειά του. ‘Αλλ’ ὁ Ἀγγελῆς δέν κάμφθηκε οὔτε ἀπό τά δάκρυα τῆς γυναίκας του. ‘Αντίθετα, μέ τά θερμά λόγια πού τῆς εἶπε γιά τήν πίστι, κατώρθωσε νά τή στερεώση στήν πίστι, καί, ἀντί νά κλαίη, νά χαίρεται πού ὁ ἄντρας τῆς μένει πιστός στό Χριστό.
Ὁ βεζίρης ἔκανε μιά τελευταία προσπάθεια γιά νά τοῦ ἀλλάξη γνώμη. Ἀλλ’ ὁ ‘Αγγελῆς παρέμεινε ἀκλόνητος στήν ἀπόφασί του. Καί τότε διέταξε νά τόν ὁδηγήσουν στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Ἐκεῖ, κοντά στήν Ἁγία Σοφία, οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες ἔκοψαν τό κεφάλι του. Τό λείψανο τοῦ μάρτυρα ἔλαμπε μέ θεϊκό φῶς. Καθώς δέ διηγεῖται ἕνας ἅγιος ἐπίσκοπος τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, τρεῖς ἀπ’ τούς διῶκτες του Τοῦρκοι βρῆκαν οἰκτρό θάνατο καί ξεψυχώντας φώναζαν: – Ὦ ‘Αγγελῆ, ‘Αγγελῆ! Τό λείψανό του τό πῆραν οἱ χριστιανοί καί τό μετέφεραν σέ ἕνα μοναστήρι, καί ὁ ἡγούμενος τό ἔθαψε στόν τάφο τοῦ προκατόχου του ἡγουμένου. Τή νύχτα ὁ ἡγούμενος εἶδε ὅραμα. Ἄκουσε τή φωνή τοῦ προκατόχου του νά λέη: –Τί ἔκανες, ἡγούμενε, καί ἔθαψες τό ἅγιο λείψανο τοῦ μάρτυρα στόν τάφο τό δικό μου; Καί εἶμαι ἐγώ ἄξιος νά συγκατοικήσω μέ ἕνα τέτοιο μάρτυρα; Γι’ αὐτό σέ παρακαλῶ, ἤ ἐκεῖνον μετατόπισε ἤ τά δικά μου ὀστᾶ…
Βλέπετε, ἀγαπητοί μου χριστιανοί; Ἕνας λαϊκός χριστιανός μέ γυναίκα καί παιδιά, πολύτεκνος οἱκογενειάρχης, χρυσοχόος στό ἐπάγγελμα, πού ἔζησε μέσα στά φοβερά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, κατώρθωσε νά φτάση σέ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς καί πίστεως, νά γίνη ἀνώτερος ἀκόμα καί ἀπό καλόγερους καί ἀσκητάς, νά γίνη μάρτυρας Χριστοῦ. Καί σύ, ἀγαπητέ μου, πού ζῆς στόν κόσμο, μπορεῖς, ἄν θέλης, νά μιμηθῆς τό παράδειγμα τοῦ ἁγίου μάρτυρα ‘Αγγελῆ. Δέν σέ ἐμποδίζει οὔτε ἡ γυναίκα οὔτε ἡ οἰκογένεια οὔτε τό ἐπάγγελμα.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.