Αυγουστίνος Καντιώτης



ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ – ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ, ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΣΤΙΣ 6-9-1988, ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΕΤΕ, ΜΙΑ ΦΟΒΕΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΗ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΑΣ ΤΗΝ ΛΕΕΙ ΚΑΝΕΙΣ!

date Ιούλ 14th, 2016 | filed Filed under: ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΕΓΓΡ. π. ΑΥΓ
ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
«ΣΥΝΟΔΙΚΑ», σελ. 13

Μέρος Α΄

    •   H Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος, ὡς θεσμὸς ἐπιβληθεὶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ βαυαροκρατίας, μὲ σκοπὸν τὴν εὐκολωτέραν ὑποδούλωσιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ κράτος καί δὲν εἶνε σύμφωνος πρὸς τὴν ἀρχαία παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ – ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

1. ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

(Συνεδρία τῆς 6-9-1988)
Μητρ.Φλωρινης -ΑΓ.ΟΡΟΣΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΕ πρόεδρε, σεβασμιώτατοι σύνεδροι,
Ὡς μέλος καὶ ἐγὼ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς νέας περιόδου 1988-89, αἰσθάνομαι ἐν πρώτοις τὴν ψυχικὴν ἀνάγκην νὰ εὐχαριστήσω ἐκ βάθους καρδίας τὸν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὅστις ἐν τῆ ἀπείρω αὐτοῦ ἐλέει, ὕστερον ἀπὸ περιπέτειαν ὀδυνηρᾶς ἀσθενείας, μὲ ἠξίωσε νὰ εὑρίσκωμαι ὑγιὴς ἐν μέσω ὑμῶν. Ἐπιτραπήτω δὲ εἰς ἐμὲ κατὰ τὴν πρώτην αὐτὴν ἐμφάνισίν μου ἐνώπιόν σας μὲ γλῶσσαν ὡμῆς εἰλικρινείας, ὡς συνηθίζω νὰ ὁμιλῶ καὶ νὰ γράφω, νὰ εἴπω τὰ δέοντα, ἐλπίζων ὅτι θὰ μὲ ἀκούσετε μὲ ὑπομονήν.

* * *

Εὑρισκόμην εἰς περιοδίαν τῶν χωρίων τῆς παραμεθορίου περιοχῆς τῶν Πρεσπῶν, ὅτε ἔλαβον τὴν πρόσκλησιν του μακαριωτάτου προέδρου περὶ συμμετοχῆς μου εἰς τὴν σύνθεσιν τὴς νέας Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ εἰς τὰς έργασίας αὐτῆς. Ὁμολογῶ ὅτι πάλη τις παρετηρήθη εἰς τὸ βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ μου κόσμου. Διηρωτώμην τὶ ἔπρεπε νὰ πράξω˙ νὰ ἀποδεχθῶ τὴν πρόσκλησιν ἤ νὰ ἀρνηθῶ τὴν συμμετοχήν μου εἰς αὐτήν; Εἶνε γεγονός, ὅτι εἰς τὰ σύνορα τῆς φιλτάτης μας πατρίδος, εἰς τὴν Μακεδονίαν, οἱ ἀκρῖταί μας μὲ πολλὴν προθυμίαν καὶ μεγάλην συγκίνησιν ἀκούουν τοὺς λόγους τοῦ γέροντος ἐπισκόπου, καὶ θεωρῶ τὸν ἑαυτόν μου ἐκ τῆς ἐπόψεως αὐτῆς εὐτυχῆ. Ἀλλʼ ἐδῶ εἰς τὴν αἴθουσαν τῶν συνεδριάσεων τῆς ἱ. Συνόδου οἱ λόγοι μου, ὡς ἀπέδειξε τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ ἀπώτερο παρελθόν, – διατὶ νὰ τὸ ἀποκρύψω; – εἶνε τὸ ὀλιγώτερον δυσπαράδεκτοι, καὶ συχνὰ γίνονται ἀφορμὴ δυσαρεσκειῶν, ἐρίδων καὶ διαπληκτισμών ἀκόμη. Ὡς ἔχων προσωπικὴν πεῖραν τοῦ παελθόντος, ἔκλινα μᾶλλον πρὸς τὴν ἀπόφασιν νὰ μιμηθῶ τὸ παράδειγμα ἀειμνήστου ἱεράρχου τῶν Νέων Χωρῶν, ὅστις καλούμενος ὡς μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου δὲν ἀπεδέχετο τὴν πρόσκληση καὶ δὲν κατήρχετο εἰς Ἀθήνας, προτιμῶν νὰ παραμένη πλησίον τοῦ ποιμνίου του παρὰ νὰ εὑρίσκεται εἰς τὸ κλεινὸν ἄστυ. Τὰς σκέψεις μου δὲ ταύτας ἐξεμυστηρεύθην εἰς φίλους καὶ σεβαστὰ πρόσωπα, οἱ ὁποῖοι ὅμως μοῦ συνέστησαν νʼ ἀποδεχθῶ τὴν πρόσκλησιν. Καὶ ἰδοὺ ὁ ὑποφαινόμενος, ὁ γηραιότερος τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὑρίσκομαι ἐν μέσω ὑμῶν κατὰ τὴν πρώτην αὐτὴν συνεδρίαν. Ἐπιθυμῶ λοιπὸν νὰ παρατηρήσω τὰ ἐξῆς.

1. Ἐν πρώτοις, ὡς καὶ ἄλλοτε προφορικῶς καὶ γραπτῶς ὑπεστήριξα, ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος, ὡς θεσμὸς ἐπιβληθεὶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ βαυαροκρατίας, μὲ σκοπὸν τὴν εὐκολωτέραν ὑποδούλωσιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ κράτος, δὲν εἶνε σύμφωνος πρὸς τὴν ἀρχαίαν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διότι αὕτη, διὰ τοπικῶν καὶ οἰκουμενικῶς Συνόδων, ὥρισεν ἵνα οἱ ἱεράρχαι τοπικῆς τινος ἐκκλησίας συνέρχωνται εἰς σύνοδον δὶς τοῦ ἔτους, ἄνοιξιν καὶ φθινόπωρον, καὶ ἐν Πνεύματι Ἁγίω ἐπιλύουν τὰ ἑκάστοτε ἀνακύπτοντα ζητήματα (βλέπε ἱ. κανόνας˙ ΛΖ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Ε΄ τῆς Α΄, ΙΘ΄ τῆς Β΄, Η΄ τῆς Πενθέκτης, ΣΤ΄ τῆς Ζ΄ οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ Μ΄ τῆς ἐν Λαοδικεία, ΙΗ΄ τῆς ἐν Καρθαγένη τοπικῶν Συνόδων, ὡς καὶ ἀξιόλογον ὑπόμνημα ὑπεβληθὲν ὑπὸ της Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸ ἔτος 1930 εἰς τὸν τότε πρωθυπουργὸν τῆς χώρας ἀείμνηστον Ἐλ. Βενιζέλον και γνωμοδότησιν τοῦ εισαγγελέως τοῦ Ἀρειου Πάγου Δημ. Τζιβανοπούλου εἰς τὸ περιοδικὸν «Ἐκκλησία», τόμ. 1930, σελ. 1-8).
Ἡ Ὀρθόδοξος λοιπὸν Ἐκκλησία συμφώνως πρὸς τοὺς ἀνωτέρω ἱ. κανόνας, δὲν διοικεῖται δικτατορικῶς καὶ ἀπολυταρχικῶς ὡς ὁ παπισμός, ἀλλʼ ἐν γνησίω δημοκρατικῶ πνεύματι, ὅπερ εἶνε τὸ ἀκραιφνὲς χριστιανικόν, ὑπὸ τὸν φωτισμὸν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τοῦ προεδεύοντος οὐσιαστικῶς καὶ ἀοράτως κατὰ τὰς ἱ. συνάξεις καὶ ἐξασφαλίζοντος ἐλευθέραν συζήτησιν καὶ ἀβίαστον λῆψιν ἀποφάσεων. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὡς παρατηρεῖ σοφὸς ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, εἶνε Ἐκκλησία τῶν Συνόδων. «Οὐδεμία Σύνοδος» γράφει, «ἠγνόησε μέχρι τώρα τὸν λαόν. Οὐδεμία Σύνοδος ἠγνοήθη ὑπὸ τοῦ λαοῦ. Οὐδέποτε οἱ Πατέρες συνεδρίασαν μυστικῶς, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων ἠθέλησαν νὰ ἐπιβάλουν τὰς ληφθείσας ἀποφάσεις ἐπὶ τοῦ λαοῦ. Ἀρκεῖ νὰ ένθυμηθῶμεν πόσον ἀκριβὰ ἐπλήρωσε τὴν παράβασιν τοῦ χρυσοῦ τούτου κανόνος ἡ βεβιασμένη ἐν Φλωρεντία Σύνοδος, ἐπειδὴ ἐκώφευσεν εἰς τὰς διαμαρτυρίας καὶ περιεφρόνησε τὴν ἀντίδρασιν τοῦ λαοῦ τοῦ Βυζαντίου. Τὸ τέλος της ἦτο νʼ ἀποδοκιμασθῆ καὶ νὰ συναντήση τὴν μῆνιν καὶ τὴν ἀγανάκτησιν. Διὰ τοῦτο ἀπέτυχε καὶ αἱ ἀποφάσεις της ναυαγήσασαι οὐδὲν κῦρος ἀπέκτησαν» (βλ. ἐπισκόπου Μελόης Αἰμιλιανοῦ, «Ἐκκλησία τῶν Συνόδων», Ἀθῆναι 1963, σελ. 7).

2. Ἐν τῆ Αὐτοκεφάλω Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὸ σύστημα τοῦτο τῆς ὑπὸ τῆς Ἱεραρχίας διοικήσεώς της κατηργήθη ἐπὶ τῆς βαυαροκρατίας, μετὰ παρέλευσιν δὲ 80 καὶ πλέον ἐτῶν, ἐπὶ ἀρχιεπισκοπείας Χρυσοστόμου Α΄ τοῦ Παπαδοπούλου, ἐπανῆλθε ὀλίγον ἐκ νέου, ἀλλὰ καὶ πάλιν ἐπανῆλθε, διὰ νὰ ἀτονήση τελικῶς καὶ ἐν πολλοῖς νὰ ἀχρηστευθῆ. Καὶ ναὶ μὲν ὑπὸ τοῦ ἰσχύοντος Καταστατικοῦ Χάρτου ἡ Ἱεραρχία θεωρεῖται ἀνωτάτη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή – ἡ ὁποία δὲν νὰ συγκαλῆται τακτικῶς κατʼ ἔτος (τὸν μῆνα Ὀκτώβριον) -, ἐν τούτοις ὅμως ἄνευ σοβαρᾶς συζητήσεως καὶ ἐν μέσω θορύβων καὶ κατὰ τρόπον ὑφαρπαγῆς τῶν ψήφων ἀπεφασίσθη (;!) ἡ ἀνὰ τριετίαν σύγκλησις τῆς Ἱεραρχίας. Ἀλλὰ τοῦτο καὶ πάλιν προσκρούει εἰς ἐπαχθεστάτην διάταξιν τοῦ Καταστατικοῦ, καθʼ ἥν τὴν Ἱεραρχίαν δύναται νὰ συγκαλέση ἐκτάκτως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὁπόταν θελήση, ἐνῶ οἱ ἱεράρχαι, καὶ ὅταν ἀκόμη ἀποτελοῦν σοβαρὸν ἀριθμόν, δὲν δύνανται νὰ τὴν συγκαλέσουν. Ἀπὸ δὲ τοῦ ἔτους 1977 καὶ μέχρι σήμερον δὲν κατωρθώθη οὐδὲ ἄπαξ νὰ συγκληθῆ ἡ Ἱεραρχία κατόπιν αἰτήσεως μιᾶς μεγάλης μερίδος Ἱεραρχῶν, διὸ καὶ σπουδαιότατα θέματα ἐτάφησαν ὑπὸ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκυριάρχει καὶ κυριαρχεῖ ἡ γνώμη τοῦ πρώτου, παρʼ ὅτι οὗτος θεωρεῖται primus inter pares (=πρῶτος μεταξὺ ἴσων) καὶ διαθέτει μίαν μόνον ψῆφον (τὴν ἰδικήν του), ἐνίοτε δὲ δύο. Ἀπολυταρχικὸν καθεστώς, ὅλως ἀντίθετον πρὸς τὴν ὑπὸ τῶν ἱ. κανόνων ὁριζομένην τάξιν καὶ ἀκρίβειαν.
3. Οὕτω ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ἔχων ἐκ τῶν προτέρων ἐσχηματισμένας γνώμας καὶ εἰλημμένας ἀποφάσεις, διαμορφωθείσας ἐν μέσω στενοῦ κύκλου συμβούλων, ἐμφανίζεται εἰς τὴν Διαρκῆ Ἱερὰν Σύνοδον ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας, ἔνθα δὲν ἀφήνεται περιθώριον ἵνα διεξαχθῆ ἀνέτως εὐρεῖα συζήτησις κατὰ βάθος καὶ πλάτος καὶ ἐξαχθοῦν ἐν συνεχεία ἀβιάστως ἀποφάσεις, καὶ ἐπιβάλλει σχεδὸν πάντοτε τὴν γνώμην του. Αἱ τοιαῦται δὲ ἀποφάσεις παρουσιάζονται συνήθως ὡς ἔκφρασις τῆς ἱ. Συνόδου, ἀλλʼ ἐν τῆ πραγματικότητι δὲν εἶνε. Καὶ δὲν εἶνε, διότι – ἄς εἴπωμεν τὴν πικρὰν ἀλήθειαν – εἰς πολλοὺς ἀρχιερεῖς ἐλλείπει τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ ἡ παρρησία.
4. Πῶς ὅμως νὰ ὑπάρχη παρρησία καὶ θάρρος, ὅταν ἐπὶ τῆς σημερινῆς δημοκρατικῆς κυβερνήσεως, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀντιδράσεως τοῦ ἀρχιεπισκόπου, ἐψηφίσθη ὑπὸ τῆς Βουλῆς λίαν ἐπαίσχυντος, ἀντιδημοκρατικὴ καὶ ἀντιχριστιανικὴ διάταξις, ἐπὶ τῆ βάσει τῆς ὁποίας πᾶς ἀνεπιθύμητος μητροπολίτης, μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι διαταράσσει τὴν εἰρήνην τῆς Ἐκκλησίας δύναται νʼἀπολύεται ὑπὸ τοῦ πανισχύρου ἀρχιεπισκόπου; Ἡ διάταξις αὕτη, ἀφʼ ἧς ἐψηφίσθη ἐπικρέμαται δυστυχῶς ὡς δαμόκλειος σπάθη ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ὅλων τῶν ἱεραρχῶν. Ἐντεῦθεν, παρὰ τὰς ἑκάστοτε προβαλλομένας σποραδικὰς καὶ ἀσθενεῖς διαμαρτυρίας ἐνίων ἱεραρχῶν, τελικῶς ἐπικρατεῖ σιγὴ νεκροταφείου…
Λέγω δὲ τὰ ἀνωτέρω, παρʼ ὅτι γνωρίζω ὅτι, ὁσονδήποτε καλῶς καὶ ἄν ὁμιλήσω, δὲν θὰ τύχω τῆς προσδοκωμένης ἀνταποκρίσεως ἐκ μέρους τῶν περισσοτέρων σεβ. συνέδρων, διότι εἶμαι ἕνας ἀπλοῦς σύνεδρος καὶ δὲν διαθέτω ἐκ προοιμίου τὴν πλειονοψηφίαν. Ἐνῶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος, καθʼ οἱονδήποτε τρόπον καὶ ἄν ὁμιλήση, καὶ ἐν ἧ περιπτώσει δὲν εἴπη ἀξιόλογα καὶ τεκμηριωμένα πράγματα, τελικῶς θὰ ἐπιβάλη τὴν γνώμην του διὰ τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους ἀνέπτυξα προηγουμένως.

* * *

Πρὸς δημιουργίαν ὅθεν νέου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος, ὑποβοηθοῦντος τὴν κανονικὴν καὶ εὔρυθμον λειτουργίαν τῶν ὀργάνων διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, εἶνε ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ συγκληθῆ ἐκτάκτως ἡ Ἱεραρχία, ἵνα συζητηθοῦν τὰ ἐξῆς θέματα.
α΄) Ἡ τροποποίησις τῶν Κανονισμῶν Λειτουργίας τῶν ἀνωτάτων διοικητικῶν ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας (Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καὶ Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου), καθʼὅσον περιέχονται εἰς αὐτοὺς διατάξεις, αἱ ὁποῖαι ἐμποδίζουν τὴν ἔκφρασιν τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως, ὡς ἀπέδειξαν τραγικὰ γεγονότα κατὰ τὰς συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας τὴν τελευταίαν δεκαπενταετίαν. Εἶνε ἀπαράδεκτον λ.χ., ἱεράρχης διαφωνῶν – ὄχι ἐπὶ δογματικῶν θεμάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἐπιβάλλεται ὁμοφωνία, ἀλλʼ
ἐπὶ ἄλλων ζητημάτων διοικητικῆς φύσεως – νὰ παρουσιάζεται οὗτος τελικῶς ὡς συμφωνῶν, καὶ οὕτω τὸ κῦρος αὐτοῦ νὰ ἐκτίθεται δημοσίως.
β΄) Ἡ κατάργησις τῆς κακλαμανείου διατάξεως, ψηφισθείσης χωρὶς τὴν γνώμην τῆς Ἱεραρχίας, καθʼ ὅσον οὔτε ἐπὶ δικτατορίας ἐπεχειρήθη νὰ ἐπιβληθῆ παρομοία διάταξις.
γ΄) Ἡ ἀλλαγὴ εἰς τὸν τρόπον ἐκλογῆς ἀρχιεπισκόπου καὶ μητροπολιτῶν. Εἰς τὸ ἐξῆς αἱ ἐκλογαὶ δὲν νὰ μὴ διεξάγωνται ὑπὸ μόνης τῆς Ἱεραρχίας, ἀλλὰ νὰ διενεργῶνται διὰ συμμετοχῆς καὶ ἀντιπροσώπων τοῦ κλήρου καὶ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, ὡς ὑπεστηρίχθη καὶ ἄλλοτε κατὰ τὸ παρελθὸν ὄχι μόνον ὑπὸ τοῦ ὑποφαινομένου ἀλλὰ καὶ ὑπὸ ἄλλων εἰδημόνων. Ὑπογραμμίζομεν τὴν φράσιν «εὐσεβοῦς λαοῦ», διότι ὁ εὐσεβὴς λαός, ἐν μέσω τῆς φοβερᾶς ἀποστασίας τοῦ αἰῶνός μας, ἀποτελεῖ τὸ μικρὸν ποίμνιον καὶ ἔχει κατὰ τὸ κανονικὸν δἰκαιον ὄχι μόνον καθήκοντα ἀλλὰ καὶ δικαιώματα ἐν τῆ Ἐκκλησία (βλ. ἡμέτερον βιβλίον «Ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία», ἔκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1988).

Μακαριώτατε πρόεδρε, σεβασμιώτατοι σύνεδροι,
Ἡ ἐπικρατοῦσα παρʼ ἡμῖν ἐκκλησιαστικὴ κατάστασις, ἐὰν θέλωμεν νὰ ἐξετάσωμεν αὐτὴν μὲ κριτήρια εὐαγγελικὰ καὶ ἁγιοπατερικά, δὲν εἶνε καθόλου εὐχάριστος. Ὁ λαός μας, ἐκτὸς τῆς τηρήσεως καὶ συμμορφώσεώς του πρὸς ὡρισμένους ἐκκλησιαστικοὺς τύπους, παραμένει ἐν τῶ συνόλω αὐτοῦ κυριολεκτικῶς ἀποίμαντος, στερούμενος βαθείας πνευματικῆς μερίμνης καὶ καλλιεργείας εἰς τοὺς χαλεποὺς τούτους καιρούς. Χίλιαι καὶ πλέον ἐνορίαι εἰς ὅλην τὴν ἐπικράτειαν, καὶ ἰδίως εἰς τὰς ἀκριτικὰς περιοχάς, παραμένουν ἄνευ τακτικῶν ἐφημερίων. Ἀλλὰ καὶ εἰς πλείστας ἄλλας ἐνορίας οἱ ἐφημέριοι δὲν παραμένουν εἰς τὰς ἔδρας των, μόνον δὲ κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ τὰς μεγάλας ἑορτὰς παρουσιάζονται. Ἀσκεῖται, ὡς ἄλλοτε εἴπομεν, τηλεποιμαντορία! Οἱ αἱρετικοὶ πάσης φύσεως περιοδεύον ἀκωλύτως τὴν πατρίδα μας καὶ ἀλιεύουν ὀπαδοὺς – θύματα. Τὰ λεγόμενα «τυχερά», εἶδος χριστεμπορίας, ὀργιάζουν. Ζωντανός, προφητικός, εὐαγγελικὸς λόγος, καθὼς παρετήρησεν ἐσχάτως εἰς καθημερινὴν ἐφημερίδα τῆς πρωτευούσης ἕνας ἐκ τῶν πλέον μορφωμένων νεωτέρων ἱεραρχῶν, δὲν ἀκούγεται πλέον. Λιβανωτὸς κολακείας προσφέρεται συνήθως εἰς πολιτικοὺς ἄρχοντας, ἔστω καὶ ἐὰν οὗτοι διαπράττουν δημοσίως σκάνδαλα καὶ ἔχουν διακόψει πρὸ πολλοῦ πᾶσαν οὐσιαστικὴν σχέσιν μὲ τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστῶν καὶ ζηλωτῶν κληρικῶν συνεχῶς μειοῦται. Καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, τὶ πράττομεν; Ἀτάραχοι παίζομεν τὸν πλαγίαυλόν μας, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε σάλπιγγες νὰ ἠχήσουν ζωηρῶς καὶ σφενδόναι νὰ χρησιμοποιηθοῦν καταλλήλως, ἵνα ἐκδιωχθοῦν οἱ νοητοὶ λύκοι ἐκ τῆς ἱερᾶς ποίμνης. Ἡ Ἐκκλησία μας δυστυχῶς παρουσιάζεται πνευματικῶς νεκρά.
Ἄς μὴ μᾶς παραπλανοῦν, ὡς εἴπομεν, ὡρισμέναι ἐξωτερικαὶ ἐκδηλώσεις εὐλαβείας τῶν πιστῶν. Ταῦτα δὲν ἐκφράζουν τὸ γνήσιον ἀντιστασιακὸν καὶ πατερικὸν πνεῦμα τῆς ἀείποτε μαχομένης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ συνιστοῦν μίαν νωθρὰν ἐκκλησίαν. Πρὸς μίαν δὲ τοιαύτην ἐκκλησίαν ἁρμόζει ὁ λόγος τοῦ ἀγγέλου τῆς Ἀποκαλύψεως˙ «Οῖδά σου τὰ ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῆς, καὶ νεκρὸς εἶ» (Ἀποκ. 3, 1).

Παρετηρήθη ἀληθῶς παρήγορον φαινόμενον κατὰ τὸ παρελθὸν ἔτος, ὅτε λόγω τῆς ἐπικειμένης τότε ψηφίσεως τοῦ ν. 1.700/1987 κάποια ἀφύπνισις τοῦ λαοῦ ἐγένετο, ἡ ὁποία ἐτάραξε κοάζοντας βατράχους τῶν λιμναζόντων ὑδάτων. Ἐφάνη τότε ὅτι θὰ ἀνέτελλον καλύτεραι ἡμέραι διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀλλʼ ἡ ἀφύπνισις ἐκείνη διήρκησε δυστυχῶς πολὺ ὀλίγον. Διὰ λόγους γνωστοὺς εἰς τὸ πανελλήνιον ἐπῆλθε συντόμως ὁ πολυθρύλητος συμβιβασμὸς κράτους καὶ Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν ἀποτελεῖ ἔκφρασιν σύμπασης τῆς Ἐκκλησίας. Οὕτω ἡ χειμερία νάρκη ἐπανῆλθε καὶ πάλιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ὑπὸ τοιαύτην διοίκησιν, ὡς ἔλεγεν ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς θεολογίας Χρ. Ἀνδροῦτσος, θὰ συνεχισθῆ ὡς ρουτίνα, τὴν αὐτὴν πλάκα τοῦ γραμμοφώνου ἐπαναλαμβάνουσα κατὰ τὸν σατιρικὸν Λασκαρᾶτον.
Γέρων ἐγὼ ἐπίσκοπος, ὑπηρετήσας μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν καὶ Γένος ἐπὶ ἥμισυ καὶ πλέον αἰῶνος, μελαγχολῶ καὶ ἀναστενάζω ἀναλογιζόμενος τὰ ἀνωτέρω. Ἐὰν δὲ ἀντιληφθῶ ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅτι καὶ ἡ παροῦσα Σύνοδος πρόκειται νὰ συνεχίση τὴν ἰδίαν τακτικήν, χωρὶς διάθεσιν νὰ παρουσιάση τι τὸ ἔκτακτον καὶ σπουδαῖον πρὸς ἀναζωπύρωσιν καὶ ἀνανέωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου κατὰ τὰ ἁγιογραφικὰ πρότυπα, θὰ σκεφθῶ σοβαρῶς τὴν περαιτέρω παραμονήν μου εἰς αὐτήν. Δόξα δὲ τῶ Θεῶ, διότι εἰς τὴν ἀκριτικήν μου ἐπαρχίαν ὑπάρχει λαός, ὁ ὁποῖος ἀναμένει μετὰ προσοχῆς καὶ συγκινήσεως νὰ ἐνωτισθῆ τοὺς λόγους τοῦ ἐπισκόπου του. Πρὸς τὶ νὰ παραμένω ἐδῶ καὶ νὰ συγκρούωμαι μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπον ἤ καὶ ἄλλους ἱεράρχας, χωρὶς κανένα οὐσιαστικὸν ἀποτέλεσμα;
Ἀλλʼ εἰ καὶ οὕτω λαλοῦμεν καὶ γράφομεν, δὲν παύομεν νὰ ἐλπίζωμεν τὰ κρείττονα (Ἑβρ. 6, 9). Ἐν πάση δὲ περιπτώσει θεωρῶ ὑποχρέωσίν μου νὰ δηλώσω ἐξ ἀρχῆς πρὸς τὸν εὐσεβῆ κλῆρον καὶ τὸν πιστὸν λαόν, ὁ ὁποῖος παρακολουθεῖ τὰς συνεδριάσεις μας, ὅτι παρὰ τὴν ἀτέλειαν καὶ ἁμαρτωλότητά μου θὰ ὑπερασπίσω τὸ κανονικὸν ἐπισκοπικὸν δικαίωμά μου, ἐκφράζων καὶ διακηρύττων ἐλευθέρως τὴν γνώμην μου. Αἱ συνεδριάσεις τῆς Ἱ. Συνόδου ἐπʼ οὐδενὶ πρέπει νὰ παρουσιάζουν τὴν μορφὴν τῶν συνεδριάσεων μυστικῆς τινος ὀργανώσεως, εἰς τὴν ὁποίαν, ἐπὶ ἀπειλῆς ἐκπτώσεως, ἐκβιάζονται οἱ σύνεδροι. Ὁ πιστὸς λαὸς πρέπει νὰ ἐνημερώνεται καὶ νὰ λαμβάνη ὁπωσδήποτε γνῶσιν τῶν συζητήσεων καὶ ἀποφάσεών μας, ἐὰν θέλωμεν νὰ εἴμεθα σὐμφωνοι πρὸς τὰς Γραφὰς καὶ τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.