Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ – ΤΟ ΚΟΣΜΟΧΑΡΜΟΣΥΝΟ ΑΓΓΕΛΙΚΟ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ: «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»! — «ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ»! Μηπως υπαρχει κανεις που αμφιβαλλει; (Γεγονοτα και μαρτυριες – Σημαντικες λεπτομερειες)

date Απρ 17th, 2017 | filed Filed under: ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟ

Κυριακὴ τοῦ Πάσχα
Tοῦ  Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Γεγονοτα και μαρτυριες

ΠΩΣ ἀλλΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΥΡΙΟΥ ιστ.ιῶς νὰ σᾶς προσφωνήσω σήμερα, ἀγαπητά μου ἀδέρφια; Χίλιες ἄλλες προσφωνήσεις νὰ σᾶς κάνω, δὲν ἔχουν τόση ἀ­ξία. Μιὰ προσφώνησις τώρα ἁρμόζει. Αὐτὴ ὑπερ­έχει, αὐτὴ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὁποιαδήπο­τε ἄλλη προσφώνησι. Ἀφήνον­τας λοιπὸν ὅ­λες τὶς ἄλ­λες προσρήσεις καὶ πα­ραμερίζον­τας κάθε ἄλ­λο χαιρετισμό, σᾶς προσφωνῶ μὲ τὸ κοσμοχαρμόσυνο μήνυμα, μὲ τὸν χαιρετισμὸ τῶν δύο λέξεων, μὲ τὸ ἀγ­γελικό, τὸ μυρο­φορικό, τὸ ἀποστολικὸ «Χριστὸς ἀνέστη»! — «᾿Αληθῶς ἀνέστη»!
Αὐτὴ εἶνε ἡ καλυτέρα προσφώνησις, δὲν ὑπάρχει ἄλλη νὰ σᾶς ἀπευθύνω. Μὲ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» σᾶς χαιρετίζω. Αὐτὸ τὸ γεγο­νὸς κυριαρχεῖ, αὐτὸ ἑορτάζουμε καὶ πανηγυρίζουμε. Καὶ θὰ τὸ ἑορτάζουμε μέχρι τῆς Ἀ­ναλήψεως, ἐπὶ σαράντα ἡμέρες.
Ἐρωτῶ· μήπως ὑπάρχει κανεὶς ποὺ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ; Μετα­ξὺ τῶν ὀρ­θοδόξων δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ οὔ­τε ἕ­νας, εἴτε νέος εἴτε ἡλικιωμένος, ποὺ νά ᾿χῃ ἀμφιβολία ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος. Ἡ Ἀ­νάστασις, τὸ ὅτι ὁ Κύριος ἀνέστη, εἶνε ἕνα ἱ­στορικὸ γεγονός.
―Μὰ ἔχουμε τώρα ἐμεῖς ἀποδείξεις, σοῦ λέει ὁ ἄπιστος καὶ ὁ ἄθεος, ὅτι ἀνέστη ὁ Χριστός; Ποῦ μποροῦμε νὰ τὸ στηρίξουμε αὐτό, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε;

* * *

Ἐν συγκρίσει μὲ κάθε ἄλλο γεγονός, ἀδελφοί μου, ἡ Ἀ­νάστασις τοῦ Κυρίου εἶνε τὸ περισσότερο μαρτυρημένο, κα­τωχυρωμένο καὶ βέβαιο. Ἂν ἀμφισβητήσουμε αὐτό, τότε πολὺ περισσότερο θὰ πρέπῃ ν’ ἀμφισβητήσουμε ἄλλα γεγονότα ποὺ ἐκθέτει ἡ ἱστορία.
Σᾶς ἐρωτῶ· τὰ διάφορα ἱστορικὰ γεγονό­τα, ποὺ διδασκόμαστε στὰ σχολεῖα, ποιός τὰ εἶδε μὲ τὰ μάτια του, ποιός τ᾿ ἄκουσε μὲ τ᾿ αὐ­τιά του, ποιός ἦταν παρὼν σ’ αὐτὰ καὶ τὰ βε­βαιώνει; Δίνουμε σημασία στὶς μαρτυρίες αὐτῶν ποὺ ἦταν παρόντες. Ἐὰν λοιπὸν γίνῃ μία σύγκρισις, θὰ δοῦμε ὅτι κανένα ἄλλο γεγονὸς δὲν μαρτυρεῖται τόσο πολὺ ὅσο τὸ ἱ­στορικὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως· κανένα ἄλλο δὲν ἔχει τόσους μάρτυρες ὅσους αὐτό.
᾿Ερωτᾷ λ.χ. κάποιος· Στὴν Ἑλλά­δα, τὸν 5ο π.Χ. αἰῶνα, ἔγιναν οἱ λεγόμενοι Περσικοὶ πό­λεμοι· ποιός μαρτυρεῖ καὶ μᾶς βεβαιώνει γι᾿ αὐτούς; Ἦταν κανεὶς στὴ μάχη τοῦ Μαραθῶ­νος, στὰ στενὰ τῶν Θερμοπυλῶν, στὴ ναυμα­χία τῆς Σαλαμῖνος; Ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ εἶδε τὰ ὅσα συνέβησαν; Ποιός μαρτυρεῖ καὶ βεβαιώνει γι’ αὐτά; Ἡ ἀπάντησις εἶνε· ἕνας καὶ μόνο μαρτυ­­ρεῖ. Περσικὲς πηγὲς δὲν ἔ­χου­με γιὰ ν᾿ ἀν­τλήσουμε ἀπὸ ’κείνη τὴν πλευ­ρὰ πληροφορί­ες· δὲν ὑπάρχουν ἄλλα στοιχεῖα. Ἔχουμε μό­νο ἕνα μάρτυρα. Ἕνας ἱστορικὸς μαρτυρεῖ, ὅτι ἔγιναν αὐτοὶ οἱ πόλεμοι. Ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ ἱστορικός; Εἶνε ὁ Ἡρόδοτος. Καὶ εἶνε ἀρκε­τὸς ἕνας μάρτυρας, ὁ Ἡρό­δοτος, γιὰ νὰ βεβαιώσῃ τὴν ἀλήθεια τῶν γεγονότων; Ὅλοι ἀ­παντοῦν· ναί, ἀρκεῖ ὁ ἕνας αὐτός.
᾿Εὰν πάλι θέσουμε τὸ ἐρώτημα γιὰ τὶς διαμάχες ποὺ ἔγιναν στὴν Ἑλλάδα μεταξὺ τῶν ἑλληνικῶν πόλεων ―γιατὶ εἶνε, βλέπετε, πλη­γὴ αἰώνων αὐτὴ ἡ διχόνοια, σα­­ράκι ποὺ μᾶς τρώει―, τί ἀπάντησι λαμβάνουμε; Ἐννοῶ τὸν Πελοποννησιακὸ πόλεμο, ποὺ διεξήχθη μετα­ξὺ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν Ἀθηναίων, ἄρχι­σε τὸ 431 π.Χ. καὶ κράτησε 27 χρόνια, ποιός μαρτυρεῖ γιὰ τὸν πόλεμο αὐτόν; Ἕνας μόνο καὶ πάλι. Ποιός; Ὁ Θουκυδίδης· εἶνε ὁ ἱστορικὸς τοῦ ἐμφυλίου αὐτοῦ σπαραγμοῦ.
Ἐὰν πάλι μᾶς ἐρωτήσουν γιὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου στὰ τέλη τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνος, ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ ᾿δῶ μὲ μιὰ χούφτα Μακεδόνες, πέρασε τὰ Δαρδανέλλια, προχώρησε στὴ Μικρὰ Ἀσία, κ’ ἔφτασε μέχρι κάτω στὶς ᾿Ινδίες, στὸ Γάγγη ποταμό, ποιός μαρτυρεῖ; Τὰ εἶδε κανεὶς αὐτά; Ἕνας καὶ πάλι. Ποιός; Ὁ Ἀρριανός. Ἐστενοχωρεῖτο μά­λιστα, λένε, ὁ Ἀλέξανδρος ποὺ δὲν εἶχε ἕνα πιὸ ἀξιόλογο ἱστορικὸ νὰ ἱστορήσῃ τὰ κατορθώματά του. Ἐν τούτοις ὅλοι ἀρκοῦνται στὸν Ἀρριανό.
Ἔτσι γράφεται, ἀγαπητοί μου, ἡ ἱστορία· ἀ­πὸ τοὺς πρὸ Χριστοῦ αἰῶνες μέχρι σήμερα, μέχρι τὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία καὶ τὸ ἔ­πος τοῦ ᾽40, ποὺ ἔλαβαν μέρος οἱ πατέρες καὶ οἱ παπποῦδες μας. Πάντοτε ἡ ἱστορία, γιὰ νὰ στηριχθῇ, ζητάει μάρτυρες· πολλοὺς εἰ δυ­νατόν· ἀλλ’ ἔστω καὶ ἕνας φτάνει. Ἀπαιτεῖ­ται μόνο, αὐτοὶ ποὺ γράφουν νὰ ἦταν παρόν­τες σ’ αὐτὰ ποὺ ἱστοροῦν, εἰλικρινεῖς, ἀψευδεῖς, ἀμερόληπτοι.
Ὅλοι καταλαβαίνουμε τί διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ μάρτυρος καὶ μάρτυρος. Εἴδατε τί γίνεται καὶ στὰ δικαστήρια. Ὅταν πάῃ κάποιος νὰ καταθέσῃ γιὰ μιὰ ὑπόθεσι, ὁ πρόεδρος τὸν ρωτάει· Ἤσουν ἐκεῖ ἢ δὲν ἤσουν; Ἂν πῇ ὅτι ἦταν, ἡ κατάθεσί του βαρύνει. Ἂν πάλι δὲν εἶ­νε εἰλικρινής, ἕνας εὐφυὴς δικαστὴς ποὺ κατ­έχει κι ἀπὸ ψυχολογία τὸν πιάνει. Ἂς φω­νάζῃ αὐτός, Κύριε πρόεδρε ἐγὼ ἤμουν ἐ­κεῖ!… Ὁ δικαστὴς τὸν καταλαβαίνει ἀμέσως. Γιατί; Δι­ότι αὐτὸς ποὺ εἶνε αὐτόπτης ἑνὸς γεγο­νότος διαφέρει ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἦταν ἐ­κεῖ. Ζητοῦνται αὐτόπται μάρτυρες. Καὶ ὑ­πάρ­χουν μάρτυρες αὐτόπται καὶ …μὴ αὐτόπται.
Πῶς θὰ καταλάβουμε ἂν κάποιος εἶνε ἢ δὲν εἶνε αὐτόπτης ἑνὸς γεγονότος; Ἂς πά­ρουμε παράδειγμα ὅσα συνέβησαν στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἔγινε πόλεμος, στὸν ὁποῖο ἐπιστρατεύθηκαν οἱ πατεράδες καὶ οἱ παπποῦ­δες μας· κατόπιν οἱ ἱστορικοὶ ἔρχονται καὶ γράφουν τὴν ἱστορία τῆς Μικρασιατικῆς ἐκ­στρατείας, κ’ ἔχουν ἐκδοθῆ ἕως τώρα διάφορα ἔργα. Ἂν τώρα συναντήσῃς ἕναν ἀπὸ τοὺς γέροντες ἐκείνους μαχητὰς τῶν ἐπιχειρήσεων, ποὺ ἔφθασε μέχρι τὴν Ἄγκυρα, ἂς εἶνε καὶ τσοπάνης, θὰ καταλάβῃς ἀμέσως ἀπὸ τὴν πρώτη κουβέντα του, ὅτι αὐτὸς πῆγε πρά­γμα­τι στὴ Μικρὰ Ἀσία. Πῶς τὸ καταλαβαί­νεις; Ἀπὸ ὅλο τὸν τρόπο ποὺ διηγεῖται. —Ἤμασταν στὴν τάδε τοποθεσία· στρατοπεδεύσαμε κοντὰ στὰ βράχια· διανυκτερεύσαμε ἐκεῖ κοντὰ στὸ Σαγγάριο· τὴ νύχτα κάναμε ἕναν ὕπνο καὶ ἄκουγες τὸ βουητὸ τοῦ ποταμοῦ· ξα­φνικὰ ―σοῦ διηγεῖται ὁ τσοπάνης― ἄρχισαν νὰ πέφτουν ἀπάνω μας πυρά· σὲ μιὰ στι­γμή, ἐκεῖ ποὺ διψασμένοι κατεβήκαμε στὸ ποταμάκι νὰ πιοῦμε λίγο νεράκι, μᾶς ἦρθε ἕνα βλῆμμα· σὲ κάποιο σημεῖο, ποὺ τὰ νερὰ ἦταν βαθειά, ἔπεσε μιὰ γέφυρα καὶ περάσαμε ἀπέναντι μὲ βάρκα· πιὸ πέρα, καθὼς καθί­σαμε νὰ φᾶμε, μᾶς ἦρθαν κάτι μπόμπες κι ἀ­φήσαμε τὰ καζάνια καὶ φύγαμε ἀπὸ ἐκεῖ… Σοῦ λέει, δηλαδή, λεπτομέρειες· τέτοιες λεπτομέρειες, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τὶς πλάσῃ ὁ καθένας. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ μερικοὶ παραμυ­θᾶδες, ποὺ πλάθουν μὲ τὴ φαντασία· «δῶσ’ του κλῶτσο νὰ γυρίσῃ, παραμύθι ν’ ἀρχινί­σῃ». Διακρίνεται ὅμως ὁ παραμυθᾶς ἀπὸ τὸν αὐ­τόπτη ἱστορικό· διότι ὁ αὐτόπτης ἱστορικὸς περιγράφει λεπτομέρειες, ποὺ δὲ μποροῦ­σαν νὰ εἶνε ἀλλιῶς, σοῦ τὰ δίνει μὲ ζωντάνια.
Ἂν διαβάσουμε λοιπὸν τὰ Εὐαγγέλια καὶ εἰ­­δικῶς τὰ κεφάλαια ποὺ περιγράφουν τὴν ἀ­νάστασι τοῦ Χριστοῦ, θὰ δοῦμε ὅτι ἔχουν λεπτομέρειες. Δὲ λένε ἁπλῶς ὅτι ἀνέστη ὁ Κύ­ριος. Ἔχουν περιστατικὰ ἐκ τοῦ φυσικοῦ, ἀ­φη­γοῦνται γεγονότα γνήσια, ὅπου οἱ ἐξελίξεις ἔρχονται χωρὶς ἀνθρώπινη πρόβλεψι καὶ τὰ πρόσωπα ὁμιλοῦν καὶ διαλέγονται χωρὶς σκοπιμότητα ἢ προσποίησι, ἀλλὰ ἀβίαστα καὶ αὐ­θόρμητα. Τὸ πιὸ πειστικό, ὅπως εἴ­παμε, εἶ­νε οἱ λεπτομέρειες ποὺ περιέχουν. Πόσες λεπτομέ­ρειες; Κάποιος κάθισε καὶ μέ­τρησε δεκατρεῖς (13) λεπτομέρειες, τὶς ὁποῖες βέβαια δὲν μπο­ροῦμε τώρα νὰ ἐκθέσουμε. Οἱ λε­πτο­μέ­ρειες αὐτὲς βεβαιώνουν, ὅτι ἡ περιγραφὴ τοῦ συμβάντος εἶνε αὐθεντική. Τέτοιες λεπτομέρειες δὲ μποροῦν νὰ πλάσουν ἄν­θρωποι ἀγράμματοι καὶ ἄξεστοι. Ὅσοι ἔχουν πέννα καὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὴ λογοτεχνία καὶ τὴν ποίησι, μποροῦν νὰ ἐντυπωσιάσουν. Αὐτοὶ ὅ­μως δὲν ἦ­ταν συγγραφεῖς. Οἱ μυροφόρες ἦ­ταν ἁπλοϊ­κὲς γυναῖκες, καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ εὐαγγελισταὶ ἦταν ψαρᾶδες ποὺ κρατοῦσαν δίχτυα καὶ κουπιά. Καὶ τοὺς βλέπεις νὰ τὰ λέ­νε τόσο ὄμορφα, ποὺ ὑπερβαίνουν τὸ ταλέν­το καὶ τοῦ μεγαλυτέρου λογοτέχνου. Ὁ τρόπος ποὺ ἐκφράζονται εἶνε ἕνα θαῦμα, ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὸ ἄλλο, τὸ μέγα θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως.

* * *

Ἀδελφοί μου! Ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε ἱστορικὸ γεγονὸς μὲ ὄχι ἕνα ἀλλὰ πολλοὺς μάρτυρες, μὲ αὐτόπτες μάρτυρες ποὺ δί­νουν χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες, μὲ μάρτυρες ἄδολους καὶ εἰλικρινεῖς, μάρτυρες ποὺ βεβαί­ωσαν τὶς μαρτυρίες τους ὄχι μόνο μὲ προφορικὰ κηρύγματα καὶ γραπτὰ κείμενα, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλη τὴν ἀγία ζωή τους, πρὸ παντὸς δὲ μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ μὲ τὸ αἷμα τους. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο πιὸ βέβαιο γεγονός. Ἐκεῖ στηρίζεται ὅλη ἡ πίστι καὶ ὅλη ἡ ἐλπίδα μας.
«Χριστὸς ἀνέστη»!

Σημαντικες λεπτομερειες (Ἰωάν. 20,1-10)

ΤΟ κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγέλιο γράφει· «Τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων Μα­ρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρ­­χεται πρωὶ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖ­ον…» (᾿Ιωάν. 20,1 κ.ἑ.). Στὴν περικοπὴ αὐτὴ ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, μερικὲς χαρακτηριστι­κὲς λεπτομέρειες, ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐκεῖνες λεπτομέρειες ποὺ βεβαιώνουν τὴν ἀ­λήθεια τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ὁποία ἑορτάζουμε.

* * *

«Τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων», λέει. Εἶχε κλείσει τὸ Σάββατο καὶ ξημέρωνε ἡ ἑπόμενη μέρα. Γιὰ τοὺς Ἑβραίους αὐτὴ ἦταν «ἡ μία τῶν σαβ­βάτων» – ἔτσι τὴν ἔλεγαν, τὴν ὁποία Ἐκκλησία ὠνόμασε πλέον «Κυριακή» (Ἀπ. 1,10).
«Πρωὶ σκοτίας ἔτι οὔσης». Ἦταν σκο­τάδι, δὲν εἶχε φέξει ἀκόμα. Στοὺς δρόμους ἐπικρατοῦσε ἡσυχία, κανείς δὲν περπατοῦσε. Ποιός νὰ τολμήσῃ νὰ βγῇ; Οἱ μαθηταὶ ἦταν κρυμμένοι. ῾Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦ­σαν. Ποιός νὰ πλησιάσῃ στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ; Ἐκεῖ ἦταν κουστωδία, φρουρὰ μὲ τὰ ὅπλα της. Κανείς δὲν ξεμυτοῦσε. Ἐν τούτοις στὰ καλντερίμια ἀκούστηκαν πατήματα. Ποιός ἦ­ταν; Δὲν ἦταν ἄντρας· γυναίκα ἦταν. Ποιά;
«Μα­ρία ἡ Μαγδαληνή». Ἦταν ἐκείνη ποὺ ἔ­τρεφε ἀπέραντη καὶ αἰωνία εὐγνωμοσύνη στὸν Κύριο, διότι ὁ Χριστὸς τὴν ἀπήλλαξε ἀ­πὸ ἑπτὰ δαιμόνια. Ὁ πονηρὸς κόσμος σήμερα τὴν ἔχει διαβάλει, τὴν ἔκανε μυθιστόρημα μὲ φαντασίες ποὺ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἀκά­θαρτη διάνοιά του. Δὲν ἦταν ὅμως ἔτσι. Αὐτὴ λοι­πὸν βαδίζει τώρα στὸ δρόμο. Ποῦ πηγαίνει;
«Εἰς τὸ μνημεῖον». Ἀφοῦ βάδισε, φτάνει στὸν τάφο. Γιὰ νὰ καταλάβουμε, πρέπει νὰ ἔ­χουμε ὑπ’ ὄψιν πῶς ἦταν τότε οἱ τάφοι στοὺς Ἑβραίους. Ἦταν περίπου ὅπως εἶνε σήμερα οἱ τάφοι τῶν ἐ­πισήμων· ἦταν σκαλισμένοι σὲ βράχο, καὶ στὸ ἄ­νοιγμά τους, μπροστά, σφρά­γιζαν τὴν εἴσοδο καλὰ μ᾿ ἕνα μεγάλο λίθο.
«Βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου». Βλέπει ὅτι κάποιος ἔχει σηκώσει τὸ βαρὺ ἐκεῖνο λιθάρι καὶ τὸ μνημεῖο εἶνε ἀ­νοιχτό. Δὲν πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό της, ὅτι μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ ἔχῃ ἀναστηθῆ.
«Τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον»· γυρίζει τρέχοντας πίσω, βρίσκει τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ τοὺς λέει· «Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν» (᾿Ιωάν. 20,2). Τὸν πῆραν, λέει, τὸ Χριστό, δὲν εἶνε μέσ᾿ τὸν τάφο.
Ὁ Πέτρος καὶ ὁ ᾿Ιωάννης ξεκινοῦν κι αὐτοὶ γιὰ τὸν τάφο. Τρέχουν ὁλοταχῶς καὶ οἱ δύο μαζί. Ὁ ᾿Ιωάννης ἔτρεξε πιὸ γρήγορα κ’ ἔ­φτα­σε πρῶτος. Σκύβει ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα, ῥίχνει μιὰ ματιὰ μέσ᾿ στὸν τάφο, ἀλλὰ δὲ μπαίνει. Ἔρ­χε­ται μετὰ ὁ Πέτρος καί, πιὸ θαρραλέος αὐ­τός, προχωρεῖ καὶ μπαίνει μέσα.
Οἱ ἄνθρωποι συνήθως φοβοῦνται στὰ μνηματα. Τὸ εἶδα ἐγὼ αὐτὸ στὸ στρατό, σὲ κά­ποιο στρατιώτη ἀπὸ τὴν Κρήτη. Βλαστημοῦ­σε τὸ Χριστό, καὶ τοῦ εἶπα· ―Ἀφοῦ τολμᾷς καὶ βλαστημᾷς, πήγαινε καὶ τὰ μεσάνυχτα στὰ μνήματα, ἐκεῖ ποὺ εἶνε οἱ νεκροὶ καὶ οἱ σταυροί, νὰ βλαστημήσῃς. ―Ἄ, δὲν πάω λέ­ει… Δὲν πῆγε. Στὰ μνήματα σταματᾶνε οἱ βλαστήμιες, πιάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα δέος.
Ὁ ᾿Ιωάννης λοιπὸν φοβήθηκε, ὁ Πέτρος μπῆκε στὸ μνημεῖο. Κ’ ἐκεῖ τί νὰ δῇ; Βλέπει ―ἀ­κοῦστε λεπτομέρεια―, «τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον …χωρὶς ἐντετυλιγμέ­νον εἰς ἕνα τόπον» (ἔ.ἀ. 20,7).
Ποιά σημασία ἔχει αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, πρέπει νά ’χουμε ὑπ’ ὄ­ψιν μας τὴν ἑβραϊκὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐ­κείνης. Οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν πέθαινε κάποιος, τοῦ ἔ­βγαζαν ὅλα τὰ ἐνδύματα, τὸν ἔλουζαν, τὸν καθάριζαν καὶ τοῦ ἔβαζαν ἀρώματα. Με­τὰ ἔπαιρναν ταινίες, κορδέλλες ἀπὸ καθαρὸ ὕ­φασμα (ἂν ἦταν πλούσιος, μεταξωτὲς κορδέλλες), τὶς βου­τοῦσαν σὲ μιὰ κολλητικὴ οὐ­σία, τὴ σμυρναλόη, καὶ ἄλλα ἀρώματα, καὶ μ’ αὐτὲς τύλιγαν τὸ σῶμα. Αὐτὸ ἔγινε λοιπὸν καὶ στὸν Κύριο καὶ στὸν τετραήμερο Λάζαρο. (Γι’ αὐτὸ οἱ μητέρες, ὅταν παλαιότερα τύλιγαν τὸ βρέφος τους μὲ φασκιές, τὸ ἔλεγαν «Λαζαρῖνο», διότι ἔμοιαζε μὲ τὸ σῶμα τοῦ Λαζάρου· συνήθεια ποὺ τώρα καταργήθηκε ὡς ἀν­θυγιεινή). Γιατί οἱ Ἑβραῖοι τύλιγαν ἔτσι τὸ νεκρό; Γιὰ δύο λόγους· πρῶτον γιὰ νὰ τὸν τι­μή­σουν, καὶ δεύτε­ρον καὶ κυριώτερον διότι τὰ ἀρώματα αὐτὰ εἶ­χαν ἀντισηπτικὲς ἰδιότητες. Ὅλα ὅμως αὐ­τὰ κολλοῦσαν καὶ γίνονταν ἕνα πρᾶ­γμα μὲ τὸ κορμί, ὅπως κολλάει ὁ μαραγ­κὸς τὰ σανίδια μὲ ψαρόκολλα ἢ ἰσχυρὴ γερμανικὴ κόλλα καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὰ ξεκολλή­σῃς. Ἔτσι ἦταν καὶ τὰ ὑφάσματα μὲ τὸ σῶμα.
Ἔχον­τας αὐτὰ ὑπ’ ὄψιν γεννᾶται ἡ ἀπορία· πῶς ξεκόλλησαν τὰ ὀθόνια ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔμειναν ἐκεῖ στὸ μνῆμα; Οἱ φαρισαῖοι ἰσχυρίστηκαν, ὅτι οἱ μαθηταὶ ἔκλεψαν τὸ σῶμα. Ἀλλ’ ὅταν πάῃ κανεὶς νὰ κλέψῃ, δὲν ἔχει ἄνεσι χρόνου· μπαίνει μέσα, ἁρπάζει γρή­γορα – γρήγορα ὅ,τι βρῇ, καὶ φεύγει. Δὲν κά­θεται ἐ­κεῖ. Γι᾿ αὐτὸ κάποτε οἱ κλέφτες πάνω στὴ βια­σύνη τους δὲν ξέρουν τί παίρνουν, ἀ­φήνουν τὰ πολύτιμα καὶ παίρνουν τὰ τιποτένια. Ἐὰν οἱ μαθηταὶ εἶχαν σκοπὸ νὰ κλέψουν τὸ Χριστό, θὰ ἔπαιρναν τὸ σῶμα ὅπως εἶνε, μαζὶ μὲ τὰ ὀθόνια. Γιὰ ν’ ἀφήσουν τὰ ὀθόνια ἐ­κεῖ, ἔ­πρεπε νὰ κάθισαν ὧρες, νὰ εἶχαν καζά­νι νὰ ζεστάνουν νερό, καὶ νὰ ξεκόλλησαν σιγ­ὰ – σι­γὰ τὶς ταινίες. Γίνονται αὐτὰ τὰ πράγματα;
Καὶ δὲν ἦταν μόνο τὰ ὀθόνια· ἦταν καὶ τὸ σουδάριο – ἄλλη λεπτομέρεια αὐτή. Ὁ Πέτρος εἶ­δε, λέει, καὶ τὸ σουδάριο, δηλαδὴ τὸ κάλυμ­μα τῆς κεφαλῆς, νὰ μὴν εἶνε κολλημένο μαζὶ μὲ τὶς ταινίες τῶν ὀθονίων, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται σ᾿ ἕνα μέρος ξεχωριστά, τυλιγμένο μὲ τάξι. Ξέρετε πῶς ἔμοιαζε; Θὰ σᾶς πῶ, καὶ ὅ­σοι εἶνε ἀπὸ χωριὰ θὰ μὲ καταλάβουν καλύτερα· ὅσοι εἶνε ἀπὸ πόλεις δὲν ξέρουν.
Ἀφήσαμε τὰ χωριὰ δυστυχῶς καὶ μαζευτήκαμε στὰ ἀ­στι­κὰ κέντρα. Θά ᾿ρθῃ ὅμως ἡ μέ­ρα ―κ’ εἶνε κοντά―, ποὺ θὰ πῆτε Ἀνάθεμα τὴν ὥρα ποὺ φύγαμε ἀπὸ τὰ χωριά μας!… Εἶ­νε μιὰ ἁμαρτία μας αὐτή. Γίναμε ὅλοι πρωτευουσιάνοι, κι ἀφήσαμε τὴν ὕπαιθρο νὰ ἐ­ρη­μώσῃ. Μόνο τὸ Πάσχα τὴ θυμοῦν­ται καὶ βγαίνουν. Θά ᾿ρθῃ ὅμως μέρα ποὺ αὐτὸ θὰ τὸ πληρώσουμε. Γιατὶ κάθε σπιθαμὴ γῆς καὶ κά­θε πέτρα τοῦ χωριοῦ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁλόκληρη καὶ τὶς ἄλλες πολιτεῖες.
Ὅποιος λοιπὸν ἀπὸ σᾶς εἶνε ἀπὸ τὸ χωριό, θὰ εἶδε πῶς οἱ χωρικοὶ χτίζουν τοὺς τοίχους ποὺ δείχνουν τὰ ὅρια τῶν χωραφιῶν. Στὰ νησιά, σὲ μέρη ὅπου τὸ ἔδαφος εἶνε ἐπικλινές, χωρίζουν τὰ ἐπίπεδα τῆς γῆς ποὺ καλλιεργοῦν χτίζοντας τὶς λεγόμενες πεζοῦλες. Αὐ­τοὶ λοιπὸν οἱ τοῖχοι δὲν εἶνε κτισμένοι μὲ λάσπη καὶ ἀσβέστη, ἀλλὰ πῶς; Μὲ σκέτη πέτρα, ξερολιθιὰ ὅπως λένε. Ὅταν ἤμουν μικρὸ παι­δί, ἰδίως τώρα τὸ καλοκαίρι, ὅταν κάπου γκρε­μιζόταν καμμιὰ ξερολιθιά, ἔβλεπα ἀνάμεσα στὶς πέτρες ἕνα περίεργο πρᾶγμα· τὸ φιδοπουκάμισο. Τὴν ἄνοιξι ὅλα ἀλλάζουν· καὶ τὸ φίδι ἀκόμη ἀλλάζει καὶ ἀνανεώνει τὴν ἐπιδερμίδα του. Σὰ νὰ λέῃ μὲ τὸ ἔνστικτό του· «καιρὸς ν’ ἀλλάξω κ’ ἐγὼ φορεσιά, νὰ φορέσω καινούργιο κουστούμι. Λαμπρὴ εἶνε, νὰ γιορτάσω κ’ ἐγώ». Πηγαίνει λοιπὸν τὸ φίδι, τέ­τοιες μέρες ποὺ εἶνε ζεστὸς ὁ καιρός, βρί­σκει στενὰ περάσματα ἀνάμεσα στὶς πέτρες τῆς ξερολιθιᾶς, κ’ ἐκεῖ σπρώχνεται, πιέζεται γιὰ νὰ περάσῃ μέσα ἀπὸ τὶς τρύπες, κι ὅταν πλέον βγαίνει ἀπὸ ᾿κεῖ, ἔχει ἀφήσει μέσα στὶς πέτρες ὁλόκληρο τὸ παλαιὸ δέρμα του, ποὺ οἱ χωριάτες τὸ λένε φιδοπουκάμισο. Ἀπὸ αὐτὸ καταλαβαίναμε ὅτι πέρασε ἀπὸ κεῖ τὸ φίδι. ᾿Εμεῖς τὰ παίρναμε καὶ τὰ κρατούσαμε. Δὲν ξέρω ἂν ἐ­σεῖς πιάσατε καμμιὰ φορὰ φιδοπουκάμισο. Εἶνε λεπτότατο.
Ὅπως λοιπὸν τὸ φίδι γλιστράει μέσα ἀπὸ τὶς πέτρες κι ἀφήνει τὸ πουκάμισό του μέσ᾿ στὶς τρύπες, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς γλίστρησε μέσα ἀπὸ τὶς φασκιές, τὸ σῶμα του γλίστρησε μέσα ἀπὸ τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο, ἔφυγε, καὶ ἔμεινε ἐκεῖ στὸν τάφο μόνο τὸ περίβλημα. Αὐτὸ εἶνε μία ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε.
Τὴν παρομοίωσί του μὲ φίδι κάνει ἀλλοῦ ὁ ἴ­διος ὁ Χριστὸς ὅταν λέῃ· «Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. 3,14). Ὅπως ὁ Μωϋσῆς στὴν ἔρημο ὕψωσε ἕνα φίδι, ὄχι ζων­τανὸ ἀλλὰ χάλκινο, καὶ ὅποιος γύριζε καὶ τὸ ἔβλεπε ἐσῴζετο ἀπὸ τὰ θανατη­φόρα δαγκώματα τῶν φιδιῶν, κατὰ παρό­μοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστὸς ὑψώθηκε μέσα στὸν κό­σμο ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Αὐτὸ ἦταν τύπος τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἂν διαβάζετε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ τὸ ξέρετε.

* * *

Ἄλλο ἕνα τεκμήριο λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ λεπτο­μέρεια αὐτή, γιὰ τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο, ποὺ διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς ᾿Ιωάννης.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ περικοπὴ αὐτὴ προσφέρει καὶ ἄλλα διδάγματα, θὰ συνεχίσουμε.
«Χριστὸς ἀνέστη» !

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη μεγάλη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν σὲ νέους τὴν 2-5-1965 (Το τέλος τῆς ὁμιλίας στὴν ἐπόμενη ἀνάρτηση).

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.