Αυγουστίνος Καντιώτης



(28.10.2018) Η ΠΙΣΤΙ ΝΙΚΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ (THN ΑΣΘENEIA, TO ΘANATO, TON AΔH) 2. Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

date Οκτ 26th, 2018 | filed Filed under: εορτολογιο

Δυο ὁμιλίες τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

1.  Η ΠΙΣΤΙ ΝΙΚΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

(THN ΑΣΘENEIA, TO ΘANATO, TON AΔH)

4219881

Τῆς Ἁγίας Σκέπης (Ἑβρ. 9,1-7)
28 Ὀκτωβρίου

2. Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ἀδελφοί, «εἶχε μὲν οὖν καὶ ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε Ἅγιον κοσμικόν…» (Ἑβρ. 9,1)

Σtayr.

Ἡ θρησκεία μας, ἀγαπητοί μου, ἔχει ἐχθρούς, ποὺ ἀφρίζουν ἅμα ἀκούσουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Τοὺς ἐν­οχλεῖ. Ἂν ἦ­ταν στὸ χέρι τους –δὲν ξέρουμε, μπορεῖ νὰ τὸ ἐ­πι­τρέψῃ ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν Ἀποκάλυψι (βλ. Ἀπ. 11,7-10· 13,3-8,12-17· 17,6)–, θὰ ἔβαζαν δυναμίτη νὰ τινάξουν ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Νομίζουν οἱ ταλαίπωροι, πὼς ἔ­τσι θὰ ξερριζώσουν τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Πό­σο σφάλλουν! «Ἱνατί ἐ­φρύαξαν ἔ­θνη, καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά;» (Ψαλμ. 2,1).
Ἡ θρησκεία μας δὲν εἶνε, ὅπως λένε μερικοί, ἐ­φεύρεσι τῶν παπάδων καὶ δεσποτάδων· εἶνε, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἔρευνα τῆς ψυχῆς, συν­αίσθη­μα ἔμφυτο. Ὅπως ἡ μητρικὴ στορ­­γή· ὁ Θεὸς φύτεψε στὴν καρδιὰ κάθε μάνας τὴν ἀ­γάπη στὸ παιδὶ καί, ὅσα διατάγματα κι ἂν ἐκ­δοθοῦν νὰ μὴν τὸ ἀγαπᾷ, αὐτὴ θὰ τὸ ἀ­γα­πᾷ. Ἔτσι καὶ γιὰ τὴ θρησκεία· ὅσα διατάγμα­τα κι ἂν ἐκδοθοῦν νὰ μὴ θρησκεύῃ ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸς θὰ ἐξακολου­θῇ νὰ θρησκεύῃ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὂν κατ᾽ ἐξοχὴν θρησκευ­τικό, ἡ φύσις του εἶνε θρησκευτική. Αὐ­τὸ τὸ ἀ­ποδεικνύει ἡ ἱστορία, ποὺ διαπιστώνει ὅ­τι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ παρουσιάστηκε πάνω στὴ γῆ, ἀπὸ τότε ἄρ­χισε νὰ λατρεύῃ τὸ Θεό, νὰ ἐκδηλώ­νῃ ποικιλοτρόπως τὰ θρησκευ­τικά του συναισθήματα. Ὅπως λέει ὁ Πλού­ταρχος (ἐπιστ. πρὸς Κολώτην ΧΧΧΙ,4), ἂν περιοδεύ­σῃς τὴ γῆ, μπορεῖ νὰ βρῇς πόλεις χω­ρὶς κάστρα, χωρὶς δρόμους, χωρὶς πλατεῖες, χωρὶς σχολεῖα, χωρὶς πολιτισμό· ἀλλὰ πόλι χω­ρὶς θρησκεία δὲν θὰ βρῇς, ἀσχέτως ἂν αὐτὸ ποὺ πιστεύει εἶνε ἀληθινὸ ἢ ὄχι· πάντως δὲν ὑ­πάρχει λαὸς χωρὶς θρησκεία. Καὶ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀρ­χαῖος Πλούταρχος, αὐτὸ ἐπανέλαβε στὶς ἡμέ­ρες μας ἕνας μεγάλος ξένος ἱστορικός. Μί­λησε στὴν αἴθουσα τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθη­νῶν. Καὶ ἐνῷ δικοί μας καθηγηταὶ ντρέπονται ν᾽ ἀ­ναφέρουν τὴ λέξι Θεός, αὐτὸς κατ᾿ ἐπανά­ληψιν εἶπε· Ὅλοι οἱ πολιτισμοὶ ποὺ ἄν­θησαν πάνω στὴ γῆ ἔχουν ῥίζα θρησκευτική· δὲν ὑ­πάρχει πολιτισμὸς ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ θρησκευτι­κὴ ῥίζα. Ὥσ­τε λοιπὸν παλαιοὶ καὶ νέοι ἱστορικοὶ καὶ ἀρχαιολόγοι καὶ περιηγηταὶ βεβαιώνουν, ὅτι ὁ ἄν­θρωπος εἶνε ἐκ φύσεως θρησκευτικός.

* * *

Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ λαοὶ θρησκεύουν. Ἀλλ᾽ ἂν ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴ θρησκευτικότητά τους, λαοὶ ποὺ κατ᾽ ἐξ­οχὴν θρήσκευαν καὶ θρησκεύουν, εἶνε δύο· πρῶ­τος ὁ Ἰουδαϊκὸς καὶ δεύτερος ὁ Ἑλληνικός.
⃝ Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους δὲν χρειάζεται ἄλλη ἀ­­πόδειξις· διαβάστε τὸν σημερινὸ ἀ­πόστολο.
Κάποτε ὁ λαὸς αὐ­τὸς δὲν κα­τοι­κοῦ­σε σὲ πόλεις, δὲν εἶχε σπίτια· ζοῦσαν ὡς νομάδες σκηνῖ­­τες. Σαράντα χρόνια περιπλανόνταν στὴν ἔ­ρη­μο, ὅπως λέει ἡ ἁγία Γραφή (βλ. Ἔξοδος). Καὶ ὅμως στὸ διάστημα αὐ­τὸ εἶχαν ναό. Τί ναό; Ὄχι ἀπὸ πέτρες ἢ μάρμα­ρα, ἀλλὰ φορη­τό, λυόμενο. Ὅπως ὁ τσο­πᾶ­νος ἔ­χει τὴν κάππα του καὶ σκεπάζεται, ὅ­­πως ὁ στρατιώτης λύνει τὴ σκηνή του, τὴ μετα­φέ­ρει καὶ τὴ στήνει ὅπου σταθμεύσῃ, ἔτσι κι αὐτοί.
Ὁ ναὸς ἐκεῖ­νος ἦταν ἡ «σκηνὴ» τοῦ μαρτυ­ρί­ου (Ἑβρ. 9,1). Ἦταν φτειαγμένος ἀπὸ βαρύτιμα ὑ­λικά, δέρματα ζῴων (αἰγῶν καὶ τρά­­γων, προβά­των καὶ κριῶν, δορκάδων), ἀπὸ χον­τρὰ ὑ­φά­σμα­τα κεντημένα μὲ χρυσάφι καὶ ἀ­σήμι καὶ στολισμένα μὲ πετράδια. Εἶχε μεγάλη ἀξία· ὑ­πολογίζουν ὅτι στοίχιζε διακόσες χιλιάδες λίρες! Γιὰ νὰ γίνῃ αὐτὸς ὁ ναός, συνεισέφεραν ὅ­λοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Ἔδωσαν ὅ,τι εἶχαν.
Ἡ σκηνὴ διαιρεῖτο σὲ μέρη χωρισμένα μὲ κουρτίνα, τὸ «καταπέτασμα» (Ἑβρ, 9,3). Ἀλλοῦ στεκόταν ὁ λαὸς –καὶ κατόπιν οἱ προ­σή­λυτοι, ὅσοι δηλαδὴ ἐκδήλωναν ἐπιθυμία νὰ εἰσαχθοῦν στὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία καὶ κατηχοῦνταν–, καὶ ἀλλοῦ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ λευῖ­τες (=ὑ­πηρέτες καὶ νεωκόροι). Μετὰ τὸ πρῶ­το κα­ταπέτασμα τὸ πρῶτο μέρος λεγόταν «Ἅ­­γι­ον κοσμικὸν» ἢ «Ἅγια». Μέσα ἐκεῖ ὑπῆρχαν «ἡ λυχνία», «ἡ τράπεζα» καὶ «ἡ πρόθε­σις» ἐπάνω στὴν ὁ­ποία βρίσκονταν οἱ ἄρτοι (Ἑβρ. 9,1-2).
Τὸ σπουδαιότερο ὅμως μέρος τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου ἦταν τὰ «Ἅγια (τῶν) Ἁγίων», ποὺ χωριζόταν ἀπὸ τὰ «Ἅγια» μὲ τὸ «δεύτερον καταπέτασμα» (ἔ.ἀ. 9,3). Ἐκεῖ δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ εἴσοδος. Μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων οἱ Ἑ­βραῖ­οι εἶχαν τὰ ἱερώτερα ἀντικείμενα τῆς λατρείας τους· τὸ «χρυσοῦν θυμιατήριον» καὶ τὴν «κιβωτὸν τῆς διαθήκης» καλυμμένη ἀπὸ παν­τοῦ μὲ φύλλα χρυσοῦ, μέσα στὴν ὁποία φυλάσσονταν μιὰ στάμνα χρυσῆ ποὺ περιεῖχε τὸ μάννα, τὸ ῥαβδὶ τοῦ Ἀαρὼν ποὺ εἶχε βλαστήσει θαυματουργικά, καὶ οἱ δύο πλάκες ποὺ ἐπά­νω τους ἦταν γραμμένες οἱ Δέκα Ἐντολές. Πάνω ἀπὸ τὴν κιβωτὸ ὑπῆρχαν δύο χρυσᾶ Χερουβίμ, «ποὺ ἀνάμεσά τους ἐμφανιζόταν καὶ μιλοῦσε ὁ Θεός» (μτφρ. Τρεμπ.), τὰ ὁποῖα μὲ τὶς ἀγ­­γελικὲς φτεροῦ­γες τους σκίαζαν «τὸ ἱλαστήρι­ον», τὸ χρυσὸ δηλαδὴ κάλυμμα τῆς κιβωτοῦ (ἔ.ἀ. 9,4-5). Αὐτὰ ἦταν τὰ ὅσια καὶ ἱερὰ τῶν Ἰουδαίων.
Καὶ ἐνῷ στὸ «κοσμικὸν Ἅ­γιον» ἔμπαιναν κά­θε μέρα οἱ ἱερεῖς καὶ προσέφεραν τὶς θυσίες, στὰ «Ἅγια (τῶν) Ἁγίων» ἔμπαινε μόνος του ὁ ἀρχιερεὺς καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, καὶ τὰ ῥάντιζε ὅλα μὲ αἷμα ἀπὸ σφαγμένο ζῷο. Αὐτὸ ἦταν μιὰ σκιὰ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, προ­τύπωσις τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ.
⃝ Μετὰ τοὺς Ἰουδαίους, ὁ ἄλλος λαὸς ποὺ δι­ακρίνεται γιὰ τὴν θρησκευτικότητά του εἶνε ὁ Ἑλληνικός. Οἱ Ἕλληνες, ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς ἐκδηλώνουν ζωηρὸ τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα. Ἔχτισαν ναοὺς λαμπρούς, ὅπως τὸν Παρθενῶνα στὴν Ἀκρόπολι, μνημεῖα τέχνης ποὺ φανερώνουν προχωρημένη ἱκανότητα. Μηχανικοί, τεχνῖτες, γλύπτες, ζωγράφοι ἔστυψαν τὰ μυαλά τους καὶ μὲ τὰ σπάνια χαρίσματά τους ἀποτύπω­σαν τὴ δίψα τῆς ψυ­χῆς τους. Αὐτὸς ὁ λαός, οἱ εἰ­δω­λολάτρες πρόγονοί μας, πίστευε βαθειά – ἄ­σχετο ἂν ἡ θρησκεία του δὲν ἦταν ἀληθινή. Δὲν ἔκαναν τίπο­τα, οὔτε πόλεμο οὔτε εἰρήνη, ἂν δὲν ρωτοῦ­σαν τοὺς θεούς τους. Στὴν ἀρχαία Ἀθήνα δὲν ἐπέτρεπαν νὰ βλαστημήσῃ κανεὶς τὰ θεῖα. Ὅ­ποιος τολμοῦσε νὰ ἀσεβήσῃ σὲ κάποιον ἀ­πὸ τοὺς ψεύτικους θεούς, δὲν μποροῦσε πιὰ οὔτε μιὰ μέρα νὰ ζήσῃ ἀνάμεσά τους· δὲν ἐ­πέτρεπαν τὴν παραμικρὴ ἀσέβεια. Κι αὐτὸν τὸν Σωκράτη, ἐπειδὴ θεώρησαν ὅτι βλαστήμησε τὸ θεό τους, τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο. Αὐτοὶ ἦταν οἱ Ἕλληνες στὴν ἀρχαιότητα.
Κι ὅταν ὁ λαὸς αὐτὸς ἄκουσε γιὰ τὸν ἀληθι­νὸ Θεό, τότε βρῆκε αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος στὸν Ἄρειο πάγο εἶπε στοὺς Ἀθηναίους· «Ἀπ᾿ ὅσους γνώρισα ἐσᾶς βρίσκω πιὸ εὐλαβεῖς σὲ ὅλα» (βλ. Πράξ. 17,22). Κι ἀφοῦ οἱ Ἕλ­ληνες πίστεψαν στὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸ θρη­σκευ­τικό τους συναίσθημα πῆρε τὸ σωστὸ δρόμο καὶ εἶχε λαμπρὲς ἐκδηλώσεις. Ὁ Ἑλλη­νικὸς λα­ὸς εἶνε ἐκεῖνος, ποὺ ἔχτισε τὸν περίλαμπρο ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ στὰ ἐγκαίνιά του ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστιανιανὸς εἶπε «Νενίκηκά σε, Σολομῶν». Ἕλληνες ἔχτισαν στὸ Ἅγιο Ὄρος τὰ περίφημα μοναστήρια, ποὺ ἔχουν ζωὴ πάνω ἀπὸ χίλια χρόνια. Ἕλληνες ἔχτισαν στὴν κορυφὴ τοῦ Σινὰ τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Αἰ­κατερίνης. Ἕλ­ληνες γέμισαν τὸν Πόντο καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία μὲ χιλιάδες ναοὺς μικροὺς καὶ μεγάλους. Κι ὅταν πάλι τὸ 1922 ὁ λαὸς αὐτὸς ἔφευγε ἀπὸ ᾽κεῖ μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια κι ἄ­φηνε τὰ πάντα (σπίτια, χωράφια, περιουσίες), τίποτε ἄλλο δὲν πῆρε μαζί του παρὰ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων (π.χ. τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ῾Ρώ­σου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ κ.ἄ.).

* * *

Ἡ θρησκευτικότης, ἀδελφοί μου, εἶνε ἡ ἀναπνοὴ τοῦ ἔθνους μας. Τὸ ψάρι δὲν ζῇ ἔξω ἀπὸ τὴ θάλασσα, κι ὁ Ἕλληνας δὲν ζῇ χωρὶς τὴ θρη­σκεία του. Ἄλλοι λαοὶ μποροῦν ἴσως νὰ σταθοῦν καὶ κάπως ἀλλιῶς – μολονότι κανένας δὲν ζῇ χωρὶς θρησκεία· κι αὐτὸς ὁ ῾Ρωσικὸς λαὸς θρησκεύει βαθύτατα, παρ᾽ ὅλη τὴν ἀθεϊστικὴ προπαγάνδα ποὺ δέχθηκε. Πολὺ περισσότερο ἐμεῖς. Ἡ θρησκεία εἶνε ἡ ἀναπνοή μας, τὸ ζωτικὸ στοιχεῖο, ἡ σκέπη, τὸ ὅπλο, ἡ ζωή μας.
Αὐτὴ δημιούργησε τὸ Βυζάντιο μὲ πολιτισμὸ ποὺ βάσταξε χίλια χρόνια. Αὐτὴ μᾶς παρηγόρησε πεντακόσα χρόνια κάτω ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν Τούρκων. Αὐτὴ ἔδωσε τὸ σύνθη­μα τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ ᾿21. Αὐτὴ τὸ 1912-13 μᾶς ἔδωσε φτερὰ καὶ ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Δημητρίου τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος μπῆκαν στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὕψωσαν τὴν ἑλληνικὴ σημαία. Αὐτὴ μᾶς κράτησε τὸ 1940 καὶ στὴν κατοχή.
Νὰ τὴν κρατήσουμε λοιπόν. Νὰ φράξουμε τὰ αὐτιά μας νὰ μὴν ἀκοῦμε τί λένε ἐναντίον της. Βέβαια πρέπει νὰ φροντίσουμε ν᾿ ἀποκτήσουμε κλῆρο, ν᾽ ἀνακαινίσουμε τὴν ἐκκλη­σία μας, νὰ ἔλθῃ ἀναγέννησις· ἀλλὰ νὰ μὴ φύ­γουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας. Νὰ ζήσουμε ἀξίως τῆς πίστεως, ἀξίως τῶν προγό­νων μας, ἀξίως ὅλου τοῦ ἱστορικοῦ μεγαλείου τῆς φυλῆς μας, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ λέμε «Εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;» (῾Ρωμ. 8,31)· «γνῶτε ἔ­θνη καὶ ἡττᾶσθε …ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ἠσ. 8,9-10).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Δανιὴλ Βοτανικοῦ – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 28-10-1962.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 64α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.