Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ (Ἰωάν. 20,19-31)
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΔEN EINAI ΨΕΜΑ Η ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτή. Εἶνε ἡ δευτέρα Κυριακὴ τοῦ Πάσχα ἢ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. Καὶ λέγεται Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, γιατὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ὥρισε νὰ διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὸ Θωμᾶ.
* * *
Τί ἦταν ὁ Θωμᾶς; κανένας πλούσιος, κανένας ἐπιστήμων, κανένας διάσημος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης; Τίποτε. Ἕνα ἀγράμματο φτωχαδάκι ἦταν. Καὶ ὅμως ἔγινε πασίγνωστος. Καὶ ἐνῷ μεγάλοι καὶ τρανοὶ λησμονήθηκαν, αὐτὸς ζῇ στὴ μνήμη ὅλων. Τί συνέβη ἆραγε; Κάτι ἄλλαξε στὴ ζωὴ τοῦ Θωμᾶ, καὶ τὸ πτωχαδάκι ἔγινε μιὰ μεγάλη φυσιογνωμία. Τί συνέβη;
Μιὰ μέρα ἄκουσε νὰ τὸν καλῇ μιὰ φωνή. Μιὰ φωνὴ πιὸ γλυκειὰ κι ἀπ’ τὴ φωνὴ τῆς μάνας, φωνὴ ποὺ ἀπευθύνεται σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο καὶ μακάριοι ὅσοι τὴν ἀκοῦνε. Εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶδε ὁ Χριστὸς τὸ Θωμᾶ καὶ διέκρινε ὅτι μέσα του κρύβεται ἕνα διαμάντι. Διαμάντι ἦταν ἡ καλή του διάθεσι. Ἔλα μαζί μου, τοῦ εἶπε ὁ Χριστός. Κι ἀμέσως ὁ Θωμᾶς ἄφησε τὰ πάντα καὶ τὸν ἀκολούθησε. Κάθησε τρία χρόνια κοντά του. Ἄκουσε τὰ λόγια του, λόγια ποὺ δὲν ἀκούστηκαν ποτέ ἄλλοτε στὸν κόσμο. Εἶδε τὰ θαύματά του, ποὺ εἶνε ἄπειρα – ἀμέτρητα. Εἶδε τὴν ἁγία ζωή του. Ἔτσι πίστεψε καὶ εἶπε· Αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖνος ποὺ λένε οἱ προφητεῖες ὅτι θὰ ἔρθῃ. Πίστεψε, ὅτι ὁ Ναζωραῖος θὰ συντρίψῃ τὶς λεγεῶνες τῆς ῾Ρώμης, θὰ διώξῃ τοὺς κατακτητάς, θὰ στήσῃ θρόνο μεγάλο, θὰ ἱδρύσῃ βασίλειο, τὴν πιὸ μεγάλη αὐτοκρατορία, καὶ θὰ γίνῃ ὁ βασιλεὺς τῆς ἀνθρωπότητος.
Αὐτὰ πίστεψε καὶ ἦταν χαρούμενος. ᾿Αλλ’ ὅταν τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης στὴ Γεθσημανῆ ―ἦταν κι αὐτὸς ἐκεῖ― εἶδε νὰ πιάνουν τὸ Χριστό, νὰ τὸν δένουν χωρὶς νὰ προβάλλῃ καμμιά ἀντίστασι, νὰ τὸν φέρνουν στὸν Ἄννα, στὸν Καϊάφα, στὸ πραιτώριο, νὰ τὸν ῥαπίζουν, νὰ τὸν φτύνουν, καὶ τέλος νὰ τὸν ὁδηγοῦν στὸ Γολγοθᾶ καὶ νὰ τὸν σταυρώνουν χωρὶς νὰ τοὺς ῥίχνῃ ἀστροπελέκια – ὅπως θὰ μποροῦσε, ὁ Θωμᾶς παραξενεύτηκε. Κι ὅταν ἔμαθε ὅτι ξεψύχησε, εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30), καὶ τὸν ἔβαλαν μέσ’ στὸ μνῆμα ὅπως ὅλους τοὺς κοινοὺς ἀνθρώπους, τότε πλέον ἔπαψε νὰ πιστεύῃ. Ψέμα ἦταν ὅλα, σκέφτηκε. Ἔφυγε, πῆγε πάλι στὶς δουλειές του καὶ ἄρχισε ν᾿ ἀσχολῆται μ’ αὐτὲς ὅπως πρίν. Ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητάς. Κάποια μέρα ποὺ συναντήθηκε μαζί τους, τοῦ εἶπαν· ―Θωμᾶ, ἔχασες! ―Τί ἔχασα; ―Εἴδαμε τὸν Κύριο. Ἀναστήθηκε. Ἔπρεπε νὰ ἤσουν μαζί μας. ―Δὲν πιστεύω τίποτα. ―Δὲν πιστεύεις ἐμᾶς, ποὺ μᾶς γνωρίζεις τόσα χρόνια; δὲν δέχεσαι τὴ μαρτυρία μας; ―Ἐὰν δὲν βάλω τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια ποὺ ἄφησαν τὰ καρφιὰ στὰ χέρια του καὶ ἡ λόγχη στὴν πλευρά του, «οὐ μὴ πιστεύσω» (Ἰωάν. 20,26). Δὲν πιστεύω, ἂν δὲν τὸν δῶ, λέει.
Πέρασε ἔτσι μιὰ βδομάδα, ποὺ ὁ Θωμᾶς πάλευε μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, καὶ μετὰ ἀπὸ ὀχτὼ μέρες οἱ μαθηταὶ ―μαζὶ τώρα μὲ τὸ Θωμᾶ― ἦταν πάλι κλεισμένοι μέσα στὸ ὑπερῷο. Ξαφνικά, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» (ἐ.ἄ. 20,26) νά ὁ Χριστός. ―Θωμᾶ, ἔλα, τοῦ λέει. Ὁ Θωμᾶς πλησιάζει, βάζει τὸ δάχτυλό του ―ὅπως εἶνε ζωγραφισμένο στὴν εἰκόνα― στὴν πλευρὰ καὶ στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, καὶ τότε φωνάζει· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἐ.ἄ. 20, 29). Ἔτσι ἔπαψε πλέον νὰ εἶνε ἄπιστος, ἔγινε πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος στὸ Χριστό.
Ἀπὸ τότε ὁ Θωμᾶς, αὐτὸ ποὺ πίστεψε δὲν τό ’κρυψε, ὅπως δυστυχῶς κάνουμε ἐμεῖς. Τέτοια πίστι δὲν ἔχει ἀξία. Αὐτὸ ποὺ πιστεύεις, πρέπει νά ’χῃς θάρρος νὰ τὸ πῇς παντοῦ, ἀκόμη κι ἂν βρεθῇς μέσα σὲ χιλιάδες ἀπίστους. Τώρα καταντήσαμε καὶ τὸ σταυρό μας νὰ ντρεπώμεθα νὰ κάνουμε. Στὴ Θεσσαλονίκη ἕνα πτωχαδάκι πῆγε σ’ ἕνα ἑστιατόριο νὰ φάῃ καὶ θεώρησε καθῆκον νὰ κάνῃ τὸ σταυρό του· ὅταν τὸν εἶδαν οἱ ἄλλοι, ἄρχισαν νὰ κοροϊδεύουν… Ὁ Θωμᾶς δὲ ντράπηκε, μέσα σὲ ἀπίστους καὶ εἰδωλολάτρες ποὺ μισοῦσαν τὸ Χριστό, νὰ τὸν κηρύξῃ. Πῆγε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀπὸ πόλι σὲ πόλι, ἀπὸ χώρα σὲ χώρα.
Πέταξε σὰν ἀετός. Καὶ παντοῦ ἔλεγε· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ὄχι ἁπλῶς «ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός». Ἐκεῖνο τὸ «μου» ἔχει σημασία. Εἶδες; Read more »