Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ’ Category

ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

author Posted by: admin on date Μαι 16th, 2014 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣΚυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος

ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

«Ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε δετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰωάν. 4,28-29)

 

     ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣΚΑΤΩ στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἀγαπητοί μου, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἦταν μία πόλι ποὺ ὠνομαζόταν Σιχάρ. Κατοικοῦνταν ἀπὸ Σαμαρεῖτες.
Οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν τοὺς Σαμαρεῖτες. Τοὺς θεωροῦσαν νόθα παιδιά. Οὔτε στὰ σπίτια τους πήγαιναν, οὔτε τὰ κορίτσια τους παίρνανε, οὔτε ἕνα ποτήρι νερὸ δὲν πίνανε ἀπ᾿ αὐτούς, οὔτε καλημέρα ἢ καλησπέρα δὲν τοὺς λέγανε. Δὲν περνοῦσαν οὔτε ἀπὸ τὰ χωράφια τους. Καὶ ἂν τύχαινε νὰ περάσῃ κανείς, τίναζε τὰ παπούτσια του.
Ὁ Χριστὸς ὅμως, νάτος, μπῆκε στὴ Σαμάρεια. Οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πόλεως δὲν εχανε ἀκούσει τίποτε γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν ξέρανε τίποτε γιὰ τὸ Χριστό. Ποιός τοὺς ἔφερε κοντά Του; Οὔτε παπᾶς, οὔτε δεσπότης, οὔτε ἱεροκήρυκας, ἀλλὰ μιὰ γυναίκα.
Μήπως αὐτὴ ἡ γυναίκα ἤτανε καμμιὰ δασκάλα, καμμιὰ καθηγήτρια, καμμιὰ μορφωμένη ποὺ ἤξερε πολλὰ γράμματα; Ὄχι. Ἤτανε μιὰ ἀγράμματη καὶ μάλιστα ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Πολὺ ἁμαρτωλή. Ἤτανε ἕνα κάρβουνο τοῦ διαβόλου, καὶ ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε διαμάντι. Τί μεγάλα θαύματα κάνει ὁ Χριστός! Καὶ σήμερα σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες αὐτὴ τὴ γυναῖκα τὴν ἀγράμματη καὶ ἁμαρτωλὴ τιμοῦμε ὅλοι, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες. Αὐτή, μόλις ἐγνώρισε τὸ Χριστό, ἔτρεξε καὶ εἶπε·
―Ἐλᾶτε, συγχωριανοί μου, νὰ δῆτε κάποιον, ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς μου. Μήπως εἶνε αὐτὸς ὁ Χριστός;
Ἔτρεξε ὅλο τὸ χωριὸ στὸ Χριστό, καὶ δὲν χόρταινε ν᾿ ἀκούῃ τὰ λόγια του. Ἔπεσαν στὰ πόδια του παρακαλώντας νὰ μείνῃ κοντά τους. Καὶ ἔμεινε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ δυὸ μέρες. Καὶ πίστεψε ὅλο σχεδὸν τὸ χωριό τους.
Αὐτὰ λέει σήμερα μὲ ἁπλᾶ καὶ σύντομα λόγια τὸ Εὐαγγέλιο.

* * *

Καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τί ἔγινε;
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ ἄλλαξε ζωή. Ἀπὸ Σαμαρείτισσα ἔγινε Φωτεινή. Ἀπὸ σκοτάδι ἔγινε φῶς, ἀπὸ σκοτεινὴ ἔγινε φωτεινή. Καὶ τί ἔκανε; Τ᾿ ἄφησε ὅλα, πῆρε ἕνα ῥαβδὶ καὶ περπατοῦσε σὲ βουνὰ καὶ ῥεματιὲς κηρύττοντας τὸ Χριστό, μὲ φλόγα. Ὅταν ἔλεγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔκλαιγε. Μετὰ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ πῆγε σὲ πολλὰ μέρη. Κατέληξε στὴ Σμύρνη. Καὶ ἐκεῖ κήρυξε τὸ Χριστό, καὶ βαπτισθήκανε πολλοὶ καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Σμυρνιῶτες κτίσανε πρὸς τιμήν της τὴν πιὸ ὄμορφη ἐκκλησία ποὺ ὑπῆρχε στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἦταν ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης τὸ 1922, καὶ μετὰ ἔβαλαν φωτιὰ οἱ Τουρκαλάδες καὶ τὴν ἔκαψαν. Δὲν ὑπάρχει πιά.

* * *

Ποιός λοιπὸν ἔφερε τόσο κόσμο στὸ Χριστό; Μιὰ γυναίκα, ἡ ἁγία Φωτεινή.
Γι᾿ αὐτὸ ὅ,τι ἔκανε ἡ ἁγία Φωτεινή, νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς.
―Μπᾶ, θὰ μοῦ πῆτε, ν᾿ ἀφήσουμε τὰ σπίτια μας, τὰ χωράφια μας καὶ τὶς δουλειές μας, νὰ πάρουμε ἕνα ῥαβδὶ καὶ νὰ τρέχουμε γιὰ νὰ κηρύττουμε τὸ Χριστό; Μὰ τρελάθηκες; Ἔχουμε γυναῖκα καὶ παιδιά…
Δὲν σοῦ λέω νὰ πᾷς νὰ κηρύξῃς τὸ Χριστὸ κάτω στὸ Νεῖλο ποταμὸ καὶ στὶς Ἰνδίες. Ἐδῶ, στὸ χωριό σου καὶ στὴν πόλι σου νὰ τὸν κηρύξῃς. Θὰ μοῦ πῇς·
―Μὲ ποιό τρόπο;
Θὰ σοῦ πῶ. Ἀπὸ τὸ πρωῒ ποὺ σηκώνεσαι μέχρι τὸ βράδι ἡ γλῶσσα σου δὲν σταματᾷ. Κουβεντιάζεις μὲ τὴ γυναῖκα σου, μὲ τὰ παιδιά σου, μὲ ὅλους. Κουβεντιάζεις στὸ καφενεῖο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ. Ἂν μετρήσω τὶς λέξεις ποὺ λὲς ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδι, εἶνε χίλιες λέξεις. Ἂν ψάξω μέσα στὶς χίλιες αὐτὲς λέξεις, θὰ βρῶ τὸ διαμάντι; Γιατὶ οἱ λέξεις ποὺ λένε οἱ ἄνθρωποι εἶνε χαλίκια καὶ ἄμμος. Διαμάντι εἶνε ὁ Χριστός. Εἶπες μιὰ λέξι γιὰ τὸ Χριστό; Μπά!
Ὅταν βάπτισα στὴ Φλώρινα τοὺς τσιγγάνους, ρωτῶ ἕναν ἔξυπνο γύφτο ἀπ᾿ αὐτούς· Read more »

Ψυχικη παραλυσια

author Posted by: admin on date Μαι 10th, 2014 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου (Ἰωάν. 5,1-15)

ΨΥΧΙΚΗ ΠΑΡΑΛΥΣΙΑ

επισκ. Αυγ.Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

  ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο; Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ περιέχει ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὸ θαῦμα αὐτό, πρέπει νὰ γίνῃ ἀτομικό, νὰ τὸ κάνουμε προσωπικό, νὰ τὸ μεταφέρουμε στὸν ἑαυτό μας· πρέπει δηλαδὴ νὰ ἐπαναληφθῇ καὶ σ᾿ ἐμᾶς. Πῶς θὰ γίνῃ αὐτό; Γιὰ νὰ ἐπαναληφθῇ τὸ θαῦμα, πρέπει ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐνεργήσῃ ἐπάνω μας. Τότε δὲν θὰ χρειάζεσαι ἄλλη βεβαίωσι γιὰ νὰ πιστεύῃς. Θὰ ἔχῃς ἀκράδαντη βεβαιότητα. Μεγαλυτέρα ἀπόδειξις τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶσαι σύ ὁ ίδιος.

* * *

  Τί λέει, λοιπόν, τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο; Στὰ Ἰεροσόλυμα, κοντὰ στὴν προβατικὴ πύλη, τὴν πύλη δηλαδὴ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν τὰ πρόβατα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ θυσιαστοῦν στὸ ναό, ὑπῆρχε μία δεξαμενὴ ποὺ λεγόταν Βηθεσδά. Τὸ νερὸ αὐτῆς τῆς δεξαμενῆς εἶχε μία θαυματουργικὴ ἰδιότητα. Τί ἰδιότητα; Κατὰ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα, μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, κατέβαινε ἐκεῖ ἄγγελος Κυρίου καὶ τάραζε τὸ νερό. Τότε τὸ νερὸ ἀποκτοῦσε, προσωρινῶς, ἰαματικὴ ἰδιότητα. Αύτὸ διαρκοῦσε πολὺ λίγο· ἀμέσως κατόπιν τὸ νερὸ ἐπανερχόταν στὴν προηγουμένη φυσικὴ κατάστασι, ἦταν πάλι ἁπλὸ νερὸ ὅπως ὅλων τῶν ἄλλων πηγῶν. Ὅποιος λοιπὸν ἀμέσως μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου προλάβαινε νὰ πέσῃ πρῶτος μέσα στὸ ταραγμένο νερό, γινόταν ὑγιής, ὁποιαδήποτε καὶ ἂν ἦτο ἡ ἀσθένεια ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπασχε.
Αὐτὸ ἔδινε ἐλπίδα σὲ ὅλους ὅσοι εἶχαν ἀπελπισθῆ ἀπὸ τοὺς γιατρούς. Ἔτσι γύρω ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς κολυμβήθρας ἦταν συγκεντρωμένο ἕνα πλῆθος ἀσθενῶν, ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ ξαπλωμένοι σὲ κρεβάτια ἢ φορεῖα. Είτε κρύο ἔκανε είτε ζέστη, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι δὲν ἀπομακρύνονταν ἀπὸ ᾿κεῖ. Γιὰ νὰ προστατεύωνται δὲ ἀπὸ τὴ βροχὴ καὶ τὸν ἥλιο, εἶχαν χτιστῆ γύρω ἀπ᾿ τὴ δεξαμενὴ πέντε στοές, πέντε ὑπόστεγα, ὅπου παρέμεναν οἱ ἀσθενεῖς καὶ ὅσοι τοὺς συνώδευαν.
Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ἀσθενῶν, ποὺ περίμεναν νὰ βροῦν τὴ θεραπεία τους, ἦταν καὶ ἕνας παράλυτος. Γιατρειὰ δὲν εἶδε ἀπὸ ἄνθρωπο. Ἀλλ᾿ οὔτε καὶ στὴ θαυματουργὸ κολυμβήθρα τόσον καιρὸ εἶχε βρῆ τὴ θεραπεία του. Τριανταοχτὼ χρόνια περίμενε ἐκεῖ μὲ ὑπομονή. Στὸ μακρὸ αὐτὸ διάστημα πολλοὺς συνασθενεῖς εἶδε νὰ πέφτουν στὸ ταραγμένο νερό, νὰ βγαίνουν καὶ νὰ φεύγουν γιὰ τὰ σπίτια τους θεραπευμένοι. Αὐτὸς λόγῳ τῆς παθήσεώς του δὲν ἦταν εὐκίνητος· πάντα κάποιος ἄλλος τὸν προλάβαινε. Ἦταν μόνος καὶ ἀβοήθητος. Ἔτσι τὸ μαρτύριό του συνεχιζόταν.
Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἀποτυχιῶν, τί ἐλπίδα ὑπῆρχε πλέον; Μᾶλλον ἔπρεπε νὰ τὸ πάρῃ ἀπόφασι, ὅτι ἐκεῖ θὰ τὸν βρῇ ὁ θάνατος καὶ τότε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα θὰ μετακομίσῃ στὸ κοιμητήριο· κι ἀντὶ νὰ μπῇ στὸ ἰαματικὸ νερό, θὰ τὸν βάλουν στὸ μαῦρο χῶμα. Ἐν τούτοις ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐλπίζῃ, νὰ ὑπομένῃ, νὰ παραμένῃ ἐκεῖ. Σὰν κάποιον νὰ περίμενε! Κάποιο μυστήριο ἔκρυβε ἡ ταλαιπωρία του.
Καὶ ἦρθε ἐπὶ τέλους ἡ στιγμὴ νὰ λυθῇ τὸ δρᾶμα του καὶ νὰ φωτιστῇ τὸ μυστήριο. Μετὰ ἀπὸ ἀγόγγυστη ὑπομονὴ τόσων ἐτῶν, ἦρθε κοντά του ὁ μέγας ἰατρός, τὸ ἄριστο φάρμακο, καὶ τότε βραβεύθηκε ἡ ἀρετή του. Ἦρθε κοντά του ὁ Χριστός, ὁ παντοδύναμος καὶ πάνσοφος εὐεργέτης, τοῦ εἶπε ἔνα μόνο λόγο, καὶ μ᾿ ἐκεῖνο τὸ λόγο ὁ παράλυτος ἀμέσως ἔγινε καλά. Μέγα τὸ θαῦμα· ἕνας ζωντανὸς νεκρὸς στάθηκε ὄρθιος· καὶ αὐτὸς ποὺ δὲ᾿ μποροῦσε νὰ σηκώσῃ οὔτε ἕνα κουτάλι, πῆρε δύναμι καὶ σήκωσε ὁλόκληρο κρεβάτι.
Ὁ παραλυτικὸς αὐτὸς ἔμεινε ἐκεῖ τόσα χρόνια, γιὰ νὰ γίνῃ διδάσκαλός μας. Τριανταοχτὼ χρόνια δὲ ᾿γόγγυσε οὔτε βλαστήμησε, ὅπως θὰ ἔκαναν ἄλλοι πού, ὄχι τόσο ἀλλὰ πολὺ λιγώτερο χρόνο ἔχουν στὸ κρεβάτι, καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸ Θεό. Ὁ παραλυτικὸς εἶνε παράδειγμα ὑπομονῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἦρθε κοντά του ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ίδιος ὁ Χριστός· διότι τὸν σπλαχνίσθηκε. Ἔπειτα ὁ παραλυτικὸς αὐτός, ὅταν γιατρεύτηκε, δὲν πῆγε στὸ σπιτάκι του, ἀλλὰ ποῦ πῆγε; Στὸ ναό. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἔγινε καὶ ἱεροκήρυκας, σαλπιγκτὴς τῶν θαυμάτων τοῦ Κυρίου.

* * *

Ἀλλὰ τώρα δὲν θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τὸν παραλυτικὸ τοῦ εὐαγγελίου· θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τοὺς σημερινοὺς παραλύτους.
―Μὰ ὑπάρχουν καὶ σήμερα παράλυτοι; Read more »

ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 4th, 2014 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Εὐαγγέλια
Τῶν Μυροφόρων (Μᾶρκ. 15,43 – 16,8)

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1171

Γιατί στὶς μυροφόρες τὸ πρῶτο «Χριστὸς ἀνέστη»;

«Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε…»

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, νὰ ἑορτάζουμε τὸ μέγα, τὸ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Οἱ περισσότεροι ὕμνοι ποὺ ψάλλονται τὴν περίοδο αὐτὴ ὡς θέμα ἔχουν τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ θεία λειτουργία, ποὺ γίνεται τὶς Κυριακὲς αὐτὲς τοῦ Πεντηκοσταρίου, διαφέρει ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία τοῦ ὑπολοίπου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους· διότι μετὰ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» δὲ᾿ λέμε ἀμέσως τὰ εἰρηνικά, δὲ᾿ λέμε τὶς αἰτήσεις «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν…», ἀλλὰ ὁ ἱερεὺς ψάλλει μαζὶ μὲ τοὺς ψάλτες τρεῖς φορές, τὸ «Χριστὸς ἀνέστη».
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀκούγεται ὅλες τὶς Κυριακὲς ἀλλὰ καὶ ὅλες τὶς ἡμέρες μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» εἶνε, ἀδελφοί μου ὁ γλυκύτερος χαιρετισμός, χαιρετισμὸς ποὺ μεταφέρει ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ τὸ μέγα μήνυμα, τὴν πιὸ χαρμόσυνη εδησι, ὅτι ὁ Κύριος νίκησε τὸ θάνατο.
Χιλιάδες φορὲς – ἀμέτρητες ἀκούστηκε, καὶ ἀκούγεται, καὶ θὰ ἐξακολουθήσῃ ν᾿ ἀκούγεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ἀλλὰ πότε ἐλέχθη γιὰ πρώτη φορά; ποιά αὐτιὰ τὸ πρωτοάκουσαν; ποιός εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»;
Ὅπως τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ δὲν τὴν ἔμαθαν πρῶτοι οἱ μεγάλοι καὶ ἰσχυροὶ καὶ πλούσιοι, ἀλλὰ οἱ ταπεινοὶ καὶ φτωχοὶ βοσκοὶ ποὺ ἔβοσκαν τὰ ποίμνιά τους στὰ βοσκοτόπια τῆς Βηθλεέμ, ἔτσι καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰησοῦς συνέτριψε τὶς πύλες τοῦ ᾅδου, δὲν τὸ ἄκουσαν πρῶτοι οἱ ἐπιφανεῖς καὶ ἀξιωματοῦχοι, δὲν τὸ ἄκουσαν οἱ ἰσχυροὶ ἄνδρες, δὲν τὸ ἄκουσαν οὔτε καὶ αὐτοὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ· τὸ μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τὸ ἄκουσαν πρῶτες ἀπ᾿ ὅλους οἱ γυναῖκες, οἱ μυροφόρες γυναῖκες· καὶ πρὸς τιμὴν αὐτῶν τῶν γυναικῶν εἶνε ἀφιερωμένη ἡ σημερινὴ Κυριακή, τρίτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα.
Ἀλλὰ γιατί τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τὸ ἄκουσαν πρῶτες ἀπ᾿ ὅλους οἱ μυροφόρες; Read more »

H XΡΙΣTIANIKH ΑΝΔΡΕΙΑ

author Posted by: admin on date Μαι 3rd, 2014 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων (Μᾶρκ. 15,43-16,8)

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΝΔΡΕΙΑ

ΜυροφΤΟ εὐαγγέλιο σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε σχετικὸ μὲ τὴν ἑ­ορτὴ τῶν μυροφόρων. Νοερῶς μᾶς μεταφέρει στὰ μεγάλα ἐκεῖνα γεγονότα ποὺ ἔγιναν τὴ Μεγάλη Παρασκευή.

* * *

Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ὁ Κύριος συνελήφθη τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὡδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, καὶ τὶς πρωινὲς ὧρες, ὅταν ἄνοιξε τὸ πραιτώριο, ἔγινε ἡ δίκη του ἐνώπιον τοῦ ῾Ρωμαίου πραίτω­ρος. Ὁ Πιλᾶτος κατέβαλε μεγάλη προσπά­θεια νὰ ἀθῳώσῃ τὸν Ἰησοῦν, ἀλλὰ στὸ τέλος δὲν μπόρεσε ν᾽ ἀντισταθῇ στὴν κακία τῶν ἐ­χθρῶν του. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ὑποκύ­ψῃ εἶνε ὁ φόβος μήπως γίνῃ δυσάρεστος στὸν καίσαρα. Ἔτσι ὑπέγραψε τὴν καταδίκη. Ἡ ὥ­ρα ποὺ ὑπέγραψε ἦταν 9 τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, καὶ στὶς 12 τὸ μεσημέρι ὁ Ἰησοῦς ἐσταυρώθη στὸ Γολγοθᾶ.
Ἐπάνω στὸ σταυρὸ δὲν ἔμεινε πολύ. Στὶς 3 τὸ ἀπόγευμα ὁ Ἐσταυρωμένος ἐξέπνευ­σε. Οἱ ὧρες ποὺ ἀκοῦμε στὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τοῦ ἑ­βραϊκοῦ ὡρολογίου· ὅταν λέῃ «ὥρα ἕκτη» εἶνε ἡ 12η μεσημβρινή, κι ὅταν λέῃ «ὥρα ἐνάτη» εἶνε ἡ 3η ἀπογευματινή. Ὁ Κύριός μας δηλαδὴ δὲν ἔμεινε στὸ σταυρὸ περισσότερο ἀ­πὸ τρεῖς ὧρες καὶ ἡ συντομία αὐτὴ προκά­λεσε στὸν Πιλᾶ­το ἀ­πο­ρία· «ἐθαύμασεν εἰ ἤ­δη τέθνη­κε» (Μᾶρκ. 15,44). Οἱ κατάδικοι συνήθως ἄν­τεχαν πολλὲς ὧ­ρες ἢ καὶ ἡμέρες· ἐν τῷ μετα­ξὺ ἡ ὀσμὴ τοῦ αἵ­ματος τραβοῦσε τὰ σκυλιά, ποὺ ὡρμοῦ­σαν κ᾽ ἔκοβαν ἀπὸ τὶς σάρκες τους, καὶ τὰ ὄρ­νεα τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ κατέβαιναν καὶ τοὺς ἔ­βγαζαν τὰ μάτια· στὸ τέλος στοὺς σταυροὺς ἔμεναν μόνο τὰ κόκκαλα, θέαμα ἀποτρόπαιο.
Νεκρὸς πλέον ὁ Κύριος πάνω στὸ σταυρό. Ποιός τώρα θὰ φροντίσῃ, ποιός θὰ πάῃ νὰ τὸν ἀποκαθηλώσῃ, νὰ τὸν ξεκρεμάσῃ, καὶ νὰ τοῦ ἀποδώσῃ τὶς τελευταῖες τιμές; Θὰ περίμενε κανεὶς αὐτὸ νὰ τὸ κάνῃ κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, κάποιος ἀπὸ τὸν στενὸ κύκλο τῶν γνωρίμων καὶ φίλων, κάποιος ἀπὸ τοὺς τόσους ποὺ εὐεργέτησε. Κανείς ὅμως δὲν φαίνεται. Ὅ­λοι φοβήθηκαν. Ἕνας μόνο παρουσιάζεται· «Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευ­τής» (ἔ.ἀ. 15,43). Αὐτὸς τολμᾷ, ἐμφανίζεται ἐνώπι­ον τοῦ Πιλάτου, ζητάει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ παίρνει καὶ κάνει τὴν ταφὴ μὲ κάθε τιμή.
Ὁ Ἰωσὴφ ζήτησε τὸ σῶμα ἑνὸς καταδίκου. Μὲ τὸ διάβημα αὐτὸ κινδύνευε νὰ πέσῃ στὴ δυσμένεια τῶν Ἰουδαίων, νὰ γίνῃ μιση­τός. Κιν­δύνευε νὰ χάσῃ τὴ θέσι του – καὶ εἶχε μεγά­λη θέσι ὡς μέλος τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου. Οὔ­τε τὰ σχόλια ὅμως οὔτε τὶς εἰρωνεῖ­ες οὔτε τὸ διωγμὸ οὔτε τὴ θέσι οὔτε τὴν περι­ου­σία ὑ­πολό­γισε. Θεώρησε ἱε­ρὸ καθῆκον νὰ κηδεύσῃ τὸ ἄ­χραντο σῶμα τοῦ Χρι­στοῦ. Εὐλογημένη ἡ πρω­τοβουλία του, εὐλογημένα τὰ πόδια καὶ τὰ χέ­ρια του. Αὐ­τὸς καὶ ὁ Νικόδημος πρωτοστάτησαν στὸ ἱερὸ τοῦτο καθῆκον ἀπέ­ναντι στὸ μεγάλο Νεκρό. «Τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶ­τον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (ἔ.ἀ.).
Μεγάλη ἡ τόλμη τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν. Ἀλλὰ μεγαλύτερη τόλμη ἔδειξαν σήμερα οἱ μυροφό­ρες γυναῖκες. Ἐνῷ οἱ μαθηταὶ φοβισμένοι εἶ­νε κλεισμένοι μέσα καὶ δὲν τολμοῦν νὰ βγοῦν, αὐτὲς βγαίνουν στὸ δρόμο καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι νύχτα, «σκοτίας ἔτι οὔσης» (Ἰω. 20,1), γιὰ νὰ ἐκ­τελέσουν καὶ αὐτὲς τὸ ἱερὸ χρέος ἀπέναν­τι στὸν Κύριό μας. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τὶς ἔκανε νὰ δείξουν τέτοιον ἡρωισμὸ καὶ αὐταπάρνησι; Ἡ ἀγάπη στὸ Χριστό. Ὅταν αὐτὴ ἀνάψῃ στὴν καρδιά, ὁ ἄνθρωπος τολμᾷ.

* * *
Ἐμεῖς ἔχουμε ἀγάπη στὸ Χριστό; Ἀγάπη στὸ παιδί, στὴ σύζυγο, στὰ χρήματα, σὲ ὑλικὰ καὶ ἐγκόσμια πράγματα ἔχουμε· ἀγάπη στὸ Χριστὸ δὲν ἔ­χουμε. Ὅποιος ἔχει μέσα του τὴ φωτιὰ τῆς ἀγά­πης στὸ Χριστό, ὅλα τὰ ποτάμια καὶ οἱ ὠκεανοὶ δὲν μποροῦν νὰ τὴ σβήσουν.
Ὤ καὶ νὰ μποροῦσα νὰ σᾶς παρουσιάσω τὴν τόλμη τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Νικο­δήμου καὶ τῶν μυροφόρων γυναικῶν! Αὐτοὶ εἶνε γιὰ μᾶς παράδειγμα ἀνδρείας. Κι ὅταν λέω ἀνδρεία δὲν ἐννοῶ τὴ σωματική. Αὐτὴ εἶνε κάτι φυσικό. Ἡ ἀξία δὲν εἶνε στὰ κορμιὰ τὰ εὔρωστα ποὺ τρέχουν στὸ στίβο καὶ δίνουν κλωτσιὲς στὰ γή­πεδα. Χωρὶς νὰ περιφρονοῦμε τὸ σῶμα, ἡ ἀξία ἡ μεγάλη δὲν εἶνε ἐκεῖ, στοὺς μυῶνες καὶ τὰ νεῦρα. Κι ὁ Γολιὰθ ἦταν σωματώδης, ἕνα πελώριο ὄν, ἕνα βουνὸ ἀπὸ σάρκες· ἀλλὰ μέσα ἐκεῖ κατοικοῦσε μιὰ μικρὰ ψυχή. Ὅταν λέμε ἀνδρεία ἐννοοῦμε τὴν ψυχικὴ ἀνδρεία, τὴν χριστιανικὴ ἀνδρεία, ἐκείνη ποὺ νικάει κάθε ἐμπόδιο στὴ ζωή. Μπορεῖ ἕνας νὰ εἶνε ἀ­σθενικός, νὰ μὴ μπορῇ νὰ κρατήσῃ οὔτε τὸ πιρού­νι, κι ὅμως μέσα σ᾽ αὐτόν, ποὺ βρίσκεται στὸ κρεβά­­τι τοῦ πόνου, νὰ κατοικῇ μία ψυχὴ οὐρα­­νομή­κης. Τί ἦταν Read more »

ΔΕΝ ΕΙΝΕ ΨΕΜΑ Η ΠΙΣΤΙ ΜΑΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 26th, 2014 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ (Ἰωάν. 20,19-31)

 ΔΕΝ ΕΙΝΕ ΨΕΜΑ Η ΠΙΣΤΙ ΜΑΣ

   IoVerin_2frescoΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτή. Εἶνε ἡ δευτέρα Κυριακὴ τοῦ Πάσχα ἢ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. Καὶ λέγεται Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, γιατὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ὥρισε νὰ δια­βά­ζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὸ Θωμᾶ.

* * *

Τί ἦταν ὁ Θωμᾶς; κανένας πλούσιος, κανένας ἐπιστή­μων, κανένας διάσημος τῆς ἐπο­χῆς ἐκείνης; Τίποτε. Ἕνα ἀγράμματο φτωχα­δάκι ἦταν. Καὶ ὅμως ἔγινε πασίγνωστος. Καὶ ἐνῷ μεγάλοι καὶ τρανοὶ λησμονήθηκαν, αὐτὸς ζῇ στὴ μνήμη ὅλων. Τί συνέ­βη ἆραγε; Κάτι ἄλ­λαξε στὴ ζωὴ τοῦ Θωμᾶ, καὶ τὸ πτωχαδάκι ἔγινε μιὰ μεγάλη φυσιογνωμία. Τί συνέβη;
Μιὰ μέρα ἄκουσε νὰ τὸν καλῇ μιὰ φωνή. Μιὰ φωνὴ πιὸ γλυκειὰ κι ἀπ’ τὴ φωνὴ τῆς μά­νας, φωνὴ ποὺ ἀπευθύνεται σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο καὶ μακάριοι ὅσοι τὴν ἀκοῦνε. Εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶδε ὁ Χριστὸς τὸ Θωμᾶ καὶ διέκρινε ὅτι μέσα του κρύβεται ἕνα διαμάντι. Διαμάντι ἦταν ἡ καλή του διάθεσι. Ἔλα μαζί μου, τοῦ εἶπε ὁ Χριστός. Κι ἀμέσως ὁ Θωμᾶς ἄφησε τὰ πάν­τα καὶ τὸν ἀκολούθησε. Κάθησε τρία χρόνια κοντά του. Ἄκουσε τὰ λόγια του, λόγια ποὺ δὲν ἀκούστηκαν ποτέ ἄλλοτε στὸν κόσμο. Εἶδε τὰ θαύματά του, ποὺ εἶνε ἄ­­πειρα – ἀμέτρητα. Εἶδε τὴν ἁγία ζωή του. Ἔ­τσι πίστεψε καὶ εἶπε· Αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖνος ποὺ λένε οἱ προφητεῖες ὅτι θὰ ἔρθῃ. Πίστεψε, ὅτι ὁ Ναζωραῖος θὰ συντρίψῃ τὶς λεγεῶνες τῆς ῾Ρώμης, θὰ διώξῃ τοὺς κατακτητάς, θὰ στήσῃ θρόνο μεγάλο, θὰ ἱδρύ­σῃ βασί­λειο, τὴν πιὸ μεγάλη αὐτοκρατορία, καὶ θὰ γίνῃ ὁ βασιλεὺς τῆς ἀνθρωπότητος.
Αὐτὰ πίστεψε καὶ ἦταν χαρούμενος. ᾿Αλλ’ ὅ­ταν τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης στὴ Γεθ­σημανῆ ―ἦταν κι αὐτὸς ἐκεῖ― εἶδε νὰ πιά­νουν τὸ Χριστό, νὰ τὸν δένουν χωρὶς νὰ προβάλλῃ καμμιά ἀντί­στασι, νὰ τὸν φέρνουν στὸν Ἄννα, στὸν Κα­ϊάφα, στὸ πραιτώριο, νὰ τὸν ῥα­πίζουν, νὰ τὸν φτύνουν, καὶ τέλος νὰ τὸν ὁδηγοῦν στὸ Γολγοθᾶ καὶ νὰ τὸν σταυρώνουν χωρὶς νὰ τοὺς ῥίχνῃ ἀστροπελέκια – ὅ­πως θὰ μποροῦσε, ὁ Θωμᾶς παραξενεύτηκε. Κι ὅ­ταν ἔμαθε ὅτι ξεψύχησε, εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30), καὶ τὸν ἔβαλαν μέσ’ στὸ μνῆ­μα ὅ­πως ὅλους τοὺς κοινοὺς ἀνθρώπους, τότε πλέον ἔπαψε νὰ πιστεύῃ. Ψέμα ἦταν ὅλα, σκέ­φτηκε. Ἔφυγε, πῆγε πάλι στὶς δουλειές του καὶ ἄρχισε ν᾿ ἀσχολῆται μ’ αὐτὲς ὅπως πρίν. Ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητάς. Κάποια μέρα ποὺ συναντήθηκε μαζί τους, τοῦ εἶπαν· ―Θωμᾶ, ἔχασες! ―Τί ἔχασα; ―Εἴδαμε τὸν Κύριο. Ἀναστήθηκε. Ἔπρεπε νὰ ἤσουν μαζί μας. ―Δὲν πιστεύω τίποτα. ―Δὲν πιστεύεις ἐμᾶς, ποὺ μᾶς γνωρίζεις τόσα χρόνια; δὲν δέχεσαι τὴ μαρτυρία μας; ―Ἐὰν δὲν βάλω τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια ποὺ ἄφησαν τὰ καρφιὰ στὰ χέρια του καὶ ἡ λόγχη στὴν πλευρά του, «οὐ μὴ πιστεύσω» (Ἰωάν. 20,26). Δὲν πιστεύω, ἂν δὲν τὸν δῶ, λέει.
Πέρασε ἔτσι μιὰ βδομάδα, ποὺ ὁ Θωμᾶς πάλευε μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, καὶ με­τὰ Read more »

Ο ΘΩΜΑΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 26th, 2014 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ (Ἰω. 20,19-31)

Ο ΘΩΜΑΣ

«Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28)

Απ. ΘΩΜΑΣΔὲν ἔλειψαν, ἀγαπητοί μου, οὔτε θὰ λείψουν ποτὲ οἱ πιστοὶ στὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστάντα Κύριο. Αὐτοὶ θ᾿ ἀποτελοῦν τὴν ἐκλεκτὴ μερίδα, θὰ εἶνε «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» καὶ «τὸ ἅλας τῆς γῆς» (Ματθ. 5,14,13), θὰ κρατοῦν ἀ­ναμμένη τὴ λαμπάδα τῆς πίστεως, ἕτοιμοι καὶ γιὰ ἕνα γιῶτα νὰ θυσιαστοῦν. Αὐτοὶ θὰ νικήσουν, ἔστω κι ἂν ἀποτελοῦν μικρὴ μει­οψηφία. Τὸ μέλλον ἀνήκει στὴν παράταξί τους, ποὺ ἐπὶ κεφαλῆς ἔχει τὸ Χριστό, τὸ νικητὴ τοῦ ᾅδου.
Ἀπέναντι στοὺς πιστοὺς κινεῖται σὲ ὅλες τὶς χῶρες καὶ τὶς ἐποχὲς ἡ ἄλλη παράταξι, ἡ παράταξι τῶν ἀπίστων, ποὺ μὲ μυρίους τρόπους ἀγωνίζονται μὲ λύσσα νὰ σβήσουν τὰ φῶτα, νὰ κλονίσουν τὶς χριστιανικὲς πεποι­θήσεις, νὰ ξανασταυρώσουν τὸ Θεάνθρωπο.
Μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ τῶν ἀπίστων ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη παράταξις μὲ ἄτομα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὑπαχθοῦν οὔτε στοὺς μὲν οὔτε στοὺς δέ. Εἶνε ἕ­να εἶδος ἀμφιβίων, ποὺ πότε τὰ βλέπετε νὰ περπατοῦν στὴν ξηρὰ καὶ πότε νὰ κολυμποῦν στὴ θάλασσα. Αὐτοὶ κυμαίνον­ται μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας. Θέλουν νὰ πιστέψουν, ἀλλὰ μερικὲς ἀμφιβολί­ες, μερικὰ «ἐὰν» τῆς ἀπιστίας, φράζουν σὰν ὀγκόλιθοι τὸ δρόμο πρὸς τὴν πίστι.
Ταλαίπωροι! Γιατί δὲν ἐκκαθαρίζετε τὸ δρό­μο σας; Φῶς καὶ σκοτά­δι, πίστις καὶ ἀπιστία πα­λεύουν μέσα σας. Κύριε, σπλαχνίσου τὰ πλάσμα­τά σου! Βοήθησέ τα νὰ μὴ ναυαγήσουν τελείως.
Στὴν κατάστασι αὐτὴ τῆς διστακτικότητος καὶ τῆς ἀμφιβολίας ἔζησε ἐπὶ μία δραματικὴ ἑβδομάδα καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ ἀ­ναστάντος Κυρίου, ὁ Θωμᾶς. Ὤ, πόσο θὰ θυμόταν σὲ ὅλη τὴ μετέπειτα ζωή του τὴν ἑβδομάδα αὐτή, καὶ πόσο θὰ εὐγνωμονοῦσε τὸν Κύριο ποὺ ἔσπευσε καὶ τὸν βοήθησε νὰ βγῇ ἀπὸ τὴ φρικτὴ ἐμπειρία τῆς ἀπιστίας!
Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, ποὺ πάλεψε μὲ τὸ δαί­μονα τῆς ἀπιστίας καὶ νίκησε φωνάζοντας «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28), προβάλλεται ὡς παράδειγμα κατὰ τὴ δευτέρα Κυριακὴ τοῦ Πάσχα· παράδειγμα γιὰ ἐκείνους ποὺ μὲ δυσπιστία ἐξετάζουν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀναστάντος Κυρίου καὶ διερωτῶνται συνεχῶς· Νὰ πιστέψουμε ἢ νὰ μὴ πιστέψουμε;
Ἀλλ᾿ ἂς σπουδάσουμε ὅλοι τὸ Θωμᾶ, γιὰ νὰ λάβουμε κ᾽ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Κύριο τὰ φάρμα­κα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἐξουδετερωθοῦν τὰ μικρό­βια τῆς ἀμφιβολίας καὶ διστακτικότητος.

* * *

Ὁ Θωμᾶς, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἐξ ἀρχῆς χα­ρακτήρας εἰλικρινής. Εἶχε ἁγνότητα καὶ ἀνιδιοτέλεια. Ἐπιθυμοῦσε νὰ βρῇ τὴν ἀλήθεια, νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ καὶ νὰ θυσιαστῇ γι᾽ αὐτήν. Γι᾽ αὐτό, ὅταν στὴν Ἁγία Γῆ ἀντήχησε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Θωμᾶς ἔτρεξε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ.
Ἀκολούθησε τὸν Κύριο μὲ ἀφοσίωσι καὶ αὐταπάρνησι. Ὅταν Κύριος μὲ τοὺς μαθητὰς ἔμαθε στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου ὅτι ὁ φίλος του Λάζαρος ἀσθενεῖ, εἶπε· Πρέπει νὰ πᾶμε πάλι στὴν Ἰουδαία. Τότε λοιπόν, ἐνῷ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ φοβήθηκαν, ὁ Θωμᾶς εἶπε τὰ ἑξῆς, ποὺ δείχνουν ὅτι δὲν ἦταν δειλός· «Ἄ­γωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ» (Ἰω. 11,16)· κι ἂν ἀκόμη μᾶς περιμένῃ θάνατος, ἂς συνοδεύσουμε τὸν Διδάσκαλό μας.
Μὲ τὰ ἴδια λόγια ὅμως φανέρωνε συγχρόνως καὶ τὴν ἄλλη ὄψι τοῦ χαρακτῆρός του, τὴ Read more »

ΑΓΝΩΣΤΟΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 20th, 2014 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Πάσχα (Ἰω. 1,1-17)

ΑΓΝΩΣΤΟΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

«…Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω» (Ἰω. 1,10)

Ο ΚΥΡΙΟΣΤί εἴμαστε, ἀγαπητοί μου, σήμερα; ὄχι ἀπὸ πλευρᾶς μορφώσεως, ἀξιωμάτων, πλούτου καὶ θησαυρισμοῦ, ἀλλ᾿ ἀπὸ πλευρᾶς πνευματι­κῆς, ἀπ᾽ ὅπου κυρίως πρέπει νὰ κρίνεται καν­είς; τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; Ἐμένα ρωτᾶτε; ρωτῆ­στε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σας, καὶ θ᾽ ἀ­κούσετε τὸ γραφικό, «σκώληξ» εἶνε ὁ ἄνθρωπος (Ἰὼβ 25,6)· καὶ τὸ ἐκκλησιαστικό, «σκωλήκων βρῶμα» (Νεκρ. ἀκολ., μακ.), ἐκεῖ καταντᾷ. Ἐν τούτοις ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα μᾶς φωνάζει νὰ γίνουμε ἀετοί. Ἀπὸ σκώληκες ἀετοί; εἶνε δυνατὴ αὐτὴ ἡ μεταλλαγή; Καὶ ὅμως γίνεται.
Ἀετὸς εἶνε σήμερα ὁ εὐαγγελιστὴς ποὺ ἀ­κούσαμε. Σὲ ὡραῖες βυζαντινὲς εἰκόνες στὸ Ἅγιον Ὄρος θὰ δῆτε ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ζωγραφίζεται μὲ σύμβολο δίπλα του τὸν ἀετό. Γιατί; Διότι οἱ ἄλλοι εὐαγγελισταὶ (ὁ Ματθαῖος, ὁ Μᾶρκος κι ὁ Λουκᾶς) ἀρχίζουν τὴν ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἐν χρό­νῳ σάρκωσι, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ἀρχίζει ἀπὸ ἕνα μεγάλο ἰλιγγιῶδες ὕψος, μᾶς ἀνεβάζει στὴν ἄ­χρονο γέννησί του ἐκ τοῦ Πατρός. Ὡς ἄν­θρω­πος μὲν ἐγεννήθη ἐν Βηθλεὲμ «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. 4,4), ἀλλὰ ὡς Θεὸς εἶνε ἄχρονος. Ὑπῆρχε ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε ἥλιος, σελήνη, γαλαξίες, ὕλη· ἀλ­λὰ δὲν ὑπῆρχε ποτέ μὰ ποτέ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε ὁ Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία καταδίκασε τὸν Ἄρειο ποὺ ἔλεγε ὅτι «Ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν». Ἡ ἀίδιος γέννησις καὶ ἡ ἄναρχος ὕ­παρξις τοῦ Υἱοῦ, αὐτὸ τὸ δόγμα, εἶνε θε­μέλιο τῆς πίστεως. Τὸ πιστεύεις; εἶσαι Χριστι­ανός· δὲν τὸ πιστεύεις; ἐλεύθερος εἶσαι, ἀλ­λὰ πιστὸς δὲν εἶσαι. Κι ἂν παραδέχεσαι τὸ Χριστὸ ὡς ἕνα φιλόσοφο, ποιητή, κοινωνιολό­γο κ.λπ., τίποτα δὲ λές. Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰω. 1,1).
Σ᾽ αὐτὸ τὸ ὕψος μᾶς ἀνεβάζει ὁ ἀετὸς τῆς θεολογίας. Ἀλλ᾽ ἐγὼ τώρα δὲν πρόκειται νὰ ἀσχοληθῶ μὲ ὑψηλὰ θεολογικὰ θέματα. Θὰ κατέβω χαμηλότερα καὶ θ᾽ ἀσχοληθῶ μόνο μὲ μία φράσι τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Θὰ ἐξετάσω ποιά συμπεριφορὰ ἔδειξε ὁ κόσμος στὸ Χριστὸ ὅταν ἦρθε ἐδῶ στὴ γῆ· ποιά ἡ συμπεριφορὰ τῶν συγχρόνων του καὶ ποιά ἔπειτα τοῦ σημερινοῦ δικοῦ μας κόσμου.

* * *

 Ἀνοίγοντας, ἀγαπητοί μου, τὰ Εὐαγγέλια θὰ δῆτε ὅτι, ἂν ἀφαιρέσουμε μερικὰ ἀθῷα παι­διὰ ποὺ φώναζαν «ὡσαννά» (Ματθ. 21,9,15. Μᾶρκ. 11,9. Ἰω. 12,13), ἂν ἀφαιρέσουμε μερικὲς γυναῖκες ποὺ τὸν ἀ­κολούθησαν μέχρι τέλους, ἂν ἀφαιρέσουμε μερικοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας (δηλαδὴ 120 περίπου πρόσωπα) ποὺ τὸν πίστεψαν, οἱ ἄλλοι, ἡ ἰντελλιγκέντσια, ἡ ἀφρόκρεμα ―γράψε «κο­πρόκρεμα»― τῆς κοινωνίας (οἱ πλούσιοι, οἱ γραμματεῖς, οἱ φαρισαῖοι, οἱ διανοούμενοι, οἱ νομικοί, οἱ ἐπιστήμονες), αὐτοὶ μὲ παντοίους τρόπους προσπάθησαν νὰ τὸν γκρεμίσουν στὴν ὑπόληψι τοῦ λαοῦ. Ὁ λαὸς τὸν θεωροῦ­σε Μεσσία, Λυτρωτὴ καὶ ἔλεγε γι᾽ αὐτὸν ὅτι «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46)· ἐκεῖνοι συνεχῶς τὸν διέβαλλαν, τὸν παρουσίαζαν ὡς τὸν χειρό­τερο ἄνθρωπο, ἀγύρτη, λαοπλάνο, Βεελζε­βοὺλ καὶ ἄρχοντα τῶν δαιμονίων. Καὶ κατώρθωσαν, οἱ δημαγωγοὶ αὐτοί, νὰ διαστρέψουν καὶ νὰ μεταβάλουν τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ, ποὺ ἐνῷ προ­ηγουμένως φώναζε «Ὡσαννά», μετὰ φώναζε «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21). Ἐκλο­γὲς ἔγιναν καὶ ψήφισαν «δημοκρατικά». ―Ποιόν θέλετε νὰ σᾶς ἀπολύσω; ρώτησε ὁ Πι­λᾶτος, τὸ Βαραββᾶ ἢ τὸ Χριστό; διαλέξτε. Κι αὐτοὶ ἐξέλεξαν τὸ Βαραββᾶ. Καὶ πλήρωσαν τὶς συνέπειες τῆς ἐγκληματικῆς ἐκλογῆς τους.
Αὐτὴ ἦταν ἡ συμπεριφορὰ τῶν τότε ἀπέναντι στὸ Χριστό. Καὶ αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ ―γιὰ νὰ ἔλθουμε στὸ σήμερα― ἐπαναλαμβά­νεται διὰ μέσου τῆς ἱστορίας. Ἡ ἀνθρω­πότης ἐξέλεξε Βαραββᾶδες· αὐτοὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖ­στον, πλὴν μικρῶν ἐξαιρέσεων, τὴν κυβερνοῦν (π.χ. ἡ Γερμανία ἐξέλεξε τὸ Χίτλερ, καὶ ἄλλοι ἄλλους «Βαραββᾶδες»). Ἀπὸ τότε τί ἔγινε μέ­σα στὰ δυὸ χιλιάδες χρόνια ποὺ πέρασαν; καὶ τί γίνεται σήμερα; ἄλλαξε ὁ κόσμος; Σημειώθηκε ἀσφαλῶς μεταβολὴ στὴν ἀνθρωπότητα, ἀλλ᾽ ὄχι πρὸς τὸ καλύτερο. Ἰδίως Read more »

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 19th, 2014 | filed Filed under: εορτολογιο, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τοῦ Πάσχα
Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!»

___

 

_

   ΑΓΑΠΗΤΟΙ μου ἀδελφοί, «Χριστὸς ἀνέστη!». Σᾶς χαιρετίζω ἐν Χριστῷ, τῷ ἀναστάντι Κυρίῳ. Ἂν ὑπάρχουν δυὸ λέξεις μέσα στὶς ὁποῖες εἶνε ὅλο τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, ὅλο τὸ παρελθὸν τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον μας, αὐτὲς εἶνε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ἐδῶ φαίνεται ἡ σοφία τῆς Ἐκκλησίας μας· κατώρθωσε μέσα σὲ δυὸ λέξεις νὰ κλείσῃ τὰ βαθειά της νοήματα. Διαβάζεις ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ κουράζεσαι, ἐνῷ τὰ ἁπλᾶ λόγια τῆς πίστεώς μας, σὰν χρυσᾶ καρφιά, μπαίνουν στὴν καρδιὰ καὶ στὸ μυαλό. «Χριστὸς ἀνέστη!» Τὶς δυὸ αὐτὲς λέξεις κανείς δὲ᾿ θὰ μπορέσῃ νὰ τὶς σβήσῃ· πάντα θὰ ἀκούγωνται καὶ θὰ εὐφραίνουν ὅλο τὸν κόσμο.

* * *

Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀντηχεῖ τὴν φωτοφόρο αὐτὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων τῶν ὀρθοδόξων, ποὺ μὲ τὶς λαμπάδες στὸ χέρι πλημμυρίζουν τὶς ἐκκλησίες.
Καὶ ὄχι μόνο τὴ νύχτα αὐτή, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν Διακαινήσιμο ἑβδομάδα, καὶ ὅλο τὸ διάστημα μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, τὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευαν, τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δὲν ἀκουγότανε μόνο σήμερα. Στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὸν Πόντο τὸν εὐλογημένο καὶ σ᾿ ὅλη τὴ Μακεδονία καὶ παντοῦ, τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δὲν ἀκουγόταν μόνο ἀπόψε, ὡς ἕνα σύνθημα γαστρονομικῆς ἐξορμήσεως, ἀλλ᾿ ἐπὶ σαράντα μέρες ἀντικαθιστοῦσε κάθε ἄλλο χαιρετισμό. Ἀντὶ καλημέρα «Χριστὸς ἀνέστη», ἀντὶ καλησπέρα, «Χριστὸς ἀνέστη», στὴ συνάντησι «Χριστὸς ἀνέστη», στὸν ἀποχωρισμὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Καταργοῦσε κάθε εδους χαιρετισμό. Δὲν χόρταιναν νὰ τὸ λένε.
Τώρα; «σὲ τοῦτα τ᾿ ἄπιστα κατηραμένα χρόνια»; Τώρα οἱ πολλοὶ ἔρχονται τὴ νύχτα στὴν Ἀνάστασι κ᾿ ἔχουν τὸ αὐτί τους τεντωμένο· καὶ μόλις ἀκούσουν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», οἱ ἐκκλησιὲς ἀδειάζουν. Οἱ Χριστιανοὶ δὲ᾿ μένουν μέχρι τέλους τῆς θείας λειτουργίας ν᾿ ἀκούσουν ἐκεῖνα τὰ λόγια τοῦ ῥήτορος τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ποὺ λέει· «Ει τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως…» (κατηχ. λόγος).
Μεγάλη ἀσέβεια αὐτό. Ἀλλ᾿ ἐὰν τὸ σκεφθῇς ἀπὸ μιὰ ἄλλη πλευρά, καταντᾷ καὶ ἀστεῖο, μία γελοιοποίησις τῶν λεγομένων Χριστιανῶν. Θυμᾶμαι ὅταν ἤμουν νεαρὸς κληρικὸς στὸ Μεσολόγγι κοντὰ σ᾿ ἕνα σεβάσμιο ἱεράρχη, τὸν Ἱερόθεο. Στὸ ναὸ τῆς μητροπόλεως στὴν πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ Ἀκαρνανίας, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους νομοὺς τῆς πατρίδος μας, μαζεύονταν τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως τριακόσοι περίπου ἐπίσημοι· στρατιωτικοὶ μὲ τὰ σπαθιά τους (μέραρχοι, συνταγματάρχαι κ.λπ.), ἐφέται, εἰσαγγελεῖς, πρόεδροι, νομάρχαι… Ἦταν δὲ ἡρωϊκὸς ὁ δεσπότης ἐκεῖνος, τό ᾿λεγε ἡ καρδούλα του. Ἐκείνη τὴ χρονιὰ μοῦ λέει· ―Αὐγουστῖνε, σήμερα, ἀπόψε, θὰ πᾷς καὶ θὰ μοῦ κλείσῃς τὶς πόρτες τῆς ἐκκλησίας. Μπήκανε λοιπὸν μέσα μετὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», καὶ κλείνουμε τὶς πόρτες τὴ νύχτα χωρὶς νὰ τὸ πάρουν αὐτοὶ είδησι. Μετά, τί ἦταν ἐκεῖνο! νὰ βλέπῃς εἰσαγγελεῖς, νὰ βλέπῃς προέδρους πρωτοδικῶν, νὰ βλέπῃς στρατηγούς, νὰ βλέπῃς κυρίους τῆς ἀριστοκρατίας, σὰν μικρὰ παιδιὰ ποὺ κλείνει ἡ μάνα τὴν πόρτα κι αὐτὰ χτυπᾶνε, ἔτσι νὰ χτυπᾶνε τὶς πόρτες γιὰ νὰ βγοῦν ἔξω. Ἕως ὅτου ὠργίστηκε ὁ δεσπότης καὶ εἶπε ν᾿ ἀνοίξουμε πάλι τὶς πόρτες. Ἄλλο πάλι θέαμα τότε! Είδατε ποτὲ τὰ γίδια πῶς βγαίνουν ἀπὸ τὸ μαντρί, πῶς ὁρμοῦν καὶ τρέχουν γιὰ νὰ πᾶνε νὰ φᾶνε χορτάρι; Κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ τοὺς δῆτε νὰ φεύγουν, σὰν τὰ γίδια, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ φᾶνε μαγειρίτσα καὶ νὰ διασκεδάσουν. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ μέσα στὴν ἐκκλησία δὲν ἔμειναν οὔτε δέκα ἄνθρωποι. Αὐτὰ συνέβαιναν τότε στὴ μητρόπολι τοῦ Μεσολογγίου. Ἀλλὰ τὰ ίδια συμβαίνουν παντοῦ καὶ μέχρι σήμερα.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια βρέθηκα Πάσχα στὴν Ἀθήνα. Εἶδα Read more »

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 11th, 2014 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ τῶν Βαΐων (Ἰωάν. 12,1-18)

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Iωάν. 12,13)

  ΒαϊωνΣήμερον, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, σήμερον εἶνε ἑορτὴ μεγάλη, ἔνδοξος ἡμέρα. Εἶνε δεσποτικὴ ἑορτή· εἶνε ἡ Βαϊφόρος.
Νὰ διηγηθῶ τὸ ἱστορικὸ τῆς σημερινῆς ἡμέρας; Τὸ ξέρετε ὅλοι. Καὶ τὰ παιδιὰ ἀκόμη ποὺ πᾶνε στὸ δημοτικὸ σχολεῖο, κάποιος καλὸς δάσκαλος τοὺς διηγήθηκε τὴν ἱστορία τῆς σημερινῆς ἡμέρας.
Ὅλοι λοιπὸν γνωρίζομεν, ὅτι σὰν σήμερα στὰ Ἱεροσόλυμα μαζεύτηκαν χιλιάδες λαός. Λένε ὅτι, γιὰ νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα εἶχε συγκεντρωθῆ στὰ Ἰεροσόλυμα τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἕνα ἑκατομμύριο λαός! Καὶ ὅταν ὅλος ὁ λαὸς ἄκουσε ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστός, ἀμέσως ἔγινε κάτι τὸ πρωτοφανές. Ἄφησαν τὶς δουλειές των ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἄνδρες γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἀκόμη. Ἄδειασαν οἱ δρόμοι καὶ πλατεῖες εἰς τὰ Ἰεροσόλυμα. Ἔγινε ἔρημος ἡ πόλις. Καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ λαός, σὰν ποτάμι, σὰν χείμαρρος, βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦνε τὸ Χριστό. Κι ἄλλοι κρατοῦσαν στὰ χέρια των βάϊα, ἄλλοι κρατοῦσαν κλαδιὰ ἐλιᾶς, ἄλλοι στρώνανε χάμω στὸ δρόμο τὰ ροῦχα τους, γιὰ νὰ γίνουν τάπητας νὰ τὰ πατήσῃ ὁ Χριστός. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἐφώναζαν μὲ ὅλη τὴν ἁγνή τους καρδιά· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος…» (Ἰωάν. 12,13). Ἔτσι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, τὰ Ἰεροσόλυμα, ὑπεδέχθη τὸ Χριστό.
Ἡ ἱστορία ἀναφέρει πολλὰς ὑποδοχὰς βασιλέων καὶ αὐτοκρατόρων. Ἀναφέρει, ὅτι αἱ Ἀθῆναι καὶ ἡ Ῥώμη καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις πολλὲς φορὲς ὑπεδέχθησαν βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορας, νικητὰς καὶ θριαμβευτάς, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο ὕστερα ἀπὸ ἕνα νικηφόρο πόλεμο ἐναντίον ἰσχυρῶν ἐχθρῶν. Ἐδῶ στὴν Ἀθήνα οἱ παλαιότεροι ποὺ ἔχουν ἄσπρα μαλλιὰ θὰ θυμοῦνται, ὅτι τὸ 1913 ὅλη ἡ Ἀθήνα σὲ ἕναν ἔξαλλο ἐνθουσιασμὸ ὑπεδέχθη τότε τὸν βασιλιᾶ, ποὺ ἤρχετο νικητὴς καὶ θριαμβευτής, ὕστερα ἀπὸ δύο πολέμους ποὺ ἐδιπλασίασαν τὴν μικρά μας πατρίδα.
Ὑποδοχὲς λοιπὸν θριαμβευτῶν καὶ νικητῶν ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Ἀλλὰ ὅλες αὐτὲς οἱ ὑποδοχές, ποὺ ἔκαναν οἱ λαοὶ γιὰ τοὺς νικητὰς καὶ θριαμβευτάς των, εἶνε πολὺ μικρὲς καὶ ὠχριοῦν μπροστὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν θριαμβευτικὴ εσοδον τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα.
Θά ᾿θελα νά ᾿μουν ζωγράφος. Θά ᾿θελα νά ᾿χα χρώματα ζωηρά, νὰ πάρω τὸ πινέλλο καὶ μπροστὰ στὰ μάτια σας νὰ ζωγραφίσω τὴν ὑπέροχον αὐτὴν εἰκόνα, τοῦ ἀσυλλήπτου μεγαλείου, τὴν εἰκόνα τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα. Μὰ ζωγράφος δὲν εἶμαι οὔτε ποιητής, οὔτε καὶ ῥήτορας εἶμαι. Γι᾿ αὐτὸ ἀποβλέπω σὲ κάτι ἄλλο. Πρὶν βγῆτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, κάτι θὰ πρέπῃ νὰ διδαχθῆτε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἔνδοξο ἡμέρα, τὴν Βαϊφόρον. Ὅλες οἱ λεπτομέρειες διδάσκουν. Καὶ ἀπὸ τὶς λεπτομέρειες τῆς σημερινῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε μερικὰ σημεῖα.

* * *

   Καὶ ἐν πρώτοις, ἂς ἐρωτήσωμεν· Πῶς εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς στὰ Ἰεροσόλυμα;
Οἱ βασιλιᾶδες, ποὺ ἀναφέραμε, καὶ οἱ αὐτοκράτορες ἐκάθηντο ἐπάνω σὲ ἄλογα ὑπερήφανα, σὲ ἄλογα ἄσπρα χρυσοστολισμένα, ἢ ἐκάθηντο ἐπάνω σὲ ἅμαξες πολυτελέστατες. Λένε μάλιστα, γιὰ κάποιον τέτοιο βασιλιᾶ καὶ αὐτοκράτορα ὅτι, γιὰ νὰ τρομοκρατήσῃ τὸ λαὸ καὶ νὰ φανῇ ὅτι αὐτὸς εἶνε πιὸ μεγάλος καὶ πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ κάθε ἄλλον βασιλιᾶ, διέταξε τὸ ἁμάξι του νὰ μὴ τὸ σέρνουν ἄλογα, ἀλλὰ νὰ τὸ σέρνουν λιοντάρια. Φαντασθῆτε ἕνα ἁμάξι νὰ τὸ σέρνουν λιοντάρια, τί τρόμος ἦταν στὴ Ῥώμη. Καὶ ἄλλοι ἐκάθησαν ἐπάνω σὲ ἐλέφαντας, καὶ ἄλλοι ἐπάνω σὲ ἄγρια θηρία.
Ἀλλὰ κοιτάξτε, τί διαφορὰ ἔχει ὁ Χριστός μας! Εἶνε ὁ βασιλιᾶς, εἶνε ὁ ποιητὴς τοῦ παντός. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔφτειασε τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τὰ ἄστρα· ποὺ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26). Εἶνε, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, «ὁ τοῖς Χερουβὶμ ἐποχούμενος καὶ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφίμ» (δοξ. ἑσπ. Ὑπαπαντῆς).
Αὐτός, ἐξ ἄκρας ἀγάπης καὶ συγκαταβάσεως πρὸς τὸν ἄνθρωπον, συγκαταβαίνει, ταπεινώνεται τόσο πολύ, ὥστε ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζῷα νὰ διαλέξῃ ἕνα γαϊδουράκι, ἕνα «πῶλον ὄνου» (ἔ.ἀ. 12,15), καὶ ἐπάνω στὴ ῥάχι ἑνὸς τέτοιου ζῴου νὰ καθήσῃ ὁ Χριστός. Καὶ μᾶς διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ὅτι πρέπει νὰ είμεθα ταπεινοὶ στὸν κόσμο αὐτόν. Μᾶς διδάσκει αὐτὸ τὸ γαϊδουράκι, ὁ «πῶλος ὄνου», ὅτι πρέπει ν᾿ ἀγαπήσωμεν τὴν ταπείνωσιν, ἂν θέλουμε νὰ είμεθα Χριστιανοί.
Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ «πῶλος ὄνου» δὲν διδάσκει μόνο αὐτό. Διδάσκει καὶ κάτι ἄλλο. Τί μᾶς διδάσκει; Σημαίνει τὸ ἀθῷο αὐτὸ γαϊδουράκι, ὅπως λέγουν οἱ πατέρες, τὸ ἄλογον μέρος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Σημαίνει τὸ ἄγριον, τὸ πεῖσμα, τὸ πεισματάρικο «γαϊδουράκι», ποὺ κάθε ἄνθρωπος ἔχει, καὶ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθῇ στὸν Θεό. Θέλει ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ κάνῃ τὰ κέφια του, τὰ δικά του θελήματα, καὶ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθῇ στὸ Χριστό.
Σημαίνει ἀκόμη ὄχι μόνον τὸ πεισματάρικο ἄτομον, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔθνη, λέγουν οἱ πατέρες· τὰ εἰδωλολατρικὰ ἐκεῖνα ἔθνη, ποὺ ἦταν βυθισμένα μέσα στὸ πηκτὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῆς πλάνης. Τὰ ἑκατομμύρια ἐκεῖνα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τὰ πάθη τους τοὺς εἶχαν κάνει τέτοιους, ὥστε νὰ καταντήσουν χαμηλότερα καὶ ἀπὸ τὰ τετράποδα ἀκόμα, γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε καὶ ὁ Δαυΐδ, ὅτι «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13). Πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσωμεν· ὅτι ἄνθρωπος ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑποδουλώνεται στὰ πάθη καὶ τὶς κακίες του, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πέφτει σιγὰ – σιγὰ ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ καὶ γίνεται χειρότερος ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ τετράποδα.
Μάλιστα, ἀγαπητοί. Τὸ γαϊδουράκι αὐτό, μόλις κατάλαβε ὅτι τὸ ζητάει ὁ Χριστός, ―γιατὶ καὶ τὰ ζῷα ἔχουν κάποια διαίσθησι―, ἔτρεξε μὲ πόθο. Μὲ χαρὰ ἐδέχθη ἐπάνω στὴ ῥάχι του τὸ Χριστό. Καὶ πόσο θὰ καμάρωνε ποὺ εἶχε τὸ Χριστὸ ἐπάνω του! ὅπως εἶπα, καὶ τὰ ζῷα κάτι αἰσθάνονται.
Ἕνας φίλος μου ἱεροκήρυξ μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. Κάποτε περιώδευε καὶ ἔφθασε κουρασμένος σ᾿ ἕνα χωριό. Ὅταν ἔφθασε, ἐπῆγε στὴν πλατεῖα νὰ μιλήσῃ. Δὲν ἔδειξαν μεγάλη προθυμία οἱ ἄνθρωποι γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μολονότι ὁ ἱεροκήρυξ περνοῦσε μιὰ φορὰ τὸ χρόνο· ἔπρεπε ν᾿ ἀφήσουν κάθε δουλειὰ καὶ νὰ πᾶνε ν᾿ ἀκούσουν τὰ ζωντανὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῷ λοιπὸν ὁ ἱεροκήρυκας ἦταν στὴν πλατεῖα καὶ ἔβλεπε ὅτι ὁ λαὸς Read more »

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 5th, 2014 | filed Filed under: εορτολογιο, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

ΜΑΡΙΑ  Η ΑΙΓΥΠΤΣΗΜΕΡΑ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει ἕνα καθρέπτην. Ὁ καθρέπτης εἶνε μία γυναίκα, γυναίκα ἁμαρτωλός. Εἶνε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Δύο φορὲς τὸ χρόνο ἑορτάζει· τὴν πέμπτη (Ε΄) Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, καὶ τὴν 1η Ἀπριλίου. Τόσην σημασίαν ἀποδίδει ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸ παράδειγμά της.
Γιὰ νὰ περιγράψῃ κανεὶς τὴν ζωὴ τῆς ὁσίας Μαρίας, ἡ ὁποία κατώρθωσε διὰ τῶν πτερύγων τῆς μετανοίας νὰ ἀρθῇ ὑπεράνω τῶν ἁψίδων τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ γίνῃ συγκάτοικος καὶ συνόμιλος τῶν ἀγγέλων, χρειάζεται γλῶσσα καὶ κάλαμος. Ὅσοι θέλουν, ἂς διαβάσουν τὸ συναξάριο, γιὰ νὰ δουν ἐκεῖ τὸ μεγαλεῖον τῆς μετανοίας. «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια» (αἶνοι Μ. Τετάρτης). Ἂς ζωγραφίσωμεν δι᾿ ὀλίγων πενιχρῶν γραμμῶν τὴν εἰκόνα της.
Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἱγυπτία δὲν εἶνε νοσηρὸν πλάσμα φαντασίας. Δὲν εἶνε ρομάντζο· διότι ρομάντζο, δυστυχῶς, θέλησαν νὰ κάνουν τὸ πρόσωπό της αἰσχροὶ λογοτέχναι. Ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία εἶνε ἱστορικὸν πρόσωπο. Ἔζησε ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστίνου (518-527), λίγο πρὸ τοῦ Ἰουστινιανοῦ (527-565), τοῦ ἐνδόξου αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου ποὺ ἔκτισε τὴν Ἁγίαν Σοφίαν. Ἀλλ᾿ ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἔχτισε ἕνα ναὸν ἀνώτερον ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία. Ὁ ναός της εἶνε ἄφθαρτος. Ἡ Ἁγία Σοφία ἐκτίσθη ἀπὸ τοῦβλα καὶ ἀλλὰ ὑλικὰ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλὰ ὁ ναὸς τοῦ πνεύματος τῆς ὁσίας Μαρίας ἐκτίσθη ἀπὸ ἄφθαρτα ὑλικά. Ἐκτίσθη μὲ τὰ δάκρυά της, τὰ ὁποῖα ἔχυσε ἐν τῇ ἐρήμῳ· αὐτὰ ἦσαν τὰ ὑλικὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἐκτίσθη ὁ ναὸς τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Ἂς ἀφήσωμεν ὅμως τὰς ἀφῃρημένας ἰδέας καὶ ἂς ἔλθωμεν εἰς τὴν πραγματικότητα, ὅπως τὴν ἱστοροῦν οἱ βιογράφοι της.
 

Τὰ νεανικὰ χρόνια τῆς ὁσίας Μαρίας

Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἐγεννήθη εἰς Αίγυπτο, εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, μίαν ἀπὸ τὶς πλέον διεφθαρμένες πόλεις τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἡ ὁποία καὶ μέχρι σήμερον ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε κέντρον ἐμπορίου τῆς λευκῆς σαρκός, ποὺ πωλεῖται ἀντὶ εὐτελεστάτης τιμῆς. Ὄρνεα, κοράκια, ἄγρια πτηνὰ πέφτουν καὶ ῥαμφίζουν τὰς σάρκας τῶν δυστυχισμένων γυναικῶν.
Ἐκεῖ λοιπὸν εἶδε τὸ φῶς τὸ λουλούδι αὐτό· γιατὶ κάθε κοριτσάκι εἶνε λουλούδι, λουλούδι τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ κοριτσάκι αὐτὸ τὸ ἀθῷο μέσα στὴν πόλιν αὐτὴν διεφθάρη σὲ ἡλικίαν, παρακαλῶ, 12 ἐτῶν. Ὁ σατανᾶς τῆς πορνείας ἀπέκοψε τὸ κρίνον, τὸ ἄνθος αὐτὸ τῆς παρθενίας καὶ ὡραιότητος, καὶ τὸ ἔρριψε μέσα εἰς τὸν βόρβορον.
Δὲν κατηγορῶ, ὄχι. Δὲν κατηγορῶ τὰ κορίτσια τὰ ὁποῖα παραστρατοῦν· ὄχι, δὲν κατηγορῶ τὰς γυναῖκας αἱ ὁποῖαι ἐξώκειλαν. Κατηγορῶ τὴν κοινωνία, τὴ διεφθαρμένη κοινωνία. Ἐὰν ἡ κοινωνία δὲν ἦτο διεφθαρμένη, δὲν θὰ διεφθείρετο κανένα κορίτσι. Ἀλλ᾿ ὅταν μυριάδες δαίμονες τῆς κολάσεως σπρώχνουν τοὺς νέους καὶ τὰ κορίτσια μας εἰς τὴν διαφθοράν, τὴν εὐθύνη τὴν ἔχουν κυρίως οἱ μεγάλοι, ἡ διεφθαρμένη κοινωνία, ἡ ὁποία διὰ μυρίων χειρῶν ὠθεῖ τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ἄβυσσον τῆς καταστροφῆς.
Ἐγὼ θαυμάζω. Ἂν μὲ ρωτήσετε, ποιό εἶνε θαῦμα, θαύματα εἶνε πολλά. Ἐγὼ θεωρῶ θαῦμα, ναὶ θαῦμα εἰς τὸν αἰῶνα μας, ὅταν δῶ ἕνα κορίτσι ἢ ἕνα νέον ἁγνόν. Ἕνας νέος ἁγνός, ποὺ διετήρησε τὴν καθαρότητά του μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ γάμου του καὶ λευκὸς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας στεφανώνεται, ἀμόλυντος, μὴ γνωρίζων γυναῖκα παρὰ μόνον αὐτὴ τὴν ὁποίαν θὰ λάβῃ, ἐγὼ τὸν νέον αὐτὸν τὸν θεωρῶ θαῦμα μέσα εἰς τὸν αἰῶνα αὐτὸν τῆς διαφθορᾶς. Θαῦμα, τὸ ὁποῖο κρατεῖ ὁ Θεός, γιὰ ν᾿ ἀποδείξῃ ὅτι καὶ εἰς τὰς πλέον διεφθαρμένας κοινωνίας ὑπάρχει πίστις καὶ ἀρετή, ὑπάρχει μεγαλεῖον οὐράνιον.
Διεφθάρη ἡ ὁσία Μαρία σὲ ἡλικίαν τοιαύτην. Δὲν πρόκειται νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὰ ὄργια, ὅπως ἀσχολοῦνται τὰ ρομάντζα καὶ τὰ μυθιστοριογραφήματα. Θὰ καλύψω διὰ πέπλου σιωπῆς τὸν βίον τῆς ἁμαρτίας, τὸν ὁποῖον ἔζησε ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Ἕνα μόνον λέγω· ὅτι ἐδούλευσε εἰς τὸν σατανᾶ τῆς πορνείας – πόσα χρόνια; Δεκαεφτὰ (17) χρόνια. Ἦτο ἡ πλέον διαβόητος πόρνη. Μὴ σκανδαλισθῇ κανεὶς διότι τὴν ὠνόμασα πόρνην· διότι πόρνην τὴν ὀνομάζουν τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δὲν θὰ γίνω ἐγὼ εὐγενέστερος αὐτῶν.
Ἦτο, λοιπόν, ἡ διαβόητος γυναίκα τῆς ἁμαρτίας εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξάνδρειας. Μίαν ἡμέραν ἡ Μαρία, καθὼς περπατοῦσε στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Ἀλεξάνδρειας, βλέπει ἐκεῖ ἕνα πλοῖον μὲ τὰ πανιὰ ἕτοιμο. Περίμενε οὔριον ἄνεμον γιὰ νὰ ξεκινήσῃ. Πλησιάζει. Τὸ πλοῖον ἦτο γεμᾶτο. Οἱ ἐπιβάται ἦταν ὅλοι προσκυνηταί. Μετέβαιναν εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους, νὰ προσκυνήσουν τὰ μέρη τὰ ἅγια. Πλησίασε καὶ παρεκάλεσε τὸν καπετάνιο νὰ τὴ βάλῃ κι αὐτὴν μέσα. Ὁ καπετάνιος τῆς λέγει·
―Ναῦλον;
―Ναῦλον δὲν ἔχω, ναῦλος εἶνε τὸ κορμί μου.
Καὶ εἰσῆλθε εἰς τὸ πλοῖον. Καὶ ἐμόλυνε ἀκόμα καὶ τὴ θάλασσα μὲ τὰ ὄργιά της, τὰ ὁποῖα ἐτέλεσε κατὰ τὸν πλοῦν ἀπὸ Ἀλεξανδρείας μέχρι Γιάφας. Ἂς τὰ ἀποσιωπήσωμεν καὶ αὐτά.
Ἀπεβιβάσθη εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἦρθε μαζὶ μὲ τοὺς προσκυνητὰς εἰς τὸν τόπον τὸν ἅγιον· ὄχι διὰ νὰ προσκυνήσῃ, ἀλλὰ διὰ νὰ σκανδαλίσῃ καὶ ν᾿ ἁμαρτήσῃ ἀκόμη περισσότερον, καὶ νὰ βυθισθῇ εἰς τὸν βόρβορον ἀκόμη βαθύτερον.

Ἡ μετάνοιά της

Ὅταν ἔφθασε εἰς τὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν Read more »

1. TA AITHMATA MAΣ 2. ΟΙ ΔΟΚΟΥΝΤΕΣ ΑΡΧΕΙΝ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΑΤΑΚΥΡΙΕΥΟΥΣΙΝ ΑΥΤΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 5th, 2014 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Ε΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 10,32-45)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου

 «οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν…»

_

 _

 

TA AITHMATA MAΣ

«Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε» (Μᾶρκ. 10,38)

p. Augoust. 2000 istΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τί λέει; Λέει, ὅτι σὲ λίγες μέ­ρες ὁ Χριστὸς θὰ σταυρωθῇ.
Θὰ σταυρωθῇ ὁ Χριστός; Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τόσα θαύματα, ποὺ ἀνέστησε νεκρούς; Ἀ­δύνατον! ἔλεγαν οἱ μαθηταί του.
Μὰ ὁ Χριστὸς ἐπιμένει· Παι­διά μου, σὲ λί­γες μέρες θὰ σᾶς ἀφήσω ὀρφανούς. Θὰ μὲ πιάσουν, θὰ μὲ δέσουν, θὰ μὲ χτυπήσουν, θὰ μὲ φτύσουν, καὶ τέλος θὰ μὲ σταυρώσουν· ἀλλὰ τὴν τρίτη μέρα θ᾽ ἀναστηθῶ.
Αὐτὰ τοὺς ἔλεγε, ἐκεῖνοι ὅμως ἄλλα φαν­τάζονταν· ὅτι σὲ λίγο θὰ πάῃ στὰ Ἰεροσόλυμα, θὰ ξεσηκώ­σῃ τὸ βασανισμένο λαὸ σὲ ἐπανάστασι ἐναν­τίον τῶν κατακτητῶν, θὰ γκρεμίσῃ ὅλα τὰ βα­σίλεια, θὰ κάνῃ ἕνα νέο βασίλειο, μιὰ αὐτοκρατορία ποὺ πρωτεύουσα θά ᾽χῃ τὰ Ἰερο­σό­λυμα, κι ἀπὸ ᾽κεῖ θὰ διοικῇ ὅλο τὸν κόσμο.
Τέτοια πράγματα φαντάζονταν. Γι᾽ αὐτὸ δύο ἀγαπημένοι μαθηταί του, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, τὸν πλησιάζουν καὶ τοῦ λένε· Δάσκαλε, ὅταν θὰ γίνῃς βασιλιᾶς, σὲ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς κάνῃς τὸν ἕνα πρωθυπουργὸ καὶ τὸν ἄλ­λο ἀντιπρόεδρο τῆς κυβερνήσε­ως… Ζητοῦ­σαν τὰ πρῶτα ἀξιώματα κοντά του. Πόσο μακριὰ ἦ­ταν ἀπὸ τὸ πνεῦμα του! Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶ­δε πῶς σκέπτονται, τοὺς λέει· «Οὐκ οἴ­δατε τί αἰ­τεῖσθε», δὲν ξέρετε τί ζητᾶ­τε (Μᾶρκ. 10,38). Ναί, θὰ πάω στὰ Ἰεροσόλυμα, ἀλλὰ γιὰ νὰ σταυρω­θῶ, καὶ δεξιὰ κι ἀριστερά μου θά ᾽νε δυὸ λῃ­σταί… Πόσο διαφορετικὰ σκέ­πτον­ταν οἱ μαθηταί! Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ τοὺς φωτίσῃ νὰ καταλάβουν ποιός εἶνε ὁ χαρακτήρας τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ μας.
Μὰ μὴ νομίσετε ὅτι ἄλλαξε ἀπὸ τότε ὁ κόσμος. Ἔτσι σκέπτονται καὶ σήμερα οἱ λεγόμενοι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οἱ χιλιασταί. Ἂν διαβά­­σετε τὰ βιβλία τους, λένε ὅτι, νά ἀπὸ ὥ­ρα σὲ ὥρα θά ᾽ρθῃ ὁ Χριστός, θὰ γκρεμίσῃ ὅ­λα τὰ κράτη, θὰ κάνῃ τὴν πιὸ μεγάλη αὐτοκρα­τορία· θὰ ἐγκατασταθῇ μονίμως στὰ Ἰερο­σό­λυμα κι ἀπὸ ἐκεῖ θὰ κυβερνήσῃ χίλια χρόνια ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα· ὅτι θὰ διορίσῃ κυβέρνησι μὲ πρωθυπουργὸ τὸν Ἀβραάμ, ὑπουργὸ τῶν οἰκονομικῶν τὸν Ἰωσήφ, ὑπουργὸ παιδεί­ας τὸν Σολομῶντα κ.τ.λ.. Τέτοιες ἰδέες ἔχουν. Στοὺς χιλιαστάς, ποὺ παρερμηνεύουν καὶ δι­αστρεβλώνουν τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου, ταιριάζει πάλι νὰ πῇ ὁ Χριστός· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε.

* * *

Ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, πολλὲς φο­ρὲς ἔτσι χαμηλὰ σκεπτόμεθα· δὲ σκεπτόμεθα ἀνώ­τερα. Θὰ φέρω μερικὰ παραδείγματα, νὰ δῆ­τε ὅτι τὸ μυαλό μας δὲ διαφέρει ἀπὸ τὸ μυα­λὸ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ τότε. Ὑλικὰ σκέ­πτον­ταν ἐκεῖνοι, ὑλικὰ σκεπτόμεθα κ’ ἐμεῖς.
⃝ Πολλοὶ ζητᾶνε λεπτά! Οἱ μικροί, οἱ μεγά­λοι, οἱ φτωχοί, οἱ πλούσιοι, ὅλοι λεπτὰ θέλουν. Νομίζει ὁ ταλαίπωρος κόσμος, ὅτι αὐτὰ θὰ τοὺς κάνουν εὐτυχισμένους. Ξέρουμε ὅ­μως ἀνθρώπους ποὺ κολυμποῦν στὸ χρῆμα, κ᾽ εἶ­νε δυστυχεῖς· καὶ ξέρουμε ἄλλους ποὺ κάθον­ται σὲ μιὰ καλύβα, ἀλλὰ ἔχουν ἀγάπη μὲ τὴ γυ­ναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους κ᾽ εἶνε χαρούμενοι. Μπορεῖ ν᾽ ἀποκτήσῃς ἑκατομμύρια· τί θὰ κατα­λάβῃς; Στὴν Ἀ­μερικὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ πλουσίους τοῦ κόσμου αὐ­τοκτό­νησε. Ἡ εὐτυχία δὲν εἶνε στὰ λε­πτά. Κάποιος ἄλλος στὴν Ἀθήνα, πᾶνε πολλὰ χρόνια, ἀγόρασε λαχεῖο· καὶ πήγαινε στὶς ἐκ­κλησίες, ἄναβε κεριὰ καὶ προσκυνοῦσε παρακαλώντας νὰ τοῦ πέσῃ ὁ πρῶτος λαχνός. Ἔ, τοῦ ἔπεσε, πῆρε ἕνα ἑκατομμύριο. Ἔγινε εὐτυχής; Ἀ­πὸ τὴ χαρὰ ποὺ αἰ­σθάνθηκε τρελλάθηκε καὶ τὸν ἔκλεισαν στὸ φρενοκομεῖο. Τί κέρδισε; Ἔ­­χασε καὶ τὸ μυαλό του. Στοὺς φι­λαργύρους λοιπὸν ὁ Χριστὸς λέει· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
⃝ Βλέπεις καὶ μιὰ κοπέλλα ποὺ θέλει νὰ παν­τρευτῇ· περιμένει γαμπρό. Ἀλλὰ τί γαμπρό; Δὲν παίρνει φτωχαδάκι, ἕναν ἐργάτη, ἕνα ψα­ρᾶ, ἕνα βοσκό, ἕνα γεωργό· θέλει πλούσιο, μεγάλο, «πολιτισμένο». Σὲ κάποιο χωριὸ τῶν Πρεσπῶν ἕνας πατέρας ἤθελε νὰ δώσῃ στὴν κόρη του ἕνα τσοπανόπουλο, καλὸ παιδί – τὸ ἤξερα. Ἡ κόρη τὸν περιφρόνησε. ―Αὐτὸν θὰ πάρω ἐγώ; εἶπε. Ἦρθε τότε στὸ χωριὸ ἕνας ἀπ᾽ τὴν Ἀμερική, στολισμένος μὲ τὸ μαντηλά­κι του, τὴ γραβάτα του, τὰ δαχτυλίδια του. ―Αὐτὸν θέλω, πατέρα. ―Βρέ, παιδί μου, δὲν κάνει αὐτός. ―Ὄχι, αὐτὸν θέλω!… Τὸ τσοπα­νόπουλο ἦρθε στὴ μητρόπολι λυπημένο, ἤθελε ν᾽ αὐτοκτονήσῃ. ―Ὄχι! τοῦ λέω. Πήγαινε ν᾽ ἀνάψῃς ἕνα κερὶ στὴν Παναγιά, γιατὶ σὲ γλύτωσε ἀπὸ τέτοια γυναῖκα· αὐτὴ δὲν ἀγαπάει ἄνθρωπο, ἀγαπάει δολλάρια. Ἔννοια της, αὐτή θὰ μετανοήσῃ… Ἔφυγε παρηγορημένος. Ἔγι­νε ὁ γάμος καὶ τὸ ζεῦγος ἀνεχώρησε μὲ ἀ­ερο­πλάνο στὸ Σικάγο. Ἔ, σ᾽ ἕνα μῆνα ἔρχεται τηλεγράφημα ἀπὸ τὴν κόρη στὸ χωριό· «Πατέρα, ἔλα νὰ μὲ πάρῃς». Πηγαίνει ὁ πατέρας στὸ Σικάγο. Τί ἦταν ὁ γαμπρός· γκάγκστερ, λῃ­στής, κακοῦργος! μιὰ νύχτα πῆγε νὰ τὴ στραγγαλίσῃ. Τώρα κάθεται σ᾽ ἕνα χωριὸ λυπημένη. Ἄ, ἔτσι λοιπόν; θέλεις ἄντρα πλούσιο καὶ «πο­λιτισμένο», καὶ περιφρονεῖς τὸ φτωχαδάκι; Θὰ τιμωρηθῇς. Στὶς νέες αὐτὲς ὁ Χριστὸς ἐ­παναλαμβάνει· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
⃝ Ἄλλη περίπτωσι. Ἕνας στὸ χωριὸ καθόταν φρόνιμα. Εἶχε τὸ σπιτάκι του, τὸν πατέρα του, τὴ γυναῖκα του καὶ τέσσερα χαριτωμένα ἀγοράκια. Ἄκουσε ὅμως, ὅτι στὰ ξένα ὅσοι δουλεύ­ουν βγάζουν πολλά, καὶ ἀποφάσισε νὰ φύ­γῃ. Μή! τοῦ λέει ὁ πατέρας. Τίποτα αὐτός· τοὺς ἄφησε ὅλους κ᾽ ἔφυγε στὴ Γερμανία. Ἐκεῖ ἔμ­πλεξε μὲ μιὰ Τουρκάλα· πάει κι ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένειά του, τελείωσαν. Τί νὰ τὰ κάνῃ με­τὰ τὰ μάρκα; Παραπάνω εἶνε ἡ οἰκογένεια. Σ᾽ αὐ­τοὺς ὁ Χριστὸς λέει· Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε.
⃝ Βλέπεις τώρα κ᾽ ἕναν ἄλλο ποὺ ἔρχεται στὴν ἐκκλησιὰ καὶ παρακαλεῖ. Γιὰ τί παρακαλεῖ; Γιὰ ἐκδίκησι· νὰ κάψῃ ὁ Χριστὸς τὸν ἐχθρό του! Μὰ τέτοια πράγματα ζητᾷς ἀπ᾽ τὸ Χριστό; Ὁ Χριστὸς ἅπλωσε στὸ σταυρὸ τὰ ἅγια χέρια του καὶ συγχώρησε τὸν πιὸ μεγάλο ἐχθρό του. Γι’ αὐτὸ σοῦ ἀπαντᾷ· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
Βλέπετε λοιπὸν πῶς σκεπτόμεθα;

* * *

Λοιπὸν τί πρέπει νὰ ζητᾶμε; Νὰ ζητᾶμε ὄχι χαλίκια, ὄχι χώματα, ὄχι φίδια, ὄχι σκορπιούς· νὰ ζητᾶμε μεγάλα καὶ ὑψηλὰ πράγματα, νὰ ζητᾶμε διαμάντια. Ποιά εἶνε τὰ διαμάντια; Ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα καὶ τελειώνουμε.
⃝ Νὰ ζητοῦμε πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς τὴν πίστι. Ποιά πίστι; Τὴν πίστι τῶν ἁ­γίων καὶ τῶν μαρτύρων, τὴν πίστι τῶν ἀ­γραμμάτων παππούδων καὶ προγόνων μας, ποὺ κά­θε Κυριακὴ ἦταν στὴν ἐκκλησιὰ κι ὁ Θεὸς εὐ­λογοῦσε τοὺς κόπους των. Τώρα δὲν ἐκκλη­σι­άζονται καὶ δὲν ἔχουν εὐλογία. Ὅταν ὑπηρετοῦσα τὴν Κάρυστο τῆς Εὐβοίας, οἱ ψα­ρᾶ­δες ἦταν λυπημένοι· ἕνα μῆνα εἶχαν νὰ πιάσουν ψάρι! Περίεργο πρᾶγμα· μὲ σύγχρονα μέ­σα, καὶ νὰ μὴ πιάνουν; Τότε ἕ­νας γέρος ψα­ρᾶς μοῦ λέει· Ἄχ, πάτερ μου· ὅ­ταν ἤμουν παι­δὶ ὁ πατέρας μου ἔκανε τὸ σταυρό του, ζη­τοῦ­σε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν προλαβαίναμε νὰ ῥίχνουμε τὰ δίχτυα καὶ γέμιζαν ψάρια· τώρα ἀντὶ γιὰ προσευχὴ βλαστημᾶμε Χριστὸ καὶ Παναγιά!… Πίστι ἔχουμε ἀνάγκη.
⃝ Τί ἄλλο νὰ ζητοῦμε· Θεέ μου, δῶσ᾽ μας ὁ­μόνοια, νά ᾽μαστε μονοιασμένοι· στὸ σπίτι, στὸ χωριό, στὴν πατρίδα. Νὰ μὴ μᾶς διαιροῦν τὰ κόμματα. Ἡ Ἐκκλησία φωνάζει «ἀγάπη, ὁμόνοια», ὁ διάβολος «μῖσος, ἐκδίκησι», καὶ εἴδαμε στὸν τόπο μας τὰ θλιβερὰ ἀποτελέσματα.
⃝ Τί ἄλλο νὰ ζητοῦμε; Τὴν εἰρήνη. Μεγάλο πρᾶγμα. Ἐγὼ ποὺ γέρασα πέντε πολέμους εἶ­δα στὶς μέρες μου. Τώρα; Ὦ Θεέ μου, ἔρχεται μεγάλη συμφορά, ὁ τελευταῖος παγκόσμι­ος πόλεμος. Ὅταν τὸ σκέπτομαι παρακαλῶ· Θεέ μου, δῶσ᾽ μας εἰρήνη, λυπήσου τὸν κόσμο.
⃝ Ἄλλο διαμάντι ποὺ πρέπει νὰ ζητοῦμε εἶνε ἡ μετάνοια. Ποιός τὸ ζητάει! Τὸ ζήτησε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ποὺ ἑορτάζει σήμερα. Ἔπεσε στὴν ἁμαρτία· μετανόησε ὅμως, ἐξωμολογήθηκε καὶ ἔ­μεινε στὴν ἔρημο κλαίοντας 47 χρόνια. Ποιός ἀπὸ μᾶς κλαίει τὶς ἁμαρτίες του, ποιός πάει στὸν πνευματικό; Ἂν δὲν μετανο­ήσουμε, δὲν εἴμεθα Χριστιανοί. Κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος ἔχω πνευματικὸ πατέρα, καὶ πηγαίνω τὸν βρίσκω κ᾽ ἐξομολογοῦμαι τὰ ἁμαρτήματά μου. Ὅπως Χριστιανὸς δὲν λέγεται ὅποιος δὲ βαπτίστηκε, ἔτσι Χριστιανὸς δὲν εἶνε καὶ ὅ­ποιος δὲν ἐξομολογεῖται τὶς ἁμαρτίες του.

* * *

Αὐτὰ νὰ ζητοῦμε, ἀγαπητοί μου. Αὐτὰ εἶνε τὰ σπουδαῖα. Καὶ πρέπει νά ᾽ρθῃ Πνεῦμα ἅγιο γιὰ ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ καρδιά μας νὰ τὰ καταλάβουμε. Νὰ μὴ ζητοῦμε εὐτελῆ ὑλικὰ πράγματα· νὰ ζη­τοῦμε πολύτιμα πνευματικὰ πράγματα. Καὶ τό­τε ὁ Θεός, κοντὰ στὰ μεγάλα καὶ πνευματικά, θὰ μᾶς δώσῃ τὰ μικρά. Ἔτσι θὰ εἴμεθα εὐτυχεῖς κι ἀγαπημένοι καὶ μονοιασμένοι καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς οἰκογένειες καὶ ὡς ἔθνος μέσα στὴν ἀνθρωπότητα, καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς τῆς ἐπουρανίου του βασιλείας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱ. ν. Ἁγ. Παντελεήμονος χωρίου Ἁγ. Παντελεήμων – Ἀμυνταίου 11-4-1976)

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 5th, 2014 | filed Filed under: εορτολογιο, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Ε΄ Νηστειῶν
6 Ἀπριλίου 2014

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ

Μαρ. ΑιγυπΜὲ τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας, ἀγαπητοί μου, ἂς πετάξουμε μακριά. Ἂς πᾶμε στὸν ἕ­κτο αἰῶνα στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου.

* * *

Ζοῦσε ἐκεῖ τότε ἕνας μοναχός, ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς. Ζοῦσε εἰρηνικὴ ζωή. Ἀλλὰ κάποτε παρουσιάστηκε ἕνας ἐπικίνδυνος ἐχθρός, ἡ ὑπερηφάνεια. Νόμισε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος καλύτερος ἀπ᾿ αὐτόν… Ἀκούει ὅμως φωνὴ ποὺ τοῦ λέει· Ψάξε!
Στὸ μοναστήρι ποὺ ζοῦσε ὑπῆρχαν ἅγιες ψυχές. Εἶχαν δὲ τὴ συνήθεια, κάθε χρόνο τὴν Καθαρὰ Δευτέρα μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγουμένου νὰ φεύγουν γιὰ τὴν ἔρημο κ᾿ ἐκεῖ νὰ μένουν μέχρι τὴν παραμονὴ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων. Τότε πλέον γύριζαν, ἐξαϋλωμένοι· διότι πρέπει νὰ ξέρετε, ὅτι ἡ ἀφρόκρεμα τοῦ χριστιανισμοῦ εἶνε ὁ μοναχισμός. Ἄλλος γύριζε ἀπὸ κάποια σπηλιά, ἄλλος ἀπὸ κάποιους καλαμῶ­νες, ἄλλος… Καὶ ὅλοι μαζεύονταν στὴ μονὴ καὶ ἔψαλλαν τὸ «Σήμερον ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε…» (Σάβ. Λαζ. ἑσπ.).
Ἔφυγε λοιπὸν καὶ ὁ Ζωσιμᾶς τὴν Καθαρὰ Δευτέρα. Προχωρεῖ μέσα στὴν ἔρημο. Μετὰ τὸ μεσημέρι ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ γέρνῃ πρὸς τὴ δύσι. Σὲ λίγο οἱ τελευταῖες του ἀκτῖνες χρύσωναν τὴν ἄμμο. Τὸ δειλινὸ διακρίνει μιὰ σκιὰ μέσ᾿ στὸ μισοσκόταδο. Φοβήθηκε, μήπως εἶ­νε ὀπτασία δαιμόνων. Ἔκανε τὸ σταυρό του, γιὰ νὰ φύγῃ, μὰ τίποτα. Ἡ σκιὰ διακρινόταν ἀ­κίνητη. Πηγαίνει νὰ τὴν πλησιάσῃ, ἀλλὰ ἡ σκιὰ φεύγει. Τρέχει ξοπίσω της, ἀλλὰ τρέχει καὶ ἡ σκιά. Κάποια στιγμὴ ἡ σκιὰ σταματᾷ κι ἀπὸ τὸ στόμα της βγαίνουν λόγια ἀν­θρώπινα· «Μὴ μὲ πλησιάσῃς· εἶμαι γυμνή. Σὲ παρακαλῶ, ῥῖξε μου τὸ ῥάσο σου γιὰ νὰ σκεπαστῶ». Τῆς ῥίχνει τὸ ῥάσο καὶ σκεπάζει τὸ σκελετωμένο της κορμί. Τὸ σκέλεθρο αὐτό, ποὺ ζήτησε τὸ ῥάσο, ἦταν ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία.
Σὲ λίγο ἡ ὁσία κλίνει τὰ γόνατα νὰ προσ­ευχηθῇ καὶ ὁ Ζωσιμᾶς τὴν εἶδε «ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι». Κύριε, ἐλέησον· ἡ Μαρία αἰωρεῖται, πετάει πάνω ἀπ᾿ τὴ γῆ! Σὲ λίγο ὁ Ζωσιμᾶς τὴν ἀκούει, νὰ τοῦ δι­ηγῆται τὴ ζωή της. Μπροστά του περνᾷ μιὰ κινηματογραφικὴ ταινία, ποὺ ὅλες οἱ εἰκόνες της ἔχουν θέμα τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ θεία χάρι.
Ἦταν μικρὸ κοριτσάκι 12 ἐτῶν στὴν Αίγυπτο, στὴν πόλι ποὺ γέννησε πόρνες ἀλλὰ καὶ ἀγγέλους. Ἐκεῖ κυλίστηκε κ᾿ ἐκείνη στὸ βόρβορο τῆς ἀνηθικότητος. Ἔγινε γνωστὴ στοὺς κύκλους τῆς ἁμαρτίας, στὰ πορνεῖα. Ἐκεῖ ὅ­μως ὑπάρχουν καὶ ψυχὲς διαμάντια· μὴ σᾶς φανῇ παράξενο. Διότι ὅπως ἀπὸ τὸ κάρβουνο γίνεται τὸ διαμάντι, ἔτσι ἀπὸ μιὰ πόρνη μπορεῖ νὰ βγῇ μιὰ νύμφη Χριστοῦ.
Ἦταν τότε πάνω στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας της. Μιὰ μέρα εἶδε ἕνα καΐκι ἕτοιμο νὰ ξεκινήσῃ γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό της μιὰ ἀκόλαστη σκέψι· νὰ πάῃ στοὺς Ἁ­γίους Τόπους κ᾿ ἐκεῖ νὰ δράσῃ στὴ ζωὴ τῆς ἁ­μαρτίας. Ἡ σκέψι γίνεται ἔργο. Μπαίνει στὸ πλοῖο μαζὶ μὲ μιὰ ὁμάδα ἀπὸ νέους ποὺ πήγαιναν στὴν Παλαιστίνη, κρατώντας τους στὸ ταξίδι αἰσχρὴ συντροφιά.
Ὅταν ἦρθε στὰ Ἰεροσόλυμα ξημέρωνε 14 Σεπτεμβρίου, ἡ ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμί­ου Σταυροῦ. Φθάνει στὸ ναὸ καὶ μαζὶ μὲ ὅ­λο τὸν κόσμο ἔρχεται νὰ περάσῃ τὸ κατώφλι. Μὰ μιὰ ἀόρατη δύναμι τὴν ἐμποδίζει. Προσπαθεῖ πάλι, ἀλλὰ τοῦ κάκου.
Τραβήχτηκε σὲ μιὰ γωνία τῆς αὐλῆς κουρασμένη καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσῃ τὸ γεγονός. Τότε συναισθάνθηκε, ὅτι «ὁ βόρβορος τῶν ἔργων ἦν ὁ τὴν εἴσοδον κλείων». Τὸ πρῶτο σκίρτημα μιᾶς χαμένης ψυχῆς ποὺ ξαναβρίσκει τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας! Στρέφει τὰ ἀπελπισμένα μάτια της σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας Παρθένου. Συγκεντρώνεται σὲ μιὰ θερ­μὴ προσευχὴ μετανοίας μὲ δάκρυα. Σὲ λίγο δοκιμάζει πάλι νὰ εἰσέλθῃ καὶ –ὤ τί ῥῖγος διατρέχει τὸ κορμί της!– εἰσέρχεται καὶ ἀσπάζεται τὸν τίμιο σταυρό. Χωρὶς νὰ μιλήσῃ μαζεύεται σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ ναοῦ. Ἐκεῖ μένει μέχρι τὰ μεσάνυχτα, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀκόλαστη συντροφιά. Βράδι στὸ ναό· μόνο τὰ καντηλάκια ῥίχνουν τὸ ἤρεμο καὶ γλυκό τους φῶς στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων καὶ τῶν προσκυνητῶν. Ἐκεῖ ἡ Μαρία ἀκούει φωνὴ μυστική· «Ἐὰν δι­αβῇς τὸν Ἰορδάνην, θὰ εὕρῃς ἀνάπαυσιν». Ὤ τί γλυκὰ λόγια, τί πειθὼ ἔχουν καὶ τί βάλσαμο χύνουν στὸν πόνο της!
Σηκώνεται καὶ τραβᾷ γιὰ τὸν Ἰορδάνη, ἐκεῖ ποὺ βαπτίσθηκε ὁ Χριστός. Ζητᾷ πνευματικὸ νὰ ἐξομολογηθῇ· καὶ μετά, ἀποφασισμένη, περνᾷ τὸν ποταμὸ κι ἀνοίγεται στὴν ἔρημο.
Ποιός ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ πέρα εἶνε ἱκανὸς νὰ διηγηθῇ τοὺς πειρασμούς της; Ὁ σατανᾶς πέρασε κι αὐτὸς στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ τὴ βασανί­σῃ ἀκόμη κ᾿ ἐκεῖ. Γίνεται ζωγράφος. Πεινοῦ­σε ἡ Μαρία; Τῆς ζωγράφιζε φαγητὰ σὲ βασιλι­κὲς τράπεζες. Διψοῦσε; Παρουσιάζονταν κρα­σιά. Κρύωνε; Ἰδού τὰ κρεβάτια καὶ τὰ σκεπάσματα. Ὦ Μαρία –τῆς ἔλεγε–, κλαίει ὅλη ἡ Ἀ­λεξάνδρεια γιὰ σένα· οἱ φίλοι σ᾿ ἀναζητοῦν… Μὲ ὅλα αὐτὰ προσπαθοῦσε νὰ τὴ ῥίξῃ.
Μὰ ἐκείνη «ἤλπικεν ἐπὶ τὸν Κύριον τοῦ οὐ­ρανοῦ καὶ τῆς γῆς» καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τὴ δυναμώσῃ. Πάλεψε στῆθος μὲ στῆθος. Τέλος νίκησε.
Μέχρι ἐδῶ ἔφθασε τὴ διήγησί της ἡ Μαρία καὶ μετὰ σταμάτησε λέγοντας· «Αὐτὸς εἶνε ὁ βίος μου, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ. Μὴ μ᾿ ἀναγκάζεις νὰ πῶ ἄλλα, γιατὶ θὰ μολύνω τὸν ἀέρα. Μιὰ χάρι μόνο σοῦ ζητῶ· τοῦ χρόνου τὴ Μεγάλη Πέμ­πτη νὰ φέρῃς τὸν Κύριο νὰ μεταλάβω».
Ὁ καιρὸς πέρασε. Τὸν ἄλλο χρόνο ὁ Ζωσι­μᾶς ἦρθε. Ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ περάσῃ τὸ ποτάμι· εἶχε μεγάλη κατεβασιά. Περιμένει. Ὁ ἥλιος γέρνει νὰ δύσῃ. Τὴ νύχτα βγῆκε τὸ φεγ­γάρι κι ὁ Ἰορδάνης κυλοῦσε σὰν ἀσημένια κορδέλλα. Σὲ λίγο νά, τὴ βλέπει νά ᾿ρχεται· τὴ βλέπει «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Δὲν πατάει στὸ χῶμα, ἀλλὰ πετάει καὶ φθάνει. Ὁ Ζωσιμᾶς ἔντρομος βλέπει τὸ θέαμα καὶ γονατίζει.
–Ζωσιμᾶ, σήκω. Φέρνεις τὸν Κύριο. Σήκω ἐ­πάνω, πὲς τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύ­ω», γιὰ νὰ λάβω τὸ τίμιο σῶμα καὶ αἷμα.
Ἀφοῦ κοινώνησε, εὐχαρίστησε τὸν Ζωσιμᾶ καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ᾿ρθῇ καὶ τοῦ χρόνου.
Ἐκεῖνος ἦρθε καὶ γιὰ τρίτη φορά. Ἀλλὰ τὴ βρῆκε νεκρὴ καὶ πάνω στὴν ἄμμο ἦταν γραμμένα τὰ ἑξῆς λόγια· «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψα­νον· ἀπόδος τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος».
Πῶς τώρα νὰ τὴ θάψῃ; Ἐμφανίζεται ἕνα λιοντάρι. Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ γίνεται ἥμερο καὶ σκάβουν μαζὶ τὸ λάκκο, ὅπου ἔθαψαν τὴν ὁσία.

* * *

Αὐτὸς εἶνε, ἀδελφοί μου, ὁ βίος τῆς «Μαρί­ας τῆς Αἰγυπτίας τῆς ἀπὸ ἑταιρίδων, ὁσίως ἀ­σκησάσης κατὰ τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου». Ὅ­ταν διαβάζω τοὺς βίους τῶν ἁγίων σκέπτομαι τὴν κατάστασί μας καὶ λέω· Καὶ σήμερα πρέ­πει νὰ ζήσῃ ἡ πίστι τῶν ὀρθοδόξων, ὅπως τότε.
«Ἐὰν περάσῃς τὸν Ἰορδάνη, θὰ βρῇς ἀνάπαυσι». Πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ περάσουμε τὸν Ἰορ­δάνη. Δὲν ἐννοῶ τὸν φυσικὸ Ἰορδάνη. Ἐν­νοῶ τὴ μετάνοια μετὰ δακρύων· αὐτὸς εἶνε ὁ ἄλλος Ἰορδάνης. Ἂς κλάψουμε, ἀδελφοί, τὰ ἁμαρτήματά μας· καὶ τότε θὰ περάσουμε τὴ δεύτερη κολυμβήθρα, τὴν ἐξομολόγησι. Καὶ νὰ τὴν περάσουμε, τώρα. Μὴν ἀναβάλλουμε. Τώρα ποὺ εἶσαι καλά, τώρα ποὺ ἔχεις τὰ χεράκια σου καὶ μπορεῖς νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, τώρα ποὺ ἔχεις γλῶσσα ποὺ δὲν μπερδεύει, τώρα ποὺ ἔχεις τὸ μυαλὸ καὶ σκέπτεσαι, τώρα πάρε χαρτὶ καὶ γράψε τὶς πτώσεις, καὶ μετὰ πήγαινε στὸν πνευματικό.
Ἐξέλεξα σήμερα αὐτὸ τὸ θέμα, πρῶτον δι­ότι ἡ ὁσία Μαρία γιορτάζει. Δεύτερον, διότι ἐ­κείνη ἀκόμη καὶ μέσα στὴν ἔρημο προσπάθησε καὶ κοινώνησε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ, ἐνῷ ἐμεῖς ἀμελοῦμε. Ἀλλὰ καὶ γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο. Ὅταν ὁ Ζωσιμᾶς τὴ βρῆκε, αὐτὴ ἦταν μιὰ σκελετωμένη γριά, πετσὶ καὶ κόκκαλο. Καὶ ὅμως ἡ γριὰ τοῦ φώναξε· «Ῥῖξε τὸ ῥάσο σου». Νὰ σταματήσω; νὰ κατέβω ἀπὸ τὸ βῆμα; Κατάλαβες; Ἐκείνη μὲ κορμὶ γερασμένο καὶ φώναξε· «Ῥῖξε τὸ ῥάσο σου». Σήμε­ρα; Βλέπεις τὶς λεγόμενες Χριστιανὲς κι ὅταν ἔρθῃ τὸ καλοκαίρι ξεγυμνώνονται. Γυναίκα, τί κάνεις; Σκανδαλίζεις ἄλλους; Βάζεις φωτιὰ στὰ στήθη ἁγνῶν παιδιῶν; Ἡ ὁσία Μαρία φωνάζει σ᾿ ὅλους μας· Ῥῖξε ῥάσο, ῥῖξε ροῦχο… Ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως θὰ εἶνε κατήγορός μας.
Ὦ Ζωσιμᾶ, ξύπνα. Χρειάζεται τὸ ῥάσο σου. Ῥῖξ᾿ το νὰ σκεπαστοῦν. Ὤ, ποῦ εἶνε οἱ δεσπο­τάδες καὶ οἱ παπᾶδες νὰ σὲ μιμηθοῦν; Ἀλλοίμονο ἂν ἀφήσουμε τὴν πατρίδα μας τὴν Ἑλ­λάδα νὰ γίνῃ Χόλλυγουντ!

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στην αἴθουσα συλλόγου «Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής», Χριστοκοπίδου 12, Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν 30-3-1952)

ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 15th, 2014 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 9,17-31)
30 Μαρτίου 2014

ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ!

«Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν» (Μᾶρκ. 9,21)

paidiaὉλοένα καὶ πλησιάζουμε στὴ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν Ἀνάστα­σι, χρειάζεται ψυχικὴ προετοιμασία. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς προσπαθεῖ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρα­κοστῆς μὲ τὶς πυ­κνότερες ἀκολουθίες, τοὺς ὡραίους ὕμνους καὶ τὰ τροπάρια. Τὴν Τετάρτη ποὺ μᾶς ἔρ­χεται εἶνε ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Κα­νόνος καὶ θ᾽ ἀκούσουμε· «Ψυχή μου ψυ­χή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέ­λος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι…». Καὶ ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἡ Τετάρτη τῶν Νηστει­ῶν, εἶνε μία προετοιμασία γιὰ τὸ μεγάλο γεγονός.
Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Ὁ εὐ­αγγελιστὴς Μᾶρκος μᾶς διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα, ποὺ ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύρι­ός μας. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγ­γέλων, ὁ νικητὴς τῶν δαιμόνων, ὁ πραγματι­κὸς φίλος κάθε ἀνθρώπου ποὺ βασανίζεται.

* * *

Τὸ ἱστορικὸ τοῦ θαύματος εἶνε γνωστό, δὲν θὰ τὸ διηγηθῶ λεπτομερῶς. Σύντομα λέω μόνο, ὅτι ἕνα παιδὶ ἀρρώστησε. Μακάρι νὰ ἦταν ἄρρωστο· αὐτὸ ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο ἔπασχε ἦταν χειρότερο ἀπὸ ἀρρώστια· τὸ παιδὶ ἦταν δαιμονό­πληκτο. Ὁ σατανᾶς, ποὺ εἶνε μιὰ πραγματικό­της κι ἂς μὴ τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, μπῆκε μέ­σα του σὰν ἀγκάθι, ῥίζωσε καὶ τὸ τυραννοῦσε. Ἔπεφτε στὸ νερό, στὴ φωτιά, ἀπὸ γκρεμούς, ἄ­φριζε, ἔτριζε τὰ δόντια, τοῦ ἔδεσε τὴ γλῶσσα νὰ μὴ μιλάῃ, τοῦ ἔ­φραξε τ᾽ αὐτιὰ νὰ μὴν ἀκούῃ· ἦταν ἕνα τρισ­άθλιο ὄν. Τό ᾽βλεπε ὁ πατέρας καὶ καιγόταν. Τὸ πῆγε σὲ πολλούς· κανείς δὲν μπόρεσε νὰ τὸ θεραπεύσῃ. Μόνο ὁ Χριστὸς τὸ θερά­πευσε· πῶς; μόνο μὲ τὸν παν­­τοδύναμο λόγο του. Μὲ ὅση εὐκολία ὁ γιατρὸς βγάζει τὸ σά­πιο δόντι ποὺ πονάει, μὲ ἀκόμη με­γαλύτερη ὁ Χριστὸς ἔβγαλε μέσα ἀπ᾽ τὸ παιδὶ τὸ πονηρὸ πνεῦμα. Τὸ παιδὶ ἐλευθερώθηκε, ἔγινε καλά, μιλοῦσε, ἄκουγε. Χαρὰ στὸν πατέρα! Κι ὁ πατέρας ἔπεσε στὰ πόδια καὶ εὐχαριστοῦσε τὸ Χριστό. Αὐτὸ μὲ συντομία εἶνε τὸ θαῦμα.
Ὅποιος τὸ διαβάζει ὅμως καὶ προσέξῃ τὸ δι­άλογο μεταξὺ Χριστοῦ καὶ πατέρα, θὰ τοῦ γεννηθῇ μιὰ ἀπορία. Ἐμεῖς ξέρουμε καὶ πιστεύ­ουμε ἀκραδάντως ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς καὶ ὡς Θεὸς εἶνε παντογνώστης, τὰ ξέρει ὅ­λα· δὲν ὑπάρχει λεπτομέρεια τῆς ζωῆς μας ποὺ νὰ μὴν τοῦ εἶνε γνωστή. Ἤ­ξερε λοιπὸν τὸν πα­τέ­ρα, ἤξερε καὶ τὰ μυστι­κὰ τῆς ζωῆς τοῦ παιδιοῦ καλύτερα ἀπ᾽ αὐτόν. Συνεπῶς ἤξερε καὶ πότε τὸ δαιμόνιο μπῆκε στὸ παιδί. Ἀφοῦ λοιπὸν ἤξερε, γιατί ρωτάει «Πόσος χρόνος ἐ­στὶν ὡς τοῦτο γέ­γονεν αὐτῷ;», ἀπὸ πότε τοῦ συνέβη αὐτό; (Μᾶρκ. 9,21). Ἀγνοοῦσε ὁ Χριστός; Ὄχι. Γιατί τότε ρώτησε;
Ἐρώτησε, γιὰ νὰ δώσῃ Read more »

O ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 15th, 2014 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ Β΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 2,1-12)
16 Μαρτίου 2014

O ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον» (Μᾶρκ. 2,2)

     ΙΕΡΟΚ.π. Αυγουστ. Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Διηγεῖται, πῶς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς θεράπευσε ἕνα παραλυτικό. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό, τὰ ἄλλα θαύματα ποὺ ἀναφέρει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ὅσα ἔ­καναν καὶ κάνουν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ οἱ ἅγιοι, ὑπάρχουν κι ἄλλα θαύματα, θαύματα ἀ­όρατα. Καὶ ἐκεῖνα εἶνε πολὺ ἀνώτερα. Ποιά εἶν᾿ αὐτά;
    Ἀόρατα θαύματα. Ὅταν ἀκούγεται κήρυγμα καὶ κάποια ἐσωτερικὴ ἀλλοίωσι συντελῆται σὲ μιὰ καρδιά, αὐτὸ δὲν εἶνε ἕνα ἀόρατο θαῦ­μα, ποὺ γίνεται διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύ­ματος; Ἢ ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς πηγαίνῃ στὸν πνευματικὸ καὶ ἐξομολογῆται τὰ ἁμαρτήματά του εἰλικρινῶς, κι ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ κι ἀ­κούγεται ἡ φωνὴ «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁ­μαρτίαι σου»; (Μᾶρκ. 2,5· βλ. καὶ Ματθ. 9,2), δὲν εἶνε κι αὐτὸ ἕνα ἀόρατο θαῦμα; Ἤ, ἀκόμη μεγαλύτερο, ὅ­ταν τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας ἀκοῦμε «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν…», καὶ πάνω στὴν ἁγία τρά­πεζα τὸ ψωμὶ γίνεται σῶμα καὶ τὸ κρασὶ γίνεται αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, δὲν εἶνε αὐτὸ ἕνα ἀόρατο θαῦμα; Ὥστε λοιπὸν ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὁρατά, ποὺ εἶνε λίγα, ὑπάρχουν κι ἄλλα πολλὰ ἀόρατα θαύματα.
Δὲν θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὸ ὁρατὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ. Θὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸ ἀόρατο ἐκεῖνο θαῦμα ποὺ συντελεῖται μέσα στὶς καρδιὲς ἀπὸ τὴν ἀκρόασι τοῦ θείου λόγου. Ἄλλωστε τὸ εὐαγγέλιο μᾶς δίνει ἀ­φορμὴ καὶ γι᾽ αὐτό. Διότι ποῦ ἔκανε τὸ ὁρατὸ θαῦμα ὁ Κύριός μας; Μέσα στὸ σπίτι. Καὶ τί ἔκανε ἐκεῖ πρὶν κάνῃ τὸ θαῦμα; Ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος λέει· «Καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον» (Μᾶρκ. 2,2), ἐκήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας, ἀδελφοί μου, δὲν εἶνε ὅπως ὁ λόγος τῶν φιλοσόφων, τῶν ῥητό­ρων, τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἔχει χάρι καὶ ἕλξι, προκαλεῖ θεῖο ῥῖ­γος, παλμὸ αἰωνιότητος. Εἶνε μαγνήτης. Ἀπό­δειξις ὅτι, μόλις ὁ λαὸς τῆς Καπερναοὺμ ἄ­κουσε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε σὲ κάποιο σπίτι, ἀ­μέσως συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ πλήθη. Διψοῦ­σαν γιὰ τὴν ἀλήθεια. Καὶ γέμισε, λέει, τὸ σπίτι μέχρι καὶ τὸ προαύλιο. Βελόνα νὰ ἔρριχνες, δὲν ἔπεφτε κάτω. Ὅλοι κρέμονταν ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Θεανθρώπου.

* * *

«Καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον». Ὁ Χριστὸς εἶχε Read more »

Η ΝΗΣΤΕΙΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 25th, 2014 | filed Filed under: ΒΙΒΛΙΑ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Η ΝΗΣΤΕΙΑ

Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
απο τον ραδιοφωνικο Σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων
Συμπεριελήφθη στο βιβλίο «ΕΚ ΤΟΥ ΑΝΕΣΠΕΡΟΥ ΦΩΤΟΣ», εκδοση 1950

ΚΥΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝἈπὸ αὔριον, ἀγαπητοί μου ἀκροαταί, ἀρχίζει ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, περίοδος πνευματικῆς ἀσκήσεως, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ ἁγία ἡμῶν Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καλεῖ τοὺς πάντας εἰς ἕνα συναγερμὸν τοῦ πνεύματος, εἰς μίαν ψυχικὴν ἀνάτασιν πρὸς τὰ ἄνω, κατὰ τὸ «… τὰ ἄνω ζητεῖτε, τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς (Κολ. γ΄ 1,2).

Ναί! Πρὸς τὰ ἄνω. Δὲν εἶνε μόνον ἡ γῆ μὲ τὰς ὡραίας πεδιάδας, τοὺς ποταμοὺς κααι τοὺς ὠκεανούς της, μὲ τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυρούς της, μὲ τὰς κατοικίας καὶ τοὺς οὐρανοξύστας, μὲ τὰς μεγάλας καὶ ποικίλας ἐφευρέσεις τῆς ἐπιστήμης ποὺ πρέπει αὐτὴ καὶ μόνον νὰ ἑλκύῃ τὸ ἐνδιαφέρον μας. Διότι τὶ εἶνε ἐπιτέλους αὐτὴ ἡ γῆ; Ἐν σχέσει μὲ τὸ Σύμπαν δὲν εἶνε τίποτε ἄλλο παρ’ ἕνας κόκκος ἄμμου. Αὐτὸ ἀπαντᾶ ἡ Ἐπιστήμη. Καὶ ὅμως διὰ τὸν κόκκον αὐτὸν τῆς ἄμμου τόσα ἐγκλήματα, τόσοι πόλεμοι, τόσα αἵματα. Διατί; Διότι εμεθα ὅλοι προσκεκολλημένοι εἰς τὴν ὕλην. Διότι ἐπιστεύσαμεν ὅτι οἱ θησαυροὶ τῆς γῆς εἶνε οἱ μόνοι θησαυροί. Διότι οὐδέποτε ὑψώσαμεν τὸ βλέμμα πρὸς τὰ ἄνω. Καὶ ὁμοιάζομεν μὲ τὰ βοσκηματώδη ἐκεῖνα ζῷα― τοὺς χοίρους ― οἱ ὁποῖοι εἰσέρχονται κατ’ ἀγέλας εἰς τὰ ὡραῖα δάση, ποὺ ἀποτελοῦνται ἀπὸ βελανιδιές, σκύβουν πρὸς τὰ κάτω, τὰ ρύγχη των ἐγγίζουν διαρκῶς τὴν γῆν καὶ τρώγουν μὲ λαιμαργίαν τοὺς καρποὺς τῶν δένδρων, ἀλλὰ κανένα ἀπὸ τὰ ζῷα αὐτά, δὲν βλέπετε νὰ ὑψώνῃ τὴν κεφαλήν του πρὸς τὰ ἄνω διὰ νὰ δῃ μίαν στιγμὴν τὰ πανύψηλα δένδρα ποὺ τοῖς παρέχουν τὴν τροφήν.
Εἰς μίαν τοιαύτην κατάστασιν εὑρίσκεται σήμερον καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Ἀπολαμβάνει τὰ διάφορα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἀναλύσει ἔχουν πηγὴν προελεύσεως τὸν Πάνσοφον καὶ Πανάγαθον Θεόν, ἀλλὰ δυστυχῶς ἀπορροφημένος ἀπὸ τὴν ὕλην, ἀπὸ τὴν μανίαν τῆς κατακτήσεως τῆς ὕλης δὲν εὐκαιρεῖ, δὲν θέλει νὰ εὐκαιρήσῃ οὔτε ἕνα δευτερόλεπτον, διὰ νὰ ὑψώσῃ τὴν κεφαλήν του πρὸς τὰ ἄνω καὶ νὰ είπῃ πρὸς τὸν Δημιουργὸν ἕνα εὐχαριστῶ.
Ἀλλ’ ἰδοὺ ἐν μέσῳ τῆς ἀποκτηνώσεως, εἰς τὴν ὁποίαν ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπον αἱ ὑλιστικαὶ ἀντιλήψεις περὶ τῆς ζωῆς, ἀκούεται σήμερον ἡ φωνὴ τοῦ Πνεύματος, ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡμῶν. Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ λέγει: Ἄνθρωποι! Ἕως πότε εἰς τὰ τέλματα; Ἕως πότε εἰς τὴν ὕλην; Ἀπογειωθεῖτε. Δὲν εἶνε μόνον ἡ γῆ, δὲν εἶνε μόνον ἡ ὕλη ὁ μόνος κόσμος ποὺ πρέπει ν’ ἀπορροφᾷ ὅλην τὴν ζωτικότητα καὶ δραστηριότητα τοῦ πνεύματός σας. Πέραν τῶν μορίων τῆς ὕλης ἁπλοῦται ἕνας ἄλλος κόσμος, κόσμος ἀπείρως ὡραιότερος τοῦ ὑλικοῦ κόσμου τὸν ὁποῖον βλέπομεν καὶ ἐγγίζομεν μὲ τὰς αἰσθήσεις μας. Εἶνε ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος. Εἶνε ὁ κόσμος τῶν ἰδεῶν. Εἶνε ὁ κόσμος τῶν αὔλων, τῶν ἀθανάτων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα οὐδεὶς χρόνος δύναται νὰ ἀλλοιώσῃ καὶ ἐξαλείψῃ. Εἶνε ὁ κόσμος, εἰς τὸν ὁποῖον ἡ ψυχὴ εὑρίσκει τὸ ὀξυγόνον της καὶ ἀναπνέει καὶ ζῇ τὴν ζωὴν ἐκείνην, ἡ ὁποία μόνη ἀξίζει νὰ λέγεται ζωή.
Ἀπογείωσις! Ὡραῖον εἶνε, ἀγαπητέ, ν’ ἀναβῇς Read more »