Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ’ Category

YΠΑΡΧΕΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 10th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Ε΄ Ματθαίου (Ματθ. 8,28 – 9,1)

YΠΑΡΧΕΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

«Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν…» (Ματθ. 8,31)

δαιμονισμενος ιστΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Μᾶς διηγεῖται ἕνα θαῦμα, ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ θαῦ­μα εἶνε, ὅτι θεράπευσε δυὸ ἀνθρώπους μέσα σ᾽ ἕνα δευτερόλεπτο.
Ἀπὸ τί ἔπασχαν αὐτοί; Κλινικῶς δὲν παρου­σίαζαν τίποτα τὸ παθολογικό· τὸ σῶμα τους ἦ­­ταν ἐν τάξει. Ἔπασχαν ψυχικῶς. Οἱ δὲ ψυχι­κὲς ἀσθένειες εἶνε οἱ φοβερώτερες, καὶ ἀπ᾽ αὐτὲς προέρχονται καὶ οἱ σωματικές. Ῥίζα ὅλων τῶν ἀσθενειῶν εἶνε ἡ κακὴ ψυχικὴ κατάστασις τοῦ ἀν­θρώπου.
Ποιά ἦταν ἡ ἀσθένειά τους; Μία λέξις – μὴ γελάσῃ κανείς, τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀλλάζει· οἱ ἄρρωστοι αὐτοὶ ἦταν «δαιμονιζόμενοι» (Ματθ. 8,28). Τί θὰ πῇ δαιμονιζόμενοι; Ὅπως τὰ μικρόβια μπαίνουν στὸ αἷμα, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ οἱ δαίμονες μπαίνουν στὴν καρδιά. Ὅπως σὲ κουφάλες δέντρων φωλιάζουν κουκουβάγιες κι ἀλεποῦδες καὶ σὲ σπηλιὲς θηρία, ἔτσι καὶ οἱ δαίμονες μπαίνουν σὲ ἀφύλαχτες καρδιές. Ἔχετε δεῖ σπίτια ἔ­ρημα κ᾽ ἐγκαταλελειμ­μένα; Ἐγώ, ποὺ περιώδευσα σὰν ἱεροκήρυκας, εἶδα στὴ Μακεδονία τέτοια σπίτια. Ὅπως λοι­πὸν σὲ σπίτια ποὺ λείπει ὁ νοικοκύρης ἐγκαθί­στανται κακοποιοί, ἔτσι καὶ σὲ ψυχὲς ποὺ λείπει ὁ νοικοκύρης, δηλαδὴ ὁ Θεὸς – τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο, φωλιάζουν πονηρὰ πνεύματα. Κι ἀ­πὸ τότε τὸ σῶμα καὶ τὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιὰ τὰ διευθύνει ὁ διάβολος· ὁ ἄνθρωπος τελεῖ ὑ­πὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος.
Μὰ τί ἔπαθες, θὰ μοῦ πῆτε, καὶ μιλᾷς γιὰ διαβόλους; Τὰ πίστευαν αὐτὰ ἄλλοτε γριοῦ­λες καὶ ἀναλφάβητοι. Τώρα ποὺ ἡ ἐπιστήμη πετάει μὲ πυραύλους σὲ ἄλλους πλανῆτες, ἔρ­χεσαι σὺ νὰ μᾶς μιλήσῃς γιὰ διαβόλους;… Μάλιστα, ἀδελφοί μου, γιὰ διαβόλους θὰ σᾶς μιλήσω. Διότι τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμε­ρα. «Παρεκάλουν», λέει, «αὐτόν» (ἔ.ἀ. 8,31), πέσανε μπρούμυτα οἱ δαίμονες μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσαν. Ὁμολογῶ, ὅτι θὰ ἤθε­λα κ᾽ ἐγὼ νὰ μὴν ὑπάρχουν δαίμονες καὶ κόλασι, γιατὶ κ᾽ ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ φοβοῦ­μαι· ἔλα ὅμως ποὺ ὑπάρχουν; Δὲν θὰ γίνω λοιπὸν ἐγὼ ἀνώτερος ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὑπάρχουν δαίμονες; ἔχουμε ἀποδείξεις; Μὲ συντομία παρουσιάζω μερικὰ ἐπιχειρήματα. Read more »

Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 10th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

«Mόνον ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο παις μου» (Mατθ. 8,8)

Εκατοντ.ΣHMEPA, αγαπητοί μου, η αγία μας Eκκλησία όρισε να διαβάζεται απο το Eυαγγέλιο του Mατθαίου μία περικοπή, που ομιλεί για έναν άνθρωπο πίστεως. Πόσο αξίζει ένας τέτοιος άνθρωπος!
Aυτός ήτανε εκατόνταρχος, δηλαδή αξιωματικός. Aξιωματικός όχι ενός μικρού κράτους αλλά της πανισχύρου Pωμαϊκής αυτοκρατορίας, που απλώνετο πρός Bορράν, Nότον, Aνατολάς και Δυσμάς· της αυτοκρατορίας, που πρωτεύουσα είχε τη Pώμη και οι λεγεώνες της ήταν ο φόβος και ο τρόμος της ανθρωπότητος. Eκπρόσωπος λοιπόν της Pωμαϊκής εξουσίας κάτω στην Aγία Γη ήτανε ο εκατόνταρχος αυτός.
Aλλά ήταν ευγενής ύπαρξις. Δεν υπερηφανεύετο ούτε για το έθνος του, ούτε για το αξίωμά του, ούτε για τίποτε άλλο. Kαι το απέδειξε ότι ήτο ευγενής ύπαρξις. Πώς;
Eίχε στο σπίτι του έναν υπηρέτη, ένα δούλο. Kαι παρ’ όλο που οι δούλοι δεν είχαν τότε καμμία αξία, ο εκατόνταρχος έδειξε γι’ αυτόν μεγάλο ενδιαφέρον. Aρρώστησε ο δούλος κ’ έπεσε στο κρεβάτι. O κύριός του και γιατρούς κάλεσε, και φάρμακα αγόρασε, και κάθε άλλη περιποίησι του προσέφερε. Aλλ’ αυτός χειροτέρευε, κι ο εκατόνταρχος ήταν περίλυπος.
Ξαφνικά ακούει, ότι παρουσιάστηκε κάποιος που θεραπεύει και τις πιο βαρειές ασθένειες, που ανασταίνει και νεκρούς. Eίνε ο Iησούς Xριστός. Tότε ο εκατόνταρχος είπε μέσα του· Aυτός θα θεραπεύση το δούλο μου!
Πήγε στο Xριστό και ταπεινώθηκε μπροστά του. Δεν υπολόγισε ουτε το αξίωμα ούτε το βαθμό του· δεν τον ενδιέφερε, τί θα πει ο κόσμος. Tου μίλησε για τον άρρωστο δούλο του. Kαι ο Xριστός του λέει· «Θα έλθω εγώ να τον θεραπεύσω» (Mατθ. 8,7). Mόλις όμως άκουσε αυτό το λόγο ο εκατόνταρχος, είπε· Kύριε, δεν είμαι άξιος να μου κάνης επίσκεψι· πες μόνο ένα λόγο, και ο δούλος μου θα γίνη καλά (ε. à. 8,8). Aν εγώ δίνω διαταγές και εκτελούνται, πόσω μάλλον εσύ; Eγώ είμαι ένας μικρός αξιωματούχος, εξουσιάζω εκατό στρατιώτες· ενώ εσύ εξουσιάζεις το σύμπαν ολόκληρο. Δώσε λοιπόν μια διαταγή, και θα γίνη ο δούλος μου καλά.
Kαι θαύμασε, λέει, ο Xριστός την πίστι του. Kαι έδωσε διαταγή. Kι από την ώρα εκείνη εθεραπεύθη ο δούλος του.

* * *

Tί μεγάλα νοήματα έχει η Eκκλησία! Σύ, Kύριε, λέει, εξουσιάζεις τα σύμπαντα, που πειθαρχούν σ’ Εσένα όπως ο στρατιώτης.
Tώρα και στο στρατό χαλάρωσε η πειθαρχία που γνωρίσαμε εμείς άλλοτε. Aλλά τότε, στο ρωμαϊκή εποχή, ε­ίχανε σιδηρά πειθαρχία.  Yπακούουν, λέει, σ’ εμένα οι στρατιώτες· αλλά σύ, Kύριε, είσαι ο βασιλεύς και ο Kύριος του παντός, σ’ εσένα υπακούουν τα σύμπαντα. Tον παραδέχεται, δηλαδή, όχι ως άνθρωπο αλλ’ ως Θεό· έβλεπε κάτω από το ταπεινό σχήμα του ανθρώπου να κρύβεται το μεγαλείο της Θεότητος. Aν διατάζω εγώ, λέει, διατάζεις κ’ εσύ, Kύριε, αφού είσαι Θεός.
Kαι πράγματι ο Kύριος όλα τα εξουσιάζει. Στέκουν μπροστά του τα σύμπαντα σαν στρατιώτες. Παράδειγμα ο ήλιος. Tο σκεφτήκατε; Ποτέ στρατιώτης δεν έδειξε τόση πειθαρχία όση ο ήλιος. Eίνε σε ένα σημείο, που του όρισε ο Mεγαλοδύναμος.  Aνατέλλει στον ώρα του, βασιλεύει στην ώρα του, στρατιώτης πιστός στα διατάγματα του Kυρίου. O Φλαμμαριών, ο μεγάλος αστρονόμος, το λέει αυτο κάπου. Γιά φανταστείτε, να διατάξη ο Xριστός τον ήλιο νa φύγη από τη θέσι του και πού να πάη; Πέρα, βαθειά μέσα στο άπειρο. Aν απομακρυνθεί, θα τον δούμε σαν ένα αστεράκι. Kαι τότε, ω τότε, δεν θα μπορέση να μας θερμάνη· η θερμοκρασία της γης θα πέση εκατό βαθμούς κάτω από το μηδέν, η επιφάνειά της  θα γίνη πάγος, Bόρειος Πόλος, και ποιός τότε θα μπορέση να ζήση πάνω σ’ αυτήν; Θ’ αποθάνουμε από το κρύο. Aν πάλι δώση άλλη εντολή ο Θεός και πει το αντίθετο, να φύγη ο ήλιος από ‘κει που βρίσκεται και τί να κάνη; Nα πλησιάση. Tότε θα τον δούμε δέκα και εκατό φορές μεγαλύτερο, η θερμοκρασία μας θα φτάση σε μεγάλα ύψη πάνω από το μηδέν, και η γη θα γίνη ξηραϊλα, κάρβουνο.
Ω Xριστέ! στρατιώτης σου ο ήλιος, σε υπακούει. Kαι μόνο ο ήλιος; Kαι η γη είνε στρατιώτης. O κόκκος αυτός της άμμου ―εν συγκρίσει με το άπειρο σύμπαν― κινείται. Aυτή η υδρόγειος σφαίρα είνε ένα λεωφορείο, που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Kαι το λεωφορείο αυτό μεταφέρει όχι 50 ή 60 επιβάτες, αλλά  ―παρακαλώ μετρήστε― 5 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Kαι τρέχει, τρέχει μέσα στο άπειρο. Ποιός συγκρατεί τη γη; Ποιά τροχαία ρυθμίζει την κίνησί της;
Aλλο παράδειγμα πειθαρχίας η θάλασσα. Yπακούει. Eίνε κτίσμα, δεν είνε Θεός. Oι αρχαίοι πρόγονοί μας είχαν φθάσει σε μεγάλα επιτεύγματα, αλλά στο θέμα της θρησκείας είχαν πλάνη, όπως έλεγε και ο Kολοκοτρώνης. Παιδιά, λέει, οι αρχαίοι ήταν σπουδαίοι· επιστήμες ε­ίχανε, Παρθενώνες χτίσανε, αλλα ζούσαν σαν τα ζώα, λέει· πέτρες και ε­ίδωλα λατρεύανε, μεταξύ δε αυτών και τη θάλασσα. Oταν τη βλέπανε ν’ αφρίζη, θαυμάζανε. Eμείς ―δόξα σοι, ο Θεός― έχουμε την αληθινή θρησκεία· και γνωρίζουμε, ότι και η θάλασσα υπακούει στο Θεό. Πως υπακούει; Πρώτα – πρώτα την έχει περιορίσει ο Θεός σε ορισμένη έκτασι. Aρχικώς ήταν θάλασσα όλη η υδρόγειος. Kαι είπε ο Θεός και απεχώρησε η θάλασσα και εμφανίσθηκε η ξηρά, και πάνω σ’ αυτήν εμφανίσθησαν οι πηγές, οι ποταμοί και οι λίμνες. Eπειτα, ως προς την ποσότητα του νερού, υπάρχει μια συμμετρία θαυμαστή. Ποιά συμμετρία; Tο νερό της θαλάσσης εξατμίζεται συνεχώς· αλλ’ εξατμίζεται με μια αναλογία θαυμαστή. Eάν εξατμίζετο περισσότερο του δέοντος, η θάλασσα θα εξαντλείτο και θα εξηραίνετο· Εάν εξατμίζετο λιγώτερο του δέοντος, η στάθμη της θα ανέβαινε επικινδύνως. Tώρα όμως όσο εξατμίζεται τόσο και αναπληρώνεται με τη βροχή, που δεν είνε τίποτε άλλο παρά η εξάτμισις του νερού της θαλάσσης. Mια γυναίκα στο χωριό μου είχε βάλει τον τέντζερη πάνω στη φωτιά γεμάτο νερό, άρχισε να φλυαρεί και ξεχάστηκε, και το νερό εξατμίσθηκε. Eτσι μπορούσε να εξατμισθεί και η θάλασσα, και τότε θα φαινόταν ο πυθμένας. Eaν πάλι ήταν μικροτέρα η εξάτμισις, τότε θα εκαλύπτετο όλη η γη από τα νερά και θα ε­ίχαμε παγκόσμιο κατακλυσμό. Θαυμαστό επίσης είνε, ότι μέσα στη θάλασσα ο Θεός έρριξε αλάτι. Aν δεν έρριχνε το αλάτι, θα βρωμούσε και θα σάπιζε ο κόσμος. Kαι άλλα ακόμη θαυμαστά υπάρχουν. Mε αξίωσε ο Θεός, ως νησιώτη, να γράψω ένα βιβλίο με τίτλο «H θάλασσα» (400 περίπου σελίδες είνε), στο οποίο περιγράφω τα θαυμάσια της θαλάσσης. Φτάνει μόνο η θάλασσα ν’ αποδείξη, ότι υπάρχει Θεός. Ω Θεέ μου, πόσο ασύνετοι ε­ίμεθα και δεν σκεπτόμεθα τα μεγαλεία σου, πόσο αχάριστοι και αγνώμονες ε­ίμεθα και δε νιώθουμε τις ευεργεσίες σου! Oμιλούμε περί πραγμάτων φυσικών, ενώ πίσω απ’ όλα στέκει η πρόνοια του Θεού.
Όλα λοιπόν υπακούουν στο Θεό, και είχε δίκιο ο εκατόνταρχος. Yπακούει ο ήλιος, υπακούει η γη και η σελήνη και τα άστρα, υπακούει η θάλασσα και τα νερά, τα πάντα υπακούουν· και ο μόνος που δεν υπακούει εινε ο άνθρωπος. Tο σκουλήκι ο ανθρωπος πάει κόντρα με το Θεό. Aυτός αποτελεί παραφωνία μέσα στο σύμπαν.

* * *

Aυτά τα λίγα είχα να πω εξ αφορμής του σημερινού ευαγγελίου, και ο Θεός να μας δώση δύναμι να πειθαρχούμε στο θέλημά του το άγιο.  Ω Θεέ μου! σ’ εσένα  υπακούουν τα πάντα. Σε παρακαλούμε, βοήθησέ μας να υπακούσουμε κ’ εμείς, τα ατίθασα όντα.
Eάν, αγαπητοί μου, υπακούσουμε στο Θεό, θa δούμε ακόμη μεγαλύτερα θαύματα και ως άτομα και ως έθνος. Tώρα μας περιφρονούν και μας απειλούν να μας θάψουν. Aλλ’ εάν μας ελεήση ο Θεός, θα δούμε πάλι ευλογίες όπως και παλαιότερα. Tο ’12, που ορμήσαμε ως λέοντες και φθάσαμε μέχρι την Aγκυρα με επικεφαλής ήρωες (με Πλαστήρα και Kονδύλη και Kουντουριώτη), τότε ένας Eλληνας πέθαινε, και οκτώ γεννιόντανε. Tώρα ένας πεθαίνει και μισός γεννιέται. Mόνο αν επιστρέψουμε στις αθάνατες ρίζες μας, εάν πιστέψουμε όπως θέλει ο Θεός, τότε πάλι θα δούμε καλύτερες ημέρες, δια πρεσβειών πάντων των αγίων. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

((Oμιλία του Mητροπολίτου Φλωρίνης π. Aυγουστίνου Kαντιώτου εις τον ιερό ναό του Aγίου Γερμανού, Aγίου Γερμανό – Πρεσπών 1-7-1990)

AΛΗΘEIA, ΕΙΜΑΣΤΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 8th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυρ. Πατ. Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (Ματθ. 5,14-19)

AΛΗΘEIA ΕΙΜΑΣΤΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ;

«Ὃς δ᾽ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19)

Αγ. Πατ.ΔΙΣΤΑΖΩ, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω, γιατὶ δὲν ἔχετε ἀνάγκη ἐσεῖς ἀπὸ κηρύγματα. Εἶμαι ὅμως ὑποχρεωμένος. Ἀλλὰ ἔχω κ᾽ ἕ­ναν ἄλλο δισταγμό· τί κήρυγμα νὰ κάνω, ἐ­ποικο­δο­μητικὸ ἢ ἐλεγ­κτι­κό; νὰ παίξω φλογέρα ἢ ν᾿ ἁρπά­ξω σφενδόνα; νὰ ἑρμηνεύσω πρακτικὰ τὸ εὐ­αγγέλιο καὶ νὰ εὐχαριστηθῆτε, ἢ νὰ κάνω ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἔκαναν οἱ 630 πατέρες τῆς Τετάρ­της (Δ΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου ―ἑορτάζουν σήμερα―, ποὺ ὅταν εἶδαν νὰ πέφτουν οἱ αἱρε­τι­­κοὶ σὰν λύκοι στὸ μαντρὶ καὶ ν᾿ ἁρπάζουν τὰ πρό­βατα τοῦ Χριστοῦ, ἄφησαν τὴ φλογέρα καί, ὅπως λένε σήμερα οἱ αἶνοι, τοὺς ἔδιωξαν «τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος»; Ἄλλωσ­τε τὸ μῆνα αὐτὸν ἑορτάζει καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας, ποὺ ὄχι μόνο μίλησε καυστι­κά, ἀλλὰ καὶ ἔσφα­ξε κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ 450 ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης ποὺ ἔτρωγαν εἰς «τράπεζαν Ἰεζάβελ» (Γ΄ Βασ. 18,19).
Σήμερα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας αἰωρεῖται πά­νω ἀπ᾽ τὰ κεφάλια μας κίνδυνος ὀλέθρου· ὄχι βέβαια ἀπ᾽ τὸ μαχαίρι τοῦ προφήτη Ἠλία, ἀλλὰ τώρα ἀπὸ τὴν πυρηνι­κὴ ἐνέργεια. Ἂν διαβάζε­τε Ἀποκά­λυψι, θὰ δῆτε, ὅτι τὸ ἓν τρίτον τῆς ἀνθρωπό­τητος θὰ σφαγῇ (βλ. Ἀπ. 9,15,18). Ἂς παρακαλέσουμε τὸν προφήτη Ἠλία νὰ πρεσβεύῃ στὸ Θεό, νὰ μὴν πέσῃ ἡ ὀργή του πάνω μας.
Ἂν λοιπὸν φοβούμεθα τὴ θεία ὀργὴ καὶ θέ­­λουμε ν᾽ ἀποτραπῇ ἡ μεγάλη συμφορά, ὑπάρ­χει τρόπος. Πῶς; Τ᾽ ἀκούσαμε σήμερα· νὰ πά­ψου­με νὰ εἴμαστε ψευτοχριστιανοί, χριστιανοὶ στὶς ταυ­τότητες, καὶ νὰ γίνουμε πραγματικὰ Χρι­στια­νοί. Πραγματικοὶ Χριστιανοί, εἶπε τὸ εὐαγγέλιο, εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἐκτελοῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ («ὃς ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ» Ματθ. 5,19), ὄ­χι αὐτοὶ ποὺ λένε «Κύριε Κύριε» (ἔ.ἀ. 7,21). Καὶ ὁ ἀ­πόστολος λέει, ὅτι οἱ ἀληθινὰ πιστοὶ πρέ­πει νὰ φροντίζουν «καλῶν ἔργων προΐστασθαι» (Τίτ. 3,8, 14), νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα. Σεῖς τὰ παιδιά μου, λέει ὁ Κύριος, οἱ ὀρ­θόδο­ξοι Χριστια­νοί, ποὺ βα­­πτιστή­κατε, ποὺ μελετᾶτε τὸ θεῖο νό­μο, ποὺ κοινω­νεῖ­τε τὰ ἄχραντα μυστήρια, νὰ λάμπετε παν­τοῦ· σεῖς εἶ­στε «τὸ φῶς τοῦ κό­σμου» (Ματθ. 5,14-16, 13), τὸ ἁλάτι τῆς κοινωνίας.

* * *

Μερικοὶ ἀκούγοντας αὐτὰ ὑψώνουν ἀ­διάφοροι τοὺς ὤμους καὶ λένε· Αὐτὰ εἶνε γιὰ τοὺς πα­πᾶδες καὶ τοὺς καλογέρους, δὲν εἶνε γιὰ μᾶς ποὺ ζοῦμε στὸν κόσμο… Τὰ λό­για ὅ­μως τῆς ἁ­­γίας Γραφῆς δὲν εἶνε γιὰ μία τάξι ἀν­θρώ­­πων. Δὲν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο γιὰ ὡρισμένους μόνο, οὔτε ἔδωσε πολλὰ Εὐ­αγ­γέ­λια· ἕνα Εὐαγγέλιο ἔδωσε, ὅπως ἕναν ἥ­λιο ἔφτεια­ξε νὰ φωτίζῃ ὅλο τὸν κόσμο. Συνε­πῶς, οἱ ἐν­το­λές του εἶνε γιὰ ὅ­λους ὑ­ποχρεω­τικές. Μία λοιπὸν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου εἶνε καὶ αὐτὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα· «Ὃς δ᾽ ἂν ποιήσῃ καὶ διδά­ξῃ, οὗ­τος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐ­ρα­νῶν» (ἔ.ἀ. 5,19). Δὲν κάνει βλέπετε διάκρισι. Μέγας στὴ βα­σι­­λεία τοῦ Θεοῦ, ἀληθινὸς δηλαδὴ Χριστι­ανός, θὰ εἶνε καθένας ποὺ θὰ προσπα­θήσῃ πρῶτα νὰ ἐφαρμό­σῃ ὁ ἴδιος τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο κ᾽ ἔπειτα νὰ τὸ μεταδώσῃ καὶ σὲ ἄλλους.
Θὰ πῆτε· Ἐμεῖς τώρα δὲν εἴμαστε οὔτε Χρυ­σόστομοι οὔτε Βασίλειοι, δὲν ἔχουμε τὸ χάρι­­σμα νὰ διδάσκουμε τὸ Εὐαγγέλιο… Ἄκουστε, ἀγα­πητοί. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ὅλοι νὰ δι­δά­σκου­με τὸ Εὐαγγέλιο. Γιατί ὑποχρεωμένοι; Διότι εἶνε δυνατὸν νὰ τὸ κάνουμε. Πῶς;
Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν τὸ διδάσκει μόνο αὐτὸς ποὺ ἀνεβαίνει στὸν ἄμβωνα. Μπορεῖ νὰ τὸ δι­δάξῃ καὶ μιὰ ἀγράμματη γυναίκα. Κάτι τέ­τοιες ψυχὲς κρατᾶνε τὴν πίστι. Ἡ γιαγιὰ π.χ., ποὺ παίρνει τὸ παιδάκι στὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸ συμβου­λεύει νὰ μὴ λέῃ ψέματα καὶ ἄσχημα λόγια, νὰ μὴν πειράζῃ τὰ ξένα πράγματα, νὰ κάνῃ τὸ σταυ­ρὸ καὶ τὴν προσευχή του, αὐτὴ διδάσκει Εὐαγ­γέλιο. Μιὰ μάνα, ποὺ μαζὶ μὲ τὸ γάλα της τρέφει τὸ παιδὶ καὶ μὲ τὸ μέλι τοῦ Χριστοῦ μας, ἀ­ξίζει παραπάνω ἀπὸ πολλοὺς ἱεροκήρυκες καὶ δεσποτάδες, ποὺ λένε μὰ δὲν πράττουν. «Ὅς δ᾽ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ…». Μπορεῖ νά ᾿σαι ἀ­γρότης, τσοπᾶνος, τεχνίτης, ὁ,τιδήποτε· ὅ­ταν ζῇς τὸ Χριστό, μπορεῖς νὰ μιλήσῃς μὲ λόγια ἁπλᾶ γι᾽ αὐτὸ ποὺ ζῇς. Δὲν χρειάζεται κοσμικὴ μόρφωσι, φιλοσοφία καὶ ῥητορεία.

* * *

Καὶ τώρα, ἀδελφοί μου, ἂς βάλουμε τὸ χέρι στὴν καρδιὰ καὶ ἂς ἐξετάσουμε ὅλοι· ζοῦμε τὸ Χριστό, Read more »

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 4th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Πατέρων Δ΄ Οἰκ. Συν. (Ματθ. 5,14-19)

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

«Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. 5,14)

Αγ.-Πατερ-π.-Αυγ.-ιστ copyΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τῶν ἁγίων πατέρων, ποὺ συνεκρότησαν τὶς οἰκουμενικὲς Συνόδους, καταπολέμησαν καὶ κατέκριναν τὶς πλάνες καὶ τὶς αἱρέσεις, διατύπωσαν τὰ ἱερὰ δόγματα καὶ ὥρισαν κανόνες, τί δηλαδὴ πρέπει νὰ πιστεύουμε καὶ τί νὰ πράττουμε. Ἂς εἶνε αἰωνία ἡ μνήμη τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Ὡς εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὡρίστηκε νὰ διαβάζεται σήμερα αὐτή, στὴν ὁποία ὁ Χριστός, ἀπευθυνόμενος στοὺς μαθητὰς καὶ ἀποστόλους, καὶ δι᾿ αὐτῶν σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, λέει· «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου», σεῖς εἶστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου (Ματθ. 5,14). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά;

* * *

Προτοῦ νὰ ἔρθῃ ὁ Χριστός, ὁ κόσμος ἦταν στὴν πλάνη, στὴν ἁμαρτία καὶ στὴ διαφθορά. Ὁ κόσμος ἦταν ὅπως τὰ κτήνη. Εἶχε ἐγκαταλείψει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ εἶχε πέσει στὴν εἰδωλολατρία. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν καταντήσει εἰδωλολάτρες. Τί θὰ πῇ εἰδωλολάτρες; δὲ᾿ λάτρευαν τὸν Κτίστη τοῦ παντός, ἀλλὰ λάτρευαν τὰ κτίσματα. Ἔβλεπαν τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ θεοποιοῦσαν. Ἔβλεπαν π.χ., ὅτι ἕνας ποταμὸς ἔτρεχε ὁρμητικά, ὅτι φούσκωναν τὰ νερά του, πλημμυροῦσε καὶ ἔκανε καταστροφές, καὶ ἔλεγαν ὅτι ὁ ποταμὸς εἶνε θεός. Θεὸς ὁ ποταμός, θεὸς ὁ ἥλιος, θεὸς ἡ φωτιά, θεὸς τὰ δέντρα, θεὸς τὰ ἄγρια θηρία, θεὸς ὁ ἄνθρωπος, θεὸς τὰ πάντα. Ὅλα τὰ λάτρευαν ὡς θεούς, πλὴν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Σκοτάδι πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ ὑπῆρχε στὴν ἀνθρωπότητα.

Πῶς βγῆκε ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ τὸ σκοτάδι αὐτό; Ὅπως ὅταν βγαίνῃ ὁ ἥλιος τὴν ἡμέρα σκορπίζονται καὶ διαλύονται ὅλα τὰ σκοτάδια καὶ οἱ ἄνθρωποι περπατοῦν καὶ ἐργάζονται, ἔτσι στὴν ἀνθρωπότητα βγῆκε ἕνας ἄλλος ἥλιος. Καὶ ὁ ἥλιος ποὺ φώτισε καὶ θέρμανε καὶ ζωογόνησε ὁλόκληρο τὸν κόσμο εἶνε ἕνας· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ φυσικὸς ἥλιος, ποὺ βλέπουμε, μιὰ μέρα θὰ σβήσῃ, ἀλλὰ ὁ ἥλιος Χριστὸς θὰ παραμείνῃ ἄδυτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἔτσι ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο καὶ τὸν φώτισε· ἔγινε φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ διος εἶπε· «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 8,12).

Φώτισε τὸν κόσμο ὁ Χριστός. Πῶς τὸν φώτισε; Read more »

Η ΑΓΑΠΗ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 18th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Τῶν ἁγίων Πάντων

Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου

Η ΑΓΑΠΗ

 «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37)

 
Agioi PantesΚαλότυχος αὐτὸς ποὺ ἔχει τ᾿ αὐτιά του ἀνοιχτά. Γιατὶ πολλοὶ εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ἔχουν βουλωμένα καὶ δὲν θέλουν ν᾿ ἀκούσουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ τοὺς ἀκροατὰς ἄλλοι εἶνε σὰν τὸ σφουγγάρι, ποὺ ῥουφάει τὸ νερό, κι  ἄλλοι σὰν τὸ ξύλο, ποὺ δὲν τραβάει τίποτε.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ῥουφοῦν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ὅπως τὸ παιδάκι ποὺ θηλάζει ἀπὸ τὸ μαστὸ τῆς μάνας του, σὰν τὸ ἀρνάκι στὸ μαστὸ τῆς προβατίνας, σὰν τὸ μοσχαράκι ποὺ ρουφάει τὸ γάλα τῆς ἀγελάδας.
Ὤ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ! Εἶνε γάλα καθαρό. Εἶνε κρυστάλλινο νερό. Εἶνε χρυσάφι καὶ διαμάντι. Ἔχουν ἄπειρη ἀξία. Εὐτυχισμένοι ὅσοι στὸν αἰῶνα αὐτόν, τῆς διαφθορᾶς, τῆς ἀπιστίας, τῆς πλάνης τοῦ σατανᾶ, ἔχουν τ᾿ αὐτιά τους ἀνοιχτὰ γιὰ νὰ ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου.

* * *

Ἕνα λόγο τοῦ Χριστοῦ θὰ ἑρμηνεύσω. Μία λέξι. Τί λέει ὁ Χριστός;
Ἂν πάρῃς τὰ Εὐαγγέλια, τοὺς Ἀποστόλους, τὰ ἄλλα ἱερὰ βιβλία, ὅλα λένε μία λέξι· καὶ δὲν εμεθα ἄξιοι νὰ τὴν ποῦμε, γιατὶ εμαστε ἁμαρτωλοί. Μιὰ λέξι, ποὺ δὲν τὴ νιώσαμε ἀκόμα. Ἂν τὴ νιώσουμε καὶ τὴν ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας, ὁ κόσμος θὰ γίνῃ τρισευτυχισμένος.
Ποιά εἶνε ἡ λέξι αὐτή; Μόνο τὰ μικρὰ παιδάκια, τὰ ἀθῷα, ποὺ εἶνε σὰν τοὺς ἀγγέλους, μποροῦν νὰ τὴν ποῦν. Καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ λέξι ἀγάπη.
«Ἀγαπᾶτε», ὄχι μισεῖτε, εἶπε ὁ Χριστός (Ματθ. 5,44). Ξερριζῶστε μέσα ἀπ᾿ τὶς ψυχές σας τὸ μῖσος, ποὺ εἶνε σὰν ἀγκάθι ποὺ ἀγκυλώνει.
Ἀγαπῆστε τὸ Θεό. Ἀγαπῆστε καὶ «τὸν πλησίον» ὡς ἑαυτόν (Ματθ. 22,39).
Εἶσαι παιδί; Ὕστερα ἀπὸ τὸ Θεὸ ποιόν πρέπει ν᾿ ἀγαπᾷς; Τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Γιατὶ ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα εἶνε σὰν μικροὶ θεοὶ ἐπὶ τῆς γῆς. «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἔξ. 20,12).
Θέλεις νὰ προοδεύσῃς; Θέλεις νὰ πιάνῃς χῶμα καὶ νὰ γίνεται μάλαμα; Ἀγάπα τὴ μάνα ποὺ σὲ γέννησε, ἀγάπα τὸν πατέρα σου. Πάρε τὴν εὐχή τους καὶ διάβαινε τὸ θάνατο. Δὲν τοὺς ἀγαπᾷς; Τότε εἶσαι θεριό, καὶ κάτι χειρότερο.
Μιὰ μέρα ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος καὶ μοῦ εἶπε κλαίγοντας·
―Ἔχω καημὸ μεγάλο.
―Τί σοῦ συμβαίνει; τοῦ εἶπα.
―Ἔχω ἕνα παιδί, ἕνα ἀγόρι. Τὸ σπούδασα, ἔκανα τὸ πᾶν γι᾿ αὐτό. Καὶ χθὲς τὸ βράδι πῆρε ἕνα ξύλο καὶ μὲ κτύπησε…
Ὤ γενεὰ ἀχαριστίας καὶ σκληρότητος! Τέτοια χέρια, ποὺ χτυποῦν πατέρα καὶ μάνα, εἶνε κατηραμένα. Δὲν θὰ βροῦν προκοπή.
Ἀγάπα λοιπὸν τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα σου. Ἔπειτα, ἦλθες σὲ γάμο; Πῆρες γυναῖκα; Νὰ τὴν ἀγαπᾷς σὰν τὴ μάνα σου, καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα σου. Αὐτὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο.
Γι᾿ αὐτὸ οἱ πεθερὲς δὲν πρέπει νὰ στενοχωροῦνται ὅταν βλέπουν τὸ παιδί τους νὰ ἀγαπάῃ τὴ γυναῖκα του παραπάνω ἀπ᾿ αὐτές. Εἶνε ἀπὸ τὸ Θεὸ αὐτό. Ἀλλοίμονο Read more »

Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 18th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Β΄ Ματθαίου (Ματθ. 4,18-23)

Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

«Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. 4,20)

Αφεντες απανταἈπὸ τὴν ἑβδομάδα, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὴν ἑβδομάδα ποὺ ἀκολουθεῖ μετὰ τὴν Κυρι­ακὴ τῶν ἁγίων Πάντων ἕως τὶς 29 Ἰουνίου εἶ­νε περίοδος νηστείας· εἶνε ἡ νηστεία τῶν ἁ­γί­ων ἀποστόλων. Μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολο­γίου δυστυχῶς ὡρισμένες χρονιές, ὅταν τὸ Πάσχα πέφτῃ ἀργά, ἡ νηστεία αὐτὴ μειώνε­­ται καὶ κάποτε μηδενίζεται. Ἡ νηστεία αὐ­τὴ εἶνε σχετικῶς εὔκολη, διότι ἐπιτρέπεται τὸ ψάρι. Δὲν ξέρω ἂν ἐσεῖς τὴν τηρῆτε.
Ἡ νηστεία αὐτὴ θεσπίσθηκε γιὰ νὰ προετοι­μάζῃ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν ἀποστόλων. Καὶ ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἡ δευτέρα (Β΄) Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου, τὶς περισσότερες φορὲς πέφτει μέσα στὴ νηστεία τῶν ἁ­γί­ων ἀποστόλων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα εἶνε σχετικὸ μὲ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους.

* * *

Τί λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο; Στοὺς Ἁγίους Τόπους ὑπάρχει μία λίμνη μὲ νερὰ καθαρά. Εἶνε μία ἀπὸ τὶς πιὸ ὄμορφες λίμνες τῆς Γῆς. Τὸ Εὐαγγέλιο τὴν ὀνομάζει «θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ. 4,18) ἢ «τῆς Τιβεριάδος» (Ἰω. 6,1· 21,1). Ἐπειδὴ εἶνε πολὺ μεγάλη, οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Ἄραβες τὴ λένε θάλασσα.
Σ᾿ αὐτὴ λοιπὸν τὴ θάλασσα, στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος, πῆγε ὁ Χριστός. Τί νὰ κάνῃ; Νὰ διαλέξῃ τοὺς μαθητάς του, νὰ διαλέξῃ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, ποὺ θὰ συνέχιζαν τὸ ἔργο του στὸν κόσμο. Ποιό ἔργο του;
Δὲν ὑ­πάρχει πιὸ δύσκολο ἔργο ἀπὸ τὸ ἔρ­γο τοῦ Χριστοῦ. Ἐὰν σᾶς ἔδειχνα ἕνα πλατάνι μεγάλο καὶ σᾶς ἔλεγα, ὅτι τὸ πλατάνι αὐτὸ θὰ τὸ ξερριζώσῃ ἕνα μικρὸ παιδάκι, δὲν θὰ γελούσατε; Τὸ πλατάνι, γιὰ νὰ ξερριζωθῇ, δὲν φτάνουν οὔτε ἑκατὸ ἄντρες. Μπουλντόζα καὶ γερανὸ καὶ φουρνέλλο θέλει, γιὰ νὰ τὸ ξερριζώσῃς. Ἔτσι ἦταν τὸ κακὸ στὸν κόσμο. Σὰν πλατάνι ῥιζωμένο βαθειὰ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ ξερριζώσῃ ὁ Χριστός· νὰ ξερριζώσῃ τὴν εἰδωλολατρία καὶ νὰ φυτέψῃ τὴ νέα ἀληθινὴ πίστι.
Πῆγε ἐκεῖ ὁ Χριστός, γιὰ νὰ διαλέξῃ τοὺς συνεργάτες του. Ἄλλος στὴ θέσι του θὰ διάλεγε ἄλλους ἀνθρώπους· θὰ διάλεγε πλουσί­ους, ποὺ ἔχουν λεφτὰ πολλά, θὰ ζητοῦσε νὰ συμμαχήσῃ μὲ τὸ κεφάλαιο· θὰ ζητοῦσε νὰ βρῇ στρατηγούς, ποὺ ἔχουν σπαθιὰ καὶ διατά­ζουν στρατιῶτες· θὰ ζητοῦσε νὰ βρῇ σοφοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ μορφωμένους. Μὰ ὁ Χριστός μας δὲν τὸ ἔκανε. Γιατί; Γιατὶ ἂν ἔ­παιρνε πλουσίους, ὅλοι θὰ ἔλεγαν ὅτι ὁ χριστι­ανισμὸς ξαπλώθηκε μὲ τὰ λεφτά. Ἂν ἔπαιρ­νε σοφοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ ῥήτορες, θὰ ἔλεγαν ὅτι ἡ θρησκεία μας ἐπικράτησε μὲ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ ῥητορεία. Κι ἂν ἔπαιρνε μαζί του σπαθιά, θὰ ἔλεγαν ὅτι κυβέρνησε τὸν κόσμο μὲ τὰ σπαθιά. Οὔτε σπαθιὰ πῆρε, οὔτε πουγκιὰ πῆρε, οὔτε φιλοσόφους πῆρε. Τί πῆ­ρε; φτωχούς, ψαρᾶδες, ἀνθρώπους ξυπόλητους, ποὺ δὲν τοὺς ἔδινε κανεὶς σημασία.
Μά, θὰ μοῦ πῆτε, μόνο αὐτοὶ οἱ δώδεκα ψα­­ρᾶδες ἦταν ἐκεῖ; δὲν ὑπῆρχαν ἄλλοι; Ὑπῆρ­χαν καὶ ἄλλοι. Πόσοι; Τοὐλάχιστον χίλιοι – δυὸ χιλιάδες ψαρᾶδες θὰ ἦταν γύρω – γύρω στὰ χωριὰ τῆς λίμνης. Γιατί ὁ Χριστὸς ἀπ᾿ ὅ­λους ἐκείνους διάλεξε αὐτούς; Κουτουροῦ τοὺς πῆρε, ὅπως κουτουροῦ ἁπλώνεις τὸ χέρι σου καὶ πιάνεις τὰ χαλίκια; Ὄχι δά! Τοὺς διάλεξε.
Γιατί τοὺς διάλεξε; Γιατὶ μέσ᾿ στὰ χαλίκια αὐτοὶ ἦταν διαμάντια. Καὶ γιατί ἦταν διαμάντια; Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν κοιτάζει τὰ ροῦχα μας, δὲν κοιτάζει τὸ πορτοφόλι μας, δὲν κοιτάζει τὰ σπίτια ποὺ κατοικοῦμε, δὲν κοιτάζει τὴν ὀμορφιά μας, δὲν κοιτάζει τίποτε ἀπ᾿ αὐ­τά. Τὴν καρδιά μας ζητάει. Καὶ σὰν καρδιογνώ­στης, ἔβλεπε ὅτι αὐτοί, κάτω ἀπὸ τὰ ῥοῦχα τοῦ ψαρᾶ, ἦταν ψυχὲς εὐγενεῖς.
⃝ Γιατί τοὺς διάλεξε; Γιά κοιτάξτε πρῶτα – πρῶ­τα ποῦ τοὺς βρῆκε; Τοὺς βρῆκε στὸ καφενεῖο; τοὺς βρῆκε στὴν ταβέρνα μὲ τὰ ποτήρια στὰ χέρια νὰ κουτσοπίνουνε; τοὺς βρῆ­κε νὰ παίζουν ζάρια; Ὄχι. Ποῦ τοὺς βρῆκε; Στὴ δουλειά. Ἔρριχναν τὰ δίχτυα οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ καὶ ἔπιαναν ψάρια. Τοὺς βρῆκε στὴ δουλειά.
⃝ Τοὺς διάλεξε ἀκόμα – γιατί; Δὲν φτάνει νά ᾿σαι ἐργατικός. Ὑπάρχουν ἐργατικοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ δὲν συνεργάζονται μὲ ἄλλους· εἶνε μόνοι τους. Οἱ ψαρᾶδες ὅμως αὐτοὶ ποὺ διάλεξε ὁ Χριστός, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Πέτρος, ὁ Ἰ­ωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, εἶχαν συνεταιρισμό. Ἦταν μαζί, δούλευαν μαζί· ὁ Ἀνδρέας μὲ τὸν Πέτρο, ὁ Ἰάκωβος μὲ τὸν Ἰωάννη ποὺ εἶχαν καὶ τὸν πατέρα τους τὸ Ζεβεδαῖο. Εὐλογημένα σπίτια! Παλαιότερα τὰ ἀδέρφια δὲν χώριζαν, ζοῦσαν πατριαρχικῶς. Πῆγα σ᾿ ἕνα χωριὸ καὶ χάρηκε ἡ ψυχή μου. Βρῆκα ἕνα σπίτι ποὺ ἦταν ὅλοι μαζί· ἑπτὰ ἀδέρφια, ἑπτὰ νυφάδες, εἴκοσι παιδιά, ἐγγονάκια, καὶ στὴ μέση ἕνας χαριτωμένος γέροντας τσομπᾶνος ὀγδόντα χρονῶν. Ἄ, εὐλογημένος ἄνθρωπος, σὰν τὸν πατριάρχη! Τώρα, λίγα σπίτια εἶνε πιὰ μαζί. Χωρίζουν τὰ ἀδέρφια, χωρίζουν οἱ πεθερὲς μὲ τὶς νύφες, χωρίζει ὁ κόσμος. Ἐνῷ ἐδῶ στὸ εὐαγγέλιο βλέπεις, ὅτι οἱ δώδεκα αὐτοὶ ψα­ρᾶ­δες ποὺ διάλεξε ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν μόνο ἐργατικοί, ἀλλὰ εἶχαν κ᾿ ἕνα πνεῦμα συνεργασίας, συνεργάζονταν.
⃝ Τοὺς διάλεξε λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιατὶ ἦταν ἐργατικοί, τοὺς διάλεξε γιατὶ ἦταν ἀγαπημένα ἀδέρφια. Τοὺς διάλεξε ἀκόμα, γιατὶ ἦταν ἀ­νώτεροι ἄνθρωποι. Ποῦ τὸ βλέπουμε αὐτό; Ὅταν τοὺς εἶπε, Ἐλᾶτε κοντά μου κι ἀφῆστε τὰ δίχτυα σας, αὐτοὶ τί ἔκαναν; Ἄφησαν τὰ δίχτυα τους, ἄφησαν τὰ καΐκια τους, τὰ ἄφησαν ὅλα καὶ ἦρθαν κοντά του. Τὰ θυσίασαν ὅ­λα γιὰ τὸ Χριστό. Ὑπήκουσαν ἀπολύτως. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς διάλεξε ὁ Χριστός μας.
Καὶ μετὰ αὐτοὶ οἱ δώδεκα τί ἔκαναν; Τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα, ἐγὼ δὲν ξέρω ἄλλο μεγαλύτε­ρο. Τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα εἶνε αὐτὸ ποὺ θὰ γιορτάσουμε μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν ἁγίων ἀποστό­λων. Ψαρᾶδες, ξυπόλητοι, χωρὶς γράμματα, χωρὶς ἐπιστήμη, χωρὶς μπουκιά, χωρὶς σπα­θιά, χωρὶς κανόνια, χωρὶς πυραύλους, χωρὶς τίπο­τα, ν᾿ ἀναποδογυρίσουν τὸν κόσμο ὁλόκλη­ρο! Ἐ­ὰν ὑποθέσουμε ὅτι σ᾿ ἕνα χωριὸ πέφτει ἕνα κοπάδι πεινασμένοι λύκοι, χίλιοι – δυὸ χιλιάδες λύκοι, καὶ τὸ κοπάδι τῶν λύκων κυκλώνει δώδεκα προβατάκια, ποιοί θὰ νικήσουν; Θὰ νικήσουν τὰ ἀρνιά; Δὲν θὰ μεί­νῃ ποδαράκι, τίποτε δὲν θὰ μείνῃ. Οἱ λύκοι θὰ νική­σουν. Καὶ ὅμως, νά τὸ θαῦμα. Τὰ ἀρνάκια τοῦ Χριστοῦ μας νίκησαν τοὺς ἄγριους λύκους. Καὶ ὄχι μόνο τοὺς νίκησαν, ἀλλὰ καὶ ἔ­καναν τοὺς λύκους ἀρνιά! Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγά­λο θαῦ­μα· ὅτι μὲ δώδεκα ψαρᾶδες, μὲ δώδεκα φτωχοὺς καὶ ἀσήμαντους κατὰ κόσμον, ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴ μεγάλη μεταβολὴ στὸν κόσμο.

* * *

Τοὺς γιορτάζουμε. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ νηστέψουμε αὐτὲς τὶς μέρες. Νὰ προετοι­μαστοῦμε, νὰ ἐξομολογηθοῦμε, νὰ πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε. Κι ὅταν χτυπήσουν οἱ καμπάνες στὴ γιορτὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, νὰ πλησιάσουμε κ᾿ ἐμεῖς καὶ νὰ τοὺς ἐκφράσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας.
Τί ἄλλο νὰ κάνουμε; Νὰ θυμηθοῦμε. Εἴπαμε· ἐργατικοὶ ἦταν αὐτοί, δούλευαν ὅλη νύχτα στὴ λίμνη. Ἐργατικοὶ αὐτοί, ἐργατικοὶ κ᾿ ἐμεῖς. Ἐργατικὸς πρέπει νὰ εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Πότε ὅμως ἐργατικός; Σᾶς τό ᾿πα καὶ ἄλλοτε, τὸ ἐπαναλαμβάνω καὶ τώρα· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο δουλειά, σὰν τὰ μυρμήγκια. Εἶνε εὐλογημένη ἡ δουλειά. Κυριακὴ ὅμως ὄχι. Τὶς ἄλλες μέρες δουλειά! Γιατὶ τὸ νερὸ ποὺ δὲν τρέχει σκουληκιάζει, καὶ τὸ σίδερο ποὺ δὲν δουλεύει τὴ γῆ σκουριάζει· καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν δουλεύει σαπίζει. Δουλειὰ ὅλες τὶς καθημερινές. Κυριακὴ πρωὶ ὅμως; ἦρθε ἡ ὥρα; χτύπησε ἡ καμπάνα; Νὰ σταματήσουν ὅλα. Ἡ γυναίκα θ᾿ ἀφήσῃ τὸ ῥάψιμο, τὸ σκούπισμα, τὸ μαγειρειό. Ὁ ἄντρας θ᾿ ἀφήσῃ τὴν τσάπα, ὁ τσοπᾶνος τὰ πρόβατα στὸ μαντρί, ὁ δάσκαλος τὸ σχολεῖο, ὁ ὑπάλληλος τὸ γραφεῖο, οἱ πάντες. Φτερὰ στὰ πόδια καὶ ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Τὸ κάνουμε; εὐλογία· δὲν τὸ κάνουμε; θὰ τὸ πληρώσου­­με, θά ᾿ρθῃ ἡ ὥρα αὐτή… Σᾶς πονῶ καὶ σᾶς φωνάζω, πρὶν νά᾿ νε ἀργά. Χτυπάει ἡ καμ­πάνα καὶ περνᾶνε τὰ ἅγια καὶ διαβάζεται τὸ Εὐ­αγγέλιο, καὶ κάθεσαι ἐσὺ μὲ τὸ τσιγάρο στὸ στόμα καὶ κοροϊδεύεις μέσ᾿ στὴν πλατεῖα; ἔρ­χεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ!…
Ἂς πέσουμε κι ἂς παρακαλέσουμε νὰ γίνῃ ἵλεως ὁ Θεός. Καὶ νὰ μιμηθοῦμε τοὺς ἀποστό­λους, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐχὴ τῶν ἁγίων ἀ­ποστόλων καὶ τῶν ἁγίων πατέρων. Εἴθε ὁ Θεὸς διὰ τῶν πρεσβειῶν καὶ τῆς Παναγίας Θεοτόκου νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱερό ναὸ της Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Σκοπιᾶς – Φλωρίνης τὴν 20-6-1971.

ΠΟΙΟΣ ΦΤΑΙΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΒΡΙΣΚΟΥΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 2nd, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ (Ἰωάν. 9,1-38)

Γιατι πασχουμε;

«Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;» (Ἰωάν. 9,2)

ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ..ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε Κυριακή. Εἶνε ἡ ἕκτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα.
Ἀκούσατε τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁμιλεῖ γιὰ ἕνα θαῦμα. Μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ ἄνοιξαν καὶ εἶδε τὸ φῶς του.
Θέλω νὰ προσέξουμε ἕνα σημεῖο. Ποιό; Ὅταν οἱ μαθηταὶ εἶδαν τὸν τυφλό, τὸν λυπήθηκαν καὶ ρώτησαν· Δάσκαλε, γιατί αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος νὰ γεννηθῇ τυφλός; ἔκανε ὁ διος ἁμαρτίες, ἢ ἔκαναν οἱ γονεῖς του; (Ἰωάν. 9,2).
Αὐτὸ τὸ «γιατί;» θὰ ἐξηγήσουμε. Διότι καὶ σήμερα ὑπάρχει στὸν κόσμο αὐτὸ τὸ «γιατί;». Καὶ σήμερα ὑπάρχουν δυστυχισμένοι· ἔρχονται συμφορές, ἀρρώστιες καὶ θάνατος· καὶ σήμερα ὑπάρχει φτώχεια καὶ συκοφαντία, διαβολές, διωγμοὶ καὶ τόσα ἄλλα κακά. Καὶ πῶς τ᾿ ἀντιμετωπίζουν οἱ ἄνθρωποι; Ἡ ψυχὴ ἀρχίζει ν᾿ ἀγανακτῇ καὶ νὰ λέῃ· Θεέ μου, γιατί; Ἐγὼ λοιπὸν εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς στὸν κόσμο; Γιατί σ᾿ ἐμένα τόσα κακὰ καὶ τόσες συμφορές;… Τί μᾶς ἀπαντᾷ τὸ Εὐαγγέλιο;
Τὰ κακὰ ποὺ μᾶς βρίσκουν, χωρίζονται σὲ τρεῖς κατηγορίες. Ἄλλα προέρχονται ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας. Ἄλλα προέρχονται ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ιδιους. Καὶ ἄλλα τέλος τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Θὰ τὸ κάνω λιανὰ αὐτό.

* * *

Εἶπα, ὅτι μερικὰ δυστυχήματα προέρχονται ἀπὸ τοὺς γονεῖς. Μὰ πῶς;
Περιοδεύοντας ὡς ἱεροκήρυκας μπῆκα σ᾿ ἕνα χωριό. Μόλις ἔφθασα βλέπω ἕνα παλληκαράκι 17 χρονῶν, ἐκεῖ ποὺ στεκόταν ὄρθιο καὶ ἄκουγε, ἔπεσε κάτω καὶ ἔβγαζε ἀπὸ τὸ στόμα του ἀφρούς. Τὰ μάτια καὶ τὸ πρόσωπό του ἀγρίεψαν. Σπαρταροῦσε ὅπως τὸ ψάρι ὅταν τὸ βγάλῃς ἀπὸ τὸ νερό. Πῆγα κοντά του. Ἦρθαν κι ἄλλοι. Τοῦ ῥίξαμε νερό, τοῦ κάναμε ἀέρα, καὶ σηκώθηκε. Θέλησα νὰ μάθω, τί συμβαίνει. Ῥώτησα τὸν παπᾶ καὶ ἔμαθα, ὅτι ὁ πατέρας του ἦταν ἀλκοολικός, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔγινε ἐπιληπτικό.
Πατέρα, παντρεύτηκες γιὰ νὰ γλεντᾷς. Ἔτσι νομίζεις εἶνε ἡ ζωή; Ὅταν πίνῃς, τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννήσῃς θὰ γίνῃ ἐπιληπτικὸ καὶ θὰ τὸ βλέπῃς καὶ θὰ καίγεσαι. Αὐτὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο σήμερα.
Πολλὰ παιδιὰ εἶνε σακατεμένα, κι αὐτὸ ὀφείλεται στοὺς πατεράδες. Κάτι ἄλλοι πῆγαν στὸ στρατό, ἢ ταξίδεψαν στὸ ἐξωτερικό, ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ ᾿κεῖ, σμίξανε μὲ γυναῖκες καὶ κόλλησαν ἀπὸ ᾿κεῖ ἀσθένειες ποὺ ντρέπομαι νὰ πῶ. Καὶ μετὰ αὐτοὶ μὲ τὶς ἀσθένειες παντρεύτηκαν ἀθῷες Ἑλληνίδες κόρες.
Βρὲ πατέρα, ποῦ παντρεύεις τὸ κορίτσι σου μὲ ἕναν τέτοιο σάπιο ἄνδρα; Ἀπὸ τέτοιο πατέρα θὰ γεννηθοῦν παιδιὰ ποὺ θὰ εἶνε ἄλλα τυφλά, ἄλλα κουτσά, ἄλλα τρελλά, ἀλλὰ ἀνισόρροπα. Δὲ᾿ σοῦ φταῖνε τίποτα αὐτὰ τὰ παιδιά. Δὲ᾿ σοῦ φταίει τίποτα ἡ κοινωνία νὰ γίνῃς βάρος της.
Ἑπομένως δὲν φταίει ὁ Θεὸς γιατὶ τὰ παιδιὰ εἶνε σακάτικα. Φταίει ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα, ποὺ ζοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ Θεό.

* * *

Ἄλλα λοιπὸν κακὰ εἶνε ἀπὸ τοὺς πατεράδες. Τὸ λέει· Ἁμαρτίαι «πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς» (Ἔξ. 20,5). Ἄλλα ὅμως προέρχονται ἀπὸ τὰ ίδια τὰ παιδιά.
Δὲν φταίει ἡ μάνα κι ὁ πατέρας. Φτωχὸς χωριάτης ὁ πατέρας, ἀλλὰ γερός. Δὲν πῆγε μὲ γυναῖκες, δὲν κάθεται στὶς ταβέρνες, δὲν γνωρίζει τίποτε ἀπὸ τὰ πονηρά. Καὶ τὸ παιδί, ποὺ γεννήθηκε ἀπ᾿ αὐτόν, πῆρε μιὰ πολὺ μεγάλη κληρονομιά. Πῆρε γερὸ κορμί. Μικρὸ πρᾶγμα εἶνε ἡ ὑγεία;
Ἕνας πλούσιος στὴ Νέα Ὑόρκη, ποὺ μποροῦσε ν᾿ ἀγοράσῃ ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ ἑπτὰ φορὲς τὴν Ἑλλάδα, αὐτὸς εἶπε· Πεθαίνω· ἂν βρεθῇ γιατρὸς νὰ μὲ κάνῃ καλά, ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω ὅλα τὰ δολλάριά μου, καὶ ἂς γίνω πάλι φτωχός, ὅπως ἥμουν στὸν πατέρα μου, ποὺ ζοῦσε σὲ μιὰ καλύβα πέρα στὸν Ἀμαζόνιο ποταμό… Ἀκοῦτε; Λοιπὸν μὴ γογγύζεις ἐσύ, γιατὶ ὁ πατέρας σου δὲν σοῦ ᾿δωσε σπίτια καὶ πολυκατοικίες. Νὰ πᾷς στὸν τάφο του καὶ νὰ πῇς· Πατέρα, δὲν μοῦ ᾿δωσες ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ μοῦ ᾿δωσες τὸ ὄνομά σου, τὴν εὐγένεια τοῦ χαρακτῆρος σου, μοῦ ᾿δωσες καὶ τὴν ὑγεία σου· σ᾿ εὐχαριστῶ.
Ἀλλ᾿ ὅταν τὸ παιδὶ αὐτὸ φύγῃ ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ πάῃ παρακάτω καὶ σμίξῃ μὲ κακὲς παρέες, τότε ἀρρωσταίνει.
Ἦρθε μιὰ μάνα στὴ μητρόπολι καὶ ἔκλαιγε. Σῶσε με, ἔλεγε. Τὸ παιδί μου γυρίζει δεξιὰ κι ἀριστερά, καὶ τὶς πρωϊνὲς ὧρες ἔρχεται στὸ σπίτι. Εἶνε σκεπτικὸ καὶ μελαγχολικό. Δουλειὰ δὲν ἔχει. Δὲν στέκεται στὰ πόδια του ἀπὸ τὰ ξενύχτια…
Πῆγα μιὰ μέρα στὸ Ἄσυλο Ἀνιάτων στὴν Ἀθήνα, καὶ βλέπω ἐκεῖ νέα παιδιά. Ὅλα ἄρρωστα, ἄλλα κουτσά, ἄλλα παράλυτα. Ρωτάω καὶ μαθαίνω – τί; Ὅτι ἦταν ξενύχτηδες. Γλεντοῦσαν, διασκέδαζαν μὲ τ᾿ αὐτοκίνητά τους καὶ μὲ γυναῖκες. Καὶ σαπίσανε τὰ νειᾶτα.
Δὲ᾿ φταίει λοιπὸν ὁ πατέρας. Φταῖς ἐσὺ ὁ ίδιος, ποὺ μόνος σου, μὲ τ᾿ ἁμαρτήματά σου, μὲ τὴν ἔκφυλη ζωή σου, δημιούργησες τὴν καταστροφή σου.

* * *

Είδαμε λοιπόν, ὅτι ἄλλα κακὰ εἶνε ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα, ἄλλα κακὰ εἶνε ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους. Καὶ μερικὰ ἄλλα εἶνε μυστηριώδη πράγματα, ὅπως συνέβη μὲ τὸν τυφλό.
Δὲν φταίει, εἶπε ὁ Χριστός, οὔτε ὁ πατέρας του οὔτε ἡ μάνα του. Δὲν φταίει οὔτε ὁ ίδιος. Ἀλλὰ τὸν ἄφησε ἔτσι ὁ Θεός, γιὰ νὰ δοξασθῇ τὸ Ὄνομά Του (ἔ.ἀ. 9,3). Τοῦ στέρησε γιὰ λίγο αὐτὸ τὸ φῶς, γιὰ νὰ δῇ ἕνα ἄλλο φῶς. Τοῦ ἔδωσε μιὰ μικρὴ συμφορά, γιὰ ν᾿ ἀπολαύσῃ μιὰ μεγάλη εὐεργεσία.
Γιὰ φαντάσου, ὁ τυφλὸς αὐτὸς τί ἀξιώθηκε! Εἶδε κάτι, ποὺ δὲν τὸ εἶδαν γενεὲς γενεῶν. Ἑκατομμύρια ἀνθρώπων, χιλιάδες χρόνια, περίμεναν νὰ δοῦνε – τί νὰ δοῦνε; ποιόν; Τὸ Χριστό. Καὶ τὸν εἶδε μὲ τὰ μάτια του ὁ τυφλός. Παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ Χριστὸς καὶ τὸν ἔκανε καλά. Καὶ ὅταν κατόπιν τὸν ρωτοῦσαν, Πῶς ἔγινε καλά; ὁ τυφλὸς τοὺς ἔλεγε· Κάποιος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἰησοῦ μ᾿ ἔκανε καλά· καὶ δὲν μπορεῖ αὐτὸς νὰ μὴν εἶνε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔκανε σ᾿ ἐμένα τέτοιο πρωτάκουστο θαῦμα. Ἀλλὰ οἱ φαρισαῖοι, ποὺ δὲν ἤθελαν ν᾿ ἀκούσουν γιὰ τὸ Χριστό, ἔδιωξαν τὸν τυφλὸ καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω.
Τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Χριστός, κι ὅταν τὸν ξαναεῖδε τοῦ εἶπε· Ἐσὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ; Ὁ τυφλὸς ἀπαντᾷ· Καὶ ποιός εἶνε, Κύριε, γιὰ νὰ πιστεύσω σ᾿ αὐτόν; Καὶ ὁ Χριστὸς φανερώνει τὸν ἑαυτό του καὶ τοῦ λέει· Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μὲ βλέπεις καὶ σοῦ μιλῶ. Τότε ὁ τυφλὸς ἔπεσε καὶ τὸν προσκύνησε λέγοντας· Πιστεύω, Κύριε (ἔ.ἀ. 9,38).
Αὐτός, μαζὶ μὲ τὸ φῶς τῶν ματιῶν του, εἶδε καὶ τὸ ἄλλο φῶς, τὸ μεγάλο φῶς, τὸ ἀνέσπερο φῶς.
Δὲν ζημιώθηκε λοιπὸν ὁ τυφλός. Εἶχε μιὰ μικρὰ ζημία, γιὰ νὰ ἔχῃ ἔπειτα ἕνα μεγάλο κέρδος. Νὰ γνωρίσῃ, νὰ πιστέψῃ καὶ νὰ γίνῃ παιδὶ τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο παράδειγμα, τὸν Ἰώβ, ποὺ τὸν βρήκαν μεγάλα κακὰ χωρὶς νὰ φταίῃ καθόλου ὁ διος. Ἦταν δίκαιος, τὸ καλὸ ἔκανε στὸν κόσμο. Καὶ ὅμως τί ἔπαθε; Σὲ μιὰ μέρα τὰ ἔχασε ὅλα καὶ κατεστράφη. Καὶ ἡ γυναίκα του, ὅταν τὸν εἶδε στὰ χάλια ποὺ ἧταν, τοῦ εἶπε·
―Ἄντρα, ὅλα τὰ χάσαμε. Τί τὴ θέλεις τὴ ζωή; Βλαστήμησε τὸ Θεὸ καὶ αὐτοκτόνησε.
Ἔφριξε ὁ Ἰώβ. Καὶ τῆς λέει·
―Ἄμυαλη γυναίκα, τί εἶνε αὐτὰ ποὺ εἶπες; Τόσα χρόνια εχαμε τὰ πάντα· καὶ παιδιά, καὶ περιουσία. Ὁ Θεὸς μᾶς τὰ ἔδιδε. Ὁ Θεὸς λοιπόν, ποὺ μᾶς τὰ ἔδωσε, ὁ Θεὸς μᾶς τὰ πῆρε.
Καὶ εἶπε τότε κάτι λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. Μ᾿ αὐτὰ τελειώνει ἡ Θεία Λειτουργία· «Ειῃ τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος».

* * *

Ναί, ἀδέλφια μου. Σᾶς ἔδειξα, ὅτι δὲν φταίει ὁ Θεὸς γιὰ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς βρίσκουν. Φταίει τὸ μυαλό μας, ἡ κακὴ ἀνατροφή μας. τὸ παρελθόν μας.
Ὁ Θεὸς δὲν φταίει. Ὁ Θεὸς εἶνε καλός. Εἶνε πατέρας, μᾶς ἀγαπάει. Καὶ ἂν καμμιὰ φορὰ ἐπιτρέψῃ κάποιο κακό, γιὰ τὸ καλὸ καὶ γιὰ τὴ σωτηρία μας θὰ εἶνε.
Ἂς τὸν δοξολογοῦμε σὰν τὸν Ἰὼβ καὶ ἂς λέμε τὸ «Είῃ τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος». Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, έγινε στον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Γεωργίου Τριποτάμου – Φλωρίνης, 18-5-1969

ΘΑ ΕΝΩΘΗ ΠΟΤΕ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 2nd, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυρ. Πατ. Α΄ Οἰκ. Συνόδου (Ἰω. 17,1-13)

ΘΑ ΕΝΩΘΗ ΠΟΤΕ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ;

«…Ἵνα πάντες ἓν ὦσι» (Ἰω. 17,21)

p. Augoust. 2000 istΕνότης! Στὸ ἄκουσμα καὶ μόνο τῆς λέξεως αὐτῆς ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ποὺ ζῇ μέσα σ᾽ ἕνα ἀπερίγραπτο κοινωνικὸ χάος, θὰ κουνήσῃ μελαγχολικὰ τὸ κεφάλι καὶ θὰ μᾶς ρωτήσῃ· Ἑνότης; ποῦ ὑ­πάρχει; Καὶ ὅμως ὑ­πάρχει ἑνότης, ἀγαπητέ μου φίλε! Ἑνότης θαυμα­στή, ἡ ὁποία στὸν προσεκτικὸ θεατὴ προκαλεῖ κατάπληξι, θάμβος καταπλήξεως.

* * *

Ὑπάρχει ἑνότης στοὺς οὐρανούς. Θέλεις νὰ δῇς ἑνότητα; θέλεις νὰ τὴν ἀπολαύσῃς σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο; Περίμενε νὰ νυχτώσῃ. Ξεκάρφωσε τότε τὸ βλέμμα σου ἀ­πὸ τὸ μικρο­σκοπικὸ τοῦτο πλανήτη ποὺ λέγεται Γῆ καὶ ὕ­ψωσέ το ἐπάνω. Τί βλέπεις; Ἄστρα μικρὰ καὶ μεγάλα τρεμολάμπουν καὶ σὰν καντήλια ἑνὸς ἀχανοῦς ναοῦ φωτίζουν τὸν οὐράνιο θόλο. Πόσα εἶνε; Ἂν ρωτήσετε τοὺς ἀστρονόμους, θὰ σᾶς ποῦν· ἀμέτρη­τα. Μὲ τὰ σύγχρονα τηλεσκόπια, ποὺ ἔ­χουν στήσει σὲ κορυφὲς βου­νῶν, ἀνα­καλύπτουν ὁλοένα καὶ νέα μεμονωμένα ἄστρα, συστήματα ἀστέρων, γαλαξίες ὁ­λόκληρους. Καὶ ἕνα μόνο γαλαξία ἂν τολμοῦσε νὰ μετρήσῃ κάποιος, θὰ ἄρχιζε τὴ μέτρησι σὰν μικρὸ παιδί, θὰ τὴ συνέχιζε νέος, καὶ σίγουρα θ᾽ ἄ­σπριζαν τὰ μαλλιά του καὶ θὰ κατέβαινε στὸν τάφο, ἀλλὰ ἡ καταμέτρησι δὲν θὰ τελείωνε… Κανένας ἀστρονόμος δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ δώσῃ τὸν ἀκριβῆ ἀριθμὸ τῶν ἄστρων. Ὤ πόσο μεγάλος εἶσαι, Θεέ μου!
Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ περισσότερο μᾶς κάνει νὰ θαυμάζουμε δὲν εἶνε τόσο ὁ ἀριθμός τους ὅσο κάτι ἄλλο· εἶνε ἡ τάξις, ἡ ἁρμονία, ἡ θαυμαστὴ ἑνότης ποὺ βασιλεύει ἐκεῖ ἐπάνω. Ἑκατομμύρια – δισεκατομμύρια τὰ ἄστρα, καὶ δὲν μένουν ἀκίνητα σ᾽ ἕνα σημεῖο τοῦ οὐρανοῦ οὔ­τε ἕνα δευτερόλεπτο. Συνεχῶς κινοῦντ­αι. Ἁπλῶς κινοῦνται; Τρέχουν! Δὲν ἀρκεῖ ἡ λέξις «τρέχω» νὰ μᾶς δώσῃ μιὰ ἰδέα τῆς κινήσεώς τους. Τρέχουν ἀπείρως ταχύτερα ἀπὸ τὸν πύρ­αυλο, τρέχουν ἰλιγγιωδῶς. Διασχίζουν τὶς ἀ­χανεῖς ἐκτάσεις τοῦ σύμπαντος. Καὶ ὅμως καμ­μία σύγκρουσις δὲν συμβαίνει μεταξύ τους. Ἀλ­λοίμονο ἂν συγκρούονταν! Φανταστῆτε τί θὰ γινόταν, ἂν τὸ δικό μας λεωφορεῖο ποὺ λέ­­γεται Γῆ (καὶ στὸ ὁποῖο τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἄνω τῶν 6,5 δισεκατομμύρια ἄνθρωποι ζοῦν καὶ ταξιδεύουν – τρέχουν ἰλιγγιωδῶς) συγκρουόταν μὲ ἄλλο λεωφορεῖο τοῦ οὐρανοῦ, π.χ. τὸν πλανήτη Ἄρη. Τρέμουμε καὶ μόνο μὲ τὴν ἰδέα μιᾶς ἐναερίου συγκρούσεως δύο πλανητῶν στὸ ἄπειρο! Θρύψαλα θὰ γίνονταν οἱ δύο σφαῖρες.
Ἄπειρα λοιπὸν ἀστέρια ζοῦν μὲ εἰρήνη, ἁρ­μονία καὶ θαυμαστὴ ἑνότητα, σὰν μία οἰκογένεια. Πῶς; Ἁπλούστατα· διότι ὅλοι αὐτοὶ οἱ οὐράνιοι κόσμοι κινοῦνται πάνω εἰς ὡρισμένες τροχιές, ὑπακούουν σὲ παγκοσμίους νόμους ποὺ ἔχει ὁρίσει γι᾿ αὐτοὺς ὁ ὑπέρτατος Νοῦς, ὁ Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος. Διαβάστε τὸν Προοιμιακό, τὸν ὑπ᾿ ἀριθμὸν 103 ψαλμὸ τοῦ Ψαλτηρίου σας, γιὰ νὰ δῆτε μὲ τί ἐκφράσεις ἀφθάστου λυρισμοῦ περιγράφει ὁ ψαλμῳδὸς τὴν ἁρμονία τῆς φύσεως. «Ἐποίησε σε­λήνην εἰς καιρούς, ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐ­τοῦ. Ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ» (Ψαλμ. 103,19-20).
Ἑνότης θαυμαστὴ στοὺς πλανητικοὺς κόσμους. Καὶ ἂν τὸ πνεῦμα μας μὲ τὸν ἀετὸ τῆς Πάτμου, τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, πετάξῃ πέρα ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ ἔστω ἀπὸ μακριὰ θεωρή­σῃ τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος, ἐ­κεῖ ἡ ἑνότης ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν προσώ­πων τῆς Θεότητος ξεπερνᾷ κάθε ἀν­θρώπινη κατανόησι. Ἐμπρὸς σ᾽ αὐτὴ τὴν ἑνότητα ὁ νοῦς ἰλιγγιᾷ κυριο­λεκτικῶς. Πατὴρ – Υἱὸς – ἅγιον Πνεῦμα· μία τρισυπόστατος Θεότης!

* * *

Ἀλλ᾽ ἂς ἀφήσουμε τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἂς κατεβοῦμε στὴ Γῆ. Τί βλέπουμε; Ἐνῷ στοὺς οὐρανοὺς ὑπάρχει ἑνότης, στὴ Γῆ ἔχουμε συγκρούσεις. Θεέ μου, τί θέαμα παρουσιάζει τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἡ Γῆ! Ὁ πλανήτης αὐτός, πάνω στὸν ὁποῖο μᾶς τοποθέτησες γιὰ νὰ ζοῦμε εὐτυχισμένοι καὶ ν᾽ ἀπολαμβάνουμε πλούσια τ᾽ ἀγαθὰ ποὺ σκόρπισε παντοῦ ἡ πατρική σου ἀγάπη, ἔχει μεταβληθῆ σὲ ἕνα πεδίο ἀγριωτάτης μάχης, ὅπου ἀκούγονται οἱ βρυχηθμοὶ τῶν συμπλεκομένων θηρίων. Τὰ ἀγριώ­τερα θηρία, ἐμπρὸς στὰ ὁποῖα ἡ ἀγριότης τῶν θηρίων τῆς ζούγκλας ὠχριᾷ, εἴμαστε ἡμεῖς, Θεέ μου, οἱ ἀποστάτες υἱοί σου.
Ἡ Γῆ ἐξ αἰτίας μας κολυμπᾷ σὲ λίμνη αἵματος καὶ δακρύων. Τὰ παιδιά της εἶνε τρομερὰ χωρισμένα σὲ κάθε ἐκδήλωσι τῆς ζωῆς τους. Χωρισμένα οἰκονομικῶς. Ἄλλοι ζοῦν σὲ οὐρα­νοξύστες καὶ ἄλλοι δὲν ἔχουν οὔτε καλύβα. Ἄλλοι κολυμποῦν στὸ χρυσάφι καὶ ἄλλοι δὲν ἔχουν ν᾽ ἀγοράσουν οὔτε τὸν ἐπιούσιο ἄρτο. Ἄλλοι λαοὶ κατέχουν εὐφορώτατες πεδιάδες μὲ ἀραιότατο πληθυσμὸ καὶ ἄλλοι συνωστίζονται μέχρι ἀσφυξίας σὲ ἀπόκρημνα βράχια.
Πέρα ἀπὸ τὶς διαιρέσεις ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἄδικη κατανομὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὑ­πάρχουν ἄλλες διαφορές, βαθύτερες, τὶς ὁποῖ­ες δημιουργοῦν ὄχι πλέον τὰ ὑλικὰ ἀγα­θά –αὐ­τὰ μπορεῖ μιὰ μέρα νὰ τὰ τακτοποιήσουμε χω­ρὶς ὅμως καὶ νὰ εἰρηνεύσουμε–, διαφορὲς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ διαφορετικὴ καὶ ἐσφαλμένη ἐνατένισι τῆς ζωῆς. Διότι τὴ ζωὴ τῶν ἀν­θρώπων, τὸ πιὸ πολύπλοκο ψυχολογικὸ φαινόμενο, δὲν τὸ βλέπουμε ὅλοι μὲ τὰ ἴδια μάτια, μὲ τὸν ἴδιο δηλαδὴ νοῦ. Καὶ ἐδῶ ἀκρι­βῶς εἶνε τὸ δρᾶμα. Ὁ νοῦς, ποὺ ἄλλοτε στὸν παρά­δεισο ἦταν διαυγὴς σὰν τὸ κρύσταλλο καὶ ἔ­βλεπε τὰ πάντα ὅπως εἶνε, τὸ μαῦρο μαῦ­ρο, τὸ ἄσπρο ἄσπρο, μετὰ τὴν πτῶσι ἔχει σκοτι­σθῆ τρομερά, ἔχει θολωθῆ· γι᾿ αὐτὸ κάθε ἄνθρωπος βλέπει θολά, συγκεχυμένα, θεωρεῖ καὶ κρί­νει πρόσωπα καὶ πράγματα μὲ δικό του πρῖ­σμα, μὲ τὴ νοσηρή του νοοτρο­πία, ἡ ὁποία διαφέρει ἀπὸ τὴ νοσηρὴ πάλι νοοτροπία τοῦ γείτονά του. Μὲ κάποιο χιοῦμορ ὁ διάσημος συγ­γραφεὺς Φί­λιππος Ὁππενχάιν στὸ ἔργο του «Πρέπει ν᾽ ἀλλάξῃ τὸ μυα­λό μου» λέει· «Ἀπὸ ἐτῶν ζητῶ ἕνα μικρὸ κομμάτι ἐγκεφάλου γιὰ ν᾽ ἀν­τικαταστήσω μ᾽ αὐτὸ τὸ ἀντίστοι­χο κομμάτι τοῦ δικοῦ μου ἐγκεφά­λου. Ἡ ἀντικατάστασι αὐτὴ εἶνε ἕνα πρᾶγμα πολὺ ἁπλό, ἀλλ᾽ ὣς τώρα δὲν στάθηκα τυχερός. Ὅλοι οἱ ἐγ­κέφαλοι ποὺ ἐξέτασα ἦταν χρωματισμένοι. Κα­τέληξα στὸ συμπέρασμα, ὅτι ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος πάσχει ἀπὸ κάποια ἀρρώστια μυστηριώδη».
Καὶ μέσα ἀπὸ τὴ σύγκρουσι αὐτὴ ἰδεῶν, πα­θῶν καὶ μυρίων συμφερόντων γεννᾶται ἡ βα­βὲλ τῆς παγκοσμίου συγχύσεως, στὴν ὁποία χίλιες γλῶσσες μιλοῦν γιὰ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ ζήτημα καὶ ὅμως δὲ μποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν, νὰ ἀποκτήσουν τὴ ζηλευτὴ ἑνότητα σκέψεως καὶ ἐνεργείας.

* * *

Καὶ λοιπὸν αἰωνίως θὰ εἶνε διῃρημένος ὁ κόσμος; Δὲν ὑπάρχει τρόπος ἡ διάσπασις νὰ ἐκλείψῃ καὶ νὰ ἐπιτευχθῇ ἡ ἑνότης τῆς ἀνθρω­πότητος; Ὑπάρχει! ἀπαντοῦμε χωρὶς διστα­γμό. Καὶ ὁ τρόπος ποὺ ἡ γῆ θὰ βρῇ τὴν παγκόσμια ἑνότητα, εἶνε ἁπλούστατος· νὰ πιστέψου­με ὅ­λοι στὴ χάρι τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ὑπακούσουμε σὲ ἕνα νόμο θεμελιώδη, ὁ ὁποῖος γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἔχει τὴ σημασία ποὺ ἔ­χει γιὰ τὴν ἄψυχη ὕλη ὁ νόμος τῆς παγκοσμίου ἕλξεως· εἶνε ὁ νόμος τῆς ἀγάπης, τὴν ὁ­ποία δίδαξε καὶ ἐφήρμοσε σὲ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής. Εἶνε τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34· 15,12,17), οἱ δύο αὐ­τὲς μαγικὲς λέξεις, ποὺ τὴν ἔννοιά τους δὲν μπόρεσε ἀκόμη, παρ᾽ ὅλα τ᾽ ἀναρίθμητα πανεπιστήμιά της, νὰ συλλάβῃ ἡ ἀνθρωπότης.
Ἡ ἀγάπη, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη, ἰδοὺ ὁ παγ­κόσμιος νόμος τῆς ἕλξεως τῶν ψυχῶν, ποὺ θὰ ἑνώσῃ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἂν ὅλοι πειθαρ­χήσουμε στὸν βασικὸ τοῦτο νόμο τῆς Καινῆς Δι­αθήκης καὶ –γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ συγκεκρι­­μένα– ἂν ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ πλανήτου μας ἀρ­χίσουμε νὰ σκεπτώμαστε ὅπως ὁ Χριστός, νὰ πράττουμε ὅ,τι ἔπραττε ἐπὶ τῆς γῆς ἐκεῖ­νος, ὁ ἀπαράμιλλος τύπος καὶ ὑπογραμ­μὸς κάθε ἀρε­τῆς, τότε θ᾽ ἀποκτήσουμε ἕνα νοῦ, τὸν «νοῦν Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 2,16), καὶ τότε τὸ ὅραμα τῶν προφη­τῶν, ἡ θερμὴ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ «Ἵ­να πάν­­τες ἓν ὦσι» (Ἰω. 17,21) ποὺ σήμερα Κυριακὴ τῶν ἁ­γίων Πατέρων ἀκούστηκε σὲ ὅ­λους τοὺς να­οὺς τῆς Ὀρθοδοξίας, θὰ ἐκπληρωθῇ. Τότε Βορ­ρᾶς καὶ Νότος, Δύσι καὶ Ἀνατολὴ θὰ ἑνωθοῦν καὶ θὰ γίνῃ «μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (ἔ.ἀ. 10,16).
Ἡ ἀνθρωπότης,ἀγαπητοί μου, δὲν θὰ εἶνε πάν­τα χωρισμένη. Ἡ ἑνότης εἶνε αἴτημα παν­ανθρώπινο, αἴτημα ποὺ βαπτίσθηκε καὶ ἐξαγνίσθηκε στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τῆς Με­γάλης Πέμπτης. Ἔκτοτε τὰ πραγματικὰ τέκνα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου κι ἂν κατοικοῦν πάνω στὴ γῆ, εὔχονται –καὶ ὄχι μόνο εὔ­χονται, ἀλ­λὰ καὶ μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τους ἐργάζονται– «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» (θ. Λειτ.) κάτω ἀ­πὸ τὴ σημαία τοῦ σταυροῦ.
Καὶ ἡ λαμπρὴ αὐτὴ ἡμέρα ὁπωσδήποτε θ᾿ ἀ­νατείλῃ, γιὰ νὰ θέσῃ τέρμα στὰ δεινὰ τῆς ἀν­θρωπότητος. Γιὰ ν᾽ ἀνατείλῃ ὅμως ταχύτερα, ἂς ἐργασθοῦμε «ἵνα πάντες ἓν ὦσι».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ομιλία του επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου, δημοσιεύθηκε στην ἐφημ. «Θεσσαλικὰ Νέα» φ. 5-6-1949 και περιέχεται στο βιβλίο του Μητροπολίτου· «Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός», Βόλος 1950, σσ. 231-234

 

Οι ψυχες διψουν, κ᾿ εμεις αδρανουμε;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 1st, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰωάν. 4,5-42)

Οι ψυχες διψουν, κ᾿ εμεις αδρανουμε;

«…Ὃς δ᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. 4,14)

duminica-samarinencii-4Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε αὐτάρκης. Ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἀφήνει τὴν ὑστάτη του πνοή, χρειάζεται γιὰ νὰ ζήσῃ ὡρισμένα πράγματα. Πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε χρήσιμα καὶ κάνουν τὴ ζωή του εὐχάριστη, ὅπως εἶνε λ.χ. ἕνα καλὸ σπίτι, ἕνα ὑγιεινὸ ροῦχο, ἕνα μέσο μεταφορᾶς. Ὡρισμένα ὅμως δὲν εἶνε ἁπλῶς χρήσιμα, εἶνε κυριολεκτικῶς ἀπαραίτητα· χωρὶς αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀπαραίτητα εἶνε καὶ τὸ νερό. Χωρὶς νερὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ. Ἡ δίψα εἶνε ἀνάγκη ἐπιτακτική. Καὶ αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος ἀκόμα, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη αὐτή.
Ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀνάγκες μόνο τὸ σῶμα· ἀνάγκες ἔχει καὶ ἡ ψυχή. Ἔχει ἐφέσεις, ἐπιθυμίες, πόθους, λαχτάρες. Ἑλκύεται ἀπὸ ἀξίες, ὀνειρεύεται ὕψη, ἀναζητεῖ τὴν εἰρήνη καὶ τὴ γαλήνη, ποθεῖ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀνάπαυσι… Καὶ ἂν αὐτὰ ἀναζητῇ ἡ ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων, ἡ ψυχὴ τοῦ Θεανθρώπου τί ἐπιθυμεῖ ἆραγε;
Τὴν ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δίδει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Σαμαρείτιδος.

* * *

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπως μᾶς διηγεῖται στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὁ «ἠγαπημένος» μαθητής του, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων καὶ κατευθύνεται πρὸς βορρᾶν. Εἶνε Μάιος, καὶ ὁ ἥλιος ῥίχνει τὶς καυστικές του ἀκτῖνες· ἐπικρατεῖ μεγάλη ζέστη. Ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ τὴ συνοδεία τῶν μαθητῶν του βαδίζει· δὲν ὑπολογίζει τὴ ζέστη, τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα. Ἄρχοντες καὶ μεγιστᾶνες τῆς γῆς, πλούσιοι μὲ τὶς ἀστραφτερές σας λιμουζίνες, ἰδέστε καὶ θαυμάστε τὴν ἁπλότητα τῆς ζωῆς Ἐκείνου! Δὲν ἔχει ἅμαξα ποὺ τὴν σύρουν ὑπερήφανα ἄλογα. Αὐτὸς ποὺ εἶπε ὅτι «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58), πεζοπορεῖ σὰν τὸν πιὸ φτωχὸ ἄνθρωπο. Βαδίζει δεκάδες χιλιόμετρα, διασχίζει κατὰ μῆκος τὴν ἐπαρχία τῆς Ἰουδαίας, περνάει τὰ σύνορα καὶ μπαίνει στὴν ἄλλη ἐπαρχία, τῆς Σαμαρείας. Νά τώρα φαίνεται ἀπὸ μακριὰ ἡ πόλι τῆς Συχάρ. Ἐκεῖ, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, σὲ μία πηγή, στὸ ἱστορικὸ φρέαρ (πηγάδι) τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ, κάθεται ὁ Κύριος.
Γιατί κάθεται ἐδῶ ὁ Χριστός; Ἁπλῶς γιὰ ν᾿ ἀναπαυθῇ; Καὶ γιατί δὲν κάθησε σὲ κάποιο ἄλλο σημεῖο τῆς μακρᾶς καὶ κουραστικῆς ὁδοιπορίας του; Ἔχει τὸ λόγο του. Κάθεται στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, γιὰ νὰ δροσίσῃ κάποια διψασμένη πνευματικῶς ψυχή, ποὺ θὰ ἐρχόταν νὰ πάρῃ νερὸ ὡδηγημένη ἐκεῖ ἀπὸ τὴ σωματική της δίψα. Κάθησε δηλαδὴ ἐκεῖ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τραβήξῃ μέσα ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας μία ψυχὴ ποὺ χρόνια ὁλόκληρα ἐκυλίετο στὴ σαρκικὴ ἀκαθαρσία, νὰ τὴν καθαρίσῃ καὶ νὰ τὴν κάνῃ, ἀπὸ μαύρη – κατάμαυρη ποὺ ἦταν, λευκὴ σὰν τὸ χιόνι. Γιὰ μία ψυχὴ λοιπὸν σηκώθηκε ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα καὶ ἦρθε στὴ Σαμάρεια. Ἀλλὰ τί λέω; Ἡ ἀπόστασι αὐτὴ εἶνε μικρὴ ἐμπρὸς στὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴν ἰλιγγιώδη ἀπόστασι ποὺ διήνυσε ὅταν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἦρθε στὴ γῆ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος, ὅταν «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» (Β΄ Βασ. 22,10· Ψαλμ. 17,10· πρβλ. 143,5). Ἐνανθρώπησε, καὶ ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε, γιὰ νὰ σώσῃ ἔστω καὶ μία ψυχὴ ἁμαρτωλή. Δηλαδή, καὶ ἂν ἀκόμη κάτω ἐδῶ στὴ γῆ ὑπῆρχε μία μόνο ψυχὴ ἁμαρτωλή, γι᾿ αὐτὴν καὶ μόνο θὰ ὑπέφερε προθύμως τὰ πάντα (τοὺς ἐμπτυσμούς, τὴ μαστίγωσι, τὸ ἀγκάθινο στεφάνι, τὴν κόκκινη χλαμύδα καὶ πρὸ πάντων τὸ σταυρικὸ θάνατο), γιὰ νὰ τὴν πάρῃ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ σατανᾶ καὶ νὰ τῆς χαρίσῃ τὴ σωτηρία.
Καὶ ποιά εἶνε ἡ ψυχὴ αὐτή, τὴν ὁποία ἐκεῖ παρὰ τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ ἦρθε νὰ σώσῃ ὁ Θεάνθρωπος; Εἶνε, ὅπως επαμε, μιὰ δυστυχισμένη ἁμαρτωλὴ ὕπαρξι, στὴν ὁποία κανείς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς δὲν ἔδινε σημασία. Εἶνε μία γυναίκα τῆς Σαμαρείας, ποὺ μέρα μεσημέρι, ὅταν κανείς δὲν ἐκινεῖτο ἀπὸ τὴν πολλὴ ζέστη, ἔρχεται στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὰ δοχεῖα στὰ χέρια, γιὰ νὰ πάρῃ νερό.
Καθὼς πλησιάζει στὸ πηγάδι, ἀντικρύζει κάποιον ποὺ καθόταν δίπλα ἐκεῖ. Ἦταν ὁ Κύριος. Εἶχε μείνει μόνος, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν μεταβῆ στὴν κωμόπολι γιὰ ν᾿ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἀφήνει λοιπὸν τὴ στάμνα ἡ Σαμαρεῖτις, βγάζει νερὸ καὶ τὴ γεμίζει. Τῆς λέει ὁ Κύριος· ―«Δός μοι πιεῖν» (Ἰωάν. 4,7), δός μου λίγο νερὸ νὰ πιῶ. Ἐκείνη, ἀντὶ νὰ δώσῃ νερὸ στὸ διψασμένο, ἐξέφρασε ἔκπληξι πῶς τῆς ζητάει νερό, καὶ τοῦ λέει· ―Πῶς ζητᾷς νερὸ ἀπὸ μιὰ γυναῖκα Σαμαρείτιδα, ἐνῷ σὺ εἶσαι Ἰουδαῖος;… Τὸ εἶπε αὐτό, διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν εἶχαν καμμία ἐπικοινωνία καὶ καμμία σχέσι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. Οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν θανασίμως τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ οἱ Σαμαρεῖτες τοὺς Ἰουδαίους· κι ἂν ἀκόμα καιγόταν κανεὶς ἀπὸ τὴ δίψα, ὁ ἄλλος δὲν τοῦ ἔδινε νερό. Ἔτσι ὅμως, μὲ τὸ νὰ ζητήσῃ ὁ Κύριος νερό, ἀρχίζει μία διαλογικὴ συζήτησι μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς ἁμαρτωλῆς γυναικός. Ὁ Κύριος τῆς λέει· ―Ἂν γνώριζες ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει νερό, ἐσύ θὰ τοῦ ζητοῦσες κ᾿ ἐκεῖνος θὰ σοῦ ἔδινε «ὕδωρ ζῶν». ―Πῶς εἶνε δυνατόν, ρωτᾷ ἡ γυναίκα, ἐφ᾿ ὅσον οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶνε βαθύ, νὰ βγάλῃς νερὸ καὶ νὰ δώσῃς καὶ σ᾿ ἐμένα; ―Ὅποιος πίνει ἀπ᾿ τὸ νερὸ αὐτό, τῆς ἀπαντᾷ ὁ Κύριος, θὰ διψάσῃ πάλι· ὅποιος ὅμως πιῇ ἀπ᾿ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ ξαναδιψᾴσῃ ποτέ πιά… Ἡ καημένη ἡ γυναίκα δὲν εἶχε ἐννοήσει γιὰ ποιό νερὸ τῆς μιλοῦσε ὁ Χριστός, καὶ λέει· ―Κύριε, δός μου αὐτὸ τὸ νερό!… Γνωρίζοντας ὁ Κύριος τί κατὰ βάθος ζητοῦσε ἡ ψυχή της, μὲ ἄριστο παιδαγωγικὸ τρόπο τὴ διαφωτίζει. Τὴ μεταφέρει ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ πνεῦμα, ὑψώνει τὸ νοῦ της στὶς ἰλιγγιώδεις κορυφὲς τῶν θείων ἀποκαλύψεων. Καὶ τέλος ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούει ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν ὑψίστη ἀποκάλυψι· ὅτι αὐτός, μὲ τὸν ὁποῖο συνομιλεῖ, εἶνε ὁ διος ὁ Μεσσίας Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου.
Ἡ ἡμέρα αὐτή, ποὺ ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούει καὶ πιστεύει στὸ Χριστό, εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς της, ἡμέρα ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς της. Παίρνει τὸ ὄνομα Φωτεινή, καὶ ἕνας νέος κόσμος ἀνατέλλει τώρα μπροστά της. Ἡ μοιχαλίδα, ἡ ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα, γίνεται εὐαγγελίστρια – ὤ τῶν θαυμάτων σου, Χριστέ! Αὐτὴ τώρα θὰ καλέσῃ σὲ μετάνοια ὅλο τὸν κόσμο τῆς πόλεώς της καὶ ὅλη τὴν οἰκογένειά της. Θὰ τρέξῃ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πατρίδα της, σὲ ἄλλες χῶρες, γιὰ νὰ κηρύξῃ παντοῦ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Καὶ πράγματι περιώδευσε ἐν συνεχείᾳ ὅλη τὴ Μικρὰ Ἀσία μέχρι τὶς ἀκτὲς τοῦ Αἰγαίου πελάγους. Ἔφθασε μάλιστα καὶ στὴν ὡραία ἑλληνικὴ πόλι τῆς Σμύρνης, ἡ ὁποία πρὸς τιμὴν τῆς εὐαγγελιστρίας αὐτῆς τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἀνεγείρει κατόπιν μεγαλοπρεπέστατο ναὸ ἐπ᾿ ὀνόματί της, τὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἑορτάζει σήμερα, τετάρτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα.

* * *

Καταλάβατε, ἀγαπητοί μου, ποιά εἶνε ἡ δίψα τοῦ Θεανθρώπου; Ὁ Κύριος βάδισε χιλιόμετρα ὁλόκληρα γιὰ νὰ σώσῃ μία ψυχή. Κ᾿ ἐμεῖς; Δυστυχῶς ἀδρανοῦμε. Τί θά ᾿πρεπε νὰ κάνουμε; Μποροῦμε ὅλοι νὰ γίνουμε κήρυκες, ὁ καθένας στὸν κύκλο του, μέσα στὸ σπίτι μας, στὴ γειτονιά μας, στὴν ἐργασία μας, ἐκεῖ ποὺ περιμένουν ἀναρίθμητες ψυχὲς περιφρονημένες ἀπὸ τὸν κόσμο, κουρασμένες ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς. Ἂς τὶς πλησιάσουμε καὶ ἂς τὶς ἀνακουφίσουμε μὲ τὰ ὡραῖα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ τοὺς ποῦμε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ πηγὴ τοῦ ζῶντος ὕδατος, καὶ ἂν κάποιος πιῇ ἀπ᾿ τὸ δικό του τὸ νερό, δὲν θὰ ξαναδιψάσῃ ποτέ.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε αὐτό, πρέπει νὰ πιοῦμε ἐμεῖς πρῶτοι ἀπ᾿ τὸ νερὸ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ θὰ πιοῦμε – πότε; Ὅταν ἐκτελοῦμε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔχουμε ζωντανὴ σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὰ μυστήριά της, ὅταν διαδίδουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθοῦμε τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ ἐργάζονται γιὰ τὴ διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἐλπίδα νὰ σωθοῦμε, ἀλλὰ καὶ θὰ μπορέσουμε κι ἄλλους νὰ σώσουμε, ὥστε ὅλοι νὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνιο βασιλεία, τὴν ὁποία κληρονόμησε καὶ ἡ ἁγία Φωτεινή. Γένοιτο.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στον ἱερό ναὸ [Κοιμήσεως Θεοτόκου\ Νέας Μεσημβρίας Γεφύρας – Θεσ/νίκης 15-5-1955)

ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 20th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος

ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

«Ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε δετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα»(Ἰωάν. 4,28-29)

ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣΚΑΤΩ στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἀγαπητοί μου, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἦταν μία πόλι ποὺ ὠνομαζόταν Σιχάρ. Κατοικοῦνταν ἀπὸ Σαμαρεῖτες.
Οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν τοὺς Σαμαρεῖτες. Τοὺς θεωροῦσαν νόθα παιδιά. Οὔτε στὰ σπίτια τους πήγαιναν, οὔτε τὰ κορίτσια τους παίρνανε, οὔτε ἕνα ποτήρι νερὸ δὲν πίνανε ἀπ᾿ αὐτούς, οὔτε καλημέρα ἢ καλησπέρα δὲν τοὺς λέγανε. Δὲν περνοῦσαν οὔτε ἀπὸ τὰ χωράφια τους. Καὶ ἂν τύχαινε νὰ περάσῃ κανείς, τίναζε τὰ παπούτσια του.
Ὁ Χριστὸς ὅμως, νάτος, μπῆκε στὴ Σαμάρεια. Οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πόλεως δὲν εχανε ἀκούσει τίποτε γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν ξέρανε τίποτε γιὰ τὸ Χριστό. Ποιός τοὺς ἔφερε κοντά Του; Οὔτε παπᾶς, οὔτε δεσπότης, οὔτε ἱεροκήρυκας, ἀλλὰ μιὰ γυναίκα.
Μήπως αὐτὴ ἡ γυναίκα ἤτανε καμμιὰ δασκάλα, καμμιὰ καθηγήτρια, καμμιὰ μορφωμένη ποὺ ἤξερε πολλὰ γράμματα; Ὄχι. Ἤτανε μιὰ ἀγράμματη καὶ μάλιστα ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Πολὺ ἁμαρτωλή. Ἤτανε ἕνα κάρβουνο τοῦ διαβόλου, καὶ ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε διαμάντι. Τί μεγάλα θαύματα κάνει ὁ Χριστός! Καὶ σήμερα σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες αὐτὴ τὴ γυναῖκα τὴν ἀγράμματη καὶ ἁμαρτωλὴ τιμοῦμε ὅλοι, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες. Αὐτή, μόλις ἐγνώρισε τὸ Χριστό, ἔτρεξε καὶ εἶπε·
―Ἐλᾶτε, συγχωριανοί μου, νὰ δῆτε κάποιον, ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς μου. Μήπως εἶνε αὐτὸς ὁ Χριστός;
Ἔτρεξε ὅλο τὸ χωριὸ στὸ Χριστό, καὶ δὲν χόρταινε ν᾿ ἀκούῃ τὰ λόγια του. Ἔπεσαν στὰ πόδια του παρακαλώντας νὰ μείνῃ κοντά τους. Καὶ ἔμεινε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ δυὸ μέρες. Καὶ πίστεψε ὅλο σχεδὸν τὸ χωριό τους.
Αὐτὰ λέει σήμερα μὲ ἁπλᾶ καὶ σύντομα λόγια τὸ Εὐαγγέλιο.

* * *

Καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τί ἔγινε;
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ ἄλλαξε ζωή. Ἀπὸ Σαμαρείτισσα ἔγινε Φωτεινή. Ἀπὸ σκοτάδι ἔγινε φῶς, ἀπὸ σκοτεινὴ ἔγινε φωτεινή. Καὶ τί ἔκανε; Τ᾿ ἄφησε ὅλα, πῆρε ἕνα ῥαβδὶ καὶ περπατοῦσε σὲ βουνὰ καὶ ῥεματιὲς κηρύττοντας τὸ Χριστό, μὲ φλόγα. Ὅταν ἔλεγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔκλαιγε. Μετὰ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ πῆγε σὲ πολλὰ μέρη. Κατέληξε στὴ Σμύρνη. Καὶ ἐκεῖ κήρυξε τὸ Χριστό, καὶ βαπτισθήκανε πολλοὶ καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Σμυρνιῶτες κτίσανε πρὸς τιμήν της τὴν πιὸ ὄμορφη ἐκκλησία ποὺ ὑπῆρχε στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἦταν ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης τὸ 1922, καὶ μετὰ ἔβαλαν φωτιὰ οἱ Τουρκαλάδες καὶ τὴν ἔκαψαν. Δὲν ὑπάρχει πιά.

* * *

Ποιός λοιπὸν ἔφερε τόσο κόσμο στὸ Χριστό; Μιὰ γυναίκα, ἡ ἁγία Φωτεινή.
Γι᾿ αὐτὸ ὅ,τι ἔκανε ἡ ἁγία Φωτεινή, νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς.
―Μπᾶ, θὰ μοῦ πῆτε, ν᾿ ἀφήσουμε τὰ σπίτια μας, τὰ χωράφια μας καὶ τὶς δουλειές μας, νὰ πάρουμε ἕνα ῥαβδὶ καὶ νὰ τρέχουμε γιὰ νὰ κηρύττουμε τὸ Χριστό; Μὰ τρελάθηκες; Ἔχουμε γυναῖκα καὶ παιδιά…
Δὲν σοῦ λέω νὰ πᾷς νὰ κηρύξῃς τὸ Χριστὸ κάτω στὸ Νεῖλο ποταμὸ καὶ στὶς Ἰνδίες. Ἐδῶ, στὸ χωριό σου καὶ στὴν πόλι σου νὰ τὸν κηρύξῃς. Θὰ μοῦ πῇς·
―Μὲ ποιό τρόπο;
Θὰ σοῦ πῶ. Ἀπὸ τὸ πρωῒ ποὺ σηκώνεσαι μέχρι τὸ βράδι ἡ γλῶσσα σου δὲν σταματᾷ. Κουβεντιάζεις μὲ τὴ γυναῖκα σου, μὲ τὰ παιδιά σου, μὲ ὅλους. Κουβεντιάζεις στὸ καφενεῖο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ. Ἂν μετρήσω τὶς λέξεις ποὺ λὲς ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδι, εἶνε χίλιες λέξεις. Ἂν ψάξω μέσα στὶς χίλιες αὐτὲς λέξεις, θὰ βρῶ τὸ διαμάντι; Γιατὶ οἱ λέξεις ποὺ λένε οἱ ἄνθρωποι εἶνε χαλίκια καὶ ἄμμος. Διαμάντι εἶνε ὁ Χριστός. Εἶπες μιὰ λέξι γιὰ τὸ Χριστό; Μπά!
Ὅταν βάπτισα στὴ Φλώρινα τοὺς τσιγγάνους, ρωτῶ ἕναν ἔξυπνο γύφτο ἀπ᾿ αὐτούς·
―Τόσα χρόνια, ποὺ μένεις ἐδῶ στὴ Φλώρινα, δὲ μοῦ λές, ἄκουσες ποτὲ κανένα νὰ μιλάῃ γιὰ τὸ Χριστό;
―Ναί, μοῦ λέει, ἄκουσα· ὅταν τὸν βλαστημᾶνε!
Σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάντια φτάσαμε· νὰ ἀκούεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας μόνο στὶς βλαστήμιες.
Γιὰ καλὸ ἡ λέξι Χριστὸς δὲν βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη σου. Κουβεντιάζεις γιὰ ὅλα· γιὰ τὰ γίδια, γιὰ τὰ χωράφια, γιὰ τὰ λεφτά, γιὰ τὶς καταθέσεις, γιὰ τὶς παντρειὲς καὶ τὰ διαζύγια. Γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν μιλᾷς.
Τὸ νὰ μὴ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ σοῦ δίνει τὸ φῶς, τὸν ἀέρα, τὸ ψωμί, τὰ πάντα, εἶνε ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως, λοιπόν, ἡ ἁγία Φωτεινὴ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστό, ἔτσι νὰ μιλᾷς κ᾿ ἐσὺ γι᾿ αὐτόν.
Νὰ μιλᾷς μέσα στὸ σπίτι. Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάσῃ, φώναξε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου, καὶ μίλα τους γιὰ τὸ Χριστό. Πάρε καὶ διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο.
Θὰ πεθάνῃς μιὰ μέρα, καὶ ὅλα θὰ τὰ ξεχάσουν τὰ παιδιά, καὶ τὰ λεφτὰ καὶ τὰ πλούτη. Ἕνα δὲν θὰ ξεχάσουν ποτέ. Ὅτι τοὺς μιλοῦσες γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν θὰ ξεχάσουν ποτὲ τὴ μάνα, τὸν πατέρα καὶ τὴ γιαγιά, ποὺ τοὺς μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Δάκρυα μοῦ ἔρχονται στὰ μάτια ὅταν θυμᾶμαι τὸ πατρικό μου σπίτι. Μᾶς μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Στὴ Ῥωσία ἄθεοι ἦταν. Καμπάνα δὲν χτυποῦσε, κήρυγμα δὲν ἐπιτρεπόταν, τὸ κατηχητικὸ ἀπαγορευόταν. Παιδάκι νὰ πλησιάσῃ παπᾶς δὲν τολμοῦσε. Στὰ σχολεῖα πολεμοῦσαν τὴν πίστι. Πῶς κρατήθηκε ἡ Ἐκκλησία; Ποιός δίδασκε τὰ παιδιὰ γιὰ τὸ Χριστό; Οἱ Ῥωσίδες μανάδες καὶ οἱ γιαγιάδες! Μακάρι νὰ πιστεύαμε ἐμεῖς ἐδῶ ὅπως ἐκεῖνες. Τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, παίρνανε τὰ παιδιά, τὰ γονάτιζαν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς κάνανε μάθημα.
Στὸ ἄθεο ἐκεῖνο καθεστὼς ἔβλεπες στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὺς καὶ δικαστὰς ποὺ πιστεύανε στὸ Χριστό. Καὶ ἀποροῦσαν οἱ ἄπιστοι, ποιός τοὺς δίδαξε τὴ θρησκεία!
Ὄχι μόνο δὲν ἔσβησε ἡ πίστι στὴ Ῥωσία, ἀλλὰ καὶ θριάμβευσε. Γιατί; Γιατὶ ὑπῆρχαν οἱ Σαμαρείτισσες.
Πάρτε λοιπὸν κ᾿ ἐσεῖς τὰ παιδιά σας καὶ μιλῆστε τους γιὰ τὸ Χριστό.
Θὰ γεράσῃς μιὰ μέρα καὶ θὰ πεθάνῃς. Ἀλλ᾿ ὅταν σὲ θυμᾶται τὸ παιδάκι, θὰ λέῃ· Ἄχ, καλή μου μάνα, ποὺ μοῦ σταύρωνες τὰ χεράκια καὶ μὲ μάθαινες τὴν προσευχή, εὐλογημένη νά ᾿σαι!
Ἐγὼ δὲν σᾶς λέω νὰ πᾶτε στὴν Ἀφρικὴ καὶ νὰ κηρύξετε τὸ Χριστό, ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι σας.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ ἡ μαϊμοῦ ἔχει γλῶσσα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ. Καὶ τὸν παπαγάλο μπορεῖς νὰ τὸν μάθῃς δυὸ – τρεῖς λέξεις, ἀλλὰ δὲν τὶς καταλαβαίνει. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζωντανὰ μόνο ὁ ἄνθρωπος μιλάει. Καὶ εἶνε μεγάλο προνόμιο αὐτό.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, ὄχι γιὰ νὰ βρίζῃς, νὰ καταριέσαι καὶ νὰ στέλνῃς τὸ παιδί σου στὸ διάβολο· ὄχι γιὰ νὰ βλαστημᾷς καὶ νὰ κοτσομπολεύῃς, ὄχι γιὰ νὰ συκοφαντῇς καὶ νὰ αἰσχρολογῇς. Ὄχι γιὰ νὰ κάθεσαι μὲ τὶς ὧρες στὰ καφενεῖα καὶ στὶς τηλεοράσεις καὶ νὰ συζητᾷς τὰ ασχη ποὺ βλέπεις. Γιατὶ τότε δὲν  εἶσαι ἄνθρωπος, ἀλλὰ κτῆνος.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, γιὰ νὰ πῇς μόλις σηκωθῇς τὸ πρωΐ· Εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποῦ μοῦ ἔδωσες τὸ φῶς. Κι ὅταν ἔρθῃ τὸ μεσημέρι νὰ πῇς· Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ἔδωσες τὸ ψωμί. Καὶ ὅταν βραδιάσῃ νὰ πῇς· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ φύλαξες ὅλη τὴν ἡμέρα.
Δὲς τὰ πουλάκια, ποὺ κελαϊδᾶνε καὶ λένε· Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Σήκω τὴν Κυριακὴ νὰ πᾷς στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ὑμνήσῃς τὸ Θεό.
Νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ μόνο γιὰ τὸ Χριστό. Μὲ τὴ ζωή σου καὶ τὸ παράδειγμά σου. Τότε θὰ εἶσαι Χριστιανός. Ἀλλιῶς, δὲν θὰ εἶσαι Χριστιανός, ἀλλὰ θὰ εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ χειρότερος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, χειρότερος ἀπ᾿ ὅλους.
Εθε ὁ Θεὸς τὰ λίγα αὐτά, ποὺ επαμε μὲ ἁπλᾶ λόγια, νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ τὰ κατανοήσουμε, καὶ μιμούμενοι κ᾿ ἐμεῖς τὴ Σαμαρείτισσα νὰ εμεθα πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα τέκνα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἀμήν.

† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας
Αὐγουστῖνος

Σιταρια 7-5-1972

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 9th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Μυροφόρων  (Μᾶρκ. 15,43 – 16,8)

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ

Ο Χριστος Κεντρ. ιστΗ θρησκεία μας, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε ἕ­να παραμύθι, ἕνα ψέμα. Εἶνε ἡ μόνη ἀλη­θινὴ στὸν κόσμο. Δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς· τὸ ἀποδεικνύουν τὰ πράγματα, ἡ ἱστορία εἴκοσι αἰώνων. Εἶνε δέντρο ποὺ δὲν τὸ φύτεψε ἄνθρω­πος ἀλλὰ ὁ Θεός. Κι ὅ,τι φυτεύει ὁ Θεός, ὅλοι οἱ δαίμονες δὲν θὰ μπορέσουν νὰ τὸ ξερριζώσουν. Θὰ σπάσουν τὰ τσεκούρια τους ἐπάνω του, μὰ ἡ ῥίζα του μένει ἀνεκρίζωτος.

Εἶνε ἀληθινὴ ἡ θρησκεία μας, διότι αὐτὸς ποὺ τὴν ἵδρυσε δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας μεγάλος ἄν­θρω­πος, ὅπως τόσοι ἄλλοι· εἶνε ὁ ἀληθι­νὸς Θεός. Ὅτι εἶνε ὁ Θεὸς τὸ ἀποδεικνύουν καὶ τὸ φωνάζουν τὰ ἄπειρα θαύματά του, ἡ ἁγία ζωή του, ἡ ἄφθαστη διδασκαλία του, καὶ τέλος τὸ ὅτι ὄντως ἀνέστη ἀπὸ τὸν τάφο. Τὸ χάρο καν­είς δὲ μπόρεσε νὰ τὸ νικήσῃ, οὔτε πλούσιος οὔτε ἐπιστήμονας οὔτε στρατηγὸς οὔτε βασι­λιᾶς. Τὸ χάρο πάλεψε καὶ τὸ νίκησε μόνο ὁ Χριστός· αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Μὰ ἀφοῦ εἶνε ἀληθινὸς Θεός, θὰ ρωτήσε­τε, γιατί δὲν τὸν πιστεύουν ὅλοι; Δὲν θά ᾽πρε­πε νὰ ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας ἄπιστος. Καὶ ὅμως ἀ­πὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννή­θηκε καὶ βγῆ­κε στὸ δημόσιο βίο μέχρι ποὺ σταυρώθηκε καὶ ἀναστή­θηκε, ὁ κόσμος διαιρέθηκε ἀπέναντί του.

* * *

Πράγματι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν χωριστῆ σὲ δυὸ παρατάξεις. Ἄλλοι μισοῦν τὸ Χριστὸ ὅσο τίποτε ἄλλο καὶ ἄλλοι τὸν λατρεύουν. Ἄλλοι εἶνε μὲ τὸ μέρος του καὶ ἄλλοι ἐναντίον του.
Ποιοί τὸν μίσησαν; Τὸν μίσησε ὁ Ἡ­ρῴδης. Μόλις ὁ Χριστὸς γεννήθηκε μέσα στὰ ἄ­χυρα τοῦ στάβλου, αὐτὸς ταράχτηκε καὶ τρόχισε τὰ μα­χαίρια του νὰ τὸν σφάξῃ. Τὸν φθόνησαν ἔ­πειτα οἱ φαρισαῖοι καὶ γραμματεῖς, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας οἱ ἀρχιερεῖς. Τέλος ὁ μὲν Πιλᾶ­τος τὸν ἀδίκησε, οἱ δὲ ῾Ρωμαῖοι στρατιῶτες τὸν σταύρωσαν. Ὅλοι αὐτοὶ τὸν μίσησαν.
Καὶ ποιοί τὸν ἀγάπησαν; Οἱ ταπεινοὶ τῆς γῆς. Οἱ βοσκοί, ποὺ φύλαγαν τὴ νύχτα στὴ Βη­θλεὲμ τὰ πρόβατά τους καὶ ἄκουσαν τὸ ὁ­λόγλυκο τραγούδι τῶν ἀγγέλων «Δόξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Καὶ μέχρι σήμερα τέτοιοι ἄνθρωποι τὸν ἀγαποῦν. Στὰ ψη­λὰ βου­νὰ τῆς Πίνδου γνώρισα τσοπάνηδες, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησιά, ἀλλ᾽ ἅμα ἄκουγαν ἀπὸ μακριὰ νὰ χτυπᾷ ἡ καμ­πάνα, τοὺς ἔβλεπες νὰ γονατίζουν στὰ ἐξωκκλήσια καὶ νὰ βρέχουν τὴ γῆ μὲ δάκρυα.
Τὸν ἀγάπησαν ἀκόμα οἱ ἄνθρωποι τοῦ μόχθου, οἱ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι, οἱ δουλευτάδες, αὐτοὶ ποὺ κοπιάζουν καὶ μοχθοῦν στὴ γῆ. Τὸν ἀγάπησαν ἰδίως οἱ ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας, ποὺ ἔρριχναν τὴ νύχτα τὰ δίχτυα τους, γιὰ νὰ πιάσουν ψάρια καὶ νὰ ζήσουν τὶς οἰκογένειές τους· αὐτοὶ τὸν πίστεψαν καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Καὶ μέχρι σήμερα, περισσότερο κι ἀπ᾽ τοὺς βοσκοὺς καὶ τοὺς γεωργούς, τὸν πιστεύ­ουν αὐ­τοὶ ποὺ δουλεύουν στὴ θάλασσα, οἱ ναυτικοί, ποὺ πλέουν μέσ᾽ στὰ ἄγρια πελάγη. Σπανί­ως θὰ βρῇς ναυτικὸ ἄπιστο καὶ ἄ­θεο. Μπρὸς στὰ πελώρια κύματα, ἐκεῖ στὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανό, ὅταν ἡ τρικυμία μαίνεται, ἡ ἀθεΐα σβήνει. Ὅλοι λένε «Παναγία Δέσποινα…», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…»· ὅλοι ἔχουν μέσ᾽ στὰ καράβια τους τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου, τὴν εἰ­κό­να τῆς Παναγίας, τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Τὸν ἀγάπησαν λοιπὸν οἱ βοσκοὶ καὶ οἱ ἐρ­γα­τικοὶ ἄνθρωποι. Τὸν ἀγάπησαν ἀκόμα, περισ­σότερο ἀπὸ αὐτούς, – ποιοί; Τὰ παιδιά. Ὤ τὰ ἀθῷα παιδιά! Ἅμα ἔβλεπαν καὶ ἄκουγαν τὸ Χριστό, ἔτρεχαν πίσω του ὅπως τὰ ἀρνάκια πί­­σω ἀπὸ τὴν προβατίνα. Καὶ ὁ Χριστὸς τά ᾽παιρ­νε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὰ εὐ­λο­γοῦσε. Τὰ παι­διὰ ἦταν πάντα κοντά του. Τὴν ἡ­μέρα μάλιστα τῶν Βαΐων πῆραν κλαδιὰ στὰ χέρια καὶ ἔψαλλαν καὶ ὑμνοῦσαν τὸ Χριστό. Αὐτὸ προκάλεσε τὴν κακία τῶν ἀρχόν­των. Βλέπον­τας τὰ παιδιὰ καὶ τὸν κόσμο νὰ ζητωκραυγάζουν εἶπαν στὸ Χριστό· Πές τους νὰ σωπάσουν. Καὶ τότε ἐκεῖνος ἀπήντησε· Ἂν αὐτοὶ σωπάσουν, καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάξουν (Λουκ. 19,40).
Τὸν ἀγάπησαν ἐπαναλαμβάνω οἱ βοσκοί, οἱ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ναυτικοί, τὰ ἀθῷα παιδιά. Τὸν ἀγάπησαν ―ἕνα σκαλὶ παραπάνω― ποιοί; Τὸ φωνάζει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο – τί νὰ κάνουμε, αὐτή εἶνε ἡ ἀλήθεια. Παραπάνω κι ἀ­πὸ τοὺς δώδεκα μαθητὰς ἀγάπησαν τὸ Χριστὸ οἱ γυναῖκες. Ποιές γυναῖκες; Ὄχι γυναῖ­κες τοῦ συρμοῦ, ἐκεῖνες ποὺ χόρευαν στὰ πα­λάτια τοῦ Ἡρῴδη ντυμένες στὸ μετάξι, στὴν πολυτέλεια καὶ στὸ λοῦσσο· ὄχι νυχτερίδες τοῦ διαβόλου σὰν αὐτὲς ποὺ φωλιάζουν τώρα στὰ κέντρα διασκεδάσεως. Ὄχι αὐτές. Ἄλλες γυναῖκες. Δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχουν πάντα. Εἶ­νε οἱ νοικοκυρές, οἱ μανάδες ποὺ γέννησαν κι ἀνέθρεψαν παιδιὰ καὶ ξέρουν τί θὰ πῇ ζωή.
Τὸ Χριστὸ ἀγάπησαν ἰδίως οἱ γυναῖκες ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· οἱ μυροφόρες. Αὐ­τές, ἐνῷ ἀκόμα ἦταν νύχτα καὶ κανείς δὲν τολμοῦσε νὰ βγῇ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι κ᾽ ἐνῷ τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ φρουροῦσαν στρατιῶτες τῆς ῾Ρώμης, δὲν φοβήθηκαν οὔτε τῆς νύχτας τὰ σκοτάδια οὔτε τοὺς ῾Ρωμαίους στρατιῶτες οὔτε τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους. Σὰν νὰ εἶχαν φτερὰ στὰ πόδια ―δὲν ἦταν γυναῖκες πλέον αὐτές, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι ἦταν―, ἔφθασαν ἐκεῖ ποὺ ἦταν θαμμένος ὁ Χριστὸς καὶ ἔφεραν τὰ πολύτιμα δῶρα τους, τὰ μύρα.
Καὶ μέχρι σήμερα ἡ θρησκεία ―ἂς τὸ ποῦ­με― στηρίζεται στὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας. Πηγαίνετε σὲ ὁποιαδήποτε ἐκκλησία, σὲ χωριὰ καὶ σὲ πόλεις· θὰ δῆτε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἐκκλησιάσματος ἀποτελοῦν οἱ γυναῖκες. Αὐτὲς ἐκκλησιάζονται, νηστεύουν, ἐξομολογοῦν­ται, κοινωνοῦν. Οἱ ἄντρες εἶνε σκληροὶ σὰν τὸν Ἡρῴδη, τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα. Καμμιά γυναίκα δὲν βλέπουμε στὰ Εὐαγγέλια νὰ πρόδωσε τὸ Χριστό, καμμιά δὲν τὸν σταύρωσε, καμμιά δὲν τὸν βλαστήμησε. Ἄντρες τὰ ἔκαναν αὐτά· ἄντρας ἦταν ὁ προδότης, ἄντρας αὐτὸς ποὺ τὸν ἀρνήθηκε, ἄν­τρες αὐτοὶ ποὺ τὸν κάρφωσαν. Οἱ γυναῖκες ἦταν πάντα κοντὰ στὸ Χριστό. Καὶ θὰ μείνουν μέχρι τέλους. Καὶ ἂν ὁ κόσμος ἀλλάξῃ κ᾽ ἐγ­καταλείψουν ὅλοι τὸ Χριστό, κοντά του θὰ μείνῃ πάντα ἡ μανούλα του, ἡ γυναίκα, ἡ ἁγία γυναίκα. Αὐτὴ εἶνε ἡ θρησκεία μας, ἀγαπητοί.
Σᾶς εἶπα κατηγορίες ἀνθρώπων ποὺ ἀγάπησαν τὸ Χριστό· εἶνε οἱ βοσκοί, οἱ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι ποὺ δουλεύουν στὴ γῆ καὶ στὴ θάλασσα, τὰ παιδιά, οἱ μυροφόρες γυναῖκες. Καὶ μόνο αὐτοί; Τὸν ἀγάπησαν ἀκόμη καὶ οἱ ἄγριοι. Ἄνθρωποι ἄξεστοι, ποὺ δὲν εἶχαν σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια καὶ δὲν ἔμαθαν γράμματα, ποὺ ἔζησαν μὲ τραχύτητα καὶ ἦταν μαθημένοι στὸ ἔγκλημα καὶ τὸ φόνο. Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶνε ὁ ἅγιος Χριστοφόρος, ποὺ ἑορτάζει στὶς 9 Μαΐου. Ἦταν σὰν τὸ ἄγριο δέντρο, ποὺ ὁ Χριστὸς τὸ μπόλιασε καὶ ἔγινε ἥμερο. Ἀνῆκε σὲ οἰκογένεια ἀνθρωποφάγων. Ἦταν γίγαντας, ψηλὸς δυόμισυ μέτρα, μὲ γερὰ μπράτσα καὶ γροθιές. Τὸν πῆρε σωματοφύλακα ἕνας βασιλιᾶς. Μιὰ μέρα ὅ­μως εἶδε τὸ βασιλιᾶ νὰ τρέμῃ μπροστὰ σ’ ἕνα μάγο, ποὺ συνεργαζόταν μὲ τὸ διάβολο. Ἀφήνει λοιπὸν τὸ βασιλιᾶ καὶ πηγαίνει νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ μάγο, ποὺ τὸν θεώρησε πιὸ δυνατό. Ἀργότερα ὅμως, περνώντας ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία, εἶδε καὶ τὸ μάγο νὰ παραλύῃ μπροστὰ στὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἄφησε καὶ τὸ μάγο καὶ ζήτησε νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ Χριστό. Πίστεψε, μετανόησε, ἐξωμολογήθηκε, βαπτίστη­κε, ἔγινε Χριστιανὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Χριστοφόρος. Ἔζησε ζωὴ ἐνάρετη, ἔκανε θαύματα, καὶ τέλος μαρτύρησε γιὰ τὸ Χριστό.

* * *

Θὰ πῇ ἴσως κάποιος, ὅτι αὐτὰ συνέβαιναν σὲ ἄλλες ἐποχές, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Λάθος. Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, βλέπουμε νὰ πιστεύουν στὸ Χριστὸ ἰθαγενεῖς τῆς ᾽Αφρικῆς καὶ τῆς Ἀσίας. Ἄγριοι, ποὺ τρῶνε ἀνθρώπους, δέχονται τὸ κήρυγμα καὶ βαπτίζονται στὸ ὄ­νομα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκλεκτοὶ ἱεραπόστολοι, λαμπρὰ παιδιά, φθάνουν ἐκεῖ, μὲ κίνητρο ὄχι τὰ λεπτὰ ἀλλὰ τὸν πόθο νὰ φωτίσουν τοὺς ἐν σκότει. Διακινδυνεύουν μέ­σα σὲ ἀντίξοες συν­θῆκες, καὶ πολλοὶ θυσιάζονται. Κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιο. Κι ὅταν οἱ ἄ­γριοι ἀκοῦνε γιὰ τὸ Χριστό, πολλὲς φορὲς κλαῖ­νε. Γίνονται Χριστιανοὶ καλύτεροι ἀπὸ μᾶς. Καὶ ὑπάρχει φόβος ἡ Ὀρ­θοδοξία νὰ φύγῃ ἀπὸ μᾶς τοὺς «πολιτισμένους» καὶ νὰ πάῃ στοὺς ἀγρίους.
Δόξα σοι, Χριστέ, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων! Τὰ ἄστρα θὰ πέσουν, ὁ ἥ­λιος θὰ σκοτισθῇ, ὁ κόσμος θὰ γίνῃ ἄνω – κά­τω, μὰ ὁ Χριστὸς θὰ μείνῃ. Ὅλα φωνάζουν· Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Παιδιὰ ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, ἀγαπῆστε τὸ Χριστὸ παραπάνω ἀπ᾽ τοὺς γονεῖς σας. Γυναῖκες ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, ἀγαπῆστε τὸ Χριστὸ παραπάνω ἀπ᾽ τοὺς ἄντρες σας. Ἄντρες ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, ἀγα­­πῆστε τὸ Χριστὸ παραπάνω ἀπ᾽ τὶς γυναῖκες σας. Ὅλοι ν᾽ ἀγαπήσουμε τὸ Χριστὸ πάνω ἀπ᾽ ὅλα. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀπέθανε. Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ του Ἁγ. Χριστοφόρου κοιν. Ἁγ. Χριστοφόρου – Ἑορδαίας 9-5-1976)

Η ΡΙΖΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 9th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου (Ἰωάν. 5,1-15)

Η ΡΙΖΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

«Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ἰωάν. 5,14)

`π. `αυγ. ιστΕΥΧΑΡΙΣΤΩ τὸ Θεό, ποὺ μὲ ἀξιώνει νὰ κηρύξω καὶ πάλι. Θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ δώσετε προσοχή. Τὰ λόγια θὰ εἶνε ἁπλᾶ καὶ σύντομα.
Ὑπῆρχε, ἀγαπητοί μου, ἐποχὴ ποὺ οἱ ἄν­θρωποι στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια τῆς πατρίδος μας δὲν ἤξεραν γράμματα πολλά, συχνὰ δὲν ἤ­ξεραν οὔτε τὴν ὑπογραφή τους νὰ βάλουν, δὲν εἶχαν σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια καὶ ἀκαδημίες. Ἀλ­λὰ τί μὲ τοῦτο; Ἐκεῖνοι ἦ­ταν ἅγιοι ἄνθρωποι. Ἄ­ξιζαν παραπάνω ἀπὸ ἐ­πιστήμονες μὲ διπλώματα. Οἱ παπποῦδες μας εἶχαν τὴν πραγματικὴ σοφία. Γιατὶ ποιό εἶν᾽ ἐ­κεῖνο ποὺ ἔχει τὴν ἀξία; Δὲν περιφρονοῦμε τὰ γράμματα καὶ τὶς ἐπιστῆμες· ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε κι αὐτά. Ἐ­κεῖνο ὅμως ποὺ ζυγίζει περισσότερο εἶνε ἡ καρδιά, εἶνε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Παλαιὰ στὰ σχολεῖα ἔγραφαν· «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (πρβλ. Σ. Σειρ. 1,14,18). Ἐφοβοῦντο τὸν Θεό, ἐσέβοντο τὸ ὄνομά του τὸ ἅγιο, τηροῦσαν τὶς ἐντολές του. Ἡ γιαγιὰ ἡ ἀ­γράμμα­τη δίδασκε, παιδαγωγοῦσε, μάλωνε καὶ τιμωροῦσε τὰ ἐγγόνια της· καὶ τότε αὐτὰ ἦταν ἀγγελούδια, καὶ εὐλογία Θεοῦ φτερούγιζε πάνω ἀπ᾽ τὴν πατρίδα μας.
Τώρα; Ἐπικρατεῖ ἀθεοφοβία. Ποῦ; Παντοῦ· καὶ στὸ σπίτι, καὶ στοὺς δρόμους, ἀκόμη καὶ στὴν ἐκκλησία. Μέσα στὸ ἅγιο βῆμα βλέπεις παιδιὰ νὰ μὴν κάθωνται ἥσυχα, νὰ γελᾶνε μπροστὰ στὴν ἁγία τράπεζα ποὺ τρέμουν οἱ ἄγγελοι. Ἀλλοίμονό μας. Θὰ πέσῃ φωτιὰ νὰ μᾶς κάψῃ. Ποιόν νὰ κατηγορήσω; τὸν παπᾶ, τὸν ἑαυτό μου, τοὺς δασκάλους, τὸ σχολεῖο, τοὺς γονεῖς, τὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία;
Ἀθεοφοβία λοιπόν, λείπει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι ὄχι μόνο μικρὰ ἀλλὰ καὶ μεγάλα ἁμαρτήματα (ὅπως ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία, οἱ σαρκικὲς σχέσεις), ποὺ ἄλ­λοτε προκαλοῦσαν φρίκη, τώρα πιὰ θεωροῦνται πρόοδος καὶ ἐξ­έλιξις. Ἔφθασαν τὰ χρόνια πού, ὅπως λέει τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, θὰ πίνουν τὴν ἁμαρτία σὰν νερό (βλ. Ἰὼβ 15,16).
Εἶνε λοιπὸν ἡ ἁμαρτία παιχνιδάκι; Ὄχι· εἶ­νε φωτιὰ ποὺ καίει, εἶνε συμφορά, ὄλεθρος, καταστροφή. Φαίνονται ὑπερβολικὰ αὐτά; Ἂν φαίνωνται ὑπερβολικά, ῥίξτε μιὰ ματιὰ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀκούσατε τί εἶπε;

* * *

Ἐπάνω σ᾽ ἕνα κρεβάτι ἦταν ἕνας παράλυτος 38 ὁλόκληρα χρόνια. Τὸ κορμί του ἦταν μαρμαρωμένο. Ἔβλεπε τὰ πουλιὰ νὰ φτερου­­γίζουν, τὶς πεταλοῦδες τὰ πετοῦν, τὰ πρόβατα νὰ τρέχουν, τὰ παιδιὰ νὰ πηδοῦν, τοὺς γέρους νὰ περπατοῦν· ἔβλεπε ὅλη τὴ φύσι νὰ κινῆται. Αὐτὸς ὅμως ἦταν ἀκίνητος, βαρὺς σὰν τὸ μολύβι. Γιατί; ποιά ἡ αἰτία; Ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀσωτία. Ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωὴ παρέλυσε τὸ νευρικό του σύστημα· οὔτε τὸ κουτάλι δὲν μποροῦσε νὰ σηκώσῃ.
Κι αὐτὸ δὲν συνέβη μόνο τότε σ᾽ αὐτόν. Δὲν πᾶτε στὸ ἄσυλο τῶν ἀνιάτων, στὸ φθισιατρεῖο, στὸ φρε­νοκομεῖο; Ἂν πλησιάσετε καὶ τεντώσετε τ᾽ αὐτί σας καὶ ἐξετάσετε τὴν κάθε περί­πτωσι, τὸν κάθε παράλυτο, τὸν κάθε φθι­σικό, τὸν κάθε διασαλευμένο, θὰ δῆτε ὅτι πίσω ἀ­πὸ κάθε ἀσθένεια, στὸ βάθος κάθε περι­πτώσεως, εἶνε ἡ ἁ­μαρτία. Κάποια παρεκτροπή, ποὺ φάνηκε στὴν ἀρχὴ γλυκειά, ὡδήγησε τὸ νέο καὶ τὴ νέα νὰ πέσουν μέσα στὸ λάκκο τῆς ἀσθενείας. «Τὰ ὀ­ψώ­νια τῆς ἁμαρτίας θάνατος», εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος (῾Ρωμ. 6,23), ὅ­ποιος ψωνίζει τὴν ἁμαρτία παίρνει θάνατο.
Ἡ ἁμαρτία δὲν καταστρέφει μόνο ἄτομα· καταστρέφει καὶ οἰκογένειες καὶ πόλεις καὶ κοινωνίες ὁλόκληρες.
⃝ Ἔχετε ἀκούσει γιὰ τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα; Ἦταν πόλεις ποὺ εἶχαν τὴν πιὸ πλούσια γῆ, καλλιέργειες καὶ κο­πάδια. Ἀλλὰ ἔφθασαν σὲ τέτοιο σημεῖο διαφθορᾶς, ὥστε μιὰ νύχτα τί ἔ­­γινε· ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ τὶς τιμωρήσῃ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει πάντα. Ξέρετε πῶς ζοῦμε; Μᾶς κρατάει μέσ᾽ στὴ φούχτα του ὁ Θεὸς μὲ τὸ ἔλεός του. Δὲν μᾶς κρατᾶνε οὔτε παπᾶ­δες οὔτε δεσποτάδες οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἐξεκλίναμε ὅλοι. Κάτι μικρὰ ἀθῷα παιδιὰ ἑλκύουν ἀκόμα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἂν λείψῃ τὸ ἔ­λεος αὐτό, σβήσαμε. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ γλεν­το­κοποῦσαν τὰ Σόδομα, ἔπεσε φωτιά, λαμ­πά­διασε ὁ τόπος, κάηκαν τὰ πάντα· ἄνοιξε ἔπειτα ἡ γῆ καὶ κατάπιε τὰ ἐρείπια σὲ βάθος· καὶ τέλος τὸ νερὸ κάλυψε τὰ πάντα, καὶ ἔτσι ἔγινε μία λίμνη, νεκρὰ λίμνη. Αὐτὴ εἶνε ἡ Νεκρὰ Θάλασσα· ψάρι ἐκεῖ δὲν ζῇ, πουλὶ δὲν πετάει, ἴ­χνος ζωῆς δὲν ὑπάρχει· οὔτε τὰ σπίτια οὔτε τὰ παλάτια οὔτε τὰ πλούτη οὔτε οἱ ὀμορφιές. Καὶ ποιά ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς; Τὰ ἁμαρτήματα. Ποιά ἁμαρτήματα; Ντρέπομαι νὰ τὰ ὀ­νομάσω. Ἁμαρτήματα ὄχι μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός· ἁ­μαρτήματα φρικτά, ἀνομολόγητα. Αὐτὰ κατέστρεψαν τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα.
⃝ Πᾶμε παραπέρα. Πάνω στὸν Εὐφράτη ποταμὸ ἦταν μία μεγάλη πόλις ποὺ τὴν ἔλεγαν Βαβυλώνα. Τί ἦταν ἡ Βαβυλώνα; Ἡ πρωτεύουσα τοῦ κράτους τῶν Βαβυλωνίων, ποὺ τὴν διέσχιζε ὁ ποταμός. Ἦταν, θὰ ἔλεγε κανείς, τὸ Παρίσι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης· ὅπως τὸ Παρίσι ἔχει τὸ Σηκουάνα, ἔτσι ἡ Βαβυλώνα εἶχε τὸν Εὐφράτη. Καὶ τί δὲν εἶχε ἡ Βαβυλώνα· τί παλάτια, τί δρόμους, τί πλατεῖες, τί κήπους κρεμαστούς (δηλαδὴ περιβόλια πάνω σὲ ταράτσες)! Μιὰ νύχτα ὅμως, ἐκεῖ ποὺ χόρευαν στὰ ἀνάκτορα καὶ ὠργίαζαν, μπῆκε ὁ ἐχθρὸς κάτω ἀπὸ τὶς πόρτες, κάτω ἀπὸ τοὺς ὑπονόμους, καὶ τοὺς κατέσφαξε. Οἱ κρεμαστοὶ κῆ­ποι ποτίστηκαν ὄχι πιὰ μὲ νερὸ ἀλλὰ μὲ αἷμα. Στὸ δρόμο τὰ κεφάλια κομμένα, ὁ θρόνος κατεστραμμένος. Σεισμὸς κατόπιν βούλιαξε τὴ Βαβυλῶνα. Αἰῶνες τώρα μένουν θαμμένα ἐ­κεῖ τὰ ἐρείπιά της. Οἱ ἀρχαιολόγοι ξοδεύουν δολλάρια καὶ σκάβουν νὰ βροῦν ποῦ ἦταν τὰ παλάτια καὶ ποῦ ἦταν τὰ δικαστήρια καὶ ποῦ τὰ ἄλλα κτήρια. Καὶ γιατί ἔγινε ἡ καταστροφή; Γιὰ τὴν ἁμαρτία, γιὰ τὴν πολυτέλεια μὲ τὴν ὁποία ζοῦσε ἡ ἄρχουσα τάξις.
⃝ Δὲν πᾶτε νὰ δῆτε καὶ τὰ Ἰεροσόλυμα, τὴν πόλι τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐκλεκτὴ πόλι; Καὶ ἐκεῖ ἦρ­θε ὥρα ποὺ πάνω ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὰ μέγαρα τῶν ἀρχιερέων πέρασε ἀλέτρι. Γιατί; Διότι ἦταν ἡ πόλις ἡ προφητοκτόνος καὶ θεοκτόνος· ἐκεῖ ἐφόνευσαν προφῆτες καὶ ἐκεῖ πρὸ παντὸς σταύρωσαν τὸ Χριστό. Γι᾽ αὐτὸ τιμωρήθηκαν καὶ δὲν ἔμεινε λίθος ἐπὶ λίθον.

* * *

Βλέπετε λοιπόν, ἀδελφοί μου; Ὅπου νὰ στραφοῦμε καὶ νὰ ἐξετάσουμε, εἴτε στὰ ἄτομα εἴτε στὶς οἰκογένειες εἴτε στὶς πολιτεῖες εἴτε στὰ κράτη, ἕνα εἶνε τὸ συμπέρασμα· ἡ ἁ­μαρτία εἶνε ὄλεθρος.
Καὶ ὅμως· ἂν πιάσω ἑκατὸ ἀνθρώπους καὶ τοὺς ρωτήσω «ποιό εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο;», ὁ ἕνας θὰ μοῦ πῇ ἡ ἀνεργία, ὁ ἄλλος ἡ οἰκονομικὴ κρίσι, ὁ ἄλλος ἡ φτώχεια, ὁ ἄλλος ἡ φωτιά – ἡ πυρκαϊά, ὁ ἄλλος ὁ σεισμός, ὁ ἄλλος ὁ πνι­γμός, ὁ ἄλλος ἡ ἀσθένεια – ὁ καρκίνος…. Ὄχι, ἀγαπητοί μου, ἐγὼ διαφωνῶ. Τὸ μεγαλύτερο κακὸ δὲν εἶνε κανένα ἀπὸ αὐτά· τὸ ὑπ᾽ ἀριθμὸν ἕνα κακὸ εἶνε ἡ ἁ­μαρτία. Τὸ καταλαβαίνουμε αὐτό; Ἄμποτε νὰ ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιο, ν᾽ ἀνοίξῃ τὶς καρδιὲς νὰ τὸ κατα­λάβουμε ὅλοι. Ἡ ἁμαρτία εἶνε τὸ μεγάλο κακό, ἡ ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν. Αὐτὴ ὅπου πάει φέρνει καταστροφή. Μπῆκε ἡ ἁμαρτία – ἡ δυσ­πιστία στὸ ἀντρόγυνο; γλυκὸ ψωμὶ δὲν θὰ τρῶνε. Ἡ ἁμαρτία ξαφρίζει πορτοφόλια, ξεθεμελιώνει σπίτια, καταστρέφει τὸ πᾶν.
Ἀνοῖξτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ διαβάστε τί λέει ἡ Σοφία Σειράχ· «Ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως φεῦγε ἀπὸ ἁμαρτίας», φεῦγε μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὅπως φεύγεις ὅταν βλέπῃς φίδι (Σ.Σειρ. 21,2). Σᾶς ὁμιλῶ ὡς κληρικὸς ποὺ πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο. Φορῶ πετραχήλι καὶ σᾶς συνιστῶ. Εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ ὀφείλουμε νὰ σταθοῦμε συνεπεῖς. Δὲν θὰ παίζουμε μὲ τὸ Θεό. Δὲν θ᾽ ἀκοῦμε στὴν ἐκ­κλησία τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ μετὰ ἔξω θὰ πράττουμε τὰ ἀντίθετα. Δὲν θὰ εἴμαστε σὰν τὰ βατράχια ποὺ εἶνε ἄλλοτε στὸ νερὸ καὶ ἄλλοτε στὴν ξηρά.
Ἄντρες καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ νέες, γέροι καὶ γριές, γονεῖς καὶ παιδιά· νὰ πᾶτε στὸ σπιτάκι σας, νὰ μαζέψετε ὅλο ἐκεῖνο τὸ βρώμικο ὑλικό, ἔντυπα καὶ εἰκόνες καὶ ὅ,τι ἄλλο, ποὺ ἀντιστρατεύεται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ποὺ τὸ κράτος ὤφειλε ν᾽ ἀπαγορεύῃ τὴν κυκλοφο­­ρία τους κι ὄχι νὰ ἐπιτρέπῃ νὰ πλουτίζουν ἀ­πὸ τὸ ἐμπόριό τους ὡρισμένοι κακοποιοί, καὶ νὰ βάλετε μία ἅγια φωτιὰ νὰ τὰ κάψετε. Καὶ μετὰ νὰ πάρετε στὰ χέρια σας πάλι τὰ Εὐ­αγγέλια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων μας. Νὰ ἐπανέλθουμε στὴν παλαιά μας σειρά, ὅπως ζοῦσαν οἱ γενεὲς τῶν προγόνων μας, στὰ παλαιά μας χρόνια. Νὰ ζήσουμε σὰν Χριστιανοί, ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Κι ὅταν φτά­σῃ ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, νὰ ποῦ­με ὅλοι μας· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλ­θῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Κυνοσάργους – Ἀθηνῶν τὴν 8-5-1960

 

Πασχαλινος χαιρετισμος

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 9th, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

TΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

ΠΑΣΧΑΛΙΝΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Πασχαλινός χαιρετισμός

«Ηγέρθη ο Kύριος όντως»

(Λουκ. 24,34)

THN αγία αυτή η μέρα της Aναστάσεως ο γέρων επίσκοπος απευθύνω εγκάρδιο πασχαλινό χαιρετισμό προς όλους τους εγγύς και τους μακράν.
-Tο πρώτο «Xριστός ανέστη» πρέπει να το πούμε, αδέρφια μου, στα προσφιλή  μας πρόσωπα που δεν υπάρχουν σήμερα στη ζωή· να το πούμε στους νεκρούς μας. Tους απέσπασε από κοντά μας ο χάρος, διέβησαν την γέφυρα της αιωνιότητος, και αναπαύονται στα ιερά κοιμητήριά μας. Oι προσφιλείς μας νεκροί όμως δεν εξέλιπαν. Πέθαναν μόνο κατά το σώμα, κατά το φαινόμενο, στην πραγματικότητα δεν έπαυσαν να ζουν. Bρίσκονται στο υπερπέραν. K’ εκεί, μαζί με αγίους αγγέλους και αρχαγγέλους, ψάλλουν το «Xριστός ανέστη». O θάνατος δεν είναι μηδενισμός, όχι. Aν θέλετε να μιλήσουμε με γλώσσα επιστημονική, ο θάνατος είναι ένας μετασχηματισμός. Kαι αν θέλετε να μιλήσουμε με γλώσσα εκκλησιαστική, με τη γλώσσα της σημερινής υμνολογίας, ο θάνατος είναι «διαβίβασις», πέρασμα, «εκ γης προς ουρανόν» (Kανών Πάσχα, α΄ ωδή, 1ο τροπάριο). Για το ότι θ’ αναστηθούν οι νεκροί, πρέπει να είμεθα βέβαιοι εκατό τοις εκατό. Όπως ανέστη ο Kύριος, έτσι θ\ αναστηθούν και οι προσφιλείς μας νεκροί. προς τους νεκρούς λοιπόν, που αναπαύονται στα ιερά κοιμητήριά μας, απευθύνουμε τον πρώτο πασχάλιο χαιρετισμό. Read more »

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΖΗ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαι 4th, 2013 | filed Filed under: «KΥΡΙΑΚΗ» (Συντομο κηρυγμα) σε pdf, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ Πάσχα

Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης  π. Αυγουστίνου Καντιώτου

στη Θεία Λειτουργία της Αναστάσεως (Ἰωάν. 1,1-17)

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΖΗ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ

«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. 1,1)

+ΕΙΚΟΝΑ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΥΡΙΟΥΣΥΝΤΟΜΟ, ἀγαπητοί μου, θὰ εἶνε τὸ κήρυ­γμα. Παρὰ τὴν κόπωσι, δὲν πρέπει νὰ γίνεται θεία λειτουργία χωρὶς κήρυγμα.

Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται σήμερα εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾽ ὅ­λα τὰ εὐαγγέλια τοῦ ἔ­τους. Εἶνε τὸ πιὸ ὑψήγο­ρο, τὸ πιὸ θεολογικό. Εἶνε ὕψος τὰ λόγια «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. 1,1)! Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε; Δὲν ἔχου­με οὔτε ἐγὼ εὐφράδεια οὔτε σεῖς ὑπομονὴ γιὰ μία πλήρη ἐξήγησι τοῦ ῥητοῦ αὐτοῦ. Λίγες λέξεις μόνο θὰ ψελλίσουμε ἐπάνω σ᾽ αὐτό.

* * *

Λένε, ὅτι κάποιος βασιλιᾶς τῆς ἀρχαίας ἐπο­­χῆς κάλεσε στὰ ἀνάκτορα ἕνα σοφό. ―Θέλω, λέει, νὰ μοῦ λύσῃς ἕνα πρόβλημα. Μὲ βασανί­ζει τὸ ἐρώτημα τί εἶνε Θεός. ―Δύσκολο αὐ­τό, ἀπαντᾷ ὁ σοφός. Δὲν μπορῶ ν᾽ ἀπαντήσω ἀμέσως. Δῶσε μου προθεσμία τρεῖς μέρες. Τοῦ ἔδωσε προθεσμία. Ἄνοιξε ἐκεῖνος βιβλία καὶ μελέτησε. Ὅταν ἐπέστρεψε λέει· ―Βασιλιᾶ, δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ ἀπάν­τησι. Ζητῶ ἄλ­λες τρεῖς μέρες. Πῆρε ἄλλες τρεῖς. Πάλι ὅμως ἴδια ἡ ἀ­πάν­τησι. Ζητάει ἀκόμα τρεῖς μέρες. Ἀλλὰ τελικά, παρ᾽ ὅ­λες τὶς παρατάσεις ποὺ πῆ­ρε, στά­θηκε ἀδύνατο νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸ βασιλιᾶ.
Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν αὐτό, ποὺ δὲν ἀ­πήν­τη­σε ὁ ἀρχαῖος σοφός, ἀπαντᾷ σήμερα μὲ λίγες λέξεις τὸ εὐαγγέλιο· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος».
Πῶς θὰ τὸ ἐννοήσουμε τὸ χωρίο αὐτό; Ἂς πετάξουμε μὲ τὴ σκέψι μας στὸ παρελθόν. Δι­ατρέχουμε αἰῶνες καὶ χιλιετίες προχωρών­τας διαρκῶς πρὸς τὰ πίσω. Φθάνουμε σὲ μιὰ ἐ­ποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἄν­θρωπος. Προχωρών­τας ἀκόμη βρίσκουμε, ἀ­πὸ τὰ ἀπολιθώματα ποὺ ἐξετάζει ἡ γεωλογία, ὅτι δὲν ὑ­πῆρ­χαν οὔτε ζῷα οὔτε πουλιὰ οὔ­­τε δέντρα οὔτε φυτὰ οὔ­τε ἄλλο ἴχνος ζωῆς. Προχωρώντας ἀκόμη θὰ δοῦ­με, ὅτι δὲν ὑπῆρ­­χε θάλασσα, «ἡ δὲ γῆ ἦν ἀ­όρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (Γέν. 1,2). Δὲν ὑ­πῆρχαν πλανῆ­τες, δὲν ὑπῆρ­χε γῆ, ἥλιος, γαλαξίες, κο­­μῆ­­τες, οὔτε τίποτε ἀπὸ ἀστρικὸ σύμπαν. Φθά­νου­­με ἔτσι σὲ ἕνα χρόνο ποὺ δὲν ὑπῆρχε τίποτα.
Τί εἶπα; τίποτα; Βλασφημία! Πῶς δὲν ὑπῆρ­χε τίποτα; Ὑπῆρχε ὁ Θεός, ὁ Λόγος! «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λόγος», ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ ὑπῆρχε ὁ Λόγος.
Ὥστε δὲν ὑπῆρξε ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία νὰ μὴν ὑπάρχῃ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, δη­λαδὴ ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς ὑπῆρχε πάν­το­τε. Εἶνε ἄν­αρχος καὶ μὲ τὸν Πατέρα συνάναρχος· εἶνε ἀΐδιος δηλαδὴ αἰώνιος, καὶ μὲ τὸν Πατέρα συν­α­ΐ­διος δηλαδὴ συναιώνιος. Δύσ­κολα, θὰ πῆτε, εἶν᾽ αὐτά, εἶνε μυστήρια. Ὄντως μεγάλα μυστήρια. Δὲν θὰ τὰ ἀρνηθοῦ­με ὅμως· τὰ δεχόμεθα διὰ τῆς πίστεως.
Ἄλ­λωσ­τε, ὅπως ἔχω πεῖ καὶ ἄλλοτε, ὄχι πλέον τὰ ὑπερφυσικὰ ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ φυσικὰ πρά­γματα κρύβουν μυστήρια. Γεμᾶτος μυστήρια εἶνε ὁ κόσμος. Ὅλοι οἱ ἐπιστημονικοὶ κλάδοι ἔχουν ἄλυτα προβλήματα. Ἡ ἐπιστήμη ἁπλῶς περιγράφει, δὲν ἐξηγεῖ πλήρως, δὲν εἰσ­έρχεται στὰ βαθύ­τερα αἴτια τῶν πρα­γμάτων καὶ τῶν φαινομένων. Τί εἶνε λ.χ. ὁ ἠλεκτρι­σμός; τί εἶνε ὁ μαγνητισμός; τί εἶνε ἡ παγκόσμιος ἕλξις; Ἡ ἐπιστήμη περιγράφει, τί ἀκρι­βῶς ὅμως εἶ­νε δὲν γνωρίζει. Μυστήρια εἶνε ἁπλωμένα παντοῦ στὴ φύσι, καὶ στὰ μικρότερα ἀκόμα. Καὶ ἡ ἐ­λα­χίστη ποσότης τῆς ὕλης, τὸ ἄ­τομο, εἶνε μιὰ μικρογραφία τοῦ σύμ­παντος. Ἀ­ναφέρω ἕνα παράδειγμα. Στὴ ῾Ρώμη συνῆλθε δι­εθνὲς ἰατρικὸ συνέδριο ἀπὸ κο­ρυ­φαίους ἐ­πιστήμονες ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἐπάρατο νόσο ποὺ σαρώνει τὴν ἀν­θρωπότη­τα, τὸν καρκίνο. Εἶπαν πολλά. Στὸ τέλος ὁ πρόεδρος συν­όψισε. Γνωρί­ζουμε, λέει, πῶς ἐμφανίζεται, πῶς ἐξελίσσεται ὁ καρκίνος καὶ ποιά εἶνε τὰ συμ­πτώματά του· ἕνα δὲν γνωρίζουμε, τὴν αἰ­τία του, πῶς δημιουργεῖται – πῶς γίνεται. Πῶς ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἑκατομμύρια κύτταρα ποὺ ἔχει τὸ σῶμα – αὐτὸ εἶνε καρκίνος, ἐκεῖ ποὺ λειτουργεῖ ἁρ­μονι­κὰ μὲ τὰ ἄλλα, ξαφνικὰ «τρελλαίνεται», φεύγει ἀπ᾽ τὴν τροχιά του, κι ἀπὸ ᾽κείνη τὴν ὥρα πλέον ἀρχίζει ἡ νόσος.
Παντοῦ λοιπὸν εἶνε τὸ μυστήριο. Καὶ ἐφ᾽ ὅ­σον οἱ ἐπιστήμονες ἀποροῦν γιὰ πράγματα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, πῶς ἐμεῖς νὰ ἐξηγήσουμε τὸ μυστήριο τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τρι­άδος; Ἂς λύσουν αὐτοὶ πρῶτα τὰ μυστήρια ποὺ κρύβουν τὰ φυσικὰ πράγματα, καὶ τότε νὰ ζητοῦν νὰ λύσουμε τὰ ὑπερφυσικὰ πρά­γματα. Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἕνα μικρὸ κύπελλο· δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσῃ τὸν ὠκεανό.

* * *

«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Λόγος στὴ γλῶσ­σα τῆς Γραφῆς καὶ τῆς Ἐκ­κλησίας λέγεται ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διότι γεννᾶ­ται ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα ποὺ εἶνε ὁ ὑπέρτατος Νοῦς. Ὁ Νοῦς γεννᾷ τὸν Λόγο, ὁ Πατὴρ γεννᾷ τὸν Υἱό.
Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὴν ἀλήθεια αὐτή, λέμε τὰ ἑξῆς. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε «κατ᾽ εἰ­κόνα» τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,26) καὶ γι᾽ αὐτὸ ὀνομάζεται «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 11,7. Κολ. 3,10). Πῶς εἶνε ὁ ἄν­θρω­πος εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς πρὸς τὸ σῶμα; Ὄχι βεβαίως. Ὁ Θεὸς δὲν ἔ­χει κάτι τὸ ὑλικό, δὲν ἔχει σῶμα, χέρια πόδια αὐτιὰ κ.τ.λ., ὅπως φαν­­τάζονταν τοὺς θεούς των οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Ὁμιλεῖ κάποτε καὶ ἡ ἁγία Γρα­φὴ ἀν­θρωποειδῶς γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ μόνο κατὰ συγ­κατάβασιν. Ὁ Θεὸς εἶνε πνεῦμα. Συνεπῶς τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε «εἰκὼν» τοῦ Θεοῦ δὲν ἀ­ναφέρεται στὸ σῶμα ἀλλὰ στὴν ψυχή του· κα­τὰ τὴν ψυχὴ ὁ ἄνθρωπος εἶνε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπος κυρίως δὲν εἶνε τὸ ὁρώμενον, αὐ­τὸ ποὺ φαίνεται· εἶνε τὸ μὴ ὁρώμενον. Τὸ ὁρώμενον εἶνε ὕλη, τὸ μὴ ὁρώμενον εἶνε ἡ ψυχή.
Ὑπάρχει λοιπὸν ἀντιστοιχία. Ὅπως ὁ Θεὸς εἶνε τριαδικός, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶνε στὴν ψυχὴ τριαδικός. Ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶνε ὁ ὑπέρτα­­­τος Νοῦς, ποὺ γεννᾷ τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο του, καὶ ἐκπορεύει τὸ ἅ­γιο Πνεῦμα· καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει νοῦ, ἔ­χει λόγο – σκέψι, ἔχει καὶ πνεῦμα.
Σπουδαιότατο δῶρο τοῦ Θεοῦ ἡ σκέψις. Αὐ­τὴ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν συναντᾶται στὰ ζῷα οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ· μόνο στὸν ἄνθρωπο. Ὤ ἡ σκέψις, ὁ νοῦς! Βρίσκεσαι τὴν ὥρα αὐτὴ ἐδῶ, κι ἀμέσως πετᾷς σὰν μὲ πύραυλο καὶ βρίσκεσαι στὴν Ἀμερικὴ ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Ἀναλογισθήκατε πῶς συλλαμβάνει, πῶς γεννᾷ σκέψι ὁ ἄν­θρωπος; Ἡ σκέψις εἶνε ἡ βάσι τῆς ἐπιστήμης· μ᾽ αὐτὴν ἐρευνᾷ τὴ γῆ, ζυγίζει τὰ ἄστρα, ψαύει τοὺς οὐρανούς, ἀνακαλύπτει, δημιουργεῖ.
Ἡ σκέψις κατ᾽ ἀρχὴν εἶνε ἐνδιάθετος – ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς δυσκολέψω λιγάκι. Τί θὰ πῇ ἐνδιάθετος; Εἶνε κρυμμένη βαθειὰ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀσύλληπτη. Τί σκέπτεται ὁ κα­­θένας δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε· μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει. Ἀλλοίμονο ἂν βρεθῇ τρόπος νὰ ἀστυνομεύεται ἡ σκέψις.
Στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας ἡ σκέψις ὀνομάζεται λόγος, λογικὴ δηλαδή. Ἀλλὰ προσέξτε· ὁ νοῦς γεννάει τὸ λόγο. Πῶς γεννάει; Ὄχι ὅπως γεννοῦν τὰ ζῷα. Ὑπάρχει καὶ ἄλ­λη γέννησις. Ποιά γέννησις; Ὁ νοῦς ―λένε οἱ θε­ολόγοι― γεννάει τὸν ἐνδιάθετο λόγο, τὴ σκέψι. Κι ὅταν ἡ σκέψι ἐκφρασθῇ μὲ τὸ στόμα, τό­τε ὁ ἐν­διάθετος λόγος γίνεται προφορικός. Ἄλλο μυστήριο – καὶ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Πῶς μιλᾶμε; Γιά σκεφτῆτε το. Πῶς; Καμμία ἀ­πάντησι ἡ ἐπιστήμη. Προσπαθεῖ μόνο νὰ ἐν­τοπίσῃ στὸν ἐγκέφαλο ὡρισμένα κέντρα ἀ­πὸ τὰ ὁποῖα παράγεται ὁ προφορικὸς λόγος. Ὁ νοῦς μας λοιπὸν γεννάει τὸν ἐνδιάθετο λό­γο, ἐν συνεχείᾳ γεννάει τὸν προφορικὸ λόγο, καὶ τέλος γεννάει καὶ τὸν γραπτὸ λόγο.
Ἀλλὰ ἐδῶ στὸ εὐαγγέλιο ἡ λέξι Λόγος γράφεται μὲ λάμβδα κεφαλαῖο «Λ». Διότι ὁ Λόγος εἶνε Θεός. «Καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Ὁ Θεὸς – Νοῦς γεννᾷ τὸν Θεὸ Λόγο, ὁ Πατὴρ γεννᾷ τὸν Υἱό. Ἐμπρὸς σ᾽ αὐτὸν τὸν Λόγο ἡ λογικὴ – ἡ σκέψι τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ τὸ μεγαλούργημα ποὺ εἴπαμε, εἶνε κάτι μικρό, ἀσήμαντο. Μποροῦμε νὰ συλλάβουμε τί εἶνε ὁ Θεὸς Λόγος;
Ὁ Λόγος εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ ὑπῆρχε πάν­τοτε. Καὶ ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε τὴ μάχη ἐναντίον τοῦ Ἀρείου καὶ ἄλλων αἱρετικῶν, ὅπως εἶνε καὶ σήμερα οἱ χιλιασταί.

* * *

Ἂς τὸν πλησιάσουμε, ἀγαπητοί μου, κ᾽ ἐ­μεῖς. Τὸ μεσημέρι θὰ καθήσουμε νὰ φᾶμε, ν᾽ ἀ­­πολαύσουμε τὰ ἀγαθά του. Πόσοι ἔχουμε ἔννοια Θεοῦ; Πολλοὶ οὔτε σταυρὸ κάνουν οὔ­τε ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ γιὰ ὅλα τὰ δῶ­ρα του καὶ πρὸ παντὸς γιὰ τὸ ὅτι ἔχουμε τὴ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία. Οἱ ἱδρυταὶ τῶν ἄλ­λων θρησκειῶν (Μωάμεθ, Κομφούκιος κ.τ.λ.) εἶνε θνητοί· ἔζησαν ἕνα διάστημα καὶ μετὰ πέθαναν. Ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Δὲν ὑπάρχει στιγμὴ στὸ ἄπειρο τοῦ χρόνου ποὺ δὲν ὑπῆρ­χε Χριστός. Καὶ διὰ τῆς ἀναστάσεώς του ἀπέδειξε, ὅτι ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.
Αὐτὸν ἑορτάζουμε σήμερα, ἀγαπητοὶ ἀ­δελ­φοί, εἰς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 22-4-1984 θ. λειτ.)

«Ωσαννα, ευλογημενος ο ερχομενος εν ονοματι Κυριου, βασιλευς του Ισραηλ»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 19th, 2013 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ τῶν Βαΐων (Ἰωάν. 12,1-18)

Πρακτικα διδαγματα

«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. 12,13)

Βαϊων ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη ἑορτή, δεσποτικὴ ἑορτή, ἡ Βαϊοφόρος. Ὅλος ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων βγῆκαν ἔξω, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦνε τὸ Χριστό. Κρατοῦσαν στὰ χέρια τους βάϊα καὶ κλαδιὰ ἐλιᾶς. Στρώνανε στὸ δρόμο τὰ ροῦχα τους, νὰ πατήσῃ ὁ Χριστός. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ φώναζαν· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος…» (Ἰωάν. 12,13). Ἔτσι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους ὑποδέχθηκε τὸ Χριστό.
Ἡ ἱστορία ἀναφέρει πολλὲς ὑποδοχὲς βασιλέων καὶ αὐτοκρατόρων. Ἡ Ἀθήνα, ἡ Ῥώμη, ἡ Κωσταντινούπολι πολλὲς φορὲς ὑποδέχθηκαν νικητὰς καὶ θριαμβευτὰς ὕστερα ἀπὸ νικηφόρους πολέμους. Ἀλλ᾿ ὅλες αὐτὲς οἱ ὑποδοχὲς εἶνε πολὺ μικρὲς μπροστὰ σ᾿ αὐτὴ τὴ θριαμβευτικὴ είσοδο τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα.
Ὅλες οἱ λεπτομέρειες διδάσκουν. Καὶ ἀπὸ τὶς λεπτομέρειες τῆς σημερινῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε μερικές.

* * *

  Καὶ πρῶτα ἂς ἐρωτήσουμε· Πῶς εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς στὰ Ἰεροσόλυμα; Οἱ νικηταί, ποὺ ἀναφέραμε, ἐκάθοντο πάνω σὲ ἄλογα ὑπερήφανα καὶ χρυσοστολισμένα ἢ σὲ ἅμαξες πολυτελέστατες. Κάποιος μάλιστα, γιὰ νὰ φανῇ πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, διέταξε, τὸ ἁμάξι του νὰ τὸ σέρνουν λιοντάρια· φαντασθῆτε τί τρόμος! Καὶ ἄλλοι κάθησαν ἐπάνω σὲ ἐλέφαντες ἢ ἄλλα ἄγρια θηρία.
Κοιτάξτε τώρα, τί διαφορὰ ὁ Χριστός μας. Εἶνε ὁ ποιητὴς καὶ βασιλιᾶς τοῦ παντός. Εἶνε, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, «ὁ τοῖς Χερουβὶμ ἐποχούμενος καὶ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφίμ» (δοξ. ἑσπ. Ὑπαπαντῆς). Καὶ ὅμως συγκαταβαίνει, ταπεινώνεται τόσο, ὥστε ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζῷα διαλέγει ἕνα «πῶλον ὄνου», ἕνα γαϊδουράκι (ἔ.ἀ. 12,15). Ἐπάνω στὴ ῥάχη ἑνὸς τέτοιου ζῴου κάθεται ὁ Χριστός. Καὶ μᾶς διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του, ὅτι πρέπει νὰ εμεθα ταπεινοὶ στὸν κόσμο αὐτόν.
Διδάσκει ὅμως καὶ κάτι ἄλλο. Τὸ γαϊδουράκι, ὅπως λένε οἱ πατέρες, σημαίνει τὸ ἄλογον μέρος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Σημαίνει τὴν ἀγριότητα καὶ τὸ πεῖσμα, τὸ πεισματάρικο «γαϊδουράκι» ποὺ κάθε ἄνθρωπος ἔχει καὶ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθῇ στὸ Θεό.
Σημαίνει ἀκόμη, κατὰ τοὺς πατέρας, τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ ἦταν βυθισμένα στὸ πηκτὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ ποὺ τὰ πάθη τους τοὺς εἶχαν καταντήσει κατώτερους καὶ ἀπὸ τὰ τετράποδα. Γι᾿ αὐτοὺς εἶπε καὶ ὁ Δαυΐδ· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13).
Τὸ γαϊδουράκι, μόλις κατάλαβε ὅτι τὸ ζητάει ὁ Χριστός, μὲ προθυμία ἐδέχθη ἐπάνω του τὸν Κύριο· γιατὶ καὶ τὰ ζῷα κάτι αἰσθάνονται.
Ἕνας φίλος μου ἱεροκήρυξ μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. Κάποτε περιώδευε καὶ ἔφθασε κουρασμένος σ᾿ ἕνα χωριό. Πῆγε στὴν πλατεῖα νὰ μιλήσῃ, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔδειξαν μεγάλη προθυμία ν᾿ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ξαφνικὰ ἔρχεται καὶ σταματᾷ ἀπὸ κάτω ἕνα πουλαράκι καὶ τέντωσε τ᾿ αὐτιά του. Ὅση ὥρα μιλοῦσε ὁ ἱεροκήρυκας, αὐτὸ δὲν κουνήθηκε ἀπὸ τὴ θέσι του. Αὐτὸ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι. Καὶ ὁ ἱεροκήρυκας εἶπε· Ἦρθα στὸ χωριό σας, καὶ σεῖς ποὺ ἔχετε αὐτιά, σεῖς ποὺ ἔχετε λογικό, σεῖς ποὺ ἀκούσατε τὴν καμπάνα νὰ χτυπᾷ, δὲν ἤρθατε. Τὸ γαϊδουράκι αὐτὸ ἄφησε τὴ μάνα του, ἄφησε τὸ χορτάρι του, καὶ ἦρθε καὶ στάθηκε ἐδῶ…
Νά λοιπὸν τί μᾶς διδάσκει τὸ γαϊδουράκι. Σὰν νὰ ἔχῃ φωνὴ μᾶς φωνάζει· Ταπεινωθῆτε, ὅπως ταπεινώθηκε ὁ Χριστός· κι ὅπως ἐγὼ προθύμως ἔφερα στὴ ῥάχη μου τὸ Χριστό, κ᾿ ἐσεῖς νὰ ὑποταχθῆτε στὸ χρηστὸ ζυγό του ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ ζῳώδη πάθη.
  Ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει καὶ κάτι ἄλλο. Κρατοῦσαν, λέει, «βαΐα» (ἔ.ἀ. 12,13).
Τὰ βάϊα τὰ κρατοῦσαν ὅταν ἤθελαν νὰ ὑποδεχθοῦν ἕνα νικητή. Τὰ βάϊα ἦταν, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «τὰ τῆς νίκης σύμβολα».
Ἀλλὰ γιατί νὰ ὑποδεχθοῦν μὲ βάϊα τὸ Χριστό; Ἀπὸ ποιόν πόλεμο ἦρθε; Ποῖον ἐνίκησε; Δὲν ἔχετε αὐτιά; Σὰν χθὲς ὁ Χριστὸς πολέμησε καὶ νίκησε ἐκεῖνον ποὺ τρέμει ὁ κόσμος ὅλος. Ἐνίκησε τὸ χάρο. Χθὲς Σάββατο πῆγε στὰ μνήματα καὶ εἶπε· «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (ἔ.ἀ. 11,43). Καὶ ὁ Λάζαρος βγῆκε ὁλοζώντανος ἀπὸ τὸν τάφο. Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Γι᾿ αὐτὸ κρατοῦν τὰ βάϊα καὶ λένε· Χαῖρε, ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου! Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι, ὅπως στὸ Λάζαρο, ἔτσι πάλι θὰ σταθῇ ὁ Χριστός μας στὰ μνήματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ θ᾿ ἀκουστῇ ἡ φωνή· Νεκροί, ἀναστηθῆτε! Καὶ οἱ νεκροὶ θ’ ἀναστηθοῦν.
Αὐτὴ τὴ σημασία ἔχουν τὰ βάϊα.
  Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ βάϊα μερικοὶ κόψανε κλαδιὰ ἐλιᾶς. Γιατί κρατοῦσαν κλαδιὰ ἐλιᾶς;
Ἂν διαβάζετε ἁγία Γραφή, θὰ δῆτε ὅτι, ὅταν ὁ Νῶε ἄνοιξε τὸ παράθυρο τῆς κιβωτοῦ καὶ ἔστειλε τὸ περιστέρι, αὐτὸ πέταξε, ἀλλὰ παντοῦ συνήντησε πτώματα, καὶ γύρισε πίσω. Ἀλλ᾿ ὅταν τὸ ἔστειλε γιὰ δευτέρα φορά, τὰ νερὰ εἶχαν χαμηλώσει καὶ φάνηκαν τὰ δέντρα. Τότε τὸ περιστέρι ἔκοψε ἕνα κλαδάκι ἀπὸ ἐλιά, καὶ τὸ ἔφερε μὲ τὸ ῥάμφος του (βλ. Γέν. 8,11). Καὶ ὁ Νῶε δόξασε τὸ Θεό. Εἶνε δηλαδὴ ἡ ἐλιὰ σύμβολο χαρᾶς καὶ εἰρήνης.
Καὶ ὁ ὄχλος, λοιπόν, κρατοῦσε ἐλιὰ στὰ χέρια του, γιὰ νὰ πῇ· Χριστέ, σὺ μόνο εἶσαι ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης. Περάσανε ἀπὸ τότε τόσα χρόνια, καὶ ὁ κόσμος σήμερα τίποτε ἄλλο δὲν διψάει τόσο ὅσο τὴν εἰρήνη. Τὴν εἰρήνη δός μας, Χριστέ· τὴν παγκόσμια εἰρήνη. «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», εὔχεται ἡ Ἐκκλησία μας.
  Κάτι ἀκόμη. Εδαμε, ὅτι ὁ ἁπλοϊκὸς λαὸς ἔβγαζε τὰ ροῦχα του καὶ τὰ ἅπλωνε κάτω, σὰν τάπητα, γιὰ νὰ πατήσῃ ἐπάνω ὁ Χριστός μας. Ἀλλὰ τί σημαίνουν τὰ ροῦχα, τὰ «ἱμάτια», ποὺ ἀναφέρουν τὰ εὐαγγέλια γιὰ τὴ σημερινὴ ἑορτή; (Ματθ. 21,8· Μᾶρκ. 11,8· Λουκ. 19,36).
Δὲν τὸ λέω ἐγώ, ὁ ἀπόστολος τὸ λέει. Διαβάστε πρὸς Κολασσαεῖς (3,9)· «Ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον…». Γδυθῆτε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, καὶ ἐνδυθῆτε τὸ νέο. Ἔχεις κ᾿ ἐσὺ νὰ βγάλῃς ἕνα ροῦχο. Ὅλοι μας ἔχουμε νὰ βγάλουμε ἕνα ροῦχο. Τὰ λερωμένα σου τὰ βγάζεις καὶ τὰ βάζεις νὰ πλυθοῦν. Ἀλλὰ ἔχεις κ᾿ ἕνα ροῦχο ποὺ μένει ἐπὶ μέρες καὶ χρόνια βρωμερὸ καὶ ἀκάθαρτο. Ἔλα, σὲ καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἔλα νὰ τὸ βγάλῃς καὶ νὰ τὸ πλύνῃς στὸ πλυντήριο. Γιατὶ ἂν δὲν βγάλῃς τὸ πουκάμισο αὐτὸ τῆς κολάσεως (τῆς μοιχείας, τῆς πορνείας, τῆς ψευτιᾶς, τῆς ἀτιμίας κ.τ.λ.), Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Καὶ θ᾿ ἀκούσουμε τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως στὴ θεία λειτουργία· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Ἀλληλούϊα». Ὅσοι, λέει, πιστεύσατε στὸ Χριστό, βγάλατε τὸ πουκάμισο τῆς ἁμαρτίας καὶ φορέσατε τὴ λαμπρὰ στολή, τὸ ἔνδυμα τῶν πριγκίπων, ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ τὸν πιστεύει καὶ τὸν ἀκολουθεῖ.

* * *

  Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Ἀφήνω τὰ ροῦχα ποὺ ἔστρωναν, ἀφήνω τὰ βάϊα, ἀφήνω τὰ κλαδιὰ τῆς ἐλιᾶς, ἀφήνω τὸ πουλαράκι, κι ἀκούω, ὤ τί ἀκούω; Μουσική! Τί μουσικὴ εἶνε αὐτή; Εἶνε τὰ «Ὡσαννά…» (Ἰωάν. 12,13). Ποιοί ψάλλουν; Τὰ ἀθῷα παιδάκια. Αὐτὰ ἦταν πιό κοντὰ στὸ Χριστό. Σὰν τ᾿ ἀηδόνια τοῦ οὐρανοῦ τραγουδοῦσαν «Ὡσαννά…». Τ᾿ ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καὶ χάρηκαν. Τ᾿ ἄκουσε καὶ ὁ διάβολος καὶ πικράθηκε· κ᾿ ἔβαλε τὰ ὄργανά του, τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, νὰ ἐμποδίσουν τὰ παιδιὰ ποὺ φωνάζανε «Ὡσαννά…». Σὰν τοὺς ἀπίστους πατεράδες σήμερα, ποὺ κυνηγᾶνε τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν πηγαίνουν στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, ἔτσι κι αὐτοὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἤθελαν νὰ σταματήσουν τὰ παιδιά. Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς τί τοὺς εἶπε· Κι ἂν ἀκόμη τὰ παιδιὰ σιωπήσουν, κι ἂν ἀκόμη ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σιωπήσουν, κι ἂν βουβαθῇ ὁ κόσμος, οἱ πέτρες ποὺ πατᾶμε κι αὐτὲς ἀκόμα θὰ φωνάξουν (βλ. Λουκ. 19,40).
Δὲν ἔχει ἀνάγκη, ἀδελφοί μου, ἀπὸ μᾶς τὰ σκουλήκια ὁ Χριστός. Κι ἂν ἐμεῖς φύγουμε κι ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες, κι ἂν ἐμεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε, οἱ σφαῖρες καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ λουλούδια καὶ οἱ θάλασσες καὶ οἱ ἄβυσσοι καὶ οἱ τάφοι θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός». Αὐτόν ὑμνεῖτε, αὐτόν ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
 (Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερο ναο του Ἁγιου Θωμᾶ Ἄνω Κυψέλης – Ἀθηνῶν 2-4-1961)