H ζωη μας τρικυμισμενη θαλασσα
Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on
Ιούλ 22nd, 2010 |
Filed under: Român (ROYMANIKA), ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)
Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,22-34)
H ζωη μας τρικυμισμενη θαλασσα
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς, ἀλλὰ εἶνε καὶ Θεός· εἶνε Θεάνθρωπος. Τὸ κηρύττει τὸ θαῦμα ποὺ ἀκούσαμε. Ἕνα θαῦμα μεγάλο, τρισμέγιστο, ποὺ ἔγινε ἐν συνεχείᾳ τοῦ ἄλλου ἐκείνου θαύματος, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλοῦσε τὸ εὐαγγέλιο τῆς προηγουμένης Κυριακῆς. Ἐκεῖ ἔλεγε, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους μέσα στὴν ἔρημο.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀνέβηκε στὸ ὄρος νὰ προσευχηθῇ τὴ νύχτα μόνος. Οἱ μαθηταὶ κατ᾽ ἐντολήν του μπήκαν σ᾽ ἕνα μικρὸ πλοῖο τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ ἢ θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας, γιὰ νὰ βγοῦν στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Ταξίδευαν μόνοι χωρὶς τὸν Κύριο. Στὴν ἀρχὴ ἦταν γαλήνη. Ἀλλ᾽ αἴφνης καὶ ἐνῷ κόντευε νὰ ξημερώσῃ, σηκώθηκε κῦμα δυνατό. Τὸ πλοιάριο βασανιζόταν καὶ κινδύνευε νὰ καταποντιστῇ. Τότε φάνηκε ἐκεῖ ὁ Χριστὸς νὰ περπατάῃ ἐπάνω στὰ νερά. Φοβερὸ θέαμα. Μόλις τὸν εἶδαν οἱ μαθηταί, ταράχτηκαν καὶ εἶπαν ὅτι εἶνε φάντασμα. Δὲν ἦταν ὅμως φάντασμα· ἦταν ὁ ἴδιος.
Ὁ Πέτρος πῆρε θάρρος καὶ λέει· ―Σύ, Κύριε, εἶσαι; Ἂν εἶσαι σύ, πές μου νὰ ᾽ρθῶ κοντά σου βαδίζοντας κ᾽ ἐγὼ πάνω στὰ νερά. Ὁ Κύριος τοῦ ἔκανε τὴ χάρι. ―Ἔλα, τοῦ εἶπε. Κι ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ περπατάῃ πάνω στὰ κύματα. Βλέποντας ὅμως τὸν ἄνεμο δυνατὸ δείλιασε κι ἄρχισε νὰ βουλιάζῃ. ―Κύριε, σῶσε με, φωνάζει μὲ ἀγωνία. Ὁ Χριστὸς ἁπλώνει ἀμέσως τὸ χέρι καὶ τὸν πιάνει. ―«Ὀλιγόπιστε», τοῦ λέει, «εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. 14,31). Καὶ μόλις μπῆκαν στὸ πλοῖο, ἔγινε γαλήνη. Δόξασαν ὅλοι τὸ Θεὸ καὶ ἔλεγαν στὸ Χριστό· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ», ἀληθινὰ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ (ἔ.ἀ. 14,33).
* * *
Αὐτὸ εἶνε μὲ συντομία τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὸ θαῦμα αὐτὸ δείχνει, ὅτι ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα· τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄστρα, τὴ γῆ, τοὺς ἀνέμους, τὴ θάλασσα, τὶς λίμνες, τοὺς ποταμούς, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα, τὰ πάντα. Εἶνε ὁ ἐξουσιαστὴς ὅλων.
Κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, μολονότι εἴμεθα πάνω στὴν ξηρά, ἐν τούτοις ποντοποροῦμε, εἴμεθα μέσα σ᾽ ἕνα πλοῖο. Ποιό εἶνε τὸ πλοῖο; Ἡ ἀνθρώπινη ζωή. Ἀπ᾽ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ ἄνθρωπος μέχρις ὅτου τελειώσῃ τὴ ζωή του, εἶνε μέσα στὸ πλοῖο αὐτό, ποὺ κινδυνεύει ἀπὸ τὰ κύματα, τὰ ἄγρια κύματα.
Ποιά εἶνε τὰ κύματα αὐτά; Ἕνα κῦμα εἶνε ἡ ἀσθένεια· ἐνῷ εἶσαι ὑγιής, αἴφνης ἀρρωσταίνεις, πέφτεις στὸ κρεβάτι, κινδυνεύεις νὰ πεθάνῃς· κῦμα πελώριο αὐτό. Θέλεις ἄλλο; Νά, ἡ χηρεία· ἐνῷ εἶσαι παντρεμένος, χάνεις τὴ γυναῖκα σου καὶ μένεις μόνος. Τί πλῆγμα εἶνε καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα νὰ χάσῃ τὸν ἄντρα της καὶ νὰ μείνῃ χήρα μὲ μικρὰ παιδιά! Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ παιδιὰ μεγάλο κῦμα ἡ ὀρφάνια. Κῦμα ἀκόμη ἡ ἀνεργία· νὰ εἶνε κανεὶς χωρὶς ἀπασχόλησι, νὰ ζητάῃ ἐργασία καὶ νὰ μὴ μπορῇ νὰ βρῇ. Κῦμα εἶνε ἡ φτώχεια· νὰ μὴν ἔχῃ ὁ ἄνθρωπος τὰ ἀπαραίτητα νὰ καλύψῃ τὶς ἀνάγκες του. Κύματα ὅμως δὲν εἶνε καὶ ἡ ἀδικία ἢ ἡ συκοφαντία ἢ τὸ διαζύγιο;… Γεμάτη κύματα ἡ ζωὴ αὐτή. Καὶ τέλος τὸ ἀγριώτερο κῦμα· ὁ θάνατος, τὸ ναυάγιο τῆς ζωῆς, ποὺ ἔρχεται νὰ βυθίσῃ τὸ σῶμα μας στὸν τάφο. Ἀλλὰ μιλώντας τὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι τὸ φοβερώτερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ κύματα εἶνε – ποιό; ἡ ἁμαρτία! Ὅποιος μένει ἀμετανόητος στὴν ἁμαρτία, εἴτε ὀργὴ καὶ θυμὸς λέγεται αὐτὴ εἴτε ἀσέλγεια καὶ πορνεία ἢ μοιχεία εἴτε κλοπὴ εἴτε φόνος εἴτε ἄλλο ἔγκλημα, αὐτὸς καταποντίζεται ὄχι στὸν τάφο ἀλλὰ στὸν ᾅδη ψυχικῶς καὶ σωματικῶς.
Τί πρέπει τώρα νὰ κάνουμε, ν᾽ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Νὰ λάβουμε κ᾽ ἐμεῖς θάρρος καὶ νὰ ἔχουμε ἀκράδαντη πίστι στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς ἔρχεται καὶ βοηθάει τὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἀφήνει. Καὶ ὁ πιστὸς ἄνθρωπος βλέπει παντοῦ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Τὸ βλέπει διαρκῶς στὴ ζωή του· κι ὅταν εἶνε μικρός, κι ὅταν μεγαλώνει, κι ὅταν φτάνει στὰ γεράματά του, πάντοτε βλέπει τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο τὰ ἄτομα, ἀλλὰ καὶ σύνολα, οἰκογένειες καὶ ἔθνη καὶ κοινωνίες, βλέπουν τὴν προστασία του.
Ἡ μικρή μας πατρίδα πολλὲς φορὲς στὴν ἱστορία της εἶδε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Τὸ 1922 στὴ Μικρὰ Ἀσία λ.χ. ἔγινε μεγάλη συμφορά. Ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι, ἔσφαξαν, σκότωσαν, ἔκαψαν, ἀνέτρεψαν τὰ πάντα, βάφτηκε μὲ αἷμα τὸ κῦμα τοῦ Αἰγαίου, ἡ θάλασσα κοκκίνισε ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν θυμάτων. Ὅλοι ἦταν ἀπελπισμένοι. Ἕνας δὲν ἀπελπίστηκε· ὁ ἐπίσκοπος τῆς Σμύρνης, ὁ τελευταῖος ἱεράρχης τῆς πόλεως, ὁ ἐθνομάρτυς Χρυσόστομος. Λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ εἶπε μὲ δάκρυα στὰ μάτια· «Ὁ Θεὸς δοκιμάζει τὴν πίστι μας. Θαρσεῖτε, Ἕλληνες, θὰ ξημερώσουν καλύτερες ἡμέρες…». Καὶ ἦρθαν πράγματι καλύτερες ἡμέρες. Τὰ 2 περίπου ἑκατομμύρια τῶν προσφύγων, ποὺ ἔφυγαν τότε ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα, δούλεψαν φιλότιμα καὶ ἔκαναν τὴ γῆ νὰ τινάξῃ ῥόδα. Μὲ τὸ δικό τους ἱδρῶτα ἡ χώρα μας σὲ λίγο ἔγινε αὐτάρκης· τόσο αὐτάρκης, ὥστε ἄρχισε νὰ κάνῃ καὶ ἐξαγωγὲς ἐκλεκτῶν προϊόντων της σὲ ἄλλες χῶρες τοῦ ἐξωτερικοῦ. Καὶ μόνο ὑλικῶς; Καὶ ἐθνολογικῶς ἀκόμη πολὺ εὐεργετήθηκε ἡ χώρα μας. Βγῆκε καὶ ἐδῶ «ἐκ τοῦ πικροῦ γλυκύ», ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ συμφορὰ σημαντικὴ ἐθνικὴ ὠφέλεια. Βρέθηκαν δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὰ ἐδάφη της καὶ Τοῦρκοι καὶ Βούλγαροι καὶ Σέρβοι καὶ ἄλλοι, καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπέκτησε θαυμαστὴ ὁμοιογένεια, ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ὁμοιογενῆ κράτη. Νά τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.
Τὰ τίμια καὶ ἀκριβὰ τὸ ξέρουμε κινδυνεύουν.
⃝ Καὶ σήμερα ἡ πατρίδα μας δοκιμάζεται. Ὅπως στὰ χρόνια τῶν προγόνων μας, ἔτσι καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας δοκιμάζεται μέσα στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα τῶν διπλωματικῶν ἀπειλῶν καὶ παγίδων. Μόνο ἡ πίστι, ἡ ἀκράδαντη πίστι, μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα. Ἀρκεῖ ἡ Ἑλλὰς νὰ ἐπαναλάβῃ στὸν Κύριο τὴ φωνὴ τοῦ Πέτρου «Κύριε, σῶσόν με» (ἔ.ἀ. 14,30).
⃝ Καὶ σήμερα ἡ οἰκογένεια ὡς θεσμὸς πλήττεται ἀπὸ τὰ κύματα μοντέρνων ἀντιλήψεων, συνηθειῶν καὶ νομοθετημάτων. Ἡ παιδικὴ ἐγκληματικότης βρίσκεται σὲ ἔξαρσι. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ ἑορτάζει τὸν Αὔγουστο, ἔλεγε· Ὅταν δῆτε νὰ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιές, θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές. Καὶ γέμισαν ἤδη ἀπὸ ἐγκληματίες καὶ τρομοκράτες. Αὐτὰ παθαίνει ὅποιος φεύγει ἀπ᾽ τὸ Θεό. Οἱ σύζυγοι, ποὺ βλέπουν τὸ σκάφος τους νὰ κάνῃ νερά, ἂς γονατίσουν καὶ ἂς φωνάξουν· «Κύριε, σῶσε τὸ σπίτι μας, ἅπλωσε τὸ χέρι σου καὶ κράτησέ μας, νὰ μὴ καταποντισθοῦμε!».
⃝ Καὶ ἡ πίστι τοῦ καθενός μας δοκιμάζεται σήμερα. Ἔχει ν᾽ ἀντιπαλαίσῃ μὲ ἀνέμους πλάνης, μὲ ῥεύματα ὀρθολογισμοῦ, μὲ καταιγίδες αἱρέσεων, μὲ κύματα εἰρωνείας, χλεύης, ὀλιγοπιστίας. «Κύριε, σῶσε μας», ἂς πῇ ὁ καθένας μας, καὶ «πρόσθεσέ μας πίστι» (ἔ.ἀ. 14,30· Λουκ. 17,5).
* * *
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀγαπητοί μου.
Ὅλοι στὴ ζωὴ αὐτὴ δοκιμάζουμε θλίψεις. Οἱ θλίψεις εἶνε τὰ κύματα, ποὺ χτυποῦν τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας καθημερινῶς. Ταξιδεύουμε σὲ τρικυμισμένη θάλασσα. Ἀλλὰ μὴ ἀπελπισθοῦμε· στὸ τέλος μᾶς περιμένει τὸ λιμάνι.
Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς περιφερείας μας συνέβη θάνατος. Πέθανε ὄχι κάποιος γέρος ἀλλὰ μία νέα κοπέλλα εἴκοσι ἐτῶν, στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας της. Ἦρθε ὁ θάνατος καὶ πῆρε τὴν εὐλογημένη αὐτὴ κόρη, γιὰ τὴν ὁποία οἱ γονεῖς της ἔπλεκαν χρυσᾶ ὄνειρα· τὴν πῆρε, καὶ θλίβεται τώρα ὅλο τὸ χωριό. Θὰ πᾶμε νὰ ψάλουμε ἐκεῖ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, τὴν κηδεία, καὶ νὰ παρηγορήσουμε τοὺς πενθοῦντας. Παρηγορία μας εἶνε ἡ πίστι στὴν κοινὴ ἀνάστασι.
Ὅσοι θέλουμε νὰ σωθοῦμε, ἐδῶ σ᾽ αὐτὴ τὴ γῆ θὰ περάσουμε θλίψεις, πολλὲς θλίψεις. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ θεόπνευστος λόγος· «Διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,22)· γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε δηλαδὴ τῆς οὐρανίου βασιλείας, πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ θύελλα θλίψεων. Ἀλλ᾽ ἂς μὴ ἀπελπιζώμεθα. Ὅποιος ἀγαπᾷ τὸ Θεὸ καὶ μένει πιστὸς σ᾽ αὐτόν, στὸ τέλος καὶ ἀπὸ τὶς θλίψεις θὰ βγῇ ὠφελημένος.
Γι᾽ αὐτὸ ἂς ὑπομένουμε τὶς θλίψεις μὲ ἐλπίδα στὸ Θεὸ καὶ θάρρος στὴ νίκη. Ἕνας πιστὸς ποιητὴς ἔγραψε·
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν᾽ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾽ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν᾽ ἀπελπισθῶ;».
Κι ἂν ὑποτεθῇ ὅτι μὲ ἐγκατέλειψαν ὅλοι, καὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι καὶ γνωστοί, καὶ βρίσκομαι σὲ δύσκολη θέσι καὶ δὲν ἔχω ποῦ νὰ στηριχθῶ καὶ ποῦ νὰ σταθῶ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶνε ὁ Θεός μου, πῶς μπορῶ νὰ ἀπελπιστῶ;
Στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ λοιπόν, ποὺ ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας, νὰ ἔχουμε τὴν ἐλπίδα μας, τὴν πίστι μας, καὶ ὁ Θεὸς δὲ θὰ μᾶς ἐγκαταλείψῃ ποτέ· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Τριποτάμου – Φλωρίνης 16-8-1992)
_______________________
ΣTA ΡOYMANIKA
_________________________
PREDICA MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA
LA DUMINICA A IX-A DUPĂ RUSALII
(MATEI 14, 22-34)
VIAŢA NOASTRĂ – O MARE FURTUNOASĂ
Iubiţii mei, aţi auzit sfânta şi sfinţita Evanghelie. Evanghelia de astăzi demonstrează că Hristos nu este doar om ca noi, ci este şi Dumnezeu. Este Dumnezeul-Om. Acest lucru îl predică minunea pe care aţi auzit-o. O minune mare, de trei ori mare, care a avut loc în continuarea celeilalte minuni, despre care a vorbit Evanghelia din duminica trecută. Acolo se spunea că Hristos cu cinci pâini şi doi peşti a săturat cinci mii de oameni în pustie. După aceasta, Domnul S-a suit în munte, ca să se roage singur, în noapte. Ucenicii au urcat la porunca Lui într-o barcă mică din lacul Ghenizaret sau marea Galileii, ca să iasă pe malul celălalt. Călătoreau singuri, fără Domnul. La început era linişte. Dar, deodată, şi în timp ce mijea de ziuă, s-a ridicat un val puternic. Barca se zdruncina şi era în pericol să se scufunde. Atunci s-a arătat acolo Hristos păşind pe deasupra apelor. Înfricoşătoare privelişte. Ucenicii, doar ce L-au văzut, s-au tulburat şi au spus că este o nălucă. Însă nu era o nălucă. Era El însuşi.
Petru şi-a făcut curaj şi a spus:
– Tu eşti Doamne? Dacă eşti Tu, spune-mi să vin la Tine, păşind şi eu pe deasupra apelor. Domnul i-a făcut acest dar.
-Vino, i-a spus. Şi Petru a început să păşească pe deasupra valurilor. Văzând însă vântul puternic, s-a înfricoşat şi a început să se scufunde.
– Doamne, mântuieşte-mă!, strigă cu agonie.
Hristos îşi întinde imediat mâna şi îl prinde.
– “Puţin credinciosule” – îi zice – “de ce te-ai îndoit?” (Matei 14, 31).
Şi imediat ce au intrat în barcă s-a făcut linişte. L-au slăvit pe Dumnezeu şi I-au spus lui Hristos: “Cu adevărat, Tu eşti Fiul lui Dumnezeu!” (Matei 14, 33).
***
Aceasta este pe scurt Evanghelia de astăzi. Minunea aceasta arată că Hristos stăpâneşte peste toate: soare, lună, stele, pământ, vânturi, mare, lacuri, râuri, copaci, animale, toate. Este Stăpânul a toate.
Şi noi, iubiţii mei, cu toate că ne aflăm pe uscat, totuşi călătorim pe mare, suntem într-o barcă. Care este această barcă? Viaţa omenească. Din ziua în care se naşte omul până la sfârşitul vieţii, el este în această barcă, care e în pericol din parte valurilor, a valurilor sălbatice.
Care sunt aceste valuri? Un val este boala. În timp ce eşti sănătos, deodată te îmbolnăveşti, cazi la pat, eşti în pericol să mori; acesta este un val imens. Vrei altul? Iată, văduvia; în timp ce eşti căsătorit, îţi pierzi femeia şi rămâi singur. Ce lovitură este şi pentru femeie să-şi piardă bărbatul şi să rămână văduvă cu copii mici! Dar şi pentru copii este un mare val să fii orfan. Un val este şi şomajul; să fie cineva fără loc de muncă, să caute de muncă şi să nu poată găsi. Un val este şi sărăcia: să nu aibă omul cele indispensabile să-şi acopere nevoile. Dar valuri nu sunt oare şi nedreptatea, calomnia sau divorţul?… Plină de valuri este viaţa aceasta. Şi în sfârşit cel mai sălbatic val: moartea, pierderea vieţii, val care vine să afunde trupul nostru în mormânt. Dar vorbind limba Evangheliei, trebuie să spunem că cel mai groaznic din toate valurile este – care? – Păcatul! Cel care persistă nepocăit, în păcat, fie că acesta se numeşte furie sau mânie, ori desfrânare, adultery sau prostituţie, ori furt sau crimă, ori alt păcat, acesta se scufundă nu în mormânt, ci în iad – sufleteşte şi trupeşte.
Ce trebuie să facem acum? Să deznădăjduim? Nu, iubiţii mei. Să prindem şi noi curaj, să avem o credinţă nezdruncinată în Dumnezeu. Bunul Dumnezeu vine şi îl ajută pe om, nu îl lasă. Şi omul credincios vede pretutindeni mâna lui Dumnezeu. O vede continuu în viaţa lui; şi atunci când este mic, şi când creşte şi când se face bătrân, întotdeauna el vede mâna lui Dumnezeu. Şi nu doar persoane, ci şi grupuri, familii şi popoare şi societăţi, văd ocrotirea Lui.
Mica noastră patrie a văzut de multe ori în istorie mâna lui Dumnezeu. În 1922, în Asia Mică, de pildă, a fost o mare nenorocire. Au venit turcii, au masacrat, au ucis, au ars, au devastate totul. S-a vopsit cu sânge valul Mării Egee. Marea s-a înroşit de sângele victimelor. Toţi erau disperaţi. Unul singur nu a disperat: episcopul Smirnei, ultimul ierarh al cetăţii, etno-martirul Hrisostomos. A liturghisit pentru ultima dată în biserica Sfintei Fotini şi a spus cu lacrimi în ochi: “Dumnezeu ne încearcă credinţa. Îndrăzniţi, eleni, vor răsări şi zile mai bune!…”. Şi, într-adevăr, au venit zile mai bune. Cei aproximativ două milioane de refugiaţi, care au plecat atunci din Asia Mică, au venit în Elada, au lucrat cinstit şi au făcut pământul să înflorească ca nişte rodii. Prin sudoarea lor, ţara noastră a devenit în puţin timp atât de îndestulată, încât a început să facă şi export din produsele ei valoroase în alte ţări din afară. Şi doar din punct de vedere material? Chiar şi etnic de mult bine a beneficiat ţara noastră. A ieşit şi de aici “din amar dulce”, din nenorocirea naţională un important beneficiu naţional. S-a constatat că sunt în afara teritoriilor ei şi turcii şi bulgarii şi sârbii şi alţii, iar Elada a câştigat o admirabilă uniformitate. A devenit una din cele mai omogene ţări. Iată mâna lui Dumnezeu!
Cele cinstite şi scumpe ştim că sunt în pericol.
Şi astăzi, patria noastră este încercată. Precum în vremurile strămoşilor noştri, aşa şi în zilele noastre, este încercată în marea furtunoasă a ameninţărilor şi a capcanelor diplomatice. Doar credinţa, nezdruncinata credinţă, poate să facă minunea. E sufficient ca Elada să repete Domnului strigătul lui Petru: “Doamne, mântuieşte-mă!” (Matei 14, 30).
Şi astăzi, familia, ca instituţie, este afectată de valurile concepţiilor, obiceiurilor şi legilor moderne. Criminalitatea pruncilor este în creştere. Sfântul Cosma Etolianul, care este sărbătorit în august, zicea: Când veţi vedea că se golesc bisericile, se vor umple închisorile. Şi s-au umplut deja de criminali şi de terorişti. Aceste lucruri păţeşte cel care fuge de Dumnezeu. Soţii, care îşi văd barcă luând apă, să îngenuncheze şi să strige: “Doamne, mântuieşte-ne casa! Întindeţi mâna şi păzeşte-ne, să nu ne scufundăm!”
Şi credinţa fiecăruia dintre noi este încercată astăzi. Are de înfruntat vânturile rătăcirii, curentele raţionalismului, furtunile ereziilor, valurile ironiei, batjocurii, puţinei credinţe. “Doamne, mântuieşte-ne!”, să spună fiecare din noi şi “Înmulţeşte-ne nouă credinţa!” (Matei 14, 30; Luca 17,5).
***
Iubiţii mei, aceste puţine lucruri am vrut să vi le spun.
Toţi în acestă viaţă suntem încercaţi. Încercăm necazuri. Necazurile sunt valurile, care lovesc barca vieţii noastre zi de zi. Călătorim pe o mare în furtună. Dar să nu deznădăjduim! La capăt ne aşteaptă limanul.
Într-un sat din regiunea noastră a avut loc un deces. A murit nu vreun bătrân, ci o copilă tânără de douăzeci de ani. În floarea vârstei. A venit moartea şi a luat-o pe această fată binecuvântată, pentru care părinţii ei îşi făceau vise de aur. A luat-o şi se tânguieşte acum întreg satul. Ne vom duce acum să cântăm acolo slujba de ieşire, înmormântarea, şi să-i mângâiem pe cei îndoliaţi, pe cei ce plâng. Mângâierea noastră este credinţa în învierea de obşte.
Câţi vrem să ne mântuim, aici pe acest pământ vom trece prin necazuri, multe necazuri. Nu o spun eu. O spune de Dumnezeu insuflatul cuvânt: “Prin multe necazuri trebuie să intrăm noi în Împărăţia lui Dumnezeu” (Fapte 14, 22); ca să ne învrednicim adică împărăţiei celei cereşti, se cuvine să trecem prin furtuna necazurilor. Dar să nu deznădăjduim! Cine Îl iubeşte pe Dumnezeu şi rămâne credincios Lui, la sfârşit, şi din necazuri va ieşi folosit.
De aceea, să răbdăm necazurile cu nădejdea în Dumnezeu şi cu curaj în victorie. Un poet credincios a scris:
“Şi chiar dacă nu-mi rămâne-n lume
Un loc unde să mă sprijin sau să stau,
Acolo sus e Dumnezeul meu;
Cum aş putea să deznădăjduiesc?”.
Şi să presupunem că m-au părăsit toţi, şi rude şi prieteni şi cunoscuţi, şi că mă aflu într-o situaţie dificilă şi nu am unde şi nu am pe ce să mă sprijin şi unde să stau, acolo sus este Dumnezeul meu, cum pot să deznădăjduiesc?
Aşadar, în Domnul nostru Iisus Hristos, Care trăieşte şi împărăţeşte în veci, să avem nădejdea noastră, credinţa noastră, şi Dumnezeu nu ne va părăsi niciodată. Amin.
†Episcopul Augustin
(Sfânta Biserică a Sfântului Gheorghe Tripotamou – Florina 16.08.1992)
(traducere: ML, sursa: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=14064)


Be the first! 
ΕΟΡΤΑΖΕΙ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἕνας ἥρωας τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἄνδρες τοῦ ἀρχαίου κόσμου, τῆς ἐποχῆς τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης.
Η ουνία δεν είναι ελληνική λέξι, είναι λέξι ξένη, πολωνικής μάλλον προελεύσεως, πού και μόνο αυτή αρκεί ν’ αποδείξει ότι η Ορθοδοξία δέχεται επιβουλή εκ μέρους εχθρών της πού έρχονται από έξω. Η ουνία είναι ένα από τα όπλα πού χρησιμοποιεί η παπική προπαγάνδα για να υποτάξει την Ορθόδοξο Εκκλησία.
ΠΟΛΛΕΣ θρησκεῖες, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν στὸν κόσμο. Ἀλλ᾽ ἂν ῥωτήσετε ὄχι μόνο τοὺς ἀνθρώπους μὰ καὶ τὶς πέτρες ἀκόμα, θὰ φωνάξουν, ὅτι ἡ μόνη ἀληθινὴ εἶνε αὐτὴ ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὴ διδασκαλία του καὶ τὸ τίμιο αἷμα του.
ΤΟ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, διηγεῖται ἕνα θαῦμα. Τί θὰ πῇ θαῦμα; Θαῦμα εἶνε κάτι τὸ ἔκτακτο, ἔξω ἀπὸ τὴν φυσικὴ τάξι, ἔξω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους ποὺ ὥρισε ὁ Θεός. Τὸ νερὸ δὲ γίνεται λάδι, δὲ γίνεται κρασί, δὲ γίνεται γάλα· ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ περπατήσῃ πάνω στὴ θάλασσα· λίγα ψωμιὰ δὲ φτάνουν γιὰ νὰ χορτάσουν χιλιάδες ἄνθρωποι· ἕνας νεκρὸς δὲ σηκώνεται ἀπὸ τὸν τάφο. Καὶ ὅμως στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς καὶ τὸ νερὸ τὸ ἔκανε κρασί, καὶ πάνω στὴ θάλασσα περπάτησε σὰ νὰ ἦταν ξηρά, καὶ πέντε ψωμιὰ εὐλόγησε καὶ χόρτασε χιλιάδες ἀνθρώπους, καὶ νεκροὺς ἀνέστησε ἀπὸ τὸν τάφο. Αὐτὰ λέγονται θαύματα. Ἔκανε θαύματα ὁ Χριστός· ὄχι ἕνα καὶ δυό, ἀλλὰ πολλά. Κι ὅλα τὰ θαύματά του ἀποδεικνύουν, ὅτι εἶνε ἀληθινὸς Θεός.
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Μᾶς διηγεῖται ἕνα θαῦμα, ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ θαῦμα εἶνε, ὅτι θεράπευσε δυὸ ἀνθρώπους μέσα σ᾽ ἕνα δευτερόλεπτο.
Η Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, τιμᾷ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους. Τοὺς τιμᾷ μὲ ξεχωριστὴ ἑορτὴ τὸν καθένα, ἀλλὰ τοὺς τιμᾷ καὶ ὅλους μαζὶ μὲ μία κοινὴ ἑορτὴ ἡ ὁποία ὡς γνωστὸν τελεῖται στὶς 30 Ἰουνίου. Καὶ δικαίως τοὺς ἀποδίδεται αὐτὴ ἡ τιμή. Διότι οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι εἶνε οἱ στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας, εἶνε οἱ γίγαντες τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, εἶνε οἱ μεγάλοι εὐεργέται τῆς ἀνθρωπότητος.
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει; Λέει, ὅτι δὲν πρέπει νὰ γίνουμε σκλάβοι, σκλάβοι τοῦ «μαμωνᾶ» (Ματθ. 6,24). Μὰ ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ὁ «μαμωνᾶς»;
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο; Ἐρωτῶ, γιατὶ πολλοὶ ἔχουν αὐτιά, μὰ τὸ Εὐαγγέλιο ὄχι μόνο δὲν θέλουν νὰ τὸ ἀκούσουν ἀλλὰ καὶ τὸ κοροϊδεύουν. Τὸ Εὐαγγέλιο πάλιωσε, λένε· σήμερα δὲν ἰσχύει…
ΤΟΝ λόγο αὐτὸν τοῦ εὐαγγελίου θὰ προσπαθήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια νὰ ἑρμηνεύσω, ἀγαπητοί μου, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὑπάρχουν αὐτιὰ ἕτοιμα νὰ δεχθοῦν τὸν οὐράνιο σπόρο.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ποὺ ἀνοίγουν τὰ στόματά τους καὶ χλευάζουν τὰ ὅσια καὶ ἱερά, καὶ προσπαθοῦν νὰ ξερριζώσουν ἀπ’ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τὴν πίστι στὸ Θεό. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς λένε μὲ τρόπο δόλιο· Καλὰ εἶν’ αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ κηρύττει ἡ ᾿Εκκλησία, ἀλλὰ ποιός τὰ κάνει;… Ὁ λόγος αὐτὸς σπέρνει ἀπιστία. «Ποιός τὰ κάνει;…»· θέλουν δηλαδὴ νὰ ποῦν, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο πάλιωσε πλέον. Ἀλλὰ ὁ ἥλιος μπορεῖ νὰ παλιώσῃ, τὸ Εὐαγγέλιο δὲν παλιώνει. Αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, γι᾿ αὐτὸ θέλουν ἕνα καινούργιο «εὐαγγέλιο», ἀντιευαγγέλιο, «εὐαγγέλιο» τοῦ ἀντιχρίστου. Τί ἔχουμε ν’ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτούς; Ὅτι, καὶ ἕνας ἀκόμη μέσ᾿ στὰ δισεκατομμύρια ἂν παρουσιαστῇ νὰ ἐφαρμόζῃ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀρκεῖ αὐτὸς ν’ ἀποδείξῃ, ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε δυνατή. Ἐφ’ ὅσον ἕνας τὸ ἐφήρμοσε, μποροῦν νὰ τὸ ἐφαρμόσουν καὶ οἱ ἄλλοι· διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶνε τοῦ αὐτοῦ φυράματος.
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶναι μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Ἑορτάζει τὸ Πνεῦμα. Ὄχι ἁπλῶς τὸ πνεῦμα. Ὑπάρχει πνεῦμα μὲ πῖ μικρὸ καὶ Πνεῦμα μὲ πῖ κεφαλαῖο.
Η Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν εἶνε ἔργο ἀνθρώπων· εἶναι θεοκατασκεύαστο ἵδρυμα. Καὶ σήμερα πανηγυρίζει τὰ γενέθλιά της.
Η ΓΗ, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε ἡ μόνιμη κατοικία μας· ὡρίσθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς προσωρινὴ κατοικία μας. Ἡ αἰώνια πατρίδα καὶ ἡ μόνιμη κατοικία μας εἶνε οἱ οὐρανοί. Ἡ γῆ αὐτή, ποὺ τόσο μᾶς κρατάει προσκολλημένους μὲ τὶς ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις της, μὲ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὶς ἀπολαύσεις της, θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ θὰ καταστραφῇ. Διότι εἶνε ὕλη, καὶ ἡ ὕλη εἶνε φθαρτή. Ἔγινε ἐν χρόνῳ, καὶ κάθε τι ποὺ ἔγινε ἐν χρόνῳ ἔχει καὶ τέλος.
ΣHMEPA, αγαπητοί μου, είναι εορτή. Kάθε εορτή που ορίζει η αγία μας Eκκλησία έχει το σκοπό της. Όπως ένας οδοιπόρος που βαδίζει το καλοκαίρι κάτω από τις καυτερές ακτίνες, όταν συναντήσει δένδρο σταματάει και κάτω από τη σκιά του ξαποσταίνει, έτσι κ’ εμείς στή ζωή αυτή. Zούμε σ’ ένα κόσμο έρημο από μεγάλα και υψηλά αισθήματα. Yποφέρουμε από πολλές θλίψεις. Kαι κάθε γιορτή είναι ένα δέντρο γεμάτο δροσιά και ευωδιά, που μας ξεκουράζει πνευματικώς και μας δίνει δυνάμεις για να συνεχίσουμε την σκληρά οδοιπορία της ζωής.