Κυριακὴ τῶν Βαΐων (Ἰωάν. 12,1-18)
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Iωάν. 12,13)
Σήμερον, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, σήμερον εἶνε ἑορτὴ μεγάλη, ἔνδοξος ἡμέρα. Εἶνε δεσποτικὴ ἑορτή· εἶνε ἡ Βαϊφόρος.
Νὰ διηγηθῶ τὸ ἱστορικὸ τῆς σημερινῆς ἡμέρας; Τὸ ξέρετε ὅλοι. Καὶ τὰ παιδιὰ ἀκόμη ποὺ πᾶνε στὸ δημοτικὸ σχολεῖο, κάποιος καλὸς δάσκαλος τοὺς διηγήθηκε τὴν ἱστορία τῆς σημερινῆς ἡμέρας.
Ὅλοι λοιπὸν γνωρίζομεν, ὅτι σὰν σήμερα στὰ Ἱεροσόλυμα μαζεύτηκαν χιλιάδες λαός. Λένε ὅτι, γιὰ νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα εἶχε συγκεντρωθῆ στὰ Ἰεροσόλυμα τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἕνα ἑκατομμύριο λαός! Καὶ ὅταν ὅλος ὁ λαὸς ἄκουσε ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστός, ἀμέσως ἔγινε κάτι τὸ πρωτοφανές. Ἄφησαν τὶς δουλειές των ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἄνδρες γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἀκόμη. Ἄδειασαν οἱ δρόμοι καὶ πλατεῖες εἰς τὰ Ἰεροσόλυμα. Ἔγινε ἔρημος ἡ πόλις. Καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ λαός, σὰν ποτάμι, σὰν χείμαρρος, βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦνε τὸ Χριστό. Κι ἄλλοι κρατοῦσαν στὰ χέρια των βάϊα, ἄλλοι κρατοῦσαν κλαδιὰ ἐλιᾶς, ἄλλοι στρώνανε χάμω στὸ δρόμο τὰ ροῦχα τους, γιὰ νὰ γίνουν τάπητας νὰ τὰ πατήσῃ ὁ Χριστός. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἐφώναζαν μὲ ὅλη τὴν ἁγνή τους καρδιά· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος…» (Ἰωάν. 12,13). Ἔτσι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, τὰ Ἰεροσόλυμα, ὑπεδέχθη τὸ Χριστό.
Ἡ ἱστορία ἀναφέρει πολλὰς ὑποδοχὰς βασιλέων καὶ αὐτοκρατόρων. Ἀναφέρει, ὅτι αἱ Ἀθῆναι καὶ ἡ Ῥώμη καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις πολλὲς φορὲς ὑπεδέχθησαν βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορας, νικητὰς καὶ θριαμβευτάς, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο ὕστερα ἀπὸ ἕνα νικηφόρο πόλεμο ἐναντίον ἰσχυρῶν ἐχθρῶν. Ἐδῶ στὴν Ἀθήνα οἱ παλαιότεροι ποὺ ἔχουν ἄσπρα μαλλιὰ θὰ θυμοῦνται, ὅτι τὸ 1913 ὅλη ἡ Ἀθήνα σὲ ἕναν ἔξαλλο ἐνθουσιασμὸ ὑπεδέχθη τότε τὸν βασιλιᾶ, ποὺ ἤρχετο νικητὴς καὶ θριαμβευτής, ὕστερα ἀπὸ δύο πολέμους ποὺ ἐδιπλασίασαν τὴν μικρά μας πατρίδα.
Ὑποδοχὲς λοιπὸν θριαμβευτῶν καὶ νικητῶν ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Ἀλλὰ ὅλες αὐτὲς οἱ ὑποδοχές, ποὺ ἔκαναν οἱ λαοὶ γιὰ τοὺς νικητὰς καὶ θριαμβευτάς των, εἶνε πολὺ μικρὲς καὶ ὠχριοῦν μπροστὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν θριαμβευτικὴ εσοδον τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα.
Θά ᾿θελα νά ᾿μουν ζωγράφος. Θά ᾿θελα νά ᾿χα χρώματα ζωηρά, νὰ πάρω τὸ πινέλλο καὶ μπροστὰ στὰ μάτια σας νὰ ζωγραφίσω τὴν ὑπέροχον αὐτὴν εἰκόνα, τοῦ ἀσυλλήπτου μεγαλείου, τὴν εἰκόνα τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα. Μὰ ζωγράφος δὲν εἶμαι οὔτε ποιητής, οὔτε καὶ ῥήτορας εἶμαι. Γι᾿ αὐτὸ ἀποβλέπω σὲ κάτι ἄλλο. Πρὶν βγῆτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, κάτι θὰ πρέπῃ νὰ διδαχθῆτε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἔνδοξο ἡμέρα, τὴν Βαϊφόρον. Ὅλες οἱ λεπτομέρειες διδάσκουν. Καὶ ἀπὸ τὶς λεπτομέρειες τῆς σημερινῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε μερικὰ σημεῖα.
* * *
Καὶ ἐν πρώτοις, ἂς ἐρωτήσωμεν· Πῶς εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς στὰ Ἰεροσόλυμα;
Οἱ βασιλιᾶδες, ποὺ ἀναφέραμε, καὶ οἱ αὐτοκράτορες ἐκάθηντο ἐπάνω σὲ ἄλογα ὑπερήφανα, σὲ ἄλογα ἄσπρα χρυσοστολισμένα, ἢ ἐκάθηντο ἐπάνω σὲ ἅμαξες πολυτελέστατες. Λένε μάλιστα, γιὰ κάποιον τέτοιο βασιλιᾶ καὶ αὐτοκράτορα ὅτι, γιὰ νὰ τρομοκρατήσῃ τὸ λαὸ καὶ νὰ φανῇ ὅτι αὐτὸς εἶνε πιὸ μεγάλος καὶ πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ κάθε ἄλλον βασιλιᾶ, διέταξε τὸ ἁμάξι του νὰ μὴ τὸ σέρνουν ἄλογα, ἀλλὰ νὰ τὸ σέρνουν λιοντάρια. Φαντασθῆτε ἕνα ἁμάξι νὰ τὸ σέρνουν λιοντάρια, τί τρόμος ἦταν στὴ Ῥώμη. Καὶ ἄλλοι ἐκάθησαν ἐπάνω σὲ ἐλέφαντας, καὶ ἄλλοι ἐπάνω σὲ ἄγρια θηρία.
Ἀλλὰ κοιτάξτε, τί διαφορὰ ἔχει ὁ Χριστός μας! Εἶνε ὁ βασιλιᾶς, εἶνε ὁ ποιητὴς τοῦ παντός. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔφτειασε τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τὰ ἄστρα· ποὺ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26). Εἶνε, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, «ὁ τοῖς Χερουβὶμ ἐποχούμενος καὶ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφίμ» (δοξ. ἑσπ. Ὑπαπαντῆς).
Αὐτός, ἐξ ἄκρας ἀγάπης καὶ συγκαταβάσεως πρὸς τὸν ἄνθρωπον, συγκαταβαίνει, ταπεινώνεται τόσο πολύ, ὥστε ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζῷα νὰ διαλέξῃ ἕνα γαϊδουράκι, ἕνα «πῶλον ὄνου» (ἔ.ἀ. 12,15), καὶ ἐπάνω στὴ ῥάχι ἑνὸς τέτοιου ζῴου νὰ καθήσῃ ὁ Χριστός. Καὶ μᾶς διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ὅτι πρέπει νὰ είμεθα ταπεινοὶ στὸν κόσμο αὐτόν. Μᾶς διδάσκει αὐτὸ τὸ γαϊδουράκι, ὁ «πῶλος ὄνου», ὅτι πρέπει ν᾿ ἀγαπήσωμεν τὴν ταπείνωσιν, ἂν θέλουμε νὰ είμεθα Χριστιανοί.
Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ «πῶλος ὄνου» δὲν διδάσκει μόνο αὐτό. Διδάσκει καὶ κάτι ἄλλο. Τί μᾶς διδάσκει; Σημαίνει τὸ ἀθῷο αὐτὸ γαϊδουράκι, ὅπως λέγουν οἱ πατέρες, τὸ ἄλογον μέρος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Σημαίνει τὸ ἄγριον, τὸ πεῖσμα, τὸ πεισματάρικο «γαϊδουράκι», ποὺ κάθε ἄνθρωπος ἔχει, καὶ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθῇ στὸν Θεό. Θέλει ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ κάνῃ τὰ κέφια του, τὰ δικά του θελήματα, καὶ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθῇ στὸ Χριστό.
Σημαίνει ἀκόμη ὄχι μόνον τὸ πεισματάρικο ἄτομον, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔθνη, λέγουν οἱ πατέρες· τὰ εἰδωλολατρικὰ ἐκεῖνα ἔθνη, ποὺ ἦταν βυθισμένα μέσα στὸ πηκτὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῆς πλάνης. Τὰ ἑκατομμύρια ἐκεῖνα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τὰ πάθη τους τοὺς εἶχαν κάνει τέτοιους, ὥστε νὰ καταντήσουν χαμηλότερα καὶ ἀπὸ τὰ τετράποδα ἀκόμα, γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε καὶ ὁ Δαυΐδ, ὅτι «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13). Πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσωμεν· ὅτι ἄνθρωπος ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑποδουλώνεται στὰ πάθη καὶ τὶς κακίες του, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πέφτει σιγὰ – σιγὰ ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ καὶ γίνεται χειρότερος ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ τετράποδα.
Μάλιστα, ἀγαπητοί. Τὸ γαϊδουράκι αὐτό, μόλις κατάλαβε ὅτι τὸ ζητάει ὁ Χριστός, ―γιατὶ καὶ τὰ ζῷα ἔχουν κάποια διαίσθησι―, ἔτρεξε μὲ πόθο. Μὲ χαρὰ ἐδέχθη ἐπάνω στὴ ῥάχι του τὸ Χριστό. Καὶ πόσο θὰ καμάρωνε ποὺ εἶχε τὸ Χριστὸ ἐπάνω του! ὅπως εἶπα, καὶ τὰ ζῷα κάτι αἰσθάνονται.
Ἕνας φίλος μου ἱεροκήρυξ μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. Κάποτε περιώδευε καὶ ἔφθασε κουρασμένος σ᾿ ἕνα χωριό. Ὅταν ἔφθασε, ἐπῆγε στὴν πλατεῖα νὰ μιλήσῃ. Δὲν ἔδειξαν μεγάλη προθυμία οἱ ἄνθρωποι γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μολονότι ὁ ἱεροκήρυξ περνοῦσε μιὰ φορὰ τὸ χρόνο· ἔπρεπε ν᾿ ἀφήσουν κάθε δουλειὰ καὶ νὰ πᾶνε ν᾿ ἀκούσουν τὰ ζωντανὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῷ λοιπὸν ὁ ἱεροκήρυκας ἦταν στὴν πλατεῖα καὶ ἔβλεπε ὅτι ὁ λαὸς Read more »