Αυγουστίνος Καντιώτης



Σαν το νεωτερο, ἢ σαν τον πρεσβυτερο; «Ην δε ὁ υιος αυτου ὁ πρεσβυτερος ἐν ἀγρω…» (Λουκ. 15,25) – Δωστε μου ἁμαρτωλους που λενε «Ἥ­μαρτον εις τον ουρανον & ἐνωπιον σου» (Λουκ. 15,18,21)· ειναι χιλιες φορες ἀνωτεροι ἀπο ᾽κεινους που θεωρουν τον ἑαυτο του δικαιο & περιμενουν βραβειο (Ομιλια Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου Καντιωτου)

date Μαρ 2nd, 2024 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΑ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2602

Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου (Λουκ. 15,11-32)
3 Μαρτίου 2024
Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος π. Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Σαν το νεωτερο, ἢ σαν τον πρεσβυτερο;

ασωτου ιστ«Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ…» (Λουκ. 15,25)

Ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοί μου, ἡ δεύτερη τοῦ Τριῳδίου, ὀνομάζεται Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου, ἀπὸ τὴν περίφημη παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ (βλ.Λουκ. 15,11-32). Εἶνε τὸ διαμάντι, τὸ εὐ­αγγέλιο τῶν εὐ­αγ­γελίων, ἡ καρδιὰ τῆς Και­νῆς Διαθήκης, τὸ σωσίβιο ποὺ ὅποιος ἁ­μαρτωλὸς τὸ πιάσῃ θὰ σωθῇ. Καὶ ἂν τίποτε ἄλ­λο δὲν ἐδίδασκε ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἔφτανε καὶ μόνη ἡ παραβολὴ αὐτὴ νὰ βεβαιώσῃ, ὅ­τι αὐτὸς ποὺ τὴν εἶπε δὲν εἶνε ἕνας κοι­νὸς ἄν­­θρω­πος· εἶνε ὁ Πλάστης τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ξέρει τόσο καλὰ τὴν ἀνθρώπινη καρδιά.
Τί μᾶς λέει; Βλέπουμε ἕνα πατέρα μὲ δυὸ παιδιά, ἕνα μεγαλύτερο – ἕνα μικρότερο. Ὁ μικρὸς φεύ­γει μακριὰ στὰ ξένα, ζῇ ἀσώτως, ἀλλὰ τέλος μετανοεῖ καὶ ἐ­πιστρέφει. Ὁ ἄλλος, ὁ μεγάλος, μένει πάντα κοντὰ στὸν πατέρα.
Οἱ ἱεροκήρυκες μιλοῦν συνήθως γιὰ τὸ μικρό, τὸν ἄσωτο υἱό· ἐγὼ σήμερα θέλω νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸν πρεσβύτερο υἱό. Γιατί; Διότι νομίζω, ὅτι ὅσοι βρισκόμαστε στὴν ἐκκλησία συγγενεύουμε – μοιά­ζουμε μᾶλλον μ᾽ αὐτόν. Ἂς προσπαθήσω νὰ ζωγρα­­φίσω τὴν εἰκόνα του.

* * *

Ὁ πρεσβύτερος υἱός (ἔ.ἀ. 15,25), τὸ μεγάλο παιδί, δὲν ἀκολούθησε τὸ δρόμο τοῦ μικροῦ, δὲν ἐγ­κατέλειψε τὸν πατέρα. Ἔμεινε στὸ πατρικό, ἦταν ὑπάκουος, ἔ­κανε ὅ,τι ἔλεγε ὁ πατέρας. Στενὸ ὅμως σύνδεσμο μὲ τὸν πατέρα δὲν εἶχε. Μᾶλλον τυπικὰ ἐκ­τελοῦσε τὶς ὑποχρε­ώσεις του. Σὰν νὰ τὸν βλέ­πω. Πρωὶ – πρωί, προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, ἔ­παιρ­νε τὴν ἀξίνα, τὰ γεωρ­γι­κὰ ἐρ­γα­λεῖα, ἔ­βγαινε στὸν κάμπο, ἔσκα­βε – καλλι­ερ­γοῦ­σε τὴ γῆ, καὶ τὸ δειλινὸ γύριζε στὸ σπίτι. Ἔτσι περ­­νοῦσαν οἱ μέρες· μονότο­να, σκληρά, τυπικά, χωρὶς κάτι πιὸ οὐσιαστικὸ στὴ σχέσι του μὲ τὸν πατέρα. Μὰ κάποτε συν­έβη ἕνα ἔκτακτο ποὺ τὸν τάραξε.
Εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλιος. Κουρασμένος ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸ χωράφι. Καὶ νά, βλέπει ἀπὸ μα­κριὰ τὸ σπίτι τους φωταγωγημένο (ὅπως γίνεται σὲ μεγάλες γιορτὲς στὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀ­θηνῶν, ποὺ φαίνεται ἀπὸ παντοῦ φωταγωγη­­μένη κι ὁ κόσμος ῥωτάει τί συμβαίνει). Ἔ­τσι αὐτός, μόλις εἶδε τὸ ἀρχοντικὸ τοῦ πατέρα, πάνω σὲ λόφο, νὰ κολυμ­πάῃ στὸ φῶς, ἀ­ποροῦσε· Τί νὰ συμβαίνῃ; αὐτὸ δὲν ξανάγινε· μήπως μᾶς ἦρθε καν­ένας ἐπίσημος, κι ὁ πατέ­ρας θέλησε νὰ τὸν τιμήσῃ;… Πλησιάζει· ἀ­κούει χαρούμενα τραγούδια καὶ χορούς, ἡ ἀ­πορία του μεγαλώνει. Βλέπει κάποιον ὑπηρέ­τη τους καὶ τὸ ῥωτάει· –Τί συμβαίνει; –Γύρισε ὁ ἀ­δερφός σου, λέει ἐκεῖνος μὲ χαρά. Αὐ­τὸς ὅμως μένει ἀνέκφραστος. Τί ἔπρεπε νὰ κά­νῃ σὰν ἀδερφός, δὲν ἔπρεπε νὰ χαρῇ;
• Ἤμουν 15 ἐτῶν παιδὶ τὸ 1922 ὅταν συνέβη ἡ καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τριακόσες χι­λιάδες στρατός (τ᾽ ἀδέρφια μας, οἱ πατερά­δες μας, συγγε­νεῖς καὶ φίλοι μας) πολεμοῦ­σαν ἐκεῖ. Ἐδῶ ὅ­λοι ἀ­γωνιοῦσαν. Μανάδες κι ἀδερ­φές μας δὲν εἶ­χαν ὕπνο. Ἄ­­κουγες μὲ πόνο στὶς ἐκκλησιές· Θεέ μου, νὰ γυ­­ρίσουν μὲ καλό!… Ἐπὶ τέλους νά κ᾽ ἔρ­χον­ται. Μὰ πῶς; ῾Ράκη, κου­ρέλια! μὲ γένεια, ξυπό­­λητοι, μὲ πόδια ματωμένα, μὲ στολὲς κατε­στραμμένες, μὲ τὴν ψυ­χὴ στὰ δόντια. Στὴν Πάρο, ὅταν ἀ­κούστηκε ὅ­τι ἔρχον­ται οἱ μαχηταί, βγῆκαν ὅλοι ἔξω ἀπ᾽ τὸ χωριό. Στὴ συ­νάντησι ἔπεσαν τ᾽ ἀδέρφια πάνω στ᾽ ἀδέρφια, οἱ μάνες πάνω στὰ παιδιά, οἱ γυναῖκες στοὺς ἄντρες τους· συγκίνησι βα­θειά, κλαυ­θμὸς μεγάλος. • Ἄλλο παράδει­γμα. Με­τὰ ἀπὸ μεγάλο ναυάγιο, ὅ­ταν οἱ διασωθέντες ἦρθαν στὸν Πειραιᾶ, ἕ­νας μικρὸς ἀδερφὸς ἀγ­κάλιασε τὸν μεγαλύτερο καὶ δὲν ξεκολλοῦσε ἀπὸ πάνω του.
Πρεσβύτερε υἱὲ τῆς παραβολῆς, μεγάλο παιδὶ τοῦ πατέρα! αὐτὸς ποὺ ἐπέστρεψε ἦταν ναυαγός, ἦ­ταν αἰχμάλωτος. Ὁ Ντοστογιέφσκυ λέει, ὅτι μπορεῖ νά ᾽νε κανεὶς αἰ­χμάλωτος στὰ κάτεργα τῆς Σιβηρί­ας, χαμάλης ἁλυσοδεμένος ἢ φυλακισμένος μὲ χει­ρο­πέδες, κι ὅμως νά ᾽νε ἐλεύθερος, ὅπως οἱ πολι­ορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου· καὶ μπορεῖ νὰ κυκλο­φορῇ μὲν ἐ­λεύθερος, ἀλλὰ νά ᾽νε δέσμιος παθῶν.
Ὁ ἄσωτος υἱὸς ἦταν αἰχμάλωτος τῶν σωμα­τι­κῶν παθῶν· καὶ μόλις κατώρθωσε, μὲ μιὰ ἀ­νάτασι ψυχῆς, νὰ σπάσῃ τὰ δεσμὰ τοῦ σατα­νᾶ, ν᾽ ἀποδρά­σῃ ἀπὸ τὴ χώρα τοῦ σκότους στὴ χώρα τοῦ φωτός, ἀπ᾽ τὴ κλαβιὰ στὴ ­λευτεριά. Εἶδα αἰχμάλωτο ἀ­ξιωματικὸ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ποὺ τὸν συνέλα­βαν οἱ Τοῦρ­κοι καὶ τὸν πῆραν στὴ Σεβάστεια, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὅ­ταν γύρισε πίσω στὸ χω­ριό του ἔ­πε­σε χάμω καὶ φιλοῦσε τὸ χῶμα. Εἶ­νε γλυκειὰ ἡ πα­τρίδα, γλυκειὰ ἡ ἐλευθερία. Ὁ ἄσωτος λοιπὸν ἦταν αἰ­χμάλωτος· δὲν ἔπρε­πε ὁ ἀδελφός του νὰ τὸν ὑποδεχθῇ μὲ χαρά;
Ἦταν ναυαγός, εἶχε σωθῆ ἀπὸ φοβερὸ πέλα­γος. Τὰ ναυάγια σὲ ὠκεανοὺς εἶνε λίγα, σπάνια· τὰ πολλὰ εἶνε κάποια ἄλλα. Δὲν εἶνε ναυά­γιο π.χ. τὸ διαζύ­γιο ποὺ διαλύει μιὰ οἰκογένεια; δὲν εἶνε ναυάγιο ἡ χρεωκοπία ἑ­νὸς ἐμ­πόρου; δὲν εἶνε ναυάγιο, ἕνα παιδὶ μὲ προσ­όντα, ποὺ ἡ οἰ­κογένειά του ἐλπίζει νά ᾽χῃ μέλλον λαμπρό, νὰ πέφτῃ στὰ χέρια γυναίκας πονηρῆς; δὲν εἶνε ναυάγιο, τὰ παιδιὰ νὰ παίρνουν δρόμο στραβό;… Ἔτσι ἦταν κι ὁ ἄσωτος· κ᾽ ἔ­πρεπε ὁ μεγάλος ἀδελφὸς νὰ τὸν δεχτῇ μὲ χαρά.
Καὶ ὅμως δὲν χάρηκε. Κάθησε ἀπ᾽ ἔξω, δὲν ἔμ­παι­νε μέσα· κι ἄρχισε νὰ θυμώνῃ, νὰ κακολογῇ. Ποιός τὸν ἐμπόδιζε νὰ μπῇ στὸ πατρικό του; Ἕνα δαιμόνιο. Ποιό; Ὁ μικρὸς εἶχε τὸ δαιμόνιο τῆς ἀσωτίας, αὐτὸς εἶχε δαιμόνιο χει­ρότερο· εἶχε τὸ σατανᾶ ποὺ λέγεται φθόνος. Ὤ ὁ φθόνος! εἶνε ἀρχαῖος ὅσο κι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ φθόνος ἔκανε τὸν Κάιν νὰ σκοτώ­σῃ τὸν Ἄ­βελ, ἔκανε τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ νὰ ῥίξουν στὸ λάκκο τὸν Ἰωσὴφ καὶ νὰ τὸν πουλήσουν σὲ ἐμ­­πόρους τῆς Αἰγύπτου. Ὁ φθόνος διαλύει, κα­ταστρέ­φει. Αὐτὸς λοιπὸν ἔκανε καὶ τὸν πρεσβύτερο ν᾽ ἀλ­λάξῃ χρῶμα, νὰ κιτρινίσῃ.
Κάθησε ἔξω καὶ τί ἔκανε; «Ὡργίσθη». Κατη­γοροῦσε τὸν πατέρα ὡς ἄδικο. Σοῦ δουλεύω τόσα χρόνια, λέει, καὶ ποτέ σου δὲν μοῦ ᾽δωσες ἕνα κατσικάκι νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου. Μετὰ ἔ­σταξε φαρμά­κι γιὰ τὸν ἀδελφό του· τὸν εἶπε ἀλήτη. Ἐγὼ νὰ κάθωμαι ἐδῶ νὰ σοῦ δουλεύω, κι αὐτὸς ὁ ἀ­λήτης νὰ σοῦ τρώῃ τὴν περιουσία γλεντών­τας μὲ πόρνες… Ἀλήτης ὁ ἀδελφός, ἄδικος ὁ πατέρας.
Ὁ πατέρας βγῆκε ἔξω· –Ντροπή, παιδί μου, λέει· ἦρθαν μέσα συγγενεῖς, φίλοι, ξένος κόσμος· ἐσὺ δὲν θὰ χαρῇς μαζί μας; ἔλα μέσα. –Ὄχι!… Πεισμάτωσε σὰν ἐκεῖνα τὰ ζῷα ποὺ στυλώνουν τὰ πόδια καὶ δὲν κινοῦνται. Ὁ φθό­νος τὸν εἶ­χε ἀλλοιώσει. Τελικὰ τί ἔκανε; δὲν τὸ λέει ἡ παραβολή, τ᾽ ἀφήνει μετέωρο. Ὁ ἱε­ρὸς Χρυσόστομος λέει, ὅτι δὲν μπῆ­κε μέσα, ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔξω ἀπὸ τὴ χαρά.

* * *

Τί δείχνει λοιπὸν αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ; Καὶ οἱ δύο ἦ­ταν ἔνοχοι ἀ­πέναντι στὸν πατέρα· ὁ μικρὸς γιὰ τὴν ἀσωτία, ὁ μεγάλος γιὰ τὸ φθόνο καὶ τὴν κακία του.
Ὑπάρχουν, ἀδελφοί μου, δυὸ εἰ­­δῶν ἁμαρτή­ματα. Τὸ ἕνα εἶνε ὁρατά, τὰ βλέπεις, εἶνε σωματικά· μέθη π.χ., κραιπάλη, κλοπή, μοιχεία, πορνεία κ.λπ.. Τὰ ἄλλα, τὰ ἀόρατα, τὰ βλέπει μόνο ὁ Θεός, εἶνε πνευμα­τικά· κακία π.χ., μοχθηρία, ὑπερηφάνεια, ζήλεια, φθόνος κ.λπ.. Νὰ ξέρουμε πάντως, ὅτι τ᾽ ἁ­μαρτή­ματα τοῦ πνεύματος εἶνε βαρύτερα ἀπὸ τ᾽ ἁ­μαρτήματα τῆς σαρκός. Νὰ τὸ ἐξηγήσω αὐτό.
Ἕνας ἄντρας ἢ μία γυναίκα, ποὺ τοὺς παρέ­συρε ἡ σάρκα καὶ ἔπεσαν, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ μετανοήσουν. Δὲν ἔχουμε πόρνες ποὺ ἁγίασαν; – καὶ μὴ σκανδαλιστῇ κάποιος ποὺ μιλάω ἔτσι· γιὰ πορ­νεία μιλάει σήμερα καὶ ὁ ἀπόστο­λος (βλ. Α΄ Κορ. 6,15-18) καὶ τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 15,30), δὲν θὰ γίνω λοι­πὸν ἐγὼ εὐγενέστερος. Κοιτάξτε ποῦ καταν­τήσαμε· τὸ κακὸ γίνεται, ἀλλὰ μὴν τὸ λέμε μὲ τ᾽ ὄνομά του! γι᾽ αὐτὸ στὴν ἐποχή μας καὶ ἡ πόρνη λέγεται φιλενάδα. Ὦ κόσμε, ντουνιᾶ ψεύτη, μὲ τὸν εὐφημισμό σου! ἐμ­φανίζουν τὴν ἁμαρτία ἐξευγενισμένη· σήμερα τὴν ἐκμηδενίζουν, αὔριο θὰ τὴν ἀμνηστεύουν.
Μιὰ πόρνη ἢ ἕνας ἄσωτος μπορεῖ νὰ μετανοήσουν· ἀλλὰ ἕνας ποὺ ἔχει μέσα του τὸ φρόνημα ὅτι ἐξετέλεσε τὰ καθήκοντά του, τὴν ἰδέα πὼς εἶ­νε ἐν τάξει, αὐτὸς δύσκολα μετα­νοεῖ. Σᾶς λέω δημοσί­ως· στενοχωροῦμαι, κρέμασα τὸ πετραχήλι, δὲν ἐξ­ομολογῶ. Ποιόν νὰ ἐξομολο­γήσω; οἱ πλεῖ­στοι δὲν ἔ­χουν μετά­νοια. Οἱ ἔγ­γαμοι διαπράττουν τὸ βαρὺ ἁ­μάρ­τη­μα τῆς ἀπο­­φυγῆς τῆς τεκνογονίας. Θὰ τὸ πληρώσουμε αὐ­τό. Ἔρχεται λοιπὸν ἡ κυρὰ κ᾽ «ἐξομολογεῖ­ται»· –Δὲν ἔχω κάτι σοβα­ρό… Σὰν νὰ περι­μέ­νῃ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ νὰ τῆς κρεμάσῃ καὶ παρά­σημο. Ἐνῷ ἀντιθέτως ἔρχεται ὁ ἄλλος καὶ κλαίει· –Πάτερ, δὲν ὑ­πάρχει ἁ­μαρτία ποὺ δὲν ἔκανα… καὶ ποτάμι τὸ δάκρυ. Δῶστε μου ἁμαρτωλοὺς ποὺ λένε «Ἥ­μαρτον εἰς τὸν οὐ­ρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18,21)· εἶνε χίλιες φορὲς ἀνώτεροι ἀπὸ ᾽κείνους ποὺ θεωροῦν τὸν ἑαυτό του δίκαιο καὶ περιμένουν βραβεῖο.
Ἔτσι ἦταν ὁ πρεσβύτερος υἱός. Ἔτσι καὶ πολλοὶ ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησιά, ἀνάβουν κερί, προσ­κυνοῦν τὶς εἰκόνες κ.λπ.. Ναί, εἶσαι στὸν ἀγρό, ἐρ­γάζεσαι. Πολὺ καλά, ἀλλὰ φτάνει μόνο αὐτό; πρέπει νὰ ἔχῃς καὶ μετάνοια.

* * *

Τὸ συμπέρασμα, ἀδέρφια μου. Ὅσοι προσπαθεῖ­τε νὰ τηρεῖτε τὰ τυπικὰ καθήκοντα τοῦ πιστοῦ σὰν τὸν πρε­­σβύτερο υἱό, μὴν κατακρί­νετε τοὺς ἄλ­λους ὡς ἁ­μαρτωλούς. Αὐτὴ ποὺ γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμὶ πουλάει τώρα τὸ κορμί της στὴ μοιχαλίδα γενεά μας, μπορεῖ αὔριο νὰ γίνῃ Μαρία Αἰγυπτία, κ᾽ ἐσὺ νὰ χαθῇς. Ὄχι· ἄλλα εἶνε τὰ μέτρα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὡδηγοῦσαν κάποτε γιὰ ἐκτέλεσι ἕναν κακοῦρ­γο. Καί, ἐνῷ ὅλοι φώναζαν Θάνατος! καὶ τὸν ἔφτυναν, ἕνας ἅγιος ἀσκη­τὴς γονάτισε πα­ράμερα καὶ προσευχόταν γι᾽ αὐτόν. Τοῦ λένε οἱ ἄλλοι· –Γι᾽ αὐ­τὸν προσεύχεσαι; αὐτὸς εἶνε ἕνα τέρας. Κι ὁ ἀ­σκητὴς τοὺς λέει· –Ἂν δὲν μὲ ἐλεοῦσε ὁ Θεός, ἐγὼ θά ᾽κανα χειρότερα ἀπ᾽ αὐτόν.
Ἀδελφοί μου, φοβηθῆτε γιὰ τὸν ἑαυτό σας. Καὶ ἂν ἔχετε κανένα καλό, μὴν καυχηθῆ­τε γι᾽ αὐτό. Δὲν εἶνε δικό σας. Ἂν σᾶς ἐγκαταλείψῃ ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ κάνετε τὶς μεγαλύτερες ἀ­τιμίες, τὰ χειρότερα ἐγκλήματα. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο.
Τελειώνω μ᾽ ἕνα ἀνέκδοτο ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Πλανᾶ. Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἐνορία του εἶχε ἕναν ἄθεο. Δὲν ἔπαυε ὅ­μως νὰ τοῦ δείχνῃ ἀγάπη, ἐνῷ ἐκεῖνος μόλις τὸν ἔ­βλεπε μουρμούριζε ἀπειλές. Ὡστόσ ὁ ἅ­γιος συνέχισε νὰ τὸν χαιρετᾷ μὲ καλωσύνη, «ὣς ποὺ ἔ­σπασε ὁ πάγος» καὶ τὸ θηρίο ἐξημερώθηκε (βλ. Μάρθας μοναχῆς, Ὁ παπα-Νικόλας Πλανᾶς, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1967, σ. 62-63).
Μιὰ τέτοια ἀγάπη καὶ στοργὴ πρέπει νὰ δεί­ξουμε οἱ ποιμένες στὰ τέκνα μας· νὰ τ᾽ ἀγκαλιάσουμε ὅλα, ὥστε μέσα στὸ παλάτι τοῦ Πατρός μας νὰ εἶνε ὅλοι, καὶ οἱ ἄσωτοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι, γιὰ ν᾽ ἀναπέμπουμε στὸ Χριστὸ δόξα καὶ τιμὴ εἰς αἰῶνας αἰ­ώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου ὁδ. Βουλιαγμένης Ἀθηνῶν τὴν 22-2-1970 πρωί, μὲ νέο τώρα τί­τλο. Καταγραφή, ἀνατιτλοφόρησις,

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.