Αυγουστίνος Καντιώτης



Ἕνας ειναι ὁ γιατρος, ὁ Θεανθρωπος Χριστος! «Ἀπηλθεν ὁ ἄνθρωπος & ἀνηγγειλε τοις Ἰουδαιοις ὅτι Ἰησους ἐστιν ὁ ποιησας αὐτον ὑγιη» (Ἰω. 5,15) – Συντακτης (†) ἐπίσκοπος Αυγουστινος Ν. Καντιωτης

date Μαι 10th, 2025 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Εὐαγγέλια νέα σειρὰ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2674
Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου (Ἰω. 5,1-15)
11 Μαΐου 2025

Ἕνας εινε ὁ γιατρος, ὁ Θεανθρωπος Χριστος!

«Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ» (Ἰω. 5,15)

ΣPlatutera-p.Augoustήμερα, ἀγαπητοί μου, τετάρτη Κυριακὴ με­τὰ τὸ Πάσχα, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ἰω. 5,1-15) μᾶς διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ θαῦμα αὐτό, ὅπως καὶ ὅλα τὰ θαύ­ματά του, δὲν γράφηκε μόνο ὡς μία ἱ­στορι­κὴ πληροφορία· ἔχει σκοπὸ καὶ τὴ δική μας σωτηρία. Μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ· ἀρκεῖ νὰ τὸ αἰ­­σθανθοῦμε καὶ σὰν δικό μας θαῦμα.
Εἶπα ὅτι μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ. Πῶς; Ἐὰν πι­στέψουμε, ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸ ἔκανε δὲν πέθανε· ζῇ καὶ βασιλεύει, δὲν ἔχασε τίποτε ἀπὸ τὴ δύναμί του· καὶ μπορεῖ νὰ κάνῃ κ᾽ ἕ­να ἄλλο θαῦ­­μα μεγαλύτερο, κι αὐτὸ νὰ γίνῃ σ᾽ ἐμᾶς, μέ­σα μας, στὸν ἑαυτό μας. Τὸ μεγά­λο θαῦμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶ­νε ἡ προσωπι­κὴ σωτη­ρία τοῦ καθενός μας. Κι ὅταν ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἀπολαύσῃ στὸν ἑαυτό του τὴ σωτηρία καὶ μπορῇ, νὰ πῇ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ γιατρός μου καὶ ὁ σωτήρας μου, τότε δὲν χρειάζονται ἄλ­λα θαύματα· αὐτὸς ὁ ἴδιος θά ᾽νε ἡ μεγαλύτε­ρη ἀπόδειξις ὅτι ὁ Κύριος εἶνε ὁ ἀληθινὸς σω­τήρας· τότε καθένας μας θὰ γίνῃ μιὰ σάλπιγγα, ποὺ θὰ κηρύττῃ, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό, στὸ διάστημα καὶ στὸ σύμπαν, δὲν ὑπάρχει ἄλ­­λο ὄνομα ἱκανὸ νὰ σώσῃ παρὰ μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τότε ὁ καθένας θ᾽ ἀν­τιληφθῇ, ὅτι ἕνα φάρμακο μπορεῖ νὰ σώσῃ τὸν ἄν­θρωπο, ἡ πίστι στὸν σωτῆρα Χριστό.
Ἀλλὰ γιατί ἄρχισα ἀπὸ τὸ συμπέρασμα; Προέτρεξα. Ἔπρεπε προηγουμένως νὰ σᾶς διηγηθῶ τὸ θαῦμα· τὸ ἔχετε ὅμως ἀκούσει πολλὲς φορὲς κάθε Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου.

Τί μᾶς λέει; Ὅτι κάποιος ἦταν ἄρρωστος, εἶχε προσ­βληθῆ ἀπὸ ἀσθένεια τῶν νεύρων. Καὶ ὁ ἐγ­κέφαλος λειτουργοῦσε, καὶ ἡ καρδιὰ χτυποῦσε κανονικά, καὶ τὰ πνευμόνια ἀνέπνε­αν. Ἂν ἐξετά­σῃ κανεὶς τὸν ἄνθρωπο σωματικῶς, εἶνε ἕνα θαῦ­μα. Καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴν ὑπῆρχε στὸν κόσμο παρὰ μόνο ὁ ἄνθρω­πος, ἔφτανε αὐτὸς ν᾽ ἀ­ποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Δημιουργὸς ποὺ τὸν ἔπλασε. Λοιπόν, ἐκτὸς ἀ­­­πὸ τὰ ἄλλα ὄργανα τὰ ἀναγ­καῖα γιὰ τὴ ζωή, ὑ­πάρχουν κάτω ἀπὸ τὸ δέρμα κάτι μικρὲς – μι­κρὲς κλωστὲς ἁπλωμένες σὲ ὅλο τὸ σῶμα· εἶνε σὰν τὰ τηλεφωνικὰ καλῴδια ποὺ συνδέουν Ἀθήνα μὲ Γρεβε­νά, Φλώρινα, Κο­ζάνη, μὲ τὰ σύνορα κι ἀ­κόμη μακρύτερα. Μὲ τὶς κλωστές αὐτές, ποὺ λέγονται νεῦρα, ὁ ἄν­θρωπος κυβερνάει τὸ κορμί του (πόδια, χέρια κ.λπ.), κινεῖται καὶ ἐργάζεται. Χάλασαν τὰ «σύρματα»; ὁ «ἀσυρμα­­τιστὴς» εἶνε ἄχρηστος· χάλασαν τὰ νεῦ­ρα; δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ σαλέ­ψῃ. Χέρια ἔ­χει μὰ χέρια δὲν ἔχει, πόδια ἔ­χει μὰ πόδια δὲν ἔ­χει. Ἔτσι γίνεται παράλυτος. Εἴ­δατε καμμιὰ φο­ρὰ ποὺ μουδιάζει τὸ πόδι σας πῶς ἀνησυχεῖτε; Ἔτσι μούδιασε σ᾽ αὐτὸν ὁλόκληρο τὸ κορμί του, νεκρώθηκαν τὰ νεῦρα του. Γνώρισα κ᾽ ἐγὼ κάποτε ἕνα παράλυτο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πιάσῃ οὔτε τὸ κουτάλι καὶ τὸν τάιζαν ἄλλοι.
Παράλυτος λοιπὸν ἦταν ὁ ἀσθενὴς τοῦ εὐ­αγγελίου. Καὶ πόσα χρόνια; Ὄχι δυό, οὔτε τέσ­σερα, οὔτε δέκα· 38 χρόνια! νεκρὸς ἄ­ταφος. Τὸ κρεβάτι του θὰ γινόταν τάφος του. Τὸν εἶ­χαν φέρει σπλαχνικοὶ ἄνθρωποι κοντὰ σὲ μία ἰαματικὴ πηγή, ποὺ τὰ νερά της κάποτε – κά­πο­τε ἔπαιρναν δύναμι θεϊκή, τὰ τάραζε ἄγ­γε­λος καὶ τότε ἀποκτοῦσαν μιὰ «ῥαδιενέργεια» νὰ ποῦμε· ὄχι φυσικὴ ἰδι­ό­τητα, ἀλλὰ μιὰ οὐ­ράνια «ῥαδιενέργεια» ποὺ τὴν ἔδινε ὁ Θεός. Ἐκτός, δηλαδή, ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἰδιότητα ποὺ ἔχουν ὡ­ρισμένες ἰαματικὲς πηγές, ἐδῶ προσωρινὰ ἐνεργοῦ­σε ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ νε­ρὰ ἐ­κεῖνα, ποὺ ἦταν κοινά, ἔπαιρναν ἰαματικὴ χάρι καὶ ὅποιος ἔπεφτε πρῶτος σ᾽ αὐτὰ τὴ στι­γμὴ ἐκείνη τῆς ταραχῆς, γινόταν καλά.
Αὐτὸς ὁ παρά­λυτος ὅμως δὲν εἶχε κανένα νὰ τὸν ῥίξῃ στὰ θαυματουργὰ νερά. Καὶ περίμενε ἐκεῖ 38 χρόνια, χωρὶς νὰ γογγύ­σῃ, νὰ δυσ­τροπήσῃ, νὰ βλαστημήσῃ. Περίμε­νε μὲ μιὰ με­γάλη ἐλπίδα, ὅτι κάποτε θὰ ἔρθῃ καὶ γι᾽ αὐτὸν κάποιος.
Καὶ ἦρθε! Ἦρθε ὄχι ἁπλῶς ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ Ἄνθρωπος, μὲ κεφαλαῖο ἄλφα. Γιὰ τὴν ἀκρί­βεια ἦρθε ὁ Θεάνθρωπος! ἄγνωστος, δίχως στέμμα καὶ σπα­θιά, δίχως δόξες καὶ χρυσᾶ, ὁ φτωχὸς καὶ ἄστεγος Ναζωραῖος, ποὺ δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20). Κ᾽ ἔφτασε ἁ­πλῶς ἕνας λόγος του παντοδύναμος, καὶ ὁ πα­ράλυτος σηκώθηκε. Καί, αὐτὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσῃ οὔτε ἕνα κουτάλι, φορτώθηκε τὸ κρεβάτι του καὶ ἔφυγε γερός!
Ἄξιο παρατηρήσεως καὶ τοῦτο· ποῦ πῆ­γε μόλις ἔ­γινε καλά, στὸ σπιτάκι του, στοὺς συγγε­νεῖς του; Στὸ Ναό, νὰ πῇ εὐχαριστῶ στὸ Θεό· ἐκεῖ τὸν βρῆ­κε ἔπειτα ὁ Χριστός. Καὶ σάλπιζε παντοῦ στὶς γειτονές, ὅτι ὁ Ἰησοῦς τὸν ἔκανε καλά. Ἕνας εἶνε ὁ ἰ­ατρὸς τοῦ κόσμου, ψυχῶν καὶ σωμάτων, ὁ Χριστός.

* * *

Αὐτὸ μὲ λίγα λόγια εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Εἶπα, ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ πρέπει νὰ γίνῃ καὶ δικό μας θαῦμα. Μὰ θὰ μοῦ πῆτε·
–Δικό μας θαῦμα; Ἐμεῖς δόξα τῷ Θεῷ δὲν εἴ­μαστε παράλυτοι· καὶ χέρια ἔχουμε, καὶ πόδια ἔ­χουμε, καὶ περπατᾶμε. Αὐτὰ νὰ τὰ πῇς στὸ Ἄ­συλο τῶν Ἀνιάτων, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ περπατήσουν κ᾽ εἶνε πάνω σὲ καροτσάκια.
Ὄχι, τὰ λέω σ᾽ ἐσᾶς· κ᾽ ἐσεῖς εἶστε ἀνίατοι καὶ θέλετε θεραπεία. Γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παραλυσία τὴ σωματική, ὑπάρχει καὶ παραλυσία πνευματική, ποὺ σπάει τὰ νεῦρα τῆς ψυχῆς. Ὅ­­πως ἔχει νεῦρα τὸ σῶμα, ἔτσι ἔχει νεῦρα καὶ ἡ ψυχή. Νεῦρο τῆς ψυχῆς εἶνε ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾽ αὐτὸ ῥώτησε ὁ Κύριος· «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», θέλεις νὰ γίνῃς καλά; (Ἰω. 5,6). Ἡ θεραπεία μας ἐξαρτᾶται κι ἀπὸ τὴ θέλησι.
Ὥστε ἡ ἁμαρτία χτυπάει τὴν ψυχὴ καὶ ἔ­χουμε τοὺς παραλύτους τῆς ψυχῆς. Θέλετε νὰ σᾶς παρουσιάσω μερικὲς ἰχνογραφίες ψυχικὰ παραλύτων;
� Πόσο καιρὸ ἔκανε ὁ παράλυτος νὰ πάῃ στὸ ναό; 38 χρόνια. Πῆγε μικρὸς καὶ ξαναπῆγε τώ­ρα μὲ ἄσπρα μαλλιά. Δὲν ἔφταιγε αὐτός· δὲν εἶχε πόδια κι ὁ Θεὸς δὲν τοῦ τὸ καταλογίζει. Σήμερα ὅμως ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ποὺ ὄχι 38, ἀλλὰ 40, 50 καὶ 60 χρόνια ἔχουν νὰ πατήσουν στὴν ἐκκλησιά. Δυὸ φορὲς ἔρχονται· μιὰ ὅταν τοὺς βάπτισαν καὶ ἄλλη μιὰ θὰ τοὺς φέρουν σηκωτοὺς κάτω ἀπ᾽ τὸν πολυέλεο νὰ τοὺς ψάλουν γιὰ ταφή. Καλά, ὁ παράλυτος δὲν εἶχε πόδια, μὰ αὐτοὶ σήμερα δὲν ἔχουν πό­δια; Ἔχουν· φτερὰ κάνουν καὶ πᾶνε στὸν κινηματογράφο, στὸ ἱπποδρόμιο, στὸ Σούνιο γιὰ μπάνιο, ὅπου θέλουν. «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκη­­­νώματά σου, Κύριε τῶν δυ­νάμεων», λέει ὁ ψαλμῳδὸς γιὰ τὴν ἐκκλησιά· «ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3). Οἱ ἄνθρωποι τῆς γενεᾶς μας ἔχουν πόδια γιὰ τὸν διάβολο, μὰ δὲν ἔχουν πόδια γιὰ τὸ Χριστό. Ἔχω ἄδικο ἂν πῶ ὅτι κι αὐτοὶ εἶνε παράλυτοι;
� Ἄλλη κάρτ-ποστὰλ παραλύτου ποιός εἶνε; Τὸν εἶδες τὸν ἄλλο; Ἔχει χέρια. Γιατί τά ᾽δω­σε ὁ Θε­ὸς τὰ χέρια; ἔτσι ἄσκοπα; Ἐγὼ δὲν ξέρω στὸν κόσμο ἄλλο ἐργαλεῖο σπουδαιότερο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου. Χωρὶς τὸ χέρι ὁ ἄνθρωπος τί μπορεῖ νὰ κάνῃ; Τό δικό του χέρι δὲν εἶνε σὰν τῆς ἀρ­κού­δας ἢ τοῦ χιμπαν­τζῆ· εἶνε θαυμάσιο ὄργανο γιὰ νὰ φτειάξῃ πολιτισμό, ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά, κομψοτε­χνή­ματα. Τοῦ τό ᾽δωσε λοιπὸν ὁ Θεός, γιὰ νὰ σταυροσημειώνεται «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (ἀπὸ τὸ μέτωπο, κάτω, δεξιά, ἀριστερά), γιὰ νὰ πῇ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ὄχι γιὰ νὰ κλέβῃ καὶ ν᾽ ἁρπάζῃ τὸν ἄλλο, νὰ μουν­τζώνῃ τὸ γεί­τονα, νὰ παλαμίζῃ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, νὰ βάζῃ βόμβες, νὰ πιάνῃ μαχαίρι ἢ περίστροφο νὰ σκοτώσῃ τὸν ἄλ­λο. Τοῦ τό ᾽δωσε, γιὰ νὰ βοηθάῃ τὸ διπλανό. Πὲς λοιπὸν σ᾽ ἕναν ποὺ ἔχει πορτοφόλι γεμᾶ­το, ὅτι στὴ γειτονιὰ σ᾽ ἕνα ὑπόγειο εἶνε μιὰ χήρα φθισικιὰ μὲ ὀρ­φανὰ κ᾽ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ φάρμακο· πές του ὅτι ἡ ἐκκλησιὰ ἢ τὸ σχολειὸ ἢ ἡ πατρίδα ἔ­χουν ἀνάγκη· δὲν κουνάει τὸ χέρι του λὲς κ᾽ εἶνε παράλυτο. Χέρια ἔχει διὰ τὸν διάβολο, γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἔχει. Εἶνε λοιπὸν αὐτὸς ἢ δὲν εἶνε παράλυτος χειρότερος ἀπὸ ἐκείνους πού ᾽νε στὸ Ἄσυλο τῶν Ἀνιάτων;
� Θέλετε ἕνα ἀκόμη κάρτ-ποστάλ, γιὰ νὰ δῆ­τε ὅτι δὲν εἶνε μόνο οἱ παράλυτοι τοῦ σώματος ἀλ­λὰ ὑπάρχουν κι ἄλλοι; Ἐσὺ ἔχεις γλῶσ­σα. Σπουδαῖο ὄργανο. Λένε, ὅτι ὁ οὐρακοτάγκος ἔχει γλῶσ­σα καλύτερη ἀπὸ τοῦ ἀν­θρώπου· αὐτὸς ὅμως δὲν μιλάει, γιατὶ δὲν ἔ­χει μυαλό. Ἔχεις λοιπὸν γλῶσσα, γιὰ νὰ ἐκφρά­σῃς σκέψεις, αἰσθήματα, ἰδέες μεγάλες καὶ ὑψηλές, ἔχεις γλῶσσα γιὰ νὰ πῇς στὴ μάνα σου Σ᾽ ἀγαπῶ, γιὰ νὰ πῇς στὸ παιδί σου Πρόσεχε, γιὰ νὰ μεταδώσῃς ἀλήθειες καὶ γνώσεις. Ἡ γλῶσσα εἶνε θεῖο δώρημα. Πῶς τὴν χρησιμοποιεῖς; Ὤ ἂν εἶχα δικαίωμα νὰ μαζεύω λόγια! Φράγκο εὔκολα δὲν ξοδεύεις, μὰ τὰ λόγια τὰ σκορπᾷς. Ἂν πιάσω ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ καὶ μετρήσω πόσα λόγια λές, λές χίλια, δυὸ χιλιάδες, τρεῖς χιλιάδες λόγια; Ἀλλὰ μέσα σ᾽ αὐ­τὰ, ψάχνω νὰ βρῶ διαμάντι καὶ δὲν βρίσκω· βρίσκω ἄχυρα καὶ κόπρια. Διαμάντι ποιό εἶνε; Νὰ πῇς· Χριστέ μου, συγχώρεσέ με, Σ᾽ εὐ­χαριστῶ· Κύ­­ριε, ἐλέησόν με· Παναγία Δέσποινα, βοήθει με· ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἐμοῦ… Τέτοια λό­για δὲν βρίσκω στὴ γλῶσσα σου· βρίσκω λόγια σκληρά, αἰσχρά, βωμολόχα, ἀπατηλά, λόγια ψεύδους καὶ ἀπάτης καὶ κατακρίσεως. Ὁ Χριστὸς σοῦ ᾽δωσε τὴ γλῶσσα, γιὰ νὰ πᾷς στὸν πνευματικό, νὰ γονατίσῃς καὶ νὰ πῇς· Πνευματικέ πατέρα, πρέπει ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μὲ καταπιῇ, νὰ πέσουν τὰ ἄστρα νὰ μὲ κάψουν, νά ᾽ρθουν τὰ ποτάμια νὰ μὲ πνίξουν· πέφτω στὰ γόνατά σου, ἔκανα αὐτὸ κι αὐτὸ κι αὐτό. Ἀλλ᾽ ὅταν κουτσομπολεύῃς τὴ γειτόνισσά σου κ᾽ ἔχῃς τὴ γλῶσσα σου πριόνι, ἐνῷ στὸν πνευματικὸ ἔχῃς γλωσσοδέτη καὶ δὲν ἀνοίγῃς τὸ στόμα σου νὰ ἐξομολογηθῇς, τότε ἔχεις γλῶσσα γιὰ τὸν διάβολο, ἀλλὰ γλῶσσα γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἔχεις.

* * *

Ἀδέρφια μου, ἡ ἁμαρτία παραλύει τὴ γλῶσσα, τὰ χέρια, τὰ πόδια, ὅλο τὸν ἄνθρωπο. Ἀνθρωπίπως ἡ παράλυσις εἶνε ἀθεράπευτη. Ἀλλὰ γιὰ τὸ Χριστὸ τίποτε ἀθεράπευτο δὲν ὑπάρχει. Ὅπως σήκωσε τὸν παράλυτο σήμερα, μπορεῖ νὰ σηκώ­σῃ κ᾽ ἐμᾶς ἀπὸ τὴ δική μας παράλυσι. Μόνο νὰ ἔχουμε πίστι σ᾽ αὐτόν, ποὺ εἶνε ὁ μόνος ψυ­χῶν καὶ σωμάτων ἰατρός. Ἕνας εἶνε ὁ γιατρός, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός!

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριῶν Ἱεραρχῶν Ἄνω Πετραλώνων – Ἀθηνῶν τὴν 4-5-1958 ἢ 24-5-1959, μὲ δοθέντα τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 1-5-2025.

Τὴν ὁμιλία αὐτὴ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὴν ἀκούσῃ χωρὶς συν­τομεύσεις στὴ σειρὰ «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ», ἀλλὰ λόγῳ ἠχοληπτικῶν ἐλαττωμάτων καὶ ἐλλείψεως τέλους κρίνεται δημοσιεύσιμη μόνο γραπτῶς.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.