Αυγουστίνος Καντιώτης



1. «ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ» 2. Περι προσευχης «Ἐλεησον ἡμας, υιε Δαυιδ». (Δυο ὁμιλιες του Μητροπολιτου Φλωρινης ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ. Η 1η στο Ἀρμενοχωρι Φλωρινης, βιντεο & η 2η στην πολη της Φλωρινας)).

date Ιούλ 26th, 2025 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

«ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ»

——-

——-

4219881-300x40Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΙΘ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 890(2)

Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου (Ματθ. 9,27-35)
27 Ἰουλίου 2025 (2002)

Περι προσευχης

«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (Ματθ. 9,27)

Σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 9,27-35) μᾶς συνιστᾷ, ν᾿ ἀποκτήσουμε ἕνα ὅπλο. Ὅπλο; θὰ πῆτε· μὰ πόλεμο ἔχουμε;… Ναί, ἔχουμε πόλε­μο ἐναντίον τριῶν ἐχθρῶν· τοῦ διεφθαρμένου ἑαυτοῦ μας, τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, καὶ τοῦ ἀντιχρίστου σατανᾶ. Καὶ ὅπλο; Ὁ Χριστὸς μᾶς συνιστᾷ ἕνα ὅπλο παντοδύναμο. Ἅμα ἔχῃς τὸ ὅπλο αὐτό, τὰ πάντα κατορθώνεις. Τὸ δὲ ὅπλο αὐτὸ εἶνε οἱ τέσσερις λέξεις ποὺ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα· «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυ­ΐδ» (ἔ.ἀ. 9,27), δηλαδὴ ἡ προσευχή. Εἶνε τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ἡ πιὸ σύντομη προσευχή· εἶνε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Ποιοί τὸ εἶπαν; Δυὸ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴν πόλι τους, πῆγαν νὰ τὸν βροῦν. Καὶ τοῦ φώναζαν ἀπὸ μακριά· –Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐ­λέησον! Δὲν ἔλεγαν τίποτε ἄλλο, μόνο αὐτό. Τί ἦταν αὐτοί; Ἦταν τυφλοί, μέσ᾿ στὸ σκοτάδι ζοῦσαν. Καὶ παρακαλοῦσαν. Τέλος ὁ Χριστὸς στράφηκε καὶ τοὺς λέει· –Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς κάνω καλά; Κι αὐτοὶ ἀπήντησαν· –Ναί, Κύριε. Μὲ ὅλη τὴν καρδιά τους πίστευαν. Τότε ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε· –Ἂς γίνῃ σ᾿ ἐσᾶς κατὰ τὴν πίστι σας. Κι ἀμέσως εἶδαν τὸ φῶς τους.

Αὐτὸ εἶνε τὸ ἕνα θαῦμα τοῦ σημερινοῦ εὐ­αγγελίου, ἡ θεραπεία δύο τυφλῶν. Τί βλέπου­με ἐδῶ; Ὅτι τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ἔχει πολλὴ δύναμι. Μποροῦμε λοιπὸν νὰ τὸ λέμε κ᾿ ἐμεῖς.

Τί εἶνε ἡ προσευχή; Εἶνε μεγάλο καὶ ἀπέραντο τὸ θέμα. Θὰ πῶ μόνο, ὅτι ἡ προσευχὴ εἶ­νε μιὰ συνομιλία. Εἶδα κάποιον κ᾽ ἔλαμπε ἀ­πὸ χαρά. –Σὲ βλέπω χαρούμενο, τοῦ λέω. –Ναί, λέει, ἐπικοινώνησα μὲ τὸ τηλέφωνο κι ἄκουσα τὴ φωνὴ τῆς μάνας μου ἀπὸ τὴν Αὐστραλία… Λοιπὸν καὶ ἡ προσευχὴ τί εἶνε· ἕνα τηλέφωνο. Ὅπως μὲ τὸ τηλέφωνο συνδεόμαστε μὲ τοὺς ἀνθρώπους μας ποὺ βρίσκονται εἴτε στὴ Γερμανία εἴτε στὴν Αὐστραλία εἴτε στὸν Καναδᾶ, καὶ χαιρόμαστε ποὺ ἀκοῦμε τὴ φωνή τους, ἔτσι καὶ ἡ προσευχὴ εἶνε μιὰ γλυκειὰ συνομιλία. Χαίρεται τὸ παιδὶ ὅταν κουβεντιάζῃ μὲ τὴ μάνα του; Πιό μεγάλη χαρὰ αἰ­σθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν προσεύχεται καὶ συνομιλῇ μὲ τὸ Θεό. Ἡ προσευχή του ἀνεβαί­νει καὶ φτάνει μέχρι τὸν οὐρανό. Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Θεός· ἀπαντᾷ μὲ γεγονότα, καὶ μὲ θαύματα ἀκόμη.
Ἡ προσευχὴ διακρίνεται σὲ τρία εἴδη· εἶνε δοξολογία, εὐχαριστία, δέησις.
• Ζοῦμε μέσα σ᾿ ἕναν ὄμορφο κόσμο. Βλέπον­τας τὸ πρωὶ τὸ γλυκοχάραμα λέμε· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…» (Δοξολ.). Δὲν εἶνε τυχαῖο ὅτι προτοῦ ν᾿ ἀρχίσῃ ἡ θεία λειτουργία ἐμεῖς ἀρχίζουμε δοξολογία· δοξάζουμε τὸ Θεὸ γιὰ τὸ γλυκὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Βλέποντας τὸν ἥλιο τὸ μεσημέρι νὰ μεσουρανῇ καὶ τὸ βράδυ πάλι νὰ βασιλεύῃ· βλέποντας τὰ ποτάμια, τὶς θάλασσες, τὶς λίμνες· βλέποντας τοὺς κάμ­πους καὶ τὰ δάση, ὅπου κάθε δέντρο ἀλλὰ καὶ κάθε φύλλο εἶνε ἕνα θαῦμα· βλέπον­τας τὰ λουλούδια, πού ᾿νε γεμάτη ἡ γῆ· βλέπον­τας ὅλα αὐτὰ δοξολογοῦμε τὸ Θεό.
• Κι ὅταν δεχώμαστε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἔρ­χεται στὰ χείλη μας εὐχαριστία. Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ ὁ Θεὸς μᾶς εὐεργετεῖ. Γι᾿ αὐ­τό, πίνεις νερό; πὲς εὐχαριστῶ. Θά ᾿ρθῃ ὥρα –καὶ ἔρχεται– ποὺ θὰ λείψῃ τὸ νερό, θὰ στερέψουν τὰ ποτάμια· ἕνα μικρὸ παιδὶ θὰ περνάῃ τὸν Ἀξιὸ καὶ τὸν Ἀχελῷο, τὰ μεγάλα ποτάμια, γιατὶ θὰ ξεραθοῦν. Ὅπως εἶπε μιὰ προ­φητεία, ἕνα ποτήρι νερὸ θά ᾿χῃ μιὰ λίρα. Ἀχάριστε ἄνθρωπε! Εἶδες τὰ πουλάκια; Πᾶνε στὴν πηγὴ καὶ πίνουν. Καὶ μόλις πιοῦν, ὑψώνουν τὸ κεφάλι τους πρὸς τὰ ἐπάνω, σὰν νὰ λένε στὸ Θεό· Σ᾿ εὐχαριστοῦμε! Σὰν τὰ πουλάκια λοιπόν. Πίνεις νερό, τρῶς ψωμί; πὲς εὐ­χαριστῶ. Ὅπως εἶπε καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰ­τωλός, θά ᾿ρθουν χρόνια ποὺ μιὰ φούχτα ἀ­λεύρι θά ᾿χͺη μιὰ φούχτα χρυσάφι· θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι καὶ τὸ νερὸ νεράκι.
• Καὶ τρίτο εἶδος προσευχῆς εἶνε ἡ δέησις. Παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὶς διάφορες ἀνάγ­κες μας, ὑλικὲς καὶ πνευματικές· κ᾿ ἐκεῖνος στέλνει βοήθεια. Ἕνας πίνακας εἰκονίζει ἕνα μικρὸ παιδάκι νὰ περνάῃ μὲ κίνδυνο ἕνα στε­νὸ γεφύρι καὶ κάτω τρέχει ὁρμητικὸ ποτάμι. Τὸ παιδὶ περνάει ὑπὸ τὴν προστασία ἑνὸς ἁγ­γέλου, ποὺ ἔστειλε ὁ Θεός. Εἶνε μιὰ συμβολικὴ εἰκόνα, ποὺ δείχνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μένει ἀδιάφορος στὶς δεήσεις μας, ἀλλὰ σπεύδει καὶ μᾶς σῴζει. Γι᾿ αὐτὸ ἂς τὸν παρακαλοῦμε. Τί εἶνε καὶ ἡ θεία Λειτουργία, ποὺ παρακολου­θοῦμε; ὅλο δεήσεις, δέσμες αἰτημάτων. Τί πα­ρακαλοῦμε τὸ Θεό; Δός μας νὰ ἐπικρατήσῃ στὸν κόσμο ἡ εἰρήνη, ἡ ἑνότητα, ἡ ἀγάπη· προστάτεψε τὴν Ἐκκλησία σου, φύλαξε τοὺς λειτουργούς της· εὐλόγησε τὰ χωράφια μας, τὰ ζῷα μας, τὰ δέντρα μας· στεῖλε βροχὲς νὰ ποτίσῃς τὴ γῆ, δός μας ὑγεία, καὶ ὅλα τὰ καλά. Αὐτὰ ζητοῦμε. Καὶ οἱ ψάλτες καὶ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα ἀπαντοῦν· «Κύριε, ἐλέησον» ἢ «Παράσχου (δηλαδὴ δός μας), Κύριε». Αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», μιὰ φορὰ νὰ τὸ πῇς μὲ πίστι, θαύματα κάνεις· ἐνῷ χωρὶς πίστι, χίλια «Κύριε, ἐλέησον» νὰ πῇς, δὲν γίνεται τίποτα.
Πρέπει λοιπὸν παντοῦ νὰ κάνουμε προσ­ευχή. Σηκώνεσαι τὸ πρωί; κάνε προσευχή. Πᾷς στὸ χωράφι; κάνε προσευχή. Φεύγεις γιὰ δου­λειά; κάνε προσευχή. Βόσκεις ἀγελάδες; κάνε προσευχή. Κάθησες τὸ μεσημέρι στὸ τραπέζι; κάνε προσευχή. Βραδιάζει; κάνε προσ­ευχή. Πέφτεις νὰ κοιμηθῇς; κάνε προσευχή.
«Πέφτω κάνω τὸ σταυρό μου,
κι ἄγγελο ἔχω στὸ πλευρό μου», ἔλεγαν τὰ παιδιὰ στὰ παλιὰ τὰ χρόνια. Τώρα ποῦ προσ­ευχή; Σπανίζει. Ἔχω πεῖ καὶ ἄλλοτε τὸ ἑξῆς.
Εἶνε τώρα πολλὰ χρόνια, ποὺ φοιτηταὶ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἔκαναν ἐκδρομὴ στὴν Εὐρώπη. Ὅταν ἔφτασαν στὶς ὑπώρειες τῶν Ἄλπεων, τὸ λεωφορεῖο παρουσίασε βλάβη καὶ σταμάτησε. Οἱ ἐκδρομεῖς ἔπρεπε κάπου ἐκεῖ νὰ διανυ­κτερεύσουν. Οἱ Ἑλβετοὶ ἐκεῖ εἶνε φιλόξενοι. Ὁ πρόεδρος τοῦ πιὸ κοντινοῦ χωριοῦ ἔ­τρεξε, πῆρε τοὺς φοιτητάς, καὶ τοὺς μοίρασε σὲ σπίτια νὰ κοιμηθοῦν. Ἕνας φιλοξενούμενος φοιτητὴς τὸ πρωὶ ποὺ σηκώθηκε τί εἶ­δε; Μέσα στὸ ἑλβετικὸ σπίτι ὁ πατέρας φώναξε τὰ παιδιά, γονάτισαν ὅλοι καὶ ἔκαναν προσευχή. Ὁ φοιτητὴς τότε ἔκανε σύγκρισι· συνέκρινε τὸ σπίτι του μὲ τὸ ἑλβετικὸ ἐκεῖνο σπίτι. Καὶ τί εἶπε μέσα του· Σιχάθηκα τὸ σπίτι μου! γιατὶ στὸ δικό του σπίτι ποτέ δὲν ἔκαναν προσευχή.
Δὲν εἶνε ὅμως ἀνάγκη νὰ μᾶς τὸ διδάξῃ αὐ­τὸ ἡ Ἑλβετία· τὸ δίδασκει ἡ ἱστορία μας. Ὅταν ἄρχισε ἡ ἐπανάστασι τὸ 1821 ἡ μικρή μας πατρίδα πίστευε στὸ Θεό. Πίστευαν οἱ γο­νεῖς, πίστευαν οἱ μανάδες, πίστευαν τὰ παι­διά, πίστευαν οἱ παπᾶδες. Καὶ τότε, λένε, θαύμασαν οἱ Γάλλοι ἐκεῖ στὸ Παρίσι. Τί εἶν᾽ αὐ­τοὶ οἱ Ἕλληνες; εἶπαν· μιὰ χούφτα ἄνθρωποι καὶ τὰ βάζουν μ᾽ ἕνα σουλτᾶνο! Ἔγινε λοιπὸν μιὰ ἐπιτροπὴ καὶ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα νὰ ἐξετάσουν, ποῦ ὠφείλεται τὸ μεγαλεῖο αὐ­τό. Ἔφτασαν σ᾿ ἕνα χωριὸ πάνω ἀπὸ τὴν Τρίπολι νύχτα. Ἕνας τῆς ἑπιτροπῆς θὰ διανυκτέ­ρευε σὲ μιὰ φτωχὴ καλύβα ποὺ εἶχαν 6 – 7 παιδιά. Στὸ σκοτάδι φώτιζαν μ᾿ ἕνα δᾳδί. Τὸν φιλοξένησαν μὲ μπομπότα (ψωμὶ ἀπὸ ἀ­ρα­ποσίτι), ἐλιὲς καὶ κρεμμύδι. Προτοῦ νὰ κοιμηθοῦν φώναξε ὁ πατέρας καὶ μαζεύτηκαν τὰ παιδιὰ γιὰ προσευχή. Ὁ πιὸ μικρὸς εἶπε τὸ «Κύ­ριε, ἐλέησον», ὁ ἄλλος εἶπε τὸ «Βασιλεῦ Οὐράνιε…», ἄλλος εἶπε τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός…», ἄλλος εἶπε τὸ «Πάτερ ἡμῶν…», ἄλλος εἶπε τὸ «Πιστεύω…» κ.λπ.. Μετὰ ἔπεσαν γιὰ ὕπνο σὰν ἀγγελούδια. Τότε εἶπαν οἱ ξένοι· Νά γιατί αὐτὸ τὸ μικρὸ ἔθνος θριαμβεύει!
Ποῦ εἶνε αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα σήμερα; Σὰν τὰ ζῷα καταντήσαμε. Κλείνουμε τὴν ἡμέρα μὲ τηλεόρασι καὶ αἰσχρὰ βίντεο. Ἔτσι τὰ παιδιὰ καταστρέφονται. Φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό…

* * *

Ἀδελφοί μου· σήμερα οἱ δύο τυφλοὶ μᾶς δι­δάσκουν νὰ μάθουμε νὰ λέμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ «Κύριε, ἐ­λέησον», νὰ μάθουμε νὰ προσευχώμαστε. Γιατὶ ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν προσευχή.
Γιά κάντε μιὰ προσπάθεια, κάθε πρωὶ καὶ κάθε βράδυ. Πάρτε μία Σύνοψι, ποὺ μέσα ἐ­κεῖ εἶνε τὸ «Κύριε, ἐλέησον», τὸ «Βασιλεῦ οὐ­ράνιε…» καὶ οἱ ἄλλες προσευχές. Σᾶς παρακαλῶ, μικροὶ – μεγάλοι, γονεῖς καὶ παιδιά, σὲ ὅλα τὰ σπίτια, ἀρχίστε νὰ προσεύχεστε. Καὶ ἂν μ᾿ ἀκούσετε, θὰ δῆτε τὴ διαφορά. Θά ᾿ρθουν καινούργιες ἡμέρες, νέα κατάστασι. Γιατὶ ὅ­που ὑπάρχει πίστι, ὅπου μελετοῦν τὸ Εὐαγγέ­λιο, ὅπου ὑπάρχει λόγος Θεοῦ, ὅπου γίνεται προσ­ευχή, σὰν τὴν προσευχὴ ποὺ ἔκαναν οἱ δύο τυφλοί, ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Καὶ ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶνε παράδεισος· ὄπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶνε κόλασις.
Σᾶς παρακαλῶ, αὐτὰ τὰ φτωχὰ λόγια ποὺ σᾶς εἶπα, νὰ τὰ θυμᾶστε. «Κύριε, ἐλέησον». Ἂς τὸ λέμε πάντα στὴ ζωή μας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης τὴν Κυριακὴ 22-7-1990 πρωὶ μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 11-8-2002, ἐπανέκδοσις 19-6-2025.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.