Αυγουστίνος Καντιώτης



Η Παραβολη του Άφρονος Πλουσιου: Μια Ορθοδοξη Θεολογια της Ψυχης ενωπιον του Θανατου

date Νοέ 24th, 2025 | filed Filed under: Ευαγγελος Κωφιδης

Η Παραβολη του Άφρονος Πλουσιου: Μια Ορθοδοξη Θεολογια της Ψυχης ενωπιον του Θανατου

Το Βασικό Ερώτημα

Στη ζωή όλων μας, έρχεται μια στιγμή που αναρωτιόμαστε: Γιατί είμαστε εδώ; Και πώς πρέπει να χρησιμοποιούμε όλα τα πράγματα που έχουμε, τα λεφτά, τον χρόνο, τις δυνατότητες; Η απάντηση φαίνεται να είναι κρυμμένη σε μια ιστορία που είπε ο ίδιος ο Ιησούς: την Παραβολή του Πλούσιου Αγρότη. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που είχε μια τεράστια σοδειά και νόμιζε ότι βρήκε την ευτυχία. Αλλά στην πραγματικότητα, βίωσε την μεγαλύτερη αποτυχία. Αυτή η ανάλυση δεν θέλει απλώς να εξηγήσει την ιστορία. Θέλει να δείξει τη βαθιά της σημασία, όπως την κατανοεί η Ορθόδοξη πίστη. Θα δούμε πώς μια καθημερινή κατάσταση μιλάει για την αμαρτία της απληστίας, της υπερηφάνειας και της ασπλαχνίας, τον πραγματικό κίνδυνο που διακρίνει την ψυχή μας, τον τρόπο που ο Εχθρός επιχειρεί να μας χωρίσει από τον Θεό και, πιο σημαντικά, τον μοναδικό ασφαλή δρόμο για μια ζωή πραγματικά γεμάτη και ελεύθερη. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ματιά στην καρδιά του ανθρώπου, αλλά και μια πρόσκληση να αλλάξουμε κατεύθυνση, να σταματήσουμε να συσσωρεύουμε για τον εαυτό μας και να αρχίσουμε να «πλουτίζουμε» για τον Θεό.

Η Πλάνη της Αυτάρκειας ως Πρακτική Άρνηση

Η αφήγηση ξεκινά με μια υλική ευλογία: «ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα». Η χρήση του αόριστου «τινὸς» (ενός, κάποιου) δείχνει ότι ο κίνδυνος είναι καθολικός και μπορεί να αφορά οποιονδήποτε. Ωστόσο, για να κατανοήσουμε το πραγματικό βάθος της αμαρτίας του πλούσιου, πρέπει να δούμε το αμέσως προηγούμενο πλαίσιο. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς τοποθετεί σκόπιμα αυτήν την παραβολή ακριβώς μετά τα σοβαρότερα λόγια του Ιησού για την Ομολογία και την Άρνηση (Λουκ. 12:8-9). Εκεί, ο Χριστός προειδοποιεί: «ὁ δὲ ἀρνησάμενός με… ἀπαρνηθήσεται».

Είναι κρίσιμο να παρατηρήσουμε ότι το πρόβλημα δεν ξεκινά με την ύπαρξη του πλούτου ή τις ήδη υπάρχουσες αποθήκες. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ήδη πλούσιος. Το πρόβλημα ξεσπάει την στιγμή που, αντί να δει την υπερβάλλουσα σοδειά ως μια προς διανομή ευλογία, τη βλέπει ως πρόκληση για περαιτέρω συσσώρευση και επέκταση. Η σκέψη «τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;» αποκαλύπτει ότι η καρδιά του έχει μετατραπεί από ένα απλό αγγείο σε μια απέραντη, απλήστως κενή αποθήκη. Η απόφασή του «καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω» είναι η κρίσιμη καμπή. Όσο διατηρούσε τις υπάρχουσες αποθήκες, βρισκόταν ακόμα σε μια κατάσταση δοκιμασίας. Η πράξη του, όμως, να γκρεμίσει το ήδη υπάρχον για να χτίσει μεγαλύτερα, είναι η στιγμή που η απλή ιδιοκτησία μετατρέπεται σε ιδεολογία της απεριόριστης επέκτασης. Είναι η στιγμή που η σκέψη της φιλαργυρίας ωριμάζει σε απόφαση, και η αμαρτία της αυτάρκειας εγκαθίσταται πλήρως στην καρδιά του. Αυτή η απόφαση είναι η υλική έκφραση της εσωτερικής του υπερηφάνειας.

Με αυτό το φόντο, η πράξη του πλούσιου αγρότη αποκτά τρομερή σημασία. Ο άνθρωπος αυτός δεν αρνείται τον Χριστό με λόγια, αλλά πραγματοποιεί μια «σιωπηλή άρνηση». Η απόλυτη αγνόηση του Θεού στη διαδικασία λήψης αποφάσεών του («διελογίζετο εν εαυτώ») είναι στην ουσία μια πρακτική άρνησή Του. Το κρίσιμο ερώτημα «Τί ποιήσω;» δεν είναι μια έκκληση προς τον Θεό για σοφία, αλλά μια αυτο-αναφορά: «Τι θα κάνω εγώ με τα δικά μου πράγματα;». Ακόμα πιο βαθιά, η πράξη του να απευθύνεται στην ψυχή του και να της υπόσχεται σωτηρία και ανάπαυση («Ψυχή, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου») αποτελεί την υπέρτατη αλαζονεία. Είναι μια βέβηλη προσπάθεια να σφετεριστεί τη θέση του Θεού ως προμηθευτή, σωτήρα και πηγή ανάπαυσης της ψυχής. Αυτή η στάση είναι μια ριζική και πρακτική απόρριψη της θεϊκής αλήθειας και χάρης για την ψευδαίσθηση της υλικής αυτάρκειας. Έτσι, ο πλούσιος αγρότης γίνεται ο ζωντανός ορισμός κάποιου που, χωρίς να προφέρει ποτέ μια άρνηση, ζει μια ζωή που, στην πράξη της, αρνείται ριζικά τον Θεό και την προνοία Του

Αυτή η πρακτική άρνηση και βεβήλωση είναι η ρίζα της φιλαυτίας και της ὑπερηφανείας, της μητρικής αμαρτίας. Ο άνθρωπος τοποθετεί τον εαυτό του στο κέντρο της ύπαρξής του, γίνεται ο απόλυτος κύριος και θεός της μοίρας του. Η επανάληψη του «συνάξω… συνάξω» και το σχέδιο να «κατεβάσει τις παλιές αποθήκες και να χτίσει μεγαλύτερες» αποκαλύπτουν τη νευρωτική εμμονή και την απληστία που ποτέ δεν ικανοποιείται. Σε αντίθεση με τον πιστό, που είναι οικονόμος των δωρεών του Θεού, αυτός ο άνθρωπος θέλει να είναι κτήτορας (κτήτωρ), απόλυτος ιδιοκτήτης.

Η Θεία Παρέμβαση και οι «Απαιτητές» της Ψυχής

Όμως, ο εσωτερικός μονόλογος της αμαρτίας διακόπτεται από την απόλυτη και τρανή φωνή της Αλήθειας: «εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ Θεός». Η ανθρώπινη φλυαρία αντιπαραβάλλεται με τη μία, βραχιά και πανίσχυρη φράση του Θεού. Η κρίση ξεκινά με μια θεολογική διάγνωση: «Ἄφρων».

Αυτή η κρίση δεν είναι προσβολή, αλλά μία πράξη πνευματικής διαγνώσεως, που βρίσκει τις ρίζες της στους Ψαλμούς. Όπως βεβαιώνει ο Ψαλμωδός: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ: Οὐκ ἔστιν Θεός» (Ψαλμός 13:1). Ο πλούσιος αγρότης ακριβώς αυτό πραγματοποίησε: δεν είπε τη φράση με τα χείλη του, αλλά τη διατύπωσε με όλη του την ύπαρξη, ζώντας σαν να μην υπάρχει Θεός. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Ψαλμό 91:7, «ἀνὴρ ἄφρων οὐ γνώσεται, καὶ ἀσύνετος οὐ συνήσει ταῦτα». Αυτός είναι ακριβώς ο ορισμός του άφρονα: του ανθρώπου που, λόγω έλλειψης πνευματικής συνέσεως, δεν γνωρίζει (οὐ γνώσεται) και δεν συνίει (οὐ συνήσει) τα πράγματα του Θεού – δηλαδή, τον σκοπό της ζωής και την εσχατολογική πραγματικότητα. Έτσι, ο άνθρωπος που θεωρούσε τον εαυτό του φρόνιμο είναι, στην πραγματικότητα, «α-σύνετος», στερείται της πνευματικής φρονήσεως, της γνώσεως του Θεού και του σκοπού της ύπαρξής του.

Η προαγγελία του θανάτου – «ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» – είναι γεμάτη τρομερή σημασία. Η χρήση του πληθυντικού «απαιτούσιν» δεν είναι τυχαία. Δεν λέει «την απαιτώ εγώ, ο Θεός», αλλά «την απαιτούν». Η χρήση αυτού του πληθυντικού αριθμού («ἀπαιτοῦσιν») δεν είναι τυχαία. Δείχνει προς τις δαιμονικές δυνάμεις του πονηρού.

Το Βιβλικό Πρότυπο: Από τον Ιώβ στον Πέτρο

Αυτό το δικαίωμα «απαίτησης» του Εχθρού δεν είναι καινούργιο, αλλά ένα δραματικό βιβλικό μοτίβο. Στο βιβλίο του Ιώβ, βλέπουμε τον Σατανά να εμφανίζεται ενώπιον του Θεού και ουσιαστικά να απαιτεί την ψυχή του δικαίου Ιώβ για να τη δοκιμάσει και να την αμαυρώσει (Ιώβ 1-2). Ο τίτλος «Διάβολος» σημαίνει «ο κατήγορος» (από το ρήμα διαβάλλω – να ρίχνω μέσα, να κατηγορώ). Αυτή η εικόνα του Κατήγορου που απαιτεί μια ψυχή βρίσκει την πλήρη της επιβεβαίωση και στην Καινή Διαθήκη. Λίγο πριν το Πάθος Του, ο Κύριος λέει στον Πέτρο: «Σίμων Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον» (Λουκ. 22:31). Το ρήμα «εξήτησε» (ἐξῃτήσατο) είναι εκρηκτικής σημασίας: δηλώνει μια επίσημη αξίωση, μια απαίτηση για τον εαυτό του. Ο Σατανάς δεν ζητά απλώς, αλλά απαιτεί από τον Θεό την άδεια να δοκιμάσει, να «κοσκινίσει» τους πιστούς. Αυτά τα δύο δραματικά παραδείγματα, από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, αποκαλύπτουν ότι ο πονηρός έχει τη δυνατότητα, υπό ορισμένες συνθήκες, να εμφανιστεί ενώπιον του Θεού και να απαιτήσει ψυχές ως αντικείμενο δοκιμασίας.

Γιατί ο Διάβολος Απαιτεί την Ψυχή του Πλούσιου;

Γιατί, λοιπόν, στην περίπτωση του πλούσιου αγρότη, ο Διάβολος μπορεί να απαιτήσει την ψυχή του με τόσο θράσος; Η απάντηση βρίσκεται στην πνευματική του σκλήρυνση, που τροφοδοτείται από μια βαθιά ριζωμένη υπερηφάνεια. Όταν ένας άνθρωπος φτάσει σε επίπεδα αυτο-εξάρτησης και ασπλαχνίας που μιμούνται τη δαιμονική αυτοτέλεια – όπως ακριβώς κάνει ο πλούσιος με τον μονόλογό του, τότε ωριμάζει μια πνευματική συμφωνία με το πονηρό πνεύμα. Η ψυχή του έχει τοποθετηθεί εκεί που ο Διάβολος θέλει όλες τις ψυχές: σε απόλυτη αυτάρκεια χωρίς τον Θεό. Σε αυτή την κατάσταση, ο Κατήγορος μπορεί να εμφανιστεί μπροστά στο Θεϊκό Θρόνο και να πει: «Αυτός είναι δικός μου! Δεν μιλάει για Εσένα, δεν σε ευχαριστεί, δεν σε αναζητά. Μιλάει μόνο στον εαυτό του, όπως και εγώ. Τον έκανα ‘καθρέφτη’ μου. Απαιτώ, λοιπόν, την ψυχή του, γιατί είναι πνευματικά δική μου.»

Αυτή η άμεση και αμετάκλητη κρίση («ταύτῃ τῇ νυκτὶ») δεν αποκαλύπτει την απροθυμία του Θεού να συγχωρήσει, η συγχώρησή Του είναι πάντα πρόθυμη, αλλά την πνευματική απροθυμία και αδυναμία του ίδιου του ανθρώπου. Η καρδιά του έχει «σκληρυνθεί» τόσο πολύ από την υπερηφάνεια, έχει ταυτιστεί τόσο πλήρως με την αμαρτία της αυτάρκειας, ώστε να μην υφίσταται πλέον σε αυτήν κανένα εσωτερικό κίνητρο ή δυνατότητα για μετάνοια. Ο θάνατος, επομένως, έρχεται ως η φυσική και αναπόφευκτη συνέπεια μιας πνευματικής κατάστασης που έχει ήδη ωριμάσει και ολοκληρωθεί: η ψυχή έχει εκούσια και ολοκληρωτικά κλείσει κάθε δίοδο που οδηγεί προς τον Θεό

Το Τέλος της Κενότητας και ο Πλουτισμός προς τον Θεό

Η τραγική ειρωνεία ολοκληρώνεται με την ερώτηση: «ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;». Όλος ο κόπος, η ανησυχία και η φιλοδοξία του ανθρώπου καταλήγουν σε απόλυτη κενότητα. Οι αποθήκες του, που ήταν το κέντρο του κόσμου του, γίνονται τώρα ένα αντικείμενο διαμάχης ή σπατάλης για άλλους. Αυτή η απόλυτη κενότητα δεν είναι απλώς μια «κακή κατάληξη», είναι «το τέλος της φιλαργυρίας»: ο πλήρης σκοπός της, η ολοκλήρωσή της, το τελικό αποτέλεσμα που φανερώνει ότι από την αρχή ήταν μια διαδικασία κενή ουσίας, που οδηγούσε αναπόφευκτα σε κενότητα.

Αντίθετα, ο Κύριος προτείνει τον μόνο ασφαλή «επενδυτικό σχεδιασμό»: «οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν» (εδ.19). Εδώ βρίσκεται ο διαχωρισμός. Ο «θησαυρίζων ἑαυτῷ» επενδύει όλη του την ύπαρξη στον εαυτό, στη φιλαυτία. «πλουτῶν εἰς Θεόν», όμως, δεν σημαίνει απλώς να δίνει φιλανθρωπία. Σημαίνει να χρησιμοποιεί κάθε υλικό αγαθό, κάθε ταλέντο, κάθε στιγμή του χρόνου του ως μέσο κοινωνίας με τον Θεό και με τον πλησίον. Είναι να μετατρέπει το παροδικό υλικό πλούτο σε οὐράνιο θησαυρό, «ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν». Είναι ο πλούτος που ούτε φθείρεται ούτε κλέβεται, γιατί είναι ενσωματωμένος στις σχέσεις αγάπης και στη χάρη του Θεού.

Μια Πρόσκληση στη Γνήσια Ελευθερία

Η Παραβολή του Άφρονος Πλουσίου, όπως αποκαλύπτεται μέσα από το φως της Ορθόδοξης Παράδοσης, παραμένει αιώνια επίκαιρη. Δεν είναι απλώς η ιστορία ενός αγρότη που πέθανε απροσδόκητα, αλλά ο απολογισμός μιας πνευματικής τραγωδίας που παίζεται καθημερινά στην ανθρώπινη καρδιά. Είναι η φωτογραφία της ψυχής που, λαμβάνοντας τις υλικές ευλογίες ως αυτοσκοπό, ξεχνά το Θεό-Δωρητή και, τελικά, ξεχνά τον εαυτό της, την αθάνατη πνευματική της φύση.

Αυτή η παραβολή είναι, στην ουσία της, μια έντονη προειδοποίηση κατά της πνευματικής λήθης. Μας θυμίζει ότι η πραγματική κρίση δεν έρχεται μόνο στο τέλος της ζωής, αλλά σε κάθε στιγμή που διαλέγουμε ανάμεσα στην αυτάρκεια και την εμπιστοσύνη, στη συσσώρευση και τη διανομή, στον εαυτό ως θεό και στον Παντοδύναμο Θεό. Ο «θάνατος» ξεκινά από την πνευματική νάρκη, από την απόλυτη ταύτιση με τα προσωρινά και την άρνηση των αιώνιων.

Ωστόσο, πέρα από την προειδοποίηση, υπάρχει και μια βαθιά, ελπιδοφόρα πρόσκληση. Η κλήση για «πλουτισμό προς τον Θεό» δεν είναι μια απλή ηθική συμβουλή, αλλά ο δρόμος προς την πραγματική ελευθερία. Είναι η απελευθέρωση από το φόβο της έλλειψης, από το αχόρταγο της επιθυμίας, από την τυραννία των αγαθών που τελικά κατέχουν τον κατόχο τους. Είναι η πρόσκληση να μεταμορφώσουμε το παροδικό σε αιώνιο, το υλικό σε πνευματικό, μέσω της αγάπης, της ευχαριστίας και της φιλανθρωπίας.

Σε έναν κόσμο που προσκυνά τον «άφρονα» πλούσιο και τονίζει την ακατάπαυση συσσώρευση, ο Ορθόδοξος Χριστιανός καλείται να είναι η ζωντανή αντίθεση: να είναι ελεύθερος από τα πράγματα, αλλά πλούσιος προς τον Θεό και τον πλησίον. Να ζει με την αγρυπνία της καρδιάς, γνωρίζοντας ότι η ζωή είναι δάνειο και ο σκοπός της είναι η σωτηρία και η θέωση.

Ας μην περιμένουμε, λοιπόν, τη φωνή που λέει «Αυτή τη νύχτα απαιτούν την ψυχή σου». Ας ακούσουμε τώρα τη φωνή που μας καλεί: «Πλούτεινε εις Θεόν». Γιατί, στο τέλος, η μόνη πραγματική ιδιοκτησία μας, ο μόνος θησαυρός που θα μεταφέρουμε πέρα από το χάσμα του θανάτου, είναι η αγάπη που δώσαμε και η χάρη που λάβαμε από τον ελεήμονα Θεό.

Κωφίδης Ευάγγελος

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.