Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΝΕΑ ΚΤΙΣΙΣ

date Μαρ 16th, 2011 | filed Filed under: Xαιρετισμοι της Παναγιας

Γ΄ Στάσις Χαιρετισμῶν

Η ΝΕΑ ΚΤΙΣΙΣ

«Νέαν ἔδειξε κτίσιν…» (Ἀκάθ. ὕμν. Ν)

ΚΥρ...ΑΠΟΨΕ ψάλλεται ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Εἶνε ἕνα τραγούδι. Θὰ προσπαθήσω νὰ μιλήσω γι’ αὐτὸ ἁπλᾶ, ὥστε νὰ μὲ καταλάβετε ὅλοι.
Ὑπάρχουν τραγούδια τοῦ Θεοῦ καὶ τραγού­δια τοῦ διαβόλου. Ποιά εἶνε τὰ τραγούδια τοῦ διαβόλου; Γέμισε ἀπ’ αὐτὰ ὁ κόσμος. Εἶ­νε ἐ­κεῖ­να ποὺ ἀκούγονται στὰ νυκτερινὰ κέν­τρα καὶ ξεμυαλίζουν ὅλους. Ἦρθε στὴ μητρό­πολι μία νεόνυμφη γυναίκα κλαίγοντας. —Θὰ πάρω διαζύγιο, λέει.— Γιατί; —Δὲν τὸν ὑ­ποφέρω· κάθε βράδυ ξενυχτάει στὸ κέν­τρο· γυρίζει μὲ τὰ μηχανάκια του κατὰ τὴ μία – δύο ἡ ὥρα μεθυσμένος, ζαλισμένος, ἀνάστατος ψυ­χικά· σπάει πιάτα, καθρέφτες, τὰ πάντα, καὶ μὲ τυραννάει… Ἔδειχνε τὰ χέρια της γε­μᾶτα πληγὲς καὶ αἵματα. —Γιατί ἐσὺ σὰ δεσπότης δὲ φωνάζεις νὰ κλείσουν αὐτὰ τὰ κέντρα, ποὺ χωρίζουν ἀντρόγυνα καὶ δημιουργοῦν τόση καταστροφή;… Τί νὰ πῶ; Δὲν εἶ­μαι κράτος· ἂν ἤμουν κράτος, σὲ μία νύχτα θὰ τὰ καταργοῦ­σα ὅλα. Εἶμαι ἐκκλησία, ἐπίσκοπος, καὶ φωνάζω πρὸς τὰ ἄνω καὶ πρὸς τὰ κάτω· εἶ­νε ἀπόλυτος ἀνάγκη νὰ κλείσουν αὐτὰ τὰ κατηραμένα κέντρα, στὰ ὁποῖα γίνεται τόση φθορά. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ τραγούδια μαθαίνει ὁ κόσμος στὰ κέντρα. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι σταθμοὶ τὰ ἴδια μεταδίδουν. Εἶνε τραγούδια τοῦ διαβόλου. Πές μου τί τραγουδᾷς, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι.
Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ποὺ ψάλλεται τώρα, ἀνήκει στὴν ἄλλη κατηγορία. Εἶνε τραγούδι τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ ὡραιότερα, τραγούδι τῶν ἀγ­γέλων. Γιὰ νὰ μιλήσω ἁπλᾶ, εἶνε μιὰ ὄμορφη πολυκατοικία· ἔχει τέσσερα διαμερίσματα (τὶς τέσσερις στάσεις), εἰκοσιτέσσερα δωμάτια (τοὺς εἰκοσιτέσσερις οἴκους ἢ στροφές), καὶ ἑκατὸν σαραντατέσσερα παράθυρα (τὰ ἑ­κατὸν σαραντατέσσερα «χαῖρε»).
Θὰ προσπαθήσω νὰ ἐξηγήσω τὸν οἶκο ποὺ ἀρχίζει μὲ τὸ ψηφίο Νῦ καὶ ὁ ὁποῖος λέει· «Νέαν ἔ­δειξε κτίσιν, ἐμφανίσας ὁ Κτίστης, ἡμῖν τοῖς ὑπ’ αὐτοῦ γενομένοις· ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός, καὶ φυλάξας ταύτην ὥσπερ ἦν ἄφθορον, ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες».

* * *

Τὸ γράμμα «Νῦ» ὁμιλεῖ γιὰ κάποιον κτίστη. Ἀλλ’ ἐὰν προσέξετε τὸ «Κτίστης» γράφεται ὄχι μὲ κάππα μικρὸ ἀλλὰ μὲ κάππα κεφαλαῖο. Γιατί ἆραγε;
Ἐὰν σᾶς βάλω νὰ μετρήσετε τὰ σπίτια τῆς πε­ριοχῆς σας, πόσα εἶνε; Πέντε, δέκα, εἴκοσι, ἑκατό, διακόσια…; Μπορεῖτε νὰ μοῦ δείξετε ἀ­πὸ αὐτὰ ἕνα σπίτι, ποὺ νὰ χτίστηκε χωρὶς νὰ κοπιάσῃ κανείς, ἀλλὰ ἔτσι μιὰ μέρα φύτρωσε; μαζευτήκανε τὰ λιθάρια, οἱ πέτρες, τὸ σίδερο, τὸ τσιμέντο, τὰ ξύλα, τὰ καρφιὰ καὶ κτίστη­κε μόνο του; Ὑπάρχει τέτοιο σπίτι; Δὲν ὑ­πάρχει ἀσφαλῶς. Αὐτὸ λέει κι ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος (βλ. Ἑβρ. 3,4)· Κάθε σπίτι κάποιος κτίστης τὸ ἔκτισε. Τὸ ἴδιο σκεπτόμεθα καὶ γιὰ κάθε ἄλ­λο δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου, λ.χ. γιὰ ἕ­να ἐργοστάσιο, ἕνα αὐτοκίνητο, ἕνα πλοῖο, ἕνα ἀεροπλάνο, ἕνα πύραυλο. Ἀλλὰ τί εἶνε αὐ­τὰ μπροστὰ στὴ θεία δημιουργία; Παιχνιδάκια. Ὑπάρχει ἕνα «αὐτοκίνητο», ποὺ χωράει ὄχι πενήντα ἢ ἑβδομήντα ἢ ἑκατὸ ἐπιβάτες, ἀλλὰ δισεκατομμύρια κόσμο· καὶ τρέχει χωρὶς ῥόδες ὄχι μὲ ἑβδομήντα ἢ ἑκατὸ χιλιόμετρα, ἀλλὰ ἀστραπηδὸν καὶ χω­ρὶς νὰ σταματᾷ. Ἐκτελεῖ δρομολόγιο μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Μέσα σ’ αὐτὸ ταξιδεύουμε ὅ­λοι χωρὶς εἰσιτήριο. Εἶνε ἡ γῆ. Καὶ δὲν τρέχει μόνο αὐτὸ τὸ «αὐτοκίνητο» μέσα στὸ σύμ­παν. Τρέχουν καὶ ἄλλα ἀμέτρητα ἀστέρια καὶ πλανῆτες. Ἐγὼ ἀπορῶ γιὰ τὸ ἑξῆς. Πάνω στὴ γῆ κινοῦνται στοὺς δρόμους αὐτοκίνητα καὶ κάθε μέρα συμβαίνουν συγκρούσεις· στὸ  διά­στημα, ποὺ ταξιδεύουν τόσα οὐράνια σώματα, πῶς δὲν συγκρούονται; Τὸ 1910 παρουσιάστη­κε στὸν οὐρανὸ ὁ κομήτης τοῦ Χάλλεϋ καὶ οἱ ἀστρονόμοι ἔλεγαν ὅτι, ἂν ἡ οὐρά του μᾶς ἀγγίξῃ, ἡ γῆ θὰ καῇ. Ἀλλ’ ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι ἔ­τρεμαν ἀπὸ ἀγωνία, ὁ κομήτης πέρασε χωρὶς νὰ συγκρουσθῇ μὲ τὴ γῆ. Ἤμουν μικρὸ παιδά­κι τριῶν ἐτῶν καὶ τὸν  εἶδα κ’ ἐγώ. Ἦταν ἕνα φοβερὸ πρᾶγμα· κατέβαινε ἀπὸ τὰ οὐράνια κ’ εἶχε μιὰ μεγάλη οὐρά· σὰν χαρταετὸς ἦταν.
Ποιός τά ᾽φτειαξε ὅλ’ αὐτά, ποιός ἔκανε τὴν κτίσι ποὺ μᾶς περιβάλλει; Κάθε σπίτι τὸ κτίζει κάποιος κτίστης· ἐκεῖνος δὲ ποὺ κατασκεύασε τὸ σύμπαν εἶνε ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ ἀπόστο­λος Παῦλος (ἔ.ἀ.). Γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ ἄλ­λοι εἶνε μικροὶ δημιουργοί, μικροὶ κτίσται· ἐ­κεῖ­νος εἶ­νε ὁ μέγας δημιουργός, ὁ μέγας «Κτί­στης», καὶ γι᾽ αὐτὸ γράφεται μὲ κάππα κεφαλαῖο.
Ἂς ἀφήσουμε τὰ ἄλλα ἀστέρια κι ἂς μείνου­με στὴ γῆ. Αὐτὴ εἶνε τὸ διαμάντι τῆς δημι­ουργίας, τὰ ἄλλα ἀστέρια εἶνε χαλίκια. Ἐδῶ εἶνε ὅλα τὰ ὡραῖα. Αὐτὸ τὸ λέει ἡ Γραφή, ἀλ­λὰ κ’ ἡ ἐπιστήμη θὰ τὸ ἀποδείξῃ σιγά – σιγά. Ἐ­δῶ ὑπάρχει νερό, ἀέρας, ὀξυγόνο, βλάστησι, ζῷα, ψάρια, πουλιά. Στὸ φεγγάρι, ποὺ πῆ­γαν ἀστροναῦτες, βρῆκαν ξεραΰλα· ἔτσι εἶνε καὶ σ’ ὅλα τ᾽ ἀστέρια. Ἐδῶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὰ πάντα καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ ζήσουμε. Τί τοῦ ὀ­φείλουμε; Ἕνα εὐχαριστῶ, ἕνα ἀλληλούια.
Ἀλλὰ δὲ σᾶς εἶπα ἀκόμη τίποτα. Ὅλα αὐτὰ εἶνε ἡ μία κτίσις τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλ­λη, ἡ «νέα κτίσις». Ποιό εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο ἔρ­­γο τοῦ Θε­οῦ; ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄ­στρα, οἱ πλανῆτες, ἡ γῆ; Ποιό εἶνε τὸ ὑψηλότερο; Ἀλλοίμονο ἂν δὲν τὸ καταλάβουμε. Τὸ θαυμα­στότερο εἶνε αὐτὸ ποὺ ἔγινε πάνω στὴ γῆ. Πόσα χρόνια γυρίζει αὐτὴ ἡ γῆ; Καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ πολλὰ ἔγιναν ἐπάνω στὸν  φλοιό της. Τὸ πιὸ σπουδαῖο ὅμως εἶνε, ὅτι μιὰ φορὰ πάνω στὴ γῆ παρουσιάστηκε κάποιος, ποὺ δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος σὰν κ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ ἦταν κάτι παραπάνω· ἦταν ὁ Θεός. Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός! Δὲν ἦταν, ὅπως λένε μερικοί, ἕνας δάσκαλος, ἕνας κοινωνιολόγος, ἕνας φιλόσοφος. Ὁ Χριστὸς εἶ­νε ὁ Θεός. Αὐτὸ φωνάζουν τὰ θαύματά του, ἡ διδασκαλία του, ἡ σταύρωσίς του, ἡ ἀ­νάστασίς του, τὸ Εὐαγγέλιό του.
Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, γιὰ ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ ἔκανες στὴ φύσι. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα σ᾽ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ χαμήλωσες καὶ κατέβηκες στὴ γῆ. Ἦλθες καὶ σταυ­ρώθηκες, γιὰ νὰ μᾶς σώσῃς. Εἶσαι ὁ Σωτήρας, ὁ Λυτρωτής μας.
Καὶ πῶς ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ; «Ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός», λέει ὁ οἶκος ποὺ ἐξηγοῦμε. Γεννήθηκε δηλαδὴ ἀπὸ Παρθένο.
«Ἄσ’ τα, ρὲ παπᾶ, αὐτὰ τὰ παραμύθια!» μοῦ ᾽λεγε κάποιος σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Μακεδονίας ὅ­ταν τὸ 1941-42 γύριζα βουνὰ καὶ λαγκάδια μὲ τ᾽ ἄρβυλά μου μὲ κίνδυνο θανάτου (ἦταν ἀ­φύ­λαχτος τότε ἡ πατρίδα καὶ μποροῦσαν νὰ σὲ ξαπλώσουν χάμω μὲ τὴν πρώτη ἁψιμαχία). Ἄσε, ρὲ παπᾶ, τὰ παραμύθια σας ἐδῶ πέρα. Πῶς εἶνε δυνατὸν μιὰ παρθένος, ποὺ δὲ γνώρισε ἄντρα, νὰ γεννήσῃ παιδί;… Ἔτσι μοῦ μιλοῦσε. Ἦταν Ἰούλιος μήνας κ’ ἕνας λαμπρὸς ἥλιος φώτιζε τὴ ματωμένη μας Μακεδονικὴ γῆ. Ἐκείνη τὴν ὥρα, καθὼς ἤμουν μόνος – ὁ­λο­μόναχος ἐκεῖ στὸ δωμάτιο κι αὐτὸς γαύγιζε σὰν σκύλος τῆς ἀθεΐας καὶ τοῦ ὑλισμοῦ, μὲ φώτισε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ λέω· ―Βλέπω ν’ ἀγγί­ζῃ τὸ κεφάλι σου ὁ ἥλιος. Δὲ μοῦ λές, πῶς μπῆκε μέσ᾽ στὸ σπίτι σου; Γιά κοίταξε, πῶς πέρασε τὸ τζάμι; Τὸ ἔσπασε; Ὄχι. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἥλιος περνάει τὸ τζάμι, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, πέρασε στὴ μήτρα τῆς Παναγίας παρθένου, «φυλάξας ταύτην ὥσ­περ ἦν ἄφθορον», χωρὶς νὰ βλάψῃ τὴν παρθενία της. Ἰδού τὸ θαῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἄρχισε ἡ ἀ­να­καίνισις τοῦ κόσμου, ἡ «νέα κτίσις».

* * *

«Τὸ θαῦμα βλέποντες» σὲ ὑμνοῦμε καὶ σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Χριστέ· εἶσαι σὺ ποὺ ἔφτειαξες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, τὶς πηγὲς καὶ τὴ θάλασσα, τὰ ἄνθη, τὰ ζῷα καὶ τὸν ἄνθρωπο. Πρὸ παντὸς ὅμως σ᾽ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ χαμήλωσες καὶ κατέβηκες στὴ γῆ σὰν ἀετός.
Κάποτε, ὅταν ἤμουν στὰ Γρεβενὰ καὶ περι­ώδευα στὴν Πίνδο, βλέπω πάνω ψηλὰ στὸν οὐ­ρανὸ ἕνα μαῦρο σημαδάκι σὰν τελεία. Ἕ­νας τσοπάνος, ποὺ ἦταν κοντά μου, μοῦ λέει· —Τὸ βλέπεις αὐτό; εἶνε χρυσάετος. —Χρυσάετος; εἶπα μὲ θαυμασμό. —Περίμενε, λέει, καὶ θὰ δῇς. Ὁ ἀετὸς πράγματι χαμήλωνε δι­αρκῶς, καὶ τέλος νάτος πῆγε καὶ κά­θησε πάνω σ᾽ ἕνα βράχο. Ἦταν ἕνα θαυμά­σιο θέαμα μὲ συμβολικὴ σημασία· ἀετὸς παρουσιάστηκε τέσσερις – πέντε φορὲς στὰ ψη­λὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, σὰν σημεῖο ὅτι πάνω ἐ­κεῖ κάποιοι ἄλλοι ἀετοὶ θ᾽ ἀνέβαιναν νὰ κάνουν τὸ θαῦμα τοῦ σαράντα. Θαύμασα τὸν ἀετό· τὸν εἶδα πρὸ παντός, μὲ τ’ ἀνοιχτὰ φτερά του σὲ σχῆμα σταυροῦ, σὰν σύμβολο τοῦ Χριστοῦ μας.
Νὰ ζοῦμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὡς «νέα κτί­σις»· μὲ ὅπλο τὸ σταυρό, μὲ ἀγάπη στὴν πα­τρίδα, μὲ πίστι στὸ Θεό, μὲ ὁμόνοια καὶ ἑ­νότητα μεταξύ μας. Τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς σκεπάσῃ καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ φθάσουμε καὶ στὴν αἰώνιο πατρίδα μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Νικολάου Παπαγιάννη – Φλωρίνης 26-3-1976)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.