Αυγουστίνος Καντιώτης



ΜΙΑ ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

+EΣΤΙΑ+

ΜΙΑ ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΥΣΕΒΗ ΛΑΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΚΟΖΑΝΗΣ

Κατόπιν νεωτέρας εντολής της Ι. Συνόδου είμαι υποχρεωμένος να εγκαταλείψω πλέον οριστικώς την Κοζάνην και να μεταβώ εις Γρεβενά. Ούτω λήγει το στάδιον της εν Κοζάνη εργασίας μου. Πριν η αναχωρήσω από την προσφιλή πόλιν, εθεώρησα καθήκον δια την ιστορίαν του μαρτυρικού τούτου τόπου της Δ. Μακεδονίας να σας αποχαιρετήσω. Και απευθύνω προς όλους σας την παρούσαν επιστολήν, ως ένα είδος προχείρου και συντόμου απολογισμού της εργασίας μου ως ιεροκήρυκος.
Μετά την εκτέλεσιν υπό των βαρβάρων κατακτητών του εθνομάρτηρος ιεροκήρυκος αρχιμ. Ιωακείμ Λιούλια, κενωθείσης της θέσεως ετοποθετήθην υπό της Ι. Συνόδου ως ιεροκήρυξ Κοζάνης. Όταν εν καιρώ βαρυτάτου χειμώνος έφθασα εις την πόλιν σας, η δυστυχία του λαού μας κάτω από την μαύρην δουλείαν παρουσίαζε τραγικάς εικόνας. Την νύκτα εβλέπαμεν να καίωνται ως βεγγαλικά από τα θηρία – στρατιώτας του Χίτλερ – τα πέριξ χωριά της Κοζάνης, την δε ημέραν να συρρέουν ως ράκη ανθρώπινα εις την πόλιν εν ελεεινή καταστάσει τα θύματα της συμφοράς. Το Κράτος ευρίσκετο εν αποσυνθέσει. Το χρήμα είχεν εξευτελισθή, πλατανόφυλλα είχον καταντήσει τα χαρτονομίσματα, εργασία ουδαμού, λαϊκή περίθαλψις μηδέν. Εν μέσω της συμφοράς εκείνης ως ιεροκήρυξ εκλαύσαμεν, υψώσαμεν την φωνήν μας, εκαυτηριάσαμεν τους ενόχους, εμαστιγώσαμεν τους ασπλάχνους πλουσίους, και εζητήσαμεν την συνδρομήν του λαού δια την δημιουργίαν λαϊκού συσσιτίου. Την επομένην το γκαράζ είχε γίνει προσκύνημα. Ωρισμένοι πλούσιοι, οι οποίοι θα ηδύναντο να δημιουργήσουν μόνοι των συσσίτια και να τρέφουν λόχους πεινασμένων παιδιών της γειτονιάς των, έμειναν αδιάφοροι (Μόνον αδιάφοροι; Ήνοιγαν κατακόμβας, δια να κρύψουν…). Αλλά ο πτωχός λαός ηλεκτρίσθη από τα χριστιανικά συνθήματα του άμβωνος και κάτι τι το πρωτοφανές και αλησμόνητον συνέβη: ουρά λαού είχε σχηματισθή έξω από το γκαράζ και ο λαός έδιδε προθύμως εκ του υστερήματός του. Έτσι έγινεν η πρώτη αποθήκη τροφίμων. Το συσσλιτιον ήρχισε με 50 πιάτα, δια να προχωρή και να αυξάνη συνεχώς. Τα 50 έγιναν 100, 200, 500, 800, 1000, 1500, 2500, 3000, 3500, δια να φθάση το συσσίτιον με την βοήθειαν του ερυθρού σταυρού εις 8000 ημερισίας μερίδας.
Αλλά ποιος θα εφαντάζετο; Η εργασία αυτή, καρπός της ευσέβειας του τόπου τούτου, προκάλεσε λυσσαλέαν, σατανικήν την αντίδρασιν του κακού. Δεν ηρέμησε, ακόμη ο μαρτυρικός μας τόπος δια να δημοσιεύσω, την βοήθεια του φίλου δημοδιδασκάλου, κρατήσαντος σημειώσεις από την μαύρην εκείνην εποχήν, βιβλίον, εις το οποίον θα γίνουν τα αποκαλυπτήρια και η κοινωνία θα μείνει κατάπληκτος, οπόση κακία εμφωλεύει εις τα στήθη ωρισμένων ανθρώπων. Τόσον μόνον εδώ γράφωμεν, ότι ο φθόνος συναδέλφων μου, η συκοφαντία, η φιλαργυρία ωρισμένων τινών πλουσίων της πόλεως, πραγματκών Σαϋλώκ, οι οποίοι εφοβήθησαν μήπως με το κήρυγμα ο λαός επαναστατήση και θραύση τας αποθήκας και λεηλατήση τας περιουσίας των…, όλα αυτά συνεμάχησαν κατά του ιεροκήρυκος και ήρχισεν ένας απηνής διωγμός, όστις ακόμη δεν τελείωσε. Κεντρικόν της αντιδράσεως, φοβερόν αλλά αληθές, ήτο η ι. Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης, συγκεκριμένως δε ο Σεβασμιώτατος Συνοδικός έξαρχος παρά τη Ι. Μητροπόλει ταύτη Μητροπολίτης Ξάνθης κ. Ιωακείμ, όστις εκαυχάτω ότι ειργάζετω εθνικώς(!), αλλ’ εις το παθητικόν της εργασίας του υπάρχει και το γεγονός: Κατήγγειλεν εις το Γερμανικόν Φρουραρχείον, ότι ο ιερικήρυξ Αυγουστίνος είναι… κόκκινος, κατακόκκινος! Το πώς εσώθημεν αποτελεί θαύμα, δια το οποίον ημείς και οι συνεργάται μου ευχαριστούμεν τον Θεόν. Αλλ’ αφού εζήσαμεν και αφού εδώσαμεν συγγνώμην εις τους εχθρούς μας, έχομεν τώρα το θάρρος του χριστιανού μαχητού να καταγγείλωμεν εις το πενελλήνιον ότι ιεράρχαι, που κατήγγειλαν και παρέδωκαν εις τας χείρας των εχθρών της πατρίδος εργάτας του ευαγγελίου, των οποίων δεν ηνείχοντο να ακούουν την γλώσσαν της αληθείας ιεράρχαι, οι οποίοι, καθ’ ήν στιγμήν το ποίμνιόν των εσφάζετο και εμαρτύρει ποικιλοτρόπως, αυτοί το εγκατέλειψαν και κατέφυγαν εις τας Αθήνας δια να κάμνουν τους περιπάτους των εις την πλατείαν Συντάγματος, ιεράρχαι και γενικότερον κληρικοί, οι οποίοι κατά τον χρόνον της σκλαβιάς ελησμόνησαν την αποστολήν του τιμημένου ράσου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δεν ετήρησαν την αξιοπρέπειάν των, τρέμοντες ως λαγωοί έναντι ενός τελευταίου καραμπινιέρου και γκεσταπίτου, ιεράρχαι και κληρικοί τοιούτοι δεν έχουν καμίαν θέσιν εις τας τάξεις του κλήρου. Αλοίμονον δε εάν η εκκλησία δεν έχη την δύναμιν να εκκαθαρίση εαυτήν, και τρεις αλοίμονον εάν τοιούτοι κληρικοί γίνωνται δικασταί και τιμηταί των άλλων. Αλλ’ ας επανέλθωμεν. Ο Σεβ. Έξαρχος, ρίπτων την συκοφαντίαν ότι είμαι κόκκινος, επέτυχε δις να αφαιρέση το κήρυγμα, αλλά και δυο φοράς ηναγκάσθη να υποκύψη προ του κύμματος της αγανακτήσεως του λαού της Κοζάνης και επιτρέψη εκ νέου το κήρυγμα. Αίτησις δε του λαού, προς την Ι. Σύνοδον, η οποία εκαλύφθη αυθορμήτως υπό 2200 υπογραφών κατοίκων της Κοζάνης, εζήτει επιμόνως την συνέχειαν του κηρύγματος. Αλλ’ ης μάτην αι διαμαρτυρίαι του λαού, εις μάτην τα ψηφίσματα των εκκλησιαστικών συμβουλίων Αγ. Κωνσταντίνου και Αγ. Δημητρίου, ως να ήμεθα αιρετικοί, εξεδιώχθημεν τελείως εκ των Ι. Ναών. Και τότε η ευσέβεια του λαού της Κοζάνης πάλιν εθαυματούργησε. Μετέβαλεν με αθρώα συρροήν του το γκαράζ όχι μόνον εις φιλανθρωπικόν κατάστημα, αλλά και εις Μητροπολιτικόν Ναόν, όπου χιλιάδες ακροαταί ήκουον από του προχείρου βήματος λόγους παρηγοριάς εν καιρώ δουλείας…
Αλλ’ αφού επιμένουν, ότι είμαι κόκκινος, απαντώ και γραπτώς, ότι δεν ανοίκω εις κανένα κόμμα. Ήμουν, είμαι και θα είμαι μέχρι θανάτου Ορθόδοξος Χριστιανός. Κτυπώ το έγκλημα οποθενδήποτε και εάν εμφανίζεται και ζητώ από 10ετίας και πλέον μεταρρύθμισιν της κοινωνίας αλλά με βάσιν το Ευαγγέλιον του Χριστού. Τούτο ήρχισα το πρώτον εκ της ιεράς πόλεως του Μεσολογγίου. Διότι και εγώ πιστεύω μαζί με τον υπέροχον ιεράρχην του Πόντου, τον τέως Μακ. Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χρύσανθον, ότι μόνον το Ευαγγέλιον, «μόνον η χριστανική ηθική μετά της προς πάντας και πάντα στρεφομένης και πάντας εν εαυτή ενούσης θείας αγάπης θα ηδύνατο να συμπτήξη μιαν σταθεράν και αδιάσειστον σοσιαλιστικήν πολιτείαν» (περοδικόν «ορθοδοξία» Πατριαρχείου Κων/πόλεως, έτος 1932-29-37 άρθρον «Η Κοινωνική Κρίσις και η Εκκλησία»).
Αλλ’ ας αφήσωμεν τους επισήμους να λέγουν και να γράφουν και αποφασίζουν κατά του ιεροκήρυκος ότι θέλουν, και ας στραφώμεν προς τον λαόν της Κοζάνης, με τον οποίον συνεπίομεν τα πικρά της δουλείας ποτήρια και συνεδέθημεν με τα άρρηκτα δεσμά της αγάπης του Χριστού.
Χαίρετε λοιπόν, προσφιλείς μου ακροαταί, οι οποίοι κατά χιλιάδας ως εις άνθρωπος μέχρι ασφυξίας συνεκεντρωνεσθε εις τους απόκεντρους Ι. Ναούς της πόλεως, δια να ακούσετε το απλούν του Ευαγγελίου κήρυγμα. Χαίρετε, νέοι και νέαι, οι οποίοι γύρω από τον ιεροκήρυκα αποτελέσατε το μικρόν επιτελείον της αγάπης του Χριστού και υπηρετήσατε ως εθελονταί την κοινωνίαν. Χαίρετε, ευλαβείς γυναίκες της πόλεως, αι οποίαι ως άλλαι μυροφόροι, όρθου βαθέος, πριν να ανατείλη ο ήλιος, εσπεύδατε εις την Εστίαν δια να προσφέρετε δωρεάν τας υπηρεσίας σας με την χαράν εις το πρόσωπον ότι υπηρετείτε τον πτωχόν Ναζωραίον. Χαίρετε, πρόσφυγες πυροπαθείς, δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης και αληθείας, φυλακισμένοι, όσοι εις την Εστίαν ευρίκατε το άσυλόν σας. Χαίρετε ορφανά θύματα της Εθνικής μας Καταιγίδος. Χαίρετε γέροντες και ασθενείς και ναυαγοί της ζωής. Χαίρετε υποστηρικταί του έργου, δωρηταί, γνωστοί, ανώνυμοι, των οποίων τα ονόματα μνησθήτω Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία Αυτού. Χαίρετε, τέλος, εκλεκτοί μου νέοι, χαίρετε στενοί μου συνεργάται, όσοι εμείνατε γύρω από το λάβαρον του Χριστού και δεν εγκαταλείψατε και όταν ακόμη κληρικοί σας προέτρεπον να μας εγκαταλείψητε δια να μη πέση φωτιά εις τα σπίτια σας. Ω πισταί και ευλαβείς ψυχαί! Επί 15 μήνας χωρίς μισθόν, χωρίς άλλην τινά αποζημίωσιν, προσεφέρατε την υπηρεσίαν εις τον λαόν. Ποίος θα αμείψη τους κόπους σας; Μόνον ο Εσταυρωμένος. Χαίρετε, φίλοι και εχθροί! Ο ιεροκήρυξ Αυγουστίνος αναχωρεί. Είμαι ευτυχή, διότι υπηρέτησα την πόλιν της Κοζάνης με κίνδυνον της ζωής μας. Λησμονώ του κόπους και ενθυμούμε την αγάπην σας. Εγκόλπιον και μίτρα σπινθηροβολούσα θα είναι δι’ εμέ η ανάμνησις των κόπων και των κινδύνων, των φρικτών ημερών που επεράσαμεν μαζί. Πιστεύω, ότι εις το νέον μου δρομολόγιον με συνοδεύουν αι ευχαί όλων σας.
Έτσι είπα να περάσω την ζωήν μου. Θα πετώ από βράχον εις βράχον και από θάμνον εις θάμνον και από κλάδον εις κλάδον, δια να ψάλλω το γλυκύ μου άσμα «ΧΡΙΣΤΟΣ – ΕΛΛΑΣ».
Αδελφοί μου, χαίρετε! Ο Κύριος ας είναι πάντα μαζί σας.

Με άπειρον αγάπην
Αρχιμ. Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης, Ιεροκήρυξ
Εν Κοζάνη τη 18η Απριλίου 1945

«ΕΣΤΙΑ», ΑΡ. ΦΥΛ. 14

(«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης στην Κοζάνη» Νο1,

μέρος β΄, σελ. 178-182, Κοζάνη 2003, Ανδρονίκης Π. Καπλάνογλου)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.