Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΜΑΝΔΡΑ

date Νοέ 13th, 2013 | filed Filed under: εορτολογιο

Τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

13 Νοεμβρίου

_____

 

_

Η ΜΑΝΔΡΑ

«Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. 10,11)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Ἑορτάζει ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυ­τέρους πατέρας καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Μίλησα ἄλλοτε γιὰ τὸν βίο του καὶ γιὰ τὸ τέλος του στὰ Κόμανα τῆς Ἀρμενίας. Τώρα ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸ εὐαγγέλιο τῆς ἑορτῆς.

* * *

Τὸ ἀκούσατε; Ὁ Κύριος ὁμιλεῖ παραβολι­κῶς. Ὁμιλεῖ γιὰ μαντρί, γιὰ πρόβατα, γιὰ τσο­πᾶνο, γιὰ λύκους. Μὲ τέτοια ἁπλᾶ λόγια μίλησε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

Τὸ μαντρί. Τί εἶνε τὸ μαντρὶ ὅλοι ξέρουμε· εἶνε τὸ μέρος ὅπου ὁ τσοπᾶνος ἀσφαλίζει τὰ πρόβατά του τὴ νύχτα, μὲ φρουρὸ τὰ τσοπανόσκυλα. Καὶ τί εἰκονίζει τὸ μαντρί; Τὸ μαντρὶ εἰκονίζει τὴν Ἐκκλησία. Ὅπως τὰ πρόβατα μα­ζεύον­ται στὸ μαντρὶ κ’ εἶνε ἀσφαλισμένα, ἔτσι καὶ ὅ­ποιος μπαίνει στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἀρ­κεῖ νὰ ἔρχεται μὲ πίστι καὶ εὐλάβεια, ὄ­χι ἀθεόφοβα καὶ μὲ ἀμφιβολίες. Ὅποιος βρί­σκεται κον­τὰ στὸ Θεό, αἰσθάνεται ἀσφάλεια.

Μαντρὶ λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία. Καὶ πρόβατα; Οἱ Χριστιανοί. Ὅπως μέσ᾽ στὴ στάνη ὁ τσο­πᾶ­νος δὲ βάζει τσακάλια καὶ λύκους, ἀλλὰ βάζει μόνο ἥμερα πρόβατα, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκ­κλη­σία ἔρχονται ἄνθρωποι εἰρηνικοὶ καὶ ἥσυχοι σὰν τὰ πρόβατα. Πρόβατα εὐλογημένα εἶνε οἱ πιστοί. Γιατί παρομοιάζονται μὲ πρόβατα; Γιὰ τρεῖς λόγους. Πρῶτον, διότι τὸ πρόβατο εἶνε τὸ πιὸ ἥμερο καὶ ἥσυχο ζῷο. Δὲ δαγκώνει, δὲν κλωτσάει, δὲν ἐπιτίθεται σὲ κανένα. Εἶνε ἄκακο καὶ φρόνιμο. Ἔτσι πρέπει νὰ εἶνε κι ὁ Χριστιανός· πρᾶος καὶ γαλήνιος, συνετὸς καὶ ἀ­όργητος. Παρομοιάζονται ἐπίσης μὲ πρόβατα οἱ Χριστιανοί, γιατὶ κανένα ἄλλο ζῷο δὲν εἶ­νε τόσο εὐεργετικὸ ὅσο τὸ πρόβατο. Καὶ τί δὲν προσφέρει· τὸ γάλα του, τὸ βούτυρό του, τὸ μαλλί του, τὸ δέρμα του, τὸ κρέας του· λένε ὅτι ἀκόμα κι ἀπὸ τὰ ἔντερά του κατασκευ­ά­ζονται χορδὲς κιθάρας. Δὲν εἶνε ὅπως λ.χ. ὁ χοῖρος πού, ὅσο ζῇ, μόνο τρώει καὶ λερώνει. Ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος λέει, ὅτι μὲ τὸ χοῖ­ρο μοιάζει ξέρετε ποιός; Ὁ φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης. Αὐτός, ὅσο ζῇ, κανένα καλὸ δὲν κάνει, «δὲ δίνει οὔτε νερὸ στὸν ἄγγελό του». Μόνο ὅταν πεθάνῃ, τότε μαζεύον­­ται ἀπὸ παντοῦ οἱ συγγενεῖς νὰ μοιραστοῦν τὴν περιουσία του, καὶ γλεντοῦν, ὅπως γλεντοῦν στὰ χω­ριὰ ὅταν σφάζουν τὸ χοῖρο. Χριστιανὸς ποὺ δὲ βοηθάει τὸν πλησίον του, ποὺ δὲν εἶνε σπλαχνικὸς καὶ εὐεργετικός, αὐτός, λέει ὁ ἱε­ρὸς Χρυσόστομος, εἶνε ἄχρηστος. Ὄχι λοι­πὸν χοιρώδεις ὑπάρξεις, ἀλλὰ πρόβατα εὐ­ερ­γε­τικὰ νὰ εἴμαστε. Παρομοιάζον­ται ἀκόμη οἱ Χριστιανοὶ μὲ πρόβατα ὄχι μόνο γιὰ τὴν πραότητα καὶ τὴν εὐεργετικότητά τους, ἀλλὰ καὶ διότι εἶνε ὑπάκουοι καὶ πειθαρχικοί. Τὸ πρόβατο δὲν εἶνε σὰν τὸ κατσίκι, ποὺ ἀ­πομακρύνεται καὶ ξεστρατίζει· εἶνε ὑπάκουο, πειθαρ­χεῖ κι ἀκολουθεῖ τὸν ποιμένα του.

Εἴπαμε ὣς τώρα, ὅτι μαντρὶ εἶνε ἡ Ἐκκλησία καὶ πρόβατα οἱ Χριστιανοί. Τώρα νὰ ποῦμε γιὰ τὸν τσοπᾶνο. Τί κάνει ὁ τσοπᾶνος; Ἀγαπᾷ τὰ πρόβατά του, τώρα τὸ χει­μῶ­να τὰ πηγαίνει στὰ χειμαδιὰ τῆς Θεσσαλί­ας, τὸ καλοκαίρι μὲ σφυρίγματα τ’ ἀνεβάζει στὰ ψηλὰ βουνά, στὸν Ὄλυμπο καὶ στὴν Πίνδο, κοντὰ σὲ δροσερὲς πηγὲς καὶ ποτάμια, νὰ πιοῦν καθαρὸ νερό. Τὴ νύχτα τὰ φυλάει. Ἔχει καὶ τσοπανόσκυλα, νὰ μὴν πλη­σιάζουν λύκοι. Μένει κοντά τους. Ἂν κάποιο πρόβατο ἀῤ­ῥωστήσῃ, τὸ περιποιεῖται. Ἂν πά­θῃ ψώρα – ψωριά­σῃ, τὸ βγάζει ἀπ᾽ τὸ μαν­τρὶ καὶ τὸ φροντίζει ἰδιαιτέρως μέχρι νὰ θερα­πευ­θῇ. Καὶ ἐπιστρέφον­τας στὸ μαντρὶ κάθε βράδυ τὰ μετράει. Εἶδα ἐγὼ στὴν Πίνδο τσο­πᾶνο στενοχωρημένο. ―Τί ἔχεις; λέω. ―Νά, μέτρησα τὰ πρόβατα καὶ μοῦ λείπει ἕνα. Ποῦ νά ᾽νε τώρα; Δὲν ἡσυχάζω. Θὰ πάω νὰ τὸ βρῶ… Πῆγε, καὶ ὕστε­ρα ἀπὸ καμμιὰ ὥρα, ἀφοῦ περι­πλανήθηκε, τὸ βρῆκε. Ἱδρωμένος γύρισε μὲ τὸ πρόβατο στὸν ὦμο, ἀλλὰ μὲ χαρὰ στὴν καρ­διά. Ποιός λοιπὸν εἶνε ὁ τσοπᾶνος τῆς παραβολῆς; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Κανένας τσοπᾶ­νος δὲν ἀγάπησε τὰ πρόβατά του ὅπως ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ὑπὲρ αὐτῶν καὶ ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε καὶ ἀναστή­θηκε. Αὐτὸς εἶ­νε «ὁ ποιμὴν ὁ καλός» (Ἰωάν. 10,11). Κι ὅπως ὁ τσοπᾶνος ποὺ ἔχει πολλὰ κοπάδια, χιλιάδες πρόβατα, λέγεται ἀρχιτσέλιγ­γας καὶ τὰ ἐμπιστεύεται ἕνα κοπάδι στὸν ἕνα, ἕνα κοπάδι στὸν ἄλλο, στοὺς λεγομένους πιστικούς, ἔτσι καὶ ὁ ἀρχιποίμην Χριστὸς ἐμπιστεύεται τοὺς Χριστιανοὺς σὲ ἀνθρώπους ποιμένας. Ποιοί εἶν’ αὐτοί; Εἶνε οἱ ἱερεῖς καὶ μάλιστα οἱ ἐπίσκοποι. Τί κρατᾶμε στὰ χέρια; Τὴν ἀρχιερατικὴ ῥάβδο. Δὲν τὴν ἔχουμε γιὰ ἐ­πίδειξι – ὁ Θεὸς νὰ μᾶς συχωρέσῃ. Τί εἶν᾽ αὐ­τή; Εἶνε ποιμενικὴ ῥάβδος, εἶνε ἡ γκλίτσα τοῦ τσοπάνου. Ἔχει σημασία. Ὅπως ὁ τσοπᾶνος, ἅ­μα ἕνα πρόβατο φύγῃ μακριά, μὲ τὴ γκλίτσα τὸ φέρνει πάλι κοντά, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς τὰ πρόβα­τα ποὺ ξεμακραίνουν ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ πρέπει νὰ τὰ μαζεύουμε μὲ τὴ γκλίτσα, μὲ λόγο δηλαδὴ αὐστηρό, ἐπιτιμητικό, ἐλεγκτικό. Τσοπάνηδες εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς· βόσκουμε ὅμως πρόβατα λο­γικά. Μικρὸς τσοπᾶνος εἶνε καὶ ὁ κάθε ἱερεύς· ἄλλος ἔχει ἑκατὸ πρόβατα (ἑκατὸ Χριστι­ανούς), ἄλλος διακόσα, ἄλλος τριακόσα, ἄλ­λος χίλια καὶ πλέον πρόβατα. Πρέπει νὰ φυλάῃ τὸ ποίμνιό του ὁ ἱερεύς, ἰδίως σὲ ἡμέρες πονηρές. Τὸ καλοκαίρι ὁ τσοπᾶνος εἶνε ἤρεμος καὶ παίζει φλογέρα, ἀλλὰ τὸ χειμῶνα δὲν κοιμᾶται· ἔχει τσοπανόσκυλα καὶ σφεντόνα καὶ πέτρες, κ’ εἶνε ἕτοιμος. Γιατὶ τὸ χειμῶνα βγαίνουν οἱ λύκοι· κι ἅμα βροῦν τὸ μαντρὶ ἀ­φύλαχτο, μπαίνουν καὶ τὸ ρημάζουν.

Καὶ ποιοί εἶνε οἱ λύκοι; Ὅπως ὑπάρχουν λύκοι στὰ δάση, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ λύκοι μέσ᾽ στὶς ἀνθρώπινες κοινωνί­ες. Λύκοι φο­βεροί, ποὺ ῥουφοῦν αἷμα, εἶνε οἱ ὑλισταὶ καὶ ἄ­θεοι, οἱ ἐκμαυλισταὶ καὶ διαφθορεῖς τῶν ἀ­θῴων, εἶ­νε πρὸ πάντων οἱ πλάνοι καὶ οἱ αἱρετικοί. Αὐ­τοὶ οἱ τελευταῖοι εἶνε καὶ προβατόσχημοι. Ἐνῷ δηλαδὴ εἶνε λύκοι, φοροῦν προβειὰ καὶ παριστάνουν τὰ πρόβατα πρὸς ἐξαπάτησιν τῶν ἀ­φελῶν. Τέτοιοι εἶνε ἰδίως οἱ χιλιασταί. Εἶνε «λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. 20,29). Σ᾽ ἕ­να χωριὸ στὰ Τρίκαλα τῆς Θεσσαλίας δὲν πρόσεχε φαίνεται ἐκεῖ ὁ ποιμὴν – ὁ παπᾶς, μπῆκαν μέσα δυὸ – τρεῖς χιλιασταί, καὶ στὸ τέλος ὁλόκληρο τὸ χωριὸ ἔγινε χιλιαστικό. Χτυπάει ἡ καμπάνα, κι οὔτε ἕνας δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία· πηγαίνουν στὴ χάβρα τῶν Ἑβραίων.

Ὑπάρχουν λοιπὸν «λύκοι βαρεῖς». Ἀλλὰ δό­ξα τῷ Θεῷ ὑπάρχουν καὶ ποιμένες. Ἀλλοίμονο ἂν δὲν ὑπῆρχαν. Ἕνας τέτοιος ἐκλεκτὸς ποι­μήν, πρότυπο ποιμένος, εἶνε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ποὺ ἑορτάζει σήμερα. Ὅλοι ἐμεῖς τώρα νὰ μαζευτοῦμε, πατριάρχες, δεσποτάδες καὶ χιλιάδες παπᾶδες μὲ τὰ ῥάσα καὶ τὰ καλυμμαύχια μας, δὲν φτειάνουμε οὔτε τὸ νυ­χάκι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἦτο μέγας, ἦτο γίγας. Φύλαξε τὸ ποίμνιό του μέρα-νύχτα. Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν κοινωνία, γιὰ τὴν οἰκογένεια. Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς. Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν αἰσχρῶν θεαμάτων, ἐ­ναντίον τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς πολυτελείας, ἐναντίον τῶν ἀσπλάχνων καὶ ἀδίκων πλουσί­ων, ἐναντίον φαύλων ἡγεμόνων, ἐναν­τίον δι­εφθαρμένων γυναικῶν τῆς αὐλῆς. Ἀγωνίστηκε καὶ ἐναντίον μιᾶς βασιλίσσης, τῆς λεγομένης Εὐδοξίας. Ἀγωνίστηκε τέλος ἐναντίον τῶν φαύλων κληρικῶν. Ὁ μὲν λαὸς τὸν λάτρευε, οἱ παπᾶδες ὅμως δὲν τὸν ἀγαποῦσαν. Πεντακόσους παπᾶδες εἶχε ἡ ἀρχιεπισκοπή· πόσοι ἔμειναν κοντά του; Μόνο πέντε! Διότι μέρα – νύχτα τοὺς ὑπενθύμιζε· Φρουρεῖτε καὶ φροντίζετε τὸ ποίμνιό σας, καὶ «δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. 10,8). Ὅλοι λοιπὸν αὐ­τοὶ (παπᾶδες, δεσποτᾶδες, γυναῖκες, πλεονέκτες καὶ ἅρπαγες) μαζεύτηκαν καὶ τὸν ἔῤ­ῥιξαν ἀπὸ τὸ θρόνο. Τὸν ἐξώρισαν 700 χιλιόμετρα μακριά, κ᾽ ἐκεῖ παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Οἱ τελευταῖοι του λόγοι ἦταν «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

Αὐτὸς ἦταν ὁ Χρυσόστομος, ὁ καλὸς ποιμὴν ποὺ θυσίασε τὴ ζωή του ὑπὲρ τῶν προβάτων.

* * *

Τελείωσα. Σᾶς ἐξήγησα τὸ εὐαγγέλιο. Στάνη εἶνε ἡ Ἐκκλησία μας, μάνδρα ἁγία καὶ πεφυ­λαγμένη. Πρόβατα ἐκλεκτὰ τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ εἶστε ἐσεῖς. Ποιμένες οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι – μακάρι νὰ εἶνε ὅλοι Χρυσό­στομοι καὶ Βασίλειοι. Καὶ «λύκοι βαρεῖς» εἶνε οἱ αἱρετικοί, οἱ χιλιασταὶ καὶ οἱ ἄλλοι. Μακριά, παιδιά μου, μακριά ἀπ’ αὐτούς! Οὔτε ἕνας, οὔ­τε σπό­ρος νὰ μὴν ὑπάρχῃ στὴν περιφέρειά σας. Μὴ παρασυρθῇ κανείς. Πρόβατο, ποὺ φεύγει ἀπ᾽ τὸ μαντρί, τὸ τρώγει ὁ λύκος· καὶ Χριστιανὸς ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν Ἐκ­κλησία, θὰ τὸν φᾶνε οἱ διαφόρων εἰδῶν λύκοι!

Ἀδελφοί μου, μείνετε πιστοὶ στὸ Θεό, πιστοὶ στὰς παραδόσεις, πιστοὶ στὴν πατρίδα! Ἔτσι ἡ εὐλογία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου θὰ εἶνε μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Κομάνου – Ἑορδαίας τὴν 13-11-1975

 

 

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.