Η ΜΑΝΔΡΑ
Τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
13 Νοεμβρίου
_____
_
Η ΜΑΝΔΡΑ
«Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. 10,11)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Ἑορτάζει ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους πατέρας καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Μίλησα ἄλλοτε γιὰ τὸν βίο του καὶ γιὰ τὸ τέλος του στὰ Κόμανα τῆς Ἀρμενίας. Τώρα ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸ εὐαγγέλιο τῆς ἑορτῆς.
* * *
Τὸ ἀκούσατε; Ὁ Κύριος ὁμιλεῖ παραβολικῶς. Ὁμιλεῖ γιὰ μαντρί, γιὰ πρόβατα, γιὰ τσοπᾶνο, γιὰ λύκους. Μὲ τέτοια ἁπλᾶ λόγια μίλησε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Τὸ μαντρί. Τί εἶνε τὸ μαντρὶ ὅλοι ξέρουμε· εἶνε τὸ μέρος ὅπου ὁ τσοπᾶνος ἀσφαλίζει τὰ πρόβατά του τὴ νύχτα, μὲ φρουρὸ τὰ τσοπανόσκυλα. Καὶ τί εἰκονίζει τὸ μαντρί; Τὸ μαντρὶ εἰκονίζει τὴν Ἐκκλησία. Ὅπως τὰ πρόβατα μαζεύονται στὸ μαντρὶ κ’ εἶνε ἀσφαλισμένα, ἔτσι καὶ ὅποιος μπαίνει στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἀρκεῖ νὰ ἔρχεται μὲ πίστι καὶ εὐλάβεια, ὄχι ἀθεόφοβα καὶ μὲ ἀμφιβολίες. Ὅποιος βρίσκεται κοντὰ στὸ Θεό, αἰσθάνεται ἀσφάλεια.
Μαντρὶ λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία. Καὶ πρόβατα; Οἱ Χριστιανοί. Ὅπως μέσ᾽ στὴ στάνη ὁ τσοπᾶνος δὲ βάζει τσακάλια καὶ λύκους, ἀλλὰ βάζει μόνο ἥμερα πρόβατα, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία ἔρχονται ἄνθρωποι εἰρηνικοὶ καὶ ἥσυχοι σὰν τὰ πρόβατα. Πρόβατα εὐλογημένα εἶνε οἱ πιστοί. Γιατί παρομοιάζονται μὲ πρόβατα; Γιὰ τρεῖς λόγους. Πρῶτον, διότι τὸ πρόβατο εἶνε τὸ πιὸ ἥμερο καὶ ἥσυχο ζῷο. Δὲ δαγκώνει, δὲν κλωτσάει, δὲν ἐπιτίθεται σὲ κανένα. Εἶνε ἄκακο καὶ φρόνιμο. Ἔτσι πρέπει νὰ εἶνε κι ὁ Χριστιανός· πρᾶος καὶ γαλήνιος, συνετὸς καὶ ἀόργητος. Παρομοιάζονται ἐπίσης μὲ πρόβατα οἱ Χριστιανοί, γιατὶ κανένα ἄλλο ζῷο δὲν εἶνε τόσο εὐεργετικὸ ὅσο τὸ πρόβατο. Καὶ τί δὲν προσφέρει· τὸ γάλα του, τὸ βούτυρό του, τὸ μαλλί του, τὸ δέρμα του, τὸ κρέας του· λένε ὅτι ἀκόμα κι ἀπὸ τὰ ἔντερά του κατασκευάζονται χορδὲς κιθάρας. Δὲν εἶνε ὅπως λ.χ. ὁ χοῖρος πού, ὅσο ζῇ, μόνο τρώει καὶ λερώνει. Ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος λέει, ὅτι μὲ τὸ χοῖρο μοιάζει ξέρετε ποιός; Ὁ φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης. Αὐτός, ὅσο ζῇ, κανένα καλὸ δὲν κάνει, «δὲ δίνει οὔτε νερὸ στὸν ἄγγελό του». Μόνο ὅταν πεθάνῃ, τότε μαζεύονται ἀπὸ παντοῦ οἱ συγγενεῖς νὰ μοιραστοῦν τὴν περιουσία του, καὶ γλεντοῦν, ὅπως γλεντοῦν στὰ χωριὰ ὅταν σφάζουν τὸ χοῖρο. Χριστιανὸς ποὺ δὲ βοηθάει τὸν πλησίον του, ποὺ δὲν εἶνε σπλαχνικὸς καὶ εὐεργετικός, αὐτός, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, εἶνε ἄχρηστος. Ὄχι λοιπὸν χοιρώδεις ὑπάρξεις, ἀλλὰ πρόβατα εὐεργετικὰ νὰ εἴμαστε. Παρομοιάζονται ἀκόμη οἱ Χριστιανοὶ μὲ πρόβατα ὄχι μόνο γιὰ τὴν πραότητα καὶ τὴν εὐεργετικότητά τους, ἀλλὰ καὶ διότι εἶνε ὑπάκουοι καὶ πειθαρχικοί. Τὸ πρόβατο δὲν εἶνε σὰν τὸ κατσίκι, ποὺ ἀπομακρύνεται καὶ ξεστρατίζει· εἶνε ὑπάκουο, πειθαρχεῖ κι ἀκολουθεῖ τὸν ποιμένα του.
Εἴπαμε ὣς τώρα, ὅτι μαντρὶ εἶνε ἡ Ἐκκλησία καὶ πρόβατα οἱ Χριστιανοί. Τώρα νὰ ποῦμε γιὰ τὸν τσοπᾶνο. Τί κάνει ὁ τσοπᾶνος; Ἀγαπᾷ τὰ πρόβατά του, τώρα τὸ χειμῶνα τὰ πηγαίνει στὰ χειμαδιὰ τῆς Θεσσαλίας, τὸ καλοκαίρι μὲ σφυρίγματα τ’ ἀνεβάζει στὰ ψηλὰ βουνά, στὸν Ὄλυμπο καὶ στὴν Πίνδο, κοντὰ σὲ δροσερὲς πηγὲς καὶ ποτάμια, νὰ πιοῦν καθαρὸ νερό. Τὴ νύχτα τὰ φυλάει. Ἔχει καὶ τσοπανόσκυλα, νὰ μὴν πλησιάζουν λύκοι. Μένει κοντά τους. Ἂν κάποιο πρόβατο ἀῤῥωστήσῃ, τὸ περιποιεῖται. Ἂν πάθῃ ψώρα – ψωριάσῃ, τὸ βγάζει ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ καὶ τὸ φροντίζει ἰδιαιτέρως μέχρι νὰ θεραπευθῇ. Καὶ ἐπιστρέφοντας στὸ μαντρὶ κάθε βράδυ τὰ μετράει. Εἶδα ἐγὼ στὴν Πίνδο τσοπᾶνο στενοχωρημένο. ―Τί ἔχεις; λέω. ―Νά, μέτρησα τὰ πρόβατα καὶ μοῦ λείπει ἕνα. Ποῦ νά ᾽νε τώρα; Δὲν ἡσυχάζω. Θὰ πάω νὰ τὸ βρῶ… Πῆγε, καὶ ὕστερα ἀπὸ καμμιὰ ὥρα, ἀφοῦ περιπλανήθηκε, τὸ βρῆκε. Ἱδρωμένος γύρισε μὲ τὸ πρόβατο στὸν ὦμο, ἀλλὰ μὲ χαρὰ στὴν καρδιά. Ποιός λοιπὸν εἶνε ὁ τσοπᾶνος τῆς παραβολῆς; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Κανένας τσοπᾶνος δὲν ἀγάπησε τὰ πρόβατά του ὅπως ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ὑπὲρ αὐτῶν καὶ ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ποιμὴν ὁ καλός» (Ἰωάν. 10,11). Κι ὅπως ὁ τσοπᾶνος ποὺ ἔχει πολλὰ κοπάδια, χιλιάδες πρόβατα, λέγεται ἀρχιτσέλιγγας καὶ τὰ ἐμπιστεύεται ἕνα κοπάδι στὸν ἕνα, ἕνα κοπάδι στὸν ἄλλο, στοὺς λεγομένους πιστικούς, ἔτσι καὶ ὁ ἀρχιποίμην Χριστὸς ἐμπιστεύεται τοὺς Χριστιανοὺς σὲ ἀνθρώπους ποιμένας. Ποιοί εἶν’ αὐτοί; Εἶνε οἱ ἱερεῖς καὶ μάλιστα οἱ ἐπίσκοποι. Τί κρατᾶμε στὰ χέρια; Τὴν ἀρχιερατικὴ ῥάβδο. Δὲν τὴν ἔχουμε γιὰ ἐπίδειξι – ὁ Θεὸς νὰ μᾶς συχωρέσῃ. Τί εἶν᾽ αὐτή; Εἶνε ποιμενικὴ ῥάβδος, εἶνε ἡ γκλίτσα τοῦ τσοπάνου. Ἔχει σημασία. Ὅπως ὁ τσοπᾶνος, ἅμα ἕνα πρόβατο φύγῃ μακριά, μὲ τὴ γκλίτσα τὸ φέρνει πάλι κοντά, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς τὰ πρόβατα ποὺ ξεμακραίνουν ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ πρέπει νὰ τὰ μαζεύουμε μὲ τὴ γκλίτσα, μὲ λόγο δηλαδὴ αὐστηρό, ἐπιτιμητικό, ἐλεγκτικό. Τσοπάνηδες εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς· βόσκουμε ὅμως πρόβατα λογικά. Μικρὸς τσοπᾶνος εἶνε καὶ ὁ κάθε ἱερεύς· ἄλλος ἔχει ἑκατὸ πρόβατα (ἑκατὸ Χριστιανούς), ἄλλος διακόσα, ἄλλος τριακόσα, ἄλλος χίλια καὶ πλέον πρόβατα. Πρέπει νὰ φυλάῃ τὸ ποίμνιό του ὁ ἱερεύς, ἰδίως σὲ ἡμέρες πονηρές. Τὸ καλοκαίρι ὁ τσοπᾶνος εἶνε ἤρεμος καὶ παίζει φλογέρα, ἀλλὰ τὸ χειμῶνα δὲν κοιμᾶται· ἔχει τσοπανόσκυλα καὶ σφεντόνα καὶ πέτρες, κ’ εἶνε ἕτοιμος. Γιατὶ τὸ χειμῶνα βγαίνουν οἱ λύκοι· κι ἅμα βροῦν τὸ μαντρὶ ἀφύλαχτο, μπαίνουν καὶ τὸ ρημάζουν.
Καὶ ποιοί εἶνε οἱ λύκοι; Ὅπως ὑπάρχουν λύκοι στὰ δάση, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ λύκοι μέσ᾽ στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Λύκοι φοβεροί, ποὺ ῥουφοῦν αἷμα, εἶνε οἱ ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι, οἱ ἐκμαυλισταὶ καὶ διαφθορεῖς τῶν ἀθῴων, εἶνε πρὸ πάντων οἱ πλάνοι καὶ οἱ αἱρετικοί. Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι εἶνε καὶ προβατόσχημοι. Ἐνῷ δηλαδὴ εἶνε λύκοι, φοροῦν προβειὰ καὶ παριστάνουν τὰ πρόβατα πρὸς ἐξαπάτησιν τῶν ἀφελῶν. Τέτοιοι εἶνε ἰδίως οἱ χιλιασταί. Εἶνε «λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. 20,29). Σ᾽ ἕνα χωριὸ στὰ Τρίκαλα τῆς Θεσσαλίας δὲν πρόσεχε φαίνεται ἐκεῖ ὁ ποιμὴν – ὁ παπᾶς, μπῆκαν μέσα δυὸ – τρεῖς χιλιασταί, καὶ στὸ τέλος ὁλόκληρο τὸ χωριὸ ἔγινε χιλιαστικό. Χτυπάει ἡ καμπάνα, κι οὔτε ἕνας δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία· πηγαίνουν στὴ χάβρα τῶν Ἑβραίων.
Ὑπάρχουν λοιπὸν «λύκοι βαρεῖς». Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχουν καὶ ποιμένες. Ἀλλοίμονο ἂν δὲν ὑπῆρχαν. Ἕνας τέτοιος ἐκλεκτὸς ποιμήν, πρότυπο ποιμένος, εἶνε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ποὺ ἑορτάζει σήμερα. Ὅλοι ἐμεῖς τώρα νὰ μαζευτοῦμε, πατριάρχες, δεσποτάδες καὶ χιλιάδες παπᾶδες μὲ τὰ ῥάσα καὶ τὰ καλυμμαύχια μας, δὲν φτειάνουμε οὔτε τὸ νυχάκι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἦτο μέγας, ἦτο γίγας. Φύλαξε τὸ ποίμνιό του μέρα-νύχτα. Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν κοινωνία, γιὰ τὴν οἰκογένεια. Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς. Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν αἰσχρῶν θεαμάτων, ἐναντίον τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς πολυτελείας, ἐναντίον τῶν ἀσπλάχνων καὶ ἀδίκων πλουσίων, ἐναντίον φαύλων ἡγεμόνων, ἐναντίον διεφθαρμένων γυναικῶν τῆς αὐλῆς. Ἀγωνίστηκε καὶ ἐναντίον μιᾶς βασιλίσσης, τῆς λεγομένης Εὐδοξίας. Ἀγωνίστηκε τέλος ἐναντίον τῶν φαύλων κληρικῶν. Ὁ μὲν λαὸς τὸν λάτρευε, οἱ παπᾶδες ὅμως δὲν τὸν ἀγαποῦσαν. Πεντακόσους παπᾶδες εἶχε ἡ ἀρχιεπισκοπή· πόσοι ἔμειναν κοντά του; Μόνο πέντε! Διότι μέρα – νύχτα τοὺς ὑπενθύμιζε· Φρουρεῖτε καὶ φροντίζετε τὸ ποίμνιό σας, καὶ «δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. 10,8). Ὅλοι λοιπὸν αὐτοὶ (παπᾶδες, δεσποτᾶδες, γυναῖκες, πλεονέκτες καὶ ἅρπαγες) μαζεύτηκαν καὶ τὸν ἔῤῥιξαν ἀπὸ τὸ θρόνο. Τὸν ἐξώρισαν 700 χιλιόμετρα μακριά, κ᾽ ἐκεῖ παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Οἱ τελευταῖοι του λόγοι ἦταν «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Αὐτὸς ἦταν ὁ Χρυσόστομος, ὁ καλὸς ποιμὴν ποὺ θυσίασε τὴ ζωή του ὑπὲρ τῶν προβάτων.
* * *
Τελείωσα. Σᾶς ἐξήγησα τὸ εὐαγγέλιο. Στάνη εἶνε ἡ Ἐκκλησία μας, μάνδρα ἁγία καὶ πεφυλαγμένη. Πρόβατα ἐκλεκτὰ τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ εἶστε ἐσεῖς. Ποιμένες οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι – μακάρι νὰ εἶνε ὅλοι Χρυσόστομοι καὶ Βασίλειοι. Καὶ «λύκοι βαρεῖς» εἶνε οἱ αἱρετικοί, οἱ χιλιασταὶ καὶ οἱ ἄλλοι. Μακριά, παιδιά μου, μακριά ἀπ’ αὐτούς! Οὔτε ἕνας, οὔτε σπόρος νὰ μὴν ὑπάρχῃ στὴν περιφέρειά σας. Μὴ παρασυρθῇ κανείς. Πρόβατο, ποὺ φεύγει ἀπ᾽ τὸ μαντρί, τὸ τρώγει ὁ λύκος· καὶ Χριστιανὸς ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, θὰ τὸν φᾶνε οἱ διαφόρων εἰδῶν λύκοι!
Ἀδελφοί μου, μείνετε πιστοὶ στὸ Θεό, πιστοὶ στὰς παραδόσεις, πιστοὶ στὴν πατρίδα! Ἔτσι ἡ εὐλογία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου θὰ εἶνε μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Κομάνου – Ἑορδαίας τὴν 13-11-1975
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.