ΚΤΙΣΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ (Δημητριος νεομαρτυς – 14 Απριλιου)
ΚΤΙΣΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ
(Δημήτριος νεομάρτυς – 14 Ἀπριλίου)
AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Θά μιλήσουμε, ἀγαπητοί μου, γιά ἕνα μάρτυρα, πού σάν ἄνθος τῆς ἀνοίξεως φύτρωσε καί εὐωδίασε ὅταν κόντευε νά τελείωση ἡ ἐποχή τῆς τουρκοκρατίας καί ν’ ἀνατείλη ὁ ἥλιος τῆς ἐλευθερίας. Δεκαοχτώ χρόνια προτοῦ νά ἐκραγή ἡ ἐπανάστασις ὁ μάρτυρας αὐτός ἔχυσε τό αἷμα του. Εἶνε ὁ νεομάρτυρας Δημήτριος.
¬¬¬
Γεννήθηκε σ’ ἕνα μικρό χωριό τῆς Ἀρκαδίας Πελοποννήσου. Φτωχός ἦταν ὁ πατέρας του. Ἡ μητέρα του πέθανε ὅταν ἀκόμα ἦταν μικρό παιδί. Ὁ πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. Ἀλλά ἡ νέα γυναίκα, ἡ μητρυιά, ἦταν μιά γυναίκα σκληρή, πού συμπεριφερόταν ἄγρια στό μικρό Δημήτριο καί στόν μεγαλύτερο ἀδελφό του. Τά παιδιά δέν μποροῦσαν πιά νά ζήσουν ἄλλο μέσα στό πατρικό τους σπίτι. Σηκώθηκαν καί ἔφυγαν. Ὁ Δημήτριος προσελήφθη σ’ ἕνα συνεργεῖο κτιστάδων πού διηύθυναν οἱ Τοῦρκοι. Ἔκανε λάσπη, κουβαλοῦσε πέτρες, βοηθοῦσε τους κτῖστες. Οἱ κτῖστες πῆγαν στήν Τρίπολι γιά νά δουλέψουν καί πῆραν μαζί τους καί τόν Δημήτριο.
Ἀλλ’ ἐπειδή ὁ Δημήτριος ἦρθε σέ προστριβές μέ τούς κτῖστες, ἔφυγε καί πῆγε κι ἔγινε ὑπηρέτης σ’ ἕνα τούρκικο ἀρχοντικό. ‘Αλλά στό σπίτι αὐτό ἡ τούρκικη οἰκογένεια κατάφερε νά τόν ξεγελάση κι ὁ Δημήτριος ἀρνήθηκε τή χριστιανική πίστι, περιτμήθηκε κι ἔγινε μωαμεθανός. Ὅταν ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του τό ἔμαθε, ξεκίνησε νά πάη νά τόν δῆ. Κι ὅταν τον συνάντησε καί τόν εἶδε ντυμένο μέ τήν τούρκικη ἐνδυμασία, ἀντί, σάν μεγαλύτερος ἀδελφός πού ἦταν, νά τόν ἐλέγξη γι’ αὐτό πού ἔκανε, αὐτός ζήλεψε καί ἔγινε κι αὐτός μωαμεθανός.
Δύο ἀδέλφια ἄλλαξαν πίστι! Ὁ πατέρας τῶν παιδιῶν, Ἠλίας στό ὄνομα, ὅταν ἔμαθε τήν ἀλλαξοπιστία τῶν δύο παιδιῶν του, λυπήθηκε καί ἔκλαψε πολύ. Ἔφυγε ἀπ’ τό χωριό καί πῆγε στήν Τρίπολι νά συναντήση τά παιδιά του. Μέ τόν μεγαλύτερο ἀδελφό δέν ξέρουμε τί ἔγινε. Τόν Δημήτριο, παρ’ ὅλες τίς προσπάθειες, δέν μπόρεσε ὁ πατέρας νά τόν βρῆ, γιατί κρυβόταν. Ἔτσι ὁ πατέρας ἐπέστρεψε ἄπρακτος στό χωριό, κλαίγοντας καί θρηνώντας γιά τήν ἀπώλεια τῶν παιδιῶν του.
‘Αλλ’ ὁ κόπος τοῦ πατέρα δέν πῆγε τελείως χαμένος. Γιατί ὁ Δημήτριος ἄρχισε νά σκέπτεται πόση λύπη προξένησε στόν πατέρα του τό ὅτι ἀρνήθηκε τήν πίστι του κι ἀκόμη τό ὅτι δέν παρουσιάστηκε μπροστά του. Ἔμεινε στήν Τρίπολι, στό ἴδιο τούρκικο ἀρχοντικό, καί ἐργαζόταν σάν κουρέας στό κουρεῖο τοῦ ἀφεντικοῦ του. Μέσα του ὅμως ἡ συνείδησις σάν κάρβουνο ἀναμμένο τόν ἔκαιγε. Αἰσθανόταν τόν ἔλεγχό της καί ἤθελε νά φύγη ἀπό το τούρκικο σπίτι καί νά πάη μακριά. Συνεννοήθηκε λοιπόν μέ χριστιανούς καί μιά νύχτα ἔφυγε, κατέβηκε σέ λιμάνι κι ἀπό κεῖ μέ τό πλοῖο ταξίδεψε καί πῆγε στή Σμύρνη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Προχώρησε περισσότερο καί ἔφτασε σέ χωριά τῆς Μαγνησίας καί μετά σέ μιά ἄλλη πόλι, τίς Κυδωνιές.
Ἀπέναντι ἀπό τίς Κυδωνιές εἶνε τά Μοσχονήσια, ὅπου σ’ ἕνα μοναστήρι ζοῦσε ἕνας ἅγιος πνευματικός πατέρας. Ὁ Δημήτριος πῆγε στό μοναστήρι κι ἐξωμολογήθηκε στόν πνευματικό. Τό νά παραμείνη στό μοναστήρι δέν τόν ἀνέπαυε. Ζητοῦσε κάτι ἀνώτερο. Ὁ ἡγούμενος τοῦ σύστησε νά πάη στή Χίο καί νά συναντήση ἐκεῖ ἕναν ἅγιο, τόν ἐπίσκοπο Κορίνθου Μακάριο, καί σ’ αὐτόν νά ἐξομολογηθῆ καί νά τοῦ ζητήση συμβουλή τί πρέπει νά κάνη.
Πῆγε. Βρῆκε τόν ἅγιο Μακάριο. Ἐξωμολογήθηκε. Ἐξέφρασε τόν ζωηρό πόθο πού εἶχε νά μαρτυρήση. Ὁ ἅγιος Μακάριος τόν ἐπαίνεσε γιά τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου, ἀλλά τοῦ σύστησε νά μή βιάζεται. – Βέβαια, τοῦ εἶπε, τό μαρτύριο εἶνε τό ἄριστο. Σβήνει ἁμαρτίες χωρίς νά ὑπάρχη πιά φόβος νά ξαναπέση ὁ ἄνθρωπος στήν ἁμαρτία. Εἶνε ἡ πιό σύντομη καί ἔνδοξη ὁδός γιά τόν παράδεισο. ‘Αλλ’ ἐπειδή εἶνε ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος καί ὑπάρχει φόβος νά δειλιάση καί ν’ ἀρνηθῆ πάλι τό Χριστό, γι’ αὐτό σοῦ συνιστῶ – τοῦ εἶπε – νά βαδίσης τόν ἀσφαλῆ δρόμο τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας, μιμούμενος τόν ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας ξέπλυνε τό ἁμάρτημα τῆς τριπλῆς ἀρνήσεως…
Αὐτά συμβούλευε ὁ ἅγιος Μακάριος τόν Δημήτρι-ο. Ἀλλ’ ὁ Δημήτριος δέν ἀναπαυόταν ψυχικά. Μέσα του ἔκαιγε ἡ φλόγα, ἡ ἁγία ἐπιθυμία νά μαρτυρήση γιά τό Χριστό. Κλείστηκε σ’ ἕνα σκοτεινό χῶρο, νήστευε, προσευχόταν, ἔκλαιγε καί μελετοῦσε τή ζωή καί τά μαρτύρια τῶν ἁγίων μαρτύρων. Ὕστερα ἀπό κάμποσο καιρό σκληρῆς ἀσκήσεως πῆγε σέ νέο πνευ-ματικό καί ἐξωμολογήθηκε. Αὐτή τή φορά ἡ ἐξομολόγησίς του εἶχε κάτι τό πολύ συγκινητικό. Δάκρυα ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του καί θερμά παρακαλοῦσε τόν πνευματικό νά τοῦ ἐπιτρέψη νά βαδίση στό μαρτύριο. Ἀλλά κι ὁ πνευματικός αὐτός τοῦ ἔδωσε τήν ἴδια συμβουλή πού τοῦ εἶχε δώσει ὁ Μακάριος. Ἀλλ’ ἐπειδή ὁ Δημήτριος ἐπέμενε πολύ, ὁ πνευματικός ὑπο-χώρησε καί τοῦ ἐπέτρεψε νά πάη νά μαρτυρήση. Ὁ Δημήτριος χάρηκε πολύ.
Ἑτοιμάστηκε καί σέ λίγες μέρες ἔφυγε ἀπό τή Χίο καί ἦρθε στήν Πελοπόννησο. Ἤθελε νά μαρτυρήση ἐκεῖ ὅπου ἀρνήθηκε τό Χριστό. Στήν Πελοπόννησο εἶδε κι ἄλλους πνευματικούς πατέρες καί ἀδελφούς, πού ὅμως δέν συμφωνοῦσαν μέ τήν ἀπόφασί του νά σπεύση πρός τό μαρτύριο. Διότι ἐφοβοῦντο ἀκόμη μήπως τό μαρτύριό του ἐξαγριώση τούς Τούρκους καί κάνουν περισσότερα κακά στούς χριστιανούς. Ἀλλ’ ὁ Δημήτριος τούς ἔλεγε: – Ἔχετε θάρρος, ἀδελφοί, γιατί ἐγώ ὅλες τίς ἐλπίδες μου τίς ἔχω στόν ἐσταυρωμένο Κύριο καί ἐλπίζω στήν ἄπειρη παντοδυναμία του. Ὅ-πως ὁ Ἐσταυρωμένος δυνάμωσε ὅλους τούς ἁγίους μάρτυρες καί ὑπέφεραν τά φρικτά τους μαρτύρια, ἔτσι κι ἐμένα τόν ἁμαρτωλό θά μέ δυναμώση, γιά νά σβήσω μέ τή θυσία τοῦ αἵματός μου τήν ἁμαρτία.
Ὁ Δημήτριος, ἐφωδιασμένος μέ τά πνευματικά ὅπλα καί μάλιστα μέ τή θεία κοινωνία, ἔφτασε στήν Τρίπολι. Ἔκανε κάτι τολμηρό. Πῆγε στό κουρεῖο ἐκεῖνο πού ἐργαζόταν. Μόλις μπῆκε μέσα στό κουρεῖο φώναξε δυνατά: – Χριστός ἀνέστη! Ὅταν δέ τόν ρώτησαν ποιός εἶνε, ἀπάντησε: – Ἐγώ εἶμαι ὁ Δημήτριος. Ἐδῶ μέσα στό καταραμένο ἐργαστήριο ἀρνήθηκα τό Χριστό. Καί ἦρθα τώρα νά τόν ὁμολογήσω πάλι ἐδῶ ὅπου τόν ἀρνήθηκα καί νά πάρω πάλι τό θησαυρό πού ἔχασα. Ἕνας Τοῦρκος ἀπ’αὐτούς πού τόν ἄκουσαν, πού ἄλλοτε ἦταν συμμαθητής του, τόν μάλωσε καί τοῦ εἶπε: – Τί εἶνε αὐτά πού εἶπες; Τρελλάθηκες; Κινδυνεύεις νά χάσης τή ζωή σου… Ἀλλ’ ὁ Δημήτριος ἄφοβος. Ἐξακολούθησε νά ὁμολογῆ τό Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι τόν ἔπιασαν, τόν ἔκλεισαν στή φυλακή, τόν κάλεσαν πολλές φορές σέ ἀνάκρισι, προ-σπάθησαν μέ ὑποσχέσεις καί ἀπειλές ν’ ἀλλάξουν τό φρόνημά του, ἀλλ’ ἐκεῖνος παρέμεινε ἀνένδοτος. ‘Απαντοῦσε: – Χριστιανός γεννήθηκα, χριστιανός εἶμαι, καί χριστιανός θά πεθάνω. Ὁ Ἐσταυρωμένος εἶνε ὁ ἀληθινός Θεός. Προσκυνῶ Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον… Τέλος διατάχθηκε ἡ ἀποκεφάλισίς του. Ὡρίσθηκε ὄχι μέ ἕνα χτύπημα ἀλλά μέ τρία χτυπήματα νά κοπῆ τό κεφάλι του. Στά δύο χτυπήματα ὁ Μάρτυς εἶπε: – Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. Στό τρίτο χτύπημα τό κεφάλι του ἔπεσε καί τό αἷμα του πότισε τή γῆ. Τό λείψανό του τό παρέλαβαν οἱ χριστιανοί. Ἔκανε θαύματα.
¬¬¬
Ἕνας φτωχός άνθρωπος τοῦ λαοῦ, πού ἔκανε καί τόν κτίστη καί τόν κουρέα, ἀξιώθηκε νά γίνη μάρτυρας, γιά ν’ ἀποδειχθῆ ἀκόμη μιά φορά, ὅτι ἡ ἁγιότητα φυτρώνει παντοῦ.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.