Αυγουστίνος Καντιώτης



ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΜΠΡΑΚΤΗ «Ιδου τα ημιση των υπαρχοντων μου, Κυριε, διδωμι τοις πτωχοις, και εί τινος τι εσυκοφαντησα, αποδιδωμι τετραπλουν» (Λουκ. 19,8)

date Ιαν 26th, 2019 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2150

Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 19,1-10)
27 Ἰανουαρίου 2019
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Μετανοια εμπρακτη

«Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν» (Λουκ. 19,8)

Στὸν κόσμο αὐτόν, ἀγαπητοί μου, τὰ διάφο­­ρα ΑΣΩΤΟΥπράγματα δὲν ἀλλάζουν· στὴ φύσι γύρω μας τὸ λιθάρι μένει λιθάρι, τὸ κάρβουνο μένει κάρβουνο, τὸ ξύλο μένει ξύλο κ.λπ.. Ἀλλ᾽ ἐνῷ στὸν φυσικὸ καὶ ὑλικὸ κόσμο δὲν γίνονται ἀλλαγές, στὸν πνευματικὸ ὅμως κόσμο, τὸν κόσμο τῆς θείας χάριτος, δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γίνονται ἀλ­λαγές, μεγάλες ἀλλαγὲς καὶ θαυμαστὲς μεταβολές· σκοτεινὲς καὶ μαῦ­ρες ψυχές, σὰν τὰ φτε­ρὰ τοῦ κόρακα, μποροῦν νὰ γίνουν φωτεινὲς καὶ λαμπρές, πιὸ λευκὲς κι ἀπὸ τὸ χιόνι!
Μιὰ τέτοια θαυμαστὴ μεταβολὴ μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· μᾶς διηγεῖ­ται τί ἦταν ὁ Ζακχαῖος προτοῦ νὰ συναντηθῇ μὲ τὸ Χριστό, καὶ τί ἔγινε κατόπιν.

* * *

Τί ἦταν ὁ Ζακχαῖος στὴν κοσμική του ζωή; Ἦταν «ἀρχιτελώνης», ἐπὶ κεφαλῆς δηλαδὴ τῶν τελωνῶν τῆς περιοχῆς, τῶν ὑπαλλήλων ποὺ εἰσέπρατταν τοὺς φόρους ἀπὸ τὸ λαό. Ἡ θέσι του αὐτὴ τοῦ ἐξασφάλιζε μιὰ ἄνετη ζωή· «οὗτος ἦν πλούσιος», ὅπως ἀκούσαμε σή­­μερα (Λουκ. 19,2). Ὁ τρόπος ὅμως ποὺ οἱ τελῶ­νες εἰσέπρατταν τοὺς φόρους ἦταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖ­στον σκλη­ρὸς καὶ ἀπάνθρωπος· ἀδικοῦ­σαν τὸν κόσμο. Οἱ τελῶνες δυνάστευαν τὸν πληθυσμὸ μὲ τὴ βία ποὺ ἀσκοῦσαν καὶ ἔ­κλεβαν τὸν πολίτη ἐξ­ογ­κώνον­τας τὸ ποσὰ ποὺ ὤ­φειλε νὰ καταβά­λῃ. Κλέφτες οἱ τελῶνες, καὶ ὁ Ζακχαῖος ἀρχηγὸς τῶν κλεπτῶν. Γιατί; Διότι οἱ τελῶνες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη νοίκιαζαν τοὺς φόρους ἀπὸ τὸ κράτος, καὶ κατόπιν εἰσέπρατ­­ταν ἀπὸ τὸν κάθε φορολογούμενο ποσὰ ὑπερ­βολικά· ἔδιναν στὸ κράτος δέκα, καὶ εἰσ­έπρατταν ἀπὸ τὸ λαὸ ἑκατό.
Ὁ Ζακχαῖος λοιπόν, ὅπως καὶ οἱ ὅμοιοί του, εἶχε ὡς πρόγραμμα τῆς ζωῆς του τὸ «ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς». Ἦταν ἕνα ἁρπακτι­κὸ ὄρνεο τῆς κοινωνίας, μία βδέλλα ἐπάνω στὸ κοινωνικὸ σῶμα. Ὅπως ἡ βδέλλα βυζαίνει τὸ αἷμα, ἔτσι κι ὁ Ζακχαῖος σὰν βδέλλα τῆς κοινωνίας ῥου­φοῦσε τὸ αἷμα τῶν φτω­χῶν, τῶν χηρῶν καὶ τῶν ὀρφανῶν. Πόσες τέτοιες βδέλλες τοῦ δι­α­βόλου ὑπάρχουν στὸ σῶμα τῆς κοινωνί­ας καὶ σήμερα!…
Ὁ Ζακχαῖος, μέρα – νύχτα ἐκεῖ στὸ τελωνεῖο του, φύλαγε μὴ τυχὸν τοῦ ξεφύγῃ καμμιὰ μῦγα ἢ κανένα κουνούπι! Ἔτσι πλούτιζε, θησαύριζε, ἔχτιζε σπίτια καὶ μέγαρα, ζοῦσε μὲ πολυτέλεια, χω­ρὶς νὰ σκέπτεται Θεό, κρίσι καὶ ἀνταπόδοσι. Ζοῦσε ὅπως ζοῦν οἱ χοῖροι κι ὅπως ζοῦν οἱ ἀ­­σπάλακες, οἱ τυφλοπόντικες· τὰ μάτια του τὰ εἶχε στραμμένα στὴ γῆ…
Τέτοιος ἦταν. Ἀλλὰ τώρα μιὰ μεγάλη μετα­βολὴ γίνεται στὴν ψυχή του.
Ὁ Ζακχαῖος, ἐ­κεῖ ποὺ καθόταν στὸ γραφεῖο του, ἀκούει ὀ­χλοβοή, θόρυβο μεγάλο. Χι­λιάδες κόσμος εἶ­χε συγκεντρωθῆ καὶ σχημάτισαν μιὰ διαδήλω­σι. Οἱ δρόμοι κλεισμένοι, οἱ πλατεῖες πιασμένες, δὲν ἔμεινε σπιθαμὴ ἐ­δάφους ἀκάλυ­πτη. –Τί συμβαίνει; ρωτάει ὁ ἀρ­χιτελώνης. –Περνάει ὁ Χριστός, τοῦ λένε. –Μὰ ποιός εἶν᾽ αὐ­τὸς ὁ Χριστός; εἶνε κανένας πλούσιος, κάποιος σοφός, κανένας βασιλιᾶς; –Εἶ­νε ὁ φίλος τῶν φτωχῶν, ὁ γιατρὸς ὅ­λων τῶν ἀρρώστων, ὁ σοφὸς δάσκαλος μικρῶν καὶ μεγάλων… Ἀ­κούγοντας αὐτά, μέσα του γεννιέται μιὰ περιέργεια, ἕνα ἐνδιαφέρον· θέ­λει νὰ δῇ τὸ Χριστό, ἐπιθυμεῖ πολὺ νὰ τὸν γνωρίσῃ. Καλὴ ἡ ἐπιθυμία, ἁγία. Ναί, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸν δῇ; Λόγῳ φυσικοῦ ἐλαττώματος αὐτὸ ἦταν ἀδύνατον. Ἦταν ἄν­τρας μικροῦ ἀ­ναστήματος, κοντός· χανόταν μέσ᾽ στὸ πλῆ­θος, ὁ κόσμος τὸν ὑπερεκάλυπτε, τοῦ ἔκρυβε τὴ θέα. Αὐτὸς ὅμως ἦ­ταν ἀποφασισμένος νὰ δῇ τὸ Χριστὸ ὁπωσδήποτε. Καὶ τί σοφίζεται· τρέχει πιὸ μπροστὰ στὸ δρόμο ποὺ βάδιζε ὁ Χριστός, ἀνεβαίνει πάνω σὲ μιὰ συκομου­ριά, μιὰ συκαμινιά, καὶ κάθεται ἐκεῖ περιμένοντας. Σὲ λίγο πράγματι ὁ Χριστὸς πλησι­άζει κυκλωμένος ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ. Καὶ μόλις φτάνει κάτω ἀπ᾽ τὸ δέντρο τοῦ Ζακχαίου, σταματᾷ, σηκώνει τὰ μάτια κατ᾽ εὐ­θεῖαν πάνω σ᾽ αὐτόν, τὸν βλέπει καὶ τοῦ φωνάζει· –Ζακχαῖε, κατέβα γρή­γορα, σήμερα θὰ μείνω στὸ σπίτι σου.
Κατεβαίνει στὴ στιγμὴ ὁ Ζακχαῖος, ἐνῷ τὰ συναισθήμα­τά του δὲν περιγράφονται. Αὐτός, ὁ ψυχρὸς φιλάργυρος, τώρα συγκλονίζεται καὶ σαστίζει. Ἀπ᾽ τὴ μιὰ μεριὰ νιώ­θει μιὰ ἱκανο­ποίησι στὴν περιέργειά του κ᾽ ἕναν εὐχάριστο αἰφνιδιασμὸ ἀπὸ τὴν εὔνοια καὶ τιμὴ ποὺ δέχτηκε τόσο ξαφνικά, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν καταλαμβάνει ἕνα ἱερὸ δέος, ἕνας αὐθόρμητος καὶ εἰλικρινὴς θαυμασμὸς μπροστὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου.
Τὴν ἡμέρα ἐκείνη φιλοξένησε στὸ σπίτι του τὸ Χριστό! Ὑπῆρχαν κι ἄλλα σπίτια στὴν Ἰεριχώ, ἱερέων, ἀρχιερέων, πλουσίων, ἀρχόν­των· ἀπ᾽ ὅλα ὅμως αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς διάλεξε τὸ δικό του, τὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου, γιατὶ αὐ­τὸς εἶχε μετανοήσει. Τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀ­γάπη του, τὰ λόγια του ἄγγιξαν τὴν καρδιά του, ἔφεραν δάκρυα στὰ μάτια του, τὸν ἔκαναν νὰ πάρῃ ἀμέσως μιὰ μεγάλη ἀπόφασι καὶ νὰ πῇ ἐκεῖ μπροστὰ σὲ ὅλους·
Σοῦ ἐξομολογοῦμαι, Κύριε. Μέχρι σήμερα ἔζησα μὲ κλοπή, μὲ ἀδικία, μὲ ψέμα· σήμερα ἀφήνω τὸ δρόμο τοῦ σατανᾶ κι ἀποφασίζω ν᾽ ἀκολουθήσω τὸ δρόμο τὸ δικό σου. Μετανοῶ, Χριστέ. Γι᾽ αὐτὸ τὰ μισὰ καὶ παραπάνω ἀ­­πὸ τὰ ὑ­πάρχοντά μου τὰ μοιράζω στοὺς φτω­χούς· καὶ γιὰ ὅποια ἀδικία ἔκανα σὲ ὁποιονδήποτε, θὰ τὸν ἀποζημιώσω ἐπιστρέφοντάς του τετραπλάσια· ἂν ἔκλεψα μία δραχμή, θὰ δώσω τέσσερις· ἂν ἔκλεψα δέκα, θὰ δώσω σαράντα.
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ζακχαίου ἦταν ἡ καλύτερη ἀπάντησι τοῦ Χριστοῦ στὰ σχόλια τοῦ κόσμου. Σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε· Ἐσεῖς μὲ κατηγορεῖτε, ὅτι κατέλυσα στὸ σπίτι ἑνὸς μεγάλου ἁμαρτωλοῦ· ἀλλ᾽ ὅπως εἴδατε ὅλοι, ὁ Ζακ­χαῖος ἄλλαξε, αὐ­τὸς τώρα μετανόησε. Γι᾽ αὐ­τὸ λέω, ὅτι «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τού­τῳ ἐγένετο, καθό­τι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐ­στιν». Αὐτὴ ἄλλωστε εἶνε ἡ ἀποστολή μου· γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς ἦρθα στὴ γῆ, γιὰ νὰ ζητήσω καὶ νὰ σώσω τὸ χαμένο πρόβατο (Λουκ. 19,9-10).

* * *

Ὁ Ζακχαῖος σώθηκε! Μετανόησε, καὶ ἡ μετάνοιά του ἦταν εἰλικρινής, πραγματική. Τὸ ἀ­πέδειξε μὲ ἔργα· εἶχε μισήσει τὴν κλοπή, τὴν ἀδικία, τὸ ψέμα· τώρα ἔργα του ἦταν ἡ ἐ­λεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ ἡ ἀποζημίωσι στοὺς ἀδικημένους. Αὐτὸ εἶνε καὶ τὸ δίδαγμά του σ᾽ ἐμᾶς. Μὲ τὸ παράδειγμά του μᾶς λέει· Ἂν θέλετε νὰ εἶστε Χριστιανοί, πρέπει νὰ ἐπανορθώσετε τὰ ἀδικήματα ποὺ κάνετε. Δὲν εἶ­νε μετάνοια αὐτὴ ποὺ δὲν συν­ο­δεύεται ἀπὸ ἔρ­γα. Ἔκλεψες κάτι; ὀφείλεις νὰ τὸ ἐ­πιστρέψῃς στὸν κάτοχό του· ὅσο τὸ ξένο πρᾶ­γμα μένει στὸ σπίτι σου, εἶνε φωτιὰ γιὰ σένα, γιὰ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου. Ζημίωσες τὸν ἄλλο; ὀ­φείλεις νὰ τὸν ἀποζημιώσῃς, νὰ πληρώσῃς τὴ ζημιὰ ποὺ τοῦ ἔκανες. Συκοφάντησες κάποιον, διέβαλες π.χ. τὴν κόρη του καὶ δυσκολεύεται τώρα νὰ παντρευτῇ; ὀφείλεις νὰ ἀποκαταστήσῃς καί, ὅπως εἶπες τὸ ψέμα, νὰ ἔχῃς τὸ θάρρος νὰ πῇς τώρα τὴν ἀλήθεια.
Ἴσως ὅμως μοῦ πῇς, ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἁ­μαρτήματα ποὺ δὲν ἐπανορθώνονται· σκότωσες π.χ.; δὲν μπορεῖς νὰ ἐπαναφέρῃς τὸ θῦ­μα στὴ ζωή· ἀτίμασες γυναῖκα; δὲν μπορεῖς νὰ τῆς ἐπιστρέψῃς αὐτὸ ποὺ τῆς ἀφαίρεσες. Γιὰ τέτοια ἁμαρτήματά σου, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὰ ἐπανορθώσῃς, χρειάζονται δάκρυα, δάκρυα πολλά. Τέτοιο ἦταν καὶ τὸ ἁμάρτημα τοῦ Δαυΐδ· τὸ σκε­πτόταν τὴ νύχτα, ἔκλαιγε καὶ μὲ δάκρυα ἔλεγε «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…» (Ψαλμ. 50,2).
Τὰ δάκρυα αὐτὰ τῆς μετανοίας ἀξίζουν περισσότερο κι ἀπὸ διαμάντια καὶ πολύτιμα πετράδια. Αὐτὰ χρειαζόμαστε γιὰ νὰ σωθοῦμε. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς τὰ χαρίσῃ. Νὰ κλάψουμε γιὰ δικές μας ἁμαρτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν ἔχουμε κλάψει μέχρι σήμερα· νὰ κλάψουμε γιὰ ἁμαρτήμα­τα ἀνθρώπων δικῶν μας, συγγενῶν καὶ φίλων· νὰ κλάψουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, γιατὶ πολὺ ἔχουμε παροργίσει τὸ Θεό. Οἱ προσευχές, τὰ δάκρυα, οἱ νηστεῖες, οἱ μετάνοιες, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ συγχωρητικότης, αὐ­τὰ μποροῦν νὰ ἑλκύσουν πάλι κοντά μας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νὰ σβήσουν τὸ πῦρ τῆς θείας ὀρ­γῆς (βλ. Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6), νὰ φέρουν τὸ Χριστὸ στὶς καρδιές μας, γιὰ νὰ πῇ καὶ στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς ὅ,τι εἶπε στὸ Ζακχαῖο· «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο».
Εἴθε ὅλοι, ἀδελφοί μου, διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς ἐμ­πράκτου ἀλλαγῆς νὰ βροῦμε τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας καὶ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τῆς ὁποίας ἡ μεγάλη πύλη φέρει τὴν ἐπιγραφὴ «ΜΕΤΑΝΟΙΑ».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 30-1-1938.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.