ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΜΠΡΑΚΤΗ «Ιδου τα ημιση των υπαρχοντων μου, Κυριε, διδωμι τοις πτωχοις, και εί τινος τι εσυκοφαντησα, αποδιδωμι τετραπλουν» (Λουκ. 19,8)
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2150
Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 19,1-10)
27 Ἰανουαρίου 2019
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Μετανοια εμπρακτη
«Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν» (Λουκ. 19,8)
Στὸν κόσμο αὐτόν, ἀγαπητοί μου, τὰ διάφορα πράγματα δὲν ἀλλάζουν· στὴ φύσι γύρω μας τὸ λιθάρι μένει λιθάρι, τὸ κάρβουνο μένει κάρβουνο, τὸ ξύλο μένει ξύλο κ.λπ.. Ἀλλ᾽ ἐνῷ στὸν φυσικὸ καὶ ὑλικὸ κόσμο δὲν γίνονται ἀλλαγές, στὸν πνευματικὸ ὅμως κόσμο, τὸν κόσμο τῆς θείας χάριτος, δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γίνονται ἀλλαγές, μεγάλες ἀλλαγὲς καὶ θαυμαστὲς μεταβολές· σκοτεινὲς καὶ μαῦρες ψυχές, σὰν τὰ φτερὰ τοῦ κόρακα, μποροῦν νὰ γίνουν φωτεινὲς καὶ λαμπρές, πιὸ λευκὲς κι ἀπὸ τὸ χιόνι!
Μιὰ τέτοια θαυμαστὴ μεταβολὴ μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· μᾶς διηγεῖται τί ἦταν ὁ Ζακχαῖος προτοῦ νὰ συναντηθῇ μὲ τὸ Χριστό, καὶ τί ἔγινε κατόπιν.
* * *
Τί ἦταν ὁ Ζακχαῖος στὴν κοσμική του ζωή; Ἦταν «ἀρχιτελώνης», ἐπὶ κεφαλῆς δηλαδὴ τῶν τελωνῶν τῆς περιοχῆς, τῶν ὑπαλλήλων ποὺ εἰσέπρατταν τοὺς φόρους ἀπὸ τὸ λαό. Ἡ θέσι του αὐτὴ τοῦ ἐξασφάλιζε μιὰ ἄνετη ζωή· «οὗτος ἦν πλούσιος», ὅπως ἀκούσαμε σήμερα (Λουκ. 19,2). Ὁ τρόπος ὅμως ποὺ οἱ τελῶνες εἰσέπρατταν τοὺς φόρους ἦταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος· ἀδικοῦσαν τὸν κόσμο. Οἱ τελῶνες δυνάστευαν τὸν πληθυσμὸ μὲ τὴ βία ποὺ ἀσκοῦσαν καὶ ἔκλεβαν τὸν πολίτη ἐξογκώνοντας τὸ ποσὰ ποὺ ὤφειλε νὰ καταβάλῃ. Κλέφτες οἱ τελῶνες, καὶ ὁ Ζακχαῖος ἀρχηγὸς τῶν κλεπτῶν. Γιατί; Διότι οἱ τελῶνες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη νοίκιαζαν τοὺς φόρους ἀπὸ τὸ κράτος, καὶ κατόπιν εἰσέπρατταν ἀπὸ τὸν κάθε φορολογούμενο ποσὰ ὑπερβολικά· ἔδιναν στὸ κράτος δέκα, καὶ εἰσέπρατταν ἀπὸ τὸ λαὸ ἑκατό.
Ὁ Ζακχαῖος λοιπόν, ὅπως καὶ οἱ ὅμοιοί του, εἶχε ὡς πρόγραμμα τῆς ζωῆς του τὸ «ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς». Ἦταν ἕνα ἁρπακτικὸ ὄρνεο τῆς κοινωνίας, μία βδέλλα ἐπάνω στὸ κοινωνικὸ σῶμα. Ὅπως ἡ βδέλλα βυζαίνει τὸ αἷμα, ἔτσι κι ὁ Ζακχαῖος σὰν βδέλλα τῆς κοινωνίας ῥουφοῦσε τὸ αἷμα τῶν φτωχῶν, τῶν χηρῶν καὶ τῶν ὀρφανῶν. Πόσες τέτοιες βδέλλες τοῦ διαβόλου ὑπάρχουν στὸ σῶμα τῆς κοινωνίας καὶ σήμερα!…
Ὁ Ζακχαῖος, μέρα – νύχτα ἐκεῖ στὸ τελωνεῖο του, φύλαγε μὴ τυχὸν τοῦ ξεφύγῃ καμμιὰ μῦγα ἢ κανένα κουνούπι! Ἔτσι πλούτιζε, θησαύριζε, ἔχτιζε σπίτια καὶ μέγαρα, ζοῦσε μὲ πολυτέλεια, χωρὶς νὰ σκέπτεται Θεό, κρίσι καὶ ἀνταπόδοσι. Ζοῦσε ὅπως ζοῦν οἱ χοῖροι κι ὅπως ζοῦν οἱ ἀσπάλακες, οἱ τυφλοπόντικες· τὰ μάτια του τὰ εἶχε στραμμένα στὴ γῆ…
Τέτοιος ἦταν. Ἀλλὰ τώρα μιὰ μεγάλη μεταβολὴ γίνεται στὴν ψυχή του.
Ὁ Ζακχαῖος, ἐκεῖ ποὺ καθόταν στὸ γραφεῖο του, ἀκούει ὀχλοβοή, θόρυβο μεγάλο. Χιλιάδες κόσμος εἶχε συγκεντρωθῆ καὶ σχημάτισαν μιὰ διαδήλωσι. Οἱ δρόμοι κλεισμένοι, οἱ πλατεῖες πιασμένες, δὲν ἔμεινε σπιθαμὴ ἐδάφους ἀκάλυπτη. –Τί συμβαίνει; ρωτάει ὁ ἀρχιτελώνης. –Περνάει ὁ Χριστός, τοῦ λένε. –Μὰ ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ὁ Χριστός; εἶνε κανένας πλούσιος, κάποιος σοφός, κανένας βασιλιᾶς; –Εἶνε ὁ φίλος τῶν φτωχῶν, ὁ γιατρὸς ὅλων τῶν ἀρρώστων, ὁ σοφὸς δάσκαλος μικρῶν καὶ μεγάλων… Ἀκούγοντας αὐτά, μέσα του γεννιέται μιὰ περιέργεια, ἕνα ἐνδιαφέρον· θέλει νὰ δῇ τὸ Χριστό, ἐπιθυμεῖ πολὺ νὰ τὸν γνωρίσῃ. Καλὴ ἡ ἐπιθυμία, ἁγία. Ναί, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸν δῇ; Λόγῳ φυσικοῦ ἐλαττώματος αὐτὸ ἦταν ἀδύνατον. Ἦταν ἄντρας μικροῦ ἀναστήματος, κοντός· χανόταν μέσ᾽ στὸ πλῆθος, ὁ κόσμος τὸν ὑπερεκάλυπτε, τοῦ ἔκρυβε τὴ θέα. Αὐτὸς ὅμως ἦταν ἀποφασισμένος νὰ δῇ τὸ Χριστὸ ὁπωσδήποτε. Καὶ τί σοφίζεται· τρέχει πιὸ μπροστὰ στὸ δρόμο ποὺ βάδιζε ὁ Χριστός, ἀνεβαίνει πάνω σὲ μιὰ συκομουριά, μιὰ συκαμινιά, καὶ κάθεται ἐκεῖ περιμένοντας. Σὲ λίγο πράγματι ὁ Χριστὸς πλησιάζει κυκλωμένος ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ. Καὶ μόλις φτάνει κάτω ἀπ᾽ τὸ δέντρο τοῦ Ζακχαίου, σταματᾷ, σηκώνει τὰ μάτια κατ᾽ εὐθεῖαν πάνω σ᾽ αὐτόν, τὸν βλέπει καὶ τοῦ φωνάζει· –Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, σήμερα θὰ μείνω στὸ σπίτι σου.
Κατεβαίνει στὴ στιγμὴ ὁ Ζακχαῖος, ἐνῷ τὰ συναισθήματά του δὲν περιγράφονται. Αὐτός, ὁ ψυχρὸς φιλάργυρος, τώρα συγκλονίζεται καὶ σαστίζει. Ἀπ᾽ τὴ μιὰ μεριὰ νιώθει μιὰ ἱκανοποίησι στὴν περιέργειά του κ᾽ ἕναν εὐχάριστο αἰφνιδιασμὸ ἀπὸ τὴν εὔνοια καὶ τιμὴ ποὺ δέχτηκε τόσο ξαφνικά, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν καταλαμβάνει ἕνα ἱερὸ δέος, ἕνας αὐθόρμητος καὶ εἰλικρινὴς θαυμασμὸς μπροστὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου.
Τὴν ἡμέρα ἐκείνη φιλοξένησε στὸ σπίτι του τὸ Χριστό! Ὑπῆρχαν κι ἄλλα σπίτια στὴν Ἰεριχώ, ἱερέων, ἀρχιερέων, πλουσίων, ἀρχόντων· ἀπ᾽ ὅλα ὅμως αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς διάλεξε τὸ δικό του, τὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου, γιατὶ αὐτὸς εἶχε μετανοήσει. Τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀγάπη του, τὰ λόγια του ἄγγιξαν τὴν καρδιά του, ἔφεραν δάκρυα στὰ μάτια του, τὸν ἔκαναν νὰ πάρῃ ἀμέσως μιὰ μεγάλη ἀπόφασι καὶ νὰ πῇ ἐκεῖ μπροστὰ σὲ ὅλους·
Σοῦ ἐξομολογοῦμαι, Κύριε. Μέχρι σήμερα ἔζησα μὲ κλοπή, μὲ ἀδικία, μὲ ψέμα· σήμερα ἀφήνω τὸ δρόμο τοῦ σατανᾶ κι ἀποφασίζω ν᾽ ἀκολουθήσω τὸ δρόμο τὸ δικό σου. Μετανοῶ, Χριστέ. Γι᾽ αὐτὸ τὰ μισὰ καὶ παραπάνω ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ μοιράζω στοὺς φτωχούς· καὶ γιὰ ὅποια ἀδικία ἔκανα σὲ ὁποιονδήποτε, θὰ τὸν ἀποζημιώσω ἐπιστρέφοντάς του τετραπλάσια· ἂν ἔκλεψα μία δραχμή, θὰ δώσω τέσσερις· ἂν ἔκλεψα δέκα, θὰ δώσω σαράντα.
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ζακχαίου ἦταν ἡ καλύτερη ἀπάντησι τοῦ Χριστοῦ στὰ σχόλια τοῦ κόσμου. Σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε· Ἐσεῖς μὲ κατηγορεῖτε, ὅτι κατέλυσα στὸ σπίτι ἑνὸς μεγάλου ἁμαρτωλοῦ· ἀλλ᾽ ὅπως εἴδατε ὅλοι, ὁ Ζακχαῖος ἄλλαξε, αὐτὸς τώρα μετανόησε. Γι᾽ αὐτὸ λέω, ὅτι «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν». Αὐτὴ ἄλλωστε εἶνε ἡ ἀποστολή μου· γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς ἦρθα στὴ γῆ, γιὰ νὰ ζητήσω καὶ νὰ σώσω τὸ χαμένο πρόβατο (Λουκ. 19,9-10).
* * *
Ὁ Ζακχαῖος σώθηκε! Μετανόησε, καὶ ἡ μετάνοιά του ἦταν εἰλικρινής, πραγματική. Τὸ ἀπέδειξε μὲ ἔργα· εἶχε μισήσει τὴν κλοπή, τὴν ἀδικία, τὸ ψέμα· τώρα ἔργα του ἦταν ἡ ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ ἡ ἀποζημίωσι στοὺς ἀδικημένους. Αὐτὸ εἶνε καὶ τὸ δίδαγμά του σ᾽ ἐμᾶς. Μὲ τὸ παράδειγμά του μᾶς λέει· Ἂν θέλετε νὰ εἶστε Χριστιανοί, πρέπει νὰ ἐπανορθώσετε τὰ ἀδικήματα ποὺ κάνετε. Δὲν εἶνε μετάνοια αὐτὴ ποὺ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἔργα. Ἔκλεψες κάτι; ὀφείλεις νὰ τὸ ἐπιστρέψῃς στὸν κάτοχό του· ὅσο τὸ ξένο πρᾶγμα μένει στὸ σπίτι σου, εἶνε φωτιὰ γιὰ σένα, γιὰ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου. Ζημίωσες τὸν ἄλλο; ὀφείλεις νὰ τὸν ἀποζημιώσῃς, νὰ πληρώσῃς τὴ ζημιὰ ποὺ τοῦ ἔκανες. Συκοφάντησες κάποιον, διέβαλες π.χ. τὴν κόρη του καὶ δυσκολεύεται τώρα νὰ παντρευτῇ; ὀφείλεις νὰ ἀποκαταστήσῃς καί, ὅπως εἶπες τὸ ψέμα, νὰ ἔχῃς τὸ θάρρος νὰ πῇς τώρα τὴν ἀλήθεια.
Ἴσως ὅμως μοῦ πῇς, ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἁμαρτήματα ποὺ δὲν ἐπανορθώνονται· σκότωσες π.χ.; δὲν μπορεῖς νὰ ἐπαναφέρῃς τὸ θῦμα στὴ ζωή· ἀτίμασες γυναῖκα; δὲν μπορεῖς νὰ τῆς ἐπιστρέψῃς αὐτὸ ποὺ τῆς ἀφαίρεσες. Γιὰ τέτοια ἁμαρτήματά σου, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὰ ἐπανορθώσῃς, χρειάζονται δάκρυα, δάκρυα πολλά. Τέτοιο ἦταν καὶ τὸ ἁμάρτημα τοῦ Δαυΐδ· τὸ σκεπτόταν τὴ νύχτα, ἔκλαιγε καὶ μὲ δάκρυα ἔλεγε «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…» (Ψαλμ. 50,2).
Τὰ δάκρυα αὐτὰ τῆς μετανοίας ἀξίζουν περισσότερο κι ἀπὸ διαμάντια καὶ πολύτιμα πετράδια. Αὐτὰ χρειαζόμαστε γιὰ νὰ σωθοῦμε. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς τὰ χαρίσῃ. Νὰ κλάψουμε γιὰ δικές μας ἁμαρτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν ἔχουμε κλάψει μέχρι σήμερα· νὰ κλάψουμε γιὰ ἁμαρτήματα ἀνθρώπων δικῶν μας, συγγενῶν καὶ φίλων· νὰ κλάψουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, γιατὶ πολὺ ἔχουμε παροργίσει τὸ Θεό. Οἱ προσευχές, τὰ δάκρυα, οἱ νηστεῖες, οἱ μετάνοιες, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ συγχωρητικότης, αὐτὰ μποροῦν νὰ ἑλκύσουν πάλι κοντά μας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νὰ σβήσουν τὸ πῦρ τῆς θείας ὀργῆς (βλ. Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6), νὰ φέρουν τὸ Χριστὸ στὶς καρδιές μας, γιὰ νὰ πῇ καὶ στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς ὅ,τι εἶπε στὸ Ζακχαῖο· «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο».
Εἴθε ὅλοι, ἀδελφοί μου, διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς ἐμπράκτου ἀλλαγῆς νὰ βροῦμε τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας καὶ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τῆς ὁποίας ἡ μεγάλη πύλη φέρει τὴν ἐπιγραφὴ «ΜΕΤΑΝΟΙΑ».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 30-1-1938.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.