Αυγουστίνος Καντιώτης



Ω αδελφοι μου, ας αλλαξουμε πορεια! Οπως βαδιζουμε παμε για τo γκρεμo. Τι εκανε ο σατανας· εφερε το κοπαδι των χοιρων επανω στο γκρεμο, και μετα απο εκει τους επνιξε. Και τους δυο δαιμονιζομενους· τους εβγαλε απο τα σπιτια τους & την κοινωνια, τους εστειλε να σερνωνται στα ρουμανια, να τσακιζωνται στις πετρες & να κοιμωνται στα μνηματα. Αυτος εινε ο σατανας

date Ιούλ 19th, 2019 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2207

Κυριακὴ Ε΄ Ματθαίου (Ματθ. 8,28 – 9,1)
21 Ἰουλίου 2019
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Αυτος εινε ο σατανας

γκρεμ

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, ὅπως λέ­ει ὁ θεόπνευστος λόγος, ἦρθε στὴ γῆ «ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου», φανερώθηκε στὸν κόσμο μὲ σκοπὸ νὰ καταλύσῃ τὰ ἔργα τοῦ σατανᾶ (Α΄ Ἰω. 3,8).
Ὁ σατανᾶς προηγουμένως φαινόταν ἀνίκη­τος. Ἦταν ἕνας «κοσμοκράτωρ» ὅπως χαρακτηρίζεται (Ἐφ. 6,12). Οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦ­σαν νὰ τοῦ ἀντισταθοῦν, νὰ τὸν νικήσουν. Ἦ­ταν ὑπηρέτες τῶν θελημάτων του, σκλάβοι. Ὅταν ὅμως ἐμφανίστηκε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ, τὸν ἐξουδετέρωσε· συγ­κρούστηκε μαζί του καὶ τὸν νίκησε ὁριστικά.
Μία ἀκτίνα τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ μας περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.

* * *

Ἔρχεται, ἀδελφοί μου, «εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν» (Ματθ. 8,28). Ἀφοῦ διέσχισε τὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος, φτάνει ἀπέναντι ὅπου κατοι­κοῦσαν οἱ Γεργεσηνοὶ ἢ Γαδαρηνοί. Ἐκεῖ ἔρ­χεται. Θέλει νὰ βοηθήσῃ αὐτοὺς τοὺς ἀν­θρώ­πους, νὰ τοὺς διδά­ξῃ, νὰ τοὺς φωτίσῃ. Ἀποβιβάζεται λοιπόν, ἀλ­λὰ καθὼς βαδίζει συ­ναν­τᾷ δύο δυστυχισμένους. Ἦταν σὰν ἄγρια θηρία ποὺ εἶχαν στήσει ἐκεῖ τὴ φωλιά τους. Ἦ­ταν δαιμονιζόμενοι, ἄνθρωποι δηλαδὴ ποὺ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματά τους εἶχε κυριεύσει τὸ πονηρὸ πνεῦ­μα· εἶ­χαν γίνει ὄργανα τοῦ σατανᾶ. Εἶχαν ἐγ­καταλείψει τὰ σπίτια καὶ τὸ χωριό τους. Ζοῦ­σαν ἔ­ξω, κοιμόντουσαν μέσα σὲ μνήματα καὶ σπηλιές. Εἶχαν γίνει ὁ φόβος καὶ τρόμος τῶν κατοίκων, τρομοκράτες τῆς περιοχῆς. Κανείς δὲν μποροῦσε νὰ περάσῃ ἀ­πὸ ᾽κεῖ. Αὐτὴ ἦταν ἡ κατάστασί τους.
Ἀλλὰ δαιμονιζόμενοι δὲν ἦταν μόνο τότε οἱ δυὸ αὐτοὶ δυστυχισμέ­νοι ἄντρες, οὔτε εἶ­νε καὶ σήμερα ὅσοι πάσχουν παρομοίως· δαιμονιζόμενοι εἶνε καὶ ἄλλοι. Δὲν εἶνε μόνο ἐ­κεῖ­νοι ποὺ φωνάζουν, βρίζουν, τρίζουν τὰ δόν­τια, ἀφρίζουν, πέφτουν κάτω, μένουν ξεροὶ κι ἀναίσθητοι, καὶ τοὺς πηγαίνουν οἱ δικοί τους στὸν ἅγιο Γεράσιμο τῆς Κεφαλονιᾶς γιὰ νὰ θε­­ραπευθοῦν. Δαιμονιζόμενοι εἶνε πολλοί! Θέλετε μερικὰ παραδείγματα;
Δαιμονιζόμενος εἶνε ὁ μέθυσος. Δὲν τοῦ ἀ­ρέ­σει τὸ σπίτι, συχνάζει στὸ καπηλειό. Κι ὅταν ἐπιστρέφει γίνεται ὁ τύραννος τῆς οἰκογενεί­ας, τρομοκρατεῖ καὶ τὴν κοινωνία. Εἶνε ἕνα θηρίο μᾶλλον παρὰ ἄν­θρωπος. Μιὰ παροιμία λέει «Ὁ τρελλὸς εἶδε τὸ μεθυσμένο κ᾽ ἔ­φυγε».
Δαιμονιζόμενος ὁ βλάσφημος. Ὁ Πλάστης τοῦ ᾽δωσε τὴ γλῶσσα νὰ δοξολογῇ τὸ Θεό· ἀλλ᾽ αὐτὸς τὴ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ τὸν ὑβρίζῃ. Δηλητήριο στάζει γλῶσσα του.
Δαιμονιζόμενος εἶνε ὁ ἀκόλαστος. Ὅταν τὸν κυ­ριεύει τὸ πάθος τῆς σαρκός, γίνεται ἐ­κτὸς ἑαυτοῦ, ὑποδουλώνεται στὴν αἰ­σχρὰ ἐπιθυμία, λέει λόγια καὶ κάνει ἐνέργειες ποὺ προσβάλλουν καὶ ἀτιμάζουν ἄλλα πρό­σωπα, ἀλ­λὰ κι ἴδιος ἐξευτελίζεται, καταρρακώνει τὴν τιμὴ τῆς οἰκογενείας του, γελοιοποιεῖται.
Δαιμονιζόμενος καὶ ὁ θυμώδης, ποὺ τὴν ὥ­ρα τοῦ παροξυσμοῦ χάνει τὴν αὐτοκυριαρχία του, δὲν ξέρει τί λέει καὶ τί κάνει.
Δαιμονιζόμενος ὁ ἐγωιστής, ποὺ φαντασι­ώνεται καὶ ζῇ μὲ αὐτάρεσκες παραισθήσεις, φιλόδοξες ἰδέες καὶ ἐξωπραγματικὲς ἀξιώσεις.
Δαιμονιζόμενος ὁ χαρτοπαίκτης, ποὺ μέσα σὲ μιὰ νύχτα καταστρέφει κόπους, ἱδρῶτα, οἰκονομίες ὁλόκληρης ζωῆς καὶ αὐτοκαταδικάζεται σὲ φτώχεια.
Δαιμονιζόμενος μ᾽ ἕνα λόγο κάθε ἁμαρτωλός. Δὲν ἀρέσκεται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, δὲν θέλει ν᾽ ἀκούῃ τὰ λόγια τοῦ Εὐ­αγγελίου· χτυπάει ἡ καμπάνα τὴν Κυριακή, κι αὐ­τὸς κοιμᾶται ἢ τρέχει ἀλλοῦ μακριά…

* * *

Ἀλλ᾽ ἂς δοῦμε τί ἔκανε ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς δύο δαιμονιζομένους. Αὐτοί, μόλις τὸν ἀντικρύζουν, ταράζονται. Ὅπως οἱ κακοῦργοι ἅ­μα δοῦν ἀστυνομία «τὰ χρειάζονται», ἔτσι κι αὐτοί. Φοβοῦνται. Καταλαβαίνουν ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα τους, τὸ βασίλειό τους λήγει· ἀρκετὰ βασάνισαν τοὺς ἀνθρώπους, τώρα πρέπει νὰ φύ­γουν. Ἀλλὰ οἱ δαίμονες δὲν θέλουν· δὲν μποροῦν νὰ ἡσυχάσουν, δὲν ξέρουν ἀνάπαυσι. Γι᾽ αὐτὸ παρακαλοῦν· «Ἀφοῦ μᾶς διώχνεις, Κύριε, ἐπίτρεψέ μας νὰ πᾶμε στὸ κοπάδι τῶν χοίρων» (ἔ.ἀ. 8,31). Καὶ ὁ Κύριος ἐπιτρέπει. Φεύγουν, μπαίνουν στοὺς χοίρους, καὶ τότε θέαμα φοβερό· οἱ χοῖροι ὁρμοῦν καὶ πέφτουν μέσα στὴ λίμνη καὶ πνίγονται ὅλοι.
Ἔτσι εἶνε ὁ σατανᾶς καὶ οἱ ἄνθρωποί του· ὅ­ταν δὲν μποροῦν νὰ κάνουν κακὸ στὸν ἄν­θρωπο, ξεθυμαίνουν στὰ ἄλογα κτίσματα. Δὲν μποροῦν νὰ πειράξουν τὸ νοικοκύρη; σκο­τώνουν τὰ ζῷα του· δὲν μποροῦν νὰ καταστρέψουν αὐτόν; κόβουν τὰ δέντρα του…
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νὰ συμβῇ αὐτὴ ἡ ζημιά; Διότι τὴν ἐκτροφὴ τῶν χοίρων τὴν εἶχε ἀπαγορεύσει ὁ θεῖος νόμος. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔτρεφαν χοίρους ἁμάρταναν, διότι παρέ­βαιναν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔλεγε γιὰ τοὺς χοίρους· «Ἀπὸ τούτων οὐ φάγεσθε» (Δευτ. 11,4-6). Ἡ περιουσία τους αὐτὴ ἦταν παράνονομη, γι᾽ αὐτὸ καὶ καταστρέφεται.
Μάθε το, ἀδελφέ μου. Περιουσία ποὺ τὴν ἔ­­χει κάποιος μαζέψει μαζὶ μὲ τὸν διάβολο, θὰ χαθῇ. Ὁ ἴδιος ὁ σατανᾶς, ποὺ τὸν βοήθησε νὰ τὴν ἀποκτήσῃ, αὐτὸς θὰ τὴν κάνῃ νὰ σκορπιστῇ στοὺς πέντε ἀνέμους. «Τὰ διαβολομαζώματα – ἀνεμοσκορπίσματα». Τοὺς Γεργεση­νοὺς ὁ σατανᾶς τοὺς εἶχε βάλει νὰ κάνουν τὸ κοπά­δι, αὐτὸς καὶ τοὺς τὸ καταστρέφει. Κ᾽ ἐ­σὺ στὴ δουλειά σου ποτέ μὴν παίρνεις βο­ηθὸ τὸ σατανᾶ. Νὰ ἐργάζεσαι μὲ τιμιότητα καὶ εἰ­λικρίνεια· ἂν θησαυρίζῃς μὲ πονηρία, κλοπὴ καὶ ἀδικία, ματαίως θησαυρίζεις· θὰ τὰ κά­ψῃ ὅλα ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ μείνῃ τίποτα. Αὐτὸ δὲν εἴδαμε σήμερα στοὺς Γεργεσηνούς; τίποτα δὲν σώθηκε, ὅλη ἐκείνη ἡ μεγάλη περιουσία καταποντίστηκε.
Ὅταν οἱ βοσκοὶ ἔ­μει­ναν χωρὶς κοπάδι, τρέχουν, πηγαίνουν στὴν πόλι καὶ περιγράφουν ὅλα τὰ συμβάντα μὲ τοὺς δαιμονιζομένους. Σηκώνονται τότε τ᾽ ἀφεντικὰ κ᾽ ἔρχον­ται ἐ­κεῖ ποὺ ἦταν ὁ Χριστός, καὶ μαζὶ μ᾽ αὐ­τοὺς ὅ­λοι οἱ κάτοικοι. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἀ­ναγνωρίζουν τὴν ἁμαρτία τους. Μένουν σκλη­ροὶ καὶ πείσμονες. Δὲν συναισθάνονται τὴν παρανομία τους ὥστε νὰ ποῦν· Καλὰ μᾶς ἔκανες, Κύριε, εἴμαστε παραβάτες τῶν ἐντολῶν σου καὶ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦμε.
Στέλνει καὶ σ᾽ ἐμᾶς κάποτε, ἀγαπητοί μου, τιμωρίες ὁ Θεός. Τὰ δέντρα μένουν ἄκαρπα, τὰ ζῷα ψοφοῦν, τὰ χωράφια δὲν ἀποδίδουν. Σπέρνουμε, ποτίζουμε, τσαπίζουμε, καλλιεργοῦμε, καὶ δὲν θερίζουμε. Κοπιάζουμε, καὶ δὲν ἀποζημιωνόμαστε, οἱ κόποι μας δὲν ἀντα­μείβονται· ξοδεύουμε, καὶ δὲν εἰσπράττουμε. Τί εἶν᾽ αὐτά; Εἶνε τιμωρία τοῦ Θεοῦ γιὰ σωφρονι­σμό, εἶνε μπάτσοι – χαστούκια ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸ λήθαργό μας, εἶνε ῥαβδισμοὶ – ξυλιὲς γιὰ νὰ διορθωθοῦμε. Μὰ ἐμεῖς τίποτα!
Μοιάζουμε μὲ τοὺς Γαδαρη­νούς. Ἀντὶ νὰ μετανοήσουμε, γινόμαστε χειρότεροι. Ἀντὶ νὰ πλησιάσουμε τὸ Χριστό, ἀπομακρυνόμεθα περισσότερο. Ἀντὶ νὰ καλοῦμε καὶ νὰ ὑποδεχώμαστε τὸ Χριστό, ἐ­μεῖς τὸν διώχνουμε, τοῦ λέμε· Φύγε, ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὰ ὅριά μας, τὶς δουλειές μας, τὰ σπίτια μας· δὲν σὲ θέλουμε. Θέλουμε νὰ ζήσουμε μὲ τὰ πάθη μας, καλὰ περνᾶμε συν­τροφιὰ μὲ τὰ δαιμόνια!…

* * *

Ὦ ἀδελφοί μου, ἂς ἀλλάξουμε πορεία! Ὅ­πως βαδίζουμε πᾶμε γιὰ τὸ γκρεμό.
Τί ἔκανε ὁ σατανᾶς· ἔφερε τὸ κοπάδι τῶν χοίρων ἐπάνω στὸ γκρεμό, καὶ μετὰ ἀπὸ ἐκεῖ τοὺς ἔρριξε μέσα στὰ νερὰ καὶ τοὺς ἔπνιξε. Τί ἔκανε μὲ τοὺς δύο δαιμονιζομένους· τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὰ σπίτια τους καὶ τὴν κοινωνία, τοὺς ἔστειλε νὰ σέρνωνται στὰ ῥουμάνια, νὰ τσακίζωνται στὶς πέτρες καὶ τοὺς ἔρριξε νὰ κοιμῶνται μέσ᾽ στὰ μνήματα.
Ἔτσι εἶνε ὁ σατανᾶς. ῾Ρίχνει γλυ­κὰ δολώματα γιὰ νὰ μᾶς ξεγελάσῃ, νὰ τὸν πλησιάσου­με καὶ νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦ­με. Εἶνε σὰν τὸ χασάπη, ποὺ ῥίχνει στὸ χοῖρο ξυλοκέρατα γιὰ νὰ τὸν τραβήξῃ στὸ σφαγεῖο· σὰν τὸν ψαρᾶ, ποὺ βάζει δόλωμα στὸ ἀγκίστρι γιὰ νὰ συλλάβῃ τὸ ψάρι· σὰν τὸν κυνηγό, ποὺ στήνει παγίδα γιὰ νὰ ζωγρήσῃ τὸ θήραμα.
Ἔλα κοντά μου! μᾶς φωνάζει ὁ πονηρός. Ἀλλὰ σύ, Χριστιανέ, μὴν τὸν ἀκοῦς· φύγε μα­κριά του, γιατὶ θὰ σὲ ὁδηγήσῃ στὸ γκρεμό, θὰ σὲ ῥίξῃ στὴν ἄβυσσο, θὰ σὲ κάνῃ ἕνα πτῶμα.
Ἔλα κοντά μου! σοῦ λέει ὁ Χριστός. Δέξου τὸ σταυρό μου, καὶ θὰ σὲ ξεκουράσω, θὰ σὲ ἐλευθερώσω ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ σατανᾶ. Ἐγὼ δὲν σὲ ἀπατῶ, δὲν θέλω τὸ κακό σου, θέλω τὴ σωτηρία σου. Δὲν σὲ ἔπεισε ἡ θυσία μου γιὰ σένα; Ἐγὼ θὰ σὲ εὐλογῶ· κοντά μου θὰ εἶσαι εὐτυχισμένος, θὰ βρῇς αὐτὸ ποὺ ποθεῖς.
Ἂς ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ Σωτῆρος μας, ἂν δὲν θέλουμε νὰ θρηνήσουμε ἀνώφελα καὶ στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ στὴν ἄλλη. Ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 25-7-1937.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.