Αυγουστίνος Καντιώτης



Το ματι του ανθρωπου πλαστηκε για να βλεπη τον ηλιο, & ο νους του για να βλεπη το Θεο. Ο Χριστος ειναι το φως το αληθινο & το μεταδιδει σε καθε χριστιανο που τον πιστευει. Ο χριστιανος γινεται φως με τα λογια του, με την αγιοτητα, προπαντος με το παραδειγμα του. Οι απιστοι ειναι τυφλοι, & η απιστια τυφλα

date Σεπ 3rd, 2019 | filed Filed under: ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ

Ο Χριστος εινε το φως

Ἀγαπητά μου παιδιά,

Fos antoli

ΔΕΝ σᾶς θεωρῶ μαθήτριες τοῦ νηπιαγωγείου. Εἶσθε μαθήτριες τοῦ λυκείου. Γι᾿ αὐτὸ θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς μιλήσω σὲ μιὰ γλῶσσα κάπως ὑψηλότερη, γλῶσσα ποὺ ταιριάζει περισσότερο στὴν ἡλικία καὶ στὴ μόρφωσί σας.
Παίρνω ἀφορμὴ γιὰ ν᾿ ἀρχίσω τὸ λόγο μου ἀπὸ τὴν ὀνομασία τοῦ σχολείου στὸ ὁποῖο φοιτᾶτε. Πῶς ὀνομάζεται; Λύκειο. Τί θὰ πῆ λύκειο; Εἶνε μιὰ λέξι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης, ποὺ εἶνε ἡ ὡραιότερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου. Δὲν τὸ λέμε αὐτὸ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες. Ἐμεῖς οἱ νεώτεροι Ἕλληνες δυστυχῶς περιφρονοῦμε τὴν ὡραία γλῶσσα τῶν προγόνων μας. Ὑπάρχουν «ἕλληνες» ποὺ θὰ χαροῦν, ἂν οἱ χαρακτῆρες τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἀντικατασταθοῦν μὲ λατινικούς, ὅπως τελευταίως γίνεται πολὺς λόγος γιὰ μιὰ τέτοια ἀντικατάστασι, διότι οἱ εἰσηγηταὶ αὐτοὶ μισοῦν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, μισοῦν τὴν Ἑλλάδα. Καὶ λέγονται αὐτοὶ Ἕλληνες! Δὲν τὸ λένε, λοιπόν, οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ οἱ ξένοι, ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶνε ἡ ὡραιότερη, ἡ ἀκριβέστερη καὶ ἡ πλουσιώτερη γλῶσσα τοῦ κόσμου. Ἡ γλῶσσα τῶν ἀγρίων δὲν ξεπερνᾶ τὶς λέξεις. Ἄλλα ἔθνη ἔχουν στὴ γλῶσσα τους 10, 15, 20, 25, 30 χιλιάδες λέξεις. Ἐνῶ ἡ δική μας γλῶσσα ἔχει πάνω ἀπὸ 120 χιλιάδες λέξεις! Σ᾿ αὐτὴν θέλησε ἡ θεία πρόνοια νὰ γραφτῇ καὶ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο.
Ἐπανέρχομαι στὴν ἐτυμολογία τῆς λέξεως λύκειο. Προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία καὶ σπάνια λέξι λύκη (=φῶς). Ἀπ᾿ αὐτὴν προέρχεται καὶ ἡ λατινικὴ λέξι ῝῟ἷ–ὴἂὖ (=φῶς), καθὼς καὶ οἱ ἑλληνικὲς λύχνος, λευκός, λυκαυγὲς (=τὸ γλυκοχάραμα τοῦ ἥλιου τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τῆς ἀνατολῆς), λυκόφως (=τὸ ἱλαρὸ φῶς ποὺ στέλνει ὁ ἥλιος ὅταν τὸ δειλινὸ γέρνει πρὸς τὴ δύσι). Ἀπὸ τὴν δια λέξι, ὅπως επαμε, προέρχεται καὶ ἡ λέξι λύκειο, ποὺ σημαίνει τὸ σχολεῖο ἐκεῖνο ποὺ σὰν φῶς σκορπάει τὴ γνῶσι καὶ διαλύει τὰ σκοτάδια τῆς ἀγνοίας. Λύκειο στὴν ἀρχαιότητα λεγόταν τὸ γυμνάσιο ἢ ἡ παλαίστρα στὸ ἀνατολικὸ προάστιο τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ εἶχε σκεπασμένους μὲ στέγη διαδρόμους – περιπάτους. Δίπλα ὑπῆρχε ἕνας ναὸς τοῦ λυκείου Ἀπόλλωνος, ἀπ᾿ τὸν ὁποῖο πῆρε καὶ τὸ ὄνομα λύκειο. Ὁ Ἀπόλλων λεγόταν λύκειος, ἐπειδὴ ἐθεωρεῖτο θεὸς τοῦ φωτός. Σ᾿ αὐτὸ τὸ πρῶτο λύκειο σύχναζε ὁ Σωκράτης καὶ ἀργότερα ὁ Ἀριστοτέλης ἀρεσκόταν νὰ διδάσκῃ περπατώντας, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ μαθηταί του ὠνομάσθηκαν λύκειοι περιπατητικοί. Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ λύκειο πῆραν τὴν ὀνομασία καὶ τὰ σημερινὰ σχολεῖα, στὰ ὁποῖα φοιτᾶτε. Οἱ νεώτεροι Ἕλληνες ἀναστήσαμε μιὰ λέξι, ποὺ ἦταν σχεδὸν ξεχασμένη στὰ βάθη τῆς ἀρχαιότητος.
Πρέπει νὰ σημειώσουμε, ὅτι τὸ πρῶτο ἐκεῖνο λύκειο τῶν Ἀθηνῶν, παρ᾿ ὅλη τὴ φήμη του, κρινόμενο μὲ σημερινὰ χριστιανικὰ κριτήρια, εἶχε λίγο φῶς, σχεδὸν μηδαμινό. Διδάσκονταν βεβαίως ὡρισμένα μαθήματα, ἀλλὰ οἱ ἀλήθειες τῶν μαθημάτων αὐτῶν σκιάζονταν ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας, ἡ ὁποία εἶνε βαθὺ σκοτάδι. Ἐνῶ τὰ λύκεια τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν ἄφθονο φῶς. Διότι δὲν μεταδίδουν στοὺς μαθητὰς μόνο τὸ φῶς τῶν ἐγκυκλοπαιδικῶν λεγομένων γνώσεων, ἀλλὰ σκορπίζουν σ᾿ αὐτοὺς καὶ τὸ μεγάλο φῶς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι διδάσκεται σ᾿ αὐτὰ ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὁ ἀθάνατος πνευματικὸς «Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», ὅπως τὸν ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία, καὶ τὸ «φῶς τὸ ἀληθινόν», «τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων», «τὸ φῶς τοῦ κόσμου», «τὸ φῶς τῆς ζωῆς», ὅπως τὸν ὀνομάζει τὸ Εὐαγγέλιο (Ἰωάνν. 1,9· 1,4· 8,12), ἄσχετα ἂν στὶς μέρες μας ἄθεοι καὶ ἄπιστοι, νοσταλγοὶ τοῦ σκότους τῆς εἰδωλολατρικῆς ἀρχαιότητος, ζητοῦν ν᾿ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὰ σχολεῖα τῆς πατρίδος μας τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς προσπάθειες τῶν ἀθέων σκοταδιστῶν, ὁ Χριστὸς ὡς Ἥλιος πνευματικὸς δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ.
Τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ κάποια μέρα θὰ σβήσουν, ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς θὰ μεσουρανῇ αἰωνίως στὸ στερέωμα τοῦ πνευματικοῦ κόσμου ὡς Ἥλιος ἀκηλίδωτος, ἄδυτος, ὅλος φῶς, αὐτόφως. Διότι φῶς εἶνε ἡ θεϊκή του διδασκαλία, φῶς τὰ ἄπειρα θαύματά του, φῶς ἡ ἁγιότης τοῦ βίου του, φῶς ἡ σταύρωσί του, φῶς ἡ ἀνάστασί του. Ὅλα φῶς στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ σκιά, καμμιὰ κηλῖδα στὸ βίο του, ἐνῶ ὁ φυσικὸς ἥλιος, τὸ φωτεινότατο αὐτὸ ἄστρο τῆς ἡμέρας, ὅπως λένε οἱ ἀστρονόμοι, ἔχει καὶ κηλῖδες σκοτεινές.

Τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ποὺ λάμπει δὲν τὸ βλέπουν οἱ τυφλοί, οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν μάτια. Ὁ Θεός, γιὰ νὰ καταστήση τὸν ἄνθρωπο ἱκανὸ νὰ βλέπῃ τὸ φῶς, τοῦ ἔδωσε τὸ κατάλληλο ὄργανο. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶνε τὸ χέρι οὔτε τὸ πόδι οὔτε τὸ στομάχι οὔτε τὰ πλευρά, ἀλλὰ εἶνε τὸ μάτι. Τὸ μάτι εἶνε ἡ πιὸ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή, τελειότερη καὶ ἀπὸ τὶς γιαπωνέζικες καὶ τὶς γερμανικές, οἱ ὁποῖες μπροστὰ στὸ μάτι εἶνε ἕνα μηδέν. Ἂν χαλάσῃ τὸ μάτι, ὁ ἄνθρωπος κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ μὴ χάσῃ τὸ φῶς του. Προχθὲς στὴ μητρόπολι ἦρθε ἕνα χαριτωμένο ἀγοράκι μὲ τοὺς γονεῖς του, γιὰ νὰ τὸ βοηθήσουμε νὰ πάῃ στὴν Ἀγγλία πρὸς θεραπεία τῶν ματιῶν του.
Ὄργανο, λοιπόν, κατάλληλο, γιὰ ν᾿ ἀπολαμβάνῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ ἡλιακὸ φῶς εἶνε τὸ μάτι, ποὺ ἐδημιούργησε ὁ Θεός. Ὁ Πλάτων στὴν Πολιτεία του ὀνομάζει τὸ μάτι ἡλιοειδές, δηλαδὴ κατασκευασμένο ἔτσι ὥστε νὰ συγγενεύη μὲ τὸν ἥλιο. Ὁ δὲ Γαληνός, ἀρχαῖος ἰατρὸς ποὺ ἔζησε 150 χρόνια μετὰ Χριστόν, τὸ ὀνομάζει καὶ αὐγοειδέστατον. «Ὄργανον (ὁ ὀφθαλμὸς) αὐγοειδέστατον (=φωτεινότατο, ἀπὸ τὸ αὐγάζω = φωτίζω) καὶ ἡλιοειδέστατον (=λαμπρότατο, συγγενεῦον μὲ τὸν ἥλιο)».
Ὅ,τι εἶνε ὁ ἥλιος γιὰ τὴ σωματικὴ ὕπαρξι τοῦ ἀνθρώπου, εἶνε καὶ ὁ Θεὸς γιὰ τὴν πνευματικὴ ὕπαρξί του. Γιὰ νὰ δοῦμε οἱ ἄνθρωποι τὸν φυσικὸ ἥλιο, ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε τὸ μάτι. Γιὰ νὰ πάρουμε οἱ ἄνθρωποι μιὰ ἰδέα γιὰ τὸν πνευματικὸ Ἥλιο, τὸ Χριστό, ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε τὸ νοῦ. Μᾶς τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. 6,22–23), ὅπου λέει· «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός» (Ἡ λέξι λύχνος ἐδῶ χρησιμοποιεῖται ἀλληγορικὰ καὶ σημαίνει νοῦς). Μέσα σὲ μιὰ πλημμύρα φωτός, φυσικοῦ καὶ πνευματικοῦ, ζῆ ὁ ἄνθρωπος.
Ἐπαναλαμβάνω ὅτι, γιὰ νὰ δῇ ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεό, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ νοῦ. Στὰ χωριὰ τῆς μητροπολιτικῆς μας περιφερείας, ὅπου πηγαίνω καὶ μιλάω στοὺς ἀνθρώπους, τονίζω, ὅτι οἱ ἄπιστοι εἶνε τυφλοί, καὶ ἡ ἀπιστία τύφλα. Καὶ κάνω ἕνα συλλογισμό. Ἄν, τοὺς λέω, μὲ πείσουν οἱ ἄθεοι, ὅτι τὸ σπίτι τους ἔγινε μόνο του, δηλαδὴ μόνο του σχεδιάστηκε, μόνες τους ἦρθαν οἱ πέτρες καὶ τοποθετήθηκαν ἡ μιὰ πάνω στὴν ἄλλη μὲ τάξι καὶ ἀκρίβεια, μόνα τους ἦρθαν τὰ σίδερα καὶ τὰ τσιμέντα καὶ τὰ ξύλα, καὶ ὁ ἀσβέστης καὶ τὰ κεραμίδια καὶ τὰ ἄλλα ὑλικά· ἂν μὲ πείσουν οἱ ἄπιστοι, ὅτι τὸ ρολόι ποὺ φορᾶτε, ἢ ἡ τηλεόρασι ποὺ ἔχετε στὸ σπίτι, ἢ τὸ αὐτοκίνητο ποὺ ταξιδεύετε, ἢ τὸ ἀεροπλάνο ποὺ πετᾶτε, δὲν κατασκευάστηκαν ἀπὸ κάποιους τεχνικοὺς σὲ κάποια συγκεκριμένα ἐργοστάσια τῆς Εὐρώπης ἢ τῆς Ἀμερικῆς ἢ τῆς Ἰαπωνίας ἢ ἄλλης χώρας, ἀλλὰ ἔγιναν μόνα τους, τότε θὰ πεισθῶ κ᾿ ἐγὼ ὅτι ὁ κόσμος, τὸ ὄμορφο αὐτὸ σύμπαν, ποὺ λειτουργεῖ αἰῶνες τώρα μὲ ἰλιγγιώδεις ταχύτητες καὶ καταπληκτικὴ ἀκρίβεια, μπροστὰ στὴν τελειότητα τοῦ ὁποίου ἐκμηδενίζεται καὶ ἡ ὑψηλότερη τεχνολογία τοῦ αἰῶνος μας, ὁ κόσμος αὐτὸς ἔγινε μόνος του, χωρὶς Θεό. Ὁ νοῦς, λοιπόν, τὸ πνευματικὸ αὐτὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιβάλλει νὰ παραδεχτοῦμε, ὅτι ὑπάρχει Θεὸς δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος κόσμου. Καὶ μόνο ἄνθρωπος χωρὶς νοῦ, δηλαδὴ τρελλός, μπορεῖ νὰ ὑποστηρίζῃ, ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Αὐτὸ λέει καὶ ὁ Δαυΐδ· «Εἶπεν ἄφρων (=ὁ τρελλός) ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 52,2).
Τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου λέγεται ἡλιοειδές, διότι πλάστηκε γιὰ νὰ βλέπῃ τὸν ἥλιο, καὶ ὁ νοῦς του θεοειδής, διότι πλάστηκε γιὰ νὰ βλέπῃ τὸ Θεό. Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ καὶ τὸ μεταδίδει σὲ κάθε χριστιανὸ ποὺ τὸν πιστεύει. Καὶ ὁ χριστιανὸς γίνεται φῶς μὲ τὰ λόγια του, μὲ τὴν ἁγιότητα, προπαντὸς μὲ τὸ παράδειγμά του.
Ἐδῶ στὴν κατασκήνωσι εἶστε πολλὲς κατασκηνώτριες ποὺ ἔχετε κάποιο φῶς ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Κάποιο λυκαυγὲς γλυκοχαράζει μέσα στὴν ψυχή σας. Σᾶς φωτίζει ὁ Χριστὸς μὲ τὴν πλούσια διδασκαλία τοῦ λόγου του. Δὲν εἶστε τυφλὲς πνευματικῶς. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μὲν μάτια, ἀλλὰ δὲν βλέπουν. Δηλαδὴ ἔχουν μὲν φυσικὰ μάτια, ἀλλὰ πνευματικῶς εἶνε τυφλοί. Αὐτοί εἶνε γιὰ κλάματα, κι ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν φυσικὰ μάτια, οἱ ἀόμματοι. Ἐξ ἄλλου φυσικὰ μάτια ἔχουν καὶ τὰ λιοντάρια καὶ τὰ σκυλιὰ καὶ οἱ γάτες, καὶ μάλιστα ἰσχυρότερα ἀπὸ τὰ δικά μας. Τὸ μάτι τοῦ ἀετοῦ λ.χ. βλέπει ἀπὸ πολὺ ψηλὰ καὶ ἕνα μικρὸ κοτόπουλο ποὺ περιφέρεται στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ. Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν ζώων αὐτῶν εἶνε φυσικά. Στὰ ζῶα δὲν γίνεται λόγος γιὰ μάτια πνευματικά. Ἔτσι καὶ οἱ ζωώδεις ἄνθρωποι. Μάτια σωματικὰ ἔχουν, ἀλλὰ μάτια πνευματικὰ δὲν ἔχουν. Ὅταν ὁ Μέγας Ἀντώνιος συνάντησε κάποτε ἕναν τυφλὸ σωματικῶς, ὁ ὁποῖος ὅμως λόγῳ τῆς πίστεώς του εἶχε τὸ πνευματικὸ φῶς, τοῦ εἶπε· «Ἀδελφέ, σὲ μακαρίζω, διότι δὲν ἔχεις μάτια τέτοια ποὺ ἔχουν οἱ ἀλεποῦδες, οἱ κατσαρίδες, τὰ φίδια καὶ τὰ ἄλλα ζῶα, ἀλλὰ ἔχεις τὰ ἄλλα, τὰ σπάνια μάτια, τὴν πίστι, μὲ τὴν ὁποία βλέπεις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ».
Ἐσεῖς ἐδῶ στὴν κατασκήνωσι ἔχετε βέβαια κάποια πνευματικὴ ὅρασι, ἀλλ᾿ ὅταν θὰ γυρίσετε στὰ σπίτια, στὰ σχολεῖα, στὰ λύκεια, ἀπὸ τὶς 100 μία ἢ δύο θὰ μιλᾶνε γιὰ τὸ Χριστό. Οἱ ἄλλες θὰ σιωπήσουν. Διότι δὲν εἶνε θεοειδεῖς, ἀλλὰ ἡλιοειδεῖς. Δηλαδή, βλέπουν μόνο τὸ φυσικὸ ἥλιο, ἀλλὰ ὁ νοῦς τους εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἥλιο. Εἶστε μονάδες οἱ θεοειδεῖς, ἀλλὰ μὴν ἀπογοητεύεστε. Θὰ γίνετε, καὶ πρέπει νὰ γίνετε, περισσότερες. Διαβᾶστε, παρακαλῶ, ἕνα γαλλικὸ διήγημα μὲ τὸν τίτλο «Τὸ φῶς τοῦ βουνοῦ». Ἔξοχο, βιβλίο ποὺ μεταφράστηκε σὲ πολλὲς γλῶσσες καὶ στὰ ἑλληνικά. Τὸ βιβλίο παρουσιάζει ἕνα μόνο μαθητή, τὸν Ρούντη, νὰ πιστεύη καὶ ν᾿ ἀγαπᾶ τὸ Χριστό. Καὶ ὁ ἕνας αὐτὸς μαθητής, παρ᾿ ὅλες τὶς δυσκολίες, τὴν ἀντιλογία καὶ τὶς εἰρωνεῖες ποὺ συνάντησε, στὸ τέλος, μὲ τὸ καλὸ παράδειγμά του, τοὺς ἔκανε ὅλους, μαθητὰς καὶ καθηγητάς, χριστιανούς.
Δὲν εἶνε τυχαῖα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. 5,14). Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Χριστὸς ζητεῖ νὰ εἶστε φῶς στὸ σχολεῖο, στὸ σπίτι, στὴ γειτονιά, παντοῦ. Δὲν μπορεῖτε βεβαίως νὰ γίνετε μεγάλα φῶτα σὰν τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Μπορεῖτε ὅμως νὰ γίνετε ἕνα μικρὸ κεράκι. Μιὰ κινέζικη παροιμία λέει· «Ἀντὶ νὰ κατηγοροῦμε τὸ σκοτάδι, ἂς γίνουμε ἕνα μικρὸ κεράκι».
Καὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι στὴν πατρίδα μας σήμερα τὸ ἠθικὸ σκοτάδι εἶνε πυκνό, δυστυχῶς δὲ καὶ στὰ ἐκπαιδευτήριά μας, τὰ ὁποῖα θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε φῶτα. Καὶ ἰδοὺ ἕνα παράδειγμα ἐνδεικτικό, ὅτι σκοτάδι ἐπικρατεῖ στὰ λύκειά μας. Διδάσκουν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸν οὐρακοτάγγο καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ Θεό! Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὀνομάζωνται λύκεια, μὲ μιὰ λέξι δηλαδὴ ποὺ εἶνε ταυτόσημη μὲ τὸ φῶς, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἄλλη λέξι, ποὺ νὰ εἶνε ταυτόσημη μὲ τὸ σκοτάδι. Γιὰ τὰ λύκειά μας θὰ μποροῦσε νὰ λεχθῃ ἐκεῖνος ὁ τόσο ἐκφραστικὸς στίχος τοῦ Γερμανοῦ δραματικοῦ Γκαῖτε·
«Ἰδοὺ ἐγὼ μὲ τόσα φῶτα
τυφλός, τυφλὸς ὅπως καὶ πρῶτα».
Ἀγαπητά μου κορίτσια! Ὅπως σᾶς εἶπα, λίγοι εἶνε οἱ θεοειδεῖς ἄνθρωποι. Οἱ ἄλλοι εἴμαστε ἆραγε χριστιανοί, ἢ εἴμαστε χειρότεροι καὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες; Ἂς ἀναλογισθοῦμε ποῦ βρισκόμαστε καί, ὅσο ἀκόμη εἶνε νωρίς, ἂς προσφύγουμε στὸν πνευματικὸ Ἥλιο, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ ἂς τοῦ ζητήσουμε νὰ διώξῃ τὸ σκότος τῆς ψυχῆς μας, νὰ μᾶς χαρίσῃ τὸ πνευματικὸ φῶς, γιὰ νὰ ζοῦμε ἐν τῷ φωτί, «ὡς τέκνα φωτὸς περιπατοῦντες» (βλ. Ἐφεσ. 5, 8). Ἀμήν.

Προσφώνησι στὴν ἔναρξι τῆς σειρᾶς λυκείου τοῦ ἔτους 1988.
(ΑΣΤΡΑΠΗ ΑΠΡ. – ΜΑΪΟΣ 1998, φ. 110)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.