Αυγουστίνος Καντιώτης



Ψευτικη χαρα… Ο σατανας φτειαχνει τετοια «γλυκυσμα­τα», πολυ ευχαριστα στο λαρυγγι, και τα προσ­φερει, αλλα μεσα εχει κρυψει το δηλητηριο. «Τα γαρ οψωνια της αμαρτιας θανατος» (῾Ρωμ. 6,23).

date Φεβ 16th, 2020 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1643

Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου

Ψευτικη χαρα (β΄)

οι δυο δρομοιΤὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ Τριῳδίου, ἀγαπητοί μου, οἱ ἄνθρωποι ἐπινοοῦν τρόπους νὰ χα­­ροῦν. Αὐτὸ ὅμως ποὺ δοκιμάζουν δὲν εἶνε ἀ­ληθινὴ χαρά· εἶνε κάτι ψεύτικο, ἕνα κίβδηλο νόμισμα, ποὺ κακῶς λέγεται χαρά. Ἂν ἀφαιρέ­σῃ κανεὶς τὴ μάσκα, πίσω ἀπ᾽ αὐτὴν ἀποκαλύπτεται κάτι ποὺ σκοτώνει τὸν ἄνθρωπο, κάτι σὰν τὸ μέλι ποὺ καλύ­πτει θανατηφόρο φαρμάκι. Ὁ σατανᾶς φτειά­­χνει τέτοια «γλυκύσμα­τα», πολὺ εὐχάριστα στὸ λαρύγγι, καὶ τὰ προσ­φέρει, ἀλλὰ μέσα ἔ­χει κρύψει τὸ δηλητήριο. Εἶνε χαρὰ δηλητηρι­ώδης. Μακριά ἀπ᾽ αὐτήν!

* * *

⃝ Σᾶς ἐρωτῶ. Εἶνε χαρὰ τὸ μεθύσι; Πᾶνε στὶς ταβέρνες καὶ πίνουν χωρὶς μέτρο, ἔρχονται στὸ κέφι, νιώθουν εὐφορία. Καὶ μετά;… Ἕνα βράδυ ἐπέστρεφα ἀπὸ μακριὰ κ᾽ εἶχα ἀργήσει, ἦταν 1 μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Καθὼς περνοῦ­σα μέ­σα ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας μου, βλέπω τέσσερις νὰ σηκώνουν ἕναν. Φοβήθηκα· νεκρὸς θά ᾽νε, σκέφθηκα. Σταματῶ, κατεβαίνω, καὶ τί νὰ δῶ; Τοὺς ἀκολουθοῦσε μιὰ νέα γυναίκα. ―Τί συνέβη; ρωτῶ· πέθανε; ―Ἄχ, δέσποτα, μακάρι νά ᾽ταν πεθαμένος· μεθυσμένος εἶ­νε! Ὅταν ἔρχεται στὸ σπίτι, κάνει τὰ πάντα γυαλιὰ – καρφιά· κι ὅταν ξυπνάει τὴν ἄλλη μέρα ζαλισμένος, δὲν ἔχει ὄρεξι γιὰ δουλειά.
⃝ Συνεχίζουμε. Εἶνε χαρὰ αὐτὸ ποὺ νιώθουν οἱ ναρκομανεῖς, ὅσοι παίρνουν τὰ ναρκωτικά; Γέμισε ὁ τόπος ἀπ᾽ αὐτούς. Καὶ ἡ κατάληξι γνωστή· ὅποιος μπῇ σ᾽ αὐτὸ τὸ δρόμο σπανί­ως γλυτώνει, κατὰ κανόνα καταστρέφεται.
⃝ Κάτι ἄλλο· οἱ χοροὶ ποὺ χορεύουν σήμερα. Δὲ μυρίζουν θυμάρι, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ χόρευαν τὰ παλληκάρια τοῦ Κολοκοτρώνη στὰ ψηλὰ βουνά· εἶνε χοροὶ ἀγρίων, χοροὶ καγ­κουρώ, μὲ ἐξαλλοσύνες καὶ μὲ ἀπρεπῆ συμ­πλέγματα. Πλῆθος ἁμαρτήματα διαπράττονται στοὺς χοροὺς αὐτούς. Καὶ ἂν δῆτε τὴν ἑπομένη ἡμέρα αὐ­τοὺς ποὺ χόρευαν, βαριοῦν­ται νὰ μιλή­σουν. Ὅποιος εἶνε παρατη­ρητικός, ἕ­νας ψυχο­λόγος ἢ γιατρός, μπορεῖ νὰ δῇ ὅτι ὁ διάβολος βάζει ἐπάνω τους μιὰ σφρα­γῖδα· γύρω – γύρω στὰ μάτια τους σχηματίζεται ὁ κύκλος τῆς Ἀ­φροδίτης, ἡ χαύνωσις, ἡ ἀ­ποκτή­νωσις. Εἶνε χαρὰ αὐτή; Κάποιος σοφὸς εἶπε· Ἂν γιὰ κάθε ἁμάρτημα ποὺ γίνεται στοὺς χοροὺς ἔπεφτε κ᾽ ἕνα ἄστρο, δὲν ξέρω πόσα ἀ­στέρια θ᾽ ἀπέμεναν στὸ στερέωμα.
⃝ Ἄλλη ἀπατηλὴ ἀπόλαυσι ἡ γαστριμαργία καὶ πρὸ παντὸς ἡ κρεοφαγία. Ταβέρνες καὶ ψητο­πωλεῖα λειτουργοῦν κάθε μέρα, καὶ τὴ μεγάλη Σαρακοστή. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει στὸ χασάπη· Ἦρθε ἡ τεσσαρακοστή; κρέμασε τὸ μα­χαίρι σου. Ἔτσι γινόταν καὶ στὸ χωριό μου· τὴν Τυρινὴ κρεμοῦσαν τὸ μαχαίρι οἱ χασάπηδες, καὶ τὸ ξεκρεμοῦσαν τὸ Μέγα Σάββατο. Ἁ­γιασμένες ἐποχὲς ἐκεῖνες. Τώρα γίναμε τόσο κρεοφάγοι ποὺ τὰ ντόπια κρέατα δὲ μᾶς φτάνουν καὶ εἰσάγουμε ἀπὸ ἀλλοῦ (Βουλγαρία, Σερβία). Ἄθεα κράτη ἐφαρμόζουν νηστεία γιὰ λόγους ἐθνικῆς οἰκονομίας, κ᾽ ἐμεῖς; Θὰ πῶ κάτι καὶ μὴ μὲ παρεξηγήσετε – δὲν ἀνήκω σὲ κόμματα ἢ συστήματα· μόνο ἐπὶ Μεταξᾶ διέταξε τὸ κράτος, Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ νὰ μὴν ἐπιτρέπεται τὸ κρέας στὰ ἑστιατόρια. Δὲ νήστευε ὁ λαὸς καὶ ἦρθε τιμωρία· μᾶς τιμώρη­σε ὁ Θεός, καὶ τότε δὲν εἴχαμε τὸ κρέας ὄ­χι πιὰ κάθε μέρα ἀλλὰ οὔτε τὸ Πάσχα· τὴ Λαμ­πρὴ δὲν ὑπῆρχε κρέας. Εὐτυχία θεωροῦσαν ἂν εὕρισκαν πέντε φασόλια ἢ πέντε ῥεβύθια νὰ φᾶνε. Καὶ ἔρχεται πάλι μεγάλη τιμωρία σ᾽ αὐ­τὸ τὸ ἔθνος, διότι φύγαμε πολὺ ἀπὸ τὸ Θεό. Μὴ θεωρήσετε χαρὰ τὴν τρυφή· εἶνε λάθος.
⃝ Θὰ ἐπιμείνω τώρα στὸ «φροῦτο» ποὺ μᾶς ἦρθε ἀπ᾽ τὴ Δύσι, τὰ πάρτυ. Ἐκεῖ ἀγόρια καὶ κο­ρίτσια, ὀργιάζουν κυρι­ολεκτικὰ χωρὶς φρα­γμό. Γίναμε Σόδομα καὶ Γόμορρα. Ἀλλὰ εἶνε γνωστὸ τὸ βιβλίο «Μυστικὰ πρωτόκολλα τῶν σο­φῶν τῆς Σιών»· ἐκεῖ ἀποκαλύπτεται μὲ ποιά μέ­σα ἡ μασονία σχεδίασε νὰ διαλύσῃ τὴ χριστι­ανικὴ κοινωνία. Μεταξὺ τῶν ἄλλων λέει· Θὰ δι­αφθείρουμε τὴ νεολαία μὲ ἀνήθικες δι­ασκε­δάσεις. Καὶ πράγματι τὴ διαφθείρουν. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ μᾶς φοβίζουν αὐτὲς οἱ «χαρές»;
⃝ Συμπερίληψις καὶ ἀποκορύφωμα ὅ­λων πλέον τῶν κακῶν σημειώνεται τὶς μέρες αὐτὲς μὲ τὸ καρναβάλι. Τὴν ἄλλη Κυριακή, τῶν Ἀπόκρε­ων, ἡ κατάστασι θὰ εἶνε φρικώδης. Μὴ ζυγίζεις αὐτὰ ποὺ γίνονται μὲ κριτήρια τοῦ κόσμου· ζύγισέ τα μὲ τὴ ζυγαριὰ τοῦ Εὐαγγελίου. Στὸν καρνάβαλο ὑπολόγισε τὶς μεταμφιέσεις, τὰ ἀνώνυμα πειράγματα κάτω ἀπὸ τὴ μά­σκα, τὶς ἀπρέπειες, τὴ μέθη, τὴν κρεοφαγία καὶ τὸ ἄμετρο φαγοπότι, τὰ αἰ­σχρὰ λόγια καὶ τραγούδια· βάλε τὰ αἰσχρὰ βλέμματα, τὰ ἀγγί­γματα, τὰ ἀγκαλιάσματα, τὰ φιλήματα· ἀναλο­γίσου τὶς ἀσέλγειες, τὶς πορνεῖες καὶ τὶς μοιχεῖ­ες, ὅσα γίνονται φανερὰ καὶ ὅσα γίνονται κρυφά, τὰ ὁποῖα «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν» (Ἐφ. 5,12). Ἄλλοτε γι᾽ αὐτὰ ὁ ἄν­τρας θά ᾽παιρνε πιστόλι νὰ σκοτώσῃ τὴ γυναῖ­κα του ἢ τὸ λιγώτερο θὰ τῆς ἔδινε διαζύγιο. Λόγια καὶ ἐνέργειες, ποὺ ἔξω καταλογίζονται ὡς πα­ράβασις καὶ ἁμαρτία, ἐκεῖ μέσα ἀμνηστεύον­ται. Ἁγνότης καὶ παρθενία, προσωπικὴ ἀξιοπρέπεια, οἰκογενειακὴ τιμή, ὅλα καταλύον­ται. Τὶς μέρες αὐτὲς ὀργιάζει ὁ σατανᾶς. Καὶ ἐρωτῶ· εἶνε αἰ­τία χαρᾶς αὐτά; Καὶ νά ᾽ταν μόνο αὐτά;
Κέντρο καὶ πρότυπο τῶν καρναβάλων ὅ­λου τοῦ κόσμου θεωρεῖται τὸ καρναβάλι τοῦ Ρίον Ἰανέιρο στὴ Βραζιλία. Γιά ἀκοῦστε τὸν ἀπολογισμὸ μιᾶς χρονιᾶς ἀπὸ τὸ δελτίο τῆς ἀ­στυνομίας· 5 δολοφονίες, 7 θάνατοι ἀπὸ ἀσφυ­ξία, 22 αὐτοκτονίες, 17 ἀγνοούμενοι, 223 θάνατοι ἀπὸ διάφορες ἀσωτίες, 246 κλήσεις στὸ σταθμὸ πρώτων βοηθειῶν, 103 κλήσεις στὴν πυροσβεστικὴ ὑπηρεσία. Τέτοια πράγματα, θὰ μοῦ πῆτε, δὲν γίνονται ἐδῶ. Ναί, ἀλλ᾽ ἐὰν ἐξακολουθήσῃ ἡ σατανικὴ ἐξέλιξις, ἐκεῖ θὰ φθάσουμε, θὰ γίνουμε Βραζιλία καὶ Δανία.
Ἀπόδειξις τὸ καρναβάλι τῶν Πατρῶν. Θὰ ξέρετε, ὅτι πῆγα ἐκεῖ καὶ ἀγωνίστηκα, καὶ τὸ ὄνομα «Καντιώτης» ἀκούεται γι᾽ αὐτὸ μὲ εἰ­ρωνεία. Ἀλλ᾽ ἐγώ, γνωρίζοντας ἀπὸ ἔγκυρες πηγὲς τὴ σημασία τοῦ ἀγῶνος ἐκείνου, θεω­ρῶ τιμή μου νὰ μὲ βρίζουν. Ὅταν ἀρχίσαμε τὸν ἀ­γῶνα ἐκεῖ τὴ δεκαετία τοῦ ᾽50, εἶδα ἀ­στυνομικοὺς καὶ εἰσαγγελεῖς. Ὁ ἀστυνομικὸς ποὺ μὲ συνέλαβε, μοῦ λέει· ―Ἔχεις ἀπόλυτο δίκιο, πάτερ. Ἐγὼ ἔχω κάνει ἀναφορὰ καὶ αἴ­τησι στὴν κυβέρνησι. Διάβασε. Δὲ λὲς τίποτα ἐσύ, ἐγὼ τὰ ξέρω τὰ αἴ­σχη ἐδῶ… Ἕνας δικαστικός, εἰσαγγελεύς, μοῦ λέει στ᾽ αὐτί· ―Κ᾽ ἐ­μεῖς κάναμε αἴτησι· αὐ­ξάνονται τὰ ἐγκλήματα τὶς ἡμέρες τοῦ καρναβάλου… Καὶ μετὰ ἀ­πὸ λίγο καιρὸ ἦρθε στὸ φῶς ἕνα τρομε­ρὸ ντοκουμέντο, τὸ ὁποῖο καὶ δημοσίευσα. Παιδί­ατρος καὶ ἐπὶ δώδεκα χρόνια διευθυντὴς στὸ βρεφοκομεῖο Πατρῶν μὲ βεβαίωσε ὑπευθύνως καὶ ἐνυπογράφως, ὅτι τρεῖς μῆνες μετὰ τὸν καρνάβαλο οἱ γυναικολογικὲς κλινικὲς γε­μίζουν ἀπὸ γυναῖκες ποὺ κάνουν ἐκτρώσεις· καὶ ἐννέα μῆνες μετὰ τὸν καρνάβαλο στὸ βρε­φοκομεῖο τῆς πόλεως δὲν ἔ­χουν ποῦ νὰ βάλουν τὰ ἐξώγαμα βρέφη (βλ. «Σπίθα» 202/Φεβρ. 1958). Τί μοῦ λέ­τε λοιπόν; Σάπισε ἡ κοινωνία, ἔγινε Σόδομα καὶ Γόμορρα. Εἶπα στὴν Ἱερὰ Σύνοδο· Σβῆ­στε τὴ φωτιὰ στὴν Πάτρα· ἐὰν δὲ τὴν σβήσετε, θὰ ξαπλώσῃ. Καὶ ξάπλωσε ἤδη μὲ ὀλέθρι­ες ἐπιπτώσεις, ἀκόμα καὶ στὴν ἐθνικὴ οἰκονο­μία, σὲ περίοδο μάλιστα τόσης δυστυχίας.
Ὅλα αὐτά, ποὺ ἐξέθεσα, φαντάζουν στὴν ἀρχὴ σὰν χαρά. Ἡ συνέχεια ὅμως καὶ ἡ κατάληξις ἀποδεικνύουν, ὅτι αὐτὰ δὲν εἶνε ἡ ἀληθινὴ χαρά· εἶνε χαρὰ ψεύτικη. Τέτοιες «χα­ρὲς» δὲν εἶνε χαρά, εἶνε θάνατος. «Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (῾Ρωμ. 6,23).

* * *

Τελείωσα, ἀγαπητοί μου. Αὐτὰ ἦταν ἡ θεω­ρία. Θέλετε τώρα νὰ προχωρήσουμε στὴν ἐ­φαρμογή. Θὰ σᾶς δώσω νὰ σηκώσετε δυὸ «πε­­τραδάκια»· τὸ κάνετε; Δὲν εἶνε δύσκολο.
Τὸ πρῶτο «πετραδάκι». Τὴν ἄλλη Κυριακή, ποὺ τὸ καρναβάλι θὰ εἶνε στὸ ἀποκορύφωμα, ἂν πιστεύετε στὸ Χριστό, βάζω πετραχήλι καὶ σᾶς δένω· κανείς καὶ καμμιά νὰ μὴν πάῃ στὸν καρνάβαλο. Γονεῖς, μὴν ἐπιτρέψετε στὰ σπίτια σας πάρτυ καὶ χοροὺς μεταμφιεσμένων. Κι αὐ­τὸ εἶνε τὸ λιγώτερο. Τί ἄλλο ἀπαιτῶ ἀ­πὸ σᾶς· δώδεκα ἦ­ταν οἱ ἀπόστολοι καὶ φώ­τισαν τὸν κόσμο· κ᾽ ἐ­σεῖς νὰ διαφωτίσετε τοὺς γύρω σας. Μὴ περι­ο­ρίζεστε στὸν ἑ­αυτό σας. Εἴμαστε ὑ­ποχρεωμένοι, ἐφ᾽ ὅ­σον συμ­φωνοῦμε, νὰ κάνουμε διαφώτισι καὶ νὰ προβά­λουμε ἰσχυ­ρὴ ἀντίστασι σὰν γενναῖοι μαχηταὶ τῆς πίστεως. Σύμφωνοι; Πήρατε τὸ πρῶτο «πετραδάκι».
Τώρα τὸ ἄλλο, τὸ ἐλαφρότερο. Λέει ὁ ἱε­ρὸς Χρυσόστομος, ὄχι ἐγώ· Στὸ σπίτι σου θά ᾽χῃς τρία πράγματα· εἰκονοστάσι μὲ καντήλι, θυμι­ατὸ μὲ λιβάνι γιὰ νὰ θυμιάζῃ ἡ γυναίκα σου, καὶ Εὐαγγέλιο ποὺ θὰ τὸ μελετᾶτε ὅλοι. Αὐτὰ εἶνε ὅπλα ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Θά ᾽χῃς ὅ­μως καὶ κάτι ἄλλο, λέει ὁ Χρυσόστομος. Τί; ἕ­να μικρὸ κουτάκι, ἕνα κουμπαρᾶ, κ᾽ ἐκεῖ θὰ ῥίχνῃς κάθε φορὰ τὸν ὀβολό σου γιὰ ἐλεημο­σύνη. Ἐὰν δὲν κάνῃς ἐλεημοσύνη, δὲν πιάνει ἡ προσευχή. Εἴμαστε σύμφωνοι; Λοιπὸν εὔχο­μαι τὸ πετραδάκι αὐτὸ νὰ γίνῃ διαμάντι· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν 22-2-1970 τὸ βράδυ

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.