Αυγουστίνος Καντιώτης



Σταυρος, το καυχημα του Παυλου!

date Σεπ 13th, 2020 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2321

Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως
13 Σεπτεμβρίου 2020
Του Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιωτου

Σταυρος, το καυχημα του Παυλου!

«Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14)

Ὅπως πάντοτε, ἀγαπητοί μου, ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου οἱ ἄνθρωποι ὑπερηφανεύονταν καὶ καυχόνταν γιὰ διάφορα ἐπίγεια ἰνδάλματα, πρόσωπα καὶ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐν­θουσιάζουν καὶ φτάνουν νὰ γίνωνται ἀντικείμενα λατρεί­ας.

Ἄλλοι π.χ. καυχόνταν γιὰ τὰ πλούτη τους, τὰ λεφτὰ καὶ τὶς καταθέσεις τους. Ἄλ­λοι καυχόνταν γιὰ τὰ μεγαλοπρεπῆ μέγα­ρά τους ἢ γιὰ τὶς καλλιέργειες στὰ ἀπέραν­τα κτήματά τους. Ἄλλοι καυχόνταν γιὰ τὶς γνώσεις τους καὶ γιὰ τοὺς σοφοὺς δασκά­λους ποὺ εἶχαν. Ἄλλοι καυχόνταν γιὰ τὴν ὑ­ψη­­λὴ καταγωγή τους ἀπὸ εὐγενεῖς προγόνους καὶ γιὰ τὸ ὄνομα καὶ τοὺς τί­τλους τῆς οἰ­κογενείας τους. Ἄλλοι καυχόνταν γιὰ τὰ ἀ­ξι­ώματά τους. Ἄλ­λοι πάλι γιὰ κάτι ἄλλο.
Γενικά, δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος –ὅπως δὲν ὑπάρχει καὶ σήμερα–, ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ (ἢ πολλὲς φορὲς νὰ φαντάζεται πὼς ἔχει) κάτι, γιὰ τὸ ὁποῖο νὰ ὑπερηφανεύεται καὶ νὰ καυ­χᾶται μπροστὰ στοὺς ἄλλους. Τί νὰ πῇ καν­είς; Εἶνε, φαίνεται, ἀνάγκη τῆς ψυχῆς κάπου νὰ στηρίζεται, ἀπὸ κάπου νὰ ἀντλῇ δύναμι. Δὲν εἶνε ὁ ἄνθρωπος τόσο δυνατὸς ὅσο φαίνεται καὶ ὅ­σο ἰσχυρίζεται ὅτι εἶνε. Ὅποιος δι­ατείνεται ὅ­τι εἶ­νε δυνατὸς καὶ μπορεῖ μόνος του ν᾽ ἀν­τιμετωπίσῃ τὴ ζωή, ἀπατᾶται καὶ ψεύδεται. Ἔτσι καὶ στὸν καιρὸ τῶν ἀποστόλων. Γιὰ κάτι καυχόταν ὁ καθένας καὶ νόμιζε ὅτι ἔτσι δίνει ἀξία καὶ κῦρος στὸν ἑαυτό του.
Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀδελφοί μου, θὰ μποροῦσε, ἂν ἤθελε νὰ μιμηθῇ τὰ παραδεί­γματα τῶν ἄλλων, νὰ καυχηθῇ καὶ αὐτὸς «ἐν σαρκί», κατὰ κόσμον δηλαδή, ὅπως λέει ὁ ἴ­διος (Φιλ. 3,3-4). Εἶ­χε ἄλλως τε πλούσια προσόντα ποὺ θὰ τοῦ ἔδιναν μὲ τὸ παραπάνω ἀφορμὴ γιὰ καύχησι. Δὲν τοῦ ἔλειπαν τὰ κοσμικὰ στηρί­γματα ποὺ ἴ­σχυαν στὴ ζωὴ τότε, ἐκεῖνα ποὺ θὰ τὸν ἔ­καναν σεβαστό, θὰ τὸν ἀνύψωναν καὶ θὰ τὸν ἐπέβαλλαν κοινωνικά.
Ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἐργασία του, ὅπως εἶνε γνωστό, κινήθηκε ἀνάμεσα στοὺς δύο κόσμους τῆς ἐποχῆς του, τὸν ἰουδαϊκὸ τῶν Ἑβραίων καὶ τὸν ἐθνικὸ – εἰδωλο­λα­τρικὸ τῶν ῾Ρωμαίων καὶ τῶν Ἑλλήνων. Καὶ στοὺς δύο, παρὰ τὴ δι­αφορὰ καὶ τὶς ἀντιθέσεις ποὺ εἶχαν μεταξύ τους, αὐτὸς εἶχε διαπιστευτήρια ἔγκυρα.
Στὸν ἰουδαϊκὸ χῶρο ἦταν πιὸ γνωστός. Ἦ­ταν «Ἰουδαῖος, γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας, ἀνατεθραμμένος» στὰ Ἰεροσόλυμα τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, καὶ εἶχε φιλίες καὶ στενὲς σχέσεις μὲ πρόσωπα ποὺ κατεῖχ­αν ὑψηλὲς θέσεις. Εἶ­χε σπουδάσει σὲ σχολὴ περιφήμου νομο­διδα­σκάλου, «παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ», ἀπ᾽ τὴν ὁ­­­ποία ἀποφοίτησε «πεπαιδευμένος κατὰ ἀ­κρί­βειαν τοῦ πατρῴου νόμου» καὶ «ζηλωτὴς τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 22,3). Μιλοῦ­σε στοὺς Ἑβραίους στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα (βλ. ἔ.ἀ. 22,1-22), τηροῦσε τὰ ἔθιμα τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου (βλ. ἔ.ἀ. 21,24-26). Ἦταν, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, «περι­το­μῇ ὀκταήμερος, ἐκ γένους Ἰσραήλ, φυλῆς Βενιαμίν, Ἑβραῖος ἐξ Ἑβραίων, κατὰ νόμον Φαρισαῖος, …κατὰ δικαι­οσύνην τὴν ἐν τῷ νό­μῳ ἄμεμπτος» (Φιλιπ. 3,5-6), ξακουστὸς γιὰ τὴ διαγωγὴ καὶ τὴν προκοπή του «ἐν τῷ Ἰουδα­ϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας» τοῦ γένους του, ὑπερβολικὰ «ζηλω­τὴς τῶν πατρικῶν παραδόσεών» του (Γαλ. 1,13-14).
Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ καὶ στὸν χῶρο τῶν ἐθνικῶν καθόλου δὲν μειονεκτοῦσε. Ἦταν Ῥωμαῖος πολίτης, μάλιστα ἐκ γενετῆς (βλ. Πράξ. 22,25-29)· καὶ τὴν ἰδιότητα αὐτὴν ὅπου χρειαζόταν τὴν ἐπικαλέστηκε (ἔ.ἀ. 17,37· 25,10-12). Μιλοῦσε καὶ ἔγραφε κα­λὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, εἶχε διαβάσει ποιητὰς τῶν Ἑλλήνων, ὅπως δείχνουν οἱ ἐπιστο­λές του καὶ ἡ ἱστορικὴ δημηγορία του στὸν Ἄ­­ρειο Πάγο τῶν Ἀθηνῶν (βλ. ἔ.ἀ. 17,22-31). Ὅπως δια­βάζουμε, ὄχι μόνο τὸν σεβάστηκαν καὶ τὸν ἐκ­τίμησαν ἀλλὰ καὶ τὸν συμπάθησαν ἀκόμη ῾Ρωμαῖοι βασιλιᾶδες, διοικηταί, ἀ­ξιωματοῦχοι τοῦ στρατοῦ (ἑκα­τόν­ταχοι, χιλί­αρχοι, στρατοπεδάρχες), δικασταί, δεσμοφύλακες, πλοίαρχοι.

* * *

Γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα ἀκόμη, προσόν­τα καὶ τάλαντα, θὰ μποροῦσε νὰ καυχηθῇ ὁ Παῦλος. Καὶ ὅμως γιὰ κανένα ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν καυχᾶται. Ἄλλοτε αὐτὰ τὰ εἶ­χε ὡς «κέρδη» καὶ καύχημά του (Φιλιπ. 3,7), ἀλλ᾿ ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ποὺ γνώρισε τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ πίστεψε στὴν ἀλήθειά του, τὸ μοναδικὸ καὶ διαρκὲς καύχημα τῆς ζωῆς του ἔγινε ὁ σταυ­ρὸς τοῦ Κυρίου. Ἔλαμψε μπρο­στὰ στὰ μάτια του ὁ σταυρὸς μὲ τέτοια λάμψι, ὥστε στὸ ἑξῆς ὅλα ὅσα ὁ κόσμος θεωρεῖ πολύτιμα, ἄξια θαυμασμοῦ καὶ καυχήσεως, αὐ­τὸς νὰ τὰ θεωρῇ «σκύβαλα» (ἔ.ἀ. 3,8), σκουπίδια, ἀκαθαρσί­ες, περιττώματα. Καυχᾶ­ται μόνο γιὰ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριό του καὶ λέει· «Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐ­μοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14). Ἂς καυχῶνται οἱ ἄλλοι, λέει ὁ Παῦ­λος, γιὰ ὅ,τι θέλουν· οἱ βασιλιᾶ­δες γιὰ τὴν ἐξουσία καὶ δύναμί τους, οἱ πλούσιοι γιὰ τὰ λεφτά τους, οἱ εὐ­γενεῖς γιὰ τὴν καταγωγή τους, οἱ σοφοὶ γιὰ τὴ γνῶσι τους· ἐγὼ καυχῶμαι καὶ θὰ καυ­χῶμαι αἰ­ωνίως μόνο γιὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ κόσμος γιὰ μένα ἔχει πεθάνει, κ᾽ ἐγὼ ἔχω πεθάνει γι᾽ αὐ­τόν· νεκρὸς αὐτὸς γιὰ μένα, νεκρὸς κ᾽ ἐγὼ γι᾽ αὐτόν.
Καὶ εἶχε δίκιο ὁ Παῦλος νὰ καυχᾶται πάνω ἀπ᾽ ὅλα γιὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Γιατὶ ἡ ψυ­χὴ τοῦ Παύλου δὲν σερνόταν μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνοίας, ἀλλὰ ἀγαλλόταν μέσα στὸ φῶς τῆς πίστεως. Ὁ Παῦλος φωτίστηκε, τὸν φώτισε ὁ Κύριος, καὶ ἔβλεπε στὸ σταυρὸ πρά­γματα ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν οἱ ἄπιστοι. Ἔβλεπε στὸ σταυρὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πουθενὰ ἀλλοῦ τὸ βλέμμα τοῦ ἀποστόλου δὲν διέκρινε τόσο καθαρὰ καὶ ζωντανὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅσο στὸ σταυρό. Γιατὶ ἐ­κεῖ, πάνω στὸ σταυρό, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ θυσι­άστη­κε γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ κ᾽ ἐγκληματία ἄν­θρωπο. Ἐκεῖ, στὸ σταυρό, σχίστηκε τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἐκεῖ, στὸ σταυρό, ἡ ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ λού­­στηκε στὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου κ᾽ ἔγινε καθαρὴ σὰν τὸ χιόνι. Ἐκεῖ, στὸ σταυρό, συνετρίβη τὸ τυραννικὸ κράτος τῶν δαιμόνων καὶ ἱδρύθηκε ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης. Ἐκεῖ, στὸ σταυρό, ἀπέβαλε ὁ ἄνθρωπος τὰ ἀκάθαρτα ῥοῦχα τῆς ψυχῆς καὶ ἔγινε «καινὴ κτίσις» (Β΄ Κορ. 5,17. Γαλ. 6,15), νέα καρδιά, μὲ θεϊκοὺς παλμούς.
Αὐτὰ ἔβλεπε καὶ αὐτὰ πίστευε ὁ Παῦλος. Οἱ ἄλλοι, οἱ ἰουδαῖοι καὶ οἱ ἐθνικοὶ – εἰδωλολά­τρες, ποὺ δὲν εἶχαν φωτισθῆ ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πίστεως, ἐπάνω στὸ σταυρὸ δὲν ἔβλεπαν τίπο­τε ἄξιο θαυμασμοῦ. Ἀντιθέτως, θεωροῦ­σαν τὸ σταυρὸ καὶ τὸ κήρυγμα περὶ σταυροῦ ἀνάξιο ἐμπιστοσύνης· Οἱ ἰουδαῖοι ἀπαιτοῦσαν ὅ­πως τὴ Μεγάλη Παρασκευή· Ἂν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σῶσε τὸν ἑαυτό σου, κατέβα ἀπ᾽ τὸ σταυρό, νὰ δοῦμε καὶ νὰ πιστέψουμε (βλ. Ματθ. 27,40-42. Μᾶρκ. 15,30-32)· κι ἀφοῦ ὁ Ἐσταυρωμένος δὲν κατέβηκε ἀλ­λὰ ἔμεινε ἐκεῖ καὶ πέθανε, ἄρα ἦταν ἕνας ἀδύναμος θνητός· καὶ σκανδαλίζονταν μαζί του. Οἱ ἐθνικοὶ πάλι τοῦ ζητοῦ­σαν σοφία λόγου, ὑψηλὴ διανόησι, θεωρίες φιλοσοφικές, καὶ τί ἄκουγαν· λόγια ἁπλᾶ, ῥήματα ψαράδων ποὺ τοὺς φαίνονταν ἀνόητα. Ἔτσι θεωροῦ­σαν τὸ σταυρὸ οἱ μὲν ἰ­ουδαῖοι «σκάνδαλον», οἱ δὲ εἰδωλολάτρες «μω­ρίαν». Θεὸς ποὺ πάσχει, ποὺ ταπεινώνεται, ποὺ σῴζει τὸν κόσμο μὲ τέτοιο μέσο, μὲ τὸ σταυρό, γιὰ τοὺς πολλοὺς ἦταν μία ἀδυναμία καὶ μωρία ἀπαράδεκτη. Γιὰ τὸν Παῦλο ὅμως ὁ σταυρὸς καὶ τὸ πε­ρὶ σταυροῦ κήρυγμα, μὲ μία λέξι ὁ Ἐσταυρωμένος, ἦταν «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» (Α΄ Κορ. 1, 22-24).
* * *
Ὦ ἀδελφοί μου, φαντάζεστε τί θὰ ἦταν ὁ κό­σμος χωρὶς τὸ σταυρό! Θὰ ἦταν μιὰ φυλα­κὴ βαρυποινιτῶν, ποὺ οἱ σιδερένιες θύρες της δὲν θ᾽ ἄνοιγαν ποτέ γιὰ νὰ βγοῦν οἱ κατάδικοι. Τί θὰ ἦταν ὁ Παῦλος; τί θὰ ἤμασταν κ᾽ ἐ­μεῖς; Ἁμαρτωλοί, δηλαδὴ βαρυποινῖτες –τί λέω;–, κάτι χειρότερο, καταδικασμένοι σὲ αἰ­ώ­νιο θάνατο! Ποιός μᾶς ἐλευθέρωσε; Ὁ Χριστός. Καὶ πῶς; Μὲ τὸ σταυρό. Ναί, ἐκεῖ ἐπάνω ὑ­πεγράφη τὸ βασιλικὸ διάταγμα χάριτος· κι ἀπὸ τότε πλήθη ψυχές, ποὺ ἦταν κλεισμένες στὶς φυλακές, στὰ κάτεργα τῆς ἁμαρτίας, μόνο μὲ τὴν πίστι στὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ἐλευθερώνονται ἀπὸ τὰ δεσμά, καὶ ἐλεύθεροι πλέον σπεύδουν νοερὰ ἐπάνω στὸ Γολγοθᾶ, ὅπου ἐ­­τελέσθη ἡ ὑψίστη θυσία, γονατίζουν μ᾽ εὐ­γνω­­μοσύνη μπροστὰ στὸ σταυρό, φιλοῦν τὰ πληγωμένα πόδια τοῦ Κυρίου καὶ μελετώντας τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ βρίσκουν λόγους, μυρίους λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους, γεμᾶτοι ἀπὸ ἀγάπη κ᾽ εὐγνωμοσύνη, ἐπαναλαμβάνουν καὶ αὐτοὶ τὴν μακαρία φωνὴ τοῦ Παύλου· «Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

1940 (8-9-1940 Μεσολόγγι γραπτὸ κήρυ­γμα) Ὁ Σταυρός, τὸ καύχημα τοῦ Παύλου (Γαλ. 6,14)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.