Αυγουστίνος Καντιώτης



Ενας ωραιος ναος: «Ἤ ουκ οιδατε οτι το σωμα υμων ναος του εν υμιν αγιου Πνευματος εστιν, ου εχετε απο Θεου, και ουκ εστε εαυτων;» (Α΄ Κορ. 6, 19)

date Φεβ 28th, 2021 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Α΄ Κορ. 6, 12-20
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου

Ενας ωραιος ναος

«Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς
τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ
ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν;»
(Α΄ Κορ. 6, 19)

να καθαρίσουμε τον εαυτΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ἀγαπητοί μου, ἡ θρησκεία δὲν εἶνε ἐφεύρεσι τῶν παπάδων γιὰ ἐκμετάλλευσι, ὅπως λένε οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι. Ὄχι. Ἡ θρησκεία εἶνε τὸ πιὸ εὐγενικὸ αἴσθημα. Ἡ θρησκεία εἶνε κάτι φυτεμένο μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅ,τι εἶνε φυτεμένο μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ‘[ανθρώπου, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ξερριζώσῃ. Ναὶ! Τὸ αἴσθημα τῆς θρησκείας εἶνε ἔμφυτο, ὅπως εἶνε καὶ τὸ αἴσθημα ποὺ αἰσθάνεται ἡ μάνα γιὰ τὸ παιδί. Χίλιες διαταγὲς νὰ βγοῦνε νὰ μὴν ἀγαπάῃ τὸ παιδί της, δὲν θὰ κάνουν τίποτα. Ἡ μάνα θʼ ἀγαπᾶ τὸ παιδί της. Κι ἄν ἀκόμα τὴ σφάξουν, ἡ τελευταία της λέξι θὰ εἶνε «Παιδί μου, σʼ ἀγαπῶ!». Ἔτσι εἶνε καὶ ἡ θρησκεία. Αἴσθημα ἔμφυτο, βαθειὰ ῥιζωμένο στὸν ἄνθρωπο. Ποιός μπορεῖ νὰ τὸ ξερριζώσῃ;

* * *

Ἀπὸ τὴν ἡμέρα, ποὺ παρουσιάστηκε ὁ ἄνθρωπος στὸν κόσμο, παρουσιάστηκε καὶ ἡ θρησκεία. Μὅπου σκάψουν οἱ ἀρχαιολόγοι, βρίσκουν σημάδια θρησκείας. Βρίσκουν ἐρείπια ναῶν, μαρμάρινες πλάκες μὲ ἐπιγραφὲς ποὺ μιλοῦν γιὰ θρησκευτικὲς τελετὲς καὶ θυσίες. Βρίσκουν ἀγάλματγα καὶ εἴδωλα, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι προσκυνοῦσαν γιὰ θεούς. Ὅπως λέει ἕνας ἀρχαῖος ἱστορικὸς καὶ φιλόσοφος, ὅπου καὶ νὰ πᾷς, θὰ συναντήσῃς τὴ θρησκεία ὡς τὴν πρώτη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ, λέει, νὰ βρῇς μιὰ πόλι ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ σχολεῖα καὶ γυμναστήρια καὶ ἄλλα κτήρια, ἀλλὰ δὲν θὰ βρῇς πόλι ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ ναὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴ θρησκεύουν. Παντοῦ ἡ θρησκεία. Παντοὺ βωμοὶ καὶ θυσιαστήρια. Παντοῦ ναοί. Οἱ Ἑβραῖοι π.χ., ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀρχαίους λαοὺς τοῦ κόσμου, ὅταν βρίσκονταν στὴν ἔρημο καὶ συνεχῶς βάδιζαν γιὰ νὰ πᾶνε στὴν πατρίδα τους, εἶχαν κάνει ἕνα κινητὸ ναό, σὰν τὰ σημερινὰ λυόμενα σπίτια, καὶ στὸν κινητὸ αὐτὸ ναὸ οἱ ἱερεῖς προσεύχονταν καὶ πρόσφεραν τὶς θυσίες στὸ Θεό. Ὕστερα, ὅταν ἔφτασαν στὴν Παλαιστίνη, κʼ ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ, ὁ βασιλιάς τους Σολομῶν ἔχτισε τὸν περίφημο ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Αὐτὸς ὁ ναὸς εἶχε γίνει προσκύνημα. Στὸ ναὸ αὐτὸ ἔρχονταν ἀπʼ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου οἱ Ἑβραῖοι, γιὰ νὰ γιορτάσουν τὴ μεγάλη γιορτὴ τοῦ Πάσχα. Σήμερα πιὰ ὁ ναὸς αὐτὸς δὲν ὑπάρχει. Σώζονται μόνο κάτι ἐρείπια ἀπὸ τὸ νεώτερο ναό. Σʼ αὐτὰ τὰ ἐρείπια, ποὺ θυμίζουν τὴ παλιὰ δόξα, κάθε Σάββατο πᾶνε οἱ Ἑβραῖοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, προσεύχονται καὶ κλαῖνε γιὰ τὴν καταστροφή του καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς βοηθήσῃ νὰ τὸν ξαναχτίσουν. Ἔτσι βγῆκε ἀληθινὴ ἡ νπροφητεία ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ ναὸ αὐτό, ὅτι δηλαδὴ θὰ γκρεμιστῇ καὶ δὲν θὰ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθου (Λουκ. 21, 6).
Καὶ ὄχι μόνο οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἀρχαῖοι λαοί, ὅπως οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ Πέρσες, οἱ Βαβυλώνιοι, εἶχαν κτίσει κι αὐτοὶ μεγαλοπρεπεῖς ναούς. Ἀλλὰ ὁ πιὸ σπουδαῖος ναὸς ποὺ χτίστηκε στὴν ἀρχαιότητα ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες εἶνε ὁ περίφημος ναὸς ποὺ ἔχτισαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, οἱ Ἕλληνες, πάνω στὴν Ἀκρόπολι. Εἶνε ὁ Παρθενών.
Ὕστερα ἦρθαν οἱ χριστιανοί. Ἀλλὰ οἱ χριστιανοὶ στὰ πρῶτα χρόνια δὲν μποροῦσαν νὰ χτίσουν ναούς, γιατὶ ἡ χριστιανικὴ θρησκεία ἦταν ὑπὸ διωγμόν. Οἱ βασιλιᾶδες καὶ αὐτοκράτορες, ποὺ δὲν πίστευαν στὸ Χριστό, ὄχι μόνο δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ χτίζουν ἐκκλησίες, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἤθελαν νʼ ἀκοῦνε. Οἱ χριστιανοί, γιὰ νὰ λατρεύουν τὸν Θεό, ἀναγκάζονταν νὰ βγαίνουν νύχτα ἔξω ἀπὸ τὶς πόλεις, νὰ πηγαίνουν στὶς σπηλιές, κʼ ἐκεῖ μέσα νὰ λατρεύουν τὸ Θεό. Ἀλλὰ κʼ ἐκεῖ δὲν ἦταν ἀσφαλισμένοι. Ἐὰν τοὺς ἀνακάλυπταν, μάζευαν φρύγανα, ἔφραζαν τὴν πόρτα τῆς σπηλιᾶς, ἄναβαν φωτιὰ καὶ τοὺς ἔκαιγαν. Μόνο ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος νίκησε καὶ ἔγινε ὁ πρῶτος χριστιανὸς αὐτοκράτορας, μόνο τότε ἐπετράπη στοὺς χριστιανοὺς νὰ χτίζουν ἐκκλησιές. Ἡ ἁγία Ἐλένη, ἡ μητέρα τοῦ Κωνσταντίνου, πῆγε στὰ Ἰεροσόλυμα κʼ ἐκεῖ ποὺ σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς ἔχτισε λαμπρότατο ναό. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ἀργότερα ἔχτισε τὴν Ἁγία Σοφία.
Σήμερα σʼ ὅλες τὶς χριστιανικὲς χῶρες ὑπάρχουν ναοί. Ὄχι μόνο στὶς μεγάλες πόλεις, ἀλλὰ καὶ στὰ μικρότερα χωριά, ἀνάμεσα στὶς καλύβες τῶν χωρικῶν καὶ τῶν βοσκῶν, ὑπάρχουν ἐκκλησιές, ποὺ οἱ καμπάνες τους χτυποῦν καὶ καλοῦν τοὺς χριστιανούς σὲ προσευχή.

* * *

Χιλιάδες ὄμορφοι ναοὶ εἶνε χτισμένοι στὶς διάφορες χῶρες τῆς χριστιανοσύνης. Ἐὰν τώρα ῥωτήσῃς, ποιός εἶνε ὁ πὶὸ ὡραῖος ναὸς τῆς χριστιανοσύνης, ἄλλοι μὲν θʼ ἀπαντήσουν, ὅτι ὁ πιὸ ὡραῖος ναὸς εἶνε ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολι˙ ἄλλοι ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Πέτρου στὴ Ῥώμη˙ ἄλλοι ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου παύλου στὸ Λονδίνο… Ἀλλὰ σεῖς, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, τί λέτε; Ποιός εἶνε ὁ πιὸ ὡραῖος ναὸς τοῦ κόσμου;
Ἀνοίγοντας σήμερα τὸν Ἀπόστολο καὶ ἀκούγοντας τᾶ θεόπνευστα λόγια μαθαίνουμε, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ναοὺς ποὺ ἀναφέραμε, ναοὺς ποὺ εἶνε χτισμένοι μὲ λιθάρια καὶ μὲ λάσπη, ὑπάρχει κʼ ἕνας ἄλλος ναός, ποὺ ἔχει πιὸ μεγάλη ἀξία ἀπὸ κάθε ἄλλο ναὸ ποὺ βλέπουμε. Καὶ ὁ ναὸς αὐτός, καθὼς μᾶς λέει σήμερα ὁ Ἀπόστολος, εἶνε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πίστεψε στὸ Χριστό. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ δὲν πιστεύει ἔχει κι αὐτὸς σῶμα, ἀλλὰ τὸ σῶμα του μὲ τὶς βρωμερές του πράξεις, μὲ τὶς πορνεῖες καὶ τὶς μοιχεῖες, τὸ ἔχει λερώσει καὶ ἔχει γίνει σὰν ἕνας ἀκάθαρτος σταῦλος, μέσα στὸν ὁποῖο στοιβάζεται ἡ κοπριὰ τῶν ζώων. Ἀκάθαρτοι καὶ βρωμεροὶ σταῦλοι εἶνε οἱ ἄνθρωποι προτοῦ νὰ πιστέψουν καὶ νὰ μετανοήσουν. Ἀλλʼ ὁ ἄνθρωπος ποὺ μετανοεῖ καὶ κλαίει γιὰ τʼ ἁμαρτήματά του, ὁ ἄνθρωπος ποὺ βαπτίζεται μέσα στὰ νερὰ τῆς ἱερᾶς κολυμβήθρας ἤ μέσα στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος λούζεται καὶ καθαρίζεται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του καὶ γίνεται ἄσπρος σὰν τὸ χιόνι καὶ τὸ σῶμα του γίνεται ἕνας ναὸς ὅπου κατοικεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.
Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τί εὐλογία, τί τιμή, τί ὕψος! Ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ δὲν αἰσθάνονται αὐτὴ τὴν τιμὴ ποὺ τοὺς ἔκανε ὁ Χριστός. Συνεχίζουν νʼ ἁμαρτάνουν, νὰ πέφτουν στὰ φοβερὰ ἁμαρτήματα τῆς μοιχείας καὶ τῆς πορνείας, νὰ λερώνουν τὴν σάρκα τους. Τὸ ῥοῦχο τους προσέχουν νὰ μὴ τὸ λερώσουν, ἐνῷ τὸ κορμί τους δὲν προσέχουν καὶ τὸ λερώνουν μὲ τὶς αἰσχρὲς πράξεις. Τὸ λερώνουν πρὸ παντὸς τὶς μέρες αὐτὲς τῶν Ἀπόκρεων, ποὺ μεθᾶνε καὶ δὲν ξέρουν τί κάνουν.

* * *

Χριστιανέ μου! Ἐὰν κανεὶς σοῦ πῇ «Πήγαινε στὴν ἐκκλησία κʼ ἐκεῖ μέσα νὰ κάνῃς μιὰ ἄσχημη πρᾶξι», δὲν τὸ κάνεις. Καὶ ἄν ἄλλον δῇς νὰ κάνῃ μέσα στὴν ἐκκλησία ασχημίες καὶ νὰ λερώνῃ τὴν ἐκκλησία, δὲν τὸ ἀνέχεσαι, γιατὶ θέλεις ὁ ναὸς νὰ εἶνε καθαρός. Ἔ λοιπόν, ὅπως θέλεις ὁ ναὸς τῆς ἐνορίας σου νὰ εἶνε καθαρός, ἔτσι πρέπει νὰ θέλῃς νὰ εἶνε καὶ τὸ κορμί σου νὰ εἶνε καθαρό. Καθαρὸ ἀπὸ πορνεία. Καθαρὸ ἀπὸ μοιχεία. Καθαρὸ ἀπὸ κάθε ἀκάθαρτη πρᾶξι. Ἕνα σῶμα καθαρὸ ἀπὸ ἁμαρτίες εἶνε μιὰ ἐκκλησία. Μέσα σʼ αὐτὴ τὴν ἐκκλησία ἔρχεται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ κατοικεῖ. Μέσα σʼ αὐτὴ τὴν ἐκκλησία ἡ ψυχὴ προσεύχεται καὶ λατρεύει τὸ Θεό. Τὸν λατρεύει κάθε μέρα, κάθε ὥρα καὶ λεπτό. Κι ὅταν ἔρθῃ ἡ Κυριακὴ καὶ χτυπήσῃ ἡ καμπάνα, τότε ἀπὸ τὴ μιὰ ἐκκλησία στὴν ἄλλη, ἀπὸ τὸν ἕνα ναὸ στὸν ἄλλο˙ ὁ χριστιανὸς τρέχει καὶ πηγαίνει στὴ δημόσια προσευχή, στὴν προσευχὴ ποὺ γίνεται μαζὶ μὲ ἄλλους στοὺς ναοὺς τῶν χωριῶν καὶ τῶν πόλεων.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 369-374 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.