Αυγουστίνος Καντιώτης



ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΕΝΟΣ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΥΜΑ 2) ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ – «Η αγαπη ου περπερευεται, ου φυσιουται» (Α΄ Κορ. 13,4)

date Ιούλ 1st, 2021 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εορτολογιο

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΕΝΟΣ ΘΑΥΜΑΤΟΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΥΜΑ

_________


______

Θαύμα στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός! Λίγες ώρες μετά το θαύμα, στις 7-10-1964, μίλησε στο ναό του Νοσοκομείο. Ιερεύς του νοσοκομείου ήτο ο π Ηλίας. Θέμα της ομιλίας ήτο· ΤΙ ΑΝΤΑΠΟΔΩΣΩΜΕ ΤΩ ΚΥΡΙΩ ΠΕΡΙ ΠΑΝΤΩΝ ΩΝ ΑΝΤΑΠΕΔΩΚΕΝ ΗΜΙΝ; Η ομιλία διασώθη, ακούστέ την· Το θαύμα θα το θυμούνται ακόμα, όχι μόνο ευλαβείς χριστιανοί, που είναι άνω των 60 ετών, αλλά και κάποιοι σημερινοί επίσκοποι που παρακολουθούσαν τότε τα κηρύγματά του και συμμετείχαν στους αγώνες του...

Ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης το 1964 ήτο ιεροκήρυκας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των κακών επισκόπων και των κακών αρχόντων με τους αγώνες του.
Στις αρχές Αυγούστου το 1964 μπήκε επειγόντως στο Νοσοκομείο του Ευαγγελισμού για μια απλή επέμβαση. Έπαθε μόλυνση κατά την εγχείρηση και έμεινε 65 ημέρες στον Ευαγγελισμό με υψηλό πυρετό, που έφτανε στους 40 βαθμούς κελσίου. Έπαθε σηψαιμία….

Την συνέχεια διαβάστέ την: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=38151

4219881

  • Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε μετὰ τὴν θαυμαστὴ θεραπεία του π. Αὐγουστίνου Καντιώτου, ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Μαρίνης Ἡλιουπόλεως – Ἀθηνῶν, ὅπου ἐφημέρευε ὁ ἀείμνηστος φίλος του εὐλαβὴς καὶ πολύτεκνος ἱερεὺς π. Δημήτριος Παπαντώνης. Εἶνε Κυριακὴ 1η Νοεμβρίου 1964 καὶ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Ἀναργύρων. Θὰ μιλήσῃ ἐπὶ τῆς ἑορτῆς· καί, παρὰ τὴν περιπέτεια ποὺ πέρασε, φαίνεται ὅτι δὲν ἔχει ἐγκαταλείψει τὴν προσπάθεια ποὺ ἔχει ἀρχίσει ἀπὸ καιρό, νὰ καταπιάνεται δηλαδὴ μὲ τὰ ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα.

Των Αγίων Αναργύρων
1 Νοεμβρίου
Η ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΥΕΣΑΙ;

«Η αγαπη ου περπερευεται, ου φυσιουται»(Α΄ Κορ. 13,4)

Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, μία ἀσθένεια σοβαρὰ – τρομερά, μία ἀσθένεια ποὺ κάνει θραῦσι, ποὺ σαρώνει τὸν κόσμο. Ποιά εἶνε αὐτή; εἶνε ἡ φθίσις, εἶνε ὁ καρκίνος; Δὲν θέλω νὰ ὁμιλήσω γιὰ τὶς ἀσθένειες αὐτές. Γιατὶ ξέρω πόσο ὁ καθένας ἀπὸ ἡμᾶς ἀγαπάει τὴν ζωή του καὶ πόσο ἐνδιαφέρεται διὰ τὴν σωματικήν του ὑγεία· ξέρω πολὺ καλά, ὅτι μόλις παρουσιασθῇ κάποιο σπυράκι, κάποιος πυρετός, ἀμέσως ἀνησυχοῦμε καὶ τρέχουμε στὸ γιατρὸ καὶ ἀγοράζουμε φάρμακα καὶ ὑποβαλλόμεθα στὴν πιὸ αὐστηρὰ δίαιτα, γιὰ νὰ γίνωμε καλά.
Δὲν ὁμιλῶ λοιπὸν γιὰ ἀσθένεια σωματική, ὁμιλῶ γιὰ κάποια ἄλλη ἀσθένεια· κάποια ἀσθένεια ἡ ὁποία, ὅπως εἶπα, κάνει μεγάλη καταστροφὴ στὸν κόσμο. Εἶνε ψυχικὴ ἀσθένεια, εἶνε νόσημα πνευματικό. Θὰ ἔπρεπε ν᾽ ἀκοῦμε τὴν ἀσθένεια αὐτὴ καὶ νὰ τρέμουμε περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι τρέμουμε γιὰ σωματικὲς ἀσθένειες· καὶ ὅμως θὰ πῶ τ᾿ ὄνομά της καὶ κανεὶς ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θὰ ταραχθῇ. Τὸ ὄνομα τῆς ἀσθενείας αὐτῆς εἶνε ὑπερηφάνεια. Δὲν εἶνε ἀσθένεια αὐτή, δὲν εἶνε νόσος αὐτή, δὲν εἶνε καταστροφὴ αὐτή;
Περὶ αὐτῆς τῆς ἀσθενείας ὁμιλεῖ ἡ ἁγία Γραφή, περὶ αὐτῆς τῆς ἀσθενείας ὁμιλεῖ ὁ σημερινὸς ἀπόστολος, περὶ αὐτῆς ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος δίδει καὶ τὸ κατάλληλο φάρμακο διὰ τὴν θεραπείαν τῆς ἀσθενείας αὐτῆς.

* * *

Ἀλλὰ ἂς δοῦμε, γιὰ τί πράγματα ὑπερηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ὑπερηφανεύεται γιὰ διάφορα πράγματα εἰς τὸν κόσμον αὐτόν. Ὁ ἕνας λόγου χάριν ὑπερηφανεύεται γιὰ τὰ λεφτά. Αὐτὰ εἶνε σήμερα ὁ θεὸς τοῦ κόσμου. Ἅμα κανεὶς πιάσῃ λεφτά, ἀμέσως τὸν βλέπεις νὰ παρουσιάζῃ ἕνα φαινόμενο ὑπερηφάνου ἀνθρώπου· τὸν βλέπεις δηλαδή, αὐτὸν ποὺ καθότανε κάποτε σὲ μιὰ καλύβα, σὲ μιὰ παράγκα, νὰ θέλῃ νὰ καθίσῃ σὲ ἕνα τεράστιο οἰκοδόμημα, τὸν βλέπεις ν᾿ ἀγοράζῃ λιμουζῖνες, τὸν βλέπεις νὰ ντύνεται μὲ φανταχτερὰ ροῦχα, τὸν βλέπεις νὰ τρέχῃ δεξιὰ κι ἀριστερὰ νὰ ἐπιδεικνύεται στὸν κόσμον αὐτόν, νὰ ἐνδύεται «πορφύραν καὶ βύσσον», ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄφρων πλούσιος τοῦ εὐαγγελίου (Λουκ. 16,19).
Ὁ ἕνας λοιπὸν καυχιέται γιὰ τὰ λεφτὰ ποὺ ἔχει, γιὰ τὰς καταθέσεις, γιὰ τὰ αὐτοκίνητά του, γιὰ τὰ ἐργοστάσιά του, γιὰ τὶς καμινάδες του, γιὰ τὰ πλοῖα ποὺ πήκτωσε τὴ θάλασσα. Ὁ ἕνας λοιπὸν ὑπερηφανεύεται γιὰ τὰ χρήματά του. Ὁ ἄλλος δὲν ὑπερηφανεύεται γιὰ τὰ χρήματά του· ὑπερηφανεύεται, γιατὶ κατέχει κάποιο ἀξίωμα, διότι κατώρθωσε νὰ γίνῃ νομάρχης, νὰ γίνῃ ὑπουργός, νὰ γίνῃ πρωθυπουργός, ν᾿ ἀνεβῇ στὰ ὑψηλότερα σκαλοπάτια τῆς ἱεραρχίας τοῦ κράτους. Καὶ τὸν βλέπεις αὐτόν, ἐνῷ χθὲς ἦταν ἕνα τίποτα, ἐνῷ χθὲς παρακαλοῦσε γιὰ τὴν ψῆφο καὶ τοῦ τελευταίου ἀνθρώπου, τώρα τὸν βλέπεις νὰ κάθεται μέσα εἰς τὸ ὑπουργεῖο του καὶ νὰ βλέπῃ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους σὰν κουνούπια.
Ὁ ἄλλος δὲν ὑπερηφανεύεται οὔτε γιὰ χρήματα οὔτε γιὰ τὰ ἀξιώματα· ὑπερηφανεύεται γιὰ τὰ μπράτσα του, ὑπερηφανεύεται γιὰ τὶς γροθιές του, ὑπερηφανεύεται γιὰ τὴν δύναμί του. Τὸν βλέπεις τὸν ἄλλον τὸ νέο νὰ ὑπερηφανεύεται ἀκόμα –ποῦ καταντήσαμε!–, νὰ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὰ πόδια του· γιὰ τὰ πόδια του, ποὺ ἔχουν τὴ δύναμι νὰ δίνουν κλωτσιὲς μέσ᾿ στὸ γήπεδο, γιὰ τὰ πόδια του ποὺ τὰ ἐξαργυρώνει μὲ χρήματα πολλά· διότι ὑπάρχουν ἀνόητοι οἱ ὁποῖοι ἐξακολουθοῦν νὰ χειροκροτοῦν τοιούτους ἀνθρώπους. Καὶ τὸν βλέπεις νὰ καυχιέται καὶ νὰ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὴν δύναμί του τὴν ἀθλητική.
Καὶ ὁ ἄλλος πάλι καυχιέται, γιατὶ ἔχει σχέσεις μὲ μεγάλα πρόσωπα, διότι ἔχει συγγενεῖς καὶ φίλους ἰσχυροὺς μέσα εἰς τὰς διαφόρους θέσεις καὶ τὰ ὑπουργεῖα, καὶ μπορεῖ νὰ γίνῃ καὶ νὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει. Τὸν ἄλλον τὸν βλέπεις νὰ καυχιέται γιὰ τὴν ὑγεία του, τὸν ἄλλο νὰ καυχιέται γιὰ τὴν ὀμορφάδα του· νὰ πηγαίνῃ στὸν καθρέφτη καὶ νὰ λέγῃ ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Νάρκισσος, εἶνε ὁ ὡραιότερος τῶν ἀνθρώπων.
Γιὰ ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου, καὶ γιὰ ἄλλα ἀκόμα μπορεῖ νὰ καυχιέται ὁ ἄνθρωπος· ὁ ἄλλος καυχιέται γιὰ τὴ γυναῖκα του, ἡ ἄλλη καυχιέται γιὰ τὸν ἄνδρα της, ὁ ἄλλος γιὰ τὰ παιδιά του… Καὶ ἔτσι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος στὸν κόσμο, ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ μέσα εἰς τὴν καρδιά του τὸ μικρόβιον τῆς ὑπερηφανείας.
Καὶ δὲν καυχῶνται μόνο οἱ κοσμικοί, ἀλλὰ ἡ ψώρα αὐτὴ τῆς ὑπερηφανείας εἶνε καὶ εἰς τοὺς θρησκευτικοὺς ἀνθρώπους. Εἶνε ἄλλοι οἱ ὁποῖοι δὲν καυχῶνται γιὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα, ἀλλὰ καυχῶνται γιὰ τὰ πνευματικά. Εἶνε σὰν τὸν Φαρισαῖο ἐκεῖνο πού, ἐπειδὴ ἔκανε ἐλεημοσύνη, κ᾽ ἐπειδὴ ἔκανε προσευχές, κ᾽ ἐπειδὴ ἔκανε νηστεῖες, παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν Θεὸ κ᾽ ἐκαυχᾶτο, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἁγιώτερος ἀπὸ αὐτὸν στὸν κόσμο. Ἔτσι καὶ μερικοὶ καυχῶνται γιὰ τὶς νηστεῖες των, καυχῶνται γιὰ τὶς ἐλεημοσῦνες των, καυχῶνται γιὰ τὶς προσευχές των, καυχῶνται γιὰ τὴν θρησκευτικότητά τους.
Ὅλα αὐτά λοιπόν, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὰ εἴδη τῆς ὑπερηφανείας.
–Μά, εἶνε τόσο μεγάλο κακὸ ἡ ὑπερηφάνεια;
Εἶνε, ἀγαπητοί μου, μέγαλο κακὸ ἡ ὑπερηφάνεια. Γιατί; Εἶνε ἡ ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν. Γιά σκεφτῆτε, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια ἐγκρέμισε τοὺς ἀγγέλους ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τοὺς ἔκανε διαβόλους· διότι ὁ διάβολος ἤτανε ἕνας φωσ­φόρος, ἤτανε ἕνας λαμπρότατος ἄγγελος, ἕνας ἀρχάγγελος, καὶ τὸν ἐγκρέμισε ἀπὸ τὸν θρόνον του αὐτὴ ἡ ὑπερηφάνεια. Ἐγκρέμισε τοὺς ἀγγέλους ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἐγκρέμισε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα ἀπὸ τὸν παράδεισο, ἐγκρέμισε τόσους καὶ τόσους στὸν κόσμον αὐτόν. Καὶ αὐτὴ ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ποὺ κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ φθονοῦνται, νὰ ζηλεύωνται ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, καὶ νὰ γίνωνται τόσα κακὰ καὶ μέσ᾿ στὴν οἰκογένεια καὶ μέσ᾿ στὴν κοινωνία καὶ μέσα εἰς τὰ ἔθνη.
Μά, δὲν ὑπάρχει φάρμακο ἐναντίον τῆς ὑπερηφανείας; Φάρμακον; Νά, ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἰατρεῖον. Τὰ φάρμακα γιὰ τὶς ἀσθένειες τὶς σωματικὲς τὰ δίνουν τὰ νοσοκομεῖα. Ἐδῶ εἶνε τὸ ψυχικὸ ἰατρεῖο. Ἂς ἔρθῃ ὅποιος εἶνε ὑπερήφανος νὰ μπῇ. Καὶ ποιός δὲν εἶνε ὑπερήφανος; Ὅποιος πῇ ὅτι δὲν εἶνε, λέει ψέματα. Ταπεινὸς ἄνθρωπος εἶνε σπάνιο στὸν κόσμον τοῦτον. Ταπεινὸς ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει σήμερα. Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· Ὅταν δῶ ταπεινὸ ἄνθρωπο, μοῦ φαίνεται, ὅτι βλέπω ἄγγελο· καὶ ἅμα δῶ ὑπερήφανο ἄνθρωπο, φαντασμένον ἄνθρωπο ἢ γυναῖκα ἢ ἄντρα, νομίζω ὅτι βλέπω διάβολο μπροστά μου.
Λοιπόν, ὅποιος ἀπὸ ἐμᾶς ἔχει τὴν ὑπερηφάνεια –καὶ ποιός δὲν τὴν ἔχει, ἄντρας ἢ γυναίκα–, ὅποιος ὑπερηφανεύεται γιὰ τὰ ἐπίγεια πράγματα καὶ γιὰ τὰ πνευματικὰ πράγματα, ἂς ἔρθῃ ἐδῶ μέσα στὴν ἐκκλησία ν᾿ ἀκούσῃ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ δίνει τὸ φάρμακό του, τὴ συνταγή του. Ἐὰν τὴν ἀκούσωμε, θὰ βγάλωμε αὐτὴ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ ἔχουμε, τὴν ψώρα αὐτὴ ποὺ ἔχουμε μέσ᾿ στὴν καρδιά μας, καὶ θὰ γίνωμε πραγματικῶς ταπεινοὶ καὶ θὰ ἔχωμε τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ποιό εἶνε τὸ φάρμακο, ποὺ δίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Τί λέγει; Ἄνθρωπε, λέγει, ὅλα αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχεις, ὅλα αὐτὰ τὰ διανοητικὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχεις, ὅλα αὐτὰ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχεις, ὅ,τι ἔχεις, ὅ,τι ἔχεις, δὲν εἶνε δικό σου· ψέματα εἶνε αὐτό. Ἐὰν ἐξετάσῃς, ἐὰν φιλοσοφήσῃς, ἐὰν τ᾿ ἀναλύσῃς, ἐὰν τὰ μετρήσῃς, ἐὰν τὰ ζυγίσῃς, ἐὰν τὰ βάλῃς ἐπάνω στὴν πλάστιγγα διὰ τῆς λογικῆς καὶ διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, θὰ δῇς ὅτι ὅ,τι ἔχεις, ὅ,τι ἔχεις –τὸ τονίζω–, δὲν εἶνε δικό σου, εἶνε ξένο. Τίνος εἶνε; Τοῦ Θεοῦ εἶνε.
Καυχιέσαι γιὰ τὴν ὑγεία σου, διότι εἶσαι ὑγιής· γιατὶ ποτέ δὲν πῆγες στοὺς γιατρούς, ποτέ δὲν πῆγες στὰ νοσοκομεῖα, καὶ καυχιέσαι γιὰ τὰ μπράτσα σου, γιὰ τὶς γροθιές σου, γιὰ τὴ δύναμί σου· καὶ δὲν καταλαβαίνεις, ταλαίπωρε, ὅτι ἕνα μικρόβιο, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ δῇς μὲ τὸ μάτι σου, φτάνει νὰ σὲ ῥίξῃ στὸ κρεβάτι καὶ νὰ σὲ κάνῃ ἐρείπιο; δὲν καταλαβαίνεις, ὅτι μιὰ σταγόνα, μιὰ σταγόνα νὰ πέσῃ μέσα στὸν ἐγκέφαλο, νὰ σπάσῃ ἕνα ἀγγεῖο, θὰ γίνῃς παράλυτος καὶ δὲν θὰ μπορῇς νὰ μιλήσῃς; Δὲν καταλαβαίνεις, ὅτι ἡ ζωή σου εἶνε εὔθραυστος, σὰν τὸ γυαλὶ εἶνε εὔθραυστος καὶ ματαία, ὅπως εἶνε τὸ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ;
Λοιπόν, ἔλα ἐδῶ ἐσύ· γιατί καυχιέσαι; καυχιέσαι γιὰ τὰ λεφτά σου. Καὶ δὲν βλέπεις τί γίνεται εἰς τὸν κόσμον; καὶ δὲν βλέπεις, ὅτι μπορεῖ νὰ συμβῇ στὸ χρηματιστήριο μία κρίσις, μία κρίσις ἐμπορική, οἰκονομικὴ κρίσις, καὶ ξαφνικὰ νὰ δῇς τὰ χρήματα αὐτά, τὰ χιλιάρικα ποὺ κρατᾷς στὰ χέρια σου, τὰ χαρτονομίσματα ποὺ τά ᾿χεις μάτσο μπροστά σου σὰν πυραμίδες καὶ τὰ θαυμάζεις, δὲν καταλαβαίνεις, ὅτι μπορεῖ νὰ γίνουν μία μέρα πλατανόφυλλα καὶ νὰ μὴ μπορῇς ν᾿ ἀγοράσῃς οὔτε ἕνα κουτὶ σπίρτα; δὲν καταλαβαίνεις, ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶνε τόσον εὔθραυστα, τόσο μάταια. Εἴδαμε στὸν κόσμον αὐτόν, εἴδαμε πλουσίους κ᾽ ἑκατομμυριούχους, οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ ἦσαν πάμπλουτοι μέσ᾿ στὴ Μόσχα καὶ μέσ᾿ στὸ Λονδῖνο καὶ μέσ᾿ στὴ Νέα Ὑόρκη, τοὺς βλέπουμε νὰ πέφτουν, νὰ ζητιανεύουν καὶ νὰ πουλοῦν τσιγάρα στοὺς δρόμους. Δὲν καταλαβαίνεις, ὅτι τροχὸς εἶνε αὐτὴ ἡ ζωὴ καὶ τὰ ἄνω γίνονται κάτω; κι αὐτοὶ ποὺ εἶνε κάτω ἀνεβαίνουνε πάνω, καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶνε πάνω κατεβαίνουνε κάτω; Δὲν βλέπεις, ὅτι τὰ πάντα τρέχουν, τὰ πάντα εἶνε σκιὰ καὶ «ὀνείρων ἀπατηλότερα» εἶνε τὰ πράγματα ἀνθρώπινα; «πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ – Ἀκολ. εἰς κεκοιμ.).
Κ᾽ ἔλα λοιπόν, ἐσὺ ὁ ἄλλος, ποὺ καυχιέσαι γιὰ τὴν ὀμορφάδα σου καὶ πᾶς στὸν καθρέφτη καὶ κοιτάζεσαι. Δὲν πᾶς ἐδῶ κοντὰ στὸ νεκροταφεῖο νὰ μοῦ πῇς ποιές ἤτανε ὡραῖες καὶ ποιοί ἦταν οἱ ἄσχημοι καὶ ποιοί ἤτανε ὅλοι αὐτοί; Δὲν βλέπεις τὴ ματαιότητα ποὺ ὑπάρχει μέσ᾿ στὰ νεκροταφεῖα; Ἄντε νὰ ξεχωρίσωμε μέσα στὰ κόκκαλα ἐκεῖνα καὶ τὰ κρανία ποῦ εἶνε ἡ ὡραιότης καὶ ποῦ εἶνε ἡ ἀσχήμια καὶ ποῦ εἶνε τὸ κάλλος τὸ ἀνθρώπινο;
Κ᾽ ἔλα λοιπόν, ἐσὺ ὁ ἄλλος, ποὺ καυχιέσαι, γιατὶ ἔχεις σχέσι μὲ μεγάλα πρόσωπα, μὲ ἰσχυρούς, μὲ ὑπουργούς, ἔλα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία ν᾿ ἀκούσῃς τί λέει ὁ Δαυΐδ· «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 146,3)· ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ στηριχθῇς ἐπάνω σὲ πρόσωπα, διότι σήμερα εἶνε στὴν ἐξουσία καὶ αὔριο βρίσκονται στὰς φυλακὰς καὶ εἰς τὴν ἐκτέλεσι;
Κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄλλος, ποὺ καυχιέσαι γιὰ τὴ γνῶσι, γιὰ τὴν ἐπιστήμη, ὅτι τάχατες ξέρεις πολλὰ καὶ σπουδαῖα, καὶ πῆγες στὰ γυμνάσια καὶ πῆγες στὰ πανεπιστήμια κ᾽ ἔχεις γλῶσσες πολλές, δὲν βλέπεις τί εἶνε οἱ γνώσεις; Εἶνε μιὰ σταγόνα μέσα εἰς τὸν ὠκεανό. Ὁσονδήποτε νὰ προοδεύσῃ ὁ ἄνθρωπος, ὁσα]δήποτε γράμματα κι ἂν ξέρῃ, ὁσαδήποτε πανεπιστήμια κι ἂν τελειώσῃ, αὐτὸ ποὺ γνωρίζει εἶνε μία σταγόνα μπροστὰ στὸν ἀπέραντο ὠκεανό.
Καὶ δὲν σκέφτεσαι ἀκόμη κάτι ἄλλο; ὅτι αὐτὰ ποὺ γνωρίζεις, τὰ γνωρίζεις – γιατί τὰ γνωρίζεις; γιατί προώδευσε τόσο πολὺ ἡ ἀνθρωπότης; γιατί ἔφτειασε πυραύλους; γιατί ἀνέβηκε ψηλά; γιατί θὰ φτειάσῃ ἀεροδρόμια στὴ σελήνη καὶ στ᾿ ἄλλα ἀστέρια; Γιατί; Δὲν τὰ σκέπτεσαι! Βάλε ἕνα χιμπαντζῆ, βάλε ἕναν πίθηκο, βάλε μιὰ μαϊμοῦ ποὺ εἶνε τὸ εὐφυέστερο ζῷο, βάλ᾿ το στὰ θρανία, στὸ δημοτικὸ σχολεῖο· δέκα χρόνια νὰ καθίσῃ ἡ μαϊμοῦ καὶ νά ᾿χῃ τὸν καλύτερο δάσκαλο καὶ τὸν καλύτερο καθηγητή, δὲν μπορεῖ νὰ γράψῃ οὔτε τὸ Ἄλφα εἰς τὸν πίνακα. Γιατί; Δὲν ἔχει μυαλό. Τὸ μυαλὸ ποιός σ᾿ τό ᾽δωσε; Τὸ μυαλὸ ποὺ κάνει τὴ χημεία, τὸ μυαλὸ ποὺ κάνει τὴν ἐπιστήμη, τὸ μυαλὸ ποὺ κάνει τὴν τέχνη, τὸ μυαλὸ ποὺ φτειάνει ὅλα αὐτά, ποιός τό ᾽δωσε; Ἐρώτημα μεγάλο. Ρωτοῦμε τοὺς ἀπίστους, ρωτοῦμε τοὺς ἀθέους, γιατί ὁ χιμπαντζῆς καὶ τ᾿ ἄλλα ζῷα ποὺ ἔχουν περισσότερο μυαλό –ἂν πᾷς νὰ τοὺς ζυγίσῃς, θὰ βρῇς ὅτι ἔχουν περισσότερο μυαλό–, γιατί αὐτὰ δὲν φτειάνουν ἐπιστήμη; γιατί ζοῦνε ὅπως ζοῦνε; ποιός ἔδωσε τὸ μυαλὸ στὸν ἄνθρωπο; Ἀπαντῆστε, ἄθεοι. Τὸ μυαλὸ αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖο καυχιέται ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἔδωσε ὁ Θεός. Μιὰ σταγόνα νὰ πέσῃ μέσα εἰς τὸν ἐγκέφαλο, ἕνα ἀγγεῖο νὰ σπάσῃ, ὁ μεγαλύτερος σοφὸς γίνεται παράλυτος καὶ ἄλαλος καὶ δὲν μπορῇ οὔτε νὰ φάῃ.
Κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄλλος ποὺ καυχιέσαι ὄχι γιὰ λεφτά, ἀλλὰ καυχιέσαι γιὰ ἀρετές, δὲν ἔρχεσαι ἐδῶ εἰς τὴν ἐκκλησία νὰ δῇς ποιά εἶνε ἡ ἀρετή σου; ἡ προσευχή σου, ἡ νηστεία σου κ.λ.π.; ποιά εἶνε ἡ ἀρετή σου; Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχεις, εἶνε τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ἂν ἀφήσῃ ὁ Θεός, ἂν ἀφήσῃ ὁ Θεός, καὶ ὁ μεγαλύτερος ἅγιος, γίνεται ἁμαρτωλός –γιατὶ ἀπ᾿ τὸ Θεὸ εἶνε ὅλα–, μὰ καὶ ὁ μεγαλύτερος λῃστής, ὁ μεγαλύτερος λῃστής, γίνεται ὁ μεγαλύτερος ἅγιος σὲ μιὰ νύχτα, σὲ μιὰ στιγμή. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάγῃ. Γι᾿ αὐτὸ λέμε στὴν προσευχή μας, «μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 6,13).
Τώρα νομίζουμε πὼς εἴμεθα καλοὶ Χριστιανοί, ἀλλὰ δὲν ἦρθε ἀκόμα τὸ κόσκινο, δὲν ἦρθε ἀκόμα. Θὰ στείλῃ κόσκινο ὁ Θεός· καὶ ἅμα στείλῃ τὸ κόσκινο, θὰ δῇς ἀπὸ τοὺς χίλιους ποὺ τάχατες κάνουν τὸν ἅγιο, κάνουν τάχατες τὸν θρησκευτικό, ποὺ κοινωνοῦν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἂν ἔρθῃ τὸ κόσκινο κάτω νὰ μᾶς κοσκινίσῃ, ὅπως κοσκίνισε τὸν Πέτρο, θὰ ποῦμε «οὐκ οἶδα» (Ματθ. 26,72) τὸν Θεόν, δὲν γνωρίζω τὸν Θεό. Θὰ φύγωμε, θὰ ἀδειάσουνε οἱ ἐκκλησίες… Καὶ μπορεῖ λοιπὸν αὐτὸς ποὺ κάνει τὸν ἅγιο, νὰ κάνῃ τὸ μεγαλύτερον ἔγκλημα στὸν κόσμο· διότι ἅμα φύγῃ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ…
Δὲν ἔχουμε λοιπὸν τίποτα δικό μας· ὅλα εἶνε τοῦ Θεοῦ, ὅλα εἶνε τοῦ Θεοῦ· τὰ ὑλικά, τὰ διανοητικά, τὰ πνευματικά, τὰ πάντα. Ὅλα αὐτὰ πῶς τὰ ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐδῶ στὴν ἐπιστολή του; Χιλιάδες φιλόσοφοι νὰ μαζευτοῦνε, χιλιάδες φιλόσοφοι, δὲν γράφουν οὔτε ἕνα γράμμα· ἕνα γράμμα ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ εἶπε σήμερα ὁ ἀπόστολος δὲν τὰ φτειάνουνε. Τί λέγει λοιπὸν γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔχει ὁ ἄνθρωπος καὶ καυχιέται καὶ ὑπερηφανεύεται; πῶς τὰ ὀνομάζει; πῶς τὰ ὀνομάζει; «Χαρίσματα» εἶνε, «χαρίσματα» εἶνε. Χάρισμα εἶνε ἡ ὑγεία, χάρισμα ἡ τέχνη, χάρισμα ἡ ἐπιστήμη, χάρισμα οἱ ἰδιότητες, χάρισμα οἱ ἱκανότητες· χάρισμα εἶνε, δὲν εἶνε δικά σου πράγματα. Ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε καὶ ὁ Θεὸς θὰ ζητήσῃ ἀπὸ σένα λόγο γι᾽ αὐτά.
Ἀλλὰ λέγει ἀκόμα καὶ κάποιο ἄλλο φάρμακο ἰσχυρότερο. Τί λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Λέγει, ὅτι παραπάνω ἀπὸ αὐτὰ εἶνε κάτι ἄλλο. Γιατὶ ἐκεῖ στὴν ἐκκλησία, στὴν Κόρινθο ποὺ τὰ ἔγραψε αὐτὰ τὰ πράγματα, οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια εἴχανε χωριστῆ. Ἐκαυχῶντο ὁ ἕνας γιὰ τὴν ῥητορεία του, ὁ ἄλλος ἐκαυχᾶτο γιὰ τὸ ψάλσιμό του –ἔψαλλε ὡραῖα, σὰν καναρίνι, σὰν ἀηδόνι–, ὁ ἄλλος ἐκαυχᾶτο γιατὶ ἦταν δάσκαλος, ὁ ἄλλος ἐκαυχᾶτο διότι εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ λέγῃ προφητεῖες, καὶ ὁ ἄλλος ἐκαυχᾶτο γιατὶ ἔβγαζε δαιμόνια. Ἐκαυχῶντο ὅλοι καὶ μεταξύ τους εἶχαν μεγάλη διχόνοια. Τοὺς λέει· Παραπάνω ἀπὸ τὶς νηστεῖες –ἐδῶ νὰ προσέξωμε–, παραπάνω ἀπὸ τὶς προσευχές, παραπάνω ἀπὸ τὰ πλούτη, παραπάνω ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη, παραπάνω ἀπὸ τὴν προφητεία, παραπάνω ἀπὸ τὴν πίστι, παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα, κορυφαῖο εἶνε – ποιό; Τό ᾿χουμε; Δὲν τό ᾿χουμε!, κρίμα στὶς νηστεῖες μας, κρίμα στὶς προσευχές μας, κρίμα στὶς μετάνοιες, κρίμα στὴν ἐπιστήμη μας, κρίμα σ᾿ ὅλα. Μηδὲν ὁ κόσμος, «γῆς Μαδιὰμ» (Ἔξ. 4,19), «Ἁρμαγεδών» (Ἀπ. 16,17).
Ποιό εἶνε; Τό ᾿χουμε; Δὲν ἔχουμε μιὰ σταλαγματιά. Ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα νά ᾿χαμε ἕνα δράμι, ἕνα δράμι νὰ εἴχαμε, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μὴ ζηλεύετε, λέει, αὐτοὺς ποὺ ἔχουνε λεφτά, μὴ ζηλεύετε αὐτοὺς ποὺ ἔχουνε ἐπιστῆμες καὶ διπλώματα, μὴ ζηλεύετε αὐτοὺς ποὺ κάθονται μέσα στὰ μέγαρα καὶ στὰ παλάτια, μὴ ζηλεύετε αὐτοὺς ποὺ βάνουν γαλόνια, μὴν ζηλεύετε αὐτοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦνε κ.λπ.· ἕνα εἶνε τὸ σπουδαιότερον· ἂν τό ᾿χῃ ἡ ἀνθρωπότης… Ἔλα Χριστέ, ἔλα Χριστέ, ἔλα Χριστὲ στὸν κόσμο τοῦτο, νὰ ῥίψῃς μιὰ σταγόνα ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάλσαμο μέσ᾿ στὰ ἀντρόγυνα, μέσ᾿ στὰ σπίτια, μέσ᾽ στὶς κοινωνίες, μέσ᾽ τὴν ἀνθρωπότητα· ἅμα πέσῃ μιὰ σταγόνα μέσ᾿ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἄγγελοι γίνονται οἱ ἄνθρωποι, ἄγγελοι ποὺ περπατοῦν κάτω στὴ γῆ. Ποιό εἶνε αὐτό, ποὺ εἶνε παραπάνω –τὸ τονίζω– καὶ ἀπὸ τὶς προσευχὲς καὶ ἀπὸ τὶς νηστεῖες καὶ ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ ἀπ᾿ ὅλα; Εἶνε ἡ ἀγάπη, αὐτὸ εἶνε τὸ χάρισμα.
Δὲν σᾶς λέγω περισσότερα, ἀδέρφια μου. Ὅταν πᾶτε στὸ σπίτι, ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅπως σᾶς εἶπα καὶ ἄλλοτε, βάλτε φωτιὰ καὶ κάψτε τὰ περιοδικὰ τὰ αἰσχρά, τὶς ἐφημερίδες, καὶ μέσ᾿ στὸ σπίτι νὰ μπῇ τὸ Εὐαγγέλιο. Σημειώσατε· ἀνοῖξτε τὴν Πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ στὸ δέκατο τρίτον κεφάλαιο καὶ διαβάστε αὐτὴ τὴν περικοπὴ περὶ τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὸ ἀντρόγυνο, αὐτὴ τὴν ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὰ παιδιά, αὐτὴ τὴν ἀγάπη ποὺ κάνει μπετὸν ἀρμὲ τὴν κοινωνία, αὐτὴν τὴν ἀγάπη ποὺ εἶνε οὐρανὸς καὶ παράδεισος. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη ἦρθε ὁ Χριστὸς νὰ φέρῃ στὸν κόσμο, αὐτὴ τὴν ἀγάπη κηρύττουν σήμερα – ποιοί τὴν κηρύττουν; Καὶ οἱ δυὸ ἅγιοι ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα· αὐτὴ τὴν ἀγάπη κήρυξαν.
Οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι τί εἴχανε; Εἴχανε χαρίσματα. Τί εἴχανε; ὀμορφιὰ εἴχανε, νέοι ἤτανε, ἀπὸ τὴν καλύτερη οἰκογένεια τῆς Ῥώμης κατήγοντο, λεφτὰ εἴχανε· καὶ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα εἴχανε ἐπιστήμη, ἐπιστήμονες ἤτανε, γιατροὶ ἤτανε. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα τί εἴχανε; εἶχαν τὴν ἀγάπη. Κ᾽ ἐπειδὴ εἶχαν τὴν ἀγάπη, δὲν ἐξασκούσαν τὴν ἰατρικὴ ὡς ἐπάγγελμα, δὲν «γδύνανε» τοὺς φτωχούς, δὲν τρέχανε πρὸς ἐκμετάλλευσιν· ἀλλὰ τὰ χαρίσματα ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός, καὶ τὰ χρήματά τους καὶ τὴ νιότη τους καὶ ὅλα, λιβάνι τὰ κάνανε. Ὅπως τὸ λιβάνι τὸ ῥίπτεις μέσ᾿ στὸ θυμιατήριο καὶ καίγεται, ἔτσι καὶ αὐτοὶ τὰ λεφτά τους, τὴ νιότη τους, τὰ χρήματά τους, τὴν τέχνη τους, τὴν ἐπιστήμη τους, τὰ κάνανε λιβάνι, νὰ καῇ μπροστὰ στὸ Χριστό, νὰ γίνῃ εὐωδία πρὸς τὸν Χριστό.
Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς· ὅ,τι χάρισμα ἔχουμε, εἴτε ὀμορφάδα εἴτε ἱκανότητα εἴτε χρήματα εἴτε τέχνη, νὰ μὴν τὰ ἔχωμε πρὸς ἐκμετάλλευσιν, νὰ ἐκμεταλλευώμαστε τοὺς ἄλλους καὶ νὰ τεντώνουμε καὶ νὰ θεωροῦμε τοὺς ἄλλους κουνούπια· ἀλλὰ ὅλα νὰ τὰ θέσωμε εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ πλησίον μας, ὅλα εἰς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, γιὰ νὰ λατρεύεται, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων Ἀναργύρων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 103β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.