Αυγουστίνος Καντιώτης



Φιλαργυρια με την προφασι της φιλανθρωπιας [Κυριακὴ Βαϊων (Ιω. 12,4-5]

date Απρ 16th, 2022 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Εὐαγγέλια
58. Τῶν Βαΐων (Ἰω. 12,1-18)
1971 Φιλαργυρία μὲ τὴν πρόφασι φιλανθρωπίας – στ. 4-5

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΘ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2459

Κυριακὴ τῶν Βαΐων (Ἰω. 12,1-18)
17 Ἀπριλίου 2022 πρωὶ
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Φιλαργυρια με την προφασι φιλανθρωπιας

«Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαρι­ώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· Διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;» (Ἰω. 12,4-5)

Εstayr. η xrιmΣήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ἡμέρα χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως, προ­ανάκρουσμα τοῦ μεγάλου θριάμβου τοῦ Κυρί­­ου ποὺ θὰ ἠχήσῃ τὴ νύχτα τοῦ Πάσχα.
Σήμερα χαίρει ὁ λαός, ποὺ βγῆκε σὲ μία πρω­τοφανῆ διαδήλωσι ἀνοργάνωτη, αὐ­θόρμητη, πηγαία. Μὲ ἀκράτητο ἐνθουσι­ασμὸ τὰ πλήθη, ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῆ στὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραὴλ γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ πάσχα, προϋπαν­τοῦν τὸν Ἰησοῦ. Κρατοῦν βάγια καὶ κλαδιὰ ἐ­λιᾶς, στρώνουν τοὺς δρόμους ὄχι μὲ τάπητες ἀλ­λὰ μὲ τὰ ῥοῦχα τους, καὶ ζητωκραυγάζουν μὲ φωνὴ ποὺ φτάνει ὣς τὸν οὐράνια «Ὡ­σαννά… εὐλογη­μένος ὁ ἐρχό­μενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσρα­ήλ» (Ψαλμ. 117,26· Ἰω. 12,13).

Χαίρονται ὅλοι· οἱ γυναῖκες, οἱ ἄντρες, οἱ ἀ­σπρομάλληδες γέροντες, τὰ παιδιά· προ­παν­τὸς αὐτά. Τὰ ἁγνὰ νήπια, μὲ τὴν ἀλάνθαστη κε­ραία τῆς ψυχῆς τους, συλλαμβάνουν τὸ μήνυμα τοῦ Ναζωραίου. Καὶ ψάλλουν καὶ πάλι ψάλλουν, καὶ δὲν σταματοῦν περικυκλώ­νον­τας τὸν Χριστό, ποὺ δὲν κάθεται σὲ ἅρμα, ὅ­πως οἱ βασιλεῖς καὶ στρατηλάτες, ἀλλὰ «ἔρ­χεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου» (Ἰω. 12,15· βλ. Ζαχ. 9,9), ἐπάνω σ᾽ ἕνα ταπεινὸ γαϊδουράκι.
Ὅλοι εἶνε χαρούμενοι σήμερα, ἕνας μόνο φαίνεται λυπημένος. Ποιός; Εἶνε ἕνας ποὺ ὁ Χριστός μας τὸν διάλεξε νὰ γίνῃ καὶ αὐ­τὸς δᾳ­δοῦχος – πυρφόρος τῆς νέας πίστεως, νὰ εἶ­νε ἀπόστολος τοῦ μηνύματος τῆς σωτηρί­ας. Εἶνε –ποιός θὰ τὸ πίστευε– ὁ Ἰούδας! Σκυθρωπὴ ἡ ὄψι του, σκοτεινὴ ἡ μορφή του.
Εἰς μάτην οἱ ψυχο­λόγοι θὰ προσπαθοῦν νὰ λύσουν τὸ αἴνι­γ­μα, τὸ μυστήριο ποὺ κλείνει ἡ ἄ­βυσσος τῆς ψυχῆς του. Μόνη ἐξήγησι τῆς συμπεριφορᾶς του εἶνε αὐτὸ ποὺ λέει ἡ ἁ­γία μας Ἐκκλησία σὲ ἕνα τροπάριο τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης· «Σήμερον ὁ Ἰού­δας κα­ταλιμπάνει τὸν διδάσκαλον καὶ παραλαμβάνει τὸν διάβολον· τυφλοῦται τῷ πάθει τῆς φιλαρ­γυρίας· ἐκπίπτει τοῦ φωτὸς ὁ ἐσκοτισμένος» (Μ. Παρ. ὄρθρ., δ΄ ἀντίφ.). Φρικτὴ ἡ διαφθορὰ τοῦ χαρακτῆρος ποὺ ἐπιφέρει ἡ φιλαργυρία.
Αὐτὸς λοιπὸν εἶνε ὁ λυπημένος. Τὸ πάθος τὸν ἀλλοίωσε, ψύχρανε τὴν ἀγάπη του στὸν Διδάσκαλο καὶ τοὺς ἀδελφοὺς – συμμαθητάς. Ἀποστασιοποιήθηκε, ἔπαψε νὰ μετέχῃ πνευμα­τικὰ στὴ ζωὴ τοῦ ἀποστολικοῦ ὁμίλου. Ψυχικῶς ἀπεκόπη ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς ζωῆς. Ἀνήκει πλέον σ᾽ ἐκείνους ποὺ συνθέτουν τὸ δρᾶ­μα τοῦ Ναζωραίου.
* * *
Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου, τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ἰω. 12,1-18); Διηγεῖται ἕνα μικρὸ ἐπεισόδιο χαρακτηριστικὸ τῆς ψυχολογίας τοῦ Ἰούδα. Τὸ ἐπεισόδιο συνέβη σὰν χθὲς στὴ Βηθανία, τὸ ὡραῖο προ­άστιο ποὺ ἀπέχει τρία τέταρτα τῆς ὥρας ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα. Ἐκεῖ λοι­πὸν ἦρθε ὁ Χριστός μας ἕξι μέρες πρὶν ἀ­πὸ τὸ πάσχα.
Στὴ Βηθανία ἔμενε μία ἁγία οἰκογένεια, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ τρία πρόσωπα, δύο ἀ­δελ­φὲς ὀρφανὲς καὶ ἕναν ἀδελφὸ προστάτη τους. Ἡ μία λεγόταν Μάρθα, ἡ ἄλλη Μαρία, καὶ ὁ ἀδελφός τους ἦταν ὁ Λάζαρος, ἐκεῖνος ποὺ ὁ παντοκρατορικὸς λόγος τοῦ Χριστοῦ τὸν ἀνέστησε «τεταρταῖον» ἀπὸ τὸ μνημεῖο μὲ τὴν κραυγὴ «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,39,43).
Μόλις μπῆκε ὁ Χριστὸς σ᾽ αὐτὸ τὸ σπίτι τὰ πρόσωπά τους ἔλαμψαν ἀπὸ χα­ρά. Ἐκδηλώνουν ὅμως τὰ αἰσθήματά τους κατὰ διαφορε­τικὸ τρόπο. Ἡ Μάρθα, ποὺ ἐκ­φράζει ἕνα ῥεαλισμό, πηγαίνει ἀμέσως στὴν κουζίνα, γιὰ νὰ ἑτοιμάσῃ ἐκλεκτὸ φαγητό· ἡ Μαρία, ποὺ ἀρέσκεται στὸν θεωρητικὸ βίο, μένει κοντά του. Ἔχει δαπανήσει ἀρκετὰ γιὰ ν᾽ ἀγοράσῃ μία λί­τρα (περίπου 300 σημερινὰ γραμμάρια) (Κ. Σιαμάκη, Σύντομο Λεξικὸ τῆς Κ. Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 20127, σ. 51) μύρο ἀπὸ ἀ­ρωματικὴ ῥευστὴ νάρδο (Ἰω. 12,3) καὶ μ᾽ αὐτὸ σκύβει τώρα καὶ ἀλείφει τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ –τὰ πόδια ἐκεῖνα ποὺ σὲ λίγες μέρες θὰ κάρφωναν στὸ σταυρὸ οἱ ἀχάριστοι Ἰουδαῖοι– καὶ τὰ σφουγγίζει κάνοντας πετσέττα τὰ μαλλιά της.
Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἡ Μαρία ἐκδηλώνει ἔτσι τὰ αἰσθήμα­τά της, ὁ Ἰσκαριώτης, ποὺ παρευρίσκεται στὴ σκηνή, ἐκφράζει διαφωνία. Ἀπευθύνεται ὄχι στὸ Χριστό –ἐκεῖνον δὲν τολμᾷ νὰ τὸν δῇ κατὰ πρόσωπον–, ἀλλὰ στὴ Μαρία, καὶ ῥωτάει· –Γιατί νὰ γίνῃ αὐτὴ ἡ ἄσκοπη δαπάνη καὶ νὰ μὴ δοθῇ τὸ ποσὸ γιὰ τοὺς φτωχούς; Μ᾽ αὐ­τὰ ποὺ εἶπε κατηγοροῦσε καὶ τοὺς δύο· τὴ Μαρία γιατὶ ἔ­κανε μιὰ σπατάλη, καὶ τὸ Χριστὸ ἐμμέσως γιατὶ δέχτηκε μιὰ τέτοια σπατάλη.
Ἐνδιαφέρεται ἆραγε γιὰ τοὺς φτω­χοὺς ὁ Ἰ­ούδας; Κάθε ἄλλο. Τὸ λέει σαφῶς τὸ εὐαγγέλιο· «κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν» (Ἰω. 12, 6). Ἦταν ὁ ταμί­ας τῆς ἱερᾶς ὁμάδος τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅ,τι χρή­­ματα ἔδινε ὁ λαὸς τὰ κρατοῦσε αὐτός· ἀπὸ αὐ­τὰ ἕνα μέρος πήγαινε γιὰ τὴ συντήρησι τοῦ ὁμίλου κατὰ τὸ σύστημα ἀκτημοσύνης –ποὺ πρῶτος στὴν ἱστορία εἰσήγαγε ὁ Ἰησοῦς–, καὶ τὰ ὑπόλοιπα πήγαιναν γιὰ τοὺς φτω­χούς. Ἤ­θελε λοιπὸν καὶ τὸ ποσὸ αὐτὸ νὰ περάσῃ ἀπὸ τὰ χέρια του, γιὰ νὰ τὸ «φορολο­γήσῃ». Πίσω ἀ­πὸ τὴ φαινομενικὴ φιλανθρωπία κρυβόταν ἡ ἐπιθυμία ἐκμεταλλεύσεως τῶν χρημάτων.
Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἀναλαμβάνει τὴν ὑπερ­άσπισι τῆς Μαρίας καὶ ἀπαντᾷ. Μὲ λεπτότητα ἀπευθύνεται στὸν Ἰούδα καὶ λέει· «Ἄφες αὐ­τήν…»· Ἰούδα, μὴν τὴν ἐνοχλεῖς (Ἰω. 12,7). Δὲν εἶ­νε αὐτὸ σπατάλη. Τοὺς φτω­χοὺς τοὺς ἔχετε πάντα δίπλα σας καὶ μπορεῖ­τε νὰ τοὺς δείχνετε τὴν ἀγάπη σας· ἐγὼ λίγο ἀκόμη θά ᾽μαι μαζί σας. Φεύγω, στὸ τέλος τῆς ἑ­βδο­μά­δος θὰ μὲ δῆτε νεκρό· καὶ τοὺς νεκροὺς τοὺς ἀλείφουν μὲ μύρα. Ἡ Μαρία λοιπὸν πρόφθασε καὶ μὲ μύρωσε γιὰ τὴν ταφή μου. Ἄσ᾽ την, «ἔρ­γον καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ» (Ματθ. 26,10).
Τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ἔδειξε ἕνα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ψυχῆς τοῦ Ἰούδα.
* * *
Ἀγαπητοί μου, ἕνα μόνο θέλω νὰ τονίσω. Ὁ Ἰούδας δυστυχῶς δὲν ἐξέλιπε. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν Ἰοῦδες, ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴ σοβαρὴ νόσο καὶ τὸ φοβερὸ δαιμόνιο τῆς φιλαργυρίας, τὸ ὁποῖο κάνει τοὺς φιλαργύρους νὰ μὴ δίνουν οὔτε «νερὸ στὸν ἄγγελό τους».
Οἱ ἴδιοι αὐτοὶ ἐν τούτοις κάποτε ἄλλοτε κά­νουν τὸν …φιλάνθρωπο. Πότε; Ὅταν δοῦν τὸν φτωχὸ εὐσεβῆ λαὸ ν᾽ ἀφιερώνῃ κάτι στὸ Θεό, νὰ προσφέρῃ λίγα χρή­ματα γιὰ τὸ Χριστό· π.χ. νὰ ἁγιογραφῇ μιὰ εἰκόνα ἢ ν᾽ ἀφιερώνῃ ἕνα ἱερὸ σκεῦ­ος στὸ ναό, ὅταν δοῦν τὴ φτω­χὴ γυναῖκα νὰ φέρνῃ στὴν Παναγία μιὰ κανδήλα, ὅταν δοῦν τὸν φτωχὸ τὸν ἐργάτη ν᾽ ἀνάβῃ μιὰ λαμ­πάδα· ὅταν δοῦν τοὺς ταπεινοὺς ἐν­ορῖτες νὰ δίνουν ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους γιὰ τὴν ἀνέγερσι ἢ τὴν ἀνακαίνισι ἢ τὴν ἀποπεράτωσι ἢ τὸν ἐξωραϊσμὸ τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ τους. Ὤ τί φωνὲς σηκώνουν τότε! Νομίζεις πὼς ἀκοῦς νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὸ ἐρώτημα τοῦ Ἰσκαριώτου· «Διατί τοῦ­το τὸ μύρον οὐκ ἐ­πράθη τριακοσίων δηναρί­ων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;». Θέλουν λοιπὸν αὐ­τοί, ποὺ οἱ ἴδιοι δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία καὶ δὲν δίνουν φράγ­κο γιὰ τὶς ἀνάγκες της, ὁ ναὸς νὰ εἶνε χωρὶς εἰ­κονίσματα, χωρὶς πολυελέους, χωρὶς στασίδια…; Ποιοί; Αὐτοὶ ποὺ ἄφησαν τὶς καλύβες τῶν γονέων τους, ὅπου γεννήθηκαν καὶ μεγά­λωσαν, καὶ ἔχτισαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους σπί­τια καὶ μέγαρα ἄνετα, μὲ ὅλο τὸν σύγχρονο ἐξοπλισμό· αὐτοί, θέλουν τὸ μὲν «σπιτάκι» τους νὰ λάμπῃ, μὰ ἡ ἐκκλησία νά ᾽νε ἀχούρι.
Ὄχι, κύριοι, Ἰοῦδες τῆς ἐποχῆς, ποὺ κόπτε­σθε τάχα ὑπὲρ τῶν φτωχῶν. Ἀγαπᾶμε τοὺς φτωχοὺς καὶ δαπανοῦμε γι᾽ αὐτούς· ἀλλὰ συγ­χρόνως θὰ δαπανήσουμε καὶ γιὰ νὰ προσφέρουμε «τὸ μύρον» στὸν Κύριο· γιατὶ πρέπει καὶ τὸ σαλόνι τοῦ Χριστοῦ μας νὰ εἶνε εὐτρεπισμένο, νὰ λάμπῃ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπὸ τὰ σπίτια μας· διότι ἐκεῖ εἶνε καὶ ἐκεῖ λατρεύεται ὁ Βασιλεύς μας.
Ἀλλά, εὐτυχῶς, δὲν εἶνε ὅλοι Ἰοῦδες. Ὑ­πάρ­χουν καὶ ἐκλεκτὲς ψυχές, ποὺ συνεχίζουν, στὸν αἰῶνα αὐτὸν τῆς ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς, τὸ ἔργο τῆς Μαρίας. Εἶνε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὅτι τὶς λαμπρὲς ἐκκλησιὲς τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τῶν Πατρῶν, τῶν Ἀθηνῶν καὶ τοῦ Πειραιῶς καὶ τῶν ἄλλων πόλεων καὶ κωμοπόλεων, δὲν τὶς ἔχτισαν Ὠ­νάσηδες καὶ Νιάρχοι, τὶς ἔχτισαν φτωχοί. Στὴ ῾Ρωσία τοὺς ναοὺς τοὺς ἔκτισαν τσάροι, ἀλλὰ ἐδῶ τοὺς ἔχτισε ὁ εὐσεβὴς λαός· οἱ ἀγρότες, οἱ ἐργάτες, οἱ χῆρες, τὰ ὀρφανά, ὁ πονεμένος λαός μας ἀπὸ τὸ ὑστέρημά του. Αὐτὸς ὁ λαὸς προσφέρει τὰ μύρα στὸ Χριστό, καὶ ἂς φωνάζουν οἱ Ἰοῦδες «Διατί τοῦ­το τὸ μύρον οὐκ ἐ­πράθη …καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;».
Καὶ τοὺς φτωχοὺς θὰ κοιτάξουμε· ἀλλὰ θὰ φροντίσουμε καὶ κάθε ναός μας νὰ εἶνε πρὸς δόξαν Πατρὸς Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος, καὶ νὰ διαλαλῇ· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν παλαιὸ ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 11-4-1971 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 22-3-2022.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.