Αυγουστίνος Καντιώτης



Πρoκλος Κωνσταντινουπoλεως, Λoγος Η, Εις την μεταμορφωσιν του Κυριου και Θεου και Σωτηρος ημων Ἰησου Χριστου

Πρoκλος Κωνσταντινουπoλεως, Λoγος Η΄,

Εἰς τὴν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

Α΄. Ἐμπρός, ἀγαπητοί, καὶ σήμερα νὰ προσεγγίσουμε τοὺς εὐαγγελικοὺς θησαυρούς, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἀντλήσουμε πλοῦτο ποὺ ἄφθονα παρέχεται, καὶ καθόλου καὶ οὐδέποτε δὲν τελειώνει. Δεῦτε καὶ πάλι νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν πάνσοφο Λουκᾶ ποὺ πολὺ καλὰ μᾶς ὁδηγεῖ, γιὰ νὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ σὲ ψηλὸ βουνὸ νὰ ἀνεβαίνη, καὶ νὰ παίρνη ὡς μάρτυρες τῆς θείας μεταμορφώσεως τὸν Πέτρο, καὶ Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη. Διότι ἀφοῦ παρέλαβε, λέγει, τοὺς γύρω ἀπὸ τὸν Πέτρο ἀνῆλθε ὁ Δεσπότης σὲ ὄρος ὑψηλό (Μθ 17,1). Ὄρος ὑψηλὸ στὸ ὁποῖο ὁ Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας συνομιλοῦσαν μὲ τὸν Χριστό (Λκ 9,29). Ὄρος ὑψηλὸ στὸ ὁποῖο νόμος καὶ προφῆτες συνομιλοῦσαν μὲ τὴν Χάρι.

Ὄρος ὑψηλὸ στὸ ὁποῖο ὁ Μωϋσῆς, αὐτὸς ποὺ σφαγίασε τὸν ἀμνὸ τοῦ πάσχα, καὶ μὲ τὸ αἷμα του ράντισε τὶς φλοιὲς τῶν Ἑβραίων. Ὄρος ὑψηλὸ στὸ ὁποῖο ὁ Ἠλίας ποὺ κοντὰ σὲ ἐκείνους, ἀφοῦ μέλισε τὸ βόδι, καὶ τὴν θυσία μὲ νερὸ τὴν τελείωσε μὲ φωτιά. Ὄρος ὑψηλὸ στὸ ὁποῖο ὁ Μωϋσῆς ἄνοιξε καὶ ἔκλεισε τὸ σύστημα τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. Ὄρος ὑψηλὸ στὸ ὁποῖο ὁ Ἠλίας ἔκλεισε καὶ ἄνοιξε τὰ βρόχινα νερά. Ὄρος ὑψηλὸ στὸ ὁποῖο, ἔπρεπε νὰ μάθουν οἱ γύρω ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ Ἰωάννη καὶ Ἰάκωβο, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο «πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλιπ. 2,10). Βέβαια τρεῖς μόνον, ἀφοῦ παρέλαβε, ἀνῆλθε ὁ Δεσπότης στὸ ὄρος. Δὲν τοὺς πῆρε ὅλους, δὲν τοὺς ἄφησε ὅλους. Δὲν ἀπέκλεισε τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν δόξα, οὔτε τοὺς ἔκρινε εὐτελέστερους, οὔτε τοὺς ἐννέα στενοχώρησε. Διότι ὄντας Δίκαιος κανονίζει τὰ πάντα μὲ δίκαιο τρόπο. Ἴσους τοὺς λογάριαζε ὅλους, καὶ αὐτοὺς ποὺ ἕνωσε, δὲν τοὺς χώριζε ἀπὸ τὴν μεταξύ τους ἀγάπη. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἦταν ἀνάξιος τοῦ θείου θεάματος καὶ τῆς φοβερῆς ἐκείνης ὀπτασίας αὐτός, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνη προδότης, γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἀφήνει καὶ τοὺς ἄλλους, ὥστε ἐκεῖνος μένοντας μόνος νὰ μὴν μπορεῖ ἀργότερα νὰ παραπονιέται. Καὶ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο ἦταν ἀρκετὸ ὅτι ἐξασφάλισε τρεῖς μάρτυρες τῆς μεταμορφώσεώς του, μεταφέροντας καὶ στοὺς ἄλλους τὰ ὅσα μέσα ἀπὸ τὴν ψυχὴ ζοῦσαν. Ἐξ ἄλλου αὐτὸς εἶπε· «Φύλαξον αὐτούς, Πάτερ δίκαιε, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἓν ὦσι, καθὼς καὶ ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (Ἰω. 17,11). Διότι βλέποντας ὁ Ἰούδας στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους τὸν Ἀνδρέα, Θωμᾶν, Φίλιππον, καὶ τοὺς ἄλλους νὰ βρίσκονται μαζί του, οὔτε νὰ γογγύζουν, οὔτε νὰ ἀγανακτοῦν, οὔτε νὰ παραπονιοῦνται, ἀλλὰ νὰ χαίρωνται καὶ νὰ ἀποδέχωνται κοινὴ τὴν ἄνωθεν χάρι καὶ νὰ συμφωνοῦν μὲ τοὺς ἀπόντες, αὐτὸς βρισκόταν τελείως ἀναπολόγητος, καθὼς καμμιὰ φορὰ ἀπὸ τὰ θαύματα δὲν ἀποκλείσθηκε. Τοῦ ἐμπιστεύθηκαν καὶ τὸ ταμεῖο, καὶ χωρὶς λόγο παραπονέθηκε γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ μύρου τῆς γυναικός, ποὺ ἅλειψε τὸν Κύριο, καὶ τὸν διδάσκαλο χωρὶς δισταγμὸ πρόδοσε στοὺς ἐχθρούς.

Β΄. Καὶ τί λέγει; «Καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας συλλαλοῦντες αὐτῷ» (Μθ 17,2.3). Ἀλλ’ ὁ Πέτρος, ὅπως πάντα αὐθόρμητος, ὅταν εἶδε μὲ τὰ μάτια τῆς διανοίας, αὐτοὺς ποὺ ποτὲ δὲν ἀντίκρυσε, νὰ συνομιλοῦν μὲ αὐτὸν, δὲν μείωσε καθόλου τὸ θαῦμα, οὔτε καὶ παρατήρησε τὸ παράδοξο ἀπὸ τὴν θεία ἔλλαμψι, καλὸν ὅμως ὀνόμαζε τὸν ἔρημο τόπο, καὶ γινόταν ἀπὸ ψαρᾶς σκηνοποιός, λέγοντας στὸν Σωτήρα· «Ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς· μίαν σοί, καὶ μίαν Ἠλίᾳ, καὶ μίαν Μωϋσῇ· οὐκ εἰδώς, ὃ λέγει». Πολὺ σωστὰ δίνει λόγο ὁ πάνσοφος Λουκᾶς, σημειώνοντας τό· «οὐκ εἰδώς, ὃ λέγει». Ἀλλὰ ἐσὺ Πέτρε, κορυφαῖε τῶν μαθητῶν, καὶ μπροστάρη τῶν ἀποστόλων, γιατὶ θέλεις νὰ καμαρώνης μὲ ταπεινὲς ἔννοιες, καὶ μὲ ἀνθρώπινους λογισμοὺς νὰ προσβάλης τὰ θεῖα; Καὶ λέγοντας νὰ στήσετε τρεῖς σκηνὲς στὴν ἔρημο, μειώνειςτὸν Δεσπότη, καὶ τὸν ὁρίζεις ὁμότιμο μὲ τοὺς δούλους, καὶ βιάζεσαι νὰ οἰκοδομηθοῦν, μία σκηνὴ γιὰ τὸν Χριστό, καὶ παρόμοιες γιὰ τοὺς δύο; Μὴπως τάχα συνελήφθη ὁ Μωϋσῆς ὅπως ὁ Χριστὸς ἐξ ἁγίου Πνεύματος; Μήπως γέννησε τὸν Ἠλία παρθένος μητέρα, ὅπως τὸν Χριστὸ ἡ παρθένος Μαρία; Μήπως ἔμβρυο μέσα ἀπὸ τὴν μήτρα ἀναγνώρισε τὸν Μωϋσῆ, ὅπως τὸν Χριστὸς ὁ πρόδρομος; Μήπως ὁ οὐρανὸς ανήγγειλε τὴν γέννησι τοῦ Ἠλία, ἢ μάγοι προσκύνησαν τὰ σπάργανατοῦ Μωϋσῆ; Μήπως ὁ Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας ἔκαναν τόσα καὶ τέτοια θαύματα; Ἢ ἔδιωξαν λεγεῶνες δαιμόνων ἀπὸ ἀνθρώπους ἢ ἔδιωξαν πνεύματα ἀπὸ ἀνθρώπινα σπήλαια; Ὁ Μωϋσῆς κάποτε πιεζόμενος, μὲ τὴν ράβδο ἀφοῦ κτύπησε, διέσχισε τὸ πέλαγος, ὁ δάσκαλός σου Ἰησοῦς πορεύθηκε πάνω στὴν θάλασσα, καὶ γιὰ χάρι σου ἔκανε βατὸ τὸν βυθό. Ὁ Ἠλίας μετὰ ἀπὸ ἱκεσία πλήθυνε τὸ ἀλεύρι τῆς χήρας, καὶ ἀνέστησε τὸν υἱό της ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἀπὸ τοὺς ψαράδες σὲ δέχθηκε μαθητή, μὲ λίγους ἄρτους χόρτασε χιλιάδες, καὶ τὸν ᾅδην συνάντησε καὶ λεηλάτησε, καὶ ἅρπαξε ὅσους ἀπὸ αἰῶνες βρίσκονταν ἐκεῖ. Μὴ λοιπὸν λέγεις, Πέτρε· «Ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς», οὔτε «Καλὸν ἡμᾶς τὸ ὧδε εἶναι». Τίποτε τὸ ἀνθρώπινο, οὔτε ταπεινό, οὔτε γήϊνο, οὔτε χαμερπές. «Τὰ ἄνω φρόνει, τὰ ἄνω ζήτει, μὴ τὰ ἐπὶ γῆς», ὅπως διδάσκει ὁ Παῦλος. Διότι πῶς εἶναι καλὸν τὸ νὰ εἴμαστε ἐδῶ, ὅπου τὸ φίδι ἀπάτησε καὶ ἔβλαψε τὸν πρωτόπλαστο, καὶ ἔκλεισε τὸν παράδεισο; Καὶ ἀκούσαμε ὅτι πρέπει νὰ τρῶμε τὸν ἄρτον μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου. Ὅπου μάθαμε ἐξ αἰτίας τοῦ Κάϊν νὰ στενάζωμε καὶ νὰ τρέμωμε πάνω στὴν γῆ. Ὅπου δὲν εἶναι τίποτε σταθερό, ὅπου πάντα εἶναι σκιά, ὅπου τὰ πάντα θὰ παρέλθουν σὲ μία στιγμή; Πῶς λοιπὸν εἶναι καλὸν νὰ εἴμαστε ἐδῶ; Ἐὰν ἐδῶ μᾶς ἄφηνε ὁ Χριστός, γιὰ ποιὸ λόγο ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβηκε; Ἐὰν ἐδῶ μᾶς ἄφηνε ὁ Χριστός, γιὰ ποιὸ λόγο πῆρε ἀπὸ μᾶς σάρκα καὶ αἷμα; Ἐὰν ἐδῶ μᾶς ἄφηνε ὁ Χριστός, γιατὶ ἔκανε συγκατάβασι χάριν τοῦ πεσμένου, καὶ αὐτὸν τὸν σήκωσε; Ἐὰν εἶναι καλὸν νὰ εἴμαστε ἐδῶ, μάταια ὀνομάσθηκες κλειδοῦχος τῶν οὐρανῶν. Διότι ποῦ θὰ σοῦ φανοῦν χρήσιμα τὰ κλειδιὰ τοῦ οὐρανοῦ; Ἐὰν βεβαίως ποθεῖς τοῦτο τὸ ὄρος, παραιτήσου ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Ἐὰν θέλεις νὰ ἐγείρης σκηνὲς, παραιτήσου ἀπὸ τὸ νὰ εἶσαι καὶ νὰ λέγεσαι θεμέλιος τῆς Ἐκκλησίας. Διότι μεταμορφώθηκε ὁ Χριστὸς ὄχι ἁπλῶς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς δείξη τὴν μελλούμενη μεταμόρφωσι τῆς φύσεως, καὶ τὴν μὲ τοὺς ἀγγέλους μέσα στὸ φῶς πάνω στὰ σύννεφα δεύτερη ἔλευσι. Διότι εἶναι αὐτὸς ποὺ περιβάλλεται ὡς ἔνδυμα μὲ τὸ φῶς, καὶ ὑπάρχει κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν (Πρξ. 10,42). Ἑπομένως, ἔφερε μπροστά μας τὸν Μωϋσῆ καὶ Ἠλία, δείχνοντας τὶς ἀποδείξεις τῶν ἀρχαίων ὄψεων καὶ καταστάσεων.

Γ΄. Καὶ τί λέγει ὁ μέγας συγγραφέας τῶν Εὐαγγελίων; «Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς· καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Μθ 17,5). Λέγει ὅτι ἐνῶ ἀκόμα μιλοῦσε ὁ Πέτρος, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀπάντησε ὁ Πατέρας. Τί εἶναι αὐτά, Πέτρε; γιατὶ διστάζεις, τί εἶναι αὐτὰ τὰ περιττά, ποὺ προτείνεις καὶ λέγεις ὅτι εἶναι καλὸς ὁ τόπος αὐτός; Ξέχασες τὸν ἐαυτό σου; ἀλλὰ φθονεῖς τὸ γένος καὶ δὲν ξέρεις τὶ λέγεις; Ἀκόμα δὲν καθοδηγήθηκες; Ἀκόμα δὲν ἔμαθες τὴν ἀσφαλῆ γνῶσι γιὰ τὴν υἱότητα; Ἐσὺ δὲν εἶσαι ποὺ ἔλεγες· «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος;» (Μθ 16,16). Τόσα θαύματα εἶδες ἐσύ, Βὰρ Ἰωνᾶ, καὶ ἀκόμα Σίμων παραμένεις; Σὲ κατέστησε κλειδοῦχο τῶν οὐρανῶν, καὶ τὸ ψαράδικο ἔνδυμα ἀκόμα δὲν τὸ ἀπόθεσες; Νά, ποὺ τώρα γιὰ τρίτη φορὰ ἀντιστέκεσαι στὴν βούλησι τοῦ Σωτῆρος, χωρὶς νὰ ξέρης τί λέγεις. Διότι σοῦ εἶπε· Πρέπει νὰ πάθω· καὶ λέγεις· «οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο». Εἶπε πάλιν· «Πάντες σκανδαλισθήσεσθε», καὶ λέγεις· «Εἰ πάντες, ἐγὼ δὲ οὐ σκανδαλισθήσομαι». Καὶ νά, τώρα θέλεις νὰ κτίσης σκηνὴ γιὰ τὸν Χριστό ὅμοια μὲ τὴν τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἠλία; Σκηνὴ στὸν Χριστό, ποὺ μαζὶ μὲ μένα ἅπλωσε τὸν οὐρανό; Σκηνὴ σὲ αὐτὸν ποὺ μὲ ἐμένα θεμελίωσε τὴν γῆ; Σκηνὴ σὲ αὐτὸν ποὺ μαζί μου ὀργάνωσε τὴν θάλασσα καὶ ἔπηξε τὸ στερέωμα; Σκηνὴ σὲ αὐτὸν ποὺ ἄναψε τὰ ἀστέρια; πύρωσε τὸν αἰθέρα, καὶ τὰ πάντα μαζὶ μὲ μένα δημιούργησε πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες; Σκηνὴ σὲ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀπὸ μένα καὶ ἀπὸ ἐσᾶς; Σκηνὴ σὲ αὐτὸν ποὺ εἶναι μὲ ἐμένα καὶ μὲ ἐσᾶς; Σκηνὴ στὸν ἀπάτορα Ἀδὰμ; Σκηνὴ στὸν ἀμήτορα Θεό; Σκηνὴ σὲ αὐτὸν ποὺ ἔλαβε σκηνή, τὴν ὁποία διάλεξε παρθενικὴ γαστέρα; Λοιπὸν ἐπειδὴ σὺ θέλεις νὰ ἐγείρης τρεῖς σκηνές, χωρὶς νὰ ξέρης τί λέγεις, ἐγὼ νεφέλη φωτεινὴ χρησιμοποιῶ ὡς σκηνή, καὶ ὅσους εἶναι ἐδῶ ἀφοῦ τοὺς κάλυψα, ἀπὸ τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν βοῶ· «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, ἐν ᾧ ηὐδόκησα». Ὄχι ὁ Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας, ἀλλὰ αὐτός, ὄχι ἄλλος καὶ ἄλλος, ἀλλ’ αὐτός, ἕνας καὶ ὁ ἴδιος, «ἐν ᾧ ηὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε».

Δ΄. Τὸν Μωϋσῆ τὸν δικαίωσα. Καὶ βεβαίως τὸ ἔκανα μὲ εὐχαρίστησι καὶ ἀναπαύθηκα. Καὶ καταπιάσθηκα μὲ τὸν Ἠλία. Ἀλλὰ αὐτὸν τὸν ἔστειλα στὴν Παρθένο, σὰν νὰ τὸν ἔστελνα «σὰν στὸν οὐρανό», καὶ ἀπὸ τὴν Παρθένο στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό. Λέγει, «οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν, εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» (Ἰω. 3,13). Ἄσκοπα κατέβηκε στὴν γῆ, ἐὰν μένη διαρκῶς πάνω στὴν γῆ. Ἄσκοπα ἄδειασε τὸν ἑαυτό του, παίρνοντας μορφὴ δούλου (Φιλιπ 2,7), ἐὰν δὲν ἔμενε αὐτὸ ποὺ ἦταν, καὶ ἔγινε αὐτὸ ποὺ εἴσαστε ἐσεῖς. Ἐὰν δὲν εἶχε ὑπομείνει ἀνθρωπίνως γιὰ χάρι μας σταυρό, ποὺ μὲ τὸ δικό του αἷμα ἐξαγόρασε τὸν κόσμο, ματαιώνεται ἡ οἰκονομία καὶ μένουν οἱ παλαιὲς προφητεῖες ἀβέβαια λόγια. Ἀλλὰ σώπασε, Πέτρε, καὶ μὴν ἀποδέχεσαι τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ τὰ τοῦ Θεοῦ (Μθ 16,23). Διότι «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱὸς μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Μθ 3,17). Διότι δύο φορὲςγι’ αὐτὸν χρησιμοποίησα αὐτὴν τὴν φωνή. Γιὰ σᾶς σὲ αὐτὸ ἐδῶ τὸ βουνό. Γιὰ δὲ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη ποταμό, γιὰ νὰ βγῆ ἀληθινὸς ὁ παλαιὸς προφήτης, ποὺ φώναξε· «Θαβὼρ καὶ Ἑρμονιεὶμ (Ἑρμών) ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται» (Ψα. 88,13). Ποιὸ ὄνομα; «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Διότι «Ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος (Φιλιπ.2,9). Ἀλλὰ θὰ πῆς πάντως, ἀγαπητέ· Τί σημαίνει «Θαβὼρ καὶ Ἑρμονιεὶμ (Ἑρμών) ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται»; Μάθε λοιπὸν μὲ σύνεσι: Τὸ Θαβώρ, αὐτὸ τὸ βουνὸ εἶναι, ὅπου μὲ τὴν θέλησί του μεταμορφώθηκε ὁ Χριστός, καὶ βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα Υἱός, ὅπως πρὶν ἀπὸ λίγο ἀκούσατε. Τὸ δέ Ἑρμονιεὶμ (Ἑρμών) εἶναι μικρὸ βουνὸ κοντὰ στὸν Ἰορδάνη, ἀπὸ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Ἠλίας. Καὶ τὸ ὁποῖο βρισκόμενο κοντὰ στὸν Ἰορδάνη, στὸ σημεῖο αὐτὸ θέλησε καὶ βαπτίσθηκε ὁ Χριστός, καὶ ἐδῶ βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα Υἱός. Σὲ αὐτὰ τὰ δύο βουνὰ ὁ ἄχραντος Πατέρας βεβαιώνοντας τὴν υἱότητα καὶ τότε καὶ τώρα γιὰ δεύτερη φορά φωνάζει· «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱὸς μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Μθ 3,17). Καὶ ὅποιος αὐτὸν ἀκούει, ἀκούει καὶ ἐμένα. Καὶ ὅποιος ντραπῆ γι’αὐτὸν καὶ τοὺς λόγους του, καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἐντραπῶ καὶ θὰ τὸν ἀποκηρύξω ὅταν θὰ ἔρθω μὲ δόξα συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε, μὲ ἁπλότητα, χωρὶς κακὴ διάθεσι, χωρὶς περιορισμούς, χωρὶς περιέργεια, ἀναζητώντας τὴ πίστι, χωρὶς νὰ λογαριάζετε τὴν γλώσσα, νὰ δυναμώνετε τὴν πίστι, χωρὶς νὰ ζυγίζετε τὸν Λόγο μὲ λόγια. Διότι ἀρκεῖ ποὺ τώρα ὁ Παῦλος ὁ ρήτορας βάζει περιορισμὸ στὴν περιέργεια καὶ μᾶς διδάσκει ὅλους φωνάζοντας· «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ, καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ!» (Ρω. 11,33). Σὲ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν

Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος Η΄. Εἰς τὴν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 65,764-772

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.